Κείμενο
Ι. Γενικά-Σκοπός
Οι Ενεργειακές Κοινότητες (ΕΚ) είναι ένας σχετικώς νέος θεσμός στην ευρωπαϊκή ενεργειακή τάξη. Προέκυψε από την ανάγκη της συμμετοχής των Πολιτών στα ζητήματα που αφορούν στον τομέα της ενέργειας με σκοπό την τόνωση της ατομικής κοινωνικής ευθύνης τους, της αποδοχής τους για την μετάβαση σε μια νέα, βιώσιμη («πράσινη») ενεργειακή πραγματικότητα και, τελικώς, την ανάδειξή τους, ως «παικτών», των ενεργειακών αγορών. Η μετάβαση σε μια οικονομία, η ανάπτυξη της οποίας δεν θα βασίζεται πλέον στα ορυκτά καύσιμα, είναι προφανές ότι πρέπει να συναντά και την αποδοχή των αποδεκτών του κοινωνικού αγαθού της ενέργειας, ήτοι των καταναλωτών-Πολιτών. Άλλωστε πρέπει να σημειωθεί ότι η πορεία προς την ενεργειακή -και οικονομική- μετάβαση συνιστά μια πρόκληση και για τους ενεργειακούς καταναλωτές/Πελάτες, δεδομένου ότι οι τελευταίοι θα έχουν πλέον την δυνατότητα να συμμετέχουν στις νέες διαμορφούμενες αγορές και σε επίπεδο παραγωγού, ενώ δεν είχαν αυτήν την ευκαιρία στο πλαίσιο των ενεργειακών αγορών, η λειτουργία των οποίων στηριζόταν στα ορυκτά καύσιμα.
Υπό την έννοια αυτή οι ΕΚ οργανώνουν συλλογικές ενεργειακές δράσεις για να ανοίξει ο δρόμος για μια
μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, ενώ ταυτοχρόνως φέρνουν τους Πολίτες στο ενεργειακό προσκήνιο. Περαιτέρω, συμβάλλουν στην αύξηση της δημόσιας αποδοχής των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και διευκολύνουν την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων στην περίοδο της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Ταυτοχρόνως, έχουν την δυνατότητα να παρέχουν άμεσα οφέλη στους Πολίτες αυξάνοντας την ενεργειακή απόδοση, μειώνοντας τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και δημιουργώντας τοπικές ευκαιρίες απασχόλησης. Οι ΕΚ μπορεί, επίσης, να προσφέρουν ευελιξία στα ενεργειακά συστήματα, ιδίως σε περιόδους ενεργειακής αιχμής και να συνεισφέρουν στην αποθήκευση της ενέργειας, πράγμα που πλέον καθίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό προς όφελος της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, εν όψει της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ και της συνακόλουθης (και αναγκαίας) απόσυρσης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ρυπογόνες τεχνολογίες.
ΙΙ. H ενωσιακές πρωτοβουλίες
Η Συμφωνία των Παρισίων (2015) αποτέλεσε την θρυαλλίδα για την λήψη μιας σειράς από ενωσιακές πρωτοβουλίες εφαρμογής των όρων και των αρχών της εν λόγω συμφωνίας σε ενωσιακό επίπεδο. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή ανακοίνωσε την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία περιλάμβανε έναν οδικό χάρτη για μια σειρά δράσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με σκοπό η τελευταία να καταστεί βιώσιμη και κλιματικώς ουδέτερη μέχρι το 2050. Στο πλαίσιο αυτό, οι δράσεις έπρεπε να είναι στοχευμένες στην λήψη μέτρων και πρωτοβουλιών για την βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των Πολιτών και ταυτοχρόνως να αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Για
Σελ. 357την υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας εκτιμήθηκε ότι θα απαιτηθούν 266 δις ευρώ σε ετήσια βάση σε ενωσιακό επίπεδο, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,5% του ενωσιακού ΑΕΠ του έτους 2018.
Σε εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, η Ένωση προχώρησε σε μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών ήδη από τα έτη 2018 και 2019 που είναι γνωστή ως Δέσμη για την Καθαρή Ενέργεια (Clean Energy Package). Μεταξύ των πρωτοβουλιών αυτών είναι η έκδοση των οδηγιών (ΕΕ) 2018/2001, 2018/2002, 2019/944, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943. H πρώτη πρωτοβουλία υπήρξε το πρώτο ενωσιακό νομοθετικό κείμενο που εισήγαγε τον θεσμό των ΕΚ, με σκοπό την ενίσχυση του ρόλου των αυτοκαταναλωτών ΑΠΕ και των κοινοτήτων ΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι οι ΕΚ μπορεί να συμμετέχουν στα διαθέσιμα καθεστώτα στήριξης, επί ίσοις όροις με τους μεγάλους συμμετέχοντες. Αυτή η ενωσιακή νομοθεσία ρυθμίζει αποκλειστικώς την λειτουργία των ΕΚ που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ΑΠΕ. Η ενωσιακή νομοθετική πρωτοβουλία που ρυθμίζει τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει νέους κανόνες που επιτρέπουν την ενεργό συμμετοχή των καταναλωτών, μεμονωμένα ή μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων των Πολιτών, σε όλες τις αγορές, είτε με την παραγωγή, την κατανάλωση, την από κοινού χρήση ή την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας είτε με την παροχή υπηρεσιών ευελιξίας μέσω της απόκρισης στην ζήτηση και της αποθήκευσης. Η σχετική οδηγία (2019/944) αποσκοπεί στην βελτίωση της υιοθέτησης των ΕΚ και στην διευκόλυνση της αποτελεσματικής ένταξης των πολιτών στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, ως ενεργών συμμετεχόντων.
ΙΙΙ. Ορισμός-οργάνωση και λειτουργία
Ως ΕΚ κατά την ενωσιακή νομοθεσία ορίζεται η νομική οντότητα, α) η οποία, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, στηρίζεται σε μια ανοικτή και εθελοντική συμμετοχή, έχει αυτονομία και τελεί υπό τον ουσιαστικό έλεγχο των μετόχων ή των μελών που βρίσκονται κοντά στα έργα ανανεώσιμης ενέργειας που ανήκουν και αναπτύσσονται από εν την εν λόγω νομική οντότητα· β) της οποίας οι μέτοχοι ή τα μέλη είναι φυσικά πρόσωπα, μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τοπικές αρχές και δήμοι και γ) της οποίας ο πρωταρχικός στόχος είναι να προσφέρει στους μετόχους ή στα μέλη της ή στις τοπικές περιοχές όπου δραστηριοποιείται, περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε επίπεδο κοινότητας και όχι οικονομικά κέρδη.
Τόσο η σύνθεση των μελών των ΕΚ όσο και το γεγονός ότι δεν επιδιώκονται οικονομικά κέρδη, διακρίνουν τις ΕΚ από τους συνήθεις οικονομικούς φορείς της ενεργειακής αγοράς που λογικά επιδιώκουν το κέρδος και υπό την έννοια αυτή σημειοδοτούν τον κοινωνικοκεντρικό χαρακτήρα τους. Τούτο επιτείνεται ακόμα περισσότερο και από τον τοπικό χαρακτήρα των ΕΚ (χωρική εγγύτητα), αλλά και από τους προαναφερθέντες πρωταρχικούς στόχους που έχουν τεθεί από την Ένωση, όταν αυτή αποφάσιζε την θέσπιση του συγκεκριμένου θεσμού και δη σε κεντρικό (ενωσιακό) επίπεδο.
Οι ΕΚ διαθέτουν ευελιξία σύστασης και μπορεί να ιδρύονται και να λειτουργούν με οποιαδήποτε νομική μορφή, όπως μια ένωση εταιρειών, ένας συνεταιρισμός, μια εταιρική σχέση, ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή μια μικρομεσαία επιχείρηση. Η Ένωση διευκολύνει τους Πολίτες της, από κοινού με άλλους παράγοντες της αγοράς, να συνεργάζονται και να επενδύουν σε κοινά ενεργειακά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό, με τη σειρά του, συμβάλλει στην δημιουργία ενός ευέλικτου ενεργειακού συστήματος, περισσότερο απαλλαγμένου από τις ανθρακούχες εκπομπές, καθώς οι ΕΚ μπορεί να ενεργούν ως ενιαία οντότητα και να έχουν πρόσβαση σε όλες τις κατάλληλες αγορές ενέργειας, με ισότιμους όρους ανταγωνισμού με τους άλλους παράγοντες της αγοράς.
Η ενωσιακή νομοθεσία καταλείπει στα κράτη μέλη την διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν εκείνα την νομική μορφή των ΕΚ, την σύνθεσή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τις διευκολύνσεις που πρέπει να έχουν, ιδίως στα στάδια της αδειοδότησης, καθώς και τα λοιπά θέματα που αφορούν στις σχέσεις τους με τις αγορές ενέργειας και τις ενεργειακές υποδομές. Ωστόσο, η ενωσιακή νομοθεσία διαλαμβάνει το εύρος του σκοπού των ΕΚ και το οποίο παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον.
IV. Η άσκηση των ενεργειακών δραστηριοτήτων
Οι ΕΚ διακρίνονται σε Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας (ΚΑΕ) ή «πράσινες» ενεργειακές κοινότητες και σε Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών (ΕΚΠ). Οι πρώτες
Σελ. 358 διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας για την χρήση ανανεώσιμων πηγών και ο σκοπός τους εντοπίζεται στην διαχείριση των ΑΠΕ, ενώ οι δεύτερες διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας για τις αγορές ηλεκτρισμού και έχουν ευρύτερο πεδίο άσκησης ενεργειακών δραστηριοτήτων. Αμφότεροι οι τύποι των ΕΚ ομοιάζουν ως προς την σύνθεση των μελών τους, την προκριθησόμενη νομική φύση τους και την οργανωτική τους κατάσταση. Οι δραστηριότητες προβλέπονται περιοριστικώς από τον ενωσιακό νομοθέτη και το κράτος μέλος δεν μπορεί να περιλάβει άλλες με την εθνική του νομοθεσία.
Α. Οι ενεργειακές δραστηριότητες των ΚΑΕ
Στο παραπάνω πλαίσιο, δίνεται η δυνατότητα σε Τελικούς Πελάτες, ιδίως οικιακούς, να συμμετέχουν σε ΚΑΕ, διατηρώντας παραλλήλως τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν ως Τελικοί Πελάτες και χωρίς να υπόκεινται σε όρους ή διαδικασίες που δεν αιτιολογούνται ή εισάγουν διακρίσεις, οι οποίες θα απέτρεπαν την συμμετοχή τους στις κοινότητες αυτές, εφόσον, στην περίπτωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η συμμετοχή τους δεν συνιστά την κύρια εμπορική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Περαιτέρω, ο ενωσιακός νομοθέτης χορηγεί την δυνατότητα για ένα εκτεταμένο εύρος ενεργειακών δραστηριοτήτων που μπορεί να ασκούν οι ΚΑΕ, πράγμα που μπορεί να εκπλήσσει. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι οι κοινότητες αυτές έχουν το δικαίωμα· α) να παράγουν, να καταναλώνουν, να αποθηκεύουν και να πωλούν ανανεώσιμη ενέργεια, μεταξύ άλλων μέσω συμβάσεων αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές· β) να επιμερίζουν, εντός της κοινότητας ανανεώσιμης ενέργειας, την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται από τις μονάδες παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, ιδιοκτησίας της κοινότητας, με την επιφύλαξη των άλλων απαιτήσεων και της διασφάλισης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μελών της κοινότητας ανανεώσιμης ενέργειας ως τελικών καταναλωτών και γ) να έχουν πρόσβαση σε όλες τις κατάλληλες αγορές ενέργειας τόσο απευθείας όσο και μέσω σωρευτικής εκπροσώπησης, κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.
Η λειτουργία των ΚΑΕ αποσκοπεί ευθέως στην εξοικείωση των καταναλωτών στην διαδικασία της μετάβασης, ενώ η ενωσιακή πολιτική και νομοθεσία τούς χορηγεί την δυνατότητα να αποκτήσουν έναν σημαντικό ρόλο στην σχετική αγορά, απλοποιώντας σε σημαντικό βαθμό την σχετική αδειοδοτική διαδικασία και άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την συμμετοχή τους στις σχετικές αγορές. Η επιτακτική προτροπή του ενωσιακού νομοθέτη για προτεραιοποίηση των αιτημάτων των ΚΑΕ που αφορούν στην απόκτηση αδειών και εγκρίσεων, βρίσκεται στην κατεύθυνση αυτή. Υπό την έννοια αυτή, ο εθνικός νομοθέτης όχι μόνον δεν πρέπει να λαμβάνει μέτρα που να αυξάνουν το διοικητικό βάρος της σύστασης μιας ΚΑΕ, αλλά αντιθέτως οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την ελάφρυνσή του.
Β. Οι ενεργειακές δραστηριότητες των ΕΚΠ
Στο ίδιο, αλλά με πλέον διευρυμένο πνεύμα και αντικείμενο κινείται και ενωσιακή νομοθεσία για τις ΕΚΠ. Ο θεσμός εισήχθη, όπως προεκτέθηκε, με την ενωσιακή νομοθεσία για την ηλεκτρική ενέργεια τέταρτης γενιάς και συνιστά μια νομική και κοινωνική ενεργειακή καινοτομία. Υπό την έννοια αυτή, οι δραστηριότητες των ΕΚΠ καθορίζονται από τον ενωσιακό νομοθέτη και είναι, καταρχάς, το δικαίωμα να κατέχουν, να συστήνουν, να αγοράζουν ή να μισθώνουν δίκτυα διανομής και να τα διαχειρίζονται αυτόνομα. Η παραπάνω δραστηριότητα είναι πράγματι καινοφανής, αλλά παρέχεται η δυνατότητα να ασκείται ακόμα και μέσω υφισταμένων διαχειριστών. Επιπλέον, ο ενωσιακός νομοθέτης απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι ΕΚΠ· α) έχουν πρόσβαση σε όλες τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας είτε απευθείας είτε μέσω σωρευτικής εκπροσώπησης κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις· β) αντιμετωπίζονται με αναλογικό τρόπο που δεν επιφέρει διακρίσεις όσον αφορά στις δραστηριότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους ως Τελικών Πελατών, Παραγωγών, Προμηθευτών, Διαχειριστών Δικτύων Διανομής ή συμμετεχόντων στην αγορά που δραστηριοποιούνται στην σωρευτική εκπροσώπηση και γ) είναι οικονομικά υπεύθυνες για τις ανισορροπίες που προκαλούν στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας (ευθύνη εξισορρόπησης). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ΕΚΠ μπορεί να ασκούν οιαδήποτε ενεργειακή δραστηριότητα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός της διαχείρισης Συστημάτων Μεταφοράς.
Γ. Οι ενεργειακές κοινότητες στον τομέα του φυσικού αερίου
Το προϊσχύσαν ενωσιακό δίκαιο που διείπε τις αγορές φυσικού αερίου δεν πρόβλεπε την σύσταση και την λειτουργία ΕΚΠ στις αγορές φυσικού αερίου. Η νέα πρό
Σελ. 359 ταση ενωσιακής νομοθεσίας στον παραπάνω τομέα προβαίνει στην σημαντική αυτή καινοτομία της λειτουργίας ενεργειακών κοινοτήτων και στον τομέα του φυσικού αερίου. Συμφώνως προς τα ανωτέρω, ως ενεργειακή κοινότητα πολιτών στον τομέα του φυσικού αερίου νοείται η νομική οντότητα που· α) βασίζεται σε εθελοντική και ανοικτή συμμετοχή και τελεί υπό τον ουσιαστικό έλεγχο μελών ή μετόχων που είναι φυσικά πρόσωπα, τοπικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δήμων ή μικρές επιχειρήσεις· β) έχει ως πρωταρχικό σκοπό να παρέχει περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε επίπεδο κοινότητας για τα μέλη ή τους μετόχους της ή τις τοπικές περιοχές όπου δραστηριοποιείται και όχι να παράγει οικονομικά κέρδη και γ) δραστηριοποιείται είτε στην παραγωγή, την διανομή, την προμήθεια, την κατανάλωση ή την αποθήκευση ανανεώσιμου αερίου στο σύστημα φυσικού αερίου είτε παρέχει υπηρεσίες ενεργειακής απόδοσης ή υπηρεσίες συντήρησης στα μέλη ή τους μετόχους της.
Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι ο ενωσιακός νομοθέτης θα δώσει για πρώτη φορά την δυνατότητα στην κοινωνία των Πολιτών να συστήσουν μια ενεργειακή κοινότητα με αντικείμενο που σχετίζεται με αρκετές από τις δραστηριότητες που ασκούνται στις αγορές φυσικού αερίου. Είναι προφανές ότι η άσκηση των δραστηριοτήτων στις παραπάνω αγορές δεν είναι ευχερής από ανθρώπους που δεν έχουν την συγκεκριμένη εξειδίκευση. Υπό την έννοια αυτή, ανοίγεται ο δρόμος για την αύξηση της απασχόλησης, αφού οι κοινότητες αερίου θα απαιτηθεί να οργανώσουν και στελεχώσουν την δράση τους με εξειδικευμένους επιστήμονες και ανθρώπους της αγοράς.
V. Οι ενεργειακές κοινότητες στην ισχύουσα εθνική νομοθεσία
Α. Η προϊσχύσασα εθνική νομοθεσία
Η πρώτη εθνική νομοθετική προσέγγιση για την λειτουργία ενεργειακών κοινοτήτων στην Χώρα μας έγινε το 2018 και αφορούσε σε κοινότητες με αντικείμενο δραστηριότητας σε ΑΠΕ. Η παραπάνω νομοθετική πρωτοβουλία παρουσίαζε σημαντικά προβλήματα, κύριο των οποίων ήταν ότι αποτέλεσε όχημα εκ μέρους των ενδιαφερομένων, καταστρατήγησης των πλεονεκτημάτων που παρείχε ο νομοθέτης για την λειτουργία των κοινοτήτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, αναπτύχθηκε ένας μεγάλος αριθμός ενεργειακών κοινοτήτων που εκμεταλλευόμενες τις διευκολύνσεις της νομοθεσίας, προκαλούσαν αρκετές φορές ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού σε εμπορικές ενεργειακές εταιρείες που ασκούσαν την ίδια δραστηριότητα. Για το λόγο αυτό, η συζήτηση για την αναθεώρηση του πλαισίου σύστασης και λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων άρχισε νωρίς.
Υπό την ανωτέρω προϊσχύσασα νομοθεσία μια ενεργειακή κοινότητα αυτού του τύπου ήταν ένας αστικός συνεταιρισμός αποκλειστικού σκοπού με στόχο την προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και της καινοτομίας στον ενεργειακό τομέα, την αντιμετώπιση της ενεργειακής πενίας και την προαγωγή της ενεργειακής αειφορίας, την παραγωγή, την αποθήκευση, την ιδιοκατανάλωση, την διανομή και την προμήθεια ενέργειας, την ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας και ασφάλειας σε νησιωτικούς δήμους, καθώς και την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας στην τελική χρήση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, μέσω της δραστηριοποίησης στους τομείς των ΑΠΕ, της Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.), της ορθολογικής χρήσης ενέργειας, της ενεργειακής αποδοτικότητας, των βιώσιμων μεταφορών, της διαχείρισης της ζήτησης και της παραγωγής, διανομής και προμήθειας ενέργειας. Από όλες τις παραπάνω δυνατότητες, οι περισσότερες, αν όχι το σύνολο των ενεργειακών κοινοτήτων που συστάθηκαν, είχαν αντικείμενο την κατασκευή και την εκμετάλλευση φωτοβολταϊκών σταθμών.
Β. Η ισχύουσα εθνική νομοθεσία
Η ανάγκη αναθεώρησης του καθεστώτος της σύστασης και λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα, ανέκυψε και από την υποχρέωση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών 2018/2001 και 2019/944. Υπό την έννοια αυτή, με την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία, ο εθνικός νομοθέτης αναθεώρησε το θεσμικό πλαίσιο των ενεργειακών κοινοτήτων και μετέφερε τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη, τόσο αναφορικώς με τις Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας όσο και τις Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών.
Καταρχάς, η νέα εθνική νομοθεσία για τις ΕΚ διατήρησε την νομική φύση τους, όπως είχε με την προϊσχύσασα. Υπό την έννοια αυτή, η Κοινότητα Ανανεώσιμης Ενέρ
Σελ. 360 γειας (ΚΑΕ) συνιστάται υπό μορφή αστικού συνεταιρισμού, με αντικείμενο την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία. Συμφώνως προς την κείμενη νομοθεσία, πρωταρχικός σκοπός της ΚΑΕ δεν είναι το οικονομικό κέρδος, αλλά η προσφορά στα μέλη της και στις τοπικές περιοχές δραστηριοποίησής της, περιβαλλοντικού, οικονομικού και κοινωνικού οφέλους. Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, στις ΚΑΕ δεν εφαρμόζονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις του ν. 1667/1986· α) Οι αριθμητικοί περιορισμοί για την σύγκληση γενικής συνέλευσης και την ελάχιστη απαρτία στη γενική συνέλευση, του πρώτου και τελευταίου εδαφίου, αντίστοιχα, της παρ. 3 του άρθρου 5, και η υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, του έβδομου εδαφίου της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, β) η υποχρέωση συγκρότησης τριμελούς επιτροπής ελέγχου της παρ. 1 του άρθρου 7 και η σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 7, γ) οι ρυθμίσεις για τους συνεταιρισμούς της παρ. 4 του άρθρου 9, καθώς και του άρθρου 13, δ) η λύση του αστικού συνεταιρισμού της παρ. 1 του άρθρου 10.
Στην συνέχεια, η κείμενη νομοθεσία περιέχει τις περιπτώσεις λύσης και θέσης σε εκκαθάρισης των κοινοτήτων, τον τρόπο καταχώρισης στο «Μητρώο Κοινοτήτων Ανανεώσιμης Ενέργειας και Ενεργειακών Κοινοτήτων Πολιτών», καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο του καταστατικού τους. Ακολούθως, προβλέπονται οι αποδεκτοί εναλλακτικοί τρόποι σύνθεσης των κοινοτήτων ως νομικών προσώπων, με ιδιαίτερη σημασία στην συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης, με τήρηση του κανόνα της χωρικής εγγύτητας προς τον τόπο εγκατάστασης των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή άσκησης λοιπών δραστηριοτήτων.
Η άσκηση εκ μέρους των ενεργειακών κοινοτήτων επιτρεπομένων δραστηριοτήτων ακολουθεί τα προβλεπόμενα από την ενωσιακή νομοθεσία. Τα όργανα των κοινοτήτων είναι η γενική συνέλευση των μελών και το διοικητικό συμβούλιο. Τα μέλη του τελευταίου είναι τρία, κατά παρέκκλιση της αντίστοιχης διάταξης που διέπει την λειτουργία των αστικών συνεταιρισμών. Στην συνέχεια, προβλέπεται ο τρόπος διανομής των πλεονασμάτων χρήσης.
Προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση της κείμενης νομοθεσίας, δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση πάσης φύσεως αδειών (που μπορεί να μεταβιβασθούν) ή εγκρίσεων που έχουν χορηγηθεί, από τις ενεργειακές κοινότητες σε τρίτους. Με τον τρόπο αυτό, ο νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει την μετατροπή των ενεργειακών κοινοτήτων σε όχημα προσπορισμού οικονομικής ωφέλειας, άλλης από αυτήν που επιτρέπει ο σκοπός τους. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα μεταβίβασης των αδειών (που μπορεί να μεταβιβασθούν), αν οι σταθμοί βρίσκονται σε κανονική ή δοκιμαστική λειτουργία κατά τον χρόνο που η κοινότητα βρίσκεται στο στάδιο της λύσης. Ακολούθως, με την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης παύουν να ισχύουν αυτοδικαίως όλες οι άδειες ή εγκρίσεις που έχουν χορηγηθεί για τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των ενεργειακών κοινοτήτων.
VI. Επιλεγόμενα
Ο θεσμός των ΕΚ σημειοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη για την συμμετοχή των Πολιτών σε μια δύσκολη και πολύπλοκη αγορά, όπως αυτή της ενέργειας. Η ενωσιακή νομοθεσία προσφέρει ένα σημαντικό εύρος ενεργειακών δραστηριοτήτων που μπορεί να ασκούνται από τις κοινότητες αυτές, αλλά, παραλλήλως, θέτει ορισμένους περιορισμούς ως προς την σύσταση και λειτουργία τους, προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση της κείμενης νομοθεσίας και να εξυπηρετείται ο αρχικός σκοπός στο πλαίσιο του πνεύματος του ενωσιακού νομοθέτη.
Με την συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων στις ΕΚ, ανοίγει ο δρόμος για την εξοικείωση των καταναλωτών-Πολιτών στην διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης, ενώ παραλλήλως αυξάνεται και η υποχρέωση της ατομικής κοινωνικής ευθύνης, πράγμα που θα συμβά
Σελ. 361λει σημαντικά στην αποδοχή της μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό ισοζύγιο.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο (ν. 5037/2023) που μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την ενωσιακή νομοθεσία τόσο για τις Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας όσο και για τις Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών, προσφέρει μια οργανωμένη ρύθμιση του τρόπου σύστασης και λειτουργίας του θεσμού. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να προβαίνουν σε αυστηρό έλεγχο των απαιτουμένων σύστασης και λειτουργίας, προκειμένου να αποφεύγονται παραβιάσεις της νομοθεσίας Οι Κοινότητες αυτές πρέπει να λειτουργούν για να εξυπηρετούν τον σκοπό, για τον οποίο υπάρχουν, γιατί μόνο έτσι θα έχουν αξιοπιστία απέναντι στην κοινωνία.