Κείμενο

Θερμές ευχαριστίες στον Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ, κ. Γιάννη Α. Τασόπουλο για την υποστήριξη και τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις καθώς και στον συνάδελφο δικηγόρο, Βασίλη Καπετάνο, υπ. ΔΝ Humboldt Universität zu Berlin.
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Στο νέο Συμβόλαιο Συνεργασίας του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας μεταξύ του κεντροαριστερού SPD, των περιβαλλοντολόγων Πράσινων και του φιλελεύθερου FDP (γνωστού και ως «Συνασπισμού Φωτεινού Σηματοδότη») προβλέπεται η νομιμοποίηση της κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα στη σελ. 87 του Συμβολαίου αναφέρεται ότι «θα εισαγάγουμε την ελεγχόμενη προμήθεια κάνναβης σε ενήλικες για ψυχαγωγικούς σκοπούς». Σύμφωνα με αναφορές, σκοπός του αρμόδιου Υπουργείου Υγείας είναι να λάβει η σχετική εξαγγελία τη μορφή σχεδίου νόμου και να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση μέχρι το τέλος του χρόνου. Καθώς όμως η εθνική νομοθεσία για τις ναρκωτικές ουσίες βασίζεται σήμερα κατά πρώτο λόγο σε διεθνείς συμβάσεις, αλλά και στο δίκαιο της ΕΕ, εγείρεται
Σελ. 935το ζήτημα σχετικά με ενδεχόμενες τριβές με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιo.
Ενώ οι ανωτέρω εξαγγελίες έλαβαν πρόσφατα (05.07.2023) τη μορφή σχεδίου νόμου , το παρόν κείμενο φιλοδοξεί να παρουσιάσει σε ευρύτερο πλαίσιο τον προβληματισμό εάν η νομιμοποίηση της κάνναβης είναι νομικά εφικτή. Σκοπός δεν είναι να δοθεί απάντηση στο σύνθετο ερώτημα εάν είναι ορθή ή όχι η νομιμοποίηση της κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς , αλλά με αφορμή τις σχετικές εξαγγελίες στη Γερμανία εξετάζεται κατά πόσο είναι δυνατή από πλευράς διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου η νομιμοποίηση της κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Στο πρώτο μέρος ερευνάται το διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για τις ναρκωτικές ουσίες και ειδικότερα για την κάνναβη, στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι προτεινόμενες λύσεις, ενώ η παρουσίαση ολοκληρώνεται με το τρίτο μέρος και τα συμπεράσματα.
ΙΙ. Νομικό πλαίσιο
1. Διεθνές Δίκαιο
Οι πρώτες διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση των ναρκωτικών ουσιών θεσπίστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Το έγγραφο αποτελεσμάτων της ειδικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο πρόβλημα των ναρκωτικών (UNGASS) από τις 19. 04. 2016 ορίζει τις τρεις διεθνείς συμβάσεις για τα ναρκωτικά ως τη βάση του διεθνούς συστήματος ελέγχου των ναρκωτικών. Από τις συνθήκες αυτές, οι οποίες συνθέτουν συνεπώς το διεθνές πλαίσιο, απορρέουν οι βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών.
Στις 30 Μαρτίου 1961 υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη η Ενιαία Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961, η οποία τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1972 («Single Convention on Narcotic Drugs of 1961», εφεξής «Ενιαία Σύμβαση»). Η εν λόγω σύμβαση αποσκοπούσε στην καταπολέμηση της κατάχρησης ναρκωτικών μέσω συντονισμένης διεθνούς δράσης και συνέβαλλε στην ανάπτυξη του συστήματος ελέγχου. Κατά τη συνθήκη υπάρχουν δύο μορφές παρέμβασης και ελέγχου που εφαρμόζονται από κοινού: Πρώτον, σε μικρή κλίμακα, επιδιώκεται να περιοριστεί η κατοχή, η χρήση, η εμπορία, η διανομή, η εισαγωγή, η εξαγωγή, η παρασκευή και η παραγωγή ναρκωτικών αποκλειστικά σε σκοπούς ιατρικούς ή επιστημονικούς. Δεύτερον, σε μεγαλύτερη κλίμακα, καταπολεμάται η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών μέσω διεθνούς συνεργασίας ώστε να αποτρέπονται και να αποθαρρύνονται οι διακινητές ναρκωτικών. Κατά αυτόν τον τρόπο εισάγεται για πρώτη φορά η βασιζόμενη στο διεθνές δίκαιο καταρχήν καθολική απαγόρευση ορισμένων ουσιών. Ενώ η Ενιαία Σύμβαση μαζί με το Πρωτόκολλο κάλυπταν το όπιο, την κοκαΐνη, την κάνναβη και τις παράγωγες ουσίες που αναπτύχθηκαν από αυτά, η Σύμβαση του 1971 για τις ψυχοτρόπες ουσίες της 21ης Φεβρουαρίου 1971 («Convention on Psychotropic Substances of 1971», εφεξής «Σύμβαση του 1971») επέκτεινε τον διεθνή έλεγχο στα παραισθησιογόνα, τις αμφεταμίνες και άλλες ψυχοτρόπες ουσίες, η χρήση των οποίων πρέπει να περιορίζεται αντίστοιχα για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Η συνεχώς αυξανόμενη διεθνής διακίνηση ναρκωτικών οδήγησε τα Ηνωμένα Έθνη να αυστηροποιήσουν εκ νέου τα μέτρα και να υπογράψουν τη Σύμβαση του 1988 («United Nations Convention against IllicitTraffic in Narcotic Drugs and Psychotropic Substances of 1988», εφεξής «Σύμβαση του 1988»). Η Συνθήκη καθιέρωσε ένα πιο λεπτομερές σύστημα ελέγχου κατά της διακίνησης παράνομων ναρκωτικών ουσιών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην εκτροπή των πρόδρομων παράνομων ναρκωτικών. Με τη συνθήκη αυτή, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύτηκαν να λάβουν αποτελεσματικά περαιτέρω μέτρα κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών σε εθνικό επίπεδο, ιδίως μέσω της εκτεταμένης υποχρέωσης επιβολής ποινικών κυρώσεων για την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Η Σύμβαση του 1988 προσπαθεί να εντείνει τον ποινικό έλεγχο της διακίνησης ναρκωτικών, επιπλέον, μέσω της βελτίωσης της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα του ποινικού δικαίου. Ένα άλλο σημαντικό αντικείμενο ρύθμισης είναι η επιβολή κυρώσεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η ρύθμιση των ναρκωτικών ουσιών στο διεθνές δίκαιο χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη ποινικοποίηση και την καθολική απαγόρευση. Κατά την παράγραφο 4c της Ενιαίας Σύμβασης τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά και διοικητικά μέτρα ώστε η κάθε είδους «κυκλοφορία» ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή η καλλιέργεια, προμήθεια, εξαγωγή, εισαγωγή, διακίνηση, χρήση αλλά και η κατοχή, να περιοριστεί αποκλειστικά σε ιατρικούς και επιστημονικούς σκο
Σελ. 936 πούς. Αντίστοιχα το άρθρο 5 της Σύμβασης του 1971 προβλέπει τον περιορισμό της χρήσης σε ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 παρ. 2 της Σύμβασης του 1988 προβλέπεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να κωδικοποιήσουν ως ποινικά αδικήματα τη κατοχή, αγορά και καλλιέργεια των ναρκωτικών ουσιών που προβλέπονται για «προσωπική χρήση» με επιφύλαξη των συνταγματικών αρχών και των βασικών εννοιών του νομικού συστήματος τους. Κάθε άλλη χρήση ή ενέργεια που δεν εξυπηρετεί τους ανωτέρω σκοπούς θα πρέπει να τιμωρείται ποινικά. Όσον αφορά την ποινικοποίηση και τις υποχρεώσεις επιβολής κυρώσεων το άρθρο 36 παρ. 1 α) της Ενιαίας Σύμβασης αναφέρει ειδικότερα, ότι οι προαναφερθείσες πράξεις ή ενέργειες, όπως λόγου χάρη η καλλιέργεια, η παραγωγή, η πώληση και η αγορά εφόσον τελούνται εκ προθέσεως, πρέπει να ποινικοποιούνται και τα «σοβαρά αδικήματα» πρέπει να «τιμωρούνται επαρκώς» («…shall be punishable offences when committed intentionally, and that serious offences shall be liable to adequate punishment…»). Ωστόσο, αναγνωρίζεται και συνταγματική επιφύλαξη («Subject to its constitutional limitations») ως προς αυτό. Μάλιστα η επιφύλαξη αυτή επεκτείνεται ακόμη και στο νομικό σύστημα εν γένει και στην εσωτερική νομοθεσία κατά το άρθρο 36 παράγραφος 2. Ομοίως, το άρθρο 22 παρ. 1 α) της Σύμβασης του 1971 προβλέπει την ποινικοποίηση «υπό την επιφύλαξη» της αντίστοιχης «συνταγματικής τάξης». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 της Σύμβασης του 1988 θεσπίζεται μια ευρεία υποχρέωση ποινικοποίησης μιας σειράς πράξεων, επιβεβαιώνοντας έτσι τις προηγούμενες ρυθμίσεις των Συνθηκών του 1961, 1971.
2. Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Οι συμβάσεις του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά εγκαθιδρύουν ένα αυστηρό και λεπτομερές σύστημα ελέγχου των ναρκωτικών που εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παράλληλα η καταπολέμηση των ναρκωτικών αποτελεί και στόχο της ΕΕ και συνεπώς αντικείμενο ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο συμβαδίζει ουσιαστικά με τις απαιτήσεις του διεθνούς δικαίου. Βασικός στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι η εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, ενώ στο επίκεντρο τίθεται η καταπολέμηση του λαθρεμπορίου. Βασικό ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι η έκταση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία της ΕΕ για τα ναρκωτικά, και ειδικότερα για τη κάνναβη, και σε ένα δεύτερο επίπεδο σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο το ευρωπαϊκό δίκαιο συμπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις του ΟΗΕ.
Η ανάγκη καταπολεμήσεως των ναρκωτικών, ιδίως δε με καταστολή της παράνομης διακινήσεως τους και αποτροπή της εξάρτησης, έχει αναγνωριστεί σε διάφορες πράξεις της Ένωσης. Τα βασικότερα κείμενα, από τα οποία απορρέουν υποχρεώσεις είναι δύο:
Α. Συμφωνία Σένγκεν 1985-90. Με τη συμφωνία Σένγκεν τα συμβαλλόμενα κράτη συμφώνησαν τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα. Η σύμβαση Σένγκεν συμπληρώνει τη συμφωνία και καθορίζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής και τις εγγυήσεις για την υλοποίηση ενός χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα. Η συμφωνία και η σύμβαση Σένγκεν, καθώς και οι συναφείς συμφωνίες και κανόνες αποτελούν το επονομαζόμενο « κεκτημένο Σένγκεν», το οποίο ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της ΕΕ το 1999 και αποτελεί ενωσιακή νομοθεσία.

Παράλληλα με τη δέσμευση για χαλάρωση των συνοριακών ελέγχων τα εμπλεκόμενα κράτη ανέλαβαν την υποχρέωση να καταπολεμήσουν την παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών στα εδάφη τους και να συντονίζουν τη δράση τους. Το κεφάλαιο έξι της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης. Κατά το άρθρο 71 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμογής Σένγκεν τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να υιοθετήσουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της παράνομης διακίνησης και κατοχής των ναρκωτικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Μια πιο συγκεκριμένη υποχρέωση λήψης μέτρων ποινικού δικαίου τυποποιείται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 της Συμφωνίας Σένγκεν. Βάσει αυτής τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τιμωρήσουν
Σελ. 937 με διοικητικά και ποινικά μέτρα την παράνομη εξαγωγή ναρκωτικών ουσιών συµπεριλαµβανοµένης της κάνναβης, καθώς και «την πώληση, προμήθεια και παράδοση τέτοιων προϊόντων και ουσιών». Ωστόσο ούτε η παραγωγή ναρκωτικών ουσιών ούτε η καλλιέργεια κάνναβης αναφέρεται ρητά στη Συμφωνία Σένγκεν. Το άρθρο 71 παράγραφος 5 της Συμφωνίας Σένγκεν μέσω της γενικής διατύπωσης φαίνεται βέβαια να υπονοεί την ­υποχρέωση καταπολέμησης της καλλιέργειας κάνναβης για ψυχαγωγική χρήση: «Για την καταπολέμηση της παράνομης ζητήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, συμπεριλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, τα Συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν κάθε δυνατό μέτρο για την πρόληψη και καταστολή των αρνητικών επιπτώσεων της παράνομης αυτής ζητήσεως...». Αυτό σημαίνει επιπρόσθετα ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταφεύγουν στις συμβάσεις του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά, ιδίως για τις λεπτομερέστερες υποχρεώσεις σχετικά με την κάνναβη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα συμβαλλόμενα κράτη δημιούργησαν κάποιο περιθώριο παρέκκλισης από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 71 παρ. 2 μέσω της κοινής δήλωσης που περιλαμβάνεται στην τελική πράξη της Συμφωνίας Σένγκεν για το άρθρο 71 παρ. 2. Ειδικότερα, αναφέρεται: «Εφόσον Συμβαλλόμενο Μέρος παρεκκλίνει από την αρχή του άρθρου 71 παρ. 2 στο πλαίσιο της εθνικής του πολιτικής προλήψεως και αντιμετώπισης της εξαρτήσεως από τα ναρκωτικά και τις ψυχοτροπές ουσίες, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και ποινικά μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης εισαγωγής και εξαγωγής των εν λόγω προϊόντων και ουσιών, ιδίως από το έδαφος των άλλων Συμβαλλομένων Μερών». Συμπερασματικά φαίνεται πως δίνεται η δυνατότητα σε ένα κράτος κατ’ εξαίρεση από την βασική υποχρέωση ποινικοποιήσεως να υιοθετήσει μια πολιτική ανοχής ή μη δίωξης, εφόσον αυτό είναι συμβατό με την εθνική πολιτική προλήψεως και αντιμετώπισης των ναρκωτικών.

Β. Απόφαση-Πλαίσιο. Το σημαντικότερο μέσο για την εναρμόνιση των νομοθεσιών και των πρακτικών των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών είναι η απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (Εφεξής: Απόφαση-πλαίσιο). Η απόφαση-πλαίσιο βασίζεται επίσης στις συμβάσεις του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά. Το άρθρο 2 παρ. 1 ορίζει ποιες πράξεις θα πρέπει να ποινικοποιούνται εφόσον τελούνται εκ προθέσεως, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και η καλλιέργεια, κατοχή και αγορά. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 όμως της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ, τα αδικήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεν ποινικοποιούνται, εάν διαπράττονται «με αποκλειστικό σκοπό την προσωπική κατανάλωση». Συνεπώς, η απόφαση πλαίσιο φαίνεται να χαράζει σαφή γραμμή όσον αφορά τη συμπεριφορά μόνο για προσωπική χρήση. Ως εκ τούτου, πράξεις όπως η καλλιέργεια, κατοχή και αγορά κάνναβης αποκλειστικά για προσωπική κατανάλωση δεν εμπίπτουν στο απαγορευτικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου.
3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα
Στόχος του συστήματος ελέγχου των ναρκωτικών των Ηνωμένων Εθνών είναι να περιορίσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, όπως η κάνναβη, σε καθαρά ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Οποιαδήποτε χρήση κάνναβης που δεν καλύπτεται από την εξαίρεση αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ψυχαγωγικούς σκοπούς και άρα καταρχήν απαγορεύεται. Οι σοβαρότερες διατάξεις των συμβάσεων αφορούν τις υποχρεώσεις ποινικοποίησης συγκεκριμένων πράξεων. Οι υποχρεώσεις αυτές καλύπτουν τόσο την καλλιέργεια, αγορά και κατοχή μικρής κλίμακας για ψυχαγωγικούς σκοπούς όσο και την καλλιέργεια, αγορά, κατοχή που δεν είναι μικρής κλίμακας ή/και δεν προορίζεται για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Τέλος, είναι σημαντικό ότι η καλλιέργεια κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς δεν μπορεί να ενταχθεί στην εξαίρεση των «ιατρικών και επιστημονικών σκοπών». Το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης είναι υπερβολικά περιορισμένο για κάτι τέτοιο: καλύπτει μόνο τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ως ουσιαστικό ή/και αποτελεσματικό φάρμακο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τη χρήση ναρκωτικών ουσιών για την παραγωγή φαρμάκων για τέτοιες περιπτώσεις και την επιστημονική έρευνα
Σελ. 938 για ιατρική χρήση, την παραγωγή φαρμάκων ή την ιατρική επιστήμη. Δεδομένων αυτών των υποχρεώσεων, η νομιμοποίηση ή η αποποινικοποίηση της καλλιέργειας κάνναβης για σκοπούς ψυχαγωγικούς δεν μπορεί να αποτελέσει καταρχήν επιλογή του εθνικού νομοθέτη κατά το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να παρατηρηθεί όμως ότι η υποχρέωση ποινικοποίησης του άρθρου 36 παρ. 1 Ενιαίας Σύμβασης υπόκειται σε συνταγματική επιφύλαξη και συνεπώς δε μπορεί να δεσμεύσει τα συμβαλλόμενα κράτη που απορρίπτουν την ποινικοποίηση της κάνναβης για απλή προσωπική χρήση για σκοπούς ψυχαγωγικούς για λόγους συνταγματικούς.
Τα μέσα που αναπτύχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών επιβεβαιώνουν και βασίζονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά. Το κεκτημένο του Σένγκεν συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση «να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν» για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των βλαβερών συνεπειών της παράνομης διακίνησης της κάνναβης. Επιπλέον, η απόφαση-πλαίσιο για την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, το βασικό μέσο όσον αφορά την εν λόγω διακίνηση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται την καταρχήν υποχρέωση ποινικοποίησης της κάνναβης για προσωπική χρήση για σκοπούς ψυχαγωγικούς. Αυτό καταδεικνύει ότι η νομιμοποίηση ή η αποποινικοποίηση της εν λόγω καλλιέργειας δεν είναι καταρχήν δυνατή ούτε βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου. Ωστόσο στο ευρωπαϊκό δίκαιο αναγνωρίζεται μια εξαίρεση όσον αφορά την προσωπική χρήση.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για την αποσαφήνιση του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου είναι επιπρόσθετα οι θέσεις που έχει διατυπώσει η νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τα ζήτημα της νομιμοποίησης της κάνναβης στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου. Το ΔΕΕ στην απόφαση Josemans κατά Δημάρχου του Μάαστριχτ αναφέρεται ρητά στη Σύμβαση Σένγκεν του 1990 υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποτραπεί η εξαγωγή και η διανομή της κάνναβης στον χώρο Σένγκεν. Παράλληλα γίνεται αναφορά στην απόφαση-πλαίσιο και στην υποχρέωση ποινικοποιήσεως μιας σειράς πράξεων του άρθρου 2 παρ. 1. Στη συνέχεια το ΔΕΕ διευκρινίζει: «Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον αναγνωρίζεται γενικά το επιβλαβές των ναρκωτικών, περιλαμβανομέ́νων εκείνων με βάση την κά́νναβι, όπως η ινδική κάνναβις, η εμπορία τους απαγορεύεται εντός όλων των κρατών μελών, με εξαίρεση την αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία προς χρήση για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς».

Ως εκ τούτου το ευρωπαϊκό αλλά και το διεθνές δίκαιο θέτουν ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στον εθνικό νομοθέτη. Κατά κύριο λόγο, αυτό αποσκοπεί στην απαγόρευση κάθε διακίνησης των καλυπτόμενων ναρκωτικών, εφόσον δεν δικαιολογείται από ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.
ΙΙΙ. Λύσεις και προοπτικές – Η συνταγματική διάσταση, υπό το πρίσμα του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου
Στη Γερμανία μέσω μιας ερμηνευτικής προσέγγισης προσπαθεί ο Ambos να ξεπεράσει αυτό το απαγορευτικό πλαίσιο. Ο συγγραφέας τονίζει ότι ήδη κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των συμβάσεων το θέμα της κάνναβης ήταν αμφιλεγόμενο και επιχειρηματολογεί ότι στο «μέτα-απαγορευτικό καθεστώς» («Metaverbotsregime») αντιτίθεται η προαναφερθείσα συνταγματική επιφύλαξη του άρθρου 36 παρ. 1 α της Ενιαίας Σύμβασης: H υποχρέωση ποινικοποίησης βάσει του άρθρου 36 παρ. 1 α) υπόκειται σε κάθε περίπτωση σε συνταγματική επιφύλαξη, δηλαδή δεν μπορεί να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη που για συνταγματικούς λόγους απορρίπτουν την ποινικοποίηση της κατοχής κάνναβης για απλή προσωπική κατανάλωση. Η επιφύλαξη αυτή επεκτείνεται μάλιστα στο άρθρο 36 παρ. 2 (όσον αφορά τη συμμετοχή κ.λπ.) στο «νομικό σύστημα» εν γένει και στην εσωτερική νομοθεσία. Τρίτον, όπως αναφέρει ο συγγραφέας οι διεθνείς συμφωνίες δεν είναι αυτοεκτελούμενες («self-executing»), και άρα τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν μεγάλο περιθώριο ελιγμών για τη λήψη
Σελ. 939 των αναγκαίων μέτρων, καθώς τονίζεται η μη παρέμβαση και ο σεβασμός του εθνικού δικαίου.

Εάν κατά την έννομη τάξη ενός κράτους θεωρηθεί ότι η ίδια κατανάλωση μικροποσοτήτων («Eigenkonsum») καλύπτεται από την ελευθερία δράσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας, τότε μια υποχρέωση ποινικοποίησης θα μπορούσε να προσκρούει στα συνταγματικά όρια. Αντίστοιχα η ίδια η υποχρέωση ποινικοποίησης, θα μπορούσε να εγείρει ζήτημα συνταγματικότητας, καθώς θα μπορούσε να προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Σε αυτή περίπτωση η υποχρέωση ποινικοποίησης βάσει ενός διεθνούς κανόνα δικαίου θα βρίσκεται στα όρια του εθνικού συνταγματικού πλαισίου. Το κράτος συνεπακόλουθα δε θα είναι υποχρεωμένο από το διεθνές δίκαιο να εφαρμόσει μια τέτοια υποχρέωση, καθώς με βάσει τη συνταγματική επιφύλαξη η διεθνούς δικαίου επιταγή μπορεί να αποκλειστεί από συνταγματικό κανόνα. Η Σύμβαση του 1988 πάει ένα βήμα παρακάτω αναφέροντας όχι μόνο το Σύνταγμα αλλά και τις νομικές αρχές του κράτους (βλ. άρθρο 3 παρ. 2 Σύμβασης του 1988) . Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας προέβη σε σχετική ερμηνευτική δήλωση κατά τη διάρκεια της επικύρωσης της Σύμβασης του 1988, τον Νοέμβριο του 1993: «τα προαναφερθέντα βασικά χαρακτηριστικά του νομικού συστήματος υπόκεινται σε αλλαγές». Η δήλωση αυτή αποσκοπούσε, κατά τον Ambos, στο να διασφαλίσει ότι η συμφωνία δεν θα εμπόδιζε μια πιθανή μεταγενέστερη αποποινικοποίηση.
Το ζήτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι, εάν η ποινική απαγόρευση χρήσης ναρκωτικών δημιουργεί συνταγματικούς προβληματισμούς. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverfas­sungsgericht), σε απόφασή του από το 1994, ασχολείται με το κεντρικό ερώτημα εάν η απαγόρευση της κατανάλωσης ναρκωτικών, και συγκεκριμένα κάνναβης, είναι συμβατή με την συνταγματική αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας στην ειδικότερη έκφανσή της ως γενικής ελευθερίας δράσης κατά το άρθρο 2 παρ. 1 γερμ. Συντάγματος («allgemeine Handlungsfreiheit»), και κατ’ επέκταση εάν αυτή η απαγόρευση μπορεί να τιμωρηθεί ποινικά. Το Δικαστήριο έδωσε καταρχήν θετική απάντηση και στις δυο πτυχές του ερωτήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τα όρια που θέτει το άρθρο 2 παρ. 1 του γερμ. Συντάγματος ισχύουν για τη χρήση ναρκωτικών και δεν αναγνωρίζεται «δικαίωμα στη μέθη» («Recht auf Rausch») που να εξαιρείται από αυτούς τους περιορισμούς. Ως βάση νομιμοποίησης των ποινικών διατάξεων οι δικαστές αναγνωρίζουν, εκτός από τα κλασσικά έννομα αγαθά, δηλαδή το μεν ατομικό έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας το δε υπερατομικό της δημόσιας υγείας, και το έννομο αγαθό της κοινωνικής συνύπαρξης και ιδιαίτερα της προστασίας των νέων. Από την άλλη όμως φαίνεται να αναγνωρίζει μια δυσανάλογη απαγόρευση σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: «Η κατοχή και η απόκτηση μικροποσοτήτων κάνναβης ενέχει μικρή επικινδυνότητα για τα έννομα αγαθά, ενώ και ο βαθμός ενοχής είναι μικρότερος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν τα προϊόντα κάνναβης αποκτώνται και κατέχονται μόνο σε μικρές ποσότητες για περιστασιακή προσωπική χρήση». Σε αυτή την ποινικοδογματική προσέγγιση προσθέτει το δικαστήριο ένα εγκληματολογικό επιχείρημα: «Η επιβολή ποινής σε αυτούς που δοκιμάζουν αλλά και στους περιστασιακούς χρήστες μικρών ποσοτήτων προϊόντων κάνναβης μπορεί, ως προς τα αποτελέσματά της στον εκάστοτε παραβάτη, να οδηγήσει σε ακατάλληλα και μάλλον δυσμενή αποτελέσματα όσον αφορά την ειδική πρόληψη, όπως η ανεπιθύμητη ώθηση στον χώρο των ναρκωτικών και η αλληλεγγύη προς αυτόν». Σε αυτές τις περιπτώσεις, καταλήγει το δικαστήριο, θα πρέπει οι διωκτικές αρχές να απέχουν από τη δίωξη κατά το άρθρο 31α του νόμου για τις ναρκωτικές ουσίες (Βetäubungsmittelgesetz-BtMG). Έτσι, ενώ το δικαστήριο διαπιστώνει μια παραβίαση της αρχής αναλογικότητας, προβαίνει σε διόρθωση μέσω μιας «δικονομικής λύσης» («prozessuale Lösung»). Η λύση αυτή έχει κατακριθεί από τη θεωρία καθώς εγείρει περαιτέρω ζητήματα συνταγματικότητας. Ειδικότερα, με βάση τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας (αρχή n.c.n.p.s.l.certa) o ποινικός νόμος πρέπει να ορίζει τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης. Σύμφωνα με την ερμηνεία του δικαστηρίου, η κατοχή και η απόκτηση ναρκωτικών ανεξαρτήτως ποσού και είδους αποτελεί ποινικό αδίκημα. Ωστόσο για τους περιστασιακούς χρήστες κάνναβης η ποινικοποίηση εξαρτάται, κατά τη λύση αυτή, από τον δικαστή. Έτσι οι διωκτικές αρχές καταλήγουν να καθορίζουν το αξιόποινο και όχι ο ίδιος ο νομοθέτης. Η προβληματική πτυχή τονίζεται και από τον δι
Σελ. 940 καστή της μειοψηφίας Sommer, ο οποίος μέσω της ενδιαφέρουσας επιχειρηματολογίας του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ποινικοποίηση της αυτοκατανάλωσης μικρών ποσοτήτων κάνναβης είναι αντισυνταγματική, καθότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο το δικαστήριο δεν βλέπει κανέναν λόγο στην πρόσφατη απόφασή του από τις 14.06.2023, όπως δημοσιεύτηκε στις 11.07.2023, να αλλάξει τη νομολογία του σχετικά με τη ποινική αντιμετώπιση της κάνναβης από τη μόλις αναφερθείσα απόφαση.

Ωστόσο, ο Ambos αναγνωρίζει ότι αυτή η συσταλτική ερμηνεία των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να εφαρμοστεί και εναρμονιστεί πλήρως με το ισχύον κανονιστικό καθεστώς, ιδίως λόγω της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.

Το ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, είναι κατά πόσο η ποινική απαγόρευση της χρήσης κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς είναι συνταγματικά επιτρεπτή και όχι εάν υπάρχει ένα ατομικό «δικαίωμα στην μέθη». Η ποινική απαγόρευση στοχεύει κατά την απόφαση στην προστασία συγκεκριμένων ατομικών και υπερατομικών εννόμων αγαθών. Ωστόσο γεννώνται ερωτηματικά: Στην περίπτωση των υπερατομικών εννόμων αγαθών της «δημόσιας υγείας» ή της «κοινωνικής συνύπαρξης», αμφισβητείται ήδη η δικαιολόγηση της ύπαρξής τους και συζητείται κατά πόσον μπορούν να ανταποκριθούν στην έννοια των εννόμων αγαθών ή να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη νομιμοποίηση της ποινικής ευθύνης. Η σωματική ακεραιότητα ενός ατόμου από την άλλη είναι ένα από τα «κλασικά» έννομα αγαθά που προστατεύει το ποινικό δίκαιο. Ωστόσο, είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι ο φορέας του έννομου συμφέροντος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα τη σωματική του ακεραιότητα ως έκφραση των δικαιωμάτων ελευθερίας του που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Η προστασία από το ποινικό δίκαιο τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η σφαίρα ευθύνης του ίδιου του ατόμου, η λεγόμενη αρχή της αυτονομίας. Συνεπώς, εάν ο φορέας του έννομου συμφέροντος επιθυμεί να θιγεί η σωματική του ακεραιότητα ή εάν συμφωνεί με αυτό, το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, και κατ’ αρχήν όχι μόνο εάν ο φορέας του έννομου συμφέροντος βλάψει τον εαυτό του, αλλά και εάν επιτρέψει να βλάψει τον εαυτό του ένας τρίτος. Καταρχήν ποινή, δηλαδή νομίμως ασκηθείσα νόμιμη βία, επιτρέπεται για να αποτραπεί βλάβη σε άλλους, ενώ ποινή για αυτοβλάβη δεν είναι επιτρεπτή («νομικός πατερναλισμός»). Κατ’ εξαίρεση, όπως γίνεται δεκτό, όταν η απαξία μιας πράξης είναι τόσο βαριά, ώστε να πλήττονται άλλα προστατευόμενα αγαθά ο νομοθέτης υποχρεούνται από το Σύνταγμα να επέμβει. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά η διακινδύνευση και βλάβη τρίτων τις οποίες ο νομοθέτης δεν δικαιούται να ανεχθεί, εφόσον προσβάλλονται δικαιώματα τρίτων σε μεγάλο βαθμό. Η πτυχή διακινδύνευσης από τρίτους τίθεται εν προκειμένω όμως υπό αμφισβήτηση. Συνιστά η αγορά και η χρήση κάνναβης πράξεις που από μόνες τους ενέχουν επικινδυνότητα για τους άλλους; Η αγορά, η απόκτηση ή και η χρήση επικίνδυνων αντικειμένων δεν είναι από μόνες τους ποινικά κολάσιμες πράξεις (λόγου χάρη ας σκεφτεί κανείς την περίπτωση της αγοράς και χρήσης μαχαιριού). Μόνο όταν παραβιάζεται η υποχρέωση επιμέλειας και κατά συνέπεια θίγονται συγκεκριμένα έννομα αγαθά αποκτάει η πράξη ποινικό ενδιαφέρον και για το λόγο αυτό υπάρχουν συγκεκριμένα εγκλήματα εξ αμελείας (στην περίπτωση του μαχαιριού η ανθρωποκτονία εξ αμελείας ή η εξ αμελείας σωματική βλάβη), τα οποία καλύπτουν ακριβώς την πραγμάτωση αυτού του κινδύνου. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ποινικοποίηση της αγοράς, κατοχής και χρήσης είναι πατερναλιστική και για το λόγο αυτό μη επιτρεπτή.

Επιπρόσθετα, η «ολλανδική προσέγγιση» («Dutch approach») δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα νομιμοποίησης τόσο στη Γερμανία όσο και
Σελ. 941 στην Ελλάδα. Ο ολλανδικός νόμος περί ναρκωτικών («Opiumwet») απαγορεύει καταρχήν ρητά στο άρθρο 2 την κατοχή ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης και των παραγώγων της (άρθρο 3), εκτός από ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς και με την επιφύλαξη προηγούμενης άδειας. Συνεπώς, όσον αφορά την έκταση ποινικοποίησης, η ολλανδική ρύθμιση δεν αποκλίνει σημαντικά από τη ρύθμιση στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Ένα άλλο ερώτημα είναι, εάν στην Ολλανδία η δίωξη των ναρκωτικών γίνεται με την ίδια ένταση για όλα τα είδη ναρκωτικών. Με βάση την αρχή της σκοπιμότητας (Opportunitätsprinzip) γίνεται ανεκτή η πώληση, κατοχή και χρήση κάνναβης σε καφετέριες («coffee shops») (το λεγόμενο gedoogbeleid). Δηλαδή οι ολλανδικές διωκτικές και ανακριτικές αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν ποια αδικήματα θα διωχθούν και ποια όχι. Ο κύριος σκοπός της ανοχής της πώλησης και της κατανάλωσης «μαλακών ναρκωτικών» ήταν να αποτραπεί η επαφή των χρηστών με εμπόρους που πωλούσαν επίσης σκληρά ναρκωτικά όπως η ηρωίνη. Δεδομένης όμως της αρχής της νομιμότητας στη ποινική δίωξη που ισχύει στη Γερμανία (βλ. άρθρ. 152 παρ. 2, 163 παρ. 1 γερμ.