Κείμενο
Πρόκειται αποκλειστικά για προσωπικές επιστημονικές απόψεις του γράφοντος, που δεν εκφράζουν ούτε δεσμεύουν την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
I. Εισαγωγικές επισημάνσεις
Σύμφωνα με πρόσφατες εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC), μέχρι σήμερα, η παγκόσμια μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,1°C. Μάλιστα, κατά το πρώτο μισό του 21ου αιώνα, μεταξύ των ετών 2021-2040, επαπειλείται περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας πέραν του 1,5 °C, γεγονός που θα σήμαινε υπέρβαση του μακροπρόθεσμου στόχου συγκράτησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως το όριο αυτό είχε τεθεί με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α) της Συμφωνίας των Παρισίων.
Συνεπώς, τα επόμενα έτη θα είναι καθοριστικά για την λήψη νέων - εκ των πραγμάτων των τελευταίων - πρωτοβουλιών για την επίτευξη του ως άνω στόχου. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είναι αναμενόμενο, οι κοινωνικοί διαξιφισμοί για την προστασία του κλίματος γίνονται όλο και πιο έντονοι, ενώ, παράλληλα, αυξάνονται και οι κλιματικές δίκες , με τις τελευταίες να αναδεικνύονται σε υπολογίσιμο παράγοντα στις δράσεις για την προστασία του κλίματος.
II. Έννοια της κλιματικής δίκης
Οι διενέξεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή αφορούν μια ετερογενή και ποικιλόμορφη ομάδα υποθέσεων που σχετίζονται με αυτήν και φέρονται προς επίλυση ενώπιον δικαστηρίων, ρυθμιστικών φορέων και άλλων οργάνων διευθέτησης διαφορών. Ο όρος «κλιματική δίκη» δεν αποτελεί επακριβώς καθορισμένη νομική έννοια. Ωστόσο, φαίνεται να έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία, παρά το ασαφές περιεχόμενο και εύρος του, αποδίδοντας τον προερχόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όρο «climate change litigation». Στην ουσία, εγκιβωτίζει όλες τις νομικές διαδικασίες, που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την προστασία του κλίματος.
Και ενώ τα μέσα προστασίας του κλίματος αποτελούν, κατά κανόνα, κυβερνητικά μέτρα, οι νομικές διαδικασίες για το κλίμα εκκινούν συνήθως από ιδιώτες. Η ταξινόμηση των τελευταίων ως «μέσου» προστασίας υπό την έννοια των κρατικών μέτρων, καθίσταται επιτρε
Σελ. 184 πτή υπό το πρίσμα της ενεργοποίησης της δικαιοσύνης ως κρατικής λειτουργίας. Η μελέτη της κλιματικής δίκης ως μέσου προστασίας του κλίματος ανάγεται, συνεπώς, στο ρόλο κυρίως των δικαστηρίων στην προστασία του κλίματος.
Με αφετηρία την απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου («BVerfG») στην υπόθεση «Neubauer κ.ά.» και την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση της Royal Dutch Shell («RDS») θα εξεταστεί κριτικά o τρόπος, με τον οποίο τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν τις κεντρικές προκλήσεις των αξιώσεων, που πηγάζουν από την κλιματική αλλαγή, ενώ, στη συνέχεια, θα αξιολογηθεί ο αντίκτυπος των παραπάνω αποφάσεων.
III. Η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με το γερμανικό νόμο για την προστασία του κλίματος και του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση «Shell»
Στην υπόθεση «Neubauer κ.ά» οι νέοι σε ηλικία προσφεύγοντες αμφισβήτησαν ενώπιον του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου συγκεκριμένες διατάξεις του ομοσπονδιακού νόμου για την προστασία του κλίματος (Bundes-Klimaschutzgesetz), ισχυριζόμενοι ότι η μείωση των εκπομπών CO2, που προβλέπεται στον ομοσπονδιακό νόμο, δεν αρκεί για να την επίτευξη της στοχοθεσίας συγκράτησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας. Ειδικότερα, επικαλέστηκαν ότι με την υφιστάμενη κατανομή μείωσης των εκπομπών και τη μη λήψη επαρκών μέτρων προστασίας του κλίματος, το κράτος είχε παραβιάσει τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών σε ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης στην περιβαλλοντική της διάσταση («ökologisches Existenzminimum»).
