Κείμενο
1. Ιστορία και σκοπός του θεσμού
Ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης προστέθηκε στο άρθρο 997 της ΠολΔικ του Mauer με το άρθρο 3 του ΑΝ 1139 του 1938. Η ουσία του θεσμού αυτού ήταν ότι αν ο πλειστηριασμός δεν γινόταν μέσα σε ορισμένο χρόνο από την κατάσχεση, χωρούσε με δικαστική απόφαση η ανατροπή της με αποτέλεσμα να μην μπορεί έγκυρα η κατάσχεση αυτή να τον στηρίξει. Προηγουμένως το πράγμα που μια φορά κατασχόταν παρέμενε για πάντα κατασχεμένο, ώσπου να ευδοκήσει ο δανειστής να ενεργήσει τον πλειστηριασμό. Ο οφειλέτης μπορούσε να ελευθερώσει την κατασχεμένη περιουσία του μόνο με την ακύρωση της κατασχέσεως. Θέτοντας προθεσμία «αξιοποίησης» της κατάσχεσης δια της διεξαγωγής του πλειστηριασμού και του αναπλειστηριασμού τέθηκε ο πρώτος νομοθετικός φραγμός στην παρελκυστική συμπεριφορά του επισπεύδοντος και περιορίστηκε το ενδεχόμενο υπέρμετρης δέσμευσης του κατασχεθέντος.
Τον θεσμό της ανατροπής καθιέρωσε το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, το οποίο διατηρήθηκε αυτούσιο και μετά το Ν 4335/2015. Με το προκείμενο άρθρο εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα και την αποτροπή της μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατασχέσεως προάγει τόσο τα συμφέροντα του οφειλέτη όσο και τα γενικότεα κοινωνικά συμφέροντα. Παρακινεί τον δανειστή σε επίσπευση του πλειστηριασμού ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο της διαιώνισης της εκτελεστικής διαδικασίας με όλες τις συνέπειες τόσο για τον οφειλέτη όσο και για την οικονομία. Σύμφωνα με την άποψη που κυριαρχεί σε θεωρία και νομολογία η ανατροπή κατάσχεσης διαρρυθμίζεται ως οιονεί ποινή για την αδράνεια του
Σελ. 1044 επισπεύδοντος δανειστή επειδή δεν πρόλαβε εντός του εύλογου χρονικού διαστήματος να αποπερατώσει την διαδικασία ρευστοποίησης του κατασχεθέντος. Με τον θεσμό της ανατροπής αποφεύγεται ο κίνδυνος το κατασχεθέν να καταστεί αντικείμενο οιονεί εκτός συναλλαγής. Ο δικονομικός νομοθέτης με την ρύθμιση του 1019 ΚΠολΔ αποβλέπει στην αποδέσμευση του κατασχεθέντος ώστε αυτό να επανενταχθεί στον κύκλο των συναλλαγών προς όφελος της κοινωνικής οικονομίας.
2. Προϋποθέσεις ανατροπής
Οι προϋποθέσεις της ανατροπής της κατάσχεσης είναι α)η ύπαρξη έγκυρης κατάσχεσης, ή άκυρης που δεν ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως της ανατροπής β) η πάροδος προθεσμίας ενός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης και συγκεκριμένα από την σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης γ) μη διενέργεια πλειστηριασμού εντός ενός έτους από την κατάσχεση ή μη διενέργεια του αναπλειστηριασμού εντός εξαμήνου από τον πλειστηριασμού και δ) δικαστική απόφαση που απαγγέλει την ανατροπή.
Με τον θεσμό της ανατροπής κατάσχεσης της διάταξης 1019 ΚΠολΔ η κατάσχεση ανατρέπεται εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός εντός έτους αφότου αυτή επιβλήθηκε και εφόσον δεν ακολούθησε αναπλειστηριασμός εντός έξι μηνών από τον πλειστηριασμό.
Οι προθεσμίες αυτές είναι καταχρηστικές και η έναρξη και η λήξη τους προσδιορίζονται κατ' άρθρ. 144 παρ.1 και 145 ΚΠολΔ επειδή ετέθησαν για την εξυπηρέτηση του γενικότερου οικονομικού συμφέροντος δια της άρσης της απαγόρευσης διάθεσης του κατασχεμένου και της θέσης τους εντός συναλλαγών.
Ο υπολογισμός της δικονομικής προθεσμίας γίνεται αφενός ημερολογιακώς ώστε να αφετηριάζεται στην επομένη της επιβολής της κατάσχεσης και αφετέρου συναπτώς, ώστε να τρέχει δίχως να αφαιρούνται οι εξαιρέσιμες εορτές. Η προθεσμία αναστέλλεται μόνον εντός των ρητά προβλεπόμενων χρονικών διαστημάτων (ΚΠολΔ 1019.2) και όσων χάριν ταυτότητας του νομικού λόγου αναστέλλουν κατ’ αναλογική εφαρμογή την προθεσμία.
3. Εξαιρέσεις
Ειδικότερα στην παράγραφο 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ ρητά ορίζεται ότι δεν υπολογίζονται στην προθεσμία της πρώτης παραγράφου νεκρά χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης διάρκειας που παρεμποδίζουν ή ακινητοποιούν κατά νόμο την εκκρεμή διαδικασία του πλειστηριασμού και στα οποία ο δανειστής αδυνατεί για νομικούς ή πραγματικούς λόγους να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία. Έτσι δεν συνυπολογίζονται κατ’ άρθρον 1019.2 ΚΠολΔ α) το χρονικό διάστημα από την κατ’ άρθρον 966.3 ΚΠολΔ έκδοση δικαστικής απόφασης που ορίζει νέα ημερομηνία πλειστηριασμού μέχρι την ημέρα διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού, β) ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκες με δικαστική απόφαση γ) το χρονικό διάστημα αναστολής του πλειστηριασμού που επήλθε με κοινή συμφωνία επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, εφόσον γνωστοποιήθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δ) το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατά το οποίο απαγορεύεται η διενέργεια πλειστηριασμού.
4. Επέκταση εξαίρεσης
Στην διάταξη αυτή ανιχνεύεται η νομοθετική εξειδίκευση της γενικής αρχής να μην υποχρεούται κανείς στα αδύνατα και έτσι να μην συνυπολογίζονται εκείνα τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Εξάλλου η θεώρηση της ανατροπής κατάσχεσης ως οιονεί ποινή για τον επισπεύδοντα δανειστή οδηγεί εύλογα σε αναζήτηση της υπαιτιότητάς του ως προϋπόθεση για την κήρυξη της ανατροπής.
Αν και με ειδική διάταξη καθορίζονται ρητά οι εξαιρέσεις, δικαιολογώντας έτσι ενδεχόμενη ερμηνευτική εκδοχή ότι πρόκειται για περιοριστική απαρίθμηση, εντούτοις η ταυτότητα του νομικού λόγου καθιστά επιτρεπτή την αναλογική εφαρμογή της διάταξης και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις όταν διαπιστώνεται απροσχεδίαστο από τον νόμο κενό.
Θεωρία και νομολογία ήδη πριν τον Ν 4335/2015 δέχθηκαν την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της παρ. 2 με αναλογία σε λοιπές, διαπιστωθείσες στην πράξη, αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής αδυναμίας συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, όμοιες κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους με τις ως άνω ρυθμισμένες στην παρ. 2 του άρθρου 1019. Η ομοιότητα συνίστατο στην αντικειμενική νομική ή πραγματική αδυναμία του δανειστή να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία. Έτσι στις εν λόγω αρρύθμιστες περιπτώσεις συντρέχει η ταυτότητα του νομικού λόγου που για λόγους ισότητας επιβάλλει ρύθμιση επί της αρρύθμιστης περίπτωσης όμοιας με τις ρυθμισμένες στην παρ. 2. Στο πλαίσιο αυτό έγινε δεκτό ότι δεν συνυπολογίζονται (δηλαδή αφαιρούνται) από τον χρόνο διαδρομής της προθεσμίας περιπτώσεις αδράνειας:
Σελ. 10451) Λόγω αναστολής ατομικών διώξεων μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση και μέχρι την περάτωσή της ή μετά από υπαγωγή του σε ειδική εκκαθάριση ή σε ειδική διαχείριση.
2) Λόγω αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας κατά το διάστημα από την δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που ακύρωσε την κατάσχεση έως την δημοσίευση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια
3) Λόγω έλλειψης πλειοδοτών πλειστηριασμού που ματαιώθηκε μέχρι την νέα ημερομηνία διενέργειάς του
4) Λόγω νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών για διάφορες αιτίες όπως διενέργειας εκλογών, χάριν προστασίας συγκεκριμένωνκατηγοριών οφειλετών και εξαιτίας προσωρινής αναστολής λειτουργία των δικαστηρίων στο πλαίσιο της πανδημίας
5) Λόγω αποχής δικηγόρων ή συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων πλειστηριασμού και γενικά λόγω οποιασδήποτε άλλης αιτίας νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα.
5. Το ερώτημα
Ενόψει των ανωτέρω και συγκεκριμένα μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον ΚΠολΔ με τον Ν 4335/15 το ερώτημα που απασχολεί την νομολογία και την θεωρία και το οποίο θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε εδώ αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του υποχρεωτικού κατ’ άρθρο 954.2 και πλέον 993.2 ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού 7 μήνες από την περάτωση της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση 8 μηνών από την ημέρα αυτή για τα ακίνητα.
Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι εάν το κατ’ άρθρον 993.2 διάστημα που υποχρεωτικά πρέπει να μεσολαβεί επί ποινή ακυρότητας από την κατάσχεση μέχρι τον ορισμό του πρώτου πλειστηριασμού θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως και οι παραπάνω αναφερόμενες ρυθμισμένες και αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας και οι οποίες εξαιρούνται από τον υπολογισμό της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1019.1 κατ’ αναλογία της παρ.2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ. Διαφορετικά διατυπωμένο το ερώτημα έχει ως εξής: θα πρέπει η ετήσια προθεσμία του 1019 να ξεκινά αμέσως μετά το πέρας της 7μηνης προθεσμίας του άρθρου 993;
Στο ερώτημα αυτό δίδονται δύο αντίθετες απαντήσεις, μια καταφατική και μια αρνητική που απαντώνται τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία.
Κατά την πρώτη και επικρατούσα άποψη λοιπόν, το διάστημα των 7 μηνών που προβλέπει η διάταξη 993.2 και το οποίο πρέπει υποχρεωτικά να παρεμβάλλεται από την κατάσχεση μέχρι τον ορισμό της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως και οι υπόλοιπες ρυθμισμένες και αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας και να εξαιρείται από τον υπολογισμό της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1019 κατ’ αναλογία της παρ2 του ίδιου άρθρου καθώς διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα 5 μηνών για τον επισπεύδοντα δανειστή να επιτύχει ευδόκιμο πλειστηριασμό.
Η άποψη αυτή στηρίζει την ερμηνεία της σε ένα επιχείρημα με τρία επίπεδα.
Πρώτον στον εντοπισμό ενός νομικού κενού ή ενός επιγενόμενου κενού δικαίου. Δεύτερον στην εξομοίωση της διάταξης 993.2 και του διαστήματος που αυτή ορίζει με τις λοιπές περιπτώσεις αρρύθμιστων ή ρυθμισμένων από την παρ. 2 του 1019 ΚΠολΔ διαστημάτων νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας. Τρίτον, στην ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη ο οποίος, κατά την άποψη αυτή, δεν μπορεί να επιδίωκε την δημιουργία ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος για τον επισπεύδοντα δανειστή.
Απέναντι στην παραπάνω εκτεθειμένη κυρίαρχη άποψη τοποθετείται ένα μέρος της θεωρίας και της νομολογίας. Το κεντρικό και ίσως μοναδικό επιχείρημα της αντίθετης μειοψηφούσας αυτής τοποθέτησης είναι ότι δεν υφίσταται κενό δικαίου καθώς αν ο νομοθέτης ήθελε να το ρυθμίσει θα το είχε πράξει και θα είχε εντάξει την παρ. 2 του 993 στις εξαιρέσεις της παρ. 2 του 1019. Μάλιστα ήταν σε γνώση του χρονικού πλαισίου της παρ 1 του 1019 ώστε να μην μπορεί να γίνει λόγος για ακούσιο κενό.
Σελ. 1046Ωστόσο τούτο το επιχείρημα δεν φαίνεται επαρκές. Και αυτό γιατί αφενός δεν εξετάζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις της άποψης που αντιμετωπίζει και αφετέρου γιατί η ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη χωρίς ταυτόχρονα ειδικότερη εξέταση της όλης δομής των διατάξεων που ρυθμίζουν την χρονική πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας, από την κατάσχεση μέχρι και την ανατροπή της δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Είναι λοιπόν αναγκαίο να ενσκήψουμε εγγύτερα στις προϋποθέσεις ένταξης της ρύθμισης της διάταξης 954.2 και πλέον 993.2 στις λοιπές περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας προκειμένου να δώσουμε μια πληρέστερη απάντηση στο ερώτημα που μας απασχολεί εδώ.
Όπως είπαμε κατά την επικρατούσα στην νομολογία άποψη, υφίσταται κενό δικαίου το οποίο θα πρέπει αναλογικώς να πληρωθεί και αυτό μπορεί να γίνει καθώς υπάρχει ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ του νεκρού διαστήματος του 993.2 με τις υπόλοιπες ρυθμισμένες ή αρρύθμιστες περιπτώσεις. Ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι το εναπομείναν χρονικό διάστημα των 5 μηνών αποτελεί ένα στενό περιθώριο που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να επιδίωκε ο νομοθέτης.
Ειδικότερα κατά την άποψη αυτή οι ρυθμίσεις του Ν 4335/2015 συνιστούν νέες τυπικές περιπτώσεις νομικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα δανειστή που έμειναν αρρύθμιστες από την παρ. 2 του 1019 ΚΠολΔ λόγω αβλεψίας του νομοθέτη κατά τις έκτακτες συνθήκες νομοθέτησης του Ν 4335/2015 προκαλώντας επιγενόμενο κενό δικαίου. Η παράλειψη περίληψης στην παρ. 2 του 1019 των «νεκρών» διαστημάτων της 954.2 και πλέον 993.2 ανάγεται κατά την άποψη αυτή σε αβλεψία δεδομένων των πρωτόγνωρων έκτακτων (μη κανονικών) συνθηκών υπό τις οποίες νομοθετήθηκε εσπευσμένως ο Ν 4335/2015. Η διαπίστωση ακούσιου κενού που επιτρέπει την ανάλογη εφαρμογή της παρ2 στις παραπάνω αρρύθμιστες περιπτώσεις συνάγεται λοιπόν κατά την άποψη αυτή από τις περιστάσεις νομοθέτησης και την αβλεψία του νομοθέτη.
Δεν μπορεί κατά την άποψη αυτή να αποδοθεί στον νομοθέτη η πρόθεση να επιδίωκε την υποχρέωση του επισπεύδοντος δανειστή να επιτύχει νέο ευδόκιμο πλειστηριασμό εντός των στενών χρονικών περιθωρίων των 5 εναπομεινάντων μηνών μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό καθώς διαφορετική ερμηνεία θα δημιουργούσε σε τρομακτική συρρίκνωση του χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο ο επισπεύδων οφείλει να επιτύχει νέο ευδόκιμο πλειστηριασμό αποτέλεσμα στο οποίο δεν αποσκοπούσε ο νομοθέτης με τις τροποποιήσεις των άρθρων 954 και 993 ΚΠολΔ και την υποχρεωτική μετάθεση του πρώτου πλειστηριασμού σε απώτερο χρονικό διάστημα, οι οποίες τροποποιήσεις σκόπευαν απλώς στην διασφάλιση εκδόσεως απόφασης επί του πλειστηριασμού (όπως προκύπτει ήδη από την αιτιολογική έκθεση του Ν4335/2015 υπό το άρθρο 1, Β VII.3.1) Κατά την άποψη αυτή λοιπόν υφίσταται κενό δικαίου το οποίο και θα πρέπει αναλογικά να πληρωθεί και ως εκ τούτου να τύχει της ίδιας αντιμετώπισης το νεκρό διάστημα της 993.2 με τις υπόλοιπες ρυθμισμένες και αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας καθώς διαφορετική ερμηνεία σύμφωνα με την άποψη αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να απομένει ένα στενό περιθώριο 5 μηνών για τον επισπεύδοντα δανειστή να επιτύχει νέο ευδόκιμο πλειστηριασμό.
Όπως είναι φανερό το κεντρικό επιχείρημα γύρω από το οποίο δομείται η εδώ σχολιαζόμενη και επικρατούσα άποψη και το οποίο αποτελεί αφετηρία της ερμηνείας της συνίσταται στην αναγνώριση ενός νομικού κενού ή ενός επιγενόμενου κενού δικαίου. Μπορούμε ωστόσο πράγματι να μιλήσουμε στην προκειμένη περίπτωση για κενό δικαίου;
Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ θα πρέπει να εξετάσουμε ειδικότερα τις παραδοχές της άποψης αυτής και να θέσουμε επομένως συγκεκριμένα ερωτήματα.
Κατά τον Engisch, τον οποίο και επικαλείται η συγκεκριμένη άποψη προκειμένου να υποστηρίξει την ύπαρξη κενού δικαίου, κενό είναι μια ατέλεια σε ένα σύνολο η οποία μας αφήνει ανικανοποίητους. Μιλούμε για κενό του νόμου εκεί που αναφορικά με ένα νομικό ερώτημα δεν μπορούμε να βρούμε καμία απάντηση με την βοήθεια της ερμηνείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα να συμπληρώσουμε με αναλογικούς συλλογισμούς και παρόμοιες νοητικές ενέργειες που στηρίζονται στον νόμο κενά που φαίνεται ότι εμφανίζονται μετά από απλή ερμηνεία του νόμου και που γι’αυτό είναι κενά του νόμου. Κενά είναι ελαττώματα του θετικού δικαίου που γίνονται αισθητά ως ελλείψεις νομικών ρυθμίσεων εκεί που αναμένονται τέτοιες ρυθμίσεις για ορισμένα πραγματικά γεγονότα και επιτρέπουν ή αξιώνουν την άρση τους διαμέσου μιας συμπληρωματικής του δικαίου δικαστικής απόφασης.
Κατά τον Engisch όμως τίθεται και το στοιχείο της μη ικανοποιητικής, της αντίθετης με το σχέδιο ατέλειας. Όπως λέει δεν μπορεί να γίνει λόγος για κενό στο δίκαιο απλώς και μόνο όταν στο πλαίσιο του δικαίου δεν υπάρχει μια ρύθμιση που φανταζόμαστε πως θα έπρεπε να υπάρχει. Η ανυπαρξία όμως της σχετικής ρύθμι
Σελ. 1047σης μπορεί να ανταποκρίνεται σε ένα καθοριστικό σχέδιο του νομοθέτη ή του νόμου, οπότε δεν έχει την έννοια του κενού, ούτε εμφανίζεται ως ελάττωμα που έχουμε δικαίωμα να το εξαφανίσουμε.
Αν δεν μας αρέσει η έλλειψη μιας ρύθμισης μπορούμε βέβαια να μιλήσουμε για κενό δικαίου από δικαιοπολιτική άποψη ή για κενό από κριτική σκοπιά ή για μη γνήσιο κενό ή για κενό από άποψη ενός μελλοντικού καλύτερου δικαίου αλλά όχι για γνήσιο και καθαυτό κενό, δηλαδή στο ισχύον δίκαιο (de lege lata). Ένα κενό de lege ferenda μπορεί να προκαλέσει την νομοθετική εξουσία να τροποποιήσει το δίκαιο όχι όμως και τον δικαστή να το συμπληρώσει Η πιο γνωστή από τις μεθόδους πλήρωσης του κενού είναι ο αναλογικός διαλογισμός. Ο αναλογικός διαλογισμός ως διαλογισμός από το μερικό στο μερικό γεννά πολλά ζητήματα. Κάθε μερικό διαφέρει από κάθε άλλο μερικό. Έτσι η πολυσήμαντη έννοια της ομοιότητας γίνεται θεμέλιο του συλλογισμού. Συγχρόνως γίνεται αισθητή η σημασία του γενικού, του κοινού στοιχείου που νομιμοποιεί τον διαλογισμό. Για να μπορεί να σταθεί νομικά ένας αναλογικός διαλογισμός πρέπει να αποδειχθεί ότι το μερικό το οποίο απαιτεί νομική ρύθμιση και το μερικό για το οποίο υπάρχει ρύθμιση έχουν κοινά εκείνα τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η νομική ρύθμιση.
Εν όψει των ανωτέρω είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα. Μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για κενό δικαίου; Ποιο είναι το επιχείρημα της εδώ σχολιαζόμενης και επικρατούσας άποψης που μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο; Αρκούν οι έκτακτες συνθήκες νομοθέτησης ως επιχείρημα; Μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για αβλεψία του νομοθέτη; Το εναπομείναν διάστημα των 5 μηνών ακόμη και αν χαρακτηριστεί ως στενό ή ασφυκτικό μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη ή ως αβλεψία του νομοθέτη; Τι είναι αυτό που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν μπορεί να ήταν αυτή η βούληση του νομοθέτη; Και τέλος μπορούμε πράγματι να εξομοιώσουμε την 954.2 με τις υπόλοιπες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας;
Στην διερεύνησή μας αυτήν θα ξεκινήσουμε από το τελευταίο ερώτημα που αποτελεί και το θεμέλιο του συλλογισμού της επικρατούσας αυτής άποψης και από αυτό εξετάζοντας τις διατάξεις που μας ενδιαφέρουν θα αναχθούμε στο ερώτημα περί κενού δικαίου και αβλεψίας του νομοθέτη.
Όπως είπαμε το επιχείρημα της άποψης αυτής στηρίζεται σε τρεις παραμέτρους. Πρώτον στην αναγνώριση ενός επιγενόμενου κενού δικαίου, δεύτερον στην εξομοίωση του νεκρού διαστήματος της 954.2 με τις υπόλοιπες ρυθμισμένες και αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας και τρίτον στην ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη η οποία δεν μπορεί να αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός στενού χρονικού διαστήματος 5 μηνών και άρα επειδή ακριβώς δεν μπορεί να ήταν αυτή η βούληση του νομοθέτη, το εναπομείναν διάστημα προέκυψε εξαιτίας αβλεψία ή παράλειψης αυτού.
Θα πρέπει ως εκ τούτου να θέσουμε υπό εξέταση την βασική προϋπόθεση της εδώ σχολιαζόμενης και κυρίαρχης στην νομολογία άποψης, του θεμελίου δηλαδή του συλλογισμού της μέσω του οποίου και επιχειρεί να πληρώσει το κενό που εντοπίζει, την θέση δηλαδή σύμφωνα με την οποία τα χαρακτηριστικά της διάταξης 954.2 είναι όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους με τα διαστήματα των υπόλοιπων αρρύθμιστων και ρυθμισμένων περιπτώσεων νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει και αναλογική αντιμετώπιση της παραπάνω διάταξης.
Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τόσο τα ειδικότερα χαρακτηριστικά εκείνων των ρυθμισμένων και αρρύθμιστων περιπτώσεων που εξαιρούνται από τον υπολογισμό της ενιαύσιας προθεσμίας του άρθρου 1019 όσο και τον χαρακτήρα της διάταξης 954.2 (πλέον 993.2) προκειμένου να διαπιστώσουμε εάν χωρεί τέτοια δυνατότητα εξομοίωσής τους και κατά συνέπεια αναλογικής εφαρμογής. Επιπλέον είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την παραπάνω ρύθμιση του 954.2 και την ειδικότερη θέση που αυτή κατέχει μέσα στο όλο σύστημα της εκτελεστικής διαδικασίας και την ένταξή της σε αυτό. Τέλος να διερευνήσουμε την σχέση της διάταξης αυτής με τις λοιπές διατάξεις που ορίζουν την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα με την διάταξη 966ΚΠολΔ και ως εκ τούτου να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το ερώτημα περί κενού δικαίου.
Διερευνώντας τα παραπάνω μπορούμε στην συνέχεια να εξετάσουμε και τα υπόλοιπα σημεία της παραπάνω άποψης που επιστηρίζουν το επιχείρημά της. Δηλαδή την παραδοχή ότι το εναπομείναν διάστημα αποτελεί ένα στενό χρονικό περιθώριο και ότι η βούληση του ιστορικού νομοθέτη δεν μπορεί να ήταν η δημιουργία ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος για τον επισπεύδοντα δανειστή.
6. Ο χαρακτήρας των εξαιρετέων διαστημάτων
Προκειμένου λοιπόν να εξετάσουμε το παραπάνω ερώτημα θα πρέπει να δούμε κατ’ αρχάς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκείνων των ρυθμισμένων και αρρύθμιστων περιπτώσεων νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας που εξαιρού
Σελ. 1048νται από τον υπολογισμό της ενιαύσιας προθεσμίας του 1019.1 ΚΠολΔ.
Όσον αφορά τις ρυθμισμένες στον νόμο περιπτώσεις στην παρ. 2 της διάταξη 1019 αναφέρονται τρία τέτοια διαστήματα νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας που εξαιρούνται από τον υπολογισμό της ετήσιας προθεσμίας: α) το διάστημα από την κατ’ άρθρο 966.3 απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου μέχρι την ημερομηνία νέου (και τελευταίου) πλειστηριασμού, β) το διάστημα αναστολής της εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή με κοινή συναίνεση οφειλέτη και επισπεύδοντος, και γ) το διάστημα του Αυγούστου.
Οι δύο πρώτες περιπτώσεις που εξαιρούνται σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη από τον υπολογισμό της ενιαύσιας προθεσμίας του 1019 όπως βέβαια και όσες αρρύθμιστες περιπτώσεις έχουν κριθεί αναλογικά και για την ταυτότητα του νομικού λόγου από την νομολογία ως εξαιρετέες έχουν κάποια ουσιώδη στοιχεία που τους προσδίδουν και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και τις διαφοροποιούν από την ρύθμιση της διάταξης 954.2.
Το σημαντικότερο κοινό χαρακτηριστικό τούτων των περιπτώσεων είναι «η αδυναμία εκ των προτέρων πρόβλεψης από τον επισπεύδοντα δανειστή τόσο της διάρκειάς τους όσο και της επέλευσής τους» Όπως είναι φανερό οι δύο πρώτες περιπτώσεις της 1019.2 αφορούν διαστήματα τα οποία προκύπτουν από την παρεμβολή ενός εξωτερικού της εκτελεστικής διαδικασίας παράγοντα. Η εκτελεστική διαδικασία παύει να κινείται αφ’ εαυτής, απρόσκοπτα και ανέμελα ως περίκλειστη στον εαυτό της διαδικασία αλλά μεσολαβεί ένα εξωτερικό στοιχείο που διαμορφώνει την πορεία της καθορίζοντας τον τρόπο εξέλιξής όπως π.χ. στην πρώτη περίπτωση της 1019.2 δηλαδή την κατ’ άρθρον 966.3 προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο αποφασίζει είτε την άρση της κατάσχεσης είτε τον ορισμό νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού. Το ενδεχόμενο αυτό, δηλαδή η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο υφίσταται και προβλέπεται στον νόμο, ωστόσο ούτε η επέλευσή του είναι δεδομένη, καθώς τούτο θα συμβεί μόνο μετά τον 4ο και άγονο πλειστηριασμό, ούτε όμως και η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να προεξοφληθεί καθώς τούτο έχει την ευχέρεια να αποφασίσει είτε την άρση της κατάσχεσης ή τον ορισμό νέου πλειστηριασμού. Αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι πως στην περίπτωση ορισμού νέου πλειστηριασμού άγνωστη παραμένει η ημερομηνία κατά την οποία θα ορίσει το αρμόδιο δικαστήριο για την διεξαγωγή του. Εδώ βλέπουμε πως το διάστημα αυτό που εξαιρεί η 1019.2 έχει τον χαρακτήρα του μη προβλέψιμου ως προς την επέλευσή του αλλά και του απροσδιόριστου ως προς την διάρκειά του.
Αντίστοιχα στην δεύτερη περίπτωση της παρ. 2 του 1019 εισέρχεται στον κύκλο της εκτελεστικής διαδικασίας μια απόφαση αναστολής της, μια απόφαση που προκύπτει έξωθεν αυτής και την διαμορφώνει. Παρόμοια και ακόμη εντονότερα είναι άγνωστο το εάν θα προκύψει τέτοια απόφαση αναστολής, είτε δικαστική είτε με κοινή συμφωνία δανειστή και οφειλέτη αλλά και η διάρκεια τούτης της αναστολής είναι απροσδιόριστη και μη προβλέψιμη εκ των προτέρων.
Οι περιπτώσεις αυτές οι οποίες διακρίνονται από το χαρακτηριστικό της μη προβλεψιμότητας τόσο ως προς την επέλευσής τους όσο και ως προς την διάρκειάς τους συνιστούν εξαιρετικές έκτακτες απροσδιόριστης διάρκειας, και προκύπτουν έξωθεν του κύκλου της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελώντας έτσι εξαιρέσεις στην κανονική πορεία της εκτέλεσης.
Παρατηρούμε πως στις περιπτώσεις αυτές μεσολαβεί ένας εξωτερικός της εκτελεστικής διαδικασίας παράγοντας ο οποίος αποτελεί και ένα σημείο ρωγμής στην κανονική και απρόσκοπτη πορεία της που διαταράσσει την εσωτερικά ανέμελη εξέλιξη της διαδικασίας της εκτέλεσης και στον κλειστό κατά τ’ άλλα κύκλο της εισέρχεται ένα στοιχείο έξωθεν αυτής.
Η εκτελεστική διαδικασία δηλαδή παύει ή αναστέλλεται εξαιτίας ενός εξωτερικού στοιχείο που την διαμορφώνει και καθορίζει τον τρόπο της μετ’ έπειτα εξέλιξής της ή την αναστολή της.
Αντίστοιχα και ακόμη εντονότερα ισχύουν τα παραπάνω και για όλες εκείνες τις περιπτώσεις που νομολογιακά έχουν κριθεί ως εξαιρετέες από τον υπολογισμό της ετήσιας προθεσμίας του 1019 ΚΠολΔ. Εδώ υφίσταται μια προφανής ρωγμή στην ομαλή και κανονική πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας. Εδώ γεγονότα εξωτερικά της εκτελεστικής διαδικασίας και μη προβλέψιμα εκ των προτέρων επηρεάζουν την ίδια την εκτέλεση προκαλώντας την αναστολή και την διακοπή της, προκαλώντας έτσι αδυναμία νομική ή πραγματική συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας όπως τα παραπάνω αναφερόμενα νομολογιακά παραδείγματα.
Ανακεφαλαιώνοντας βλέπουμε ότι όλες οι παραπάνω περιπτώσεις που είτε προβλέπονται είτε έχουν αναλο
Σελ. 1049γικά κριθεί ως εξαιρετέες από τον υπολογισμό της ενιαύσιας προθεσμίας προκύπτουν εξωτερικά της εκτελεστικής διαδικασίας. Δηλαδή γεγονότα εξωτερικά αυτής εισέρχονται εντός του κύκλου της επηρεάζοντας την εξέλιξή της. Γεγονότα έκτακτα και εξαιρετικά, μη προβλέψιμα ως προς την επέλευσή τους και απροσδιόριστα ως προς την διάρκειά τους εισβάλουν και διαμορφώνουν την εκτελεστική διαδικασία προκαλώντας είτε την διακοπή της είτε την αναστολή της. Έχουν επομένως τον χαρακτήρα του έκτακτου, του εξαιρετικού και του απροσδιόριστου διατηρώντας μια εξωτερική σχέση με την ίδια την εκτελεστική διαδικασία προκαλούν ρωγμή στον κύκλο της εκτέλεσης.
Βασικό επιχείρημα της κυρίαρχης σε νομολογία και θεωρία άποψης είναι ότι η το διάστημα που προβλέπεται στην 954.2 και πλέον 993 θα πρέπει, εν όψει και του επιγενόμενου κενού δικαίου, να αντιμετωπιστεί κατ’ αναλογία όπως και οι λοιπές ρυθμισμένες και αρρύθμιστες περιπτώσεις καθώς υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα τους μεταξύ αυτών των περιπτώσεων και της παραπάνω προβλεπόμενης στην διάταξη 954 προθεσμίας.
Μπορούμε ωστόσο ενόψει των ανωτέρω πράγματι να εντοπίσουμε τέτοια ομοιότητα χαρακτηριστικών όπως αναγνωρίζει και η εδώ σχολιαζόμενη άποψη; Μπορούμε πράγματι να αντιμετωπίσουμε ως ουσιαστικά όμοια την περίπτωση της 954.2 με τις υπόλοιπες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας; Μπορούμε να διακρίνουμε στο διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της κατάσχεσης έως και τον πρώτο πλειστηριασμό τα ίδια χαρακτηριστικά με τα διαστήματα των υπόλοιπων περιπτώσεων κατά τα οποία διακόπτεται ή αναστέλλεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης;
Δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τούτα τα ερωτήματα ικανοποιητικά παρά μόνο εάν σταθούμε αντίστοιχα στην αναζήτηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της διάταξης 954.2 και της εκεί προβλεπόμενης παρεμβολής των 7 μηνών αλλά και της εν γένει θέσης και ένταξής της στην όλη δομή της πορείας της εκτελεστικής διαδικασίας καθώς και στην σχέση της με την διάταξη 966 ΚΠολΔ με την οποία βρίσκεται σε αδιαχώριστη ενότητα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να εξετάσουμε το ερώτημα περί κενού δικαίου καθώς και το έτερο επιχείρημα της εδώ σχολιαζόμενης άποψης σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αντίθετη ερμηνεία, δηλαδή ο συνυπολογισμός της στην ενιαύσια προθεσμία του 1019, καθώς έτσι θα δημιουργηθεί ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα στον επισπεύδοντα δανειστή, και ειδικότερα ένα στενό χρονικό πλαίσιο 5 μηνών το οποίο δεν μπορεί να επιδίωκε ο νομοθέτης.
Όπως εκθέσαμε παραπάνω σχετικά με τις περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας οι οποίες και εξαιρούνται από τον υπολογισμό της ενιαύσιας προθεσμίας του 1019 παρατηρήσαμε ότι τούτες συνιστούν έκτακτες και μη προβλεπόμενες περιπτώσεις, τόσο ως προς την επέλευσή τους όσο και ως προς την διάρκειά τους. Εισάγονται έξωθεν στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προκαλώντας την διακοπή της, την αναστολή της ή την προσωρινή παύση της.
Ενώ λοιπόν σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχουμε την παρεμβολή ενός εξωτερικού στοιχείου στην απρόσκοπτη πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας, που συνιστά ταυτόχρονα καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξή της και εισβάλει εντός της διακόπτοντάς την τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την εδώ εξεταζόμενη περίπτωση της 954.2
Όπως αυτή ορίζει η κατασχετήρια έκθεση θα πρέπει να περιέχει την αναφορά της ημερομηνίας πλειστηριασμού σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το στοιχείο αυτό αποτελεί ουσιώδη τύπο της έκθεσης αυτής διαφορετικά επέρχεται η ακυρότητά της.
Ειδικότερα η διάταξη αναφέρει ότι ο πλειστηριασμός θα πρέπει να οριστεί σε 7 μήνες και πάντως όχι σε διάστημα πέραν των 8 μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης.
Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον Ν 4335/2015 επιταχύνθηκε και απλοποιήθηκε η εκτελεστική διαδικασία ενώ με την ρύθμιση της διάταξης 954 σε συνδυασμό με αυτήν της 933 είναι δεδομένο ότι σκοπός είναι να έχουν εκκαθαριστεί οι δίκες περί την εκτέλεση σε πρώτο βαθμό μέχρι την ημέρα ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Μάλιστα σε αυτό συνηγορεί και η ρύθμιση του 937 σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης παρά μόνο μετά την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης επί της ανακοπής του 933.
Στο διάστημα αυτό λοιπόν των επτά μηνών η εκτελεστική διαδικασία δεν παύει, ούτε αναστέλλεται ούτε διακόπτεται με οποιονδήποτε τρόπο. Απεναντίας, συνεχίζει, σιωπηλά μεν, να εξελίσσεται κανονικά και να προχωρά σύμφωνα με τον ρυθμό και τον χρόνο της, αναμένοντας την ενδεχόμενη επέλευση μη προβλεπόμενων και εξωτερικών αυτής γεγονότων απροσδιόριστης διάρκειας που ενδεχομένως προκαλέσουν την διακοπή ή την αναστολή της. Το διάστημα που ορίζει η διάταξη 954.2 (πλέον 993.2) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκτελεστικής διαδικασίας, εσωτερικό αυτής κατά το οποίο η εκτέλεση δεν διακόπτεται αλλά προχωρά σύμφωνα με τον ρυθμό και τον χρόνο που αυτή ορίζει. Δεν έχουμε παύση ή οποιαδήποτε αδυναμία συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας αλλά συγκεκριμένη ρύθμιση του χρόνου της εξέλιξής της και καθορισμού του ρυθμού της. Το διάστημα αυτό των 7 εώς 8 μηνών δεν προκύπτει έξωθεν της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά αποτελεί εσωτερικά ρητά προβλεπόμενο και σαφώς προσδιορισμένο και ρυθμισμένο χρονικό διάστημα συνδεδεμένο με τις λοιπές διατάξεις της εκτέλεσης.
Το διάστημα που ορίζεται στην 954.2 και πλέον 933 ακόμη και ως νεκρό χρονικό διάστημα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει οποιαδήποτε ομοιότητα με τις λοι
Σελ. 1050πές ρυθμισμένες ή αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης; Σε αντίθεση με αυτές είναι σαφώς ορισμένο, χρονικά προσδιορισμένο και προβλέψιμο. Δεν συνιστά έκτακτη περίπτωση αλλά τακτικό χρόνο που ορίζεται σαφώς από τον νομοθέτη και έτσι εκ των προτέρων προβλέψιμο ως προς όλα του τα στοιχεία. Αποτελεί εσωτερικό της διαδικασίας διάστημα και χρονικό πλαίσιο αυτής και σε καμία περίπτωση εξαιρετικό. Αποτελεί αναπόσπαστο εσωτερικό στοιχείο της εκτελεστικής διαδικασίας και επουδενί εξαιρετικό διάστημα αλλά απολύτως προσδιορισμένο και κανονιστικό στοιχείο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτα μπορούν να γίνουν ακόμη πιο κατανοητά εάν προστρέξουμε στις επόμενες διατάξεις της εκτέλεσης και συγκεκριμένα στις παραγράφους της διάταξης 966.
Η ίδια η διάταξη 954.2 όπως φαίνεται από το χρονικό πλαίσιο που ορίζει εντός του οποίου θα πρέπει να οριστεί ο πρώτος πλειστηριασμός, δηλαδή το διάστημα 7 εώς 8 μήνες από την κατάσχεση φαίνεται πως ρυθμίζει την εξέλιξη της εκτελεστικής διαδικασίας από την κατάσχεση μέχρι τον πρώτο πλειστηριασμό αλλά ταυτόχρονα αποτελεί καθοριστικό ρυθμιστικό παράγοντα της χρονικής πορείας για το μετά τον πρώτο πλειστηριασμό διάστημα. Τούτο το δεύτερο στοιχείο απουσιάζει από την εδώ σχολιαζόμενη και επικρατούσα άποψη είναι όμως καθοριστικό στον προβληματισμό μας για την θέση τούτης της διάταξης στην όλη δομή της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά και στο ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη νομικού κενού. Δηλαδή δεν λαμβάνεται υπόψιν το απώτατο χρονικό σημείο ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού δηλαδή των 8 μηνών, ούτε και η σχέση της διάταξης 954.2 με αυτήν του άρθρου 966, δηλαδή η σχέση της 954.2 με το μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό χρονοδιάγραμμα.
Τούτο όμως το δεδομένο μπορεί να μας καταστήσει σαφέστερη την θέση της διάταξης 954.2 στην όλη δομή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και των χρονικών ορίων που αυτή θέτει καθώς και την σχέση της με την διάταξη 966 με την οποία όπως αναφέραμε βρίσκεται σε αδιαχώριστη ενότητα.
Ο δεύτερος αυτός περιορισμός του απώτατου χρονικού σημείου των 8 μηνών εντός των οποίων θα πρέπει να οριστεί ο πρώτος πλειστηριασμός αναδεικνύει την σύνδεση της διάταξης του 954.2 με αυτήν του 966 αλλά και με αυτήν του 1019 καθώς και την επιδίωξη να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκτέλεσης εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου.
Τούτο μπορεί να γίνει κατανοητό από την εξέταση της διάταξης 966 και τον τρόπο με τον οποίο τούτη η διάταξη ρυθμίζει την συνέχεια της εκτελεστικής διαδικασίας και την χρονολογική που εκεί αναπτύσσεται μετά από τον πρώτο άγονο πλειστηριασμό. Αν προσέξουμε τις προθεσμίες που τάσσονται στην διάταξη 966 και καθορίζουν την εξέλιξη της εκτελεστικής διαδικασίας μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό γίνεται εμφανής ακόμη εντονότερα η αδιαχώριστη ενότητα τούτης της διάταξης με αυτήν της 954.2 αλλά και με αυτήν της 1019 και αυτό προκύπτει από μια απλή άθροιση των προθεσμιών που τάσσονται στις παραπάνω διατάξεις.
Ειδικότερα η διάταξη 966.2 ορίζει ότι μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό και εφόσον ο επισπεύδον δανειστής δεν ζητήσει να κατακυρωθεί υπέρ εκείνου, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται μέσα σε 40 ημέρες.
Η παρ.2Α της ίδιας διάταξης ορίζει ότι αν και ο δεύτερος πλειστηριασμός αποβεί άγονος διεξάγεται νέος, (τρίτος πλειστηριασμός) μέσα σε 30 ημέρες. Ενώ σύμφωνα με την παρ.2Β αν και ο τρίτος πλειστηριασμός αποβεί άγονος ορίζεται και πάλι νέος 4ος πλειστηριασμός μέσα σε 30 ημέρες. Τότε πια και εφόσον και ο 4ος πλειστηριασμός αποβεί άγονος σύμφωνα με την παρ3 του 966 όποιος έχει έννομο συμφέρον απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστήριο για τον ορισμό νέου, 5ου και τελευταίου πλειστηριασμού, καθώς τούτος αποτελεί το απώτατο σημείο της εκτελεστικής διαδικασίας.
Από τις παραπάνω προθεσμίες που τάσσονται στις παραγράφους 2-2Β προκύπτει ότι η κατ΄άρθρον 966.3 αίτηση προς το αρμόδιο δικαστήριο για τον ορισμό του 5ου πλειστηριασμού απευθύνεται μετά την πάροδο 40+30+30 ημερών από τον ορισμό του πρώτου πλειστηριασμού. Δηλαδή μετά τον πρώτο άγονο πλειστηριασμό ορίζεται ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και συγκεκριμένα ένα πλαίσιο 100 ημερών εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί ο επισπεύδον δανειστής προκειμένου επιτύχει ευδόκιμο πλειστηριασμό με απώτατο σημείο την κατ’ άρθρον 966.3 απεύθυνση προς το αρμόδιο δικαστήριο.
Προκύπτει λοιπόν με μια απλή άθροιση των προθεσμιών που τάσσονται τόσο στην διάταξη 954.2 όσο και στην διάταξη 966 πως η αίτηση του άρθρου 966.3 θα κατατεθεί μετά από 4 άγονους πλειστηριασμούς σε διάστημα 7μηνών (954.2) + 40 + 30 + 30 (966.1-2Β) = 210 ημέρες + 100 ημέρες -30 ημέρες (Αύγουστος) = 280 ημέρες από την επιβολή της κατάσχεσης, δηλαδή σε διάστημα πολύ λιγότερο από την ετήσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ.
Μάλιστα λαμβάνοντας υπόψιν και την απώτατη προθεσμία των 8 μηνών που θέτει το άρθρο 954.2 είναι εμφανές πως σε τούτο αποσκοπεί και αυτή, δηλαδή την διατήρηση της εκτελεστικής διαδικασίας εντός της ενιαύσιας προθεσμίας του 1019.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να κατανοήσουμε την χρονική εξέλιξη της εκτελεστικής διαδικασίας με τον εξής απλό συμβολισμό μιας αυστηρής ανισότητας: 954.2 + 966 -1019.2 < 1019.1.
Σύμφωνα με την οποία η εκτελεστική διαδικασία όπως ρυθμίζεται στις διατάξεις 954.2 και 966 μέχρι την προσφυγή στο αρμόδιο κατ’ άρθρο 966.3 δεν ξεπερνά το έτος του 1019 καθώς και το διάστημα από την απόφαση του 966.3 μέχρι τον ορισμό του τελευταίου και πέμπτου πλειστηριασμού δεν συνυπολογίζεται στην ενι
Σελ. 1051αύσια προθεσμία του 1019 σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου.
Γίνεται έτσι κατανοητός και ο σκοπός της ρύθμισης σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να οριστεί ο πρώτος πλειστηριασμός σε διάστημα πέραν των 8 μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης γιατί τότε πράγματι υφίσταται ο κίνδυνος η εκτελεστική διαδικασία να ξεπεράσει την ετήσια προθεσμία του άρθρου 1019.
Τα παραπάνω καθίστανται σαφή χωρίς την προσφυγή στην βούληση του νομοθέτη. Μπορούμε κατόπιν τούτων να συμφωνήσουμε με την εδώ σχολιαζόμενη και επικρατούσα άποψη σύμφωνα με την οποία το διάστημα των πέντε μηνών που απομένουν μετά τον πρώτο άγονο πλειστηριασμό είναι ένα στενό χρονικό πλαίσιο και ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα για τον δανειστή που δεν μπορεί να επιδίωκε ο νομοθέτης και έτσι να μιλήσουμε για αβλεψία ή παράλειψη του νομοθέτη και ως εκ τούτου για κενό δικαίου;
Όπως φαίνεται το χρονοδιάγραμμα της εκτελεστικής διαδικασίας εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί ο δανειστής από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την κατ’ άρθρον 966.3 προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο μετά από 4 άγονους πλειστηριασμούς ρυθμίζεται σαφώς στις διατάξεις 954.2 και 966. Όπως δείξαμε το διάστημα αυτό είναι πολύ λιγότερο από το έτος εφόσον δεν αδρανήσει ο επισπεύδων δανειστής και ακολουθήσει τις εκεί οριζόμενες προθεσμίες.
Μήπως τώρα το ερώτημα της εδώ εξεταζόμενης άποψης θα πρέπει να αναδιατυπωθεί; Δηλαδή μήπως ο δικονομικός νομοθέτης όχι μόνο δεν παρέλειψε να ρυθμίσει εκ νέου την διάταξη 1019 πράγμα που θα μας επέτρεπε να μιλήσουμε για επιγενόμενο κενό δικαίου αλλά απεναντίας μήπως το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ρύθμισε τις διατάξεις 954.2 και 966 σύμφωνα με την ενιαύσια προθεσμία του 1019;
7. Κενό δικαίου de lege ferenda;
Όπως νομίζω μπορεί να γίνει σαφές από τα παραπάνω το διάστημα μετά τον πρώτο πλειστηριασμό, δηλαδή το εναπομείναν διάστημα μετά τους 7 μήνες που υποχρεωτικά μεσολαβούν από την κατάσχεση μέχρι τον πρώτο πλειστηριασμό και εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί ο επισπεύδον δανειστής είναι αυτό που σαφώς και ρητά ορίζει ο δικονομικός νομοθέτης στις παραγράφους της διάταξης 966 ΚΠολΔ. Για την διαπίστωση αυτή δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην βούληση του νομοθέτη καθώς τούτο προκύπτει από τις παραγράφους 2-2Β της διάταξης 966 ΚΠολΔ σύμφωνα με τις οποίες ο επισπεύδον δανειστής οφείλει εντός συνολικά 100 ημερών να επιτύχει ευδόκιμο πλειστηριασμό μέχρι την υποχρεωτική προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο όπως ορίζει η παρ. 3 του 966 ΚΠολΔ για τον ορισμό 5ου και τελευταίου πλειστηριασμού εφόσον οι προηγούμενοι αποβούν άγονοι.
Μπορούμε κατόπιν τούτων να μιλήσουμε για αβλεψία ή παράλειψη του νομοθέτη εφόσον το χρονοδιάγραμμα για τον μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό ορίζεται σαφώς από την διάταξη 966; Καταλείπεται κάποιο περιθώριο ώστε να αντιμετωπιστεί αυτή η περιοχή ως αρρύθμιστη που να χρήζει αναλογικής πληρώσεως από τον δικαστή;
Από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και το χρονικό πλαίσιο αυτής είναι σαφές πως εάν δεν μεσολαβήσει κάποια από τις ρυθμισμένες ή αρρύθμιστες περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας αυτή θα ολοκληρωθεί εντός του χρόνου που προβλέπουν αθροιστικά οι διατάξεις 954.2 (και πλέον 933) και 966 ή διαφορετικά εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1019 ΚΠολΔ.
Όπως αναφέρει η απόφαση 82/2023 του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης «δυσχερώς νοείται άλλωστε άλλος λόγος διαδοχικών ματαιώσεων ενός ηλεκτρονικού πλειστηριασμού από την μη εμφάνιση πλειοδοτών και την μη υποβολή προσφορών η οποία εφόσον εξακολουθεί παρά τις διαδοχικές και σημαντικές ήδη μειώσεις του τιμήματος του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος που ρητά προβλέπει πλέον ο τροποποιηθείς Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 966, δείχνει έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος ή αγοραστικής δύναμης το κοινό. Το γεγονός αυτό ματαιώνει την προσδοκία εξόφλησης της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή, τουλάχιστον στον παρόντα χρόνο και στην παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία και αφετέρου αποστερεί την εξακολούθηση της δέσμευσης του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου από τον νομιμοποιητικό της λόγο, ενόψει του σκοπού της αναγκαστικής εκτέλεσης και των αρχών που την διέπουν, αλλά και της συνταγματικής περιωπής υπέρτερης προστασίας της ιδιοκτησίας. Κάθε δε άλλος λόγος, νομικός ή πραγματικός, για τον οποίον εμποδίζεται ο επισπεύδων δανειστής να συνεχίζει την διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού δύναται ευχερώς να υπαχθεί ρητά ή αναλογικά στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις της ίδιας της ρύθμισης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και να εξαιρεθεί αυτής. Μετά και την τροποποίηση με τον νέο Ν 4842/21 καθίσταται αδιαμφισβήτητα πλέον σαφές ότι ο δικονομικός νομοθέτης τελεί εν γνώσει του χρονικού πλαισίου του άρθρου 1019 ΚΠολΔ ώστε να μην μπορεί να γίνεται λόγος για απροσχεδίαστο από τον νόμο και συνεπώς διορθωτέο μέσω της ερμηνείας κενό. Συνεπώς εμμένοντας ο νομοθέτης στην ενιαύσια προθεσμία είναι βέβαιο ότι προσδοκά την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας εντός αυτής»
Δυσχερώς θα μπορούσε εν όψει των ανωτέρω να εντοπιστεί ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα κάποια παράλειψη ή αβλεψία του νομοθέτη. Όπως φαίνεται το διάστημα μετά τον πρώτο πλειστηριασμό ρυθμίζεται εξαντλητικά και ρητά στην διάταξη 966 ΚΠολΔ όπου προβλέπεται διαδοχική διεξαγωγή πλειστηριασμών μέσα σε σύντομες προθεσμίες και συγκεκριμένα σε διάστημα 100 ημερών, δηλαδή διάστημα πολύ λιγότερο
Σελ. 1052των 5 μηνών. Ακόμη και αν θεωρηθεί τούτο το διάστημα στενό ή ακόμη και ασφυκτικό από κανένα σημείο δεν προκύπτει ότι δεν ήταν αυτή η βούληση του δικονομικού νομοθέτη. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει κάτι που προκύπτει τόσο από τις συγκεκριμένες διατάξεις που μας αφορούν αλλά και από την εν γένει λογική των αλλαγών που επήλθαν μετά τον Ν 4335/2015.
