Περίληψη

Ο Ν 5016/2023 επιδιώκει την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των ρυθμίσεων του τροποποιηθέντος πρότυπου νόμου της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία , καθώς επίσης των νεότερων εξελίξεων σε θεωρία και πράξη, έτσι ώστε να καταστεί δυνατός ο εκσυγχρονισμός του δικαίου της διεθνούς διαιτησίας στην Ελλάδα. Με την παρούσα μελέτη διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις σχετικά με τις επιμέρους ρυθμίσεις του νόμου.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ι. Η τελολογία των ρυθμίσεων
Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) επεξεργάσθηκε και συνέταξε το έτος 1985 έναν πρότυπο νόμο (Model Law) για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, ο οποίος υιοθετήθηκε εν όλω ή εν μέρει από έναν μεγάλο αριθμό κρατών και αποτέλεσε τη βάση των εθνικών ρυθμίσεων για τη διεθνή εμπορική διαιτησία. Η Ελλάδα υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες τις ρυθμίσεις του εν λόγω πρότυπου νόμου με τη θέση σε ισχύ του Ν 2735/1999 για τη διεθνή εμπορική διαιτησία (ΦΕΚ Α’ 167/18.8.1999), ο οποίος ετύγχανε αποκλειστικής εφαρμογής επί των διαιτησιών που διεξάγονταν στην Ελλάδα και ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του. Ο πρότυπος νόμος της UNCITRAL τροποποιήθηκε εκτενώς το έτος 2006, ώστε οι ρυθμίσεις του να ανταποκριθούν στις εξελίξεις του δικαίου της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Οι εξελίξεις αυτές σε διεθνές επίπεδο κατέστησαν αναγκαίο τον εκσυγχρονισμό του ημεδαπού δικαίου της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας με τη θέσπιση ενός νέου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα ανταποκρίνεται προς αυτές. Έτσι λοιπόν συντάχθηκε και τέθηκε σε ισχύ ο Ν 5016/2023 (ΦΕΚ Α’ 21/4.2.2023), ο οποίος έχει ως αντικείμενο (άρθρο 2) την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των ρυθμίσεων του τροποποιηθέντος πρότυπου νόμου της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, καθώς επίσης των
Σελ. 9νεότερων εξελίξεων σε θεωρία και πράξη, έτσι ώστε η διεθνής διαιτησία να εμπεδωθεί στην ελληνική έννομη τάξη ως ένας θεσμός, ο οποίος θεμελιώνεται στην αυτονομία των μερών να προβούν στην υπαγωγή των διαφορών τους στη διαιτησία και να επιλέξουν τους διαιτητές που θα κρίνουν επ’ αυτών, καθώς και τους κανόνες, οι οποίοι θα τύχουν εφαρμογής τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας της εκάστοτε διαφοράς (άρθρο 1).
ΙΙ. Συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Ν 5016/2023
1. Έπειτα από την αναφορά στην τελολογία και στο αντικείμενο του νόμου (άρθρα 1, 2), ακολουθούν διατάξεις περί της οριοθετήσεως του πεδίου εφαρμογής του (άρθρο 3), καθώς επίσης περί των γενικών αρχών και των κανόνων, οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την ερμηνεία των επιμέρους διατάξεών του (άρθρο 5). Περαιτέρω, τίθενται κανόνες, οι οποίοι ισχύουν για όλα τα στάδια της διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα για τη ρύθμιση της διαβιβάσεως εγγράφων (άρθρο 6), της παραιτήσεως των μερών από την προβολή αντιρρήσεων (άρθρο 7), καθώς και της αρμοδιότητας των πολιτειακών δικαστηρίων να διευκολύνουν τη διεξαγωγή της διαιτησίας παρέχοντας συνδρομή κατά τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρο 9 αριθ. 1), όπως επίσης να ελέγξουν την εμφιλοχώρηση σοβαρών πλημμελειών στη διαιτητική απόφαση εκδικάζοντας την εναντίον της ασκηθείσα αγωγή ακυρώσεως (άρθρο 9 αριθ. 2). Ακολουθούν διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την έγκυρη κατάρτιση και τις συνέπειες της συμφωνίας διαιτησίας (άρθρα 10-13), καθώς και τη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου, ειδικότερα δε τον ορισμό των διαιτητών (άρθρα 15-17), την εξαίρεσή τους (άρθρα 18-19), την αντικατάσταση διαιτητή, ο οποίος δεν είναι σε θέση να ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρα 20-21), όπως επίσης την ευθύνη των διαιτητών (άρθρο 22).
2. Στη συνέχεια, ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να αποφανθεί για τη δικαιοδοσία του (άρθρο 23), τη δυνατότητά του να επιτρέψει τη συμμετοχή στη διαδικασία και άλλων προσώπων εκτός των αρχικών διαδίκων (άρθρο 24), καθώς και την εξουσία του να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 25). Ακολουθούν διατάξεις, οι οποίες διέπουν τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των διαδίκων από το διαιτητικό δικαστήριο, καθώς και την κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεώς τους (άρθρο 26), επίσης δε αναφέρονται στους κανόνες που διέπουν τη διαιτητική διαδικασία (άρθρο 27), στον καθορισμό του κρίσιμου για πολλά επιμέρους ζητήματα τόπου της διαιτησίας (άρθρο 28), στον χρόνο ενάρξεως της διαιτητικής διαδικασίας (άρθρο 29), όπως επίσης στη γλώσσα της διαιτησίας (άρθρο 30).
3. Ρυθμίζονται περαιτέρω σημαντικά ζητήματα σχετικά με το περιεχόμενο της (διαιτητικής) αγωγής και την απάντηση του εναγόμενου (άρθρο 31), τις συνέπειες της παραλείψεως του προσφεύγοντος στη διαιτησία να ασκήσει στη συνέχεια τη σχετική αγωγή, καθώς και του αντιδίκου του να απαντήσει επί της κατ’ αυτού ασκηθείσας αγωγής (άρθρο 33), τη διεξαγωγή γραπτής ή (και) προφορικής διαδικασίας (άρθρο 32), όπως επίσης ζητήματα σχετικά με τη διεξαγωγή των αποδείξεων και ειδικότερα σχετικά με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 34), την επίδειξη εγγράφων και άλλων αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους (άρθρο 35) και την αρωγή εκ μέρους των πολιτειακών δικαστηρίων κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρο 36).
4. Τη διάταξη σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στην ουσία της διαφοράς (άρθρο 37) ακολουθούν ρυθμίσεις σχετικά με την έκδοση (άρθρο 38), τη μορφή και το περιεχόμενο (άρθρο 40) της διαιτητικής αποφάσεως, τη διόρθωση και την ερμηνεία της (άρθρο 42), τη δυνατότητα των μερών να προβούν σε κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 39), όπως επίσης σχετικά με τους τρόπους περατώσεως της διαιτητικής διαδικασίας (άρθρο 41). Περαιτέρω, ρυθμίζονται η άσκηση αγωγής ακυρώσεως κατά της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 43), το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 44), καθώς επίσης η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (άρθρο 45). Τέλος, ο νόμος περιέχει ρυθμίσεις σχετικές με τη λειτουργία οργανισμών θεσμικής διαιτησίας (άρθρο 46), οι δε κανονιστικές ρυθμίσεις του ολοκληρώνονται με τις εξουσιοδοτικές (άρθρο 47) και μεταβατικές (άρθρο 48) διατάξεις, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 49 καταργείται ρητά ο Ν 2735/1999.
5. Ο Ν 5016/2023 έχει κατά βάση τη δομή του προϊσχύσαντος Ν 2735/1999, δεδομένου ότι και ο πρότυπος νόμος της UNCITRAL του έτους 2006 έχει τη δομή εκείνου του έτους 1985. Υπερβαίνει, ωστόσο, το κανονιστικό εύρος του Ν 2735/1999, θεσπίζοντας ρυθμίσεις, οι οποίες δεν προβλέπονταν προηγουμένως από αυτόν. Πρόκειται για τις ρυθμίσεις του άρθρου 5 σχετικά με τις γενικές αρχές και τους ερμηνευτικούς κανόνες της διαιτησίας, του άρθρου 11 σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο επί της συμφωνίας διαιτησίας και τη (μη) επίδραση της πτωχεύσεως οποιουδήποτε από τους συμβαλλόμενους επί του κύρους της, του άρθρου 16 σχετικά με τον ορισμό διαιτητών επί πολυμερούς διαιτησίας, του άρθρου 24 σχετικά με την πολυμερή διαιτησία και τη δυνατότητα συνενώσεως διαδικασιών, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του αυτού ή διαφορετικών διαιτητικών δικαστηρίων, του άρθρου 25,
Σελ. 10το οποίο εμπεριέχει εκτενέστερη ρύθμιση σε σύγκριση με εκείνη του άρθρου 17 Ν 2735/1999 σχετικά με την εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, του άρθρου 35 σχετικά με την επίδειξη εγγράφων και την προσκομιδή αποδείξεων από τα διάδικα μέρη, του άρθρου 42 αριθ. 3 σχετικά με την έκδοση συμπληρωματικής διαιτητικής αποφάσεως, του άρθρου 43 αριθ. 5 σχετικά με την αναπομπή της διαφοράς στο διαιτητικό δικαστήριο αντί της ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως από το πολιτειακό δικαστήριο και, τέλος, του άρθρου 46 σχετικά με τη λειτουργία οργανισμών θεσμικής διαιτησίας.
ΙΙΙ. Κριτική θεώρηση επιμέρους ρυθμίσεων του Ν 5016/2023
1. Καθορισμός του πεδίου εφαρμογής του νόμου (άρθρο 3)
1.1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 αριθ. 1 Ν 5016/2023 οι διατάξεις του έχουν εφαρμογή επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, ο τόπος της οποίας βρίσκεται στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον αριθ. 2 του ίδιου άρθρου διεθνής είναι η διαιτησία, όχι μόνον όταν η προς επίλυση φερόμενη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω των υποκειμένων ή του αντικειμένου της [περ. α), β)] αλλά και όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει ρητά την εφαρμογή του Ν 5016/2023 ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε αλλοδαπότητα της διαφοράς, δηλαδή ακόμη και όταν πρόκειται για αμιγώς εσωτερική διαφορά. Αντίστοιχη ήταν η ρύθμιση του άρθρου 1 αριθ. 2 περ. γ) Ν 2735/1999, σύμφωνα με την οποία τα μέρη μπορούσαν με συμφωνία τους να χαρακτηρίσουν ως διασυνοριακή συγκεκριμένη διαφορά και να επιτύχουν με τον τρόπο αυτόν την εφαρμογή των διατάξεών του. Η εξουσία αυτή των μερών υπό το προϊσχύσαν καθεστώς αμφισβητήθηκε, ωστόσο, έρχεται εκ νέου ο Ν 5016/2023, ο οποίος καθίσταται εφαρμοστέος και επί μιας διαιτησίας, η οποία δεν εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφόσον την εφαρμογή του έχουν συμφωνήσει τα μέρη. Μπορεί να πρόκειται είτε για αυτοτελή συμφωνία είτε για επιμέρους όρο της ρήτρας διαιτησίας, με τον οποίο ορίζεται ότι η διαιτησία θα διέπεται από τον Ν 5016/2023. Σημειώνεται ότι, εάν η διαιτησία στερείται οποιουδήποτε στοιχείου αλλοδαπότητας, τότε αυτή θα διέπεται, ως εσωτερική διαιτησία, από τους οικείους κανόνες του ΚΠολΔ (άρθρα 867-903). Κατά την περίπτωση αυτή με τη συμβατική υπαγωγή της διαιτησίας στις ρυθμίσεις του Ν 5016/2023 επιδιώκεται η εξαίρεσή της από τους κανόνες του ΚΠολΔ. Ωστόσο, η συμφωνία των μερών δεν μπορεί να θέσει εκποδών τους αναγκαστικού δικαίου κανόνες του ΚΠολΔ, οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε εσωτερική διαιτησία, όπως είναι οι κανόνες περί των διαφορών που μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία (άρθρο 867), οι κανόνες περί προσδιορισμού της αμοιβής των διαιτητών (άρθρα 882, 882Α), οι κανόνες περί της αδυναμίας του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 889), καθώς και οι κανόνες περί της ανυπαρξίας μιας διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 901). Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο, αν η συμβατική υπαγωγή από τα μέρη μιας αμιγώς εσωτερικής διαιτησίας στις ρυθμίσεις του Ν 5016/2023 μπορεί να καταστήσει ανεφάρμοστους τους προαναφερόμενους αλλά και τους λοιπούς αναγκαστικού δικαίου κανόνες του ΚΠολΔ, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής επί εσωτερικής διαιτησίας.
1.2. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 αριθ. 4 Ν 5016/2023 μπορεί να υπαχθεί στη διαιτησία κάθε διαφορά, εφόσον η εν λόγω υπαγωγή δεν απαγορεύεται από το νόμο. Η ρύθμιση αυτή, όπως και η αντίστοιχη ρύθμιση της προϊσχύσασας διατάξεως του άρθρου 1 αριθ. 4 Ν 2735/1999, αποκλίνει από τη ρύθμιση του άρθρου 867 ΚΠολΔ, η οποία, επί εσωτερικής διαιτησίας, θέτει ως προϋπόθεση υπαγωγής ορισμένης διαφοράς στη διαιτησία την εξουσία των μερών να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενό της. Η διάταξη θεσπίζοντας ως κριτήριο της αδυναμίας υπαγωγής ορισμένης διαφοράς στη διαιτησία την εκ του νόμου απαγόρευση, και καθιερώνοντας το τεκμήριο της διαιτητευσιμότητας κάθε διαφοράς, εφόσον δεν υφίσταται νομοθετική απαγόρευση της υπαγωγής της στη διαιτησία, επιδιώκει την εμπέδωση βεβαιότητας σχετικά με τις διαφορές που είναι δυνατό να υπαχθούν στη διαιτησία. Η βεβαιότητα αυτή είναι, ωστόσο, δυνατό να επιτευχθεί, μόνον εφόσον γίνει δεκτό ότι η διάταξη αναφέρεται σε ρητή απαγόρευση του νόμου, δεδομένου ότι, αν συμπεριληφθεί και η σιωπηρή απαγόρευση που συνάγεται από το περιεχόμενο, την τελολογία και τη λειτουργία των σχετικών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ειδικότερα δε από τον χαρακτήρα τους ως διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, τότε παρεισφρύει το κριτήριο της ελευθερίας διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς από τα μέρη, το οποίο φαίνεται ότι επιθυμούσαν να αποκλείσουν οι συντάκτες του Ν 5016/2023, όπως και εκείνοι του Ν 2735/1999. Επίσης, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 3 αριθ. 4 Ν 5016/2023 αναφέρεται σε ρητή απαγόρευση, αν τα μέρη δεν έχουν την εξουσία να διαθέσουν
Σελ. 11 ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, ανακύπτουν αμφιβολίες σχετικά με το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, έτσι ώστε να κλονίζεται το οικοδόμημα της διαιτησίας και να τίθενται σοβαρά ζητήματα κύρους της διαιτητικής αποφάσεως.
2. Γενικές αρχές και ερμηνευτικοί κανόνες (άρθρο 5)
Με τη διάταξη του άρθρου 5 Ν 5016/2023 γίνεται αναφορά σε γενικές αρχές και κανόνες που είναι σημαντικοί για την ερμηνεία των λοιπών διατάξεών του. Γίνεται ρητή αναφορά στη διεθνή προέλευση του νόμου, από την οποία συνάγεται η τελολογία του να καταστήσει αποτελεσματική τη δια της διαιτησίας επίλυση των διασυνοριακών διαφορών, στην ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του, καθώς και στην τήρηση της αρχής της καλής πίστεως, όπως αυτή εξειδικεύεται στην καλόπιστη διεξαγωγή της διαιτητικής δίκης. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αναφορά στις θεμελιώδεις αρχές της διαιτητικής δίκης θα μπορούσε να είναι περισσότερο εκτενής, περιλαμβάνοντας την αρχή της διαθέσεως, τη συζητητική αρχή, την αρχή της συγκεντρώσεως, την αρχή της ελεύθερης αποδείξεως, καθώς και την αρχή της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου. Από την άλλη πλευρά, οι προαναφερόμενες αρχές μπορούν να συναχθούν από τις επιμέρους ρυθμίσεις του νόμου, ενώ η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων από το διαιτητικό δικαστήριο και η κατοχύρωση του δικαιώματος ακροάσεως αυτών ρυθμίζονται ειδικά στο άρθρο 26 του νόμου.