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 20α του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου υποχρεώνει το κράτος να αναλάβει δράση για το κλίμα, περιλαμβανομένης της επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι, κατά παράβαση της αρχής διαγενεακής δικαιοσύνης, οι ισχύουσες διατάξεις του νόμου για την προστασία του κλίματος επιβαρύνουν αδικαιολόγητα τις μελλοντικές γενιές να μειώσουν τις εκπομπές με ρυθμό, που θα ήταν μη αποδεκτός σήμερα. Μάλιστα, οι δικαστές της Καρλσρούης σημείωσαν ότι «σχεδόν κάθε ελευθερία επηρεάζεται δυνητικά από αυτές τις μελλοντικές υποχρεώσεις μείωσης των εκπομπών, επειδή σχεδόν κάθε τομέας της ανθρώπινης ζωής συνδέεται με την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και απειλείται, επομένως, από τους δραστικούς περιορισμούς [στις εκπομπές] μετά το 2030».
Με βάση τα παραπάνω, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε τον νόμο για την προστασία του κλίματος εν μέρει ασυμβίβαστο με το γερμανικό Σύνταγμα και κάλεσε το κράτος να λάβει τα αναγκαία μέτρα έως την 31η Δεκεμβρίου 2022. Ειδικότερα, το κράτος υποχρεώθηκε να καθορίσει νέους στόχους μείωσης των εκπομπών άνθρακα μετά το 2030 και να το πράξει με διαφοροποιημένο τρόπο και εγκαίρως, ώστε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως η επιχειρηματική κοινότητα, να έχουν επαρκώς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Μόλις τέσσερις μήνες μετά την απόφαση ακολούθησε η νομοθετική αλλαγή. Σημειώνεται ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή επόμενη συναφή προσφυγή εννέα παιδιών και νεαρών ενηλίκων κατά του τροποποιημένου ομοσπονδιακού νόμου για την προστασία του κλίματος.
Εξάλλου, στην υπόθεση Milieudefensie κ.λπ. κατά Royal Dutch Shell («RDS»), το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε επί συλλογικής αγωγής για αδικοπραξία. Στις 5 Απριλίου 2019, μια ομάδα επτά ολλανδικών ΜΚΟ και περισσότεροι από 17.000 μεμονωμένοι ενάγοντες («Milieudefensie et al.») άσκησαν αγωγή κατά της RDS ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Χάγης, ζητώντας από το δικαστήριο (i) να αποφανθεί ότι οι ετήσιες εκπομπές CO2 του ομίλου Shell και η αποτυχία της RDS να τις μειώσει συνιστούν παράνομες
Σελ. 185πράξεις έναντι των ενάγοντων και (ii) να διατάξει την RDS να μειώσει, έως το τέλος του 2030, τις εκπομπές CO2 του ομίλου Shell κατά 45%, σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Το δικαστήριο, με θεμέλιο την αδικοπρακτική ευθύνη, την επίκληση κανόνων «ήπιου» δικαίου («soft law») και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), έκανε κατά βάση δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τη RDS να μειώσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα. Πρόκειται για απόφαση-ορόσημο, καθώς οι ακτιβιστές κατόρθωσαν να υποστηρίξουν με επιτυχία ότι ο ενεργειακός γίγαντας Shell, μια εταιρική οντότητα και όχι ένα κράτος, είχε παραβιάσει την υποχρέωση πρόνοιας, που απορρέει από τις υποχρεώσεις για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, λόγω της συμβολής του στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
IV. Νομικές προκλήσεις
1. Η συνθετότητα του αντικειμένου της διαφοράς
Κεντρικό ζήτημα στον επιστημονικό διάλογο, που αναπτύσσεται σε σχέση με τις κλιματικές δίκες, αποτελεί ο τρόπος, με τον οποίο τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν τα υψηλής συνθετότητας ζητήματα, που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ιδίως την απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας των εναγόντων και τη σχέση αιτιότητας μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του εναγομένου και της ζημίας των εναγόντων.
Ωστόσο, η πρόκληση αυτή τείνει μάλλον να αμβλυνθεί με την εξέλιξη της κλιματολογικής μοντελοποίησης, την ανάδειξη της IPCC σε αξιόπιστο εκφραστή της παγκόσμιας ερευνητικής δραστηριότητας για το κλίμα και, πάντως, λόγω της διαφαινόμενης ευρείας αποδοχής της ειδικής έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας των Παρισίων.
Μάλιστα, φαίνεται να έχει σχηματισθεί ένα «minimum consensus» σε σχέση με τα ακόλουθα ζητήματα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής: (i) η ανθρώπινη συμπεριφορά συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή με τη μορφή της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας, (ii) τα αέρια του θερμοκηπίου, καθώς και άλλα αέρια που επηρεάζουν το κλίμα, συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα και οδηγούν σε αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας αντανακλώντας τη θερμική ακτινοβολία της γης, (iii) η αύξηση των εκπομπών άνθρακα και η άνοδος της θερμοκρασίας έχουν σχεδόν γραμμική σχέση. Ωστόσο, παρά τη σημαντική πρόοδο στην κλιματολογική μοντελοποίηση, κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την αιτιότητα παραμένουν ανοικτά, όπως π.χ. η άνευ ετέρου απόδοση των ακραίων καιρικών φαινομένων στην κλιματική αλλαγή.
Στο παραπάνω πλαίσιο εκφοράς, είναι αξιοσημείωτο ότι στην απόφαση του BVerfG η πολυπλοκότητα της αιτιότητας μεταξύ της ανθρωπογενούς επέμβασης στο περιβάλλον και της κλιματικής αλλαγής αποκτά μάλλον δευτερεύουσα σημασία, με το δικαστήριο να παραπέμπει εν πολλοίς, σε σχέση με τα ζητήματα αυτά, στις εκθέσεις της IPCC. Εξάλλου, το BVerfG απορρίπτει ευλόγως την ένσταση ότι και άλλα κράτη παράγουν αέρια του θερμοκηπίου και, συνεπώς, συμβάλλουν αιτιωδώς στην κλιματική αλλαγή. Υπό το πρίσμα της απαίτησης προστασίας του κλίματος, αναγνωρίζεται στο άρθρο 20α του γερμανικού θεμελιώδους νόμου διεθνής διάσταση. Η εθνική υποχρέωση προστασίας του κλίματος δεν ακυρώνεται από το γεγονός ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη αποκλείει την επίλυση των προβλημάτων της κλιματικής αλλαγής από ένα κράτος μόνον. Η επιτακτική ανάγκη προστασίας του κλίματος απαιτεί από το κράτος να ενεργοποιηθεί για την προστασία του κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο και να εργάζεται για την προστασία του στο πλαίσιο του διεθνούς συντονισμού. Το κράτος δεν μπορεί να αποποιηθεί την ευθύνη του επικαλούμενο τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε άλλα κράτη. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να είναι αποτελεσματική και περιλαμβάνει ωσαύτως την προστασία από παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων από άλλα κράτη, οπότε το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη συμβολή της Γερμανίας στην κλιματική αλλαγή ή στην πρόκληση ζημίας των προσφευγόντων δεν μπορεί να είναι κρίσιμη, είναι πειστικό. Από την άλλη, το BVerfG αξιώνει μια δίκαιη διαχρονική κατανομή των περικοπών στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, χωρίς να προσδιορίσει πώς ακριβώς θα πρέπει να είναι η δίκαιη αυτή κατανομή, καθώς η σχετική απόφαση εμπίπτει στις αρμοδιότητες της νομοθετικής εξουσίας.
Σελ. 186 Ομοίως, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης δεν απασχολήθηκε σε βάθος με τα ζητήματα αιτιότητας. Εν πρώτοις, όπως πλέον φαίνεται να είθισται στις κλιματικές δίκες, το Rechtbank Den Haag υιοθέτησε τις εκθέσεις της IPCC. Μάλιστα, η έλλειψη ειδικής αναφοράς των Κάτω Χωρών στις εκθέσεις της IPCC δεν εμπόδισε το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης να διαγνώσει σοβαρές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και για την ένδικη περιοχή.
Όπως και το BVerfG, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης απέφυγε να έλθει αντιμέτωπο με τα πολύπλοκα ζητήματα της ειδικής αντιστοίχισης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με συγκεκριμένη και μετρήσιμη ζημία. Αρκεί ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν αμφιβολίες για τις επικείμενες σοβαρές και μη αναστρέψιμες συνέπειες για τη συγκεκριμένη περιοχή και τους κατοίκους της. Η αβεβαιότητα σχετικά με τις επακριβώς προσδιορισμένες προκληθείσες ζημιές, κατά το δικαστήριο, δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμη, δεδομένου ότι οι ενάγοντες - όπως και σε προηγούμενες δίκες κατά κρατών – αξιώνουν απλώς παράλειψη από τη Shell, αλλά όχι αποζημίωση.
Το Rechtbank Den Haag επιχείρησε να τεκμηριώσει την υποχρέωση μείωσης των εκπομπών με επίκληση του θερμοκρασιακού στόχου της Συμφωνίας των Παρισίων και του υπολογισμένου από την IPCC παγκόσμιου «προϋπολογισμού άνθρακα» («carbon budget»). Το δικαστήριο σημείωσε ορθά ότι η Shell δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας των Παρισίων και δεν υπέχει καμία νομική υποχρέωση εξ αυτής. Ωστόσο, αναφερόμενο στη γένεση της Συμφωνίας και στις εκθέσεις της IPCC, το δικαστήριο θεωρεί ότι η επιδίωξη για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας αποτελεί έναν παγκοσμίως υποστηριζόμενο στόχο και συνιστά γενικώς αποδεκτό πρότυπο. Ταυτόχρονα, με επίκληση της έκθεσης SR 15 της IPCC, το Rechtbank Den Haag διαπιστώνει ότι υφίσταται ευρεία συναίνεση σε σχέση με τη θέση ότι ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5°C είναι δυνατός μόνο με μείωση του CO2 κατά τουλάχιστον 45% έως το 2030.
H επίκληση της Συμφωνίας των Παρισίων και του «carbon budget» της IPCC, παρά την έλλειψη δεσμευτικής ισχύος της Συμφωνίας ως προς τις επιχειρήσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη υπό το πρίσμα της διαπίστωσης ότι το όριο της θερμοκρασίας και ο παγκόσμιος προϋπολογισμός άνθρακα, που καθορίζονται από την IPCC, καθίστανται σταδιακά σημείο αναφοράς για τις κλιματικές δίκες. Ωστόσο, το Rechtbank Den Haag δεν παρέχει πειστική αιτιολόγηση για τη μετακύλιση του βάρους της παγκόσμιας μείωσης εκπομπών άνθρακα κατά 45% σε μία μόνο, αν και διεθνώς δραστηριοποιούμενη, εταιρεία.
2. Η προστασία του κλίματος ως δικαίωμα
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση είναι η αναγνώριση ενός αγώγιμου δικαιώματος στην προστασία του κλίματος. Οι κλιματικές δίκες μπορούν να καταστούν επιτυχείς και, συνεπώς, να χαρακτηριστούν ως αποτελεσματικό μέσο προστασίας του κλίματος, μόνο εάν οι προσφεύγoντες δικαιούνται δικαστικώς επιδιώξιμη νομική προστασία. Αποτελεί, όμως, η αναγνώριση της προστασίας του κλίματος ως θεμελιώδους δικαιώματος κρίσιμη παράμετρο για τη θεμελίωση των κλιματικών αξιώσεων;
Ελλείψει κατοχυρωμένου δικαιώματος στην προστασία του κλίματος σε διεθνές επίπεδο και ενόψει του γεγονότος ότι οι αξιώσεις για το κλίμα προβάλλονται - κατά κανόνα - ενώπιον εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, η διάπλαση ενός τέτοιου δικαιώματος εναπόκειται καταρχήν στο εκάστοτε νομικό σύστημα. Για παράδειγμα, ενώ στην ελληνική έννομη τάξη η προστασία από την κλιματική αλλαγή καταλαμβάνεται από τη ρυθμιστική εμβέλεια του συνταγματικής περιωπής δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρο 24 παρ.1 Σ.), στη Γερμανία, η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου έδωσε νέα ώθηση σε μια συζήτηση που φαίνεται να είχε εγκαταλειφθεί.
Το BVerfG δεν αναγνωρίζει την αναγωγή του κλίματος ως αυτοτελώς προστατευόμενου αγαθού και την προστασία του ως θεμελιώδους δικαιώματος. Η απορρέουσα εκ του άρθρου 20α του γερμανικού Συντάγματος υποχρέωση προστασίας του κλίματος δεν μπορεί να θεωρηθεί αφεαυτή ως ένα τέτοιο δικαίωμα, με το Συνταγματικό Δικαστήριο να αφήνει, πάντως, ανοικτό το ζήτημα ενός δικαιώματος σε ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης στην περιβαλλοντική της διάσταση. Το BVerfG προτάσσει την προστασία της ελευθερίας, όπως κατοχυρώνεται μέσω των συνταγματικών
Σελ. 187διατάξεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα, υπό το σχήμα της διαχρονικής και διαγενεακής διασφάλισής της.
Ειδικότερα, καθόσον η άσκηση των ελευθέριων οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μετά την εξάντληση του προϋπολογισμού άνθρακα, καθίστανται αναγκαίοι οι περιορισμοί στις ελευθερίες. Όμως, μια κατανομή του προϋπολογισμού άνθρακα υπέρ των γενεών, που ζουν σήμερα και εις βάρος των μεταγενέστερων γενεών, συνιστά μια οιωνεί προσβολή στα θεμελιώδη δικαιώματα, λαμβανομένης υπόψη της διαχρονικής κατοχύρωσης της ελευθερίας, η οποία απαιτεί δίκαιη κατανομή των ευκαιριών για την άσκηση των συνταγματικών ελευθεριών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το BVerfG σιωπά σε σχέση με την ιεράρχηση του διαγενεακού δικαιώματος στην ελευθερία, μολονότι ήδη ακούγονται φωνές ακόμα και για οικολογική δικτατορία αν δοθεί προτεραιότητα στην προστασία του κλίματος. Πάντως, αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει την άνευ ετέρου υπεροχή του άρθρου 20α του γερμανικού Συντάγματος, με αποτέλεσμα σε περίπτωση σύγκρουσης να πρέπει να σταθμίζεται με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και αρχές, επισημαίνει ότι το ειδικό βάρος της προστασίας του κλίματος στην κατά τα άνω στάθμιση βαίνει αυξανόμενο όσο επιδεινώνεται η κλιματική αλλαγή.
Aπό την άλλη, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης δεν εμβάθυνε σε σχέση με την διάπλαση ενός δικαιώματος προστασίας του κλίματος. Επιδόθηκε μάλλον στην τεκμηρίωση της υποχρέωσης των εταιρειών να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, με επίκληση της απόφασης «Urgenda» του Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών, στην οποία είχε γίνει δεκτό ότι το άρθρο 2 και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ παρέχουν προστασία από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με την απόφαση «Urgenda», το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή, προστατεύει από περιβαλλοντικές καταστροφές, αξιώνοντας τη λήψη κατάλληλων μέτρων, όταν υφίσταται πραγματικός και επικείμενος κίνδυνος. Αλλά και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που εγγυάται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, περιλαμβάνει επίσης την υποχρέωση παροχής επαρκούς προστασίας από σοβαρές περιβαλλοντικές ζημίες. Μάλιστα, λόγω της αρχής της προφύλαξης, η υποχρέωση προστασίας υφίσταται ακόμα και στην περίπτωση που το ζημιογόνο γεγονός είναι αβέβαιο. Υπό το πρίσμα της απόφασης «Urgenda», διαπιστώνεται ότι η προστασία από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απορρέει απευθείας από τα υφιστάμενα ανθρώπινα δικαιώματα και πρέπει να παρέχεται, όταν - παρά τις εναπομένουσες αβεβαιότητες - υπάρχει απειλή σοβαρών και μη αναστρέψιμων αρνητικών επιπτώσεων.