ΚΠοινΔικ ) και στην Ελλάδα (άρθρ. 43, 47 ΚΠοινΔ) δεν υπάρχει δυνατότητα αποχής από τη δίωξη εγκλημάτων. Κατά το αρ. 258 γερμΠΚ μάλιστα οι ανακριτικοί υπάλληλοι ενέχουν ποινική ευθύνη εάν δεν διερευνήσουν την τέλεση ποινικών αδικημάτων. Αντίστοιχα στη διάταξη του αρ. 239 εδ. β’ ΠΚ τυποποιείται η παράλειψη της δίωξης υπαιτίου. Στην πράξη ωστόσο υπάρχει ήδη η δυνατότητα στη Γερμανία κατά άρθρο 31α Νόμου για τα Ναρκωτικά (Betäubungsmittel) της αποχής από την ποινική δίωξη ή τη παύσης της για αδικήματα που σχετίζονται με την προσωπική κατανάλωση μικρών ποσοτήτων. Το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4139/2013 προβλέπει επίσης ότι μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση μεταξύ άλλων προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά «εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί». Ως μεσοπρόθεσμη λύση προτείνεται η αποχώρηση από τις συμβάσεις του ΟΗΕ (αρ. 46 Ενιαίας Σύμβασης, αρ. 30 Σύμβασης 1988) και η εκ νέου εισδοχή με επιφύλαξη ως προς την κάνναβη. Η Βολιβία έχει προχωρήσει σε ανάλογη πρακτική σε σχέση με την καλλιέργεια φύλλων κόκας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το δίκαιο των συνθηκών οι επιφυλάξεις δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση με το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω συνθήκης (άρθρο 19 Σύμβαση της Βιέννης). Επιπλέον κατά την Ενιαία Σύμβαση επιτρέπονται εκτός από τις προσωρινές επιφυλάξεις (άρθρο 49) και γενικές επιφυλάξεις μόνο εάν το ένα τρίτο των κρατών μελών δεν προβάλλει αντιρρήσεις εντός 12 μηνών. Ωστόσο εγείρεται ένα ζήτημα: Ενώ για την Ενιαία Σύμβαση του 1961 δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα, η Σύμβαση του 1988 έχει επικυρωθεί επίσης από την ΕΕ και έτσι η Γερμανία αλλά και τα υπόλοιπα κράτη μέλη εξακολουθούν να δεσμεύονται έμμεσα από τη Σύμβαση ως μέλη της ΕΕ. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται περαιτέρω είναι εάν η επιφύλαξη μπορεί να προέρχεται από τη Γερμανία –ή αντίστοιχα από άλλο κράτος μέλος– ή θα πρέπει να προέρχεται από την ΕΕ. Θα πρέπει δηλαδή να εξεταστεί εάν υφίσταται περιθώριο για μονομερή αποχώρηση και επανεισδοχή στη Σύμβαση του 1988 ΟΗΕ με επιφύλαξη σχετικά με την κάνναβη. Η απάντηση καθορίζεται από την κατανομή αρμοδιοτήτων εντός της ΕΕ.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 2 της ΣΛΕΕ «η Ένωση έχει επίσης αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας όταν η σύναψη αυτή προβλέπεται σε νομοθετική πράξη της Ένωσης ή είναι απαραίτητη για να μπορέσει η Ένωση να ασκήσει την εσωτερική της αρμοδιότητα, ή κατά το μέτρο που ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους». Συνεπώς, εφόσον η ΕΕ ασκεί ορισμένες αρμοδιότητες στο εσωτερικό της πρέπει να μπορεί να ενεργεί και εξωτερικά στις σχέσεις με τρίτους κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα. Κατά το ΔΕΕ «μολονότι η διατύπωσή του [άρθρου 3 παρ. 2 ΣΛΕΕ] αναφέρεται μόνο στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, εφαρμόζεται επίσης κατά την προετοιμασία της διαπραγμάτευσης μιας τέτοιας συμφωνίας, καθώς και στη συνέχεια, όταν ένας φορέας που έχει συσταθεί βάσει της συμφωνίας αυτής πρέπει να λάβει μέτρα για την εφαρμογή της».

Σελ. 942 Ειδικότερα, στην περίπτωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1988 υπάρχουν αρκετοί λόγοι, για τους οποίους μια μονομερής ενέργεια εκ μέρους κράτους μέλους δεν είναι δυνατή. Αυτό είναι σαφές για την εισαγωγή και την εξαγωγή ναρκωτικών ουσιών (ανταλλαγή) από τρίτες χώρες, καθότι η κοινή εμπορική πολιτική και συνακόλουθα το εξωτερικό εμπόριο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ (άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε της ΣΛΕΕ). Αλλά ακόμη και στις συντρέχουσες αρμοδιότητες τα κράτη μέλη δεν έχουν απόλυτη ελευθερία δράσης. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, οι συντρέχουσες αρμοδιότητες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της αρμοδιότητα. Όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή δεν καλύπτει αποκλειστικά και μόνο τη νομοθετική δραστηριότητα, αλλά γενικά την έκδοση δεσμευτικών νομικών πράξεων και, ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αποφάσεις όπως στον τομέα της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης.

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, εφόσον ένας θεματικός τομέας είναι σε μεγάλο βαθμό εξευρωπαϊσμένος, δεν εμποδίζεται η ανάδειξη αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ. Δεδομένου ότι δύο νομικές πράξεις της ΕΕ αφορούν την ποινικοποίηση της κάνναβης (Συμφωνία Σένγκεν και Απόφαση-πλαίσιο) εναπόκειται αποκλειστικώς και μόνο στον νομοθέτη της Ένωσης αν πρέπει να περιοριστεί η αποποινικοποίηση της κάνναβης. Συνεπώς, μόνο Ένωση έχει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα και μπορεί να δράσει στις εξωτερικές σχέσεις. Τα ανωτέρω συνηγορούν στο ότι η Γερμανία δεν επιτρέπεται να προβεί μονομερώς σε μια επιφύλαξη για τη νομιμοποίηση της κάνναβης, επειδή η ΕΕ έχει αρμοδιότητα σε αυτόν τον τομέα. Εν προκειμένω, ισχύει ό,τι είπε το ΔΕΚ στην απόφαση C-265/19 για την Ιρλανδία: ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αλλάξει από μόνο του μια υποχρέωση της Ένωσης βάσει του διεθνούς δικαίου.
ΙV. Τελική αποτίμηση
Η απόφαση για νομιμοποίηση της κάνναβης αποτελεί μεν μια απόφαση εθνικής εγκληματικής πολιτικής, αλλά το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο θέτουν σαφή εμπόδια. Φαίνεται πως στη Γερμανία υπάρχει πλέον πολιτική βούληση προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση. Συνεπώς, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια νομικά ορθή λύση που σέβεται το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.

Το ενδιαφερόμενο κράτος -στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία- δεν μπορεί απλώς να αφαιρέσει την κάνναβη από το ποινικό δίκαιο και έτσι να αποποινικοποιήσει την παραγωγή, την πώληση και την κατανάλωση. Οτιδήποτε άλλο εκτός της ιατρικής και επιστημονικής χρήσης και των μικρών ποσοτήτων για προσωπική χρήση θα παραβίαζε απλώς το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Οι διεθνείς συμβάσεις θέτουν την υποχρέωση να τιμωρείται η κατοχή και η απόκτηση ναρκωτικών ουσιών υπό την επιφύλαξη των συνταγματικών αρχών αλλά και των βασικών χαρακτηριστικών της έννομης τάξης των συμβαλλομένων κρατών. Συνεπώς η συνταγματική επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου αποκτά καθοριστική σημασία για τη συζήτηση της νομιμοποίησης της κάνναβης για προσωπική χρήση. Το δίκαιο της ΕΕ συγκεκριμενοποιεί τη συνταγματική επιφύλαξη μέσω της προαναφερθείσας εξαίρεσης ποινικοποίησης για την προσωπική κατανάλωση. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αναγνωρίζει ότι η γενική απαγόρευση και ποινικοποίηση θα ήταν δυσανάλογη χωρίς τη διορθωτική ερμηνευτική προσέγγιση μέσω των δικονομικών διατάξεων. Στη γραμμή αυτή κινείται τελικά και το πρόσφατο σχέδιο νόμου της γερμανικής κυβέρνησης που δημοσιεύθηκε στις 05.07.2023 (Entwurf eines Gesetztes zum kontrollierten Umgang mit Cannabis und zur Änderung weiterer Vorschriften), επιβεβαιώνοντας και τις σκέψεις του παρόντος. Το σχέδιο νόμου στοχεύει να καταστήσει δυνατή την ιδιωτική καλλιέργεια και την ελεγχόμενη χρήση κάνναβης για ιδία χρήση σε ενήλικες. Ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου αναφέρεται ότι «σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις για τα ναρκωτικά, οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών για τον εκτεταμένο έλεγχο των ναρκωτικών περιορίζονται από τις συνταγματικές αρχές και τα βασικά χαρακτηριστικά του νομικού συστήματος των συμβαλλομένων κρατών». Μια βασική συνταγματική αρχή συνιστά η αρχή της αναλογικότητας, η οποία ερμηνευμένη από το συνταγματικό δικαστήριο και σε συνδυασμό και με την ερμηνευτική δήλωση της κυβέρνησης κατά τη
Σελ. 943διάρκεια της επικύρωσης της Σύμβασης του 1988, τον Νοέμβριο του 1993, δικαιολογεί -κατά το σχέδιο νόμου- την αποχή από τη δίωξη ή την τιμωρία για πράξεις ιδίας χρήσης κατά την έννοια των Συμβάσεων για τα ναρκωτικά. Περαιτέρω η αιτιολογική έκθεση παραθέτει το σχετικό ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο και συγκεκριμένα την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της ιδίας χρήσης κάνναβης, τονίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο ότι το σχέδιο νόμου βρίσκεται σε αρμονία και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί τελικώς, δεν είναι εάν υπάρχει «δικαίωμα στη μέθη» με την έννοια ενός υποκειμενικού δικαιώματος, αλλά θα πρέπει να διερευνηθεί το συνταγματικά επιτρεπτό της απαγόρευσης της μέθης ή και του εθισμού. Για να μην καταλήξει σε μια στενή εξέταση της καταλληλότητας σε σχέση μόνο με τους «επιδιωκόμενους σκοπούς», η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να συμπεριλάβει την εξέταση άλλων ηπιότερων εναλλακτικών μέτρων, καθώς και να τοποθετηθεί σε σχέση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με το αλκοόλ και τη νικοτίνη.

Επιπλέον η απόφαση θα πρέπει να τοποθετηθεί και σε σχέση με το δίπτυχο των κατά την κρατούσα γνώμη προστατευόμενων αγαθών (Προστασία της ακεραιότητας του ατόμου και δημόσια υγεία) και ειδικότερα με το ζήτημα της αυτονομίας του ανθρώπου και της αυτοβλάβης.
Η ΕΕ έχει επικυρώσει η ίδια τις συμβάσεις του ΟΗΕ – χωρίς επιφυλάξεις. Επιπλέον, η ενδοευρωπαϊκή κατανομή των αρμοδιοτήτων μειώνει τα περιθώρια για εθνική μονομερή δράση. Μια νομικά ορθή λύση θα μπορούσε να είναι συνεπώς μια ευρωπαϊκή λύση. Η πάροδος εξάλλου μιας χρονικής περιόδου 60 χρόνων από την υπογραφή της Ενιαίας Σύμβασης, συνδέεται με τη βελτίωση των εμπειρικών και επιστημονικών δεδομένων ως προς την κάνναβη, με βάση τα οποία θα μπορούσαν να επιδιωχθούν αλλαγές στο ισχύον καθεστώς ελέγχου του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου.
Το ΔΕΕ θα μπορούσε, στο σημείο αυτό, να ενισχύσει τη φήμη του ως ένα δυναμικό δικαστήριο θεμελιωδών δικαιωμάτων και να κηρύξει τη γενική απαγόρευση χρήσης κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς δυσανάλογη και συνεπώς ασυμβίβαστη με τo δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή βάσει του άρθρου 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το διεθνές δίκαιο δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο, διότι σύμφωνα με την ιεραρχία των κανόνων των συνθηκών της ΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα.