Κείμενο
1. Η έννοια και η κήρυξη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Η πολεοδομική απαλλοτρίωση και δη η ρυμοτομική είναι η απαλλοτρίωση η επιβαλλόμενη για πολεοδομικούς σκοπούς. Αποσκοπεί ορισμένως στη δημιουργία ή διαπλάτυνση κοινόχρηστων χώρων (π.χ. οδοί, πλατείες, κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου κ.λπ.) και στη δημιουργία χώρων για κοινωφελείς σκοπούς.
Μπορεί να αποβλέπει και στην εκτέλεση έργων υποδομής ή στην απόκτηση οικοδομήσιμων χώρων για την ανοικοδόμηση σε Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας (ΖΕΠ) ή στον σχηματισμό αποθέματος γης για μελλοντικούς σκοπούς ή στην απόκτηση ακινήτου στο οποίο υπάρχει κτήριο/μόνιμη εγκατάσταση που ο προορισμός τους αντίκειται στις χρήσεις που καθορίζονται στην απόφαση έγκρισης του ΓΠΣ και στην απόκτηση ακινήτου του οποίου η κατά προορισμό χρήση δεν είναι δυνατό να αναπροσαρμοστεί βάσει του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. β΄ N 947/1979, όπως και για άλλους σκοπούς, π.χ. την οικοδόμηση με βάση πρόγραμμα της Εργατικής Εστίας. Στο πλαίσιο αυτό, η απαλλοτρίωση αστικού ακινήτου από Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προς τον σκοπό δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων ή την ανέγερση κοινοτικών, δημοτικών ή δημοσίας ωφελείας κτηρίων, χωρεί μόνον, εφόσον προηγηθεί ο κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις αφορισμός του προς εξυπηρέτηση του περί ου πρόκειται εκάστοτε δημοσίου σκοπού, η δε κήρυξη της απαλλοτρίωσης έχει αντικείμενο μόνο τη διαδικασία μετάθεσης της κυριότητας του απαλλοτριούμενου από τον ιδιοκτήτη του στον οικείο ΟΤΑ και όχι τη διαπίστωση εκ μέρους του τελευταίου της συνδρομής λόγου δημόσιας ωφέλειας, που δικαιολογεί την απαλλοτρίωση. Ειδικές περιπτώσεις ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων προβλέπονται για
Σελ. 997τη στάθμευση αυτοκινήτων (άρθρο 287 ΚΒΠΝ), για αποκατάσταση προσφύγων ή αστέγων λόγω σεισμού (άρθρο 288 ΚΒΠΝ), για επέκταση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ (παρ. 5 άρθρου 35 Ν 2773/1999) κ.λπ.
Πρώτη πρόβλεψη της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης εντοπίζεται στο ΝΔ 17.7./16.8.1923 στις διατάξεις των άρθρων 30-41, νόμος ο οποίος εφαρμόζεται στην περίπτωση τροποποίησης σχεδίου πόλεως εκπονηθέντος με τις διατάξεις του.
Για την άρση και επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ισχύει ο Ν. 4759/2020, ο οποίος υπέστη ήδη αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, ενώ για την κήρυξη ισχύει ο ΚΒΠΝ και ο ΚΑΑΑ συμπληρωματικώς. Κατά το άρθρο 29 παρ. 9 ΚΑΑΑ, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που επιβάλλονται: α) για την εφαρμογή σχεδίων πόλεων και την ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και β) υπέρ ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού, κηρύσσονται σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τις απαλλοτριώσεις αυτές. Συνεπώς, ισχύουν οι ειδικοί πολεοδομικοί νόμοι για τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις.
Οι Δήμοι στερούνται αρμοδιότητος να προβαίνουν στην αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, εφόσον το θέμα τούτο ρυθμίζεται ευθέως από το ισχύον για κάθε ΟΤΑ οικείο πολεοδομικό καθεστώς, η θέσπιση του οποίου, που συνιστά και απαλλοτρίωση για τη δημιουργία των χώρων αυτών, ανήκει στην αρμοδιότητα του Κράτους. Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, ως προς την απαλλοτρίωση ακινήτων, με σκοπό την κατασκευή δημοτικού κτιριακού έργου που εξυπηρετεί κοινωφελείς σκοπούς, απαιτείται πάντως να έχει προηγηθεί η νόμιμη κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις διαδικασία επιλογής του καταλλήλου προς τούτο χώρου. Οι ΟΤΑ, με την ίδια λογική, μη νομίμως προβαίνουν σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη δημιουργία ή τη διαπλάτυνση χώρων κοινοχρήστων σε οικισμούς προϋφισταμένους του 1923, διότι το ζήτημα αυτό υπάγεται στην αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης.
Κατ’ άρθρο 276 παρ. 1 ΚΒΠΝ (που κωδικοποιεί και το ΝΔ 17-7-1923), ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο
α) των οδών και πλατειών, των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.τ.λ.) και γενικά των κοινόχρηστων χώρων που κρίνονται αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, β) των οικοπέδων που κρίνονται αναγκαία για ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτηρίων και για εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων κοινής ωφέλειας, χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω δημόσιας ωφέλειας των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς.
Κατά την παρ. 2 άρθρου 276 ΚΒΠΝ, σε περίπτωση άμεσης εφαρμογής του εγκεκριμένου σχεδίου για διάνοιξη κεντρικών οδών και πλατειών, δημιουργία χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.λπ.) και γενικά για κατασκευή των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο με στοιχείο β΄ έργων, μπορεί με ΠΔ που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του αρμόδιου ΣΧΟΠ, να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά λόγω δημόσιας ωφέλειας ακίνητα, τα οποία δεν θίγονται από το σχέδιο αυτό, βρίσκονται πέρα από τα κατά παραπάνω (παρ. 1) καθοριζόμενα από το εγκεκριμένο σχέδιο ως αναγκαστικά απαλλοτριωτέα ακίνητα και περιλαμβάνονται στη ζώνη, που βρίσκεται το τμήμα για το οποίο προωθείται η άμεση εφαρμογή και στην οποία προβλέπεται ότι θα επεκταθεί η ωφέλεια από την εφαρμογή του σχεδίου και η οποία ζώνη καθορίζεται με το ίδιο διάταγμα.
Στη νομολογία γίνεται διάκριση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων ως προς την κήρυξη της απαλλοτρίωσης. Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων η απαλλοτρίωση κηρύσσεται με μόνη την πράξη έγκρισης/τροποποίησης/επέκτασης του σχεδίου (που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ στο Δ΄ πλέον Τεύχος) μαζί με τα διαγράμματα αυτής, χωρίς καμία άλλη ενέργεια. Αυτό γίνεται καταρχήν με ΠΔ, γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα ή θέμα τοπικού/τεχνικού/λεπτομερειακού χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, έχει κριθεί ότι η ανάθεση της αρμοδιότητας έγκρισης του ΓΠΣ όχι στον ΠτΔ αλλά σε άλλο όργανο της διοίκησης δεν πάσχει από αντισυνταγματικότητα (λόγω πιθανής αντίθεσης στο άρθρο 43 παρ. 2 Σ), ανεξαρτήτως μάλιστα του αν η υπαγόμενη στο ΓΠΣ περιοχή ή τμήμα της αφορούν σε προστατευόμενες περιοχές του φυσικού/πολιτιστικού περιβάλλοντος, υπό συγκεκριμένες, σαφώς, προϋποθέσεις.
Σελ. 998 Εν αντιθέσει για τους κοινωφελείς χώρους, δεν αρκεί η πρόβλεψη αυτών στο σχέδιο πόλεως, αλλά δημιουργείται δυνατότητα της Διοίκησης να εκδώσει ιδιαίτερη διοικητική πράξη για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Και τούτο, διότι οι προβλέψεις του σχεδίου δεν αναφέρονται στον ιδιοκτήτη του κοινωφελούς κτηρίου που θα ανεγερθεί στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, κάτι που συνιστά και επιτρεπτή δέσμευση της ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα, η εγκύκλιος 4 υπ’ αρ. πρωτ. οικ. 4068/771/07.02.1989 του Υπουργείου Χωροταξίας προβλέπει ακριβώς την αναγκαιότητα κήρυξης της απαλλοτρίωσης με την έκδοση ιδιαίτερης πράξης.
Ο έχων εξουσία κήρυξης της απαλλοτρίωσης χώρου αφορισθέντος προς ανέγερση κοινωφελούς κτηρίου, δεν δύναται να προβεί σε μερική απαλλοτρίωση, παρά μόνο αν προκύπτει ότι η μερική αυτή απαλλοτρίωση έγινε ενόψει εκτέλεσης του όλου έργου, διότι ο καθορισμός της θέσης και της αναγκαίας έκτασης για την ανέγερση του κτηρίου τελεί σε συνάρτηση προς την όλη διά του σχεδίου αυτού γενομένη ρυμοτομική ρύθμιση, η οποία επηρεάζει τη μερική μόνο απαλλοτρίωση του αφορισθέντος χώρου.
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης ακινήτων σε εκτός σχεδίου οικισμούς μέχρι 2000 κατοίκους, απαιτείται η προηγούμενη νόμιμη διαδικασία επιλογής του χώρου με έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου (όπως ονομαζόταν το σχέδιο αυτό).
Τονίζεται ότι η δημοσίευση στο ΦΕΚ είναι συστατικός τύπος της απαλλοτρίωσης και η μη δημοσίευση αυτής οδηγεί στο ανυπόστατο της αναγκαστικής/ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Δεν αρκεί η δημοσίευση της απόφασης με απλή τοιχοκόλληση. Επίσης, έχει κριθεί ότι επί ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, για την τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, απαιτείται η συνδημοσίευση στο ΦΕΚ και του σχετικού σχεδιαγράμματος. Εξάλλου, τονίζεται ότι τα σχέδια πόλεως (και οι τροποποιήσεις/επεκτάσεις τους) κατά το μέρος που ορίζουν οικοδομήσιμους, κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους αποτελούν γενικές ατομικές πράξεις, που πρέπει να δημοσιεύονται (επί ποινή ανυποστάτου) στο ΦΕΚ μαζί με τα διαγράμματά τους. Δεν απαιτείται να συνοδεύεται από κτηματολογικό διάγραμμα/πίνακα, αλλά απαιτείται η δημοσίευση του σχεδιαγράμματος.
Απαιτείται ο προσδιορισμός στην απαλλοτριωτική πράξη της θέσης και της έκτασης του απαλλοτριούμενου και ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας, ενώ αρκεί η παραπομπή σε κτηματολογικό πίνακα. Επί απαλλοτρίωσης από τον ΟΤΑ, αν δεν περιλαμβάνονται οι απαλλοτριούμενες εκτάσεις κατά θέση και εμβαδόν, καθώς και οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες, τούτο συνεπάγεται το ανυπόστατο της απαλλοτριωτικής πράξης.
Επίσης, η πράξη τακτοποίησης/προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης αποτελεί μεν μέρος της διαδικασίας προσδιορισμού της αποζημίωσης, αλλά δεν αποτελεί κήρυξη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Η πράξη κήρυξης/επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης στο Ε’ Τμήμα του ΣτΕ, εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση ή τη γνώση της απαλλοτρίωσης, αν είναι εντοπισμένη, οπότε κρίνεται σε σχέση με την έκταση που καταλαμβάνει η όλη ρύθμιση, άλλως από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ. Επιτρέπεται προηγουμένως η ειδική προσφυγή νομιμότητας στον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (άρθρο 227 Ν 3852/2010) κατά της απόφασης κήρυξης
Σελ. 999 ή επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης όταν αυτή λαμβάνει χώρα με απόφαση ΟΤΑ, ωστόσο, μέχρι τη σύσταση της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ η άσκηση αυτής της προσφυγής δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων και επίσης δεν δύναται να σωρευθεί αίτημα αναστολής της. Επί απορρίψεως της ειδικής προσφυγής αυτής, χωρεί μεταβατικά η προσφυγή στην επιτροπή του άρθρου 152 ΚΔΚ (Ν. 3463/2006), εντός 1 μήνα από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης.
H προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά των αποφάσεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων διά των οποίων κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, δεν κινείται, διά του φερομένου ως ιδιοκτήτη του απαλλοτριουμένου ακινήτου, από της επομένης της δημοσιεύσεως, κατά τον υπό τον νόμο, εκάστοτε, προβλεπόμενο τρόπο, της κηρύττουσας την αναγκαστική απαλλοτρίωση απόφασης, αλλά από την, μετά την προσήκουσα, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δημοσίευση της πράξης αυτής, κοινοποίησή της στον προαναφερθέντα ιδιοκτήτη ή την πλήρη γνώση από αυτόν του περιεχομένου της εν λόγω απόφασης (βλ. ΣτΕ 3345/91, 4334/90, 3370/79, 1080/75 κ.λπ.).
Η συμμετοχή σε δίκη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τον καθορισμό της αποζημίωσης δεν συνιστά αποδοχή της απαλλοτρίωσης, η οποία να παρακωλύει την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της κήρυξης/επανεπιβολής απαλλοτρίωσης.
Για την προσβολή της πράξης κήρυξης απαιτείται έννομο συμφέρον, κατά τα γενικώς ισχύοντα στη διοικητική δικονομία. Εκτός από τον ιδιοκτήτη, τέτοιο φέρει και ο κληρονόμος του απαλλοτριούμενου, αλλά και ο μισθωτής και ο αγοραστής. Απαιτείται ειδικός προσδιορισμός της θέσης των ιδιοκτησιών των αιτούντων την ακύρωση. Επί πλειόνων συνιδιοκτητών, αρκεί η προσβολή της κήρυξης/επανεπιβολής από έναν συνιδιοκτήτη. Αν μεταβληθεί ο κύριος του απαλλοτριούμενου λόγω μεταβίβασης/κληρονομίας, τότε ο νέος ιδιοκτήτης πρέπει να προσκομίσει τα αναγκαία δικαιολογητικά, δηλώνοντας στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση την αναγκαία βούληση περί συνέχισης της δίκης.
Η κοινοποίηση της απαλλοτρίωσης είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 ΚΑΑΑ και 168 Ν 4512/2018), ενώ δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου. Η κοινοποίηση άλλου εγγράφου που περιλαμβάνει το περιεχόμενο της απαλλοτριωτικής πράξης εξασφαλίζει την πλήρη γνώση του ενδιαφερόμενου.
Δεν προσβάλλονται παραδεκτά προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως η έκθεση εκτίμησης, το τοπογραφικό διάγραμμα κ.λπ. Επίσης, μπορεί να ακυρωθεί η πράξη κήρυξης, επειδή απώλεσε το νόμιμο έρεισμά της, με την ακύρωση δηλ. τυχόν τροποποίησης εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου κ.λπ. Η νομιμότητα της κήρυξης απαλλοτρίωσης κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της πράξης.
Είναι απαράδεκτη η προβολή λόγων ακύρωσης κατά της πράξης κήρυξης που αφορούν τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ή η νομιμότητα της απόφασης έγκρισης επανεπιβολής ρυμοτομικής δέσμευσης που δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο δίκης με την οποία ζητείται η ακύρωση απόφασης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Αίτηση αναστολής κατά της απόφασης κήρυξης/επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ασκείται προώρως, αν δεν συνάγεται σοβαρή πρόθεση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, διότι μόνη η έκδοση της πράξης αυτής δεν επιφέρει βλάβη στον ιδιοκτήτη που να δικαιολογεί την αναστολή εκτέλεσης του άρθρου 52 παρ. 6 ΠΔ 18/89. Τέτοια πρόθεση υπάρχει, πάντως, όταν έχει υποβληθεί αίτηση προσδιορισμού τιμής μονάδος από κάποιον από τους ενδιαφερομένους.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην προδικασία της αναγκαστικής και όχι της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης εντάσσεται η σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α, β ΚΑΑΑ, βλ. και Ν 4512/2018), που συντάσσονται από μηχανικούς και στερούνται εκτελεστότητας, ενώ σφάλματά τους δύνανται να καλυφθούν εκ των υστέρων. Απαιτούνται και για την άσκηση αίτησης προσωρινού/οριστικού προσδιορισμού τιμής μονάδος.
Σελ. 1000 Ως προς την αιτιολογία της πράξης κήρυξης απαλλοτρίωσης, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως πρέπει να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλης από άποψη πληθώρας αναγκών και επειδή η τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί και κήρυξη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, επιβάλλεται να αιτιολογείται με πολεοδομικά κριτήρια, η δε αιτιολογία αυτή οφείλει να είναι ειδικότερη σε περίπτωση εντοπισμένης τροποποίησης, ενώ δεν απαιτείται νομολογιακώς ειδικότερη αιτιολογία επιλογής συγκεκριμένου χώρου, εκτός από το να προβλήθηκε με ισχυρισμούς και σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου.
Δεν απαιτείται αιτιολογία της δυνατότητας κάλυψης της δαπάνης.
2. Συντέλεση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Α) Πότε θεωρείται ότι συντελείται η ρυμοτομική απαλλοτρίωση
Η καταβολή της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή η δημοσίευση στο ΦΕΚ της γνωστοποίησης για τη γενόμενη εμπρόθεσμη παρακατάθεση της αποζημίωσης επιφέρουν συντέλεση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 παρ. 4 Σ και 7, 8, 11 Ν 2882/2001).
Eιδικώς, κατά το άρθρο 7 Ν 2882/2001, εάν υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι ΟΤΑ Α΄ ή Β΄ βαθμού, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ότι, κατ' εντολή και για λογαριασμό του υπόχρεου, παρακατέθεσε το ίδιο την αποζημίωση, «την επιδικασθείσα κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4 δικαστική δαπάνη, καθώς και την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων», κατά τους όρους και τα αποτελέσματα που ορίζονται στο επόμενο άρθρο 8 Ν 2882/2001.
Η παρακατάθεση της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών αποτελεί δημόσια κατάθεση του άρθρου 427 ΑΚ και χαρακτηρίζεται ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η κατάθεση της αποζημίωσης είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης όταν δημοσιεύεται στο ΦΕΚ και εφόσον κατατίθεται από το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (όχι από ιδιώτη ή ΝΠΙΔ), ενώ η προθεσμία ξεκινά από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της κατάθεσης. Απαιτείται ολική παρακατάθεση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όχι μερική/τμηματική: μερική θεωρείται η παρακατάθεση μόνο για το έδαφος και όχι για τα επικείμενα αυτού.
Στην περίπτωση επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του Ν 4759/2020, κατά το άρθρο 89 παρ. 2, ο δικαιούχος της αποζημίωσης, ακόμη και εάν εισπράξει την προσήκουσα αποζημίωση, δικαιούται, εντός έξι (6) μηνών από την παρακατάθεσή της ή την έκδοση του χρηματικού εντάλματος πληρωμής, να ασκήσει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αίτηση για τον προσδιορισμό προσωρινής ή οριστικής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, στρεφόμενος κατά του οικείου Δήμου σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΑΑΑ. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής συνάγεται αποδοχή της προσήκουσας αποζημίωσης από τον ιδιοκτήτη και η ρυμοτομική απαλλοτρίωση θεωρείται συντελεσθείσα. Το ίδιο δικαίωμα διατηρεί και ο οικείος Δήμος. Συνεπώς, η απαλλοτρίωση ΔΕΝ συντελείται από την παρακατάθεση ή την έκδοση χρηματικού εντάλματος, αλλά κατά το γράμμα της διάταξης, μετά την πάροδο 6 μηνών από τα γεγονότα αυτά, θεωρείται πως ο ιδιοκτήτης απεδέχθη τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εκτός αν στραφεί στα πολιτικά δικαστήρια κατά του επισπεύδοντος την απαλλοτρίωση Δήμου. Τούτο δε, ακόμα και αν εισπραχθεί η αποζημίωση. Η διάταξη αυτή είναι κατά τη γνώμη μου άκρως προβληματική, διότι εισάγει ένα βραχύ και «ασφυκτικό» χρονικό διάστημα για τον δικαιούχο της αποζημίωσης, π.χ. αν η επανεπιβολή απαλλοτρίωσης δεν είναι νόμιμη και ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 Ν 3852/2010, θα χρειαστεί να αναμείνει δίμηνο για την απάντηση αυτής και ύστερα θα διαθέτει 60 μέρες για να αιτηθεί την ακύρωση της απόφασης επανεπιβολής. Ήδη με αυτόν τον τρόπο απώλλυνται τέσσερις μήνες και αν πριν το ΣτΕ επελέγετο η λύση της προσφυγής στην επιτροπή του άρθρου 152 ΚΔΚ, τότε θα επρόκειτο για περαιτέρω περιστολή του χρονικού διαστήματος.
Δεν απαιτείται κάλυψη της δαπάνης για τη συντέλεση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, καθώς ο νόμος προβλέπει ειδική διοικητική διαδικασία καθορισμού της έκτασης, του υποχρέου και της εισφοράς σε γη και πρέπει να τηρηθεί αυτή, πριν να οφείλεται χρηματική αποζημίωση.
Είχε κριθεί μάλιστα πως η διάταξη του άρθρου 13 του Ν 1337/1983 κατά το μέρος που προβλέπει την επιβολή υποχρέωσης εισφοράς σε γη επί ιδιοκτησιών που έχουν ήδη ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως δεν αντίκειται στα άρθρα 17 και 24 Συντάγματος, ούτε παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Η νομιμότητα των πράξεων έγκρισης ή τροποποίησης σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τις οποίες επιβάλλονται ρυμοτομικές απαλλο
Σελ. 1001 τριώσεις ή ρυμοτομικά βάρη, δεν επηρεάζεται από το ύψος των δαπανών που απαιτούνται για την εφαρμογή τους ούτε από τη δυνατότητα αντιμετώπισης των δαπανών αυτών.
Η αποζημίωση δέον να είναι πλήρης και καταλαμβάνει και τα συστατικά (βλ. 954 ΑΚ) που συναπαλλοτριώνονται. Πλήρης σημαίνει να παρέχει τη δυνατότητα στον κύριο να αποκαταστήσει το δικαίωμα που απαλλοτριώθηκε με άλλο ισάξιο. Δεν έχει ουδεμία σχέση η αποζημίωση αυτή με την προβλεπόμενη στα άρθρα του ΕισΝΑΚ για την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Κατά το άρθρο 4 ΚΑΑΑ, ως συστατικά θεωρούνται τα μόνιμα κτίσματα, τα δέντρα και οι φυτείες. Επίσης, ως πλήρης νοείται η αποζημίωση με την οποία θα μπορέσει ο κύριος να αντικαταστήσει το απαλλοτριούμενο με άλλο ισάξιο, στην ίδια ή παρεμφερή περιοχή, που θα παρέχει σ’ αυτόν ισόποσα περιουσιακά ωφελήματα.
Κομβικό παραμένει το πρόβλημα του αν η πλήρης αποζημίωση καλύπτει την αποζημίωση της ασκούμενης επιχείρησης εντός του απαλλοτριούμενου. Κατά την απόφαση του ΕΔΔΑ Van Marle, η «πελατεία» αντιστοιχεί σε περιουσιακό αγαθό που εντάσσεται στην έννοια της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, άρα εμπίπτουν εδώ και η εμπορική φήμη, η οικονομική αξία της επιχείρησης και η ζημία του ιδιοκτήτη από την παύση της λειτουργίας της που επέρχεται ως άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης και μάλιστα πρέπει αυτά να υπολογίζονται κατά την επιδίκαση από το δικαστήριο της σχετικής αποζημίωσης. Τούτο δε εκφράζει την εύλογη και δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν συμμερίζεται τη θέση αυτή, αφού κρίνει ότι στην πλήρη αποζημίωση εντάσσεται μόνο η αξία του εδάφους και των συστατικών του και όχι η αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών. Σημειωτέον, πάντως, είναι πως η άυλη οικονομική αξία μιας επιχείρησης που λειτουργεί στο ακίνητο δεν αποτελεί αυτοτελές απαλλοτριούμενο περιουσιακό στοιχείο. Δεν αποκαθίσταται κάθε ζημία του ιδιοκτήτη που αποτελεί άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έστω και αν συνδέεται άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου. Η αποζημίωση αυτοτελώς της άυλης οικονομικής αξίας της επιχείρησης που ασκείται στο απαλλοτριούμενο ακίνητο αποκλείεται. Οι διατάξεις των άρθρων 13 και 25 του Ν. 2882/2001 δεν είναι αντίθετες στις διατάξεις του Συντάγματος ούτε της ΕΣΔΑ.
Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος (άρθρο 17 παρ. 4 Συντάγματος).
Για τον προσδιορισμό πλήρους αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού/οριστικού) της αποζημίωσης. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό (άρθρο 17 παρ. 2 γ Συντάγματος και ισχύει από την ισχύ του Συντάγματος). Αν πριν την παρακατάθεση του ποσού της προσωρινής τιμής μονάδας εκδοθεί απόφαση οριστικού προσδιορισμού, τίθεται ένα ζήτημα λυσιτέλειας, ενώ δεν μπορεί να επέλθει συντέλεση της απαλλοτρίωσης με μόνο το ποσό του προσωρινού προσδιορισμού, γιατί θα παραβιαζόταν ο πλήρης χαρακτήρας της αποζημίωσης.
Για την τμηματική εφαρμογή σχεδίων πόλεως απαιτείται καταβολή πλήρους αποζημίωσης. Πρέπει ο αναλογισμός αποζημίωσης όχι για όλα αλλά για ένα ή περισσότερα από τα ρυμοτομούμενα να είναι τεχνικά δυνατός.
Η ζημία σε ιδιοκτησία που ήταν ενιαία και ως τέτοια επρόκειτο να αξιοποιηθεί ανορθούται πλήρως, μόνο όταν καλύπτει η αποζημίωση το ανωτέρω ενιαίο σύνολό της.
Κρίθηκε επίσης ότι υφίσταται απαγόρευση αναγνώρισης δυνατότητας τμηματικής συντέλεσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας με συνέπεια την τμηματική άρση της απαλλοτρίωσης μόνο κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συντελεσθεί, ως ασυμβίβαστης με τη συνταγματική επιταγή της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της Χώρας.
Εάν χωρήσει προσωρινός (όχι οριστικός) προσδιορισμός της αποζημίωσης, η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται με την καταβολή του ποσού της προσωρινής αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ποσού αυτού μέσα σε 1,5 έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Εφόσον, όμως, εντός του δεκαοκταμήνου χρονικού διαστήματος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης έχει δημοσιευθεί απόφαση για τον οριστικό καθορισμό της και κατά το διάστημα που μεσολάβησε έως τη δημοσίευση της δεύτερης αυτής απόφασης ο υπόχρεος αμέλησε να καταβάλει ή καταθέσει το ποσό της αποζημίωσης που είχε καθορισθεί προσωρινά, για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης απαιτεί
Σελ. 1002 ται η καταβολή ή παρακατάθεση της οριστικώς προσδιοριζομένης αποζημίωσης. Αν κάποιος από τους διαδίκους της δίκης του προσωρινού προσδιορισμού ασκήσει εμπρόθεσμα αίτηση ακύρωσης, ο αντίδικος μπορεί να ασκήσει αντίθετη αίτηση, η οποία είναι εξεταστέα όμως ως προς ορισμένα κεφάλαιά της. Αν πρόκειται για μερική απαλλοτρίωση, η αποζημίωση καλύπτει όχι μόνο αυτή που προκύπτει από την αποζημίωση, αλλά και την επελθούσα από την εκτέλεση του έργου.
Από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση αποκτά την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου. Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση, διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.
Παρακατάθεση αναφερόμενη σε απαλλοτρίωση που δεν ισχύει πλέον, λόγω ακύρωσης από το οικείο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη.
Τέλος, εφόσον η διοικητική πράξη έγκρισης/τροποποίησης παραμένει σε ισχύ και δεν έχει ανακληθεί/ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος άρσης, τότε η συντέλεση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης νομίμως προχωρεί.
Β) Οι υπόχρεοι αποζημίωσης – η πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης
Κατά την παρ. 1 άρθρου 290 ΚΒΠΝ, υπόχρεοι προς καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή οδούς, πλατείες, άλση κ.λπ. είναι ο Δήμος και οι παρόδιοι ιδιοκτήτες, όπως ορίζεται παρακάτω, ενώ κατά την παρ. 2 για τα κτήρια, φυτείες, φρέατα και γενικά για τις υπόλοιπες ακίνητες εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο απαλλοτριωτέο οικόπεδο υπόχρεος είναι ο Δήμος. Για το ίδιο το απαλλοτριωτέο οικόπεδο, συνυπόχρεοι γίνονται ο Δήμος και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες. Αν είναι σε διαφορετικές περιφέρειες τα δύο ακίνητα, τότε υπόχρεος είναι ο Δήμος όπου βρίσκεται το ρυμοτομούμενο. Είναι επιτρεπτή η καταβολή από τον Δήμο βάσει της διοίκησης αλλοτρίων του ΑΚ. Αν ο προβλεπόμενος από το σχέδιο χώρος ανήκει στη δημόσια κτήση του Δημοσίου, προσλαμβάνει αυτοδικαίως χαρακτήρα κοινοχρήστου με την έγκριση του σχεδίου και δεν οφείλεται αποζημίωση από τους παρόδιους.
Το δικαίωμα καταβολής της δικαστικώς καθορισθείσας αποζημίωσης σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου δύναται να παρέχεται εκτός του Δημοσίου και των κατά τόπους Δήμων και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μετά από προηγούμενη έγκριση του αρμοδίου Υπουργού.
Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 393 του ΚΒΠΝ είναι δυνατή η χρησιμοποίηση ιδιωτικών μέσων παρεχομένων εκουσίως από τους οικείους ιδιοκτήτες, προς κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασικών εκτάσεων, μετά από σχετική απόφαση του οικείου Νομάρχη, υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες συνεργείου, που θα έχει συσταθεί με απόφαση της αρμόδιας Υπηρεσίας της Περιφέρειας.
Κατά την παρ. 3 άρθρου 290 ΚΒΠΝ, ως ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες θεωρούνται οι ιδιοκτήτες των ακινήτων των οποίων τα οικόπεδα έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν με προσκυρώσεις ή τακτοποιήσεις πρόσωπο στον κοινόχρηστο χώρο στον οποίο περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέο ακίνητο. Είναι οι πραγματικά ωφελούμενοι και όχι οι δικαιοπάροχοί τους ή τυχόν ιδιοκτήτες επί αλλαγών που έγιναν. Το τεκμήριο είναι μαχητό και προβλέπεται δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Στη συναφή συζήτηση για την καθιέρωση προθεσμιών από τον κοινό νομοθέτη για την άσκηση του δικαιώματος αμφισβήτησης του τεκμηρίου ωφελείας του Ν 653/1977 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους δόθηκε η απάντηση πως δεν συνιστά αποκλεισμό του δικαιώματος και είναι σύμφωνο με την ΕΣΔΑ.
Κρίθηκε ότι ο κτηματολογικός πίνακας που συνοδεύει πράξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εκδοθείσα κατά το ΝΔ 797/1971 για την κατασκευή κόμβου σε εθνική οδό, κατά το μέρος που προβαίνει στον υπολογισμό της έκτασης που αυτοαποζημιώνεται λόγω εφαρμογής του άρθρου 1 του Ν 653/1977, δεν συνιστά πράξη αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, για την εκδίκαση της οποίας και μόνο κατέστησαν αρμόδια τα Διοικητικά Εφετεία με την περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν 2721/1999. Ένδικο βοήθημα ασκούμενο από ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, με το οποίο αυτός ισχυρίζεται ότι στον κτηματολογικό πίνακα παρανόμως ορίσθηκε ότι τμήμα του απαλλοτριωθέντος αυτοαποζημιώνεται και ότι η παρανομία αυτή των οργάνων που συνέταξαν τον κτηματολογικό πίνακα είχε ως συνέπεια να λάβει αυτός μικρότερη αποζημίωση, αιτείται δε την
Σελ. 1003 καταβολή της προκύπτουσας διαφοράς στο ποσό της αποζημίωσης, έχει χαρακτήρα αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.
Ο λόγος ακύρωσης ότι θα έπρεπε να αποζημιωνόταν με την προσήκουσα αποζημίωση ολόκληρη η απαλλοτριούμενη έκταση, εφόσον τα υπό απαλλοτρίωση ακίνητα των αιτούντων ήσαν ήδη αξιοποιημένα, άρτια και οικοδομήσιμα και δεν θα έπρεπε να τους επιβληθεί αυτοαποζημίωση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις δεν αφορούν την νομιμότητα της προσβαλλομένης απαλλοτριωτικής απόφασης, αλλά συνδέονται με ζήτημα, το οποίο δεν μπορούσε να ερευνηθεί παρεμπιπτόντως εν προκειμένω, αφού για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης για το τμήμα του ακινήτου που απομένει στον ιδιοκτήτη και μειώνεται η αξία του ή γίνεται άχρηστο, αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.
Ειδικές ρυθμίσεις προβλέπει ο ΚΒΠΝ για τους παρόδιους ιδιοκτήτες.
Κατά το άρθρο 295 ΚΒΠΝ, στις περιπτώσεις που με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επισπεύδεται από το Δημόσιο η διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων, που προβλέπονται από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, αντί των στοιχείων που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και από τις διατάξεις του ΝΔ 797/1971, συντάσσονται κτηματολογικό διάγραμμα, κτηματολογικός πίνακας και έκθεση προεκτίμησης κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου.
• Τα στοιχεία συντάσσονται και ελέγχονται με μέριμνα των υπηρεσιών του ΥΠΕΝ. Η έκθεση προεκτίμησης θεωρείται ότι είναι και η κατά το άρθρο 15 του ΝΔ 797/1971 προεκτίμηση. Οι διατάξεις των άρθρων 277 επ. εφαρμόζονται για την τυχόν απαιτούμενη μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης τακτοποίηση των οικοπέδων. Στην έκθεση προεκτίμησης περιγράφονται λεπτομερώς η κατάσταση και οι ιδιαίτερες συνθήκες των ρυμοτομούμενων ακινήτων και εκτιμάται αιτιολογημένα και αναλυτικά η αξία των οικοπέδων και των κτισμάτων που βρίσκονται σ’ αυτά. Η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να παρέχει στοιχεία της αξίας των ακινήτων για τη σύνταξη της έκθεσης.
• Το κτηματολογικό διάγραμμα συντάσσεται σε κλίμακα τουλάχιστον 1:500 και σ’ αυτό: α) τοποθετούνται οι ρυμοτομικές γραμμές, β) αποτυπώνονται με χαρακτηριστικά στοιχεία οι ρυμοτομούμενες ιδιοκτησίες και τα κτίσματα και λοιπά αντικείμενα που βρίσκονται σ’ αυτές. Εάν η ίδια ιδιοκτησία ρυμοτομείται εν μέρει, αποτυπώνονται ξεχωριστά το ρυμοτομούμενο και το απομένον μετά τη ρυμοτόμηση τμήμα, γ) αποτυπώνονται οι παρόδιες ιδιοκτησίες οι οποίες υποχρεώνονται σε αποζημίωση και οι όμορες ιδιοκτησίες στην οπίσθια πλευρά αυτών, δ) ενεργείται ο καταμερισμός της αποζημίωσης της ρυμοτομούμενης έκτασης μεταξύ παροδίων ιδιοκτητών και του Δημοσίου και προσδιορίζεται με χαρακτηριστικά στοιχεία η έκταση αυτή και ε) αναγράφεται το διάγραμμα με το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και οι ισχύοντες στην περιοχή όροι δόμησης.
• Στον κτηματολογικό πίνακα αναγράφονται: α) ο αύξων αριθμός κάθε ιδιοκτησίας, το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο κάθε εικαζόμενου ιδιοκτήτη και η διεύθυνση κατοικίας του, εάν είναι γνωστή, β) το συνολικό εμβαδόν κάθε ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας, και σε περίπτωση μερικής ρυμοτόμησης, ξεχωριστά το ρυμοτομούμενο και το απομένον μετά τη ρυμοτόμηση τμήμα, γ) ο όγκος των κτισμάτων κάθε ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας, ξεχωριστά κατά το είδος της κατασκευής και την ποιότητα αυτών, τα υπόλοιπα αντικείμενα κατ’ είδος και κατηγορία, καθώς και κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια για την πλήρη αποζημίωση, δ) η έκταση και το ακριβές εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας την οποία υποχρεούται να αποζημιώσει κάθε παρόδια ιδιοκτησία και το Δημόσιο.
Επίσης, έχει εκδοθεί προς εκτέλεση του άρθρου 290 παρ. 4 ΚΒΠΝ, το ΒΔ 07-05-1936: Περί εκτελέσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν 5269/1931, το οποίο καθορίζει τον τρόπο ενεργείας σε κάθε περίπτωση του ανωτέρω αναλογισμού, προβλέπει δε ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 (άρθρο 292 παρ. 5 και 6 ΚΒΠΝ) ότι: «1. Προκειμένου περί αποζημίωσης οικοπέδων ρυμοτομουμένων από πλατείες κ.λπ. προβλεπομένης υπό του σχεδίου ρυμοτομίας κατά τη συμβολή υπαρχουσών παλαιών οδών διαπλατυνομένων ή μη, εφόσον από αυτή δεν καταλαμβάνονται κατά πάσα την έκταση αυτής οικόπεδα, αλλά μέρος αυτής αποτελείται από τις παλαιές οδούς, για τον κανονισμό του βαρύνοντος έκαστο επί της πλατείας έχον πρόσωπο ακίνητο υπολογίζεται α) η θέση της πλατείας, προσδιοριζομένη δια καθέτων ενουσών τις περί αυτήν οικοδομικές γραμμές, β) η έκταση των ρυμοτομουμένων υπό της πλατείας οικοπέδων, γ) το εμβαδόν της μετά την αφαίρεση των δεκαμέτρων λωρίδων υπολειπομένης εκτός τούτων έκτασης της βαρυνούσης την Κοινότητα, ανεξαρτήτως αν στην έκταση αυτή περιλαμβάνονται ρυμοτομούμενα μέρη οικοπέδων ή συμπίπτει αύτη επί υφισταμένης παλαιάς οδού, δ) το σε μέτρα μήκος προσώπου εκάστου επί της πλατείας έχοντος πρόσωπο ακινήτου. Βάσει των ανωτέρω ορίζεται το σε έκαστον ακίνητο αναλόγως του μήκους του προσώπου ή του και δι` έκαστο μέτρο τούτου αναλογούν ποσοστό της κατά το στοιχείο β΄ ρυμοτουμένης έκτασης μετά την εκ ταύτης αφαίρεση της κατά το στοιχείο γ΄ έκτασης της βαρυνούσης τον οικείο Δήμο. 2. Εάν συνεπεία τροποποιήσεως του σχεδίου ρυμοτομίας, οδός προβλεπομένη διά τούτου, αποτελέσει μέρος δημιουργουμένης διά της τροποποιήσεως πλατείας καταργούμενου οικοδομικού τετραγώνου εν όλω ή εν μέρει, τα επί της παραμενούσης εν ισχύϊ οικοδομικής γραμμής ακίνητα βαρύνονται με την δεκάμετρη (ήδη εικοσάμετρο μετά το άρθρο 3 του Ν 653/1977) λωρίδα, μειου
Σελ. 1004μένη καθ’ ο ποσόν επιβαρύνθηκαν για την αποζημίωση της οδού και δη κατά το ήμισυ πλάτος αυτής».
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η υποχρέωση των παρόδιων ιδιοκτητών, που ωφελούνται από την διάνοιξη ή διεύρυνση οδών, πλατειών ή εν γένει κοινόχρηστων χώρων, να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων πηγάζει ευθέως από το νόμο, το άρθρο 6 του N 5269/1931, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του N 653/1977, το οποίο καθορίζει και την έκτασή της. Έτσι, όταν πρόκειται για διάνοιξη ή διεύρυνση οδών η υποχρέωση αυτή ανάγεται στην αποζημίωση τμήματος του ρυμοτομούμενου ακινήτου που αναλογεί σε ζώνη πλάτους δεκαπέντε μέτρων, ενώ όταν πρόκειται για πλατείες σε ζώνη πλάτους είκοσι μέτρων. Ο εγγύτερος καθορισμός των περιπτώσεων αποζημίωσης και, ιδίως, η τεχνική του υπολογισμού της ως άνω ζώνης ανάλογα με την ιδιομορφία και την διάταξη του κοινόχρηστου χώρου σε σχέση με τις παρόδιες ιδιοκτησίες γίνεται με το ΒΔ της 7/13.5.1936 (ΣτΕ 3729/1992, 1080/1963, 943/1971, 1761/1972, 2219/1973, 3478/1988). Ειδικότερα σε περίπτωση μετατροπής οικοδομικού τετραγώνου ή μέρους του σε πλατεία ή εν γένει κοινόχρηστο χώρο πρασίνου οι ιδιοκτήτες ακινήτων με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο αυτό βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων αδιάφορα από το αν η εν λόγω οδός αποτελέσει τμήμα του ως άνω κοινοχρήστου χώρου ή διατηρήσει την αυτοτέλειά της, αφού πάντως αποκτούν πρόσωπο σε έναν ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο που δημιουργείται έτσι, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ΒΔ της 7/13.5.1936, ερμηνευόμενου εν όψει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 6 του N 5269/1931, όπως ήδη ισχύει (ΣτΕ 3729/1992).
Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν 5269/1931, ο θεσπιζόμενος με αυτήν περιορισμός ισχύει και προκειμένου περί επιβαρύνσεων, οι οποίες έγιναν διαδοχικώς, με την έννοια ότι κάθε επιβάρυνση για την ανωτέρω αιτία στο παρελθόν συνυπολογίζεται σε περίπτωση νέας επιβάρυνσης. Συνεπώς, αν η ιδιοκτησία έχει επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο, θεωρείται ότι έχει πλέον εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, κάθε δε εφεξής ρυμοτομία δεν βαρύνει αυτήν, αλλά τον οικείο Δήμο. Εφόσον δε κατά τη διάνοιξη ή την πρώτη διεύρυνση οδού η ιδιοκτησία εκπλήρωσε το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων και εν συνεχεία η οδός διευρύνεται με νέα ρυμοτόμηση της αυτής ιδιοκτησίας, τότε η πράξη αναλογισμού που συντάσσεται για τη νέα διεύρυνση της οδού πρέπει να συνδυάζεται με την αρχικώς συνταγείσα πράξη και οι επιβαρύνσεις της ιδιοκτησίας πρέπει να επανυπολογίζονται με βάση τα προκύπτοντα από τη νέα ρυμοτόμηση δεδομένα της ιδιοκτησίας. Επομένως, αν με βάση την νέα πράξη προκύπτει νέο ανώτατο όριο επιβάρυνσης της αρχικής ιδιοκτησίας μικρότερο από το αρχικό, λόγω μείωσης του εμβαδού του απομένοντος οικοπέδου, τότε η ιδιοκτησία πρέπει να επιβαρύνεται μόνο μέχρι το νέο αυτό ανώτατο όριο και να μειώνεται η αρχική επιβάρυνση. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ιδιοκτησία που υφίσταται διαδοχικές ρυμοτομήσεις έχει δυσμενέστερη μεταχείριση από ιδιοκτησία κατά το αυτό εμβαδόν που ρυμοτομείται εφάπαξ, αλλά και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία με τη νέα ρυμοτόμηση η ιδιοκτησία ρυμοτομείται εξ ολοκλήρου, δεν θα αποζημιώνεται πλήρως, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά η εν λόγω αποζημίωση θα είναι μειωμένη κατά το μέτρο της αυτοαποζημίωσης που είχε προκύψει με βάση την αρχική ρυμοτόμηση (ΣτΕ 4035/1998 κ.λπ.).
Η πράξη αναλογισµού αποτελεί µέρος της διαδικασίας απαλλοτρίωσης των τµηµάτων οικοπέδων που ρυµοτοµούνται µε την εφαρµογή του ισχύοντος ρυµοτοµικού σχεδίου, που εγκρίθηκε µε τις διατάξεις του ΝΔ της 17-7-1923 (άρθρα 277 επ. ΚΒΠΝ). Ειδικά για τους κοινόχρηστους χώρους ισχύουν τα άρθρα 6 παρ. 1 Ν 5269/1931 και 3 και 5 Ν 653/1977. Η πράξη αναλογισμού είναι ατομική πράξη και περιλαμβάνει όλες τις ιδιοκτησίες που είναι υπόχρεες αποζημίωσης και στερείται εκτελεστότητας, έως ότου εγκριθεί από τον Περιφερειάρχη. Δεν δημοσιεύεται στο ΦΕΚ. Αν υποβλήθηκαν ενστάσεις, αυτές εξετάζονται αρμοδίως και ο Περιφερειάρχης επικυρώνει την πράξη αναλογισμού, η οποία μπορεί πλέον να ανακληθεί για πλάνη περί τα πράγματα.
Κατά της πράξης του Περιφερειάρχη που κυρώνει την πράξη ρυμοτομίας/προσκύρωσης/τακτοποίησης/αναλογισμού αποζημίωσης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής για παράβαση νόμου στον ΥΠΕΝ (άρθρο 280 Ν 3852/2010). Η άσκηση της προσφυγής επιφέρει διακοπτικό αποτέλεσμα στην προθεσμία.
Απαιτείται να αιτιολογείται, ώστε να ελέγχεται ακυρωτικά, για υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.
Mόνη η πράξη αναλογισμού, ως μη εκτελεστή πράξη, δεν υπόκειται σε προσβολή, σε αντίθεση με την κυρωτική απόφαση (βλ. και άρθρο 18 παρ. 12 Ν 2218/1994).
Η πράξη αυτή μπορεί να ανακληθεί για λόγους νομιμότητας, ιδίως όταν μεταβλήθηκαν οι υπάρχουσες συνθήκες και δημιουργήθηκαν νέες που ανατρέπουν την υφιστάμενη κατάσταση.
Η κατάρτιση και κύρωση της πράξης αναλογισμού αποζημιώσεων σε ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις δεν υπόκειται σε παραγραφή, διότι αποτελεί δημοσίου δικαίου διοικητική αρμοδιότητα. Η αποδοχή λόγου ακύρωσης
Σελ. 1005 προβαλλόμενου κατά πράξης αναλογισμού, κατά τον οποίο, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής και τη δημιουργία του κοινόχρηστου χώρου, το δικαίωμα αναλογισμού της σχετικής αποζημίωσης έχει υποκύψει σε παραγραφή, θα είχε ως συνέπεια να μην αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες των ρυμοτομηθέντων για δημόσια ωφέλεια κατά παράβαση του άρθρου 17 Συντάγματος, τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
Η πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης προσδιορίζει τους διαδίκους της δίκης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να ζητήσει δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης λόγω παραγραφής υπόκειται στην κλασική εικοσαετή παραγραφή (άρθρο 249 ΑΚ), που άρχεται από τότε που κατέστη αμετάκλητη η σχετική απόφαση του Νομάρχη/Περιφερειάρχη.
Τέλος, το ζήτημα της τακτοποίησης και προσκύρωσης οικοπέδων εξετάζεται σε επόμενο κεφάλαιο.
Γ) Συνέπειες απαλλοτρίωσης (γενικά)
Με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, οι απαλλοτριούμενοι χώροι καθίστανται κοινωφελείς ή κοινόχρηστοι.
Η κατάληψή τους απαιτεί την καταβολή της αποζημίωσης, ενώ αν αυτή γίνει προ της συντέλεσης, είναι παράνομη.
3. Οι προβλέψεις του ΚΑΑΑ για την ανάκληση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και η νομολογιακή τους επεξεργασία
Στο άρθρο 11 ΚΑΑΑ, ορίζεται ότι: «Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής.» Επίσης, ναι μεν κατά την παρ. 2 άρθρου 11, η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως, αλλά κατά το ίδιο άρθρο, οι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς.
Η κατ’ άρθρο 11 ΚΑΑΑ διοικητική διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσης απαλλοτρίωσης επί ακινήτου, αποβλέπουσα στην προστασία της ιδιοκτησίας από επιβαρύνσεις που υπερβαίνουν το κατά το Σύνταγμα ανεκτό όριο, κινείται, καταρχήν από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, υπέρ του οποίου και τάσσεται.
Ο αιτούμενος την άρση απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου απράκτων των χρονικών ορίων συντελέσεώς της πρέπει με αίτησή του προς τη Διοίκηση να υποβάλει και τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιοκτησία του. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι επίκαιρα, να τείνουν δηλ. στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση μη επαρκούς απόδειξης ή αμφισβήτησης της κυριότητας του αιτούντος η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή από το τυχόν επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, το οποίο οφείλει να εξετάζει αν ο αιτών είναι κύριος του επίμαχου ακινήτου, χωρίς όμως να επιλύει κατά την ως άνω δίκη οριστικά το ζήτημα της τυχόν ύπαρξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο ακίνητο, ζήτημα για το οποίο αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι καταρχήν επίκαιρα, να τείνουν δηλαδή στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση δε μη επαρκούς απόδειξης ή αμφισβήτησης της κυριότητας του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελέγξιμη περαιτέρω από το τυχόν επιλαμβανόμενο της υποθέσεως αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.
Επίσης, όταν το δικαστήριο εξετάζει εάν, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, στοιχειοθετείται υποχρέωση της Διοίκησης να άρει τη μη συντελεσθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση, λαμβάνει υπόψη όχι αποκλειστικά το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την επιβολή της ρυμοτομικής επιβάρυνσης, αλλά και τις τυχόν ενέργειες στις οποίες έχει προβεί η Διοίκηση και από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η πρόθεσή της για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.
Σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται άρνηση της Διοίκησης να άρει δέσμευση ακινήτου λόγω μη προώθησης της διαδικασίας κήρυξης και συντέλεσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η Διοίκηση δύναται να επιβάλει, με τροποποίηση του σχεδίου, νέα δέσμευση του αυτού ακινήτου, μόνον εφόσον υπάρχει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη και προκύπτει σοβαρή πρόθεση και δυνατότητα της Διοίκησης για άμεση κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
Σελ. 1006 και κίνηση της διαδικασίας που καταλήγει στη συντέλεσή της.
Κατά την παρ. 3 άρθρου 11 και άρθρου 17 παρ. 4 Συντάγματος, η αναγκαστική (και η ρυμοτομική, ερμηνευτικά) απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ’ άρθρο 11 παρ. 4 ΚΑΑΑ, εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη.
Πριν την έκδοση των Ν 4315/2014 και Ν 4759/2020, δεν προβλεπόταν νομοθετικά αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους, γίνεται δεκτό ότι και αυτές οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς τη συνταγματική προστασία της. Ωστόσο, είχε κριθεί ότι στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση.
Η υποχρέωση της Διοίκησης να άρει αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω διατήρησής της για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχει συντελεσθεί, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση της απαλλοτρίωσης αυτής απαιτείται τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, αφού η τροποποίηση που διενεργείται προς το σκοπό της άρσης απαλλοτρίωσης είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Η αίτηση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου στην περίπτωση αυτή ερμηνεύεται ως αίτηση άρσης της απαλλοτρίωσης.
Η νομολογία απεφάνθη ότι και μετά την άπρακτη πάροδο του εύλογου χρονικού διαστήματος προς άρση είναι υποχρέωση της Διοίκησης να την άρει, επειδή συνεπάγονται οι περιορισμοί σοβαρή δέσμευσή της, ακόμα μάλιστα και αν συνεπάγεται τούτο τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
Ποιος είναι, ωστόσο, ο εύλογος χρόνος; Στις συνταγματικές διατάξεις δεν ορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι ανεκτή η διατήρηση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, σύμφωνα δε με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί καθ’ ερμηνεία των διατάξεων αυτών, η διατήρηση της ρυμοτομικής επιβάρυνσης είναι ανεκτή μόνο για εύλογο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση και το βάρος. Εξειδικεύεται εκάστοτε μέσω των πραγματικών δεδομένων. Έτσι, από τις τυχόν ενέργειες στις οποίες έχει τυχόν προβεί η Διοίκηση, μπορεί να συναχθεί πρόθεσή της για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Ενώ το χρονικό διάστημα των οκτώ ετών δεν κρίθηκε ως τέτοιο, το χρονικό διάστημα δεκαέξι και πλέον ετών χωρίς να προκύπτει ότι έγιναν ενέργειες εκ μέρους της Διοίκησης για τη συντέλεσή της κρίθηκε ως τέτοιο: Το δικαστήριο έκρινε ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα υπερβαίνει τον συνταγματικώς ανεκτό χρόνο για τη δέσμευση της ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων και ότι δεν ασκεί επιρροή η μετά το παραπάνω ένδικο χρονικό διάστημα σύνταξη και κύρωση πράξης αναλογισμού αποζημίωσης, δεν έχει δε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ που επικαλέσθηκε ο Δήμος περί απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, διότι η διάταξη αυτή αφορά στην ικανοποίηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και όχι την απόλαυση του δικονομικού δικαιώματος άσκησης του ανωτέρω ένδικου βοηθήματος, απορρίφθηκαν δε οι περί του αντιθέτου σχετικοί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος Δήμου. Επίσης, ως προς το άρθρο 281 έχει κριθεί ότι το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης δεν προέβη σε ενέργειες
Σελ. 1007 για την αποζημίωσή του δεν αποδυναμώνει το δικαίωμά του για την άρση της απαλλοτρίωσης.
Περιπτωσιολογικά, κρίθηκε ότι η σύνταξη και κύρωση της Πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης κατά τα έτη 2003 και 2004, δηλαδή δεκατέσσερα (14) και δεκαπέντε (15) περίπου έτη μετά την επιβολή της απαλλοτρίωσης καθώς και η έκδοση της έκθεσης προεκτίμησης της Επιτροπής του άρθρου 15 του ΚΑΑΑ κατά το έτος 2005, δηλαδή δεκαέξι (16) περίπου έτη από την επιβολή της δέσμευσης δεν καταδεικνύουν σοβαρή πρόθεση για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης, εφόσον μέχρι την υποβολή της αίτησης για την άρση της δέσμευσης παρήλθαν και άλλα τέσσερα (4), τρία (3) και δύο (2) περίπου έτη αντιστοίχως, χωρίς να ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση. Εύλογο κρίθηκε και το διάστημα των έντεκα (11) ετών, σαράντα τριών (43) ετών, εκατό (100) ετών. Ανάλογη συλλογιστική ανεπτύχθη και από το ΕΔΔΑ, ιδίως στην υπόθεση Κανελλόπουλος κ.λπ. κ. Ελλάδος (για το θέμα της μη συμμόρφωσης των εθνικών αρχών με απόφαση άρσης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο) και Νίκα κ. Ελλάδος.
Στην περίπτωση επιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους με ανυπόστατη πράξη τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, δηλαδή με πράξη που δημοσιεύθηκε αρχικώς στο ΦΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 41 του Ν 1975/1991, το οποίο προσδίδει στην εν λόγω αναδημοσίευση αναδρομική ισχύ, το χρονικό διάστημα επί τη βάσει του οποίου θα κριθεί εάν υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διατήρησης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους ανατρέχει στο χρονικό σημείο έκδοσης της αρχικώς ανυπόστατης απόφασης, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η πράξη δέσμευσης λογίζεται ως αναδρομικώς υποστατή.
Σε άλλη υπόθεση προβαλλόταν ότι οι προσβαλλόμενες εκδόθηκαν κατά παράβαση του Συντάγματος και του νόμου και είναι, επίσης, ακυρωτέες λόγω έλλειψης νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας, διότι α) μετά την απόφαση του ΣτΕ δεν υφίσταται νομικά η οδός Α..., β) επιβάλλεται και τρίτη φορά η απαλλοτρίωση του ακινήτου των αιτούντων, χωρίς να προβλέπεται στον νόμο, γ) δεν υφίσταται στην πραγματικότητα πολεοδομική ανάγκη για τη συγκεκριμένη ρυμοτομική ρύθμιση και δ) δεν υφίσταται δυνατότητα συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, καθώς στον τοπικό τύπο αναφέρεται ότι ο Δήμος Ιωαννιτών οφείλει οκτώ (8) εκατομμύρια για απαλλοτριώσεις, οπότε και εκρίθη ότι οι ανωτέρω λόγοι ακύρωσης πρέπει να απορριφθούν, διότι δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές πλήττονται παραδεκτώς, αλλά βάλλουν κατά της απαραδέκτως (εκπροθέσμως) προσβαλλόμενης απόφασης του Περιφερειάρχη περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου, το κύρος της οποίας όμως ως ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως με την ευκαιρία προσβολής πράξης εφαρμογής της. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 1161/2015, 250/2015, 392/2014 κ.ά.). Εν πάση περιπτώσει, το τελευταίο αυτό δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατά νόμο υποχρεώσεώς του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, να εξετάζει εάν, με βάση τα προσκομιζόμενα ή υφιστάμενα στοιχεία, ο αιτών φέρεται ως κύριος του επιμάχου ακινήτου, υποχρεούμενο στην περίπτωση αυτή να συνεξετάσει και αντιστοίχους καταλλήλως τεκμηριούμενους αντιθέτους ισχυρισμούς των λοιπών διαδίκων (ΣτΕ 1161/2015, 250/2015, 392/2014 κ.ά.).
Το γεγονός (σε άλλη δίκη) ότι οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν αναγνωριστική της κυριότητάς τους αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, απορριφθείσα κατά τον αναιρεσείοντα Δήμο για τυπικούς λόγους δεν συνιστά πάντως αποδοχή εκ μέρους τους της πραγματικής κατάστασης της κατάληψης του ακινήτου από τον Δήμο και της διαμόρφωσής του σε κοινόχρηστο χώρο, όπως ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων Δήμος με το προαναφερόμενο υπόμνημά του, κατά τρόπο, άλλωστε, αόριστο και αναπόδεικτο, όπως νομίμως έκρινε το δικάσαν δικαστήριο.
Σελ. 1008 Επίσης, η εκκίνηση της διαδικασίας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της δέσμευσης του ακινήτου, ούτε κωλύεται από την άρση της απαλλοτρίωσης.
Ο αυτοδίκαιος χαρακτήρας της άρσης των εν λόγω ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων εξηγείται, στην περίπτωση αυτή, από το γεγονός ότι η άρση τους δεν συναρτάται, κατά τον νόμο, με ουσιαστική εκτίμηση των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, οι οποίες θα καθιστούσαν εύλογο ή μη το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την κήρυξή τους μέχρι την υποβολή του αιτήματος για την άρση τους, αλλά προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4, τέταρτο εδάφιο) και το νόμο ως αυτόθροη συνέπεια της παράλειψης καταβολής της ορισθείσας αποζημίωσης εντός τακτής προθεσμίας από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού τιμής μονάδας. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η σχετική διοικητική πράξη, η οποία πρέπει να εκδίδεται ομοίως εντός τακτής προθεσμίας από την άπρακτη πάροδο ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής απόφασης, έχει «βεβαιωτικό», κατά τη διατύπωση του νόμου, χαρακτήρα, περιορίζεται δηλαδή στη διαπίστωση της παρόδου της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, η οποία επιφέρει αυτοδικαίως την έννομη συνέπεια της άρσης της απαλλοτρίωσης, χωρίς να καταλείπεται πεδίο συνεκτίμησης άλλων στοιχείων. Όπως έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 2600/2016), η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω βεβαιωτική πράξη συνιστά παράβαση της τασσόμενης από τις ως άνω διατάξεις νόμιμης υποχρέωσής της, οπότε και ζητείται η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει την ως άνω βεβαιωτική πράξη και περαιτέρω τη βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης.
Με το παλαιότερο (πριν τον Ν 4315/2014) καθεστώς, κατά τη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης, διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικώς επελθούσας άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή εφόσον πρόκειται για ρυμοτομική απαλλοτρίωση του Ν 1337/1983, τροποποίησης της οικείας πολεοδομικής μελέτης με σκοπό την αποδέσμευση ακινήτου απαλλοτριωθέντος για ρυμοτομικούς λόγους, δεν είναι εξεταστέα παράπονα του θιγομένου ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, σχετιζόμενα καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την προηγηθείσα πράξη εφαρμογής. Τα παράπονα αυτά εξετάζονται από τη Διοίκηση κατά το στάδιο που προηγείται της κύρωσης της πράξης εφαρμογής, κατά το οποίο οι ιδιοκτήτες δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις και να προσφύγουν στα οικεία δικαστήρια, αμφισβητώντας το ισάξιο του αποδιδομένου ακινήτου έναντι του απαλλοτριωθέντος.
Κατά την παρ. 4 άρθρου 11, επί παράλειψης της Διοίκησης για τη βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης, εάν δηλ. περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες (για τον καθορισμό τιμής μονάδας) ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Πρόκειται για διαφορά ουσίας εκδικαζόμενη από το ως άνω δικαστήριο.
Μετά την έκδοση απόφασης βεβαίωσης της άρσης, επιβάλλεται αντίστοιχη (υποχρεωτική) τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, ώστε να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση το ακίνητο και να καταστεί εκ νέου οικοδομήσιμο. Ωστόσο, δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο το ακίνητο, αλλά επιβάλλεται η προτέρα τροποποίηση. Η Διοίκηση, λοιπόν, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, χωρίς καθυστέρηση και αφού τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 154 του ΚΒΠΝ διαδικασία, να επιληφθεί, προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Η Διοίκηση κατά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου οφείλει να κρίνει εάν η συγκεκριμένη ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ή να καταστεί οικοδομήσιμη είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης προσαρμοσμένους στην κατάσταση που θα προκύψει μετά την άρση, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι και η μείωση του ισοζυγίου κοινοχρήστων χώρων σε σχέση με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς.
Εκρίθη, επίσης, νομολογιακώς πως η Διοίκηση δύναται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου προς τον σκοπό της δημιουργίας κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου, σε περίπτωση που δεν είχε εφαρμοστεί προηγούμενη σχετική ρυμοτομική ρύθμιση, με την οποία είχε καθοριστεί ο ίδιος χώρος ως κοινόχρηστος ή κοινωφελής, διότι ήρθη διοικητικώς ή με δικαστική απόφαση λόγω μη έγκαιρης συντέλεσής της η σχετική ρυμοτομική απαλλοτρίωση και κατέστη οικοδομήσιμη η αρχικώς δεσμευθείσα ιδιοκτησία, εφόσον
Σελ. 1009 διαπιστώνονται κατά τρόπο τεκμηριωμένο οι ανάγκες της περιοχής για κοινόχρηστους ή κοινωφελείς χώρους σε συμφωνία προς τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή ΓΠΣ και προκύπτει η πρόθεση και δυνατότητα άμεσης συντέλεσης της νέας απαλλοτρίωσης με καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης στους θιγομένους ιδιοκτήτες, χωρίς να είναι αναγκαία για την επιβολή νέας απαλλοτρίωσης η μεσολάβηση χρονικού διαστήματος ακώλυτης χρήσης και εκμετάλλευσης του θιγομένου ακινήτου από τους ιδιοκτήτες του. Εν όψει δε της νέας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου επιτρεπτώς και εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων του ΚΒΠΝ επιβάλλεται το μέτρο της απαγόρευσης των εργασιών δόμησης και έκδοσης οικοδομικών αδειών, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόθεση της Διοίκησης να κινήσει τη διαδικασία τροποποίησης εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και οριστικό (αντιθ. μειοψ.).
Στη ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος του ακινήτου εκ νέου προβαίνει η Διοίκηση, εν όψει της υποχρέωσής της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η σχετική κρίση περί της δυνατότητας ή μη αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, με την οποία συναρτάται η δυνατότητα επανεπιβολής της, πρέπει να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Η τροποποίηση σχεδίου πόλεως ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι καταρχήν όλως εντοπισμένη, όταν με αυτή επέρχεται μικρής έκτασης μεταβολή και θίγεται ένα οικόπεδο ή μικρός αριθμός γειτονικών οικοπέδων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Πλην, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η τροποποίηση δεν θεωρείται όλως εντοπισμένη, όταν εν όψει του χαρακτήρα της, συνιστά σημαντική πολεοδομική παρέμβαση για το συγκεκριμένο οικιστικό σύνολο. Συνεπώς, τέτοιας σημασίας και έκτασης επεμβάσεις στο σχέδιο πόλεως δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και μόνο με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης στην περίπτωση αυτή.
Σημειώνεται ότι η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης είναι όλως εντοπισμένη, όταν αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, ακόμα και αν βρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Αντίθετα, έχουμε αναθεώρηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, όταν οι τροποποιήσεις του αφορούν πολλά σημεία ή πολλά οικοδομικά τετράγωνα.
Επίσης, μόλις χωρήσει αυτοδίκαιη ανάκληση, η Διοίκηση υποχρεούται να χορηγήσει την οικοδομική άδεια και πριν γίνει τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
Μετά την ανάκληση, δεν υπάρχει και έννομο συμφέρον του δικαιούχου να προσδιορίσει τιμή μονάδος.
Εξάλλου, γενικότερα στο άρθρο 29 του ΚΑΑΑ ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. […] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6 [.] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον ΑΝ 1731/1939 ή στο ΝΔ 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 […]».