3. H διάκριση των εξουσιών
Σε κεντρικό ζήτημα της επιστημονικής συζήτησης για τις κλιματικές δίκες αναδεικνύεται και η διατήρηση της θεσμικής ισορροπίας μεταξύ των εξουσιών, εν προκειμένω υπό την έννοια του σεβασμού των περιθωρίων εκτίμησης του νομοθέτη και της αποφυγής εξαναγκασμού του προς νομοθέτηση. Οι μορφές εκδήλωσης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών διαφέρουν μεταξύ των εθνικών νομικών συστημάτων, όπως ευχερώς προκύπτει από τις διαφορετικές αρμοδιότητες των ανώτατων δικαστηρίων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υιοθέτηση ή όχι του συστήματος του συγκεντρωτικού ελέγχου συνταγματικότητας. Ωστόσο, οι προκλήσεις που προκύπτουν αναφορικά με τις κλιματικές δίκες, είναι παρόμοιες και συμπυκνώνονται στο ερώτημα, τί μπορούν εν τέλει να αποφασίσουν τα δικαστήρια στο πλαίσιο των προσφυγών για το κλίμα και τί επαφίεται στον νομοθέτη.
Προεξαγγελτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι συναφείς κλιματικές προσφυγές στις ΗΠΑ απορρίφθηκαν, με την αιτιολογία ότι τα κρίσιμα ζητήματα εμπίπτουν στο πεδίο της νομοθετικής εξουσίας. Εν προκειμένω, το BVerfG αγγίζει τη σχέση μεταξύ των εξουσιών, ιδίως κατά την αναγωγή του παγκόσμιου υπολειπόμενου προϋπολογισμού άνθρακα σε εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ο μακροπρόθεσμος στόχος για τη θερμοκρασία ανάγεται σε περιεχόμενο των συνταγματικών αρχών. Μολονότι το BVerfG υπογράμμισε τον περιορισμό των περιθωρίων πολιτικής εκτίμησης σχετικά με τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος όσον αφορά το άρθρο 20α του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου, το προνόμιο του νομοθέτη για τη συγκεκριμενοποίηση των αναγκαίων μέτρων δεν τέθηκε ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση. Mάλιστα, το Συνταγματικό Δικαστήριο τόνισε το σημαντικό περιθώριο του νομοθέτη κατά την άσκηση της εξουσίας
Σελ. 188 του για συγκεκριμενοποίηση, επισημαίνοντας, επιπλέον, ότι ο τελευταίος δεν έχει υπερβεί, επί του παρόντος, το περιθώριο αυτό.
Από την άλλη, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης δεν αντιμετώπισε επί της ουσίας το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών, με τη σκέψη ότι καλείται να επιλύσει διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Πράγματι, τα ζητήματα ενδεχόμενης αδικοπρακτικής ευθύνης της Shell και των συναφών αξιώσεων είναι πρωτίστως αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Εν προκειμένω, ωστόσο, θα πρέπει να εξαρθεί ότι η έλλειψη νομικά δεσμευτικής ισχύος του επικαλούμενου «ήπιου» δικαίου (UN Guiding Principles on Business and Human Rights – UNGP, OECD Guidelines for Multinational Enterprises) και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναντι της Shell δεν εμπόδισε το δικαστήριο να διαπλάσει (άγραφες) υποχρεώσεις επιμέλειας μεταξύ οντοτήτων του ιδιωτικού δικαίου, επικαλούμενο μια «εκτεταμένη συναίνεση και γενική αναγνώριση». Τούτο σημαίνει ότι ένα δικαστήριο - και όχι ο νομοθέτης – διαπλάθει υποχρεώσεις των εταιρειών αντλούμενες από τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αποτέλεσμα να προκαλούνται επιφυλάξεις υπό το πρίσμα της διάκρισης των εξουσιών.