3. Διαβίβαση διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 6)
Η διαβίβαση των διαδικαστικών εγγράφων της διαιτησίας από το ένα διάδικο μέρος στο άλλο ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 Ν 5016/2023, η οποία είναι ομοίου περιεχομένου με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 3 Ν 2735/1999. Η ανάγκη τηρήσεως μιας εύκαμπτης και ταχείας διαδικασίας κατά τη διεξαγωγή της διαιτησίας καθιστά δυνατή τη διαβίβαση των διαδικαστικών εγγράφων μεταξύ των μερών, χωρίς να απαιτείται η διενέργεια τυπικής επιδόσεως κατά το δικονομικό δίκαιο της έννομης τάξεως της εγκαταστάσεως του παραλήπτη του εγγράφου, δηλαδή, κατά την περίπτωση που ο τελευταίος έχει την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται η εφαρμογή των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ. Επίσης, εάν το έγγραφο πρέπει να διαβιβασθεί στο εξωτερικό, δεν απαιτείται η εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 1784/2020 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη της ΕΕ δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ή της Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης της 15.11.1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 1334/1983. Βεβαίως, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 6 αριθ. 1 Ν 5016/2023, τα μέρη είναι δυνατό να συμφωνήσουν την τήρηση μιας τυπικής διαδικασίας επιδόσεως. Από την άλλη πλευρά, είναι αναγκαία η διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του διαδίκου, στον οποίον απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο. Οι εναλλακτικοί τρόποι διαβιβάσεως του εγγράφου, εφόσον δεν είναι δυνατή η παράδοσή του προσωπικά στον παραλήπτη του, δεν διασφαλίζουν πάντα την εκ μέρους του έγκαιρη λήψη γνώσεως περί του περιεχομένου του εγγράφου, ώστε να υπάρξει πλήρης κατοχύρωση του δικαιώματός του για δικαστική ακρόαση. Ιδίως, η θέσπιση της δυνατότητας διενέργειας πλασματικής διαβιβάσεως του εγγράφου, κατά την περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η παράδοσή του στην εγκατάσταση του παραλήπτη του, σύμφωνα με την οποία η διαβίβαση του εγγράφου θεωρείται τελειωθείσα, αν το έγγραφο «αποσταλεί ή διαβιβαστεί στην τελευταία γνωστή εγκατάσταση, συνήθη διαμονή, ταχυδρομική ή ηλεκτρονική διεύθυνση του παραλήπτη, με συστημένη επιστολή ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο με το οποίο αποδεικνύεται η προσπάθεια επίδοσης», δημιουργεί ισχυρές αμφιβολίες για την κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του παραλήπτη του εγγράφου. Το ζήτημα είναι κρίσιμο για το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως που θα εκδοθεί, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 43 αριθ. 2 περ. αβ) Ν 5016/2023 είναι δυνατή η άσκηση αγωγής ακυρώσεως κατά της διαιτητικής αποφάσεως, εφόσον ο διάδικος που την ασκεί, μεταξύ των άλλων, «περιήλθε σε ανυπαίτια αδυναμία να προβάλει τους ισχυρισμούς του». Αυτή την ανυπαίτια αδυναμία προβολής ισχυρισμών μπορεί θαυμάσια να προκαλέσει η πλασματική επίδοση ενός διαδικαστικού εγγράφου (δικογράφου προσφυγής, αγωγής ή απαντήσεως επί της αγωγής), με συνέπεια να καταστεί ευάλωτη η διαιτητική απόφαση.
Σελ. 124. Η έγκυρη κατάρτιση συμφωνίας διαιτησίας (άρθρα 10, 11)
4.1. Η συμφωνία διαιτησίας πρέπει να είναι έγγραφη, λαμβάνει δε τη μορφή είτε αυτοτελούς συμφωνίας είτε διαιτητικής ρήτρας, η οποία εμπεριέχεται σε ένα ευρύτερο συμβατικό μόρφωμα. Η διαιτητική ρήτρα είναι δυνατό να εμπεριέχεται είτε στη σύμβαση, από την οποία απορρέουν οι διαφορές που φέρονται προς διαιτητική επίλυση, είτε σε άλλο έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει η προαναφερόμενη σύμβαση, εφόσον «η παραπομπή αυτή καθιστά τη ρήτρα μέρος της σύμβασης» (άρθρο 10 αριθ. 3 Ν 5016/2023).
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι «η παραπομπή καθιστά τη ρήτρα μέρος της σύμβασης», όταν είναι ειδική, δηλαδή όταν αυτή δεν αναφέρεται γενικά στο έγγραφο, στο οποίο εμπεριέχεται η διαιτητική ρήτρα, αλλά προσδιορίζει ειδικά την τελευταία, με συνέπεια τα συμβαλλόμενα μέρη να γνωρίζουν ότι η επίλυση των διαφορών που θα ανακύψουν από τη σύμβαση, θα διενεργηθεί από διαιτητικό δικαστήριο κατά τους όρους της ρήτρας, στην οποία γίνεται ειδική παραπομπή. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον η γενική παραπομπή στο έγγραφο δεν διασφαλίζει τη γνώση των συμβαλλομένων περί της ρήτρας διαιτητικής επιλύσεως των διαφορών και κατ’ επέκταση την αποδοχή της εκ μέρους τους, θα ήταν δυνατό να υπάρξει προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους στο νόμιμο δικαστή (άρθρο 8 Σ), αφού θα στερούνταν τη δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων χωρίς τη γνώση και τη θέλησή τους.
4.2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 αριθ. 1 Ν 5016/2023, η ρήτρα διαιτησίας έχει καταρτισθεί εγκύρως, όταν αυτή θεωρείται έγκυρη είτε σύμφωνα με το δίκαιο, στο οποίοι την υπήγαγαν τα μέρη, είτε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου της διαιτησίας είτε σύμφωνα με το δίκαιο, το οποίο διέπει την ουσιαστική συμφωνία των μερών. Κατά το γράμμα της διατάξεως οι προαναφερόμενοι κανόνες δικαίου εφαρμόζονται διαζευκτικώς, με συνέπεια να αρκεί η έγκυρη κατάρτιση της ρήτρας διαιτησίας σύμφωνα με οποιονδήποτε από τους κανόνες αυτούς. Ωστόσο, με τον τρόπο αυτόν χάνει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της η υπαγωγή από τα μέρη της ρήτρας διαιτησίας στο δίκαιο ορισμένης έννομης τάξεως, αφού οι κανόνες της τελευταίας δεν είναι πλέον οι μόνοι αποφασιστικά για την κρίση περί της εγκυρότητας της ρήτρας, όπως επιθυμούν τα μέρη επιλέγοντας το επί της ρήτρας διαιτησίας εφαρμοστέο δίκαιο. Ορθότερο θα ήταν να κρίνεται η εγκυρότητα της ρήτρας διαιτησίας σύμφωνα με το δίκαιο, το οποίο τη διέπει, δηλαδή κατά πρώτον σύμφωνα με το δίκαιο, στο οποίο την υπήγαγαν τα μέρη, και επί ελλείψεως μιας τέτοιας υπαγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας. Ειδικότερα μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
4.2.1. Σημειώνεται κατά πρώτον ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του (άρθρο 1 αριθ. 2ε) τις ρήτρες διαιτησίας.
Γίνεται δεκτό ότι επί των ρητρών διαιτησίας εφαρμόζονται οι κανόνες της έννομης τάξεως, στην οποία τις έχουν υπαγάγει τα πρόσωπα που συμφώνησαν τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς τους. Η υπαγωγή των ρητρών διαιτησίας στους κανόνες της έννομης τάξεως, την οποία επέλεξαν τα μέρη, δεσμεύει τόσο το διαιτητικό δικαστήριο όσο και κάθε πολιτειακό δικαστήριο, το οποίο καλείται να κρίνει περί του κύρους μιας ρήτρας διαιτησίας. Η εφαρμογή των κανόνων της ίδιας έννομης τάξεως τόσο από το διαιτητικό δικαστήριο όσο και από τα πολιτειακά δικαστήρια, τα οποία, είτε επί ασκήσεως αγωγής ενώπιον τους λόγω αμφισβητήσεως του κύρους της ρήτρας διαιτησίας είτε επί κηρύξεως αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως ως εκτελεστής, καλούνται να αποφανθούν επί του προαναφερθέντος ζητήματος, εμπεδώνει ασφάλεια δικαίου, αποτρέποντας την αρνητική ή θετική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ του διαιτητικού δικαστηρίου και των πολιτειακών δικαστηρίων, και διευκολύνει
Σελ. 13 τη διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Εάν επί παράλληλων αγωγών ενώπιον αφενός του διαιτητικού δικαστηρίου και αφετέρου ενός πολιτειακού δικαστηρίου, κάθε ένα από αυτά εφήρμοζε διαφορετικό δίκαιο για τον έλεγχο του κύρους της ρήτρας διαιτησίας, θα υφίστατο ο κίνδυνος αποκλινουσών κρίσεων περί της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου και των πολιτειακών δικαστηρίων προς εκδίκαση της διαφοράς και κατ’ επέκταση αρνητικής ή θετικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας των εν λόγω δικαστηρίων. Ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται σημαντικά, εάν τόσο το διαιτητικό όσο και τα πολιτειακά δικαστήρια εφαρμόσουν κατά τον έλεγχο του κύρους των ρητρών διαιτησίας το δίκαιο, στο οποίο τις έχουν υπαγάγει τα μέρη.
4.2.2. Μπορεί να αναφερθεί επίσης ότι κατά την περίπτωση που περί του κύρους ρήτρας διαιτησίας κληθεί να αποφανθεί ημεδαπό δικαστήριο έπειτα από την προβολή της ενστάσεως υπαγωγής της ενώπιον του εισαχθείσας διαφοράς στη διαιτησία κατά το άρθρο 263 περ. β) ΚΠολΔ, τότε για την ανεύρεση του επί της ρήτρας διαιτησίας εφαρμοστέου δικαίου το δικαστήριο θα στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ σχετικά με την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου επί συμβατικών ενοχών. Σημειώνεται ότι ο κανόνας συγκρούσεως του άρθρου 25 ΑΚ θα τύχει εφαρμογής, εφόσον η διαιτησία πρόκειται να διεξαχθεί στο εξωτερικό. Εάν τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας είναι η Ελλάδα, τότε επί διεθνούς διαιτησίας εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 11 αριθ. 1 Ν 5016/2023, κατά την οποία ως προς το ζήτημα του κύρους της ρήτρας διαιτησίας τυγχάνουν διαζευκτικής εφαρμογής οι προαναφερθέντες κανόνες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ επί συμβατικών ενοχών και κατ’ επέκταση και επί ρητρών διαιτησίας εφαρμόζεται το δίκαιο, το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη («lex voluntatis»), και μόνον εάν δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, το δικαστήριο εφαρμόζει το δίκαιο, το οποίο κρίνεται ως το πλέον αρμόζον («proper law») από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Επισημαίνεται ότι η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 34 § 2 (α) σημ.(αα) Ν 2735/1999 ήταν ομοίου περιεχομένου με εκείνη του άρθρου 25 ΑΚ ως προς την κατά κύριο λόγο εφαρμογή του δικαίου, το οποίο ρητά ή σιωπηρά επέλεξαν τα μέρη, και διαφοροποιούνταν μόνον ως προς τον επικουρικό σύνδεσμο, δεδομένου ότι παρέπεμπε στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου.
4.2.3. Η συμφωνία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από τη συμφωνία των μερών περί άλλων στοιχείων της διαφοράς, η οποία παρέχει επαρκείς ενδείξεις περί του δικαίου, το οποίο επιθυμούν τα μέρη να διέπει τη ρήτρα διαιτησίας. Υποστηρίζεται ότι, μεταξύ των άλλων, επαρκείς ενδείξεις περί του εν λόγω δικαίου παρέχει η επιλογή του επί της επίδικης έννομης σχέσεως εφαρμοστέου δικαίου. Εφόσον τα μέρη έχουν επιλέξει ρητά το ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο θα εφαρμόζεται επί της συμβάσεως και θα διέπει το σύνολο των ζητημάτων, τα οποία ρυθμίζονται ειδικότερα με συμβατικούς όρους, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα μέρη επιθυμούν το ίδιο δίκαιο να διέπει και τον συμβατικό όρο (ρήτρα) περί της διαιτητικής επιλύσεως των διαφορών, που θα προκύψουν από τη σύμβαση. Επίσης, η υπαγωγή και της ρήτρας διαιτησίας στο ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο διέπει τους λοιπούς συμβατικούς όρους, διευκολύνει το δικαστήριο, το οποίο θα ελέγξει το κύρος και το περιεχόμενο του συνόλου των συμβατικών όρων (της ρήτρας διαιτησίας συμπεριλαμβανομένης) κατ’ εφαρμογή του δικαίου της αυτής έννομης τάξεως. Ωστόσο, ο κανόνας περί της αυτοτέλειας της ρήτρας διαιτησίας απέναντι στην κύρια σύμβαση προσφέρει ισχυρό αντεπιχείρημα κατά της ανωτέρω απόψεως. Επίσης, εάν τα μέρη προσδιορίζουν στη ρήτρα διαιτησίας τον τόπο, στον οποίο θα διεξαχθεί η διαιτησία, είναι δυνατό να συναχθεί η σιωπηρή τους βούληση περί υπαγωγής της ρήτρας διαιτησίας στο δίκαιο του προαναφερθέντος τόπου, έτσι ώστε η διαιτητική διαδικασία να στηριχθεί σε ρήτρα διαιτησίας έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου διεξαγωγής της.
Σελ. 14 4.2.4. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι το σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ αρμόζον κατά τις ειδικές συνθήκες δίκαιο είναι το δίκαιο της έννομης τάξεως διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας και εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως («lex loci arbitri = lex arbitri»), δεδομένου μάλιστα ότι η εφαρμογή του εν λόγω δικαίου διασφαλίζει το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως, καθώς επίσης τη διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεσή της. Επομένως, τόσο το κύρος όσο και τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια της συμφωνίας διαιτησίας θα προσδιορισθούν κατά το εν λόγω δίκαιο. Σε περίπτωση δε που κάποιος από τους διαδίκους της διαιτητικής δίκης αμφισβητήσει τη δέσμευσή του από τη συμφωνία διαιτησίας, τόσο το διαιτητικό δικαστήριο όσο και τα πολιτειακά δικαστήρια θα ελέγξουν τα υποκειμενικά όρια της συμφωνίας κατ’ εφαρμογή του αυτού δικαίου. Με τον τρόπο αυτόν περιορίζονται τα ενδεχόμενα της υπάρξεως αποκλινουσών δικαιοδοτικών κρίσεων για το εν λόγω ζήτημα από το διαιτητικό δικαστήριο και τα πολιτειακά δικαστήρια, με συνέπεια να αποφεύγεται η θετική και η αρνητική σύγκρουση δικαιοδοσίας και να διασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως. Όμοια θα έπρεπε να είναι η ρύθμιση και επί διεθνούς διαιτησίας διεξαγόμενης στην Ελλάδα, ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η ρύθμιση του άρθρου 11 αριθ. 1 Ν 5016/2023 περιορίζει σημαντικά τη σημασία του επί της ρήτρας διαιτησίας εφαρμοστέου δικαίου.
4.2.5. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1(α) της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ιδρύεται κώλυμα διασυνοριακής αναγνωρίσεως και εκτελέσεως μιας διαιτητικής αποφάσεως, εφόσον η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη κατά το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη και, επί ελλείψεως μιας τέτοιας επιλογής, κατά το δίκαιο του τόπου εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο του τόπου διεξαγωγής της διαιτησίας και εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως διέπει τα ζητήματα περί του κύρους της συμφωνίας διαιτησίας, εφόσον δεν υπάρχει ρητή υπαγωγή από τα μέρη της ρήτρας διαιτησίας στο δίκαιο ορισμένης έννομης τάξεως, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, το κύρος και η διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως.
5. Περί της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρα 23, 24 Ν 5016/2023)
5.1. Η διάταξη του άρθρου 23 αριθ. 1 Ν 5016/2023 επαναλαμβάνει τον κανόνα περί του ότι το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία να ελέγξει τη δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς που εισάγεται ενώπιόν του («competence-competence»). Η εξουσία αυτή του διαιτητικού δικαστηρίου θα υφίστατο, ακόμη και αν δεν υπήρχε ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Κάθε δικαιοδοτικό όργανο, είτε πολιτειακό είτε διαιτητικό δικαστήριο, έχει την εξουσία και ταυτόχρονα την υποχρέωση να ελέγξει κατά πρώτον την ύπαρξη της δικαιοδοσίας του και μόνον επί παραδοχής της έχει την εξουσία να προβεί περαιτέρω σε έλεγχο των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της συγκεκριμένης αιτήσεως, καθώς και της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της.
5.2. Η συμφωνία περί της υπαγωγής ορισμένης διαφοράς στη διαιτησία επιφέρει έννομες συνέπειες προεχόντως στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, δεδομένου ότι ιδρύει τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου προς επίλυση της διαφοράς, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων προς τούτο. Ως εκ τούτου, η συμφωνία διαιτησίας υπάγεται στην κατηγορία των δικονομικών συμβάσεων. Ο χαρακτήρας της συμφωνίας διαιτησίας ως δικονομικής συμβάσεως θεμελιώνει την αρχή της αυτοτέλειας της ρήτρας διαιτησίας, δηλαδή της συμφωνίας περί της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών που απορρέουν από ορισμένη σύμβαση, η οποία εντάσσεται στη σύμβαση και αποτελεί έναν ειδικότερο όρο αυτής. Η αυτοτέλεια της ρήτρας διαιτησίας έχει την έννοια, αφενός ότι το κύρος της είναι κατ’ αρχήν ανεξάρτητο
Σελ. 15 από το κύρος των λοιπών συμβατικών όρων και αφετέρου ότι το εφαρμοστέο επί της ρήτρας διαιτησίας δίκαιο δεν ταυτίζεται αναγκαία με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο επί των λοιπών, «ουσιαστικών», συμβατικών όρων.
5.3. Αν το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς, τότε απορρίπτει την ενώπιόν του ασκηθείσα διαιτητική αγωγή ως απαράδεκτη. Αντίθετα, αν το διαιτητικό δικαστήριο δεχθεί την ύπαρξη δικαιοδοσίας του, τότε η σχετική κρίση διατυπώνεται είτε στην οριστική απόφαση που εκδίδεται επί της ουσίας της διαφοράς, είτε σε παρεμπίπτουσα απόφαση, η οποία εκδίδεται σε πρώιμο διαδικαστικό στάδιο πριν το δικαστήριο προχωρήσει στον περαιτέρω έλεγχο της αγωγής (άρθρο 23 § 3). Η εν λόγω παρεμπίπτουσα απόφαση ενσωματώνεται στην οριστική απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς και προσβάλλεται μαζί με αυτή με αγωγή ακυρώσεως κατά τους όρους του άρθρου 43 (άρθρο 23 § 4 ). Ωστόσο, υφίσταται και η δυνατότητα αυτοτελούς προσβολής της παρεμπίπτουσας αποφάσεως με αγωγή ακυρώσεως, εφόσον υπάρξει σχετική συμφωνία των μερών ή το επιτρέψει το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 23 § 4). Η αυτοτελής προσβολή της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, η οποία καταφάσκει τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου, εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης, αφού το ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα της υπάρξεως δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου επιλύεται (και) από τα πολιτειακά δικαστήρια σε ένα πρώϊμο διαδικαστικό στάδιο, ωστόσο, ταυτόχρονα επιβάλλεται η αναστολή της διαιτητικής δίκης μέχρι την έκδοση αποφάσεως του πολιτειακού δικαστηρίου επί της αγωγής ακυρώσεως.
5.4. Η συνένωση και συνεκδίκαση διαφορών, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου ή διαφορετικών διαιτητικών δικαστηρίων, κατά τους όρους του άρθρου 24 αριθ. 2 Ν 5016/2023, ενισχύει την οικονομία της δίκης και αποτρέπει την έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων. Βέβαια, η συνεκδίκαση των διαφορών από το ίδιο διαιτητικό δικαστήριο εξυπηρετεί την προαναφερόμενη τελολογία, εφόσον πρόκειται για συναφείς διαφορές, οι οποίες απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν, επίσης δε εκκρεμούν στο αυτό διαδικαστικό στάδιο, ιδίως δε στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή, δια της συνεκδικάσεως, η ενδελεχέστερη διερεύνηση των κοινών πραγματικών γεγονότων, τα οποία είναι κρίσιμα για την κρίση επί των συνεκδικαζόμενων διαφορών.
6. Λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 25 Ν 5016/2023)
6.1. Σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 889 § 1 ΚΠολΔ, η οποία επί εσωτερικής διαιτησίας αποκλείει τη δυνατότητα του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, επί διεθνούς διαιτησίας τόσο η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 17 Ν 2735/1999 όσο και η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 25 Ν 5016/2023 χορηγούν στο διαιτητικό δικαστήριο την εξουσία να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είτε για την προσωρινή ρύθμιση μιας έννομης σχέσεως είτε για την εξασφάλιση της μελλοντικής ικανοποιήσεως της ουσιαστικής αξιώσεως του προσφεύγοντος στη διαιτησία. Βεβαίως, ταυτόχρονα διατηρείται και η δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων για την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας. Τα ασφαλιστικά μέτρα που μπορεί να διατάξει το διαιτητικό δικαστήριο, θα πρέπει να προβλέπονται από το δικονομικό δίκαιο που διέπει τη διαιτητική διαδικασία. Η ρύθμιση του άρθρου 25 Ν 5016/2023 είναι εκτενέστερη της προϊσχύσασας ρυθμίσεως του άρθρου 17 Ν 2735/1999, δεδομένου ότι οριοθετεί τη διακριτική ευχέρεια του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (αριθ. 2 εδ. β’), προβλέπει τη δυνατότητα ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως των διαταχθέντων ασφαλιστικών μέτρων (αριθ. 1 εδ. β’), προσδιορίζει τις έννομες συνέπειες της αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα και, αυτονοήτως, διευκρινίζει ότι η τελευταία δεν δεσμεύει το διαιτητικό δικαστήριο κατά την εκδίκαση της κύριας υποθέσεως (αριθ. 4), προβλέπει τη δυνατότητα του καθού το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο να ζητήσει εύλογη αποζημίωση κατά την περίπτωση της προκλήσεως σε αυτόν ζημίας από την επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου (αριθ. 6), καθώς επίσης τη δυνατότητα του διαιτητικού δικαστηρίου σε «εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις» να εκδώσει προσωρινή διαταγή για την προσωρινή ρύθμιση έννομης σχέσεως ή την εξασφάλιση δικαιώματος μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου (αριθ. 3).
6.2. Μπορεί, ωστόσο, να αναφερθεί ότι, όπως ίσχυε και κατά την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 17 Ν
Σελ. 16 2735/1999, η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα, δεν είναι αμέσως εκτελεστή, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 25 αριθ. 5 απαιτείται η κήρυξή της ως εκτελεστής με απόφαση του πολιτειακού δικαστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 Ν 5016/2023, έχει σε κάθε περίπτωση την εξουσία να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον ο αιτών επιλέξει να προσφύγει σε αυτό και όχι στο διαιτητικό δικαστήριο. Πρόκειται για μία επιπλέον διαδικασία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις θα επιφέρει καθυστέρηση της εκτελέσεως των από το διαιτητικό δικαστήριο διαταχθέντων ασφαλιστικών μέτρων και, ως εκ τούτου, περιορίζει την αποτελεσματικότητα της από το εν λόγω δικαστήριο παρεχόμενης προσωρινής έννομης προστασίας, δεδομένου μάλιστα ότι η ανάγκη προσφυγής στο πολιτειακό δικαστήριο θα υφίσταται και για την προσωρινή διαταγή. Βεβαίως, όπως αναφέρθηκε, εκείνος που ζητεί την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα πολιτειακά δικαστήρια, των οποίων η διεθνής δικαιοδοσία επί διασυνοριακής διαφοράς, ρυθμίζεται από το άρθρο 35 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (Βρυξέλλες Ια). Ενδείκνυται δε η υποβολή της αιτήσεως στο δικαστήριο, το οποίο θα είχε διεθνή δικαιοδοσία κατά τις διατάξεις του τελευταίου προς εκδίκαση της κύριας αγωγής, εάν δεν είχε καταρτισθεί η συμφωνία διαιτησίας, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται κατά τη διάταξη του άρθρου 2 περ. α) εδ. β’ του εν λόγω κανονισμού η διασυνοριακή εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που θα διαταχθούν.
7. Η διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας (άρθρα 26-36 Ν 5016/2023)
7.1. Σύμφωνα με τον κανόνα lex arbitri = lex loci arbitri η διαιτητική διαδικασία διέπεται κατ’ αρχήν από τους διαδικαστικούς κανόνες που θέτει ο Ν 5016/2023, εφόσον η διαιτησία διεξάγεται στην Ελλάδα, και, ως εκ τούτου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του τελευταίου (άρθρο 3 αριθ. 1).
Τα μέρη έχουν την ευχέρεια να διαμορφώσουν τη διαδικασία, εφόσον η σχετική συμφωνία τους δεν αντιβαίνει στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν 5016/2023 (άρθρο 27 αριθ. 1), ενώ, αν απουσιάζει συμφωνία των μερών ή η εν λόγω συμφωνία το επιτρέπει, οι διαιτητές έχουν την ευχέρεια της διαμορφώσεως της διαιτητικής διαδικασίας, ωστόσο, και πάλι εντός των ορίων του Ν 5016/2023.
7.2. Μάλιστα, όποιο και να είναι το εφαρμοστέο διαδικαστικό δίκαιο, οι διαιτητές οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων και να διασφαλίζουν την πλήρη και αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ακροάσεώς τους (άρθρο 26 Ν 5016/2023). Ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας της διαιτησίας είναι σύμφυτος με τη δικαιοδοτική λειτουργία της, η δε κατοχύρωση των θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων κατά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την αποτελεσματικότητα της δια της διαιτησίας παρεχόμενης έννομης προστασίας, αφού η παραβίαση των εν λόγω δικαιωμάτων επιτρέπει την προσβολή της διαιτητικής αποφάσεως, που θα εκδοθεί, με αγωγή ακυρώσεως (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. αβ) και ββ) Ν 5016/2023), ενώ επίσης καθίσταται προβληματική η διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεσή της (βλ. άρθρο 5 §§ 1 σημ. β) και 2 σημ. β) της Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης της 10.6.1958 για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων).
7.3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 28 αριθ. 1 Ν 5016/2023 τα μέρη έχουν την ελευθερία του καθορισμού του τόπου της διαιτησίας και κατά την περίπτωση της ελλείψεως σχετικής συμφωνίας, τον τόπο της διαιτησίας καθορίζει το διαιτητικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Ωστόσο, είναι προφανές ότι για να έχει εφαρμογή η εν λόγω διάταξη, θα πρέπει ο τόπος της διαιτησίας να βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, δεδομένου ότι, αν αυτός βρίσκεται εκτός Ελλάδος, τότε κατά το άρθρο 3 αριθ. 1 Ν 5016/2023 δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του, κατ’ επέκταση δε και η διάταξη του άρθρου 28 αριθ. 1.
7.4. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να συνεδριάζει και σε άλλους τόπους, εκτός αν τα μέρη με συμφωνία τους έχουν αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή, όταν η εν λόγω συνεδρίαση εξυπηρετεί την καλύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της διαδικασίας, ιδίως προς τον σκοπό εξετάσεως μαρτύρων, πραγματογνωμόνων ή και των διαδίκων, καθώς επίσης προς τον σκοπό της διενέργειας αυτοψίας σε τόπον διαφορετικό από εκείνον της διεξαγωγής της διαιτησίας. Ωστόσο, η διαιτητική απόφαση θα πρέπει να εκδοθεί στον τόπο της διαιτησίας, όπου και θα είναι
Σελ. 17δυνατή η προσβολή της με τα από το δικονομικό δίκαιο του τόπου αυτού προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και εν προκειμένω με την αγωγή ακυρώσεως του άρθρου 43 Ν 5016/2023.
7.5. Έπειτα από την προσφυγή στη διαιτησία και την ενδεχόμενη απάντηση του καθού η προσφυγή στους ισχυρισμούς και τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος (άρθρο 29 §§ 1 και 2) ακολουθεί η άσκηση της διαιτητικής αγωγής, στην οποία προσδιορίζεται το αντικείμενο της διαιτητικής δίκης, καθώς και η απάντηση του ενάγοντος στους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως επίσης η άσκηση ανταγωγής εκ μέρους του (άρθρο 31 αριθ. 1). Μεταβολή ή (και) συμπλήρωση των αιτημάτων και των ισχυρισμών των μερών κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας είναι δυνατή, εκτός αν το διαιτητικό δικαστήριο δεν επιτρέψει μια τέτοια μεταβολή ή συμπλήρωση, ιδίως λόγω της καθυστερημένης προβολής των σχετικών αιτημάτων και ισχυρισμών (άρθρο 31 αριθ. 2). Η μεταβολή ή συμπλήρωση των αιτημάτων και των ισχυρισμών των διαδίκων είναι δυνατή, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του αντιδίκου τους με τον περιορισμό των δυνατοτήτων του να αντικρούσει τα μεταβληθέντα αιτήματα και τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Μια τέτοια μεταβολή ή συμπλήρωση προϋποθέτει, για να αποτραπεί η προσβολή του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του αντιδίκου, την παροχή σ’ αυτόν περαιτέρω δυνατοτήτων αντικρούσεως και προσκομιδής αποδεικτικών μέσων, ενδεχομένως δε και τη διεξαγωγή συμπληρωματικών αποδείξεων.
7.6. Η προφορική συζήτηση της διαφοράς ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου διασφαλίζει την αρχή της αμεσότητας κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή τη δια ζώσης εξέταση από το δικαστήριο μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων. Συνεπώς, το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να ορίσει προφορική συζήτηση όχι μόνον όταν το ζητήσει διάδικος αλλά και όταν αυτό κρίνεται επιβεβλημένο για την ενδελεχέστερη εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών των διαδίκων.
8. Περάτωση της διαιτητικής διαδικασίας – συμβιβασμός – έκδοση διαιτητικής αποφάσεως (άρθρα 37-42 Ν 5013/2023)
8.1. Κατά το άρθρο 37 αριθ. 1 και 2 το διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει στην ουσία της διαφοράς τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που επέλεξαν τα μέρη και ελλείψει μιας τέτοιας επιλογής, τότε το διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει ως leges causae τους κανόνες, τους οποίους υποδεικνύει το δίκαιο συγκρούσεως που κρίνεται ως το καταλληλότερο να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση. Σημειώνεται ότι με βάση τους κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου συγκρούσεως θα κριθεί επίσης το κύρος της συμφωνίας των μερών περί της επιλογής του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου.
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, χωρίς, βεβαίως, να υποχρεούται προς τούτο, να προβεί στον προσδιορισμό του επί της ουσίας της διαφοράς εφαρμοστέου δικαίου επί τη βάσει των διατάξεων (κυρίως) του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), καθώς και του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ). Βεβαίως κατά την τελολογία τους οι εν λόγω κανονισμοί αποσκοπούν στην ενίσχυση της προβλεψιμότητας της δικαιοδοτικής κρίσεως των πολιτειακών δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και στη διευκόλυνση της πανευρωπαϊκής κυκλοφορίας των αποφάσεών τους (βλ. αιτιολ. σκέψη 6 τόσο του Κανονισμού 593/2008 όσο και του Κανονισμού 864/2007), ωστόσο, η εν λόγω τελολογία δεν αποκλείει τη δυνατότητα της εν όλω ή εν μέρει εφαρμογής τους και από ένα διαιτητικό δικαστήριο, όταν αυτό κρίνει ότι η εφαρμογή τους θα διευκολύνει την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου, επίσης δε θα διευκολύνει την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως στην έννομη τάξη κράτους μέλους της ΕΕ, με την οποία συνδέεται στενά το αντικείμενο της διαφοράς.
8.2. Η διαιτητική διαδικασία περατώνεται είτε με την έκδοση διαιτητικής αποφάσεως είτε με πράξη του διαιτητικού δικαστηρίου. Το διαιτητικό δικαστήριο εκδίδει πράξη περί περατώσεως της διαιτητικής διαδικασίας, αν ο ενάγων έπειτα από την προσφυγή του στη διαιτησία δεν ασκεί διαιτητική αγωγή κατά τους όρους του άρθρου 31 αριθ. 1 (άρθρο 33 περ. α) ή αν αυτός παραιτείται από το αίτημα της αγωγής, επί δε προβολής αντιρρήσεων από τον εναγόμενο, το διαι
Σελ. 18τητικό δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος δεν έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την κρίση της διαφοράς με την έκδοση διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 41 αριθ. 2 περ. α), αν τα μέρη συμφωνούν την περάτωση της διαιτητικής διαδικασίας (άρθρο 41 αριθ. 2 περ. β), αν το διαιτητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι για νομικούς ή πραγματικούς λόγους είναι περιττή ή αδύνατη η συνέχιση της διαδικασίας (άρθρο 41 αριθ. 2 περ. γ) και τέλος αν καταρτισθεί συμβιβασμός, χωρίς να ακολουθήσει η έκδοση διαιτητικής αποφάσεως κατά τους όρους του. Και κατά την περίπτωση αυτή δεν έχει νόημα η συνέχιση της διαιτητικής διαδικασίας.
8.3. Η κατάρτιση συμβιβασμού από τα μέρη, ο οποίος λειτουργεί όπως ο δικαστικός συμβιβασμός ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου κατά το άρθρο 293 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι περατώνει τη διαιτητική διαδικασία, χορηγεί στα μέρη το δικαίωμα να ζητήσουν την έκδοση διαιτητικής αποφάσεως ομοίου περιεχομένου με τον συμβιβασμό (άρθρο 39 αριθ. 1). Με τον τρόπο αυτόν, η με τον συμβιβασμό διαπλασθείσα ουσιαστική έννομη σχέση καλύπτεται από το δεδικασμένο της διαιτητικής αποφάσεως, ο δε δανειστής αποκτά επίσης εκτελεστό τίτλο, δεδομένου ότι, παρά τη λειτουργική του αντιστοιχία προς τον δικαστικό συμβιβασμό ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου, ο οποίος αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 § 2 σημ. γ) ΚΠολΔ, είναι αμφίβολο, αν ο συμβιβασμός ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου αναπτύσσει την έννομη συνέπεια της εκτελεστότητας.
8.4. Η διαιτητική απόφαση, η οποία κάνει δεκτή την αγωγή, μπορεί να είναι είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική είτε διαπλαστική κατ’ αντιστοιχία προς τα υποβληθέντα αγωγικά αιτήματα. Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι του ενός, τότε, αν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, η δικαιοδοτική κρίση που εμπεριέχεται στη διαιτητική απόφαση, στηρίζεται στην πλειοψηφούσα γνώμη των διαιτητών. Κατά την περίπτωση που δεν είναι δυνατό να υπάρξει πλειοψηφία, τότε υπερισχύει η γνώμη του προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρο 38). Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται εγγράφως και πρέπει να είναι αιτιολογημένη, έτσι ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η εμφιλοχώρηση πλημμελειών που θεμελιώνουν την άσκηση αγωγής ακυρώσεως κατ’ αυτής ή κωλύουν τη διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεσή της. Ωστόσο, τα μέρη είναι δυνατό με συμφωνία τους να αποκλείσουν ή να περιορίσουν την αιτιολογία της διαιτητικής αποφάσεως, ενώ η αιτιολογία της διαιτητικής αποφάσεως παρέλκει, όταν αυτή ενσωματώνει κατά περιεχόμενο έναν προηγηθέντα συμβιβασμό (άρθρο 40 αριθ. 2).
Η διαιτητική απόφαση πρέπει να αναγράφει εκτός από τον χρόνο εκδόσεώς της επίσης τον τόπο της διαιτησίας, στον οποίο θεωρείται ότι αυτή εκδόθηκε (άρθρο 40 αριθ. 3), με συνέπεια να είναι κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση αγωγής ακυρώσεως κατ’ αυτής το τριμελές εφετείο του τόπου εκδόσεώς της (άρθρο 9 αριθ. 2).
8.5. Τα διάδικα μέρη έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τη διόρθωση και την ερμηνεία της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 42 αριθ. 1), επίσης δε έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έκδοση συμπληρωματικής διαιτητικής αποφάσεως, κατά την περίπτωση που το διαιτητικό δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί υποβληθέντων αιτημάτων (άρθρο 42 αριθ. 3). Βεβαίως, η συμπληρωματική διαιτητική απόφαση θα είναι δυνατό να εκδοθεί, εφόσον προηγουμένως οι διάδικοι έχουν προβάλει με πληρότητα τους ισχυρισμούς τους επί των εν λόγω αιτημάτων, επιπλέον δε έχει περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία και επ’ αυτών.
9. Ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 43 Ν 5016/2023)
9.1. Οι λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν την ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως δια της ασκήσεως αγωγής κατ’ αυτής, αφορούν παραβάσεις και πλημμέλειες που έχουν σχέση είτε με τη συμβατική θεμελίωση της διαιτησίας είτε με τον κατ’ εξοχήν δικαιοδοτικό χαρακτήρα της. Έτσι λοιπόν, αποτελούν λόγους ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως η ανυπαρξία ή η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. αα), η κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου επί διαφορών που εκφεύγουν των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων της συμφωνίας διαιτησίας (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. αγ) ή διαφορών που δεν είναι δυνατό να υπαχθούν στη διαιτησία (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. βα), καθώς επίσης η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου κατά παράβαση της διαιτητικής συμφωνίας ή των διατάξεων του Ν 5016/2023 (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. αδ), η προσβολή του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του διαδίκου που ασκεί την αγωγή (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. αβ) και τέλος η προσβολή της δημόσιας τάξεως (άρθρο 43 αριθ. 2 σημ. ββ).
Η προσβολή της δημόσιας τάξεως αναφέρεται στην προσβολή των θεμελιωδών αρχών της ημεδαπής έννομης τάξεως, οι οποίες συγκροτούν το κανονιστικό της πλαίσιο και συνέχουν το σύνολο των επιμέρους κανόνων. Προσβολές της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
Σελ. 19 των διαδίκων, καθώς και θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων τους στοιχειοθετούν την προσβολή της δικονομικής δημόσιας τάξεως, ενώ, από την άλλη πλευρά, προσβολή της ουσιαστικής δημόσιας τάξεως είναι δυνατό να υπάρξει επί εφαρμογής από το διαιτητικό δικαστήριο αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου («lex causae») κατά την ουσιαστική επίλυση της διαφοράς.
9.2. Κατά το άρθρο 43 αριθ. 5 το πολιτειακό δικαστήριο, το οποίο δικάζει την αγωγή ακυρώσεως, έχει τη δυνατότητα αντί να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση να αναπέμψει τη διαφορά στο διαιτητικό δικαστήριο προς τον σκοπό της άρσεως της πλημμέλειας, η οποία στηρίζει τον λόγο ακυρώσεως. Πρόκειται για πλημμέλειες, οι οποίες είναι δυνατό να αρθούν από το διαιτητικό δικαστήριο, δηλαδή πρόκειται κυρίως για προσβολές θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, οι οποίες στοιχειοθετούν ταυτόχρονα προσβολές της δικονομικής δημόσιας τάξεως, καθώς επίσης για προσβολές της ουσιαστικής δημόσιας τάξεως. Με τον τρόπο αυτόν διασώζεται το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως, ωστόσο, δεν πρόκειται περί «αναπομπής» της διαφοράς στο διαιτητικό δικαστήριο, όπως αναφέρει το γράμμα του άρθρου 43 αριθ. 5, αφού αυτή δεν μεταβιβάζεται ενώπιον του πολιτειακού δικαστηρίου με την άσκηση αγωγής ακυρώσεως, ώστε να μπορεί περαιτέρω να «αναπεμφθεί», αλλά για πρόσκληση του διαιτητικού δικαστηρίου να επιληφθεί εκ νέου της εκδικάσεως της διαφοράς, έτσι ώστε να εκδοθεί νέα διαιτητική απόφαση απαλλαγμένη των ελαττωμάτων της πρώτης. Ανακύπτει, ωστόσο, το ερώτημα σχετικά με την τύχη της πρώτης διαιτητικής αποφάσεως, η οποία δεν έχει ακυρωθεί. Είναι αμφίβολο, εάν το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία να την ανακαλέσει, αφού πρόκειται για οριστική απόφαση, με συνέπεια να ανακύπτει ο κίνδυνος της ταυτόχρονης υπάρξεως δύο, ενδεχομένως αντιφατικών μεταξύ τους, διαιτητικών αποφάσεων. Ορθότερη δογματικά θα ήταν η λύση της εκ νέου εκδικάσεως της διαφοράς από το διαιτητικό δικαστήριο έπειτα από την ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως, διατηρουμένης μάλιστα σε ισχύ της συμφωνίας διαιτησίας κατά το άρθρο 43 αριθ. 6.
9.3. Προβλέπεται, τέλος, η δυνατότητα των μερών να παραιτηθούν οποτεδήποτε με την κατάρτιση ειδικής συμφωνίας από το δικαίωμα προς άσκηση αγωγής ακυρώσεως κατά της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 43 αριθ. 7). Εάν η συμφωνία καταρτισθεί πριν από την έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως πρόκειται για ρύθμιση αποκλίνουσα από εκείνη του άρθρου 900 ΚΠολΔ επί εσωτερικής διαιτησίας, η οποία αποκλείει την παραίτηση από το δικαίωμα ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως πριν από την έκδοσή της. Επίσης, η γενική και in abstracto παραίτηση από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας δια της ασκήσεως αγωγής ακυρώσεως, θέτει ζητήματα αντιθέσεως της παραιτήσεως προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 20 Ι Σ και 6 Ι ΕΣΔΑ, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε θιγομένου προσώπου προς παροχή πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας, όταν μάλιστα η ενάσκηση της σχετικής αγωγής αφορά στην προσβολή κατά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας θεμελιωδών, υπερνομοθετικής ισχύος, δικαιωμάτων.
9.4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 αριθ. 7, αν αποκλεισθεί η ενάσκηση της αγωγής ακυρώσεως, είναι δυνατό οι σχετικοί λόγοι να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, που επισπεύδεται με βάση την καταψηφιστική διαιτητική απόφαση. Ωστόσο, ανακύπτουν αμφιβολίες σχετικά με το αν οι λόγοι ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως μπορούν να αποτελέσουν παραδεκτούς λόγους ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως. Εφόσον η διαιτητική απόφαση ως εκτελεστός τίτλος παραμένει ισχυρή, αφού δεν έχει ακυρωθεί, δεν είναι δυνατό οι λόγοι ακυρώσεως της τελευταίας να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής που αφορούν στον εκτε
Σελ. 20λεστό τίτλο, ενώ επίσης, όποιοι από τους λόγους αυτούς αφορούν στην εκτελούμενη αξίωση, θα αποκλείονται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δεδικασμένο της διαιτητικής αποφάσεως, με συνέπεια το απαράδεκτό τους κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ.
10. Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των διαιτητικών αποφάσεων
10.1. Οι διαιτητικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (άρθρο 44 αριθ. 1), με συνέπεια από την έκδοσή τους να αναπτύσσουν την έννομη συνέπεια του δεδικασμένου (άρθρο 44 αριθ. 2). Τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου τίθενται κατά παραπομπή της τελευταίας διατάξεως στα άρθρα 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ. Επίσης, ορθά, ορίζεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει και προδικαστικές έννομες σχέσεις, οι οποίες διαγιγνώσκονται στις αιτιολογίες της διαιτητικής αποφάσεως, εφόσον αυτές καταλαμβάνονται από τη συμφωνία διαιτησίας. Περαιτέρω, για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν συμμετείχαν ως ενάγοντες ή εναγόμενοι στη διαιτητική διαδικασία, προϋποτίθεται όχι μόνον η συνδρομή μιας από τις περιπτώσεις επεκτάσεως των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου κατά τα άρθρα 325 έως 329 ΚΠολΔ αλλά και η δέσμευση των εν λόγω προσώπων από τη συμφωνία διαιτησίας (άρθρο 44 αριθ. 2). Η ρύθμιση απηχεί τη συμβατική θεμελίωση της διαιτησίας και τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαιτητική διαδικασία μόνον προσώπων που δεσμεύονται από τη σχετική συμφωνία.
10.2. Σχετικά με το αντικείμενο του δεδικασμένου των διαιτητικών αποφάσεων μπορούν να αναφερθούν ειδικότερα τα εξής:
10.2.1. Η δικαιοδοσία των διαιτητικών δικαστηρίων είναι κατά τη λειτουργία της ισοδύναμη προς τη δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή την επίλυση διαφορών δια της διαγνώσεως και διαπλάσεως ουσιαστικών εννόμων σχέσεων και της επιδικάσεως ουσιαστικών αξιώσεων. Το διαιτητικό δικαστήριο επιτελεί δικαιοδοτικό έργο όμοιο με εκείνο ενός πολιτειακού δικαστηρίου, δεδομένου ότι καταστρώνει δικανικό συλλογισμό με τις προκείμενες προτάσεις (ελάσσονα και μείζονα) και το συμπέρασμα της υπαγωγής των κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως διαπιστωθέντων πραγματικών γεγονότων στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου που εμπεριέχεται στη μείζονα, με βάση το οποίο προβαίνει στη διάγνωση της ουσιαστικής έννομης σχέσεως, η οποία έχει αχθεί προς κρίση ενώπιόν του. Το έργο των διαιτητών δεν είναι δυνατό να περιορισθεί στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών ή στο νομικό χαρακτηρισμό τους, καθώς επίσης στην ερμηνεία συμβατικών όρων ή νομικών διατάξεων, δηλαδή δεν είναι δυνατό να υπολείπεται του δικαιοδοτικού έργου των πολιτειακών δικαστηρίων. Σε διαφορετική περίπτωση, η από τη διαιτησία παρεχόμενη έννομη προστασία θα υστερούσε σε σχέση με την έννομη προστασία που παρέχουν τα πολιτειακά δικαστήρια, με συνέπεια να μην είναι ανεκτός κατά τα άρθρα 8 και 20 Σ ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τελευταίων δια της συμφωνίας των μερών περί προσφυγής στη διαιτησία.
