Κείμενο

Ομιλία σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων στις 19.6.2023 στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Δ.Σ.Α. με θέμα «Ευρωπαϊκή Εισαγγελία: Νομικό πλαίσιο και ζητήματα εφαρμογής». Οι απόψεις που διατυπώνονται είναι αυστηρά προσωπικές και δεν δεσμεύουν ούτε εκφράζουν αναγκαστικά τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Εάν δύο χρόνια μετά την έναρξη του επιχειρησιακού έργου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας επιθυμούσε κανείς να προβεί σε μία πρώτη αποτίμηση στην πράξη του μηχανισμού διασυνοριακής συλλογής αποδείξεων που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12.10.2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, χωρίς μεγάλη δυσκολία θα οδηγείτο, κατά τη γνώμη μου, στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μία μεγάλη επιτυχία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, από τις 290 «αιτήσεις»-αναθέσεις μέτρων συνδρομής σε Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα (εφεξής Ε.Ε.Ε.) που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος τους πρώτους επτά μήνες επιχειρησιακής δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ο αριθμός τους ανήλθε σε 897 εντός του 2022.

Θέλοντας εντελώς συνοπτικά να σκιαγραφήσουμε το μοντέλο συνεργασίας σε διασυνοριακές υποθέσεις που εισάγει ο Κανονισμός, θα λέγαμε ότι το άρθρο 31 αυτού προβλέπει τρία διαφορετικά σενάρια:
(α) την περίπτωση όπου δεν απαιτείται για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου έρευνας δικαστική έγκριση, είτε κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., είτε κατά το δίκαιο του βοηθού Ε.Ε.Ε.: Για την περίπτωση αυτή οι παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 31 του Κανονισμού προβλέπουν ότι, όταν πρέπει να ληφθεί μέτρο, να διενεργηθεί δηλαδή ανακριτική πράξη, σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., ο τελευταίος αποφασίζει το αναγκαίο μέτρο και αναθέτει τη λήψη του σε Ε.Ε.Ε. που εδρεύει στο κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να εκτελεσθεί το μέτρο αυτό (βοηθός Ε.Ε.Ε.), ο τελευταίος δε λαμβάνει το μέτρο που έχει ανατεθεί ή δίνει εντολές στην αρμόδια εθνική αρχή να το πράξει. Ρητώς διευκρινίζεται στην παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ότι η αιτιολόγηση και η λήψη του εν λόγω μέτρου διέπονται από το δί
Σελ. 1091 καιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. Το εάν και ποιο μέτρο έρευνας, συνεπώς, πρέπει να ληφθεί σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. είναι κάτι που θα αποφασίσει ο τελευταίος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 30 παρ. 5 του Κανονισμού, χωρίς ο βοηθός Ε.Ε.Ε. να δικαιούται να ελέγξει την αναγκαιότητα του μέτρου, η λήψη του οποίου του ανατέθηκε από τον επιληφθέντα Ε.Ε.Ε.. Περαιτέρω, το προς ανάθεση μέτρο πρέπει να είναι «στη διάθεση» του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 30 του Κανονισμού, κάτι που σημαίνει ότι το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. πρέπει να επιτρέπει τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου έρευνας υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, ρύθμιση που αποσκοπεί να αποτρέψει το εγγενές στη διασυνοριακή απόδειξη πρόβλημα του λεγόμενου αποδεικτικού «forum shopping»,
(β) την περίπτωση όπου δικαστική έγκριση για το μέτρο απαιτείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. (όχι όμως και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε.): Η περίπτωση αυτή ρυθμίζεται στα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 31 του Κανονισμού, σύμφωνα με τα οποία ο βοηθός Ε.Ε.Ε. λαμβάνει την έγκριση αυτή σύμφωνα με το δίκαιο του δικού του κράτους μέλους, σε περίπτωση δε άρνησης χορήγησης της δικαστικής έγκρισης, ο επιληφθείς Ε.Ε.Ε. οφείλει να ανακαλέσει την ανάθεση και
(γ) την περίπτωση, κατά την οποία απαιτείται δικαστική έγκριση για τη λήψη του μέτρου μόνο κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., όχι όμως και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε.: Σε αυτή την περίπτωση αναφέρεται η ρύθμιση του εδ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 31 του Κανονισμού και συνεπώς ο επιληφθείς Ε.Ε.Ε. οφείλει να λάβει την έγκριση αυτή και να την συνυποβάλει με την ανάθεση της λήψης του μέτρου έρευνας. Για τη λήψη της αναγκαίας δικαστικής έγκρισης εφαρμοστέο τυγχάνει, τόσο ως προς τις ουσιαστικές, όσο και ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε..

Νοητή, καίτοι μη ρητά ρυθμιζόμενη στον Κανονισμό, είναι και μια τέταρτη περίπτωση, αυτή κατά την οποία δικαστική έγκριση απαιτείται και από τα δύο δίκαια, δηλαδή τόσο από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος, όσο και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε.: Στην περίπτωση αυτή υποστηριζόταν στη θεωρία, με προσφυγή και στην αιτιολογική σκέψη αριθ. 72 του Προοιμίου του Κανονισμού που αναφέρεται στην απαίτηση για «μόνο μία έγκριση», ότι εφαρμογής τυγχάνει το υπό στοιχείο (β) ως άνω περιγραφέν σχήμα, δοθέντος ότι πρόκειται για μέτρο (έρευνας) που πρόκειται να εκτελεσθεί στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. και συνεπώς δικαστική έγκριση πρέπει να λάβει μόνο ο βοηθός Ε.Ε.Ε. (χωρίς να απαιτείται παράλληλα η λήψη τέτοιας έγκρισης και από τον επιληφθέντα Ε.Ε.Ε.). Υπέρ μίας τέτοιας θεώρησης συνηγορούν τόσο λόγοι αποτελεσματικότητας της έρευνας, όσο και ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούμενος τόσο ο Γερμανός, όσο και ο Αυστριακός νομοθέτης του εφαρμοστικού του Κανονισμού εθνικού νόμου, θέσπισαν ρητά σχετικές διατάξεις (βλ. άρ. 3 παρ. 2 του γερμανικού EUStAG και άρ. 11 παρ. 1 του αυστριακού EUStA-DG), σύμφωνα με τις οποίες οι διατάξεις της γερμανικής και αυστριακής αντίστοιχα ποινικής δικονομίας που προβλέπουν δικαστική έγκριση ή απόφαση σε περίπτωση ανάθεσης ενός ερευνητικού μέτρου σε διασυνοριακές υποθέσεις από Γερμανό ή Αυστριακό αντίστοιχα Ε.Ε.Ε. κατά το άρθρο 31 παρ. 3 του Κανονισμού, τυγχάνουν εφαρμογής μόνον όταν, κατά το δίκαιο του άλλου κράτους μέλους, στο οποίο πρόκειται να εκτελεσθεί το μέτρο, δεν απαιτείται τέτοια δικαστική απόφαση ή έγκριση.
Συνεπώς, αναφορικά με τις διασυνοριακές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελία και τα ερευνητικά μέτρα που ανατίθενται κατά την διεξαγωγή αυτών, ο Κανονισμός εισάγει ένα νέο, αυτόνομο, sui generis νομικό πλαίσιο ερευνών σε διασυνοριακές υποθέσεις, στο οποίο μετέχουν δύο (ή και περισσότεροι) Ε.Ε.Ε. που ανήκουν στην ίδια ενιαία Εισαγγελία, αλλά βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, κατ’ απόκλιση των παραδοσιακών μορφών δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όσο και των πιο σύγχρονων νομικών εργαλείων της ενωσιακής δικαιοταξίας που βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, τα οποία δεν τυγχάνουν έτσι καταρχήν εφαρμογής, αφού απωθούνται από την ειδική διαδικασία που εισάγει ο Κανονισμός. Σε αντιδιαστολή με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, το πιο προωθημένο νομικό εργαλείο της ενωσιακής δικαιοταξίας για τη διασυνοριακή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ο επιληφθείς Ε.Ε.Ε. δεν εντέλλεται την εκτέλεση ενός ερευνητικού μέτρου, αλλά, αφού αποφασίσει για το αναγκαίο μέτρο έρευνας, αναθέτει τη λήψη του σε Ε.Ε.Ε. που εδρεύει στο κράτος μέλος, στο οποίο πρόκειται να εκτελεσθεί το μέτρο αυτό, χωρίς να απαιτείται κάποια επίσημη διαδικασία «αναγνώρισης» του μέτρου και χωρίς να προβλέπονται λόγοι άρνησης εκτέλεσης, όπως αυτοί που διαλαμβάνονται στο άρθρο 11 της Οδηγίας περί της ευρωπαϊκής
Σελ. 1092 εντολής έρευνας, πέραν των λόγων διαβούλευσης που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 31 του Κανονισμού. Ακριβώς, η χρήση του όρου «ανάθεση» (της λήψης του μέτρου) υποδηλώνει την εννοιολογική διαφοροποίηση από το μοντέλο της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Το πιο πάνω εντελώς σχηματικά περιγραφέν σχήμα, αφενός μεν δεν απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα που ανέκυπταν, αφετέρου δε σύντομα εμφάνισε ρηγματώσεις στην πράξη.
