Κείμενο
Κείμενο εισήγησης στο επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Το φιλελεύθερο Ποινικό Δίκαιο» που διοργάνωσαν ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής ΔΠΘ και ο Δικηγορικός Σύλλογος Ροδόπης στην μνήμη του καθηγητή Στέφανου Παύλου (Κομοτηνή, 5-6 Μαΐου 2023).
1. Χωρίς αμφιβολία τα τελευταία χρόνια επιχειρείται μια αξιοπρόσεκτη ερμηνευτική σύνδεση διατάξεων του ΚΠΔ με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για μια, από κάθε άποψη, ευπρόσδεκτη νομοθετική προσαρμογή των διατάξεων του ΚΠΔ με την ΕΣΔΑ (άρ. 6 § 2) αλλά και το ΔΣΑΠΔ (άρ. 14 § 2), γεγονός που αποτυπώνει και μια, υπό διαμόρφωση, πεποίθηση για αφομοίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ποινικής δίκης. Αφού λοιπόν η εγχώρια εξουσία και η ευρωπαϊκή έννομη τάξη συμβάλλονται και επικοινωνούν, η νομολογία έχει κάθε λόγο να συνυπολογίζει, να συνεκτιμά και να αποδεικνύει τις αναγκαιότητες της δίκαιης ποινικής δίκης, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από τα υπέρτερης ισχύος ευρωπαϊκά κείμενα. Επομένως η δικαστηριακή πράξη μπορεί (και επιβάλλεται) να συμβάλλει στην αφομοίωση των γενικών αρχών της ΕΣΔΑ και περαιτέρω στη διαμόρφωση ενός παγιωμένου πλαισίου μιας αποδεκτής «δίκαιης δίκης» σημείο αιχμής της οποίας συνιστά οπωσδήποτε το τεκμήριο αθωότητας.
2. Όλοι γνωρίζουμε ότι το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο είναι κατοχυρωμένο με αυξημένη τυπική ισχύ στο εθνικό μας δίκαιο, υποχρεώνει στη θεώρηση κάθε υπόπτου τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης ως αθώου «μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του», δηλαδή μέχρι να ξεπεραστεί ως προς αυτήν με αμετάκλητη απόφαση και η τελευταία εύλογη αμφιβολία.
Αρχικά και κατά πάγια θέση γινόταν δεκτό ότι από το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύονται μόνο τα δικαστικά πρόσωπα και μάλιστα οι καθαυτό φορείς της δικαστικής εξουσίας (οι δικαστές και εισαγγελείς). Στη συνέχεια ωστόσο αφομοιώθηκε η ορθή αντίληψη ότι και τα άλλα κρατικά όργανα έχουν υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου. Πρόσφατα μάλιστα σε εφαρμογή Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2016/3433) ψηφίστηκε ο ν. 4596/2019, ο οποίος δεν επιτρέπει σε φορείς της δημόσιας εξουσίας να προβαίνουν σε δηλώσεις σε βάρος υπόπτων ή κατηγορουμένων, προδικάζοντας την ενοχή τους πριν αυτή κριθεί και αποδειχθεί με την έκδοση απόφασης, ενώ προβλέπει και δικαίωμα αποζημίωσης για τη συμπεριφορά αυτή. Επίσης, κατά τον ίδιο νόμο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν επιτρέπεται να εμφανίζουν τους κατηγορουμένους ως ενόχους μέσω της χρήσης μέτρων σωματικού περιορισμού, με την επιφύλαξη της αναγκαιότητας του μέτρου για λόγους ασφάλειας ή λόγους που ανάγονται στην παρεμπόδιση της φυγής των ως άνω προσώπων ή της επαφής με τρίτα πρόσωπα. Επεξηγείται ακόμα ότι το «βάρος της απόδειξης» [αν υπάρχει τέτοιο και μπορούμε έτσι να το πούμε] δεν το φέρει ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος αλλά οι δικαστές και οι εισαγγελείς που οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, ενώ κάθε αμφιβολία για την ενοχή πρέπει να ερμηνεύεται προς όφελος του κατηγορουμένου. Στην ίδια δέσμη ρυθμίσεων γίνεται μνεία ότι στους υπόπτους και τους κα
Σελ. 1076 τηγορουμένους πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης. Ήδη τώρα με ρητή διάταξη (άρ. 71 ΚΠΔ) και ο ΚΠΔ επαναλαμβάνει το άρ. 6 § 2 της ΕΣΔΑ και μας υπενθυμίζει την αναγκαιότητα τήρησης του τεκμηρίου αθωότητας. Γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νομοθετικά αποτυπωμένη δικαϊκή αντίληψη, που προωθεί την δικονομική έκφραση του τεκμηρίου αθωότητας αλλά συνάμα συμβάλλει και στην αντιμετώπιση του κατηγορουμένου με όρους αμεροληψίας και εμπιστοσύνης.
3. Και είναι τώρα νομίζω κατάλληλη η στιγμή να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε ουσιώδεις πτυχές στην διαμόρφωση της ποινικής δίκης, όπου η επίδραση του τεκμηρίου αθωότητας προσδιορίζει τον «σκληρό πυρήνα» ερμηνείας κρίσιμων δικονομικών προβλέψεων και εξισορροπεί τις αναγκαιότητες της ποινικής καταστολής.
α) Αναμφισβήτητα η πρωταρχική ενέργεια με την οποία καθιδρύεται η ποινική δίκη και διανοίγεται η ποινική διαδικασία, είναι η κίνηση της ποινικής δίωξης. Η ιδιότητα του κατηγορουμένου, με τον μειωτικό για τον φορέα της χαρακτήρα, αποκτάται ουσιαστικά με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα. Από το στάδιο αυτό και προς την κατεύθυνση της αποφόρτισης του δικονομικού δικαίου - ενόψει ακριβώς της αλληλένδετης σχέσης του με το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο - από πρώιμες κατασταλτικές προ-ποινικές παρενέργειες, οι οποίες χωρίς αμφιβολία στιγματίζουν, στο πλαίσιο της δίκης, κοινωνικά και σωματικά τον κατηγορούμενο, σημαντική είναι η συμβολή του «προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή της δύναμης της ενδείξεων». Η εν λόγω αρχή, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, απηχεί την αντίληψη ότι η αποδεικτική διαβάθμιση σε σχέση με την τέλεση του εγκλήματος θα πρέπει να είναι ευθέως ανάλογη με το ενδεχόμενο της καταδίκης του δράστη. Έτσι: για την κίνηση της ποινικής δίωξης στα σοβαρά εγκλήματα χρειάζεται η θετική διάγνωση της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων σε σχέση με το βάσιμο της κατηγορίας, δηλαδή τέτοιων, ώστε να δικαιολογείται, κι ακόμα περισσότερο να επιβάλλεται η έναρξη της ποινικής διαδικασίας, ήτοι η πρόσδοση στον ύποπτο της ιδιότητας του κατηγορουμένου και ο δικαστικός έλεγχος της κατηγορίας. Η υποχρεωτική προκαταρκτική εξέταση εδώ, ως θεσμοθετημένη μορφή προελέγχου της κατηγορίας, διαφυλάσσει το τεκμήριο αθωότητας και προφυλάσσει τον πολίτη από άσκοπες και αβασάνιστες ποινικές διώξεις. Αν βέβαια τέτοιες ενδείξεις δεν υπάρχουν, ο εισαγγελέας «κλείνει» την υπόθεση με την αρχειοθέτηση της μήνυσης ή αναφοράς ή με την έκδοση απορριπτικής, της έγκλησης, διάταξης (άρ. 43 § 3, 51 § 3 ΚΠΔ). Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν εισάγει η αρχή της νομιμότητας στα μικρής απαξίας πλημμελήματα εκεί η αμφιβολία ως προς την βασιμότητα της μήνυσης ή έγκλησης οδηγεί στην αποδοχή τους, δηλαδή σε κίνηση της ποινικής δίωξης και στη δημιουργία της ποινικής δίκης.
Εξάλλου, εφόσον πρόκειται για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι αναγκαία η συνδρομή «επαρκών ενδείξεων ενοχής» (άρ. 313 ΚΠΔ), αν όμως δεν υφίστανται τέτοιες ενδείξεις ή υπάρχει αμφιβολία ως προς την ύπαρξή τους, ευνοείται η έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος. Η λύση αυτή παρακάμπτει υποθετικές ενοχές και ανεύθυνες προσδοκίες για «ξεκαθάρισμα» της υπόθεσης στο ακροατήριο. Φυσικά η έκδοση της καταδικαστικής απόφασης υπακούει στην αυτονόητη λογική της πλήρους απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου (: βεβαιότητα ενοχής).
β) Παρεπόμενο της προηγούμενης ερμηνευτικής ανάλυσης είναι και τούτο: Αφετηρία για την νομική και δικαιοπολιτική οριοθέτηση της προσωρινής κράτησης, ως έσχατου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, θα πρέπει να αποτελέσει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Από την άποψη αυτή, όπως συνάγεται από το άρ. 6 § 2 της ΕΣΔΑ (που έχει, βέβαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 Συντ.) και πλέον και το άρθρο 71 ΚΠΔ, πριν από τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής, με την έκδοση μιας οριστικής (έστω σε πρώτο βαθμό) δικαστικής απόφασης, η επιβαλλόμενη προσωρινή κράτηση δεν επιτρέπεται να έχει σε καμία περίπτωση τιμωρητικό χαρακτήρα, να συνιστά δηλαδή ένα είδος προκαταβολής ποινής (“προ-ποινή’’). Συνάρτηση της διαπίστωσης αυτής αποτελεί ο προσανατολισμός της προσωρινής κράτησης, ο οποίος είναι αποκλειστικά και μόνο δικονομικός, με την έννοια ότι ανάγεται στη διασφάλιση των σκοπών της ποινικής δίκης. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργούν, αφενός μεν, η υπέρτερης τυπικής ισχύος, διάταξη του άρ. 5 § 3 γ΄ της ΕΣΔΑ, που θέτει ως προϋποθέσεις της στέρησης της ελευθερίας την παρεμπόδιση της διάπραξης αδικήματος και της φυγής του κατηγορουμένου, αφετέρου δε τα (εξειδικευμένα) ουσιαστικά κριτήρια που θέτει το άρθρο 286 ΚΠΔ. Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφύγει ότι η προσωρινή κράτηση, υπό την πίεση κυρίως της κοινής γνώμης και του «κοινού αισθήματος» συχνά αποτελεί έκφραση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας και στρεβλό υποκατάστατο της ποινής. Με δεδομένο ωστόσο ότι το τεκμήριο αθωότητας εγείρει ανυπέρβλητο φραγμό σε οποιαδήποτε προτιμωρητική εργαλειοποίηση της προσωρινής κράτησης, η ικανοποίηση της εν λόγω ανάγκης θα πρέπει εκ προοιμίου να θεωρηθεί αποκλεισμένη στο πεδίο της δικονομικής λειτουργίας. Ίσως θα μπορούσε εδώ να συζητηθεί η αναζήτηση και υιοθέτηση περιοριστικών όρων, χωρίς προτιμωρητική χροιά, που θα έβγαζαν από το «κάδρο» της κατακραυγής τον κατηγορούμενο μέχρις ότου δικαστεί η υπόθεσή του.
γ) Προχωρώ τώρα στην ερμηνευτική συσχέτιση του τεκμηρίου αθωότητας με το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Όπως είναι γνωστό το ανασταλτικό αποτέλεσμα συναρτάται – και υπό μια έννοια επιβάλλεται – από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων εκφράζει κατ’ αρχήν μια αναστολή, ένα σταμάτημα στο οριστικό κλείσιμο της υπόθεσης ή ακριβέστερα στην επέλευση του αποτελέσματος της προσβαλλόμενης με το ένδικο μέσο δικαιοδοτικής κρίσης. Σε μια ειδικότερη και πρακτικά σημαντική θεώρηση η αναστολή σημαίνει (πρέπει να σημαίνει) ότι: σε κάθε περίπτωση άσκησης, αλλά και όσο διαρκεί η προθεσμία της άσκησης, του ενδίκου μέσου, το ανασταλτικό αποτέλεσμα αδρανοποιεί την καταδίκη. Η κρίση λοιπόν που εκφράστηκε πρωτοδίκως είναι μια προσωρινή (μεταβα
Σελ. 1077τική) κρίση και ως τέτοια δεν μπορεί αδιακρίτως να δεσμεύει τον κατηγορούμενο. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται πρωτίστως από την πλήρη ισχύ του τεκμηρίου αθωότητας σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας μέχρι και το αμετάκλητο (βλ. ήδη τώρα και άρ. 71 ΚΠΔ), όσο και από τις αξιώσεις του άρ. 6 § 2 της ΕΣΔΑ, που εγγυώνται, αφενός μεν τη νομική αντιμετώπιση του κατηγορουμένου ως αθώου, αφετέρου δε την πραγματική μεταχείριση που πρέπει να του επιφυλάσσεται και μάλιστα χωρίς επιλεκτικές παλινδρομήσεις.
Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η κεφαλαιώδης δικονομική σημασία και αξία του ανασταλτικού αποτελέσματος συχνά κλονίζεται, καθώς το μεν τεκμήριο αθωότητας με την πρώτη καταδίκη δέχεται ισχυρό «πλήγμα», ενώ οι απαιτήσεις της αντεγκληματικής πολιτικής (έστω και με αφορμή την πρώιμη καταδικαστική απόφαση) διογκώνονται και υπερτονίζονται.