8. Συμπερασματικά
Ανακεφαλαιώνοντας θα πρέπει να θέσουμε και πάλι ως ερώτημα το επιχείρημα της εδώ σχολιαζόμενης και κυρίαρχης σε νομολογία και θεωρία άποψης. Είναι δυνατή λοιπόν η αναλογική αντιμετώπιση του διαστήματος της 954.2 και η εξομοίωσή της με τις περιπτώσεις νομικής ή πραγματικής αδυναμίας συνέχισης της διαδικασίας πλειστηριασμού; μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιο νομικό κενό ή μήπως μια τέτοια αναλογική εφαρμογή συνιστά contra legem ερμηνεία;
Όπως ήδη αναφέρθηκε οι εξαιρέσεις της παρ. 2 του 1019 καθώς και όσες περιπτώσεις έχουν νομολογιακά κριθεί ως εξερετέες του υπολογισμού της ετήσιας προθεσμίας συνιστούν εκφράσεις και εξειδίκευση της γενικής αρχής να μην υποχρεούται κανείς στα αδύνατα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όχι μόνο είναι δυνατόν ο επισπεύδον δανειστής να επιτύχει ευδόκιμο πλειστηριασμό στο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που απομένει μετά τον πρώτο και άγονο πλειστηριασμό αλλά είναι και επιβεβλημένο από τον νομοθέτη να πραγματοποιηθούν οι επόμενοι πλειστηριασμοί σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα 100 ημερών, διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να οριστούν οι επόμενοι, 2ος, 3ος και 4ος πλειστηριασμός μέχρις ότου σύμφωνα με την παρ3 του 966 απευθυνθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για τον ορισμό του 5ου πλειστηριασμού, διάστημα που από την έκδοση της απόφασης θα εξαιρεθεί από τον υπολογισμό της 1019.
Είναι σαφές πως εάν ο δανειστής δεν αδρανήσει και ακολουθήσει το σαφώς ρυθμισμένο χρονοδιάγραμμα δεν θα βρεθεί εκτός της ετήσιας προθεσμίας. Το διάστημα που ορίζει η 954.2 σε καμία περίπτωση δεν συνιστά λόγο που να οδηγεί εκτός της ενιαύσιας προθεσμίας του 1019 παρά μόνο εάν ο επισπεύδον δεν συμμορφωθεί και αμελήσει να ακολουθήσει τις συγκεκριμένες, στενές μεν, αλλά σαφώς προσδιορισμένες προθεσμίες που ορίζει ο νόμος.
Ως προς την δυνατότητα εξομοίωσης της 954 με τις υπόλοιπες περιπτώσεις δείξαμε ότι η 954.2 έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα από αυτές που εξαιρούνται του υπολογισμού με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εξομοίωσή τους και ως εκ τούτου να μην ευσταθεί αναλογική εφαρμογή.
Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα της εδώ σχολιαζόμενης άποψης μέσα από το οποίο επιχειρεί να στηρίξει την ύπαρξη νομικού κενού ή αβλεψίας του νομοθέτη συνίσταται στο ότι με τον υπολογισμό του διαστήματος της 954.2 αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο ο επιμελής και ο αμελής ή κακόπιστος δανειστής ή ότι υφίσταται αδικία ο επιμελής δανειστής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «…ευθέως αποδίδεται στον νομοθέτη η πρόθεση να διαμορφώσει ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα για την διενέργεια πλειστηριασμού εφαρμόζοντας αδιακρίτως τόσο επί του επιμελούς όσο και επί του αμελούς ή κακόπιστου επισπεύδοντος χωρίς την τήρηση του οποίου επαπειλείται ανατροπή της κατάσχεσης. Μια τέτοια ρύθμιση που ισοδυναμεί με οιονεί ποινή επί του αδρανούντος αλλά και του επιμελούς δανειστή αδιακρίτως είναι αντίθετη με την λειτουργία και τον σκοπό της ανατροπής ως οιονεί ποινής της αδράνειας του αμελούς ή κακόπιστου επισπεύδοντος.» Σε αυτό το σημείο νομίζω πως η επιχειρηματολογία της άποψης αυτής συναντά τα όριά της με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολα κατανοητής και αποδεκτή.
Το χρονοδιάγραμμα είναι σαφές από τον νομοθέτη και ρυθμίζεται ξεκάθαρα στις συγκεκριμένες διατάξεις. Επιμελής είναι ο επισπεύδον που ακολουθεί το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και αμελής αυτός που δεν το ακολουθεί. Πως μπορεί να νοηθεί επιμελής επισπεύδον που δεν συμμορφώνεται με το χρονοδιάγραμμα που ορίζει ο νόμος;
Το εάν το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που ορίζει ο νόμος είναι στενό ή ακόμη και ασφυκτικό για τον επισπεύδοντα δανειστή και εάν αποτελεί αδικία για τον επισπεύδοντα το γεγονός ότι οφείλει να κινηθεί εντός συγκεκριμένου στενού χρονικού περιθωρίου είναι άλλης τάξης ζήτημα, δικαιοπολιτικού ενδιαφέροντος με ξεχωριστή και ιδιαίτερη σημασία. Η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος ωστόσο και η επέκτασή του από τον δικαστή είναι contra legem και συνιστά μη συμμόρφωση με τον νόμο. Ήδη παραθέσαμε τον Karl Engisch τον οποίο και επικαλείται η άποψη που εξετάζουμε σύμφωνα με τον οποίο «Αν δεν μας αρέσει η έλλειψη μιας ρύθμισης μπορούμε βέβαια να μιλήσουμε για κενό δικαίου από δικαιοπολιτική άποψη ή για κενό από κριτική σκοπιά ή για μη γνήσιο κενό ή για κενό από άποψη ενός μελλοντικού καλύτερου δικαίου αλλά όχι για γνήσιο και καθαυτό κενό, δηλαδή στο ισχύον δίκαιο (de lege lata). Ένα κενό de lege ferenda μπορεί να προκαλέσει την νομοθετική εξουσία να τροποποιήσει το δίκαιο όχι όμως και τον δικαστή να το συμπληρώσει».
Γίνε σήμερα συνδρομητής on-line, εύκολα και γρήγορα!
Με την πλατφόρμα αναζήτησης νομικού περιεχομένου της Νομικής Βιβλιοθήκης έχετε πλήρη πρόσβαση σε τεράστια ποικιλία περιεχομένου νομοθεσίας, νομολογίας, αρθρογραφίας, βιβλιογραφίας, υποδειγμάτων, λημμάτων και λοιπών εγγράφων.