Ειδικότερα, εξ αρχής ανοιχτό παρέμενε το ζήτημα της έκτασης του δικαστικού ελέγχου που ασκείτο στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. κατά την παροχή δικαστικής έγκρισης για τη λήψη ερευνητικού μέτρου στο εν λόγω κράτος μέλος κατά το άρθρο 31 παρ. 3 εδ. α΄ του Κανονισμού. Ερωτάται, για παράδειγμα, η δικαστική αυτή έγκριση, η οποία, σύμφωνα με το γράμμα της εν λόγω διάταξης, λαμβάνεται «σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε.», θα περιορίζεται μόνον στην εξέταση των τυπικών προϋποθέσεων για τη λήψη του ανατεθέντος μέτρου έρευνας, κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, ή θα επεκτείνεται και σε ζητήματα ουσίας (π.χ. συνδρομή απαιτούμενου για κάθε ανακριτική πράξη βαθμού ενδείξεων ενοχής, αναλογικότητα του αιτούμενου μέτρου κλπ.);
Στη Γερμανία λ.χ. επικράτησε σχεδόν απόλυτα η άποψη ότι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ο δικαστής ή το δικαστήριο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. δεν καλείται απλώς να αναγνωρίσει ένα αλλοδαπό μέτρο έρευνας, αλλά να αποφασίσει για τη δικαστική έγκριση σαν το μέτρο αυτό να επρόκειτο να εφαρμοσθεί σε μία παρόμοια εσωτερική υπόθεση, ασκώντας πλήρη δικαιοδοσία. Δηλαδή, δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει την έγκριση εφόσον κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσει το εθνικό δίκαιο, χωρίς να περιορίζεται από τις διαλαμβανόμενες στην παρ. 5 του άρθρου 31 του Κανονισμού περιπτώσεις, διαθέτοντας ένα πολύ ευρύτερο περιθώριο άρνησης από αυτό που θα είχε σε περίπτωση εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας. Η επικράτηση αυτής της άποψης στη Γερμανία συνδέεται εν πολλοίς με το γεγονός ότι στην ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του γερμανικού εκτελεστικού του Κανονισμού νόμου ρητώς υιοθετούταν η θέση ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση η ανάθεση ενός ερευνητικού μέτρου υπόκειται τελικά σε διπλή νομική δοκιμασία, δεδομένου ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους, στο οποίο το ερευνητικό μέτρο πρόκειται να εκτελεσθεί, πρέπει να εξετάσει εκ νέου τις προϋποθέσεις ανάθεσής του σύμφωνα με το εκεί ισχύον ποινικοδικονομικό δίκαιο, τόσο από τυπική όσο και από ουσιαστική σκοπιά, προς διασφάλιση της εφαρμογής του υψηλότερου επιπέδου προστασίας.

Τούτων δοθέντων, συχνά υποστηριζόταν ότι το μοντέλο που προβλέπει ο Κανονισμός ως προς τη λήψη διασυνοριακών μέτρων έρευνας κατά τα άρθρα 31 και 32 αυτού είναι πιο προωθημένο μεν έναντι αυτού που προβλέπεται στα νομικά εργαλεία, τα οποία εδράζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και ιδίως στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις περιπτώσεις που είτε δεν απαιτείται καθόλου δικαστική έγκριση είτε τέτοια έγκριση απαιτείται μόνο κατά το δίκαιο του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., αφού σε αυτές τις περιπτώσεις το ποινικό δικονομικό δίκαιο του τελευταίου τυγχάνει πλήρους εφαρμογής. Υστερεί όμως του μοντέλου που θεσπίζεται στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις περιπτώσεις, όπου απαιτείται δικαστική έγκριση κατά το δίκαιο του βοηθού Ε.Ε.Ε., προσομοιάζοντας τις παραδοσιακές μορφές δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις.

Παράλληλα, σύντομα το προπεριγραφέν σχήμα συνάντησε ρηγματώσεις στην πράξη. Η πρώτη προειδοποιητική βολή στάλθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) της 11.11.2021 στην υπόθεση “Gavanozov II”, η οποία ναι μεν αφορά στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, αλλά έχει σαφώς ευρύτερη εμβέλεια. Καίτοι δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος να παρουσιαστεί η σημαντική αυτή απόφαση του Δ.Ε.Ε., θυμίζω απλά ότι με αυτήν κρίθηκε ότι αντιβαίνει στην ενωσιακή νομοθεσία και ιδίως στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που κατοχυρώνει μεταξύ άλλων το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε δικαστήριο) κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας (εν προκειμένω της Βουλγαρίας) με την οποία δεν προβλέπεται κανένα μέσο ένδικης προστασίας κατά της έκδοσης της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο τη διενέργεια έρευνας και κατάσχεσης, καθώς και τη διοργάνωση εξέτασης μάρτυρα με εικονοτηλεδιάσκεψη.
Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη σχετίζεται με την έκδοση στις 26.01.2022 της υπ’ αριθ. 006/2022 απόφασης του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με την οποία υιοθετήθηκαν οδηγίες-κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 31 του Κανονισμού, προς τον σκοπό διασφάλισης μιας ενιαίας εσωτερικής πρακτικής εντός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αναφορικά με την εφαρμογή του προ
Σελ. 1093αναφερθέντος άρθρου του Κανονισμού και υπό την επιφύλαξη βεβαίως της δικαστικής ανεξαρτησίας των δικαστηρίων των κρατών μελών, των δικαιωμάτων των μερών όπως κατοχυρώνονται στον ΧΘΔΕΕ ή της τυχόν (αντίθετης) ερμηνείας που θα παρασχεθεί στο μέλλον από το Δ.Ε.Ε.