4. Έννομες συνέπειες των αποφάσεων σε διεθνές επίπεδο
Στη θεωρία έχει εμφατικά διατυπωθεί ο αφορισμός ότι δεν μπορεί να σωθεί ο κόσμος με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Πράγματι, δεδομένου ότι τα δικαστήρια αποφασίζουν μόνο επί συγκεκριμένων υποθέσεων, δικαστικά μέτρα προστασίας του κλίματος εκπορευόμενα από ένα εθνικό κράτος δεν δύνανται να είναι επαρκή για την καταπολέμηση της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, η διαμόρφωση «φιλικών» προς την προστασία του κλίματος εθνικών δικαστηρίων δύναται να οδηγήσει σε στρεβλώσεις (π.χ. «forum shopping» εκ μέρους των εναγόντων, μεταφορά της έδρας εκ μέρους των εναγομένων).
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι μία απόφαση συχνά αποκτά σημασία και πέραν της μεμονωμένης υπόθεσης. Συναφώς, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι «η συνταγματική απαίτηση για την προστασία του κλίματος έχει εκ προοιμίου μια διεθνή διάσταση». Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το BVerfG αξιώνει κρατική δράση για την προστασία του κλίματος, ακόμη και αν οι προσπάθειες αυτές είναι εκ των πραγμάτων ανεπιτυχείς, ελλείψει ενεργοποίησης άλλων εθνικών κρατών. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις προστασίας που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα, με επίκληση της αδράνειας τρίτων κρατών. Είναι αλήθεια ότι μετά τη Συμφωνία των Παρισίων, η διεθνής δράση για το κλίμα προσανατολίζεται στο να προχωρήσουν εθελοντικά τα επιμέρους κράτη, εμπεδώνοντας έτσι ένα «minimum» εμπιστοσύνης. Στο παραπάνω πλαίσιο, αξιώνεται από την γερμανική κυβέρνηση διεθνώς προσανατολισμένη δράση για την προστασία του κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως στο πλαίσιο του διεθνούς συντονισμού (π.χ. μέσω διαπραγματεύσεων, σε διεθνείς συμβάσεις ή σε οργανισμούς).
Αλλά και το Rechtbank Den Haag βρέθηκε αντιμέτωπο με την εξωεδαφική διάσταση της απόφασής του, καλούμενο να απαντήσει επί της ένστασης ότι άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά (και δη οι ανταγωνιστές της Shell) στην πράξη θα αναπληρώσουν τις ποσότητες εκπομπών, που εξοικονομήθηκαν δυνάμει της απόφασής του. Το δικαστήριο, αν και αναγνώρισε ότι νομιμοποιείται να αποφασίσει μόνο επί της κρίσιμης υπόθεσης και, επομένως, μόνο σε βάρος της συγκεκριμένης εταιρείας, επισήμανε ότι κάθε μείωση συμβάλλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, απελευθερώνοντας χώρο στον προϋπολογισμό άνθρακα, ενώ παράλληλα μειώνεται η επιβάρυνση των εθνικών κρατών, των επιχειρήσεων, των πολιτών και της κοινωνίας στο σύνολό της. Μάλιστα, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης αμφισβήτησε την εκτίμηση ότι οι όγκοι εκπομπών, που απελευθερώνονται θα καλυφθούν από περαιτέρω εκπομπές της βιομηχανίας καυσίμων, παραγνωρίζοντας πάντως ότι, τουλάχιστον για την ώρα, δεν υφίσταται συγκεκριμένος, παγκόσμιας εμβέλειας μηχανισμός, που να επιτελεί δίκαιη κατανομή των εκπομπών μεταξύ κρατών, ατόμων και (πολυεθνικών) επιχειρήσεων.
V. Συμπερασματικές επισημάνσεις
Η απόφαση του BVerfG για το κλίμα, πέρα από την αλλαγή της γερμανικής κλιματικής νομοθεσίας, που επέβαλε στην πράξη, ανήγαγε το θερμοκρασιακό όριο και τον εθνικό προϋπολογισμό άνθρακα σε «λυδία λίθο» για τα εθνικά μέτρα προστασίας του κλίματος. Συναφώς, ο νομοθέτης θα πρέπει πλέον να σταθμίζει και τα
Σελ. 189συμφέροντα των μελλοντικών γενεών, ενόψει της διαχρονικής διασφάλισης της ελευθερίας και της αρχής της διαγενεακής δικαιοσύνης. Επιπλέον, η νομολογία «Neubauer κ.ά.», καθοδηγούμενη από τα πορίσματα της επιστήμης της κλιματολογίας και της IPCC, ανέδειξε το ειδικό τους βάρος για την κλιματική πολιτική, γεγονός που δύναται εν δυνάμει να συμβάλει στην ορθολογικότερη λήψη των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων στο μέλλον. Ωστόσο, ουσιαστικές κανονιστικές εκτιμήσεις προερχόμενες από τα δικαστήρια ή από εμπειρογνώμονες αντί από τον νομοθέτη και νομιμοποιούμενες με το επιχείρημα της αδράνειας του τελευταίου ή ακόμα και με σταθμίσεις από το δίκαιο της ανάγκης, δυσχερώς θα μπορούσαν να διέλθουν από το «θεσμικό δίχτυ» της διάκρισης των εξουσιών.
Εξάλλου, η απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Χάγης, επί της ουσίας, αναγνωρίζει την ύπαρξη άγραφης υποχρέωσης των εταιρειών να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μάλιστα, η υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από αξίωση κατά του κράτους στην απόφαση «Urgenda», υπό το πρίσμα των άγραφων υποχρεώσεων επιμέλειας, μετουσιώνεται σε αξίωση κατά ιδιώτη βάσει του δικαίου της αδικοπραξίας. Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόφαση στην υπόθεση «Shell» αναμένεται πύκνωση συναφών αγωγών κατά των λεγόμενων «carbon majors».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι οι κλιματικές δίκες αναδεικνύονται σε στρατηγικό μέσο προστασίας του κλίματος, με δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα του διασυνοριακού δικαίου για το κλίμα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι πάντα πειστική η νομική επιχειρηματολογία, που επιστρατεύεται προς θεμελίωση των συναφών αξιώσεων. Τα παραδείγματα, που επιλέχθηκαν εδώ, η απόφαση του BVerfG για το κλίμα και η απόφαση του Rechtbank Den Haag στην υπόθεση «Shell», καταδεικνύουν ότι τα δικαστήρια μπορούν αναμφισβήτητα να αντιμετωπίσουν τις κεντρικές προκλήσεις των αξιώσεων εκ της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, παράλληλα, δεν αποκαλύπτουν μόνο δογματική ασάφεια, αλλά, σε ορισμένα σημεία, ακόμα και πλάγιες, αν όχι ευθείες, προσπάθειες υπέρβασης των ορίων της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Είναι επίσης σαφές ότι τα δικαστήρια, ως τρίτη εξουσία, παρεμβαίνουν πλέον εμφατικά στην πολιτική για την προστασία του κλίματος. Ενόψει της έντασης της κλιματικής κρίσης, η συμμετοχή όλων των κρατικών εξουσιών δεν είναι εκ πρώτης όψεως παράταιρη. Ωστόσο, οι κλιματικές δίκες μπορούν να λειτουργούν μόνο διορθωτικά. Ο αναγκαίος μετασχηματισμός σε όλους τους τομείς πρέπει να είναι κοινωνικός, κοινοβουλευτικός και ασφαλώς και οικονομικός. Οι προσφυγές για το κλίμα και η νομολογία μπορούν να θέσουν κατευθυντήριες γραμμές και να επιταχύνουν τη μετάβαση σε μια νέα εποχή πραγματικής αειφόρου ανάπτυξης, προς το συμφέρον όλων των γενεών, υφιστάμενων και μελλοντικών. Ωστόσο, αυτό θα (πρέπει να) συνεχίσει να γίνεται ουσιαστικά και κατά κανόνα εκτός των δικαστικών αιθουσών.