Κείμενο
Ι. Το διακύβευμα
1. Το αντικείμενο της επιστημονικής εκδήλωσης «Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Ελληνική Δικαιοσύνη: ένας αναγκαίος διάλογος» είναι εκ φύσεως βαρυσήμαντο και ιστορικά διαρκώς επίκαιρο. Όπως βαρυσήμαντη είναι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία έχει ως αποστολή την προώθηση της ειρήνης, των ευρωπαϊκών αξιών και της ευημερίας των λαών των κρατών μελών της. Οι λέξεις ειρήνη, αξίες και ευημερία είναι έντονα πυκνές σε έννοιες, θεσμούς, πολιτικές και δράσεις. Επιλέγω την απαρίθμηση των ευρωπαϊκών αξιών για να γίνω σαφέστερος: σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
2. Αναμφίβολα, οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν και δεν πρέπει να επιτευχθούν μόνο στο ενωσιακό πλαίσιο. Τα κράτη-έθνη δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Όσο αναπότρεπτη και να είναι η διαρκώς και περισσότερο εντεινόμενη τάση των κρατών προς υπερεθνική συνεργασία, άλλο τόσο γίνεται πρόδηλη η ανάγκη δημοκρατικής αποκέντρωσης και λειτουργίας. Όπως εύστοχα το υπογραμμίζουν οι συντάκτες της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες». Η αναγκαία ισορροπία μεταξύ της οικοδόμησης μιας στενότερης ένωσης με τη διατήρηση της εθνικής δημοκρατικής αρχής αποτέλεσε και αποτελεί τη μόνιμη επιδίωξη του ενωσιακού συντακτικού νομοθέτη, όπως και την πηγή δημιουργίας τριβών, αντιπαραθέσεων και πρόσφατα ρήξεων.
ΙΙ. Ο ενωσιακός ρόλος του εθνικού δικαστή
3. Το δίκαιο της ΕΕ τροποποιεί καθοριστικά τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης των κρατών μελών. Ο εθνικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να εφαρμόσει άμεσα τους κανόνες της ΕΕ, αλλά και να προσαρμόσει τις μεθόδους ερμηνείας του στις νέες απαιτήσεις. Ο εθνικός δικαστής είναι αναγκασμένος να εξοικειωθεί με νέες έννοιες και κριτήρια. Η παραδοσιακή λογική και οι μηχανισμοί συλλογισμού που χρησιμοποιεί ο εθνικός δικαστής πλήττονται. Νέες έννοιες, όπως εθνική ταυτότητα, αποτελεσματική δικαστική προστασία,
επιτακτικός λόγος προστασίας γενικού συμφέροντος, αναλογικότητα, έχουν εμφανιστεί.
4. Το δικαστικό σύστημα της ΕΕ δεν συνάγεται παρά εμμέσως από τις συνθήκες της ΕΕ. Αναφορές στους εθνικούς δικαστές υπάρχουν στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, καθώς και στο άρθρο 274 ΣΛΕΕ για τη συμβατική ευθύνη της ΕΕ. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δεν είναι αρμόδιο παρά όταν οι Συνθήκες το αναφέρουν ρητά. Τα σχετικά άρθρα αναφέρονται μεταξύ άλλων στον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων ή των παραλείψεων των οργάνων της ΕΕ και στην ανάδειξη της εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΕ. Το σύνολο των προσφυγών διαμορφώνει ένα σύστημα ελέγχου των πράξεων που υιοθετούν τα όργανα της ΕΕ. Ουδείς λόγος γίνεται για τον έλεγχο της εφαρμογής αυτών των πράξεων από τις εθνικές αρχές, εάν εξαιρεθεί η διαδικασία διαπίστωσης των παραβάσεων που διαπράττουν οι εν λόγω εθνικές αρχές.
5. Οι συντάκτες των κοινοτικών συνθηκών δεν θέλησαν να καθιερώσουν την έννοια του εθνικού δικαστή ως ομοσπονδιακού δικαστή. Ούτε άλλωστε θα μπορούσαν, δεδομένης της νομικής φύσης του κοινοτικού συστήματος. Εκ των πραγμάτων, το καθήκον έπεφτε στους ώμους του τότε Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο αναγκάστηκε να θέσει της βάσεις ανάπτυξης των χαρακτηριστικών της κοινοτικής έννομης τάξης. Αναμφίβολα, αξίζει έπαινος στο τότε ΔΕΚ που εν σιωπή των συνθηκών, ως προς τη νομική τους φύση, τις διαφοροποίησε πλήρως από τις κλασικές διεθνείς συνθήκες, καθιστώντας τις ένα πρόπλασμα μελλοντικού ευρωπαϊκού συντάγματος, με διορατικό τρόπο, υψίστης νομικής και πολιτικής σημασίας. Με άξονα τις αρχές της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής των κοινοτικών συνθηκών, το ΔΕΚ αργά αλλά σταθερά έθεσε τις αρχές που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ της Κοινοτικής/Ενωσιακής έννομης τάξης και των εθνικών εννόμων τάξεων. Προπάντων οδηγήθηκε να διαμορφώσει την κοινοτική λειτουργία του εθνικού δικαστή, με σημερινούς όρους, την ενωσιακή λειτουργία του εθνικού δικαστή.
6. Η δόμηση του κοινοτικού δικαστικού συστήματος με όρους αποκεντρωμένης εφαρμογής κανόνων που είναι κοινοί για όλους, και φυσικά λαμβάνονται από κοινού, προσέδωσε όντως πρωταγωνιστικό ρόλο στον εθνικό δικαστή και κατ’ επέκταση μέσω αυτού στο ρόλο του δικαίου ως βαστικής προϋπόθεσης ενοποίησης. Η ένωση μέσω του δικαίου δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στην ανάπτυξη της έννοιας της Κοινότητας Δικαίου, αργότερα της Ένωσης Δικαίου και με πιο εύληπτους όρους της ενωσιακής αρχής του κράτους δικαίου ή της αρχής του «ενωσιακού κράτους δικαίου», ως σύνθεσης των επιμέρους εθνικών αρχών του κράτους δικαίου.
7. Οι αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής, εγγενείς στο κοινοτικό σύστημα, ιδίως οι συγκεκριμένες απαιτήσεις τους, μετέτρεψαν όντως τον εθνικό δικαστή σε ένα κοινοτικό δικαστή, ο οποίος όφειλε αγνοώντας την εθνική έννομη τάξη, να συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων, ο εθνικός δικαστής έπρεπε να αφήνει ανεφάρμοστες τις αντίθετες εθνικές διατάξεις, έστω και συνταγματικές, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ, να διασφαλίζει την πλήρη δικαστική προστασία στα δικαιώματα που οι πολίτες των κρατών μελών αντλούσαν από το δίκαιο της ΕΕ.
ΙΙΙ. Οι αντιστάσεις/παρεκκλίσεις των εθνικών δικαστηρίων
8. Αυτή η λειτουργική αναδίπλωση (dédoublement fonctionnel) δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει αντιδράσεις, άλλοτε δικαιολογημένες, άλλοτε όχι. Δικαιολογημένες ήταν οι αντιδράσεις στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) όταν ο εθνικός δικαστής αφέθηκε μόνος του να αντιμετωπίσει τα νέα καθήκοντα που του επέβαλε το ΔΕΕ, χωρίς η έννομη τάξη του να προσαρμοστεί αντίστοιχα, πχ μέσω συνταγματικής ρύθμισης του νέου ρόλου, 2) όταν η απόλυτη σύλληψη της αρχής της υπεροχής αγνοούσε την ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και των θεμελιωδών αρχών των δημοκρατικών συνταγμάτων των κρατών μελών.
9. Αδικαιολόγητη ήταν όταν τα εθνικά δικαστήρια λειτουργούσαν ως στήριγμα των εθνικών κυβερνήσεων, με την επίκληση αιρετικών δογμάτων, όπως χαρακτηριστικά συνέβη πρόσφατα κατ’ εξοχή από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και το Πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
10. Στην περίπτωση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (5.5.2020), μήλο της έριδος ήταν η αξιολόγηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), προς στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης, στη δε περίπτωση του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (7.10.2021) η δικαστική μεταρρύθμιση που έπληττε την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας.
11. Αξίζει να αναφερθούμε στο δόγμα που διαμόρφωσε το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, μιας που αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε αιρετική απόφαση. Αυτό συνίσταται κατά βάση στο ότι η έννομη τάξη
της Ένωσης, συνιστά μια παράγωγη των εθνικών εννόμων τάξεων νέα έννομη τάξη, η οποία ως τέτοια οφείλει να εναρμονίζεται με τις γενεσιουργές εθνικές έννομες τάξεις, κατά μείζονα λόγο που οι τελευταίες, ως οι μόνες σεβόμενες πλήρως τη δημοκρατική αρχή, της παρέχουν την αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση που της επιτρέπει ως δημόσια εξουσία να υφίσταται, λειτουργεί και αναπτύσσεται. Δόγμα περίτεχνο θα έλεγε κανείς, που έτυχε μακρόχρονης επεξεργασίας, ιδίως με την απόφαση της 30.6.2009 για τη συμφωνία της Συνθήκης της Λισαβόνας με το Γερμανικό Σύνταγμα.
12. Ωστόσο, το δόγμα αυτό παραγνωρίζει όλες τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, κάτι που οδήγησε άλλωστε σε φάσεις διαμόρφωσης ηπιότερων εκδοχών του, χωρίς όμως να αποτραπεί η αιρετική απόφαση του ΓΣΔ που έκρινε ως πράξεις ultra vires τις σχετικές αποφάσεις της ΕΚΤ και του ΔΕΕ, παρ’ όλη την αντίθεση και της γερμανικής κυβέρνησης και του γερμανικού κοινοβουλίου.
13. Η απόφαση του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΠΣΔ), της 7.10.2021, ήταν όντως μια πολιτική απόφαση. Εκδόθηκε άλλωστε κατ’ απαίτηση του Πολωνού Πρωθυπουργού. Με επιφανειακή και συνοπτική αιτιολογία, το ΠΣΔ διακηρύσσει την υπεροχή του πολωνικού Συντάγματος έναντι βασικών αρχών της έννομης τάξης της Ένωσης, απαγορεύοντας μάλιστα στα πολωνικά δικαστήρια την άσκηση του ρόλου τους ως εφαρμοστών του δικαίου της Ένωσης. Επικαλούμενο την ανάγκη λειτουργίας της Πολωνίας ως δημοκρατικό και ανεξάρτητο κράτος και τη μη υπέρβαση από τα όργανα της Ένωσης των αρμοδιοτήτων τους, χωρίς περαιτέρω εξήγηση, διακηρύσσει το ανεφάρμοστο των αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ, ωθώντας έτσι τα πράγματα σε περαιτέρω όξυνση της σύγκρουσης της Πολωνίας με τα όργανα της Ένωσης.
IV. Στοιχεία ενός αναγκαίου διαλόγου
14. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη επιδιώκουν κοινούς σκοπούς: την προώθηση της ειρήνης, το σεβασμό των αξιών και την εξασφάλιση της ευημερίας των λαών των κρατών μελών της ΕΕ. Εδώ και 70 χρόνια, και με φόντο τις ακρότητες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τα κράτη μέλη προσπαθούν να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ υπερεθνικής συνεργασίας και εθνικής λειτουργίας. Οι αρχές που καθιερώθηκαν από το συντακτικό νομοθέτη, με την πολύτιμη βοήθεια του ΔΕΕ αλλά και των εθνικών δικαστών, είναι εδώ για να φωτίζουν την περαιτέρω πορεία: προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της κοινωνικής συνοχής, της αειφόρου ανάπτυξης και τόσο άλλα.
15. Ο συντακτικός νομοθέτης της ΕΕ δεν θέλησε να λύσει το θέμα της υπεροχής με σαφείς όρους. Το άφησε στην ευθύνη όλων όσων θα μπορούσαν να συμβάλλουν: κοινοβούλια, κυβερνήσεις, δικαστήρια. Ορισμένες διαπιστώσεις εν προκειμένω μπορούν να βοηθήσουν:
1) οι εθνικοί δικαστές δεν είναι απλοί εκτελεστές των κανόνων της ΕΕ, υπαγόμενοι σε μια κάθετη και ιεραρχημένη λογική,
2) οι εθνικοί δικαστές καλούνται να αντιμετωπίσουν δυσχερείς υποθέσεις, για τις οποίες οι προδικαστικές αποφάσεις δεν συνιστούν πάντοτε πανάκεια,
3) οι εθνικοί δικαστές οφείλουν να συμβάλλουν στην αποτροπή «συγκρούσεων υπεροχής», επεξεργαζόμενοι μηχανισμούς ικανούς να εξασφαλίσουν μια αρμονική διασύνδεση μεταξύ των δύο εννόμων τάξεων,
4) οι εθνικοί δικαστές αποτελούν τους θεματοφύλακες και της ενωσιακής και της εθνικής συνταγματικής τάξης, κάτι που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή στήριξή τους,
5) οι εθνικοί δικαστές δεν πρέπει να «εργαλειοποιούνται», όπως στην περίπτωση της Πολωνίας, που απαιτεί άμεση παρέμβαση των πολιτικών οργάνων της ΕΕ,
6) επειδή η ένταση μεταξύ ενότητας και διαφορετικότητας, συνιστά βαθύτατη ενωσιακή αλλά και εθνική αρχή, πρέπει να επιδιώκεται η αποτροπή υπαγόρευσης μονομερών λύσεων, οι οποίες, εξ αυτού και μόνο του λόγου, θα ήταν ακατάλληλες και προορισμένες να αποτύχουν,
7) προκειμένου να αποτραπεί η ανομοιομορφία στην εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ, κάτι που πλήττει και την αρχή της ισότητας των κρατών μελών, ενώπιον των Συνθηκών της ΕΕ, απαιτείται ένας ειλικρινής, συνεχής και συστηματικός διάλογος μεταξύ των δικαστών της ΕΕ,
8) η έννοια της προστασίας της εθνικής πολιτικής και συνταγματικής ταυτότητας μπορεί και πρέπει να καθοδηγήσει την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο χρήσιμης στους επικίνδυνους καιρούς που ζούμε,
9) οποιαδήποτε επίκληση της αρχής της εθνικής ταυτότητας για λόγους αποφυγής τήρησης των υποχρεώσεων που από κοινού δημιουργούνται πλήττει βάναυσα την αρχή της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών της ΕΕ,
10) το σύνολο των δικαστών της ΕΕ, ενωσιακών και εθνικών οφείλουν να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους, έτσι ώστε οι διαφωνίες να μετατραπούν σε πλούτο και όχι σε κίνδυνο για τις κοινές επιδιώξεις όλων, που
μόνο μέσω μια διαρκώς και ισχυρότερης Ένωσης μπορούν να επιτευχθούν.
V. Συμπέρασμα
Αναμφίβολα, οι προηγούμενες επισημάνσεις πρέπει να εξειδικεύονται, εμπλουτίζονται και εξελίσσονται. Κάθε εθνικός δικαστής μπορεί και πρέπει να συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή, μετατρεπόμενος σε ένα λειτουργικό ομοσπονδιακό δικαστή, προς όφελος και των πολιτών της Ένωσης και των αξιών που αυτή διασφαλίζει και προωθεί.