Στο εν λόγω έγγραφο αποτυπώνεται η επίσημη θέση του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αναφορικά με ορισμένες αμφισβητούμενες διατάξεις του άρθρου 31 του Κανονισμού. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι: α) η εφαρμογή στην πράξη του εν λόγω άρθρου πρέπει να είναι τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματική όσο και τα ενωσιακά νομικά εργαλεία που εδράζονται στην αμοιβαία αναγνώριση (ιδίως η οδηγία για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και ο Κανονισμός 2018/1805 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης – αρ. 2), β) η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 31 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η αιτιολόγηση και η λήψη των μέτρων διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., αντικατοπτρίζει την αρχή ότι οι ουσιαστικοί λόγοι και οι προϋποθέσεις για τη λήψη ενός διασυνοριακού μέτρου έρευνας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και μπορούν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του εν λόγω κράτους μέλους (κατ’ αναλογία με τη ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 της οδηγίας για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας), αρχή που πρέπει να θεωρηθεί ότι διέπει συνολικά την ερμηνεία του άρθρου 31 του Κανονισμού ως τμήμα του «κοινοτικού κεκτημένου» (αρ. 3), γ) το δικαστήριο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. δεν ελέγχει την αιτιολόγηση και τους ουσιαστικούς λόγους (αναγκαιότητα, αναλογικότητα) για τη λήψη του μέτρου και δεν δικαιούται να ζητήσει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία από αυτά που θα εξέταζε στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας (αρ. 7), δ) η αρχή της μίας δικαστικής έγκρισης της Αιτιολογικής σκέψης 72 του Προοιμίου του Κανονισμού δεν δύναται να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις, καθόσον μπορεί να δημιουργήσει σημαντικό νομικό κενό (απουσία μέσου ένδικης προστασίας) και να οδηγήσει σε παραβίαση του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ και του άρθρου 42 παρ. 1 του Κανονισμού (αρ. 8-10, 22), με ρητή παραπομπή μάλιστα στην απόφαση «Gavanozov II» (υποσ. 10), σκέψη που κατ’ αποτέλεσμα άγει στην απαίτηση για διπλή δικαστική έγκριση του μέτρου όταν τούτο επιβάλλεται και από τα δύο δίκαια, επιληφθέντος και βοηθού Ε.Ε.Ε. και ε) τα ασκηθέντα στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. ένδικα μέσα δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ή της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά θα πρέπει να αφορούν μόνο πτυχές όπως η ενδεχόμενη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου), η περίπτωση που το μέτρο που έχει ανατεθεί δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμο για αντίστοιχη εγχώρια περίπτωση σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους ή ex post λάθη κατά την εκτέλεση του μέτρου (αρ. 16).
Κατόπιν αυτών, η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δ.Ε.Ε. ήταν απλά θέμα χρόνου. Πράγματι, τον Απρίλιο του 2022 το Εφετείο της Βιέννης (Oberlandesgericht Wien) υπέβαλε τα ακόλουθα τρία προδικαστικά ερωτήματα: 1. Έχει το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα τα άρθρα 31 παρ. 3 εδ. α΄ και 32 του Κανονισμού την έννοια ότι, όταν, επί διασυνοριακών ερευνών, απαιτείται δικαστική έγκριση για μέτρο προς εφαρμογή στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε., πρέπει να εξετάζονται όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, όπως το αξιόποινο της πράξης, οι ενδείξεις ενοχής, ο αναγκαίος και αναλογικός χαρακτήρας του μέτρου; 2. Πρέπει κατά την εν λόγω εξέταση να λαμβάνεται υπόψη το ότι στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. έχει ήδη ελεγχθεί από εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους το επιτρεπτό της λήψης του μέτρου; 3. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα και καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, σε ποιο βαθμό πρέπει να διενεργείται δικαστικός έλεγχος στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε.;
