Κείμενο
1. Η επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως υποστατή και κατ’ αρχήν έγκυρη δικαιοπραξία
1.1. Η έννοια και η πρακτική σημασία της επικουρικής καταγγελίας
Η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου εκ μέρους του εργοδότη συνεπάγεται, τόσο υπό το προηγούμενο του Ν 4808/2021 νομικό καθεστώς όσο και υπό τις ισχύουσες ρυθμίσεις νόμου, δυσμενείς συνέπειες για τον εργοδότη. Η σημαντικότερη από αυτές συνίσταται στο γεγονός ότι η άκυρη καταγγελία θεωρείται ως μη γενομένη και δεν επιφέρει το καταλυτικό της αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να καθίσταται υπερήμερος και να οφείλει μισθούς υπερημερίας για όσο διάστημα δεν αποδέχεται την εργασία του μισθωτού, χωρίς να απαιτείται μάλιστα πραγματική προσφορά εργασίας εκ μέρους του τελευταίου.
Από την επίκληση, όμως, της ακυρότητας της απόλυσης εκ μέρους του εργαζομένου μέχρι την τελεσίδικη διάγνωση της διαφοράς που αφορά στο κύρος αυτής μεσολαβεί συνήθως μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, στο διάστημα αυτό, ο εργοδότης έχει εύλογο συμφέρον να άρει την υπερημερία του, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας. Γίνεται δε παγίως δεκτό από τη νομολογία ότι ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας και έτσι περιήλθε σε υπερημερία, μπορεί να άρει την υπερημερία του με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της ίδιας σύμβασης, η οποία μπορεί να γίνει από τον εργοδότη και επικουρικά, δηλαδή υπό την «αίρεση» της τελεσίδικης κρίσης περί ακυρότητας της προηγούμενης καταγγελίας. Πρόκειται για τη λεγόμενη «επικουρική καταγγελία».
1.2. Το νομικώς επιτρεπτό της επικουρικής καταγγελίας
Γενικά, η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της – εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 ΑΚ. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί ούτε να γίνει ανάκληση αυτής από τον εργοδότη, έστω και με τη συναίνεση του εργαζομένου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την αναγγελία (άρθρο 168 ΑΚ) ούτε, περαιτέρω, να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ότι αυτή δεν θα αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της (άρθρα 167, 168, 648 και 669 ΑΚ). Επίσης, η καταγγελία, ως διαπλαστική δικαιοπραξία, πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό, γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία δεν επιδέχεται, κατ’ αρχήν, αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο ως προς τη μεταβολή της νομικής κατάστασης, δηλαδή σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με το χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαι
Σελ. 1180 οπραξίας. Έτσι, η προσθήκη γνήσιας αίρεσης καθιστά άκυρη τη καταγγελία κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 174.
Οι διατάξεις, όμως, για την αίρεση δεν έχουν εφαρμογή στις αιρέσεις δικαίου, δηλαδή σ’ αυτές που συνίστανται σε γεγονός που αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή τελείωση της δικαιοπραξίας. Συνεπώς, είναι κατ’ αρχήν έγκυρη η επικουρική καταγγελία, δηλαδή η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλλων εργοδότης, για την περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν από το δικαστήριο ως άκυρη, με σκοπό να άρει την υπερημερία του ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, στην οποία περιέρχεται λόγω της ακυρότητας της πρώτης καταγγελίας. Η δεύτερη αυτή καταγγελία δεν περιέχει γνήσια αλλά καταχρηστική αίρεση (αίρεση δικαίου ή νομική αίρεση), αναφερόμενη σε γεγονός που αποτελεί κατά τον νόμο απαραίτητο στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή τελείωση της δικαιοπραξίας, η οποία είναι επιτρεπτή και η οποία, ανάλογα με τη νομική κατάσταση, αν μεν η πρώτη καταγγελία είναι έγκυρη δεν έχει καμία αξία και έννομη επιρροή, αν δε είναι άκυρη, επιφέρει αυτή το πρώτον τη λύση της σύμβασης.
Ειδικότερα, η προσθήκη αίρεσης δικαίου ή όρου του ενεργού της δικαιοπραξίας επί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας έχει την έννοια ότι η επικουρική καταγγελία υφίσταται ως μονομερής δικαιοπραξία αλλά δεν αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι τη διάγνωση της ακυρότητας της πρώτης καταγγελίας. Με την τελεσίδικη διάγνωση της ακυρότητας αυτής, η επικουρική καταγγελία καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρη. Αντίθετα, εάν καταστεί «βέβαιο» ότι η διάγνωση της ακυρότητας δεν θα επέλθει, η επικουρική καταγγελία δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, καθώς δεν νοείται καταγγελία ήδη λυθείσας σύμβασης.
Τέλος, στον βαθμό που θεωρείται κατ’ αρχήν νόμιμη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που ασκείται υπό την αίρεση της τελεσίδικης κρίσης περί εγκυρότητας της προηγούμενης καταγγελίας, είναι νοητή και η άσκηση διαδοχικών επικουρικών καταγγελιών, κάθε μία από τις οποίες ασκείται υπό την αίρεση της τελεσίδικης κρίