Κείμενο
Ι. Πραγματικά περιστατικά
Α. Σύμφωνα με τις παραδοχές του υπ’ αριθμ. 139/2022 βουλεύματος του ΣυμβΠλημΡόδου, ο κατηγορούμενος συνάντησε την παθούσα σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος σε περιοχή της Ν. Ρόδου, στο οποίο η τελευταία διασκέδαζε μαζί με τις φίλες της. Ο κατηγορούμενος συστήθηκε στην παρέα των κοριτσιών και άρχισαν να συζητάνε∙ όταν εκείνες ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν, ο κατηγορούμενος πρότεινε να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους σε έτερο μπαρ της περιοχής, υποσχόμενος ότι θα τις συναντούσε εκεί αργότερα, όπως και έκανε. Στο εν λόγω μπαρ, ο κατηγορούμενος εκδήλωσε και πάλι ενδιαφέρον για φίλη της παθούσας και της πρότεινε να βγουν έξω να συζητήσουν, πλην όμως εκείνη αρνήθηκε. Τότε ο κατηγορούμενος απευθύνθηκε στις υπόλοιπες κοπέλες της παρέας και τελικά στην παθούσα. Μετά από επίμονες προτάσεις και με την υπόσχεση προς αυτήν ότι θα έβγαιναν έξω να μιλήσουν, η παθούσα, ελαφρώς ζαλισμένη από το αλκοόλ που είχε ως τότε καταναλώσει, δέχθηκε και τον ακολούθησε. Βγαίνοντας από το μπαρ, ο κατηγορούμενος την άρπαξε βιαστικά από το χέρι και σχεδόν τρέχοντας την οδήγησε σε ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα σε παρακείμενο σοκάκι περί τα 20μ από το μαγαζί. Εκεί ο κατηγορούμενος, άρχισε αμέσως να φιλάει την παθούσα και αυτή ανταποκρίθηκε με τη θέλησή της. Ωστόσο σε ελάχιστο χρόνο, ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του κάτω από την φούστα της και έσπρωξε τα δάκτυλά του στα γεννητικά της όργανα, ενώ αμέσως μετά κατέβασε το παντελόνι του και της υπέδειξε να προχωρήσει σε πεολειχία. Η παθούσα αιφνιδιάστηκε, κυριεύτηκε από φόβο, σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει και υπάκουσε. Αμέσως μετά την πεολειχία, εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του διάπλαση, εξαιτίας της οποίας η παθούσα αδυνατούσε να αντιδράσει, τη σήκωσε απότομα όρθια και με τα χέρια του, την κόλλησε βίαια με το πρόσωπό της προς τον τοίχο και, αφού σήκωσε τη φούστα της και έβγαλε το εσώρουχό της, εισήγαγε απότομα το γεννητικό του μόριο στα γεννητικά της όργανα, προβαίνοντας σε κατά φύση συνουσία μαζί της, παρά τη θέλησή της. Η εγκαλούσα αισθάνθηκε έντονο πόνο λόγω της βιαιότητας της πράξης αλλά δεν μπόρεσε να αντιδράσει, αφενός λόγω του φόβου που τη διακατείχε, αφετέρου λόγω του ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την συγκριτικά υπέρτερη σωματική του διάπλαση, την είχε στην πραγματικότητα ακινητοποιήσει με τα χέρια του στρέφοντας το σώμα και το πρόσωπό της προς τον τοίχο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα κι ενώ ακόμη η πράξη της συνουσίας ήταν σε εξέλιξη, η παθούσα κατάφερε να του μιλήσει και του ζήτησε να σταματήσει και να επιστρέψει στις φίλες της. Ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενη το ότι ο κατηγορούμενος προφανώς έστρεψε την προσοχή του στη λεκτική αντίδραση της ως τότε αμίλητης και «παγωμένης» εγκαλούσας, κατάφερε και έβγαλε το μόριό του από το γεννητικό της όργανο. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν την άφησε να επιστρέψει στις φίλες της και της ζήτησε επίμονα να προβεί εκ νέου σε πεολειχία. Η παθούσα ενέδωσε στην επιθυμία του, παρά τη θέλησή της, σχεδόν κλαίγοντας αυτή τη φορά. Ο ίδιος παρά την εμφανή πλέον αντίθετη βούλησή της, που είχε εκφραστεί με παρακλήσεις να επιστρέψει στις φίλες της και κλάματα, αδιαφόρησε και εξακολούθησε να την πιέζει βάζοντας με βία και επιθετικότητα το γεννητικό του όργανο στο στόμα της, ωστόσο, η εγκαλούσα αισθανόμενη πόνο από τη βιαιότητα κατάφερε να στρέψει το κεφάλι της προς άλλη κατεύθυνση ζητώντας ξανά, σχεδόν κλαίγοντας, να επιστρέψει στις φίλες της. Εκείνος δεν της επέστρεψε αρχικά να φύγει και της ζήτησε να παραμείνει μέχρι να αυτοϊκανοποιηθεί, πλην, όμως, βλέποντας την αποστροφή και την αηδία της, με άγριο ύφος της είπε πως μπορούσε να επιστρέψει στις φίλες της, όπως και έπραξε η ίδια αμέσως κλαίγοντας.
Το Συμβούλιο, αντίθετα με την εισαγγελική πρόταση που τάχθηκε υπέρ της απαλλαγής του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του ΜΟΔ Ρόδου, για το αδίκημα της παρ. 1 του άρθρου 336 ΠΚ, δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος «ενεργώντας με πρόθεση, εξανάγκασε άλλον με σωματική βία σε επιχείρηση και ανοχή γενετήσιας πράξης, τελώντας το αδίκημα του βιασμού».
Β. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στο υπ’ αριθμ. 142/2022 βούλευμα του ΣυμβΠλημ Ρόδου, το επίδικο βράδυ, η ανήλικη παθούσα, η οποία βρισκόταν στο νησί της Ρόδου για διακοπές, επισκέφτηκε μαζί με δύο φίλες της κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο κέντρο του νησιού. Στο ανωτέρω κατάστημα η παθούσα γνώρισε τον ομοεθνή της
Σελ. 197κατηγορούμενο, ο οποίος την πλησίασε και ξεκίνησε να συνομιλεί μαζί της. Μετά από λίγο ξεκίνησαν να φιλιούνται και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο που διέμενε, το οποίο συμπωματικά ήταν το ίδιο στο οποίο διέμενε και η ανήλικη. Η τελευταία, αφού απέστειλε γραπτό μήνυμα στις φίλες της, προκειμένου να τις ενημερώσει για την αποχώρησή της με τον κατηγορούμενο αλλά και για τον προορισμό τους, τον ακολούθησε στο ξενοδοχείο και στο δωμάτιό του. Η ανήλικη εξέφρασε τον ενδοιασμό της για την απόφασή της να ακολουθήσει τον κατηγορούμενο, καθώς γνώριζε ότι μετέβαιναν στο δωμάτιο αυτού, προκειμένου να συνευρεθούν ερωτικά, όμως, καίτοι μπορούσε να φύγει, αισθανόμενη άβολα δεν έφυγε, αλλά τον ακολούθησε. Όταν εισήλθαν στο δωμάτιο, άρχισαν να φιλιούνται, ακολούθως ο κατηγορούμενος, αφού έβγαλε τα ρούχα του και έμεινε γυμνός, της ζήτησε να προβεί σε πεολειχία, κάτι το οποίο αυτή αρνήθηκε. Μετά ταύτα, ο κατηγορούμενος προέβη σε ολοκληρωμένη κατά φύση συνουσία μαζί της. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, όμως και δεδομένου ότι η ανήλικη δεν είχε ποτέ ως τότε ολοκληρωμένη ερωτική συνεύρεση, επειδή πονούσε, έκανε πλείονες προσπάθειες να σηκωθεί, προσπαθώντας να εκφράσει την επιθυμία της να διακοπεί η ερωτική τους συνεύρεση. Η παθούσα που δεν συμμετείχε ενεργά στην συνεύρεση, κάθε φορά που γινόταν κάποια παύση προσπαθούσε να σηκωθεί και να πάρει τα ρούχα της, στις προσπάθειές της αυτές ο κατηγορούμενος την έσπρωχνε πίσω στο κρεβάτι και συνέχισε. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης, ο κατηγορούμενος ήταν από πάνω της και την κρατούσε με όλο του το σώμα, με αποτέλεσμα η ανήλικη να αισθάνεται ότι δεν δύναται να κινηθεί. Βλέποντας δε ότι δεν σταματούσε και συνέχισε, κάποια στιγμή, κατέστησε σαφώς τη θέση της και εξέφρασε ρητά τη θέλησή της να διακοπεί η ερωτική τους επαφή λέγοντάς του «δεν μου αρέσεις. Θέλω να φύγω», πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν την άφησε και συνέχισε. Η ανήλικη συνέχισε τις προπεριγραφείσες ως άνω προσπάθειές της και ενώ συνέχισε να εκφράζει λεκτικά την αντίθεσή της ότι δεν θέλει, κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος θύμωσε και την άφησε.
Το Συμβούλιο συντάχθηκε με την εισαγγελική πρόταση και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του ΜΟΔ για το αδίκημα της παρ. 4 του άρθρου 336 ΠΚ, δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος «ενεργώντας με πρόθεση, τέλεσε, χωρίς την χρήση βίας ή απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση της παθούσας».
Πριν προχωρήσουμε στον σχολιασμό των δύο ως άνω βουλευμάτων, είναι σκόπιμο να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
ΙΙ. Α. Το μοντέλο της συναίνεσης στον Ποινικό Κώδικα
Με τον Ν 4619/2019 εισήχθη στην παρ. 4 του άρθρου 336 μια νέα αντικειμενική υπόσταση του βιασμού, αυτή της γενετήσιας πράξης χωρίς τη συναίνεση του παθόντος. Έτσι, ο νέος Π.Κ. ακολουθεί στην παράγρ. 1 -όπου τυποποιείται το βασικό αδίκημα- το μοντέλο του εξαναγκασμού, ήτοι η κάμψη της αντίθετης βούλησης του θύματος με σκοπό την τέλεση της γενετήσιας πράξης, προβλέποντας, περιοριστικά, ως μέσα του εξαναγκασμού: α) την άσκηση σωματικής βίας και β) την απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας. Όμως, με τη νέα προσθήκη της παρ. 4 φαίνεται να ακολουθείται παράλληλα και το μοντέλο της συναίνεσης, με συνέπεια να γίνεται λόγος για «διγλωσσία» του Π.Κ.
Σημειωτέον ότι η νέα αυτή διάταξη προέκυψε ως προσθήκη «τελευταίας στιγμής» και υπό την πίεση διάφορων οργανώσεων και φορέων προστασίας δικαιωμάτων των γυναικών. Βέβαια, η τιμώρηση των μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων είχε διατυπωθεί αρχικά στη Σύσταση Rec (2002) του Συμβουλίου της Ευρώπης με σκοπό την προστασία των γυναικών από τη βία και μετέπειτα στο άρ. 36 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, η Σύμβαση αυτή δεν υποχρέωνε τις χώρες σε δημιουργία μίας ειδικότερης υπόστασης του βιασμού, βασισμένης στην έλλειψη συναίνεσης ούτε και της απειλούμενης ποινής. Έτσι, ενώ η Σύμβαση δεσμεύει εξίσου όλα τα κράτη που την κύρωσαν, δεν την ενσωμάτωσαν όλα με τον ίδιο τρόπο. Η επιλογή της διττής υπόστασης του βιασμού είναι κυρίως μια εθνική επιλογή.
Β. Η έννοια της συναίνεσης στις ερωτικές πράξεις
Η συναίνεση το ατόμου σε ερωτική πράξη αποτελεί τη βάση της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, δηλαδή της ελευθερίας του ατόμου να διαμορφώνει την ερωτική του ζωή, επιλέγοντας αν, πότε και με ποιον θα συνευρεθεί.
Βέβαια ο νομοθέτης κάνοντας λόγο εδώ για «συναίνεση του παθόντος» δεν εκφράζεται ορθά, αφού κατ’ ακριβολογία δεν υπάρχει παθών που να συναινεί. Η συναίνεση προσλαμβάνει εδώ τα χαρακτηριστικά της συγκατάθεσης, αν και οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Η συγκατάθεση στο ποινικό δίκαιο αποκλείει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, δηλαδή το έγκλημα δεν στοιχειοθετείται καν. Εδώ η απαξία της πράξης έγκειται ακριβώς στην αντίθεση του φορέα του εννόμου αγαθού.
Η συναίνεση δεν αποκλείει καταρχήν το αξιόποινο, αλλά συνιστά λόγο άρσης του αδίκου. Ο φορέας του εννόμου αγαθού δέχεται να προβεί τρίτος στην βλάβη ή στην καταστροφή του. Η πράξη καταρχήν ενέχει απαξία, ωστόσο η συναίνεση αίρει το άδικό της. Σε κάποια αδικήματα αποτελεί λόγο ηπιότερης ποινικής μεταχείρισης του δράστη όπως π.χ. στην ανθρωποκτονία με συναίνεση του παθόντος (ευθανασία- 300 ΠΚ, που αποτελεί προνομιούχο παραλλαγή του βασικού εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Ή την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης με τη συναίνεση της εγκύου (ΠΚ 304) κ.λπ.