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν συνοπτικά ως εξής: Στο πλαίσιο έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για παραβίαση τελωνειακών κανονισμών μέσω της παροχής ψευδών στοιχείων κατά την εισαγωγή βιοντίζελ (προελεύσεως Η.Π.Α.) στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αποτέλεσμα την πρόκληση συνολικής ζημίας περίπου 1.295.000 ευρώ, ο επιληφθείς Ε.Ε.Ε. του Μονάχου της Γερμανίας ανέθεσε, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κανονισμού, σε βοηθό Ε.Ε.Ε. στην Αυστρία τη διενέργεια μιας σειράς ερευνών σε κατοικίες και επαγγελματικές εγκαταστάσεις των υπόπτων. Ο Αυστριακός Ε.Ε.Ε. εξέδωσε σχετικές παραγγελίες για τη διεξαγωγή των εν λόγω ερευνών και ζήτησε και έλαβε αντίστοιχες εγκρίσεις από τον εκάστοτε αρμόδιο δικαστή του μονομελούς τμήματος των πρωτοβάθμιων περιφερειακών δικαστηρίων, οι παραγγελθείσες δε κατ’ οίκον έρευνες διενεργήθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή και οδήγησαν στην κατάσχεση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Κατά των δικαστικών αυτών εγκρίσεων που χορηγήθηκαν για τις παραγγελίες διενέργειας κατ’ οίκον ερευνών, οι ύποπτοι-καθ’ ου οι έρευνες άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Εφετείου Βιέννης, προβάλλοντας μεταξύ άλλων έλλειψη ενδείξεων ενοχής και πλημμελή αιτιολογία αυτών, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Στη γνώμη που διατύπωσε ο Αυστριακός βοηθός Ε.Ε.Ε. ενώπιον του Εφετείου Βιέννης ισχυρίστηκε ότι οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν με την επιχειρηματολογία ότι με τον Κανονισμό δημιουργήθηκε ένα καινοφανές νομικό πλαίσιο διασυνοριακών μέτρων έρευνας, το οποίο συνιστά κατ’ ουσίαν μετεξέλιξη της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές υποθέσεις και, ως εκ τούτου, οι αντικειμενικοί λόγοι για τα μέτρα έρευνας μπορούν να εξετάζονται μόνο στο κράτος μέλος έκδοσης (εν προκειμένω στη Γερμανία). Περαιτέρω, υποστήριξε ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού, οι οποίες κρίνονται με βάση το δίκαιο του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., μπορούν να ελέγχονται μόνο από τα δικαστήρια του οικείου κράτους, το ίδιο δε ισχύει και για την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων που ασκούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Κατά τον Αυστριακό Ε.Ε.Ε., στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. πρέπει να ελέγχεται μόνον το εκεί προβλεπόμενο τυπικό δικαίωμα, όχι όμως και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Στην ουσία, δηλαδή, ο Αυστριακός Ε.Ε.Ε. επανέλαβε την επιχειρηματολογία που διατυπώθηκε στην προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 006/2022 απόφαση του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Το Εφετείο Βιέννης στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στις 25.04.2022, την πρώτη για υπόθεση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αρχικώς επισήμανε ότι από τη ρύθ
Σελ. 1094μιση των άρθρων 31 παρ. 3 και 32 του Κανονισμού θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, οσάκις πρόκειται για μέτρο που υποβάλλεται σε δικαστική έγκριση στο κράτους του βοηθού Ε.Ε.Ε., το μέτρο αυτό πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με όλες τις τυπικού και ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, μια τέτοια προσέγγιση, θα είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται υπόψη του δικαστηρίου του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. όλα τα αναγκαία έγγραφα και ο φάκελος της υπόθεσης, κάτι που, ιδίως στην περίπτωση εμπλοκής περισσότερων κρατών μελών, εκτός από την απαραίτητη μεταφραστική εργασία, θα συνεπαγόταν τον έλεγχο της ίδιας διαδικασίας έρευνας, με την οποία επιδιώκεται η έγκριση μέτρου, σε διαφορετικά κράτη με διαφορετικές έννομες τάξεις, πόσω μάλλον όταν στο κράτος του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. δεν θα απαιτείτο καν δικαστική έγκριση για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου. Ένας τέτοιος πλήρης έλεγχος της προηγηθείσας διαδικασίας έρευνας, συνέχισε το Εφετείο Βιέννης, θα συνιστούσε σημαντική οπισθοδρόμηση από πρακτικής απόψεως. Συνεπώς, ερμηνευόμενες οι πιο πάνω διατάξεις του Κανονισμού υπό το πρίσμα της ταχείας, αποτελεσματικής και οικονομικώς συμφέρουσας ποινικής δίωξης, επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η δικαστική έγκριση μέτρου στη χώρα του βοηθού Ε.Ε.Ε. θα περιοριζόταν μόνον στην εξέταση των τυπικών προϋποθέσεων, ιδίως όταν στο κράτος του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε. έχει ήδη διενεργηθεί δικαστικός έλεγχος, ερμηνεία όμως στην οποία φαίνεται να αντίκειται η ρητά ρυθμιζόμενη, αλλά αποκλειστικώς επικουρική χρήση των πράξεων αμοιβαίας αναγνώρισης τέτοιων αποφάσεων κατά την παρ. 6 του άρθρου 31 του Κανονισμού.
Η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον του τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του Δ.Ε.Ε. στις 27.02.2023, οι προτάσεις δε της Γενικής Εισαγγελέως Tamara Capeta από την Κροατία πρόκειται να δημοσιευθούν στις 22.06.2023 και αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ποιο θα είναι το περιεχόμενο των προτάσεων της Γεν. Εισαγγελέας και ακόμα περισσότερο ποια θα είναι τελικά η δικαιοδοτική κρίση του Δ.Ε.Ε. είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Εντούτοις, επιχειρώντας να διατυπώσουμε συνοπτικά ορισμένες πρώτες σκέψεις, καταφεύγοντας στα συνήθη ερμηνευτικά κριτήρια που και το ίδιο το Δ.Ε.Ε. χρησιμοποιεί πάγια σε ανάλογες περιπτώσεις προκειμένου να ερμηνεύσει διάταξη του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή τη γραμματική (γράμμα της διάταξης), συστηματική (το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται) και τελεολογική ερμηνεία (σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση), θα σημειώναμε τα εξής:
Δεδηλωμένος σκοπός του συστήματος διασυνοριακών ερευνών που προβλέπει ο Κανονισμός είναι να καταστεί αυτό αποτελεσματικότερο και ταχύτερο από αυτό που προβλέπεται στην οδηγία για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, δοθέντος ότι η τελευταία εδράζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ ισότιμων εθνικών αρχών, ενώ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Περαιτέρω, όταν τόσο κατά το δίκαιο του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., όσο και του βοηθού Ε.Ε.Ε. απαιτείται δικαστική έγκριση για τη λήψη του μέτρου έρευνας, η συστηματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι «σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει μόνο μία έγκριση», σύμφωνα και με την Αιτιολογική σκέψη αρ. 72 του Προοιμίου του Κανονισμού.

Αντιθέτως, αν κανείς στραφεί προς τη γραμματική και ιστορική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 31 και 32 του Κανονισμού, η κατάσταση είναι τουλάχιστον λιγότερο ξεκάθαρη. Ειδικότερα, οι εν λόγω διατάξεις έλαβαν το περιεχόμενο που εν πολλοίς σήμερα έχουν, μετά από εκτεταμένες και δύσκολες διαπραγματεύσεις, το έτος 2015 επί Προεδρίας στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Λετονίας (α΄ εξάμηνο) και ιδίως του Λουξεμβούργου (β΄ εξάμηνο), η οριστική όμως διευθέτηση ορισμένων αμφισβητούμενων πτυχών τους κατέστη εφικτή μόνο στα τέλη του 2016 επί Προεδρίας Σλοβακίας.

Να θυμίσω απλά ότι από την Πρόταση Κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που υπέβαλε τον Ιούλιο του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απουσίαζε ειδική διάταξη για τις διασυνοριακές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δοθέντος ότι για τους σκοπούς της έρευνας και δίωξης το έδαφος των κρατών μελών της Ένωσης θεωρείτο ως ενιαίος νομικός χώρος εντός του οποίου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά της (άρ. 25 παρ. 1), παράλληλα δε στο άρθρο 26 της Πρότασης προβλεπόταν ένας κατάλογος 21 μέτρων έρευνας, των οποίων μπορούσε να κάνει χρήση η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, εκ των οποίων τα μεν πρώτα 10 οριζόταν ότι υπόκειντο πάντοτε στην έγκριση της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου επρόκειτο να εκτελεστούν (άρ. 26 παρ. 4), τα δε υπόλοιπα 11 υπόκειντο σε δικαστική έγκριση μόνον εφόσον αυτό απαιτείτο από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου επρόκειτο να εκτελεστούν (άρ. 26 παρ. 5), ρητώς δε προβλεπόταν ότι η απαιτούμενη έγκριση παρεχόταν από την αρμόδια δικαστική αρχή εντός 48 ωρών με την έκδοση γραπτής και αιτιολογημένης απόφασης (άρ. 26 παρ. 6).