Όλα αυτά βέβαια καθιστούν τη λειτουργική σημασία της αναστολής σχετική και περιορισμένη, έτσι ώστε συχνά η πρόβλεψή της να εμφανίζεται ως «δώρον άδωρον».
Ενόψει των διαπιστώσεων αυτών, χρέος του νομοθέτη είναι να αφομοιώνει τη δικονομική λειτουργία του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων (ιδίως δε της έφεσης), ως θεσμικής έκφρασης του τεκμηρίου αθωότητας, και να το αποδεικνύει με σαφήνεια και αυτοπεποίθηση. Με τους όρους αυτούς ειδικά νομοθετήματα που από «καιρού εις καιρόν» αποκλείουν εκ προοιμίου και με διάθεση μιας μάλλον ανεξήγητης αυστηρότητας την ανασταλτική δύναμη της έφεσης, ενέχουν νομίζω σοβαρό λογικό και θεσμικό σφάλμα και βαρύνονται από ισοπεδωτική «μεροληψία». Εξάλλου μέλημα του εφαρμοστή του δικαίου θα πρέπει να αποτελεί η αντίληψη ότι η μη αμετάκλητη καταδίκη συνυπάρχει (ακόμη) με το τεκμήριο αθωότητας και ότι η ίδια η φύση του προβλεπόμενου σε συγκεκριμένη περίπτωση ενδίκου μέσου εμπεριέχει λογικά την απαίτηση για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης ή υποκείμενης στο ένδικο μέσο καταδικαστικής απόφασης. Δεν θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες. Μια μόνο διασάφηση: Κατά τη διατύπωση του νόμου για την ανασταλτική δύναμη της έφεσης προτάσσεται η χορήγησή της (κανόνας) και ακολουθεί η μη χορήγησή της (εξαίρεση). Θα έλεγε κανείς ότι εδώ, καθώς λείπει η περιπτωσιολογική πρόσληψη της ρύθμισης, οι αναγνωστικές και ερμηνευτικές εκτροπές περιορίζονται. Ωστόσο δεν λείπουν και στην ανώδυνη, φαινομενικά αυτή περιοχή οι αθεμελίωτες δικαστικές αξιολογήσεις αλλά ίσως και οι ερμηνευτικές παραναγνώσεις.
δ) Θα πρέπει τώρα μια και βρισκόμαστε στον χώρο των ενδίκων μέσων να μας απασχολήσει η «αιτιολογία» της εισαγγελικής έφεσης, που εκτιμώ ότι ουσιωδώς και κατ’ εξοχήν συναρτάται με το τεκμήριο αθωότητας.
Με τον ν. 2408/1996 προστέθηκε διάταξη στον ΚΠΔ (πρόκειται για το σημερινό άρθρο 487), σύμφωνα με την οποία η άσκηση από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης «πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση» αλλιώς η έφεση «απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Η αιτιολογία της εισαγγελικής εφέσεως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους αυτής και αποβλέπει στην κατά το δυνατό, προστασία των αθωωτικής αποφάσεων, ενόψει ιδίως του τεκμηρίου αθωότητας, από πρόχειρες και απερίσκεπτες εισαγγελικές εφέσεις. Στην κατεύθυνση αυτή κάποιοι διατείνονται ότι οι προϋποθέσεις αιτιολογίας της εφέσεως του εισαγγελέα υπολείπονται από άποψη δικονομικής ποιότητας σε σχέση με την απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, ως αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου. Πρόκειται για άποψη δογματικά και τελολογικά αστήρικτη, πέραν του ότι διατυπώνεται και υποστηρίζεται σαφώς contra legem. Το σχήμα διατύπωσης «πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα» του άρ. 487 ΚΠΔ σε σχέση με την εισαγγελική έφεση είναι σε τέτοια έκταση ταυτόσημο με τη διατύπωση του άρ. 139 § 1 ΚΠΔ «οι αποφάσεις… πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα…», έτσι ώστε η τυχόν διακρίνουσα μεταχείριση να εμφανίζεται αυθαίρετη, αδικαιολόγητη και προπετής. Έπειτα, ποτέ και κανένα δικαστήριο και βέβαια το Ακυρωτικό μας δεν υποστήριξε ότι οι αξιώσεις ελέγχου της αιτιολογίας της εισαγγελικής έφεσης είναι μειωμένες σε σχέση με τον έλεγχο της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Το γεγονός μάλιστα ότι η αιτιολόγηση της εισαγγελικής εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως συνιστά τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και από την άποψη αυτή ελέγχεται αυτή στο πεδίο του παραδεκτού και όχι του βασίμου υποδηλώνει την αυξημένη ανάγκη για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εισαγγελικής έφεσης. Με δεδομένη μάλιστα την προαντίληψη ότι η εισαγγελική έφεση κατά αθωωτικής αποφάσεως πλήττει όχι απλώς το τεκμήριο αθωότητας αλλά την ίδια την αθωότητά του κατηγορουμένου θα πρέπει αυτή να συνιστά μια τεκμηριωμένη αντι-αιτιολογία ενοχής στην αιτιολογία της απόφασης που αποφάνθηκε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου. Η υποχρέωση της εισαγγελικής έφεσης, εκτείνεται τώρα, κατ’ άρ. 491 § 2 ΚΠΔ, και στις καταδικαστικές αποφάσεις, εφόσον ασκούνται κατά του κατηγορουμένου προς χειροτέρευση της θέσης του.
ε) Κοινό πεδίο συνεργασίας και σύγκρουσης δικαστηρίου και συνηγόρου υπεράσπισης αποτελούσε αλλά και σήμερα αποτελεί η δικονομική μεταχείριση των λεγόμενων «αυτοτελών ισχυρισμών». Πρόκειται για μια ιδιότυπη, ίσως και «επιλεκτική» μορφή ελέγχου της έλλειψης αιτιολογίας που αναπτύχθηκε από τη νομολογία του Αρείου Πάγου και κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, πέρα από την κύρια αιτιολόγηση της κρίσης του, δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί με τον έλεγχο του υπερασπιστικού του λόγου και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη των όποιων ισχυρισμών. Τέτοια υποχρέωση όμως υφίσταται μόνο για τους «αυτοτελείς ισχυρισμούς», οι οποίοι ως νομικοί ισχυρισμοί καταλύουν ή μειώνουν το αξιόποινο, η προβολή τους αποδεικνύεται από τα πρακτικά της δίκης,
Σελ. 1078 είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια και αναπτύσσονται προφορικά πριν την έκδοση της σχετικής απόφασης. Αυτή λοιπόν η εξεζητημένη αλληλουχία προϋποθέσεων στη διατύπωση υπερασπιστικής θέσης από τον κατηγορούμενο θέτει τον τελευταίο σε μια πρόσθετη λανθάνουσα δοκιμασία ανατροπής της «εικαζόμενης ενοχής» του, γεγονός που συνιστά έμμεση αμφισβήτηση του τεκμηρίου αθωότητας. Το ποινικό δικαστήριο ωστόσο στο πλαίσιο της διαγνωστικής του λειτουργίας θα πρέπει να διερευνά κάθε ισχυρισμό, ο οποίος «εν σπέρματι» περιέχει λόγο κατάλυσης ή μείωσης του αξιοποίνου. Η αντίληψη αυτή ήδη τώρα διατρέχει την λειτουργική δομή της ποινικής δίκης, καθώς με το άρ. 178 § 2 γ΄ ΚΠΔ επεξηγείται και μάλιστα κατά σαφή παρέκκλιση της παραδοσιακής εκφοράς των «αυτοτελών ισχυρισμών» ότι οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Εφόσον εντέλει, το «βάρος της απόδειξης» το έχουν οι εκπρόσωποι της δικαστικής λειτουργίας ο θεωρούμενος αθώος, κατηγορούμενος, δεν χρειάζεται να αποδεικνύει την αθωότητά του, αλλά να την αναδεικνύει με την επίκληση κρίσιμων αποδεικτικών και υπερασπιστικών ισχυρισμών. Η «δάνεια επινόηση» των αυτοτελών ισχυρισμών είναι πια καιρός να εγκαταλειφθεί! 4. Εδώ πρέπει να τελειώσω. Οποιαδήποτε συζήτηση για το τεκμήριο αθωότητας και τη συμβολή του στην ερμηνευτική διαδικασία της ποινικής δίκης πρέπει να λάβει υπόψη σοβαρά τις περιπέτειες του ίδιου του τεκμηρίου, που τα τελευταία χρόνια μεταλλάχθηκε σε «τεκμήριο ενοχής» και κατάντησε «γράμμα κενό», αλλά και την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι τεκμήριο αθωότητας και δημοκρατική συνείδηση χαρακτηρίζουν την ποιότητα της δικαιοσύνης και αποτελούν εγγύηση για τις ελευθερίες του πολίτη.
Με ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσαν ίσως να εκτιμηθούν δικαιότερα η αντίσταση στη δημαγωγία της προσωρινής κράτησης και ο σεβασμός στην αναγκαιότητα της ανασταλτικής δύναμης των ενδίκων μέσων για να μείνω σε δύο περίοπτες περιοχές της ποινικής δίκης.