Κείμενο
Η παρούσα αποτελεί ανάπτυξη της εισήγησης του συγγραφέα στην εκδήλωση της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, στις 12.06.2023, με θέμα: Η επίδραση του Ν 4800/2021 στο δίκαιο της διατροφής.
Ι. Εισαγωγικά
Με τον Ν 4800/2021 επήλθαν σαρωτικές αλλαγές στο Οικογενειακό μας Δίκαιο και, ιδίως, στις σχέσεις γονέων και παιδιών, με πολλές διατάξεις του ΑΚ να τροποποιούνται άρδην. Ο νόμος αυτός έμεινε γνωστός ως νόμος για τη συνεπιμέλεια, καθώς πράγματι στη νέα ΑΚ 1513 ορίζεται ότι οι γονείς, μετά τη διακοπή της συμβίωσης ή το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου ή μετά τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου συμβίωσης, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα, σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο, όπου η άσκησή της ανετίθετο από το δικαστήριο σε κάποιον από τους γονείς πλην των εξαιρέσεων που η διάταξη προέβλεπε.
Όμως, στη νέα ΑΚ 1514 προβλέπεται ότι οι γονείς ή το δικαστήριο, σε περίπτωση διαφωνίας τους, μπορούν είτε να κατανείμουν την άσκηση της γονικής μέριμνας και, κατ’ επέκταση, της επιμέλειας, ή να αναθέσουν την άσκησή της στον έναν γονέα. Ως κατανομή της επιμέλειας νοείται τόσο η λειτουργική, στο πλαίσιο της οποίας ορισμένα ζητήματα επιμέλειας ανατίθενται αποκλειστικά στον έναν γονέα, ενώ άλλα ανατίθενται αποκλειστικά στον άλλον, όσο και η χρονική κατανομή, όπου η επιμέλεια ανατίθεται εναλλάξ πρώτα στον ένα γονέα και έπειτα στον άλλον, έτσι ώστε κάθε γονέας να ασκεί την επιμέλεια κατ’ αποκλεισμό του άλλου κατά χρονικά διαστήματα που επανέρχονται περιοδικά. Ας υπομνηστεί ότι η χρονική κατανομή της επιμέλειας αποτελεί παρέκκλιση από τη συνεπιμέλεια, ενώ δεν ταυτίζεται ούτε με την εναλλασσόμενη διαμονή. Κι αυτό, καθώς εναλλασσόμε
Σελ. 990νη διαμονή του παιδιού είναι δυνατή και στην περίπτωση της συνεπιμέλειας, δηλαδή της από κοινού άσκησης της επιμέλειας.
Πάντως, ο Ν 4800/2021 δεν τροποποίησε καμία διάταξη του δέκατου κεφαλαίου για τη διατροφή από τον νόμο και, ιδίως, τη διατροφή μεταξύ ανιόντων και κατιόντων. Η αποχή του νομοθέτη από την τροποποίηση του δικαίου της διατροφής ενόψει των ουσιωδών αλλαγών που επέφερε στις σχέσεις γονέων και παιδιών θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ουδεμία μεταβολή επήλθε σε όσα ήδη ισχύουν για την υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα παιδιά τους μετά την κρίση του γάμου τους ή του συμφώνου συμβίωσης. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό δεν επαληθεύεται, όπως θα αποδειχθεί στην παρούσα μελέτη, αντικείμενο της οποίας είναι η ανάδειξη και η προσπάθεια ερμηνευτικής αντιμετώπισης των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν από την επίδραση του Ν 4800/2021 στην υποχρέωση των γονέων για διατροφή των ανήλικων παιδιών τους.
ΙΙ. Η αρχή της κατ’ αναλογία των δυνάμεων συμβολής των γονέων στη διατροφή του παιδιού τους
Αφετηριακό σημείο των σκέψεων που ακολουθούν αποτελεί η ΑΚ 1489 παρ. 2, η οποία προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Η υποχρέωση αυτή των γονέων υπάρχει ανεξάρτητα από το αν υφίσταται ή έχει λυθεί ή ακυρωθεί ο μεταξύ τους γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης και ανεξάρτητα από το αν οι γονείς συμβιώνουν ή βρίσκονται σε διάσταση. Επίσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η έκταση της υποχρέωσης αυτής των γονέων συναρτάται από την αναλογία των δυνάμεών τους, όπως ρητά προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη.
Γίνεται δεκτό ότι η κατά την αναλογία των δυνάμεών τους υποχρέωση διατροφής εκφράζει την αρχή της ισότητας και, μάλιστα, δεν θα ήταν αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι συνιστά αρχή του θεσμού της διατροφής των γονέων προς τα τέκνα τους με ευρεία κανονιστική εμβέλεια, δεδομένου ότι η ΑΚ 1489 παρ. 2 απηχεί τον ίδιο νομοθετικό σκοπό που νοηματοδοτεί και την ΑΚ 1389 σχετικά με την υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν από κοινού και ανάλογα με τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επομένως, για την ερμηνευτική επίλυση των ζητημάτων διατροφής που πρόκειται να αναπτυχθούν, βασικό μεθοδολογικό εργαλείο θα πρέπει να αποτελεί η αναγωγή στην αρχή της κοινής υποχρέωσης των γονέων για διατροφή των παιδιών κατ’ αναλογία των δυνάμεών τους. Έχοντας αυτή την αρχή ως ερμηνευτικό πλοηγό, σωστό φαίνεται να γίνει δεκτό ότι η προϋπόθεση του νόμου για αναλογία των δυνάμεων των γονέων δεν θα πρέπει να ανατρέπεται από τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας και του δικαιώματος επικοινωνίας μετά την κρίση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
ΙΙΙ. Μορφές άσκησης της επιμέλειας και διατροφή
Α. Συνεπιμέλεια και λειτουργική κατανομή της επιμέλειας
Το κεντρικό ερώτημα που ανακύπτει μετά την εφαρμογή του Ν 4800/2021 σχετικά με τη διατροφή των ανηλίκων συνυφαίνεται με το αν η περίφημη συνεπιμέλεια των γονέων κατά τη διάσταση ή μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υποχρέωση διατροφής. Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική, καθώς συνεπιμέλεια, δηλαδή από κοινού άσκηση της επιμέλειας, σημαίνει συναπόφαση και σύμπραξη των γονέων για κάθε ζήτημα που αφορά στην επιμέλεια του προσώπου του παιδιού. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η υποχρέωση των γονέων για συναπόφαση δεν επηρεάζει την υποχρέωση διατροφής, ακριβώς όπως δεν την επηρεάζει κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους. Πράγ
Σελ. 991 ματι, όπως αναφέρεται στη νέα ΑΚ 1513, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Συνεπώς, τόσο κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όσο και μετά τη διάσπασή της, οι γονείς ασκούν από κοινού και εξίσου την επιμέλεια και ενέχονται από κοινού, αλλά κατά την αναλογία των δυνάμεών τους, στη διατροφή του παιδιού τους.
Ομοίως, η κατά τα ανωτέρω υποχρέωση των γονέων για διατροφή δεν επηρεάζεται στη σπάνια περίπτωση της λειτουργικής κατανομής της επιμέλειας. Και τούτο, διότι η απόφαση του γονέα για τα θέματα επιμέλειας, ως προς τα οποία αποφασίζει αυτός κατ’ αποκλεισμό του άλλου, είναι αδιάφορη για τον προσδιορισμό αφενός των αναγκών διατροφής του παιδιού, αφετέρου για την έκταση της υποχρέωσης διατροφής των γονέων ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Έτσι, λ.χ., αν τα ζητήματα εκπαίδευσης έχουν ανατεθεί αποκλειστικά στην εκπαιδευτικό μητέρα, είναι προφανές ότι δεν θα επιβαρύνεται μόνη της με τα έξοδα εκπαίδευσης, όπως λ.χ. δίδακτρα για ιδιωτικό σχολείο, φροντιστήριο, ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών, δαπάνες για σχολικό εξοπλισμό, τα οποία, άλλωστε, σε σχέση με το σύνολο των δαπανών του παιδιού μπορεί να αποτελούν και το κύριο έξοδο. Αντίστοιχα, αν στον παιδίατρο πατέρα έχουν ανατεθεί αποκλειστικά τα θέματα υγείας του παιδιού (εννοείται πλην των όσων αναφέρονται στην ΑΚ 1519), και πάλι θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι ο πατέρας δεν θα καλύπτει μόνος τα έξοδα ιατρικών πράξεων, επισκέψεων σε ιατρούς, ασφάλισης υγείας του παιδιού κλπ. Συνεπώς, και στο πεδίο της λειτουργικής κατανομής, όλες οι δαπάνες του παιδιού αθροίζονται και καλύπτονται κατά την αναλογία δυνάμεων των γονέων, ανεξαρτήτως του αν η επιχείρηση ορισμένης δαπάνης εναπόκειται στην αποκλειστική απόφαση του γονέα, στον οποίον έχει ανατεθεί το επίμαχο θέμα επιμέλειας του παιδιού.
Β. Η διαμονή του παιδιού ως παράμετρος μεταβολής της έκτασης της υποχρέωσης διατροφής
Αυτό, όμως, που επιδρά καθοριστικά στην έκταση της υποχρέωσης του κάθε γονέα για διατροφή κατά την αναλογία των δυνάμεών του είναι ο χρόνος της διαμονής του παιδιού με καθέναν από αυτούς. Κι αυτό, καθώς όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος διαμονής του παιδιού με κάποιον από τους γονείς του, τόσο περισσότερες είναι οι δαπάνες του παιδιού, με τις οποίες επιβαρύνεται ή τις οποίες καλύπτει εν τοις πράγμασι ο γονέας αυτός. Όπως παγίως δέχεται η νομολογία, ο γονέας που συζεί με το ανήλικο παιδί μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται εξαιτίας της συνοίκησης με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του παιδιού, όπως λ.χ. μίσθωμα, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης, καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από τη συνοίκηση.
Ο χρόνος της διαμονής του παιδιού με καθέναν από τους γονείς ενδέχεται να ποικίλει, διότι οι γονείς, κατά τη νέα ΑΚ 1514 παρ. 1, μπορούν, με συμφωνία τους υποβαλλόμενη στον τύπο εγγράφου βεβαίας χρονολογίας, να καθορίσουν, μεταξύ άλλων, τον τόπο της συνήθους διαμονής του παιδιού, δηλαδή την κατοικία του γονέα με τον οποίον συνήθως θα διαμένει, και τον χρόνο διαμονής του με τον άλλον γονέα στο πλαίσιο του δικαιώματος επικοινωνίας του τελευταίου. Σε περίπτωση διαφωνίας τους, ο χρόνος διαμονής του παιδιού με τους γονείς τους θα καθορίζεται από την απόφαση του δικαστηρίου και θα εξαρτάται και, πάλι, ανάλογα με τον τρόπο που ρυθμίστηκε η συνήθης διαμονή και η διαμονή στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας κατά τις ΑΚ 1514 παρ. 3 και 1520. Έτσι, δεν αποκλείεται να επιλεγεί (από τους γονείς ή το δικαστήριο) είτε το μοντέλο της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής είτε η σύνδεση της διαμονής του παιδιού με την κατοικία συγκεκριμένου γονέα με την παράλληλη αναγνώριση στον άλλον γονέα δικαιώματος επικοινωνίας ικανοποιούμενου, κατά τη νέα ΑΚ 1520, και με διαμονή του παιδιού με τον γονέα αυτό είτε στο τεκμαρτό 1/3 του χρόνου του είτε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Επομένως, ο χρόνος που περνά το παιδί με κάθε γονέα μπορεί να κυμαίνεται από το 1/2 του χρόνου του, δηλαδή στις περιπτώσεις της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής, μέχρι την ελάχιστη δυνατή επικοινωνία, όπως λ.χ. με διανυκτέρευση το Σάββατο βράδυ κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο.
Σε όλες τις περιπτώσεις, πλην εκείνων, όπου είτε δεν αναγνωρίστηκε καθόλου δικαίωμα επικοινωνίας με διαμονή του παιδιού στην οικία του άλλου γονέα, όπως θα μπορούσε να συμβεί λ.χ. στις περιπτώσεις βρεφών που βρίσκονται σε στάδιο θηλασμού, είτε στις ακραίες περιπτώσεις αποκλεισμού ή σοβαρού περιορισμού του δικαιώματος επικοινωνίας, παρατηρείται ότι κάποιες από τις δαπάνες του παιδιού πιθανότατα αυξάνονται. Συγκεκριμένα, ενώ παραμένουν σταθερές, παρά την εναλλασσόμενη διαμονή, οι δαπάνες σίτισης, ένδυσης και υπόδησης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αφού αυτές είναι ανεξάρτητες από τον χρόνο διαμονής του παιδιού με καθέναν εκ των γονέων, ενδέχεται να αυξάνονται οι δαπάνες στέγασης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες θέρμανσης, ηλεκτρισμού, ύδρευσης, κοινοχρήστων δαπανών πολυκατοικίας. Η αύξηση των δαπανών στέγασης οφείλεται στην ανάγκη κάθε γονέα να διατηρεί οικία κατάλληλη για τη διαμονή του ίδιου μαζί με τα παιδιά του ανεξάρ
Σελ. 992 τητα από το αν αυτή η διαμονή είναι συνήθης ή απλή, δηλαδή στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι οι αυξημένες στεγαστικές ανάγκες των γονέων και, κυρίως, του γονέα που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας αντανακλούν στις ανάγκες στέγασης του παιδιού, τις οποίες εντέλει συνδιαμορφώνουν.
Το ερώτημα που ανακύπτει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ποιος από τους γονείς οφείλει να καλύπτει τις μεταβαλλόμενες δαπάνες και πώς θα καλύπτονται αυτές που παραμένουν σταθερές. Η επίλυση του ζητήματος προϋποθέτει την κατά περίπτωση εξέταση της κατανομής του χρόνου διαμονής του παιδιού με κάθε γονέα. Έτσι, θα εξεταστούν τέσσερις περιπτώσεις: Πρώτον, η ισόχρονη εναλλασσόμενη διαμονή· δεύτερον, η ιδιαίτερα διευρυμένη επικοινωνία· τρίτον η απλή διευρυμένη επικοινωνία· και τέταρτον η περιορισμένη επικοινωνία.
Γ. Περιπτώσεις κατανομής του χρόνου διαμονής του παιδιού και η επίδρασή του στην υποχρέωση διατροφής
1. Ισόχρονη εναλλασσόμενη διαμονή
Στην περίπτωση της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής, σωστό φαίνεται να γίνει δεκτό ότι για τις σταθερές δαπάνες του παιδιού, όπως λ.χ. σίτισης, ένδυσης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, θα πρέπει να ισχύσει απαρέγκλιτα ο περί αναλογίας δυνάμεων κανόνας της ΑΚ 1489 παρ. 2. Έτσι, όλες αυτές οι δαπάνες του παιδιού, ανεξάρτητα από το ποιος γονέας τις καταβάλλει κατά τον χρόνο, κατά τον οποίον το παιδί διαμένει μαζί του, θα πρέπει να αθροίζονται είτε σε μηνιαία βάση είτε σε ετήσια βάση και στη συνέχεια να επιμερίζονται σε δώδεκα μήνες. Ακολούθως, αφού υπολογιστεί η αναλογία των δυνάμεων των δύο γονέων, θα εξεταστεί αν ο γονέας με τη μικρότερη υποχρέωση διατροφής επιβαρύνεται, κατά το διάστημα της διαμονής του παιδιού με αυτόν, με όσα του αναλογούν ή περισσότερα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο άλλος γονέας θα πρέπει να του αποδίδει τη διαφορά, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης σύμφωνα με την ΑΚ 1389.
Περαιτέρω, στο πεδίο της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής, όπου ο χρόνος που αφιερώνεται από κάθε γονέα για την ανατροφή του παιδιού του είναι ίσος, δεν θα πρέπει να συνυπολογίζεται στη διατροφή η προσωπική εργασία που παρέχεται από τους γονείς κατά τα διαστήματα που το παιδί διαμένει μαζί τους.
Αναφορικά, τώρα, με τις μεταβαλλόμενες δαπάνες στέγασης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κάθε γονέας θα επιβαρύνεται με τα πάγια έξοδα της δικής του οικίας, δηλαδή με τη δαπάνη καταβολής μισθώματος ή φόρου ακίνητης περιουσίας, των λογαριασμών κοινής ωφέλειας και κοινοχρήστων πολυκατοικίας. Στις εν λόγω δαπάνες στέγασης θα προέβαινε και θα τις επιβαρυνόταν ούτως ή άλλως καθένας εκ των γονέων, προκειμένου να ικανοποιήσει τις αντίστοιχες προσωπικές του ανάγκες. Βέβαια, αναφορικά με τις δαπάνες αυτές, θα μπορούσε να αντιταχθεί ο εξής αντίλογος: Ότι, καθώς αποφασίστηκε ότι τα παιδιά θα διαμένουν ισόχρονα στην οικία κάθε γονέα, ο οικονομικά ασθενέστερος από αυτούς ενδεχομένως να αναγκάζεται να προβεί σε δαπάνες στέγασης, τις οποίες δεν θα επιχειρούσε αν τα παιδιά δεν διέμεναν μαζί του ή αν διέμεναν ελάχιστα με αυτόν στο πλαίσιο μιας πολύ περιορισμένης επικοινωνίας. Λ.χ., δεν θα μίσθωνε σπίτι με τρία υπνοδωμάτια, ή δεν θα μίσθωνε σπίτι σε ακριβότερη περιοχή, ώστε να είναι κοντά στο σχολείο των παιδιών, ή οι δαπάνες κοινής ωφέλειας της οικίας του δεν θα ήταν τόσο υψηλές εξαιτίας της κατανάλωσης περισσότερου ρεύματος, ύδατος ή θέρμανσης από τα παιδιά κατά τον χρόνο που διαμένουν μαζί του. Αξιοποιώντας ένα τέτοιο επιχείρημα, το οποίο ουσιαστικά αναδεικνύει την αύξηση των αναγκών των παιδιών και, συνακόλουθα, ότι οι αυξημένες αυτές ανάγκες θα πρέπει να καλύπτονται κατ’ αναλογία των δυνάμεων αμφοτέρων των γονέων, θα μπορούσε ο γονέας αυτός να απαιτήσει να του καταβάλλεται ως διατροφή το ανάλογο ποσό που αντιστοιχεί στις αυξημένες αυτές ανάγκες.
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση του ζητήματος των δαπανών στέγασης, η οποία εκ πρώτης όψεως ανταποκρίνεται στην αρχή της κατ’ αναλογία των δυνάμεων κάλυψης της διατροφής, πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες που πιθανότατα θα συναντήσει ως προς τον υπολογισμό της αύξησης των εν λόγω δαπανών και, ιδίως, των δαπανών θέρμανσης, ηλεκτρισμού και ύδρευσης, προσκρούει και στην ακόλουθη θέση: Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ισόχρονη εναλλασσόμενη διαμονή είτε επιλέγεται από τους γονείς είτε διατάσσεται από το δικαστήριο μετά από αίτηση του γονέα που επιθυμεί εξαιρετικά διευρυμένη επικοινωνία κατ’ ΑΚ 1520, έπεται ότι η αύξηση των ως άνω δαπανών είναι προϊόν της βούλησής του να αφιερώνει μεγαλύτερο χρόνο με τα παιδιά του, ώστε να συμμετέχει ουσιωδώς και ενεργά, όπως προβλέπει και η νέα ΑΚ 1511, στην ανατροφή και διαπαιδαγώγησή τους. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, βάσιμα επιτρέπεται να υποστηριχθεί η τελολογική συστολή της ΑΚ 1489 παρ. 2, ώστε να μην αναγνωρίζεται στον γονέα, που πέτυχε την ισόχρονη εναλλασσόμενη διαμονή, αξίωση να του καταβάλλεται ως διατροφή των παιδιών του η αύ
Σελ. 993ξηση των δαπανών στέγασης τις οποίες έχει ήδη καταβάλει ή πρόκειται να καταβάλλει στο μέλλον.
2. Ιδιαίτερα διευρυμένη επικοινωνία
Όμοια, προς την ισόχρονη εναλλασσόμενη διατροφή, μπορούν να γίνουν δεκτά και στο πεδίο μιας πολύ διευρυμένης επικοινωνίας που υπερβαίνει σαφώς το 1/3 και προσεγγίζει το 1/2 του χρόνου του παιδιού, όπως συμβαίνει αν το παιδί μένει συνολικά 14 ημέρες με τον έναν και 16 ή 17 ημέρες με τον άλλον γονέα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η τυχόν διαφορά που προκύπτει σχετικά με τις δαπάνες στέγασης του γονέα, με τον οποίον διαμένει λίγο περισσότερο το παιδί, δεν θα πρέπει να επιμερίζεται και να καταλογίζεται στον άλλον γονέα, εφόσον ο τελευταίος είναι οικονομικά ισχυρότερος. Μια τέτοια μικρή διαφορά θα πρέπει να αξιολογείται ως παροχή του γονέα που γίνεται είτε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον είτε στο πλαίσιο εκπλήρωσης της απορρέουσας από την ΑΚ 1507 νομικής υποχρέωσης παροχής βοήθειας και στοργής προς το παιδί. Κι αυτό, καθώς εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι μια μικρή διαφορά αναγόμενη σε λίγες μόνο ημέρες στα πάγια έξοδα στέγασης του γονέα, με τον οποίον το παιδί διαμένει ελαφρώς περισσότερο σε σχέση με τον άλλον, αποτελεί ανεκτή θυσία του τελευταίου. Τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα συνιστούσε μια αυστηρή μηχανιστική-μαθηματική αποτύπωση της διατροφής, η οποία θα παρορούσε ότι το σχετικό δικαίωμα έχει μικτό και όχι μόνο περιουσιακό χαρακτήρα. Τα ίδια θα μπορούσαν να υποστηριχθούν και αναφορικά με τις δαπάνες σίτισης, αφού στερείται κάθε λογικής να αξιώνει ο γονέας, με τον οποίον το παιδί διαμένει δυο-τρεις ημέρες περισσότερο, διατροφή για όσα ξόδεψε προς σίτισή του αυτές τις λίγες επιπλέον ημέρες.
Σχετικά, όμως, με τις υπόλοιπες σταθερές δαπάνες, δηλαδή ένδυσης, μόρφωσης και ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, βέβαιο είναι ότι θα εξακολουθούν να καλύπτονται κατά την αναλογία δυνάμεων των γονέων σύμφωνα με την ΑΚ 1489 παρ. 2 κατά τον τρόπο υπολογισμού που αναφέρθηκε παραπάνω.
3. Απλή διευρυμένη επικοινωνία
Στις περιπτώσεις της απλής διευρυμένης επικοινωνίας, που είναι πλέον και ο κανόνας σύμφωνα με τη νέα ΑΚ 1520, κατά την οποία τεκμαίρεται ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα, με τον οποίον δεν διαμένει συνήθως το παιδί, στο 1/3 του χρόνου του, δεν μπορεί να υιοθετηθούν οι λύσεις που προτάθηκαν στο πλαίσιο της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής και της ιδιαίτερα διευρυμένης επικοινωνίας. Και τούτο, διότι εν προκειμένω, στον γονέα, με τον οποίον διαμένει συνήθως το παιδί, δηλαδή κατά τα 2/3 του χρόνου του, πιθανότατα να επιβλήθηκε παρά τη θέλησή του η διευρυμένη επικοινωνία του άλλου γονέα. Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν ο πρώτος επιθυμούσε ή όχι τη διευρυμένη επικοινωνία του άλλου γονέα, αναμφισβήτητο είναι ότι επιβαρύνεται με ουσιαστικά περισσότερες δαπάνες του παιδιού. Έτσι, σε ένα μοντέλο διαμονής 18 ή 19 ημερών προς 12 ημέρες, τόσο οι μεταβαλλόμενες δαπάνες στέγασης όσο και οι σταθερές δαπάνες σίτισης του παιδιού επιβαρύνουν σημαντικά τον γονέα, με τον οποίον διαμένει συνήθως το παιδί. Μια τέτοια επιβάρυνση δεν μπορεί, όμως, να λειτουργεί μόνο σε βάρος του οικονομικά ισχυρότερου γονέα, ανεξάρτητα από το αν αυτός είναι ο γονέας με τον οποίον διαμένει συνήθως το παιδί. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή θα καταβάλλεται στον γονέα που καλύπτει τις αυξημένες αυτές δαπάνες η διαφορά που προκύπτει από την αναλογία δυνάμεων ως διατροφή. Αυτονόητο είναι ότι και όλες οι υπόλοιπες σταθερές δαπάνες ένδυσης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θα κατανέμονται κατά την αναλογία των δυνάμεων των γονέων με τον ίδιο τρόπο που αναφέρθηκε παραπάνω στο πλαίσιο της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής.
4. Περιορισμένη επικοινωνία
Δεν αποκλείεται, υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 1520 παρ. 1 εδ. γ, το δικαστήριο να ρυθμίσει χρόνο επικοινωνίας μικρότερο του 1/3, προβλέποντας λ.χ. να διαμένει το παιδί με τον δικαιούχο επικοινωνίας γονέα κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο, δηλαδή συνολικά 4 ημέρες τον μήνα. Σε μια τέτοια περίπτωση περιορισμένης επικοινωνίας, που θυμίζει την πρακτική των δικαστηρίων μέχρι την έναρξη εφαρμογής του Ν 4800/2021, σωστό φαίνεται να γίνει δεκτό ότι για την υποχρέωση διατροφής θα ισχύουν όσα γίνονταν δεκτά υπό το προϊσχύον δίκαιο: Ότι δηλαδή ο δικαιούχος επικοινωνίας γονέας θα οφείλει να καταβάλει ως διατροφή για τις ανάγκες του παιδιού στον άλλον γονέα με ό,τι ο τελευταίος επιβαρύνεται πέρα από το όριο που επιβάλλεται από την αναλογία των δυνάμεών του. Κατά τα λοιπά, τις όποιες δαπάνες ικανοποιεί ο δικαιούχος επικοινωνίας γονέας, κατά το περιορισμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το παιδί θα διαμένει μαζί του, θα θεωρούνται ότι έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, όπως άλλωστε γινόταν δεκτό μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν 4800/2021.
ΙV. Υπόθεση εργασίας
Προκειμένου να αναδειχθεί η επίδραση του Ν 4800/2021 στην υποχρέωση διατροφής ανηλίκου χρήσιμη παρίσταται η αξιοποίηση μιας υπόθεσης εργασίας, η οποία θα εστιάσει στη συνήθη περίπτωση της απλής διευρυμένης επικοινωνίας:
Οι διαζευγμένοι Π και Μ έχουν δύο ανήλικα παιδιά, τον Α και τη Β που φοιτούν σε δημόσιο σχολείο. Ο Α, μα
Σελ. 994θητής γυμνασίου, έχει κάθε Δευτέρα και Τετάρτη προπόνηση καλαθοσφαίρισης, τα έξοδα της οποίας ανέρχονται μηνιαίως σε 50 €, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη παρακολουθεί ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών, στον καθηγητή των οποίων οφείλεται κάθε μήνα το ποσό των 200 €. Η Β, μαθήτρια δημοτικού, έχει τις ίδιες ημέρες με τον αδελφό της προπονήσεις κολύμβησης και μαθήματα αγγλικών, τα έξοδα των οποίων ανέρχονται μηνιαίως σε 50 € και 200 € αντιστοίχως. Κατά τα λοιπά, ας υποτεθεί ότι για τη σίτιση, την ένδυση και την ψυχαγωγία θα πρέπει να δαπανώνται μηνιαίως για κάθε παιδί 250 €. Οι δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ανέρχονται για τον μεν Α σε 50 € τον μήνα, για τη δε Β σε 150 €, διότι κάθε δεύτερη Παρασκευή επισκέπτεται παιδοψυχολόγο, η αμοιβή του οποίου υπολογίζεται σε 50 € ανά συνεδρία. Έστω ότι οι ανάγκες στέγασης για κάθε παιδί ανέρχονται σε 300 € μηνιαίως. Επομένως, οι μηνιαίες ανάγκες και των δύο παιδιών υπολογίζονται, αντιστοίχως, σε 850 € και 950 € και συνολικά σε 1.800 €.
Η μητέρα Μ, η οποία είναι δημόσιος υπάλληλος, αποκομίζει από την εργασία της 1.000 € μηνιαίως και έχει στην κυριότητά της ένα διαμέρισμα, το οποίο εκμισθώνει προς 500 € τον μήνα. Τα εισοδήματα του Π από την εργασία του ως ελεύθερου επαγγελματία ανέρχονται περίπου σε 2.500 € μηνιαίως, ενώ διαμένει σε ιδιόκτητο διαμέρισμα μισθωτικής αξίας 700 €, στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια μέχρι τη διακοπή της συμβίωσης. Παράλληλα, ο Π πληρώνει κάθε μήνα 800 € για το στεγαστικό δάνειο που έλαβε για να αγοράσει το ως άνω διαμέρισμα, για το οποίο δαπανά περίπου μηνιαίως 400 € για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, κοινόχρηστα πολυκατοικίας και ΕΝΦΙΑ. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Μ για αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών στην ίδια και προσδιόρισε ότι η διαμονή των παιδιών θα είναι ο τόπος διαμονής της Μ, η οποία αναγκάστηκε να μισθώσει άλλο διαμέρισμα κοντά στο σχολείο των παιδιών με μηνιαίο μίσθωμα 600 €, δαπανώντας παράλληλα 200 € για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας και κοινόχρηστα πολυκατοικίας. Παράλληλα, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του Π κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο από Παρασκευή μεσημέρι μετά το τέλος του σχολείου μέχρι Δευτέρα πρωί, οπότε ο Π θα πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο, ενώ τις λοιπές εβδομάδες θα παραλαμβάνει τα παιδιά κάθε Τετάρτη μεσημέρι από το σχολείο και θα τα παραδίδει σε αυτό κάθε Πέμπτη πρωί. Με βάση τα παραπάνω ο Π θα διαμένει με τα παιδιά 10 ημέρες τον μήνα, ενώ η Μ 20. Αντιστοίχως, ορίστηκε ότι, κατά τις σχολικές διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα, τα παιδιά θα περνούν εναλλάξ μια εβδομάδα με κάθε γονέα χωρίς καθόλου διαμονή με τον άλλον στο πλαίσιο επικοινωνίας. Ομοίως, και κατά τις καλοκαιρινές διακοπές θα περνούν έναν μήνα με τον έναν και έναν μήνα με τον άλλον, αλλά χωρίς διαμονή τα σαββατοκύριακα ή καθημερινές με τον άλλον γονέα.
Συνεπώς, οι δυνάμεις του Π ανέρχονται σε 2.000 € [= 2.500 € (εισόδημα από εργασία) + 700 € (εξοικονόμηση δαπάνης μίσθωσης) – 800 € (δόση στεγαστικού δανείου) – 400 € (λογαριασμοί και κοινόχρηστα)], ενώ οι δυνάμεις της Μ σε 700 € [= 1.000 € (εισόδημα από εργασία) + 500 € (εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτου) – 600 € (δαπάνη μισθώματος) – 200 € (λογαριασμοί και κοινόχρηστα)], που σημαίνει ότι η αναλογία δυνάμεων είναι 74% - 26%. Συνεπώς, ο Π θα πρέπει να καταβάλει το 74% των σταθερών δαπανών σίτισης, ένδυσης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που ανέρχονται συνολικά σε 1.200 €, και συγκεκριμένα θα πρέπει να καταβάλει 888 €, ενώ η Μ το 26%, δηλαδή 312 €. Αν, κατά το διάστημα που τα παιδιά διαμένουν με τη Μ, δηλαδή 20 ημέρες τον μήνα, η τελευταία καλύπτει τα 2/3 των εν λόγω δαπανών, ήτοι 800 € (= 2/3 Χ 1.200 €), ο Π θα πρέπει να της καταβάλει ως διατροφή για τις ως άνω πάγιες ανάγκες των παιδιών τη διαφορά, δηλαδή 488 €, που αποτελούν και το ποσό με το οποίο η Μ βαρύνεται περισσότερο από αυτό που της αναλογεί βάσει των δυνάμεών της.
Σε σχέση με τις δαπάνες στέγασης των 600 €, η Μ επιβαρύνεται 10 ημέρες παραπάνω από τον Π. Συνεπώς, ο Π θα πρέπει να καταβάλει το 74% των μεταβαλλόμενων δαπανών στέγασης, δηλαδή 444 €, ενώ η Μ το 26%, δηλαδή 156 €. Ωστόσο, επειδή τα παιδιά διαμένουν 10 ημέρες περισσότερο με τη Μ, η τελευταία καλύπτει τα 2/3 των στεγαστικών αναγκών, δηλαδή 400 €, ήτοι 244 € παραπάνω από αυτά που της αναλογούν, τα οποία και θα πρέπει να της καταβάλει ο Π ως διατροφή για τις στεγαστικές ανάγκες των παιδιών.
V. Επιλεγόμενα
Με πάσα επιφύλαξη για την ορθότητα των μαθηματικών πράξεων που προηγήθηκαν, το παραπάνω παράδειγμα επίδρασης της απλής διευρυμένης επικοινωνίας στην υποχρέωση διατροφής αναδεικνύει τις σοβαρές πρακτικές δυσχέρειες που καλούνται οι δικηγόροι και οι δικαστές να αντιμετωπίσουν, οι οποίες συνοδεύονται βεβαίως και με δικονομικά εμπόδια, όπως λ.χ. εμπόδια σχετικά με το ορισμένο των επιθετικών και αμυντι
Σελ. 995κών ισχυρισμών ή εμπόδια σχετικά με την αρχή της διαθέσεως.
Ενόψει αυτών των σκοπέλων, ευκταίο θα ήταν να ρυθμίζεται η υποχρέωση διατροφής των γονέων με τρόπο συναινετικό, ώστε να προσδιορίζονται από τους ίδιους τους γονείς οι ανάγκες των παιδιών τους, να επιβεβαιώνονται οι δυνάμεις των γονέων και η αναλογία αυτών, καθώς και να συμφωνείται ο τρόπος κάλυψης των επιμέρους αναγκών των τέκνων (λ.χ. ότι κάθε γονέας θα πληρώνει τις δραστηριότητες των παιδιών τις ημέρες κατά τις οποίες θα διαμένουν μαζί του), ώστε στη συνέχεια να καθορίζεται και το ποσό που θα οφείλεται ως διατροφή στον γονέα με τις μικρότερες δυνάμεις, εφόσον τα παιδιά διαμένουν μαζί του το ίδιο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τον άλλον. Μάλιστα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας και προς διευκόλυνση των γονέων μπορεί να συμφωνηθεί ποσό διατροφής, το οποίο δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στην αναλογία των δυνάμεων των γονέων, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει στην πράξη όταν οι γονείς ρυθμίζουν κατά τρόπο συναινετικό την άσκηση της γονικής μέριμνας, της επικοινωνίας και της διατροφής. Ο σημαντικότερος παράγων επίτευξης συμφωνίας δεν μπορεί να είναι άλλος από τον μεσολαβητικό ρόλο των δικηγόρων των γονέων, οι οποίοι, ενδεχομένως και με τη συνδρομή διαμεσολαβητή, θα πρέπει να κατευθύνουν τους συχνά πικραμένους γονείς σε λύσεις που, κατ’ αποτέλεσμα, θα υιοθετούσε και μια δικαστική απόφαση.