Ειδικότερα, εάν κανείς ανατρέξει στα κείμενα της Προεδρίας του Συμβουλίου κατά το στάδιο της πολυετούς διαπραγμάτευσης της Πρότασης Κανονισμού για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (στο βαθμό που τα έγγραφα αυτά είναι προσιτά)
Σελ. 1095 θα διαπιστώσει τα εξής: στο αναμορφωμένο κείμενο των πρώτων 37 άρθρων της σχετικής πρότασης που παρουσιάστηκε το Νοέμβριο του 2014 υπό ιταλική Προεδρία, αφενός μεν υπήρχε μία γενική διάταξη για τις διασυνοριακές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην παρ. 2 του (τότε) άρθρου 23 (αντίστοιχο του σημερινού 28 του Κανονισμού), αφετέρου δε μια εκτεταμένη ρύθμιση στο άρθρο 26a, με την επισημείωση ότι ως προς το περιεχόμενο της τελευταίας διάταξης υπάρχουν αρκετές αποκλίνουσες γνώμες και το κείμενο αποτελεί μία προσπάθεια της Προεδρίας να τις συγκεράσει κατά το δυνατό. Για το θέμα της δικαστικής έγκρισης, οι παρ. 3 και 5 του εν λόγω σχεδίου προέβλεπαν ότι όταν μεν απαιτείται τέτοια έγκριση για τη λήψη μέτρου έρευνας από τον Κανονισμό ή το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., αυτή λαμβάνεται από τον εν λόγω Ε.Ε.Ε. σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και σύμφωνα με τις ειδικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εν λόγω δίκαιο, ενώ όταν το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. απαιτεί δικαστική έγκριση, αυτή λαμβάνεται από τον τελευταίο, ρητώς δε σημειωνόταν ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει την έγκριση αυτή όταν το μέτρο, η λήψη του οποίου ζητείται, είναι αντίθετο στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του εν λόγω κράτους. Κατά τα λοιπά, επαναλαμβανόταν (παρ. 2) η νυν ισχύουσα ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 31 του Κανονισμού ότι η αιτιολόγηση και η λήψη του μέτρου διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ε.Ε.Ε., ενώ η εκτέλεση του μέτρου και οι σχετικοί όροι (modalities) και διαδικασίες (procedures) για τη λήψη αυτού διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 2015, υπό την Προεδρία της Λετονίας πλέον στο Συμβούλιο, το άρθρο 26a έχει μερικώς αναμορφωθεί, επισημαίνεται όμως και πάλι σε σχετική υποσημείωση (υπ’ αρ. 58) ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές αποκλίνουσες απόψεις για το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης και ότι το παρουσιασθέν κείμενο αποτελεί προσπάθεια της Προεδρίας να συγκεράσει όσες περισσότερες απόψεις μπορεί, καθώς και ότι κάποιες αντιπροσωπείες πρότειναν οι Ε.Ε.Ε. να μπορούν να κάνουν χρήση των νομικών εργαλείων αμοιβαίας αναγνώρισης. Πρώτη φορά γίνεται χρήση του όρου «ανάθεση» (assign) του μέτρου (παρ. 1), ενώ στην παρ. 4 ρυθμιζόταν η περίπτωση που απαιτείτο δικαστική έγκριση για τη λήψη του μέτρου έρευνας, με την απάλειψη του προαναφερθέντος εδαφίου που προέβλεπε την άρνηση χορήγησης της έγκρισης στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. μόνο σε περίπτωση αντίθεσης του μέτρου στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του. Εντούτοις, σε σχετική υποσημείωση (υπ’ αρ. 61) αναφερόταν ότι η εν λόγω παράγραφος επικρίθηκε από αρκετές αντιπροσωπείες για διαφορετικούς λόγους και προτάθηκε η εισαγωγή σχετικής αιτιολογικής σκέψης στο Προοίμιο με περιεχόμενο την αποφυγή διπλής δικαστικής έγκρισης με τη χορήγηση προτεραιότητας για τη λήψη τέτοιας έγκρισης στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. με σκοπό να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της έρευνας.
Λίγο παραπάνω από ένα μήνα αργότερα, υπό Λουξεμβουργιανή Προεδρία, παρουσιάζονται δύο εναλλακτικές εκδοχές του άρθρου για τις διασυνοριακές έρευνες που έχει πλέον αναριθμηθεί σε άρθρο 26. Η πρώτη πρόταση προέβλεπε ότι, εάν απαιτείται δικαστική έγκριση για το μέτρο έρευνας, αυτή λαμβάνεται μόνο στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. από τον τελευταίο και σε περίπτωση άρνησης χορήγησής της ο επιληφθείς Ε.Ε.Ε. ανακαλεί την ανάθεση (παρ. 4), ενώ η δεύτερη εναλλακτική πρόταση που τέθηκε προς συζήτηση, υιοθετώντας μια ορολογία που παρέπεμπε ευθέως στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, χωρίς τη χρήση του όρου «ανάθεση» (assign), όριζε ότι, σε περίπτωση που απαιτείτο δικαστική έγκριση κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε., το Δικαστήριο του εν λόγω κράτους δεν δύναται να εξετάσει την αιτιολόγηση και τους ουσιαστικούς λόγους για τη λήψη του μέτρου.
Από τα όσα εκτέθηκαν ως τώρα προκύπτει, νομίζω, με ενάργεια, ότι η έκταση του δικαστικού ελέγχου κατά τη λήψη της δικαστικής έγκρισης για τη λήψη μέτρου έρευνας στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένων και δύσκολων διαπραγματεύσεων, δεδομένων και των διαφορών στα εθνικά νομικά συστήματα των κρατών μελών, και μόνο στα τέλη του 2015 επιτεύχθηκε μία προσωρινή συμφωνία από έναν μεγάλο αριθμό Υπουργών αναφορικά με το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου και συμφωνήθηκε αυτό (μαζί με τα λοιπά άρθρα 17-35) να θεωρηθεί «παγωμένο» προσωρινά και να επανεξεταστεί όταν θα έχει διαμορφωθεί ολόκληρο το κείμενο της πρότασης Κανονισμού (επί τη βάσει της αρχής «τίποτα δεν συμφωνείται, εάν δεν συμφωνηθούν όλα»). Ειδικότερα, η Λουξεμβουργιανή Προεδρία παρουσίασε μία συμβιβαστική πρόταση με στόχο να επιτύχει μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ των θέσεων των αντιπροσωπειών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τόσο την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όσο και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων, με την εισαγωγή ενός στοιχείου ευελιξίας που να επιτρέπει την προσαρμογή των διατάξεων στα υφιστάμενα εθνικά νομικά συστήματα. Η συμβιβαστική αυτή πρόταση, με το σπάσιμο των σχετικών διατάξεων σε δύο πλέον άρθρα (άρθρ. 26 και 27), απηχεί εν πολλοίς την νυν ισχύουσα ρύθμιση των άρθρων 31 και 32 του Κανονισμού.
