Κείμενο

Η παρούσα μελέτη αποτελεί εισήγηση του γράφοντος στο 12 Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Νομικών «e-Θέμις» και του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου για «το δίκαιο της ενέργειας και του περιβάλλοντος», που έλαβε χώρα στον Βόλο, στις 11-3-2023.
Ι. Το γενικό πλαίσιο
Στη σύγχρονη εποχή οι προσβολές κατά του περιβάλλοντος έχουν συνδεθεί αναπόδραστα και με τη ραγδαία τεχνολογική και οικονομική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής. Με την έννοια όμως αυτή η συνακόλουθη υποβάθμιση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εμφανίζεται σήμερα ως το άμεσο — αν και ανεπιθύμητο — παρακολούθημα μιας εξελικτικής οικονομικής πορείας στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Ως αντιστάθμισμα ωστόσο προς την κατεύθυνση αυτή, οι νομοθεσίες των περισσοτέρων χωρών του κόσμου θωρακίζουν πλέον σήμερα τις αντίστοιχες κοινωνίες με ένα θεσμικό πλαίσιο και ποινικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, το οποίο στην πλειονότητα των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται από την τάση για κατά το δυνατόν πληρέστερη αντιμετώπιση των σοβαρότερων τουλάχιστον μορφών περιβαλλοντικών προσβολών. Η ορατή δε έκφραση της τάσεως αυτής έγκειται κυρίως στο γεγονός μιας διαρκώς αυξανόμενης αυστηρότητας στο επίπεδο των προβλεπομένων κυρώσεων, διοικητικών, αλλά και ποινικών.

Την ίδια ωστόσο στιγμή, η πορεία του σύγχρονου κόσμου προς τον οικονομι­κό γιγαντισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση εμφανίζεται πλέον αναπότρεπτη και προφανώς ανεπίστρεπτη, μία διαπίστωση που, πέραν των όποιων θετικών ίσως προο­πτικών της, δημιουργεί παράλληλα σκεπτικισμό αναφορικά προς τις εγγενείς δυσκολίες, οι οποίες συνυφαίνονται με τη δυνατότητα αποτελεσματικής ποινικής προστασίας κατά των σοβαρών προσβο­λών του περιβάλλοντος. Τούτο, γιατί είναι βέβαια γνωστό πως σε παγκόσμιο επίπε­δο οι μονάδες παραγωγής λ.χ. πυρηνικής και χημικής ενέργειας καθώς και οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις με τα τοξικά απόβλητα είναι σήμερα οι κατ’ εξοχήν δυνητικές πη­γές ατμοσφαιρικής και θαλάσσιας ρύπανσης. Άμεσο αποτέλεσμα αυτών είναι σήμερα η δημιουργία των σύγχρονων κορυφαίων περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως λ.χ. το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και
Σελ. 927 η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της στιβάδας του όζοντος, το φωτοχημικό νέφος κ.α., την επίλυση των οποίων καλείται πλέον να αντιμετωπίσει συντονισμένα το σύνολο της διεθνούς πολιτικής ηγεσίας της γης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε εθνικό επίπεδο, αντανάκλαση αυτής της προβληματικής αποτελεί η πλημμυρίδα των ειδικών νομοθετικών κειμένων, τα οποία τις τελευταίες δεκαετίες εξεδόθησαν στην ημεδαπή έννομη τάξη, με στόχο να καλύψουν όλα τα επιμέρους ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος, τα δε χρονικά τελευταία εξ αυτών και υπό την ανάγκη εναρμονίσεως της ελληνικής νομοθεσίας με τις αντίστοιχες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Ασφαλώς, σταθμό στην εξέλιξη της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας αποτέλεσε η θέσπιση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, με τη διάταξη του οποίου η προστασία του περιβάλλοντος ανάγεται σε πρωταρχική θεσμική υποχρέωση της πολιτείας. Στη συνέχεια, πέραν των σημαντικών νομοθετημάτων, με τα οποία εκυρώθησαν διεθνείς συμβάσεις που υπέγραψε η χώρα, ο Έλλην νομοθέτης εξέδωσε τον βασικό νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος, ήτοι τον ν. 1650/1986, ο οποίος και ισχύει εισέτι σήμερα, με πολλές ωστόσο τροποποιήσεις υπό νεωτέρων διατάξεων, με κυριώτερες, βεβαίως, αυτές του νόμου 4042/2012, οι οποίες και μετέβαλαν το περιεχόμενο των βασικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 1650/1986. Ας σημειωθεί ότι η θέσπιση του βασικού ν. 1650/1986 άφησε ρητώς άθικτη την ειδική νομοθεσία περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, δηλαδή του ν. 743/1977, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, με τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του. Ειδικότερες εκφάνσεις μορφών προστασίας του περιβάλλοντος εκάλυψαν στη συνέχεια έτεροι νόμοι, περιέχοντες ομοίως και διατάξεις περί ποινικής προστασίας, όπως είναι κυρίως ο ν. 3199/2003 περί προστασίας και διαχείρισης των υδάτων (ιδίως στο άρθρο 14 αυτού), ο ν. 4037/2012 για μεταφορά στην εθνική νομοθεσία σχετικής Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναφορικά με την ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση σχετικών κυρώσεων (ιδίως στο άρθρο 6 αυτού), o ν. 4036/2012 για προσβολές από φυτοπροστατευτικά προϊόντα (στο άρθρο 10 αυτού), όπως και ο αντίστοιχος ν. 4819/2021 για την υιοθέτηση ομοίως σχετικής Οδηγίας περί αποβλήτων συσκευασιών και απορριμμάτων συσκευασιών (επίσης με προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις στο άρθρο 68 αυτού) κ.ο.κ. Τέλος, σημαντική είναι εδώ η θέσπιση υπό του Ν.Δ. 181/1974 της νομοθεσίας περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών, στο άρθρο 8 του οποίου διατάγματος περιλαμβάνονται αυστηρές ποινικές διατάξεις για την προστασία από ραδιενεργές ουσίες και την ιοντίζουσα ακτινοβολία, περί των οποίων θα γίνει λόγος και κατωτέρω.

ΙΙ. Ζητήματα των διατάξεων του ν. 1650/1986
Α) Ένα πρώτο δογματικό ζήτημα που εξαρχής απασχόλησε την ελληνική επιστήμη αποτελεί η ανάδειξη του προστατευόμενου εννόμου αγαθού στον ν. 1650/1986, με το οποίο συνέχεται και η διάρθρωση των νομοτυπικών μορφών του εγκλήματος. Κατά μία σχετική και ισχυρώς υποστηριζόμενη εκδοχή αμιγούς οικολογικής αντιλήψεως, το έγκλημα του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νόμου αποτελεί έγκλημα βλάβης του περιβάλλοντος. Κατ’ αυτήν, από την ίδια τη γραμματική θεώρηση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 (σκοπός του νόμου) και παρ. 2 (βασικοί στόχοι του νόμου), προκύπτει ότι, κατά τον νομοθέτη, το περιβάλλον αποτελεί ένα ίδιον υπερατομικό έννομο αγαθό, διάφορο της ανθρώπινης ζωής και υγείας, το οποίο και προστατεύεται αυτό καθεαυτό κατά την επιταγή και του άρθρου 24 παρ. 1 του Σ. Τούτο, υποστηρίζουν οι εκφραστές αυτής της απόψεως, ενισχύεται αναντίρρητα και από το περιεχόμενο της διατάξεως της παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 28 του ν. 1650/1986, όπου τιμωρείται η δραστηριότητα ή η επιχείρηση, χωρίς την απαιτούμενη υπό του νόμου ή των κανονιστικών πράξεων άδεια ή έγκριση ή η οποία υπερβαίνει τα όρια αυτών, χωρίς δηλαδή εδώ να απαιτείται, κατά την ποινική υπόσταση και η επέλευση κάποιου άμεσου αποτελέσματος στην ανθρώπινη υγεία. Ομοίως, και κατά την διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου 28 του νόμου, τιμωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των
Σελ. 928 κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. Και εδώ η αξιόποινη συμπεριφορά δεν συνδέεται με την κατά το αποτέλεσμα πρόκληση αμέσου αποτελέσματος στην ανθρώπινη ζωή ή υγεία, έστω και αν με την πράξη αυτή, εμμέσως προστατεύεται βεβαίως και αυτή. Υπό τοιαύτη έννοια, το έγκλημα της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος φαίνεται να αποτελεί έγκλημα βλάβης αυτού του εννόμου αγαθού και όχι διακινδύνευσης της ανθρώπινης ζωής και υγείας που εμμέσως προστατεύεται. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η πρόβλεψη στην παρ. 3 εδ. δ΄ του αυτού άρθρου 28 για επιβαρυντική περίπτωση κακουργηματικής αξιόποινης συμπεριφοράς, όταν η ανωτέρω πράξη δημιουργεί κίνδυνο θανάτου εμβρύου ή ανθρώπου ή βαριάς σωματικής ή διανοητικής πάθησης ανθρώπου, σηματοδοτεί τη διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή θα ήταν σαφώς περιττή, αν εξαρχής εσκοπείτο η προστασία της ζωής και της υγείας ως εννόμων αγαθών αυτών καθ’ εαυτών.
Στην άποψη αυτή αντιτίθεται μία ανθρωποκεντρική θεώρηση, κατά την οποία το περιβαλλοντικό έγκλημα έλκει την απαξία του από την διακινδύνευση των ατομικών εννόμων αγαθών, της ζωής, της υγείας κ.λπ., που τελείται από την ως αξιόποινη θεωρούμενη ανθρώπινη συμπεριφορά, επομένως πρόκειται, λέγουν, για εγκλήματα, με τα οποία ο νομοθέτης επιχειρεί να προλάβει «τη δημιουργία των όρων κινδύνου για τα αγαθά αυτά». Υπό την προσέγγιση αυτή, πρόκειται εδώ μάλλον για εγκλήματα αφηρημένης διακινδυνεύσεως, αφού με τις οικείες ποινικές υποστάσεις δεν προβλέπεται συγκεκριμένη διακινδύνευση για τα ατομικά αυτά έννομα αγαθά ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, ενώ ο κίνδυνος παραμένει ο νομοθετικός λόγος της στοιχειοθετήσεώς τους. Η άποψη αυτή, βέβαια, φαίνεται να προσκρούει στην ίδια την διατύπωση των νομοθετικών εννοιολογικών προσδιορισμών για την ρύπανση και την υποβάθμιση των διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του νόμου 1650/1986, στο πλαίσιο των οποίων το περιβάλλον προστατεύεται, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου άλλου σχετικού στοιχείου. Τούτο δε, αφού οι περιγραφόμενες πράξεις, δηλαδή η ρύπανση ή η υποβάθμιση, καθίστανται ήδη αξιόποινες, στο μέτρο που απλώς επιφέρουν «αλλοίωση της φυσικής σύστασης των στοιχείων του περιβάλλοντος».

Ωστόσο, μία ενδιάμεση θεώρηση του ζητήματος καταλήγει σήμερα στη σύζευξη οικολογικής και ανθρωποκεντρικής αντίληψης, υπό την έννοια ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι ασφαλώς το περιβάλλον, όχι όμως ως μονοσήμαντος αυτοσκοπός, αλλά ως χώρος ανάπτυξης της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Υπάρχει δηλαδή εδώ διπλή αναφορά σε έννομα αγαθά (doppelter Rechtsgutsbezug). Εκ του λόγου αυτού μεγάλο μέρος της επιστημονικής θεωρίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μολονότι εκ πρώτης όψεως οι ποινικές υποστάσεις του βασικού εγκλήματος του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986 εμφανίζονται ως εγκλήματα βλάβης, μια προσεκτική προσέγγιση των οικείων διατάξεων επιτρέπει το συμπέρασμα, ότι οι αξιόποινες αυτές πράξεις φέρουν τον χαρακτήρα εγκλημάτων αφηρημένης-συγκεκριμένης, άλλως δυνητικής διακινδύνευσης, γιατί εδώ ο κίνδυνος προβλέπεται εμμέσως, δηλαδή ως δυνάμενος να προκύψει μέσω της περιγραφής των πράξεων προσβολής του περιβάλλοντος. Αυτό, το οποίο πρέπει να διαπιστώνεται όμως κάθε φορά είναι η συγκεκριμένη δυνατότητα επελεύσεως κινδύνου βλάβης των εννόμων αγαθών, για αυτό και δεν αποτελούν αξιόποινες πράξεις εκείνες, οι οποίες έχουν μόνον ελαφρές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Β) Διχογνωμία έχει ανακύψει στην επιστημονική θεωρία και περί του εάν ο χαρακτήρας των εγκλημάτων του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986, όπως ισχύουν σήμερα, είναι στιγμιαίος ή διαρκής. Κατά μία άποψη, το έγκλημα του άρθρου 28 παρ. 2 είναι διαρκές, αφού η προσβολή πρέπει να θεωρηθεί συνολικώς καθ’ όλη την παρατηρούμενη διάρκειά της, ενώ, όσο η προσβολή παρατείνεται και δεν αίρεται η διαταράσσουσα το έννομο αγαθό κατάσταση, το έγκλημα συνεχίζει να τελείται. Ωστόσο, στη νομολογία, όχι πάντοτε με ειδική αιτιολογία, γίνεται κυρίως δεκτό ότι το ανωτέρω έγκλημα είναι στιγμιαίο. Πάντως, σχετικώς έχει διατυπωθεί και η ενδιάμεση άποψη, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω έγκλημα άλλοτε μεν εμφανίζεται ως στιγμιαίο και άλλοτε ως διαρκές. Η άποψη αυτή δημιουργήθηκε σε σχέση με την απόφαση 6335, 6336/2010 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται το διαρκές περιβαλλοντικό έγκλημα του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 1650/1986 (υπό την αρχική του μορφή, ήδη παρ. 2 αυτού) από την κατηγορουμένη, η οποία χωρίς άδεια διατηρούσε ρυπογόνο επιχείρηση εμπορίας παλαιών σιδήρων, η οποία μάλιστα παρατάθηκε επί μακρόν χρονικό διάστημα, γεγονός που κατά τη δικαστική απόφαση στοιχειοθετεί ένα διαρκές
Σελ. 929 αδίκημα. Εδώ η παράλειψη της κατηγορουμένης να άρει την παράνομη κατάσταση, ήτοι τη διατήρηση της συσσώρευσης των ρυπογόνων υλικών προφανώς συνιστά και παράλειψη οφειλομένης αποτροπής της ρύπανσης. Εν τέλει δε, κατά τη θεώρηση αυτή, αποτελεί πραγματικό γεγονός, το αν η προσβολή του περιβάλλοντος είναι κάθε φορά διακριτώς επαχθέστερη σε σχέση με την προγενέστερη προσβολή, οπότε οι νέες πράξεις λογίζονται ως νέο έγκλημα ή όχι. Βεβαίως, είναι δογματικά δυσχερές το ίδιο έγκλημα να είναι άλλοτε μεν στιγμιαίο και άλλοτε διαρκές, υπό την ίδια ακριβώς διατύπωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Στο μέτρο δε που η επενέργεια επί του υλικού αντικειμένου εξαντλεί και την αξιόποινη συμπεριφορά, τότε προφανώς τα ερευνώμενα περιβαλλοντικά εγκλήματα είναι πράγματι στιγμιαία, όπως κατ’ αρχήν δέχεται και η νομολογία. Ωστόσο, αν η πραγματωθείσα αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται και σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, τότε ορθόν είναι να χαρακτηρισθεί το διαπραττόμενο έγκλημα ως διαρκές, διότι, για όσο χρόνο διατηρείται η παράλειψη της οφειλομένης ενεργείας, συνεχίζεται η προσβολή του εννόμου αγαθού.
Γ) Ιδιαίτερα σημαντική είναι περαιτέρω, κατά το περιεχόμενό της, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 α) του ν. 1650/1986, όπως ισχύει σήμερα, κατά την οποία, αυτός που προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου ή των σχετικών κανονιστικών πράξεων, τιμωρείται βαρύτερα (με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών ή και χρηματική ποινή), εφ’ όσον αυτός εσκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος. Πρόκειται για ποινική υπόσταση, η οποία εμπίπτει στα εγκλήματα σκοπού, άλλως υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως, όπου πέραν του στοιχείου αυτού πρέπει στην πράξη να ενυπάρχει ως άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως η αντικειμενική δυνατότητα (προσφορότητα) της πράξης να προκαλέσει το περαιτέρω σκοπούμενο αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει σε όλα τα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής. Το ίδιο υποκειμενικό στοιχείο του σκοπού απαιτείται και στην περίπτωση του άρθρου 28 παρ. 3 β) του νόμου, κατά την οποία όμως η τελεσθείσα πράξη επέφερε όντως συνολικό οικονομικό ή άλλο όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (αρχικώς στο κείμενο 73.000 ευρώ), οπότε και προβλέπεται διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του εγκλήματος (ποινή καθείρξεως έως 10 έτη ή και χρηματική ποινή). Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 γ) του αυτού άρθρου 28 του νόμου, η περιγραφόμενη πράξη του υπαιτίου τιμωρείται, εφ’ όσον αυτή δημιούργησε κίνδυνο σοβαρής ή ευρείας ρύπανσης ή υποβάθμισης ή σοβαρής ή ευρείας οικολογικής και περιβαλλοντικής διατάραξης ή καταστροφής, και επομένως εδώ στοιχειοθετείται ένα έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, αφού ο νομοθέτης δεν αρκείται μόνον στην απλή δυνατότητα επελεύσεως του κινδύνου, οπότε θα υφίστατο ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση της παραγράφου 3 δ΄ του άρθρου 28 (έγκλημα πάλι συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως), το οποίο στοιχειοθετεί μία κακουργηματική μορφή του εγκλήματος (που απειλείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη ή και ιδιαίτερα μεγάλη χρηματική ποινή), εφ’ όσον ο κίνδυνος αφορά εδώ θάνατο εμβρύου ή ανθρώπου ή εμφάνιση βαριάς πάθησης σε νεογνό ή βαριάς πάθησης σε άνθρωπο. Εδώ σημειώνεται ότι μάλλον παρέλκει η αυτοτελής αναφορά υπό του νόμου σε θάνατο νεογνού, αφού και το νεογνό είναι άνθρωπος. Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 3 ε΄ του αυτού άρθρου 28 ο νομοθέτης περιγράφει την πλέον σοβαρή διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του εγκλήματος (απειλούμενη με κάθειρξη ή και μεγάλη χρηματική ποινή), διαμορφώνοντας ούτω ένα κλασικό έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο, εφ’ όσον η ανωτέρω συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εμβρύου ή ανθρώπου ή την πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής πάθησης νεογνού ή ανθρώπου.

Δ) Ιδιαίτερη επίσης έμφαση δίνει ο νομοθέτης στην ποινική ευθύνη των κατεχόντων «ιθύνουσα θέση» σε νομικό πρόσωπο, ιδία δε ρητώς των προέδρων διοικητικών συμβουλίων, των εντεταλμένων ή διευθυνόντων συμβούλων ανωνύμων εταιρειών, των διαχειριστών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης καθώς και του προέδρου του διοικητικού και εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών και για τους οποίους επαπειλείται αυτοτελής τιμώρηση με την ιδιότητα του φυσικού αυτουργού για πράξη ή παράλειψη που προβλέπεται κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 και η οποία ετελέσθη κατά ή εξ αφορμής της δραστηριότητας του νομικού προσώπου, εφ’ όσον αυτή δεν απετράπη λόγω παραλείψεώς του από πρόθεση ή από αμέλεια να ασκήσει την προβλεπόμενη κατά το άρθρο 5 εδ. 1 του άρθρου 28 εποπτεία ή τον έλεγχο.
Ε) Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, σοβαρά ζητήματα ωστόσο εντοπίζονται ακόμη σε σχέση με το γεγονός, ότι στα εγκλήματα κατά του περι­βάλλοντος πολύ συχνά εμφιλοχωρούν αποδεικτικές δυσχέρειες που καθιστούν δυσαπόδεικτη την in concreto τέλεση των οικείων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα, εκτός του γεγονότος ότι τέτοιες αξιόποινες προσβολές συχνά δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές, αλλά προσδιορίζονται μόνο με τεχνικά μέσα και συχνά σε βάθος χρόνου, επιπλέον ο εντοπισμός του εκάστοτε συγκεκριμένου δράστη προσκρούει επίσης σε σημαντικές δυσκολίες, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες, όπου οι αξιόποι­νες προσβολές συμβαίνουν σε περιοχές με πολλές παράλληλα λειτουργούσες βιοτε­χνικές ή βι
Σελ. 930 ομηχανικές επιχειρήσεις ή παρατηρείται συχνή διακίνηση πλοίων, για την περίπτωση της θαλασσίας ρυπάνσεως. Αλλά ακόμη και εκεί, όπου ο εντοπι­σμός του δράστη — φυσικού ή νομικού προσώπου — μιας αξιόποινης συμπεριφοράς κατά του πε­ριβάλλοντος καθίσταται δυνατός, είναι συχνά δυσαπόδεικτη η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη ζημιογόνο πράξη και το συγκεκριμένο απο­τέλεσμα, αφού το τελευταίο τούτο δεν είναι πάντοτε άμεσα ορατό αλλά μπορεί και να εμφανισθεί μετά από πολλά χρόνια υπό τη μορφή μιας βαρείας και ανίατης λ.χ. βλάβης της ανθρώπινης υγείας μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Όχι σπάνια, τέλος, το ίδιο αποτέλεσμα εμφανίζεται ως το προϊόν μιας παράλ­ληλης αξιόποινης δραστηριότητας διαφόρων φορέων, δηλαδή μιας ταυτόχρονης ή αλλη­λοδιάδοχης επενέργειας πολλών ομόρροπων προσβολών κατά του περιβάλλοντος από πλείονα νομικά πρόσωπα-επιχειρήσεις (περίπτωση παραυτουργίας).

ΣΤ) Μία άλλη ιδιαιτερότητα της σχετικής νομοθεσίας άπτεται του φαινομένου της αμέσου εξαρτήσεως του αδίκου της συμπεριφοράς από την ύπαρξη ή παραβίαση της σχετικών διοικητικών πράξεων, ήτοι της αδείας ή της εγκρίσεως, από την οποία συνδέεται ευθέως η πλήρωση της ειδικής υποστάσεως του εγκλήματος στις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986 (Verwaltungsakzessorietät). Ειδικότερα δε, το πρακτικό ζήτημα δημιουργείται από το γεγονός, ότι δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί η ποινική υπόσταση των βασικών περιβαλλοντικών εγκλημάτων και να θεωρηθούν αξιόποινες οι σχετικές περιβαλλοντικές προσβολές, όταν η οικεία συμπεριφορά καλύπτεται από μία ατομική διοικητική πράξη (άδεια ή έγκριση), η οποία όμως είναι ακυρώσιμη, είτε για τυπικούς λόγους, είτε για παραβίαση διατάξεων του ουσιαστικού διοικητικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, το τεκμήριο νομιμότητος των διοικητικών πράξεων φαίνεται να εμποδίζει την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως, ενώ και σε περίπτωση που εγένετο δεκτό ότι εδώ υφίσταται μια κατ’ αρχήν άδικη πράξη, η τελευταία είναι αδύνατον να χαρακτηρισθεί και τελικά άδικη, στο μέτρο που η συγκεκριμένη συμπεριφορά θα αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος, κατά το άρθρο 20 ΠΚ. Άλλως βεβαίως έχει το ζήτημα και προφανώς υπέχει ποινική ευθύνη ο δημόσιος υπάλληλος, στην περίπτωση που αυτός εν γνώσει του εφαρμόζει πλημμελώς το συναφές ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο και εκδίδει την άδεια ως μη ώφειλε, προκειμένου να βοηθήσει με τον τρόπο αυτόν τον φυσικό αυτουργό, λ.χ. επιχειρηματία, σε μία αντιπεριβαλλοντική, πλην όμως κερδοφόρο επιχείρηση του τελευταίου.

ΙΙΙ. Ζητήματα των ποινικών διατάξεων του ν. 743/1977
Για την Ελλάδα, χώρα με ευρύτατη και πλούσια θαλάσσια έκταση, η νομοθεσία για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος αποτελεί επιλογή υψηλής προτεραιότητας. Ήδη δε ανεφέρθη ότι ο ν. 1650/1986 διετήρησε σε ισχύ τις διατάξεις του ν. 743/1977 για το θαλάσσιο περιβάλλον, με τη ρητή πρόβλεψη της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 1 αυτού. Συνακόλουθα και η νομολογία εξακολουθεί να εφαρμόζει τον νόμο 743/1977 ως ειδικό έναντι του ν. 1650/1986 (βλ. ΑΠ 660/2020, ΑΠ 247/2000).
Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 α (i) τυποποιείται ως βασικό εκ δόλου πλημμέλημα η πρόκληση «σοβαρής ρυπάνσεως». Ως ρύπανση δε, στο άρθρο 1 στοιχ. ιδ΄ του ν. 743/1977, όπου δίδονται οι επιμέρους ορισμοί συναφών εννοιών, καθορίζεται «η παρουσία εις την θάλασσαν πάσης ουσίας, η οποία αλλοιώνει την φυσικήν κατάστασιν του θαλασσίου ύδατος ή καθιστά τούτο επιβλαβές εις την υγείαν του ανθρώπου ή την πανίδα και χλωρίδα των βυθών και εν γένει ακατάλληλον δια τας προβλεπομένας κατά περίπτωσιν χρήσεις αυτού».

Η νομοτυπική δε διατύπωση της οικείας διατάξεως καθιστά το ως άνω περιγραφόμενο πλημμέλημα έγκλημα αποτελέσματος, αφού για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής του υποστάσεως δεν αρκεί η απόρριψη μόνον αποβλήτων, απορριμάτων, λυμάτων κλπ., αλλά προσαπαιτείται και η κατάγνωση υπάρξεως «σοβαρής ρυπάνσεως» υπό την προπεριγραφείσα έννοια. Διακεκριμένη δε μορφή του ως άνω εγκλήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, τυποποιείται στο β’ εδάφιο της παρ. 1 α (i) του άρθρου 13, οσάκις από την ενέργεια του δράστη «μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημίας ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα», στοιχειοθετούμενου έτσι εδώ εγκλήματος συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως κατά την κρατούσα άποψη.

Πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι προφανές ότι η προερχόμενη από πλοίο ρύπανση, η οποία προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος, θα τιμωρηθεί ως κακούργημα, με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή, αν εξαιτίας της σοβαρότητας της υποβάθμισης δημιουργείται κίνδυνος θα
Σελ. 931νάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, κατ’ εφαρμογή πλέον εδώ της νεώτερης και αυστηρότερης διατάξεως του άρθρου 6 του ν. 4037/2012.
Επίσης, ας σημειωθεί ότι το αδίκημα του άρθρου 13 παρ. 1 α του ν. 743/1977 δεν θεμελιούται με την επέλευση οιασδήποτε μορφής ρυπάνσεως, αλλά μόνον αυτής, η οποία δύναται να κριθεί ως «σοβαρά». Υπό την έννοια αυτή, το περιεχόμενο της διατάξεως, αφ’ ενός μεν περιστέλλεται δραστικά, αφ’ ετέρου δε, λόγω της αξιολογικής υφής του όρου «σοβαρά», ο νομοθέτης εναποθέτει κατ’ ανάγκην στα χέρια της νομολογίας των δικαστηρίων την in concreto τελική κρίση περί αποδοχής τελέσεως του αδικήματος ή όχι σε κάθε περίπτωση.
Έτσι, η ελληνική νομολογία έχει κρίνει λ.χ. ότι συνιστά σοβαρή ρύπανση της θαλάσσης η διοχέτευση αποβλήτων μεταλλουργικού εργοστασίου, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του θαλασσίου νερού, το οποίο κατέστη επιβλαβές για την πανίδα και τη χλωρίδα του βυθού (ΑΠ 308/2002). Ομοίως, σοβαρή ρύπανση, υπό την έννοια του ως άνω άρθρου, κρίθηκε ότι συνιστά η εκβολή στη θάλασσα αποχετευτικών λυμάτων ξενοδοχείου άνευ προηγουμένης κατεργασίας διά βιολογικού καθαρισμού, καθώς και η εκβολή σε αυτήν αποβλήτων χαρτοβιομηχανίας εκ χρωστικών και χημικών ουσιών.

Σύμφωνα με τη διατύπωση των οικείων διατάξεων, η τέλεση του αδικήματος του άρθρου 13 παρ. 1 α ν. 743/1977 γίνεται δια πράξεως ή δια παραλείψεως, η οποία και συνίσταται συνήθως στην παράβαση των κανόνων που προβλέπονται στα λοιπά άρθρα του ως άνω νόμου, αλλά και σε άλλα συναφή νομοθετήματα, προβλέποντα την εύρυθμη λειτουργία των πλοίων, απαγορεύσεις απορρίψεως στη θάλασσα συγκεκριμένων ουσιών (ως λ.χ. ο υδράργυρος, τα ραδιενεργά κατάλοιπα κ.λπ.).

Περαιτέρω, για το ενδεχόμενο της τελέσεως του αδικήματος της σοβαρής ρυπάνσεως του θαλασσίου περιβάλλοντος διά παραλείψεως, δηλαδή εν συνδυασμώ των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1 α του ν. 743/1977 και 15 Π.Κ., το άρθρο 11 παρ. 1 του ως άνω νόμου, προβλέπει ρητά τις κατηγορίες των προσώπων εκείνων, τα οποία υπέχουν την κατά νόμον απαιτούμενη «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση», δηλαδή «τον πλοίαρχο και τον εκπρόσωπο του πλοίου, τον προϊστάμενο ή διευθυντή της εγκατάστασης καθώς και τους τυχόν εντεταλμένους».
Τέλος, ας σημειωθεί ότι κατ’ άρθρον 13 παρ. 1 α (ii) εδ. β’ προβλέπεται ότι οι δράστες σοβαρής ρυπάνσεως εξ αμελείας «δύνανται να απαλλάσσονται από κάθε ποινή, αν με δική τους πρωτοβουλία εξουδετερώσουν τη ρύπανση και αποτρέψουν κάθε βλάβη ή ζημία που μπορεί να επέλθει ή αν με γρήγορη αναγγελία προς τις αρχές συντελέσουν στην εξουδετέρωση της ρύπανσης, καταβάλλοντας ταυτόχρονα και τις συναφείς δαπάνες». Πρόκειται εδώ περί καθιερώσεως δυνητικού προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή, ενόψει της οικεία βουλήσει εξουδετερώσεως της ζημιογόνου ρυπάνσεως από τον δράστη, η οποία σήμερα θα έπρεπε μάλλον να αντιμετωπίζεται ως υποχρεωτικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, ενόψει αντιστοίχων ρυθμίσεων του ισχύοντος ΠΚ (βλ. άρθρα 212, 289 ΠΚ κ.α).
Περαιτέρω, μετά την ψήφιση του ν. 1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος», σοβαρά δογματικά ζητήματα ανέκυψαν σε σχέση με την in concreto εφαρμογή διατάξεων αυτού και εκείνων του ν. 743/1977. Βεβαίως, ο ν. 743/1977, καίτοι παλαιότερος, είναι ειδικός (lex specialis) σε σχέση με τον γενικό ν. 1650/1986, η δε ισχύς του παραμένει, όπως ελέχθη, ενεργή και με τη ρητή διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του ν. 1650/1986. Επομένως, εκεί όπου οι διατάξεις περί προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος του ν. 743/1977 έχουν ρητή πρόβλεψη, η εφαρμογή αυτών είναι αδιαμφισβήτητη. Πρόβλημα γεννάται, ωστόσο, για τα ζητήματα, τα οποία δεν ρυθμίζονται ρητώς στον ν. 743/1977, αλλά καλύπτονται από συναφείς διατάξεις του ν. 1650/1986. Και μολονότι, βέβαια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο ν. 743/1977, ως ειδικός, ρυθμίζει αποκλειστικά αυτός τις προσβολές του θαλασσίου περιβάλλοντος, για τις οποίες δεν προβλέπει ο ν. 1650/1986, προφανώς είναι δογματικά ορθή η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή οι οικείες διατάξεις του ν. 1650/1986 εφαρμόζονται και στις αρρύθμιστες από τον ν. 743/1977 περιπτώσεις. Τούτο δε, όχι μόνον ενόψει του γεγονότος ότι το περιβάλλον συνιστά εννοιολογικά ένα αναμφιβόλως ενιαίο έννομο αγαθό, αλλά και διότι τούτο επισημαίνει ρητώς και η εισηγητική έκθεση του ν. 1650/1986. Ότι αυτή είναι η εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη προκύπτει και από το γεγονός ότι πολλές διατάξεις του ν. 1650/1986 αφορούν σε ζητήματα του υδάτινου οικοσυστήματος γενικότερα (λ.χ. άρθρα 9, 10, 18 παρ. 2 ν. 1650/1986 κ.λπ.).
Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, καταφατική πρέπει να είναι σαφώς η απάντηση για εφαρμογή του ν. 1650/1986 στις εξής ειδικότερες πρακτικές περιπτώσεις:
1) Στην περίπτωση της αποδεδειγμένης ρυπάνσεως του θαλασσίου περιβάλλοντος, η οποία δεν κρίνεται μεν in concreto ως «σοβαρή», με την έννοια του άρθρου 13 παρ. 1 α του ν. 743/1977, τυγχάνει όμως εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 α του ν. 1650/1986.
Σελ. 9322) Στην περίπτωση της ασκήσεως δραστηριότητας ή επιχειρήσεως, χωρίς την προαπαιτούμενη άδεια ή έγκριση ή καθ’ υπέρβαση αυτών, εφόσον με τη δραστηριότητα αυτή υποβαθμίζεται το θαλάσσιο περιβάλλον, τυγχάνει επίσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 1650/1986.
3) Στην περίπτωση δημιουργίας κινδύνου ή επελεύσεως βαριάς σωματικής βλάβης ή θανάτου ανθρώπου ή εμβρύου, συνεπεία της προκλήσεως σοβαρής θαλάσσιας ρυπάνσεως, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ΄ και ε΄ του ν. 1650/1986 που προβλέπει κακουργήματα εκ του αποτελέσματος, υπό τις εκεί ειδικότερα ως άνω περιγραφόμενες περιστάσεις.

4) Κατά τα ανωτέρω, εφαρμογής τυγχάνει και η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 5 ν. 1650/1986, σε σχέση με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των εκεί αναφερομένων προσώπων (προέδρων διοικητικών συμβουλίων, εντεταλμένων ή διευθυνόντων συμβούλων ανωνύμων εταιρειών κ.λπ.), για τους οποίους προβλέπεται ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν και στην προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος.
5) Ομοίως, στοιχειοθετείται, αναμφίβολα, δικαίωμα του Δημοσίου και των λοιπών προβλεπομένων φορέων να παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 7 ν. 1650/1986 και στα εγκλήματα κατά του θαλασσίου περιβάλλοντος, στη δικαιοδοσία του οποίου (Δημοσίου), άλλωστε, και μόνον το τελευταίο αυτό ανήκει.
6) Τέλος, ενόψει και όσων ανεφέρθησαν ανωτέρω περί του προσωπικού λόγου δυνητικής αφέσεως της ποινής στο άρθρο 13 παρ. 1 α (ii) εδ. β΄ ν. 743/1977, δογματικώς ορθό και de lege ferenda επιβεβλημένο είναι όπως η δυνατότητα επιβολής μειωμένης κατ’ άρθρο 83 ΠΚ ποινής ή ακόμη και απαλλαγής του δράστη απ’ αυτήν, λόγω εμπράκτου μετάνοιας, ισχύσει και για την εκ δόλου πρόκληση θαλασσίας ρυπάνσεως, όπως ρητά προβλέπει για τις αντίστοιχες πράξεις η οικεία διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 ν. 1650/1986.
Περαιτέρω, περίπτωση, βέβαια, αληθούς συρροής είναι νοητή μεταξύ του εγκλήματος της σοβαρής θαλασσίας ρυπάνσεως κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 743/1977 και των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως νοητή είναι η περίπτωση αληθούς συρροής του εγκλήματος της σοβαρής ρυπάνσεως του θαλασσίου περιβάλλοντος με το αδίκημα της αλιείας διά εκρηκτικών ή τοξικών μέσων κατ’ άρθρο 4 του ΝΔ 420/1970 (Αλιευτικός Κώδιξ).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, σε σχέση με όλες τις ανωτέρω αναφερθείσες ως επαπειλούμενες ποινές στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, ότι, μετά τη θέσπιση του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019), ισχύουν πλέον σε όλες τις περιπτώσεις οι μειωμένες ποινές που προβλέπονται ad hoc για τους ειδικούς ποινικούς νόμους, κατά τη γενική μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 επ. ΠΚ.
IV. Η ποινική προστασία από ιοντίζουσες ακτινοβολίες
Ως γνωστόν, ιοντίζουσες είναι οι ακτινοβολίες, οι οποίες μεταφέρουν ενέργεια ικανή να εισχωρήσει στην ύλη, να προκαλέσει ιοντισμό των ατόμων, να διασπάσει δηλαδή βίαια χημικούς δεσμούς και να προκαλέσει βιολογικές βλάβες στον ανθρώπινο οργανισμό. Το ισχύον σήμερα κανονιστικό πλαίσιο ακτινοπροστασίας ετέθη πρόσφατα σε ισχύ (το έτος 2019), κατόπιν της ριζικής αναθεώρησης και κατάργησης του προηγούμενου πλαισίου, διαμορφώθηκε δε αυτό σύμφωνα με τα αντίστοιχα βασικά ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας, όπως αυτά περιγράφονται στην Οδηγία 2013/59/Ευρατόμ.

Ήδη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της Οδηγίας 2008/99/ΕΚ, το άρθρο 3 του ν. 4042/2012 υπήγαγε ρητώς στις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 μεταξύ άλλων και την «απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή ποσότητας υλικών ή ιοντίζουσας ακτινοβολίας στον αέρα, το έδαφος ή το νερό, που προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες, σε πρόσωπα, ή ουσιαστικές βλάβες στην ποιότητα του αέρα, την ποιότητα του εδάφους, την ποιότητα του νερού ή στα ζώα ή τα φυτά». Υπό την έννοια αυτή, οι περιγραφόμενες στο ανωτέρω άρθρο συμπεριφορές προφανώς δεν στοιχειοθετούν αυτοτελή ποινικά αδικήματα, αλλά αποτελούν ενδεικτικά αναφερόμενες από τον νόμο περιπτώσεις στοιχειοθέτησης των βασικών περιβαλλοντικών εγκλημάτων των παρ. 1, 2 και 3 του αρ. 28 ν. 1650/1986.

Σε εθνικό επίπεδο, βεβαίως, παραμένει σε ισχύ και το άρθρο 8 του ν.δ. 181/1974, κατά το οποίο:
«1. Ο εκ προθέσεως προκαλών την απελευθέρωσιν ραδιενεργών ουσιών επαγομένων κίνδυνον ανθρώπων ή εκθέτων πρόσωπα αμέσως ή εμμέσως εις ιοντιζούσας ακτινοβολίας κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει κίνδυνον της ζωής, της υγείας ή περιουσίας αυτών τιμωρείται: α) διά φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, αν
Σελ. 933εκ της πράξεως δύναται να προκύψει κοινός κίνδυνος εις ξένα πράγματα, β) διά καθείρξεως, αν εκ της πράξεως δύναται να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου, γ) διά καθείρξεως ισοβίου ή προσκαίρου τουλάχιστον δέκα ετών, αν εις την περίπτωσιν του στοιχείου β ́ επήλθε θάνατος.
2. Ο εξ αμελείας γενόμενος υπαίτιος των εν τη ανωτέρω παραγράφω πράξεων τιμωρείται διά φυλακίσεως, απαλλάσσεται όμως ούτος πάσης ποινής, εάν ελευθέρως θελήσει να αποτρέψει τον εντεύθεν κίνδυνον ή διά ταχείας προς την αρχήν αγγελίας του δώσει αφορμήν εις αποτροπήν αυτού».
Επίσης, κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου 8 τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματικής ποινής ο εγκαθιστών ή θέτων σε λειτουργία ή χρησιμοποιών εργαστήρια ραδιοϊσοτόπων ή μηχανήματα παραγωγής ιοντιζουσών ακτινοβολιών άνευ της κατά το άρθρον 4 του ν.δ. 181/1974 αδείας ή μετά την ανάκληση αυτής. Ομοίως, τιμωρείται διά φυλακίσεως μέχρι έξι μηνών ή διά χρηματικής ποινής ή αμφοτέρων των ποινών αυτών, συμφώνως προς τη διάταξη της επομένης παρ. 4 του αυτού άρθρου 8, ο εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβαίνων τους όρους της κατά τα ανωτέρω αδείας ή τις διατάξεις των κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του παρόντος ν.δ. 181/1974 προβλεπομένων σχετικών υπουργικών αποφάσεων.
V. Επίμετρο
Μία τελική αποτίμηση του υφισταμένου νομοθετικού πλαισίου αναδεικνύει ασφαλώς μία πληθώρα διατάξεων που ισχύουν σήμερα, με κυριώτερες αυτές του άρθρου 28 του ν. 1650/1986, οι οποίες σε εθνικό επίπεδο αποσκοπούν στην ευρύτερη προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου πλέον εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος. Ο κατακερματισμός ωστόσο της οικείας νομοθεσίας, η οποία είναι και πολύπτυχη –ποινική, αστική και διοικητική- δυσχεραίνει ενίοτε σοβαρά την ενεργοποίηση μιας άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των σοβαρών εκδοχών προσβολής του ευρύτερου περιβάλλοντος. Ήδη ο αντίστοιχος Γερμανός νομοθέτης έχει ενσωματώσει προ πολλού τις βασικές διατάξεις περί προσβολών κατά του περιβάλλοντος (Straftaten gegen die Umwelt) στον γερμανικό Ποινικό Κώδικα (StGB), στις παραγράφους 324-330 d αυτού. Σε κάθε περίπτωση ως ζητούμενο παραμένει, όχι η διατήρηση της πληθώρας των διάσπαρτων και συχνά αλληλοαναιρούμενων σχετικών διατάξεων, αλλά προφανώς η λυσιτελής λειτουργία μιας εύρυθμης και αποτελεσματικής νομοθεσίας. Άλλως, υφίσταται ο κίνδυνος να επαληθευθεί η αρχή, ubi cessat ratio legis ibi cessat ipsa lex (εκεί που παύει να ισχύει ο σκοπός του νόμου, παύει να ισχύει ο ίδιος ο νόμος).