Έτσι, λοιπόν, ενώ η πρώτη (συγκατάθεση) είναι πραγματικό γεγονός η δεύτερη (συναίνεση) συνδέεται με μια στάθμιση των εννόμων αγαθών. Για την συγκατάθεση δεν απαι
Σελ. 198τείται να ελέγχεται κάθε φορά η ικανότητα του φορέα του εννόμου αγαθού προς διάθεσή του ή τυχόν αντίθεση στα χρηστά ήθη ή η εξωτερίκευση της βούλησης. Επιπλέον, δεν απαιτούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη έγκυρης συναίνεσης (ικανότητα συναίνεσης, πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης κ.λπ.).
Στα σεξουαλικά εγκλήματα και ειδικότερα στο υπό κρίση έγκλημα, τον βιασμό, ο εξαναγκασμός συνίσταται στην κάμψη της ερωτικής βούλησης του παθόντος. Συνεπώς, η συγκατάθεση, η σύμφωνη γνώμη δηλ. προς τέλεση γενετήσιας πράξης, αποκλείει τον εξαναγκασμό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όταν δεν υπάρχει διατυπωμένη σύμφωνη γνώμη, οδηγούμαστε άνευ ετέρου σε κατάφαση του βιασμού. Όταν ο νόμος απαιτεί για τη στοιχειοθέτηση του βιασμού τέλεση γενετήσιας πράξης «χωρίς τη συναίνεση του παθόντος», δεν εννοεί την ύπαρξη διατυπωμένης σύμφωνης γνώμης, αλλά την ύπαρξη αντίθετης βούλησης του θύματος.
Γ. Το μοντέλο της συναίνεσης σε διεθνές επίπεδο
Σε διεθνές επίπεδο ακολουθούνται τρία κυρίως μοντέλα σχετικά με το αδίκημα του βιασμού: i) Το πρώτο μοντέλο είναι αυτό του εξαναγκασμού όπου για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κρίσιμο στοιχείο είναι η ύπαρξη της εξαναγκαστικής πράξης. ii) Το δεύτερο μοντέλο είναι εκείνο της αρνησικυρίας ή αλλιώς του βέτο. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό - που ακολουθείται από τον γερμανικό ΠΚ - κρίσιμο μέγεθος είναι η αντίθετη βούληση του θύματος. Το μοντέλο αυτό αποδίδεται σχηματικά με τη φράση «Όχι σημαίνει όχι» (No means No). iii) Το τρίτο και τελευταίο μοντέλο είναι αυτό της συναίνεσης. Αυτό ακολουθείται τόσο από τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και από τη νομοθεσία της Κύπρου με κεντρική έννοια την ύπαρξη ή μη συναίνεσης ως προς την τέλεση της πράξης. Αποδίδεται με τη φράση «Μόνο ναι σημαίνει ναι» (Only Yes means Yes). Με βάση το μοντέλο αυτό, μόνο η έγκυρη συναίνεση αίρει τον καταρχήν ποινικά άδικο χαρακτήρα μιας σεξουαλικής πράξης. Υπ’ αυτή την οπτική, η σεξουαλική πράξη είναι γενικά απαγορευμένη και μόνο η συναίνεση τη νομιμοποιεί.
Δ. Ανάκληση της συναίνεσης
Τι γίνεται αν το θύμα συγκατατέθηκε αρχικά στην συνέχεια, όμως, ανακάλεσε την συναίνεσή του;
Κατά μία άποψη, η συναίνεση είναι ελεύθερα ανακλητή, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της ερωτικής συνεύρεσης κι αν αυτή συνεχιστεί τελείται βιασμός. Η αντίθετη άποψη κρίνει αρκετή την προγενέστερη συγκατάθεση και για κάθε μετέπειτα πράξη, με τρόπο που η προγενέστερη συγκατάθεση δίνει την εξουσία στο άλλο πρόσωπο να καθορίσει την ερωτική συνεύρεση. Οι δύο αυτές απόψεις επικρίθηκαν στην θεωρία ως ακραίες. Η μεν πρώτη διότι υπήρχε ο κίνδυνος κάθε ερωτικός παρτενέρ ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε βιαστή, η δε δεύτερη διότι μετριάζει υπέρμετρα την σεξουαλική αυτοδιάθεση αυτού που συγκατατίθεται στην τέλεση κάποιων σεξουαλικών πράξεων, αφού δεν του δίνει την δυνατότητα να αλλάξει γνώμη. Ορθότερη είναι η τρίτη θέση που αναγνωρίζει μεν την δυνατότητα άρσης της συναίνεσης, πλην, όμως η δυνατότητα αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την ερωτική δραστηριότητα του συνευρισκομένου.
Ε. Η Κριτική του μοντέλου της συναίνεσης
Η επιλογή του ποινικού νομοθέτη για τον επανακαθορισμό του βιασμού προσανατολισμένου όχι στην βία αλλά στην απουσία συναίνεσης παρότι υπήρξε ένα πιεστικό κοινωνικό αίτημα, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, έχει, ωστόσο, πυροδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση για την ορθότητά της. Οι επικριτές τονίζουν ότι το μοντέλο της συναίνεσης αποδεικνύεται πολλαπλώς προβληματικό. Πρωτίστως, τραυματίζει τον αποσπασματικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου αλλά και τη λειτουργία του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου (ultima ratio). Το ποινικό δίκαιο δεν ρυθμίζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά σταχυολογεί τις συμπεριφορές εκείνες που ενέχουν ιδιαίτερη, κατά την άποψη του ποινικού νομοθέτη, απαξία και τις αναγάγει σε ποινικά κολάσιμες πράξεις. Υποστηρίζεται ότι η επιλογή του μοντέλου της συναίνεσης προσδίδει στην σεξουαλικότητα συνολικά ορισμένη απαξία, την καθιστά γενικά άδικη και μόνο υπό όρους έγκυρης συναίνεσης μπορεί να αποβάλει τον αξιόποινο χαρακτήρα της. Υπό το πρίσμα αυτό, οι όλες οι σεξουαλικές πράξεις ποινικοποιούνται ανεπίτρεπτα και μόνο η συναίνεση τις νομιμοποιεί. Η έκφραση όμως της σεξουαλικότητας αποτελεί ενάσκηση του δικαιώματος της σεξουαλικής ελευθερίας και δεν θα έπρεπε να κινεί το ποινικό ενδιαφέρον της πολιτείας. Έτσι οδηγούμαστε σε παλαιότερες αντιλήψεις περί προσβολής των ηθών, όπου η σεξουαλικότητα αντιμετωπιζόταν απαξιακά και σε μια προβληματική διείσδυση του ποινικού δικαίου στην ερωτική ζωή.
Επιπρόσθετα, λέγεται ότι το μοντέλο της συναίνεσης παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας, αφού το βάρος
Σελ. 199απόδειξης για την ύπαρξη συναίνεσης μετακυλύεται στον κατηγορούμενο.
Περαιτέρω, η αναζήτηση κάθε φορά της συναίνεσης θέτει δυσεπίλυτα αποδεικτικά ζητήματα, αφού συνήθως πρόκειται για επαφή δύο ανθρώπων, χωρίς μάρτυρες. Έτσι, για να διαπιστώσουμε την έλλειψη συναίνεσης, οδηγούμαστε στην αναζήτηση ενδεικτών, με αποτέλεσμα να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την συμπεριφορά του θύματος παρά του θύτη. Ενώ, λοιπόν, στον εξαναγκασμό επικεντρωνόμαστε στην συμπεριφορά του δράστη και στην πράξη του, στην έλλειψη συναίνεσης επικεντρωνόμαστε περισσότερο στην συμπεριφορά του θύματος, κινδυνεύοντας, μάλιστα, να οδηγηθούμε πάλι στην υποχρέωση αντίστασης του θύματος!
Κατά άλλη άποψη, η εισαγωγή της διάταξης για τον βιασμό χωρίς τη συναίνεση του θύματος, ήταν αναγκαίο να λάβει χώρα στο ποινικό μας σύστημα, ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις που προαναφέρθηκαν, ώστε να έχουμε μια πραγματική και αποτελεσματική προστασία της γενετήσιας ελευθερίας. Εξάλλου, με βάση την παρ. 4, δύναται να διωχθούν και περιπτώσεις που δεν μπορούν να ενταχθούν στην παρ. 1 του υπό κρίση άρθρου. Ενδεικτικά: η περίπτωση του ανήθικου εργοδότη, που υποχρεώνει εργαζόμενη να προβεί ή να ανεχθεί σεξουαλική πράξη, η περίπτωση όπου το θύμα συναινεί μεν στην τέλεση σεξουαλικών πράξεων αλλά πλανάται ως προς την ταυτότητα του συνευρισκόμενου, τις προθέσεις, τις ιδιότητες, την κατάσταση της υγείας του, το βιολογικό του φύλο κ.λπ. Κατά μία άποψη εντάσσεται εδώ και η περίπτωση του αιφνιδιασμού, όπου το θύμα δεν προλαβαίνει να διαμορφώσει τη βούλησή του.
ΙΙΙ. Κριτικές επισημάνσεις επί των παραδοχών των βουλευμάτων
Α. Και στις δύο υπό κρίση περιπτώσεις, το Συμβούλιο παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο για το έγκλημα του βιασμού. Στην μία περίπτωση με το υπ’ αριθμ. 139/2022 βούλευμα υπάγοντας τα προπεριγραφέντα πραγματικά παραστατικά στην παρ. 1 του άρθρου 336 ΠΚ και ειδικότερα με το σκεπτικό ότι ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο σωματική βία σε βάρος της παθούσας: «δια ακινητοποιήσεώς της με τα χέρια και το σώμα του στρέφοντάς την άλλοτε με την πλάτη άλλοτε με το πρόσωπο στον τοίχο του ως άνω εγκαταλελειμμένου σπιτιού, εκμεταλλευόμενος κυρίως την υπέρτερη σωματική του διάπλαση, καθώς και τη μειωμένη συνείδησή της, λόγω της προηγηθείσας κατανάλωσης αλκοόλ, κατόπιν δε τούτων, εξανάγκασε την εγκαλούσα σε επιχείρηση γενετήσιας πράξης και δη πεολειχίας διά τις βίαιες και επίμονες τοποθετήσεις του γεννετικού του οργάνουστο στόμα της, καθώς και διά γενετήσιας πράξης και δη διά της βίαιης και επίμονης διείσδυσης του γεννητικού του μορίου στο γεννητικό της όργανο, κάμπτοντας με την προαναφερθείσα βίαιη ενέργεια του σώματός του οποιαδήποτε αντίστασή της […] η εγκαλούσα λόγω του αιφνιδιασμού και του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης, αλλά και των ασθενών σωματικών της δυνάμεων σε σύγκριση με την υπέρτερη σωματική διάπλαση του κατηγορουμένου αρχικά πάγωσε και θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε ενεργά στη σωματική βία που της ασκήθηκε, καθώς ένιωθε ότι είχε χάσει τον έλεγχο από τα χέρια της, γεγονός και μόνο το οποίο αρκεί για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος του βιασμού, καθώς δεν απαιτούνται μυϊκές κινήσεις, η ενεργή αντίσταση του θύματος ακόμα κατά τα εκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη».
Να σημειωθεί ότι, αντίθετα με την απόφαση του Συμβουλίου, η Εισαγγελική πρόταση, παρότι εκκίνησε από την διερεύνηση του εξαναγκασμού, τελικά επικεντρώθηκε περισσότερο στο να ανιχνεύσει την παρουσία ή την απουσία συναίνεσης, αξιολογώντας περισσότερο τη συμπεριφορά του θύματος, προβαίνοντας, ενίοτε, και σε ηθικολογικές κρίσεις: «Γεγονός είναι ότι ανάμεσα στις 5 φίλες μόνο η ίδια τον ακολούθησε γεγονός που μαρτυρούσε τον τολμηρό της χαρακτήρα και τη συναίνεσή της στα μάτια του κατηγορουμένου. […] Η εγκαλούσα ήλπιζε σε μια τρυφερή ερωτική πράξη και αντ’ αυτής αντιμετώπισε μια γρήγορη και με απότομες κινήσεις σεξουαλική συνεύρεση χωρίς συναίσθημα, που την αηδίασε και την μείωσε ως γυναίκα και την απογοήτευσε, σε συνδυασμό με την αναγκαία σύγκριση που έγινε με την προηγούμενη πρώτη ερωτική σχέση της. Αυτό την έκανε να αισθανθεί ότι “βιάσθηκε”, χωρίς όμως από τις περιγραφές που μας δίνει να προκύπτει κάτι τέτοιο. […] Το τρυφερό της ηλικίας της, καθώς ήταν μόλις 22 ετών, σε συνδυασμό με την αυστηρή καθολική διαπαιδαγώγησή της, την έκανε να αντιμετωπίσει το γεγονός ως μια τραυματική εμπειρία, ακόμα να αισθανθεί βρώμικη και να μέμφεται τον εαυτό της γι’ αυτό και ήθελε να τιμωρήσει αυτήν με τον αυτοτραυματισμό με ξυράφι στα χέρια. Και σίγουρα σε αυτή την τρυφερή ηλικία μία τέτοια ερωτική συνεύρεση χωρίς ρομαντισμό και συναίσθημα με κατά πολύ μεγαλύτερο 30 χρόνων άνδρα, που γνωρίζει το πρώτο σε νυχτερινό μπαρ και που έχει ήδη προσκαλέσει 4 κορίτσια να τον ακολουθήσουν, είναι απογοητευτική. Διότι βεβαίως κάθε ώριμη γυναίκα γνωρίζει ότι μια τέτοια πρόσκληση από έναν άνδρα που απροκάλυπτα φλερτάρει με όλες τις φίλες της κάθε άλλο παρά σε τρυφερή συνεύρεση θα μπορούσε να καταλήξει, ωστόσο αυτό φαίνεται ότι δεν είναι αυτονόητο για μια κοπέλα των 22 ετών, με ελάχιστη εμπειρία συναναστροφής με το άλλο φύλο». Επιπλέον, αναζητά την ύπαρξη αντίστασης εκ μέρους του θύματος «Η έλλειψη αντίστασης, το γεγονός ότι ακολούθησε κατ’ επιλογήν μετά την άρνηση των φίλων τον κατηγορούμενο απομακρυσμένη βιαστικά σε απόμερο σημείο, έδειξε κατ’ αρχήν στον κατηγορούμενο τη συναίνεσή της σε μια ευκαιριακή ερωτική πράξη ή τουλά
Σελ. 200χιστον σε έναν ερωτικό πειραματισμό και όταν αυτός είδε την αποστροφή στο βλέμμα της, τότε πλέον έχασε και το ενδιαφέρον του να συνεχίσει…».
Β. Στην δεύτερη υπό κρίση περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το υπ’ αριθμ. 142/2022 βούλευμα παρέπεμψε τον εκεί κατηγορούμενο με την παρ. 4 του άρθρου 336 ΠΚ, προσανατολιζόμενο στην ανάκληση της συναίνεσης της παθούσας και ειδικότερα δέχτηκε ότι «ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι κατά την αρχική γνωριμία τους η παθούσα έδωσε τη συναίνεση αυτή σαφώς ήρθη στη συνέχεια, καθώς, ήδη κατά τη μετάβασή τους στο δωμάτιο του όταν του είπε ότι «δεν μου αρέσεις, θέλω να φύγω», ενώ καθ΄ όλη τη διάρκεια της γενετήσιας πράξης, προσπαθούσε να σηκωθεί και να φύγει, εκφράζοντας και με αυτό τον τρόπο την απόσυρση της συναίνεσης της για την τέλεση της γενετήσιας πράξης, η οποία έγινε αντιληπτή από τον κατηγορούμενο, που, όμως παρά τούτου, ήτοι τη ρητή απόσυρση της συναίνεσής της, συνέχισε τη γενετήσια πράξη με τη διείσδυση του μορίου του στον κόλπο της παθούσας, έως ότου θύμωσε από τις αντιδράσεις της και την άφησε να φύγει».
Ωστόσο, φρονώ ότι ούτε εδώ χρειάζεται να καταφύγουμε στην εύθραυστη κατασκευή της συναίνεσης, αφού ο βιασμός, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, μπορεί ευχερώς να στοιχειοθετηθεί στη βάση του εξαναγκασμού, με την άσκηση σωματικής βίας, που κατευθύνεται στην κάμψη της αντίθετης βούλησης του θύματος, δεδομένου, μάλιστα, ότι, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, η παθούσα έκανε πολλές προσπάθειες να σηκωθεί και να σταματήσει την ερωτική συνεύρεση κι «ο κατηγορούμενος την έσπρωχνε πίσω στο κρεβάτι και συνέχισε», ενώ «καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν από πάνω της και την κρατούσε με όλο του το σώμα, με αποτέλεσμα η ανήλικη να αισθάνεται ότι δεν δύναται να κινηθεί». Η δε σωματική βία την οποία άσκησε ο κατηγορούμενος επ’ αυτής, δηλαδή η ακινητοποίησή της, ήταν απολύτως πρόσφορη στη συγκεκριμένη περίπτωση να κάμψει την όποια αντίσταση της παθούσας, την οποία εντέλει και έκαμψε.
ΙV. Συμπεράσματα
Ο βιασμός, χωρίς αναφορά στον εξαναγκασμό δύσκολα μπορεί να γίνει νοητός. Ο εξαναγκασμός υπάρχει είτε διότι το θύμα δεν συναινεί και αντιστέκεται (αλλά κατανικάται από τη βία του δράστη) είτε διότι καταπείθεται να «συναινέσει» (με απειλή) είτε διότι δεν συναινεί και εξωτερικεύει την αντίθεσή του (αλλά δεν προβάλει αντίσταση).
Άλλωστε, για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη το θύμα να αντιστέκεται ενεργά, με μυϊκές δυνάμεις, αλλά αρκεί το ότι η γενετήσια επαφή λαμβάνει χώρα παρά την αντίθετη βούληση του θύματος, την οποία εξωτερικεύει με οποιονδήποτε τρόπο και γίνεται εμφανής στον δράστη. Η αντίθετη βούληση του θύματος μπορεί να εκφραστεί και λεκτικά (λ.χ. προσπάθεια αποτροπής, αποφυγής, παρακλήσεις προς τον δράστη, φωνές, κλήση σε βοήθεια, κ.λπ.), μόνη δε η σιωπή του θύματος δεν αποτελεί ένδειξη για τη συναίνεσή του. Στοιχειοθετείται, ως εκ τούτου, βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, που κρίνονται κατά περίπτωση, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Σύνηθες άλλωστε φαινόμενο σε περιπτώσεις βιασμού, αποτελεί η κατάσταση ακούσιας προσωρινής παράλυσης του θύματος, η κατάσταση δηλαδή εκείνη κατά την οποία το θύμα δεν μπορεί να κινηθεί, γνωστή και ως «τονική ακινησία». Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι βιασμός υπάρχει και όταν το θύμα σταμάτησε να προβάλλει αντίσταση, συνεπεία του ακουσίως προκληθέντος σεξουαλικού ερεθισμού του. Ειδικότερα, ακόμη κι όταν ο τελευταίος (σεξουαλικός ερεθισμός) εξικνείται μέχρις αποκορυφώσεως, ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως παροχή συναινέσεως, με την έννοια της εκούσιας πράξης επιλογής. Δέον να σημειωθεί ότι η σωματική βία και, αντίστοιχα, η αντίσταση σ’ αυτήν, δεν απαιτείται, κατά μείζονα λόγο, να διαρκεί μέχρι την αποπεράτωση της πράξης.
Στόχος της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν να υποχρεώσει τα κράτη στη δημιουργία νομοτεχνικά άστοχων κατασκευών, που εν τέλει δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που επιχειρούν να επιλύσουν, αλλά η αποτελεσματική δίωξη των μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων, ανεξάρτητα από το αν υπήρξε φυσική αντίσταση του θύματος, διότι η βούληση δεν εκδηλώνεται πάντα με φυσικά ίχνη και σωματικές ενδείξεις και η βία δεν αρχίζει μόνο τη στιγμή που «ακούγεται».
Σελ. 201Βιβλιογραφία
Μυλωνόπουλος Χ., Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2 εκδ. 2020
Παρασκευόπουλος Ν., / Φυτράκης Ε., Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις / άρθρα 336-353 ΠΚ, Σάκκουλας, 2021
Τσιλίκης Δ., «Η γενετήσια αυτοδιάθεση στη γερμανική έννομη τάξη κατά το πρότυπο «το όχι σημαίνει όχι», The Art of Crime, τεύχος 2, 2017
Ψαρούδα - Μπενάκη Α., παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ 50/1970βουλΣυμβΠλημΡόδου, ΠοινΧρ 1970, 307
Σταμάτης Θ., Το έγκλημα του βιασμού, ΠοινΧρ 1996, 615
Λίβος Ν., Η ποινικά αξιόλογη συναίνεση του παθόντος επί βιασμού, ΠοινΧρ 1987, 943
Χαραλαμπάκης Α., Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, 2 εκδ 2020, 285επ.
Μαγκάκης Γ.Α., Τα εγκλήματα περί την γεννετήσιον και οικογενειακήν ζωήν, 1967, σελ. 46
Σαρέλη Α., Βιασμός, Η τυποποίησή του στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, σελ. 126
Διονυσοπούλου Α., «Το έγκλημα του βιασμού στο νέο ποινικό κώδικα», Nova Criminalia, τεύχος 8, Ιανουάριος 2020
Καζάνη Ε.-Φ., «Το πρόβλημα της διάγνωσης της συναίνεσης στο έγκλημα του βιασμού: Το χρονικό της ισπανικής υπόθεσης ‘ La manada’», The Art of Crime, Νοέμβριος 2019
Μαργαρίτης Λ., Η δίωξη του Βιασμού -Διαχρονική αντιμετώπιση του προβλήματος (άρθρο 344 ΠΚ), Νομική Βιβλιοθήκη. 2023
Σάββας Ο., Σεξουαλικά Εγκλήματα, Μετά τον Ν 4947/2022, Νομική Βιβλιοθήκη. 2022
Δουζένης Α.- Λύκουρας Λ., Ψυχιατροδικαστική, εκδ Π.Ν. Πασχαλίδης