Τελικώς και αφού υπό την Προεδρία της Ολλανδίας το πρώτο εξάμηνο του 2016 διαμορφώθηκε μία ενοποιημένη εκδοχή του κειμένου της πρότασης Κανονισμού, επί Προεδρίας Σλοβακίας το δεύτερο εξάμηνο του ιδίου έτους διαβάζουμε τα εξής σημαντικά σε σχετικό έγγραφο: ότι, επειδή το σχέδιο του Κανονισμού δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για τη λήψη της δικαστικής έγκρισης, αλλά αφήνει το ζήτημα στο εκάστοτε εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο που στις περισσότερες των πε
Σελ. 1096ριπτώσεων θα είναι το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε., σε περίπτωση που το εν λόγω δίκαιο απαιτεί μια ενδελεχή ανάλυση (thorough analysis) της δικογραφίας πριν τη χορήγηση της δικαστικής έγκρισης για τη λήψη του μέτρου, αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να ζητήσει το δικαστήριο του κράτους μέλους του βοηθού Ε.Ε.Ε. τη μετάφραση ολόκληρης της δικογραφίας προκειμένου να διενεργήσει τη δική του ανάλυση, κάτι που μπορεί να αποβεί αφενός μεν ιδιαίτερα χρονοβόρο, αφετέρου δε η εφαρμογή των ειδικών ρυθμίσεων του Κανονισμού για τη λήψη της δικαστικής έγκρισης να αποβεί δυσχερέστερη στην πράξη από ότι θα ήταν εάν εφαρμοζόταν η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. Προς άρση αυτού του αδιεξόδου προτάθηκε από την Προεδρία, είτε οι διατάξεις του Κανονισμού να εναρμονιστούν με αυτές της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, συμπεριλαμβάνοντας στο κείμενο σχετικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, πρόταση όμως που απέρριψε η πλειοψηφία των κρατών μελών, καθόσον συμφωνήθηκε ένα sui generis καθεστώς για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είτε να περιορισθεί εν μέρει ο δικαστικός έλεγχος στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε., έτσι ώστε να μην οδηγεί σε καταστάσεις όπου ένας εθνικός εισαγγελέας μέσω της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας θα λάμβανε αποδεικτικά στοιχεία ευκολότερα και ταχύτερα από ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού, λόγω της εφαρμογής του εκάστοτε ισχύοντος εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, προτάθηκε να συμπεριληφθεί αιτιολογική σκέψη στο Προοίμιο του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία θα διευκρινιζόταν ότι η δικαστική απόφαση στο κράτος του βοηθού Ε.Ε.Ε. θα βασιζόταν, κατά κανόνα, μόνο σε μεταφρασμένη περίληψη της δικογραφίας και ότι το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει την έγκριση μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. η έλλειψη αναλογικότητας. Η πρόταση αυτή, εντούτοις, της σλοβακικής Προεδρίας δεν έγινε αποδεκτή. Συνεπώς, προσπάθειες που έγιναν κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων να περιοριστεί η έκταση του δικαστικού ελέγχου στο κράτος μέλος του βοηθού Ε.Ε.Ε. ή να εισαχθούν ρητώς στο κείμενο ρυθμίσεις ανάλογες αυτών της οδηγίας για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, όπως π.χ. αυτή του άρθρου 14 παρ. 2, δεν ευδοκίμησαν, διότι η πλειοψηφία των κρατών μελών ήταν αντίθετη να δεχθεί τη διενέργεια στην επικράτειά της των επαχθέστερων, κατά κανόνα, ανακριτικών πράξεων, αυτών δηλαδή για τις οποίες απαιτείται δικαστική έγκριση, χωρίς την άσκηση πλήρους δικαστικού ελέγχου επ’ αυτών.
Διαχρονικά το Δ.Ε.Ε. λειτούργησε ως καταλύτης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το μείζον ερώτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο είναι εάν, ενόψει της ανάγκης διασφάλισης της αποτελεσματικότητας των διασυνοριακών ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, είναι δυνατή η υπέρβαση/διόρθωση του γράμματος και της βούλησης του ιστορικού νομοθέτη του άρθρου 31 του Κανονισμού. Στην πρώτη του απόφαση επί προδικαστικού ερωτήματος για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαπιστωθεί εάν θα συνεχίσει αυτή την παράδοση ή όχι.