Επομένως, με την αίτηση προσφυγής στη διαιτησία φέρονται προς δικαιοδοτική κρίση ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την άσκηση αγωγής ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου.
10.2.2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 322 ΚΠολΔ «Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε». Κριθέν ουσιαστικό ζήτημα αποτελεί η ουσιαστική έννομη σχέση, η οποία έχει αχθεί προς δικαιοδοτική κρίση. Αντικείμενο του ουσιαστικού δεδικασμένου είναι δυνατό να αποτελέσουν μόνον έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή δικαιώματα και υποχρεώσεις, καθώς επίσης ευρύτερα συμβατικά μορφώματα, από τα οποία απορρέουν επιμέρους δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το δεδικασμένο καλύπτει το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας της επίδικης έννομης σχέσεως και όχι αυτοτελώς τις δύο προκείμενες, δηλαδή τη μείζονα και την ελάσσονα πρόταση. Συνεπώς, δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο η ερμηνεία από το δικαστήριο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η ερμηνεία συμβατικών όρων, καθώς επίσης η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, επί των οποίων στηρίζεται η δικαιοδοτική κρίση. Όσα προαναφέρθηκαν ισχύουν και για το δεδικασμένο των διαιτητικών αποφάσεων, όχι μόνον διότι το άρθρο 44 παραπέμπει ρητά στην εφαρμογή του άρθρου 322 ΚΠολΔ, αλλά κυρίως διότι, όπως σημειώθηκε, αντικείμενο της διαιτητικής δίκης αποτελούν έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, το δεδικασμένο
Σελ. 21 των διαιτητικών αποφάσεων καλύπτει μόνον το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού και ειδικότερα τις από το διαιτητικό δικαστήριο διαγνωσθείσες έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που υπάγονται στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η ερμηνεία συμβατικών όρων, καθώς επίσης η ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο των διαιτητικών αποφάσεων. Μάλιστα, σύμφωνα με την ΑΠ 456/1980 η διαιτητική απόφαση, η οποία περιορίζεται στη διαπίστωση πραγματικών γεγονότων χωρίς να προβαίνει περαιτέρω στη διάγνωση ουσιαστικών εννόμων σχέσεων, δεν αναπτύσσει την έννομη συνέπεια του δεδικασμένου. Η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου είναι ορθή, δεδομένου ότι η δικαιοδοτική κρίση της διαιτητικής αποφάσεως δεν περιορίζεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου και στη διαπίστωση πραγματικών γεγονότων. Προϋποθέτει και στηρίζεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου και στη διαπίστωση των κρίσιμων γεγονότων, ωστόσο, τις υπερβαίνει αναγόμενη στη διάγνωση εννόμων σχέσεων. Αντίστοιχα, η δια της διαιτησίας παρεχόμενη έννομη προστασία είναι αποτελεσματική, μόνον όταν η διαιτητική απόφαση αίρει δια της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου την αμφισβήτηση, η οποία έχει προκύψει ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο ορισμένης έννομης σχέσεως και όχι ως προς τη συνδρομή των κανονιστικών και πραγματικών προϋποθέσεών της.
10.2.3. Το δεδικασμένο αποτελεί δικονομικό θεσμό μείζονος σπουδαιότητας για την εμπέδωση ασφάλειας δικαίου και την αποτελεσματικότητα της από τα δικαστήρια παρεχόμενης έννομης προστασίας, δεδομένου ότι, ιδίως με την αρνητική του λειτουργία, αποκλείει την αμφισβήτηση της δικαιοδοτικής κρίσεως, την οποία καλύπτει, καθώς επίσης την έκδοση αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων ως προς την αυτή έννομη σχέση. Ως εκ τούτου, το δεδικασμένο συνδέεται στενά με τους σκοπούς της πολιτικής δίκης και υπηρετεί προεχόντως τα συμφέροντα της έννομης τάξης («Ordnungsinteressen») και όχι εκείνα των διαδίκων της συγκεκριμένης δίκης. Επομένως, το δεδικασμένο, το οποίο μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως τόσο από το πολιτειακό όσο και το διαιτητικό δικαστήριο κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ, εκφεύγει της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων. Οι διάδικοι δεν έχουν την εξουσία να απονείμουν την έννομη συνέπεια του δεδικασμένου σε κρίσεις και παραδοχές μιας δικαστικής αποφάσεως, οι οποίες, ωστόσο, εκφεύγουν του δεδικασμένου κατά τους όρους των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ. Όσα αναφέρθηκαν ισχύουν και στη διαιτησία. Το δεδικασμένο των διαιτητικών αποφάσεων είναι και πάλι θεσμός δημοσίας τάξεως, ο οποίος εκφεύγει της εξουσίας διαθέσεως των μερών της διαιτητικής διαδικασίας. Τα τελευταία δεν έχουν τη δυνατότητα της καταργήσεως του δεδικασμένου μιας διαιτητικής αποφάσεως ή της επεκτάσεώς του σε ζητήματα, τα οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, δεν καλύπτονται από αυτό. 10.3. Η εκτελεστότητα μιας καταψηφιστικής διαιτητικής αποφάσεως ισχύει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 § 1 ΚΠολΔ απέναντι στα πρόσωπα που δεσμεύονται από το δεδικασμένο της και επέρχεται από την έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως. Η άσκηση αγωγής ακυρώσεως εναντίον της δεν αναστέλλει την εκτελεστότητά της, ωστόσο, το πολιτειακό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή ακυρώσεως, μπορεί να αναστείλει την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διαιτητικής αποφάσεως κατά τους όρους του άρθρου 44 αριθ. 3.
11. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (άρθρο 45 Ν 5016/2023)
11.1. Το άρθρο 45 ορίζει ότι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις αναγνωρίζονται και εκτελούνται στην ημεδαπή έννομη τάξη κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης της 10.6.1958 για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (§ 1), καθώς επίσης ότι τόσο η αναγνώριση όσο και η κήρυξη ως εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως διενεργείται με την έκδοση αποφάσεως ημεδαπού πολιτειακού δικαστηρίου (§ 2).
Σελ. 22 Παρατηρείται κατά πρώτον ότι οι διατάξεις του Ν 5016/2023 εφαρμόζονται επί διεθνούς διαιτησίας διεξαγόμενης στην Ελλάδα (άρθρο 3 αριθ. 1), η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση μιας ημεδαπής διαιτητικής αποφάσεως. Από την άλλη πλευρά αναγνωρίζονται και κηρύσσονται εκτελεστές στην ημεδαπή έννομη τάξη αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί σε διαιτητική διαδικασία που έχει διεξαχθεί στο εξωτερικό και σύμφωνα με το δίκαιο που την διέπει, μπορεί να χαρακτηρίζεται είτε ως εσωτερική είτε ως διεθνής. Είναι, ως εκ τούτου, δυνατό να διατυπωθούν αμφιβολίες σχετικά με το αν η διάταξη του άρθρου 45 Ν 5016/2023 είναι δυνατό να τύχει εφαρμογής για την αναγνώριση και τη διασυνοριακή εκτέλεση μιας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, η οποία έχει εκδοθεί σε διαιτησία που διεξήχθη στο εξωτερικό και μάλιστα, ενδεχομένως, κατά το δίκαιο του τόπου διεξαγωγής της χαρακτηρίζεται ως εσωτερική.
11.2. Σημειώνεται επίσης ότι η αναγνώριση μιας αλλοδαπής είτε δικαστικής είτε διαιτητικής αποφάσεως σημαίνει την αυτοδίκαιη επέκταση των εννόμων συνεπειών της, δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και ενέργειας παρεμβάσεως, στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, χωρίς να απαιτείται η έκδοση δικαστικής αποφάσεως προς τον σκοπό της αναγνωρίσεως. Οι αναγνωριζόμενες έννομες συνέπειες μιας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως λαμβάνονται υπόψη παρεμπιπτόντως από το διαιτητικό ή το πολιτειακό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί δίκη, την έκβαση της οποίας είναι δυνατό να επηρεάσουν οι αναγνωριζόμενες έννομες συνέπειες. Προς τη λειτουργία της αναγνωρίσεως ως αυτοδίκαιης επεκτάσεως των εννόμων συνεπειών της διαιτητικής αποφάσεως στην ημεδαπή έννομη τάξη αντιβαίνει η ρύθμιση του άρθρου 45 αριθ. 2, η οποία για την αναγνώριση των εννόμων συνεπειών μιας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως απαιτεί την υποβολή σχετικής αιτήσεως στο αρμόδιο πολιτειακό δικαστήριο και την έκδοση αποφάσεως περί αναγνωρίσεως. Επιβάλλεται μία από το γράμμα της διατάξεως αποκλίνουσα ερμηνεία, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να είναι δυνατή η παρεμπίπτουσα κρίση του πολιτειακού δικαστηρίου περί της αυτοδίκαιης επελεύσεως των αναγνωριζόμενων εννόμων συνεπειών της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως στην ημεδαπή έννομη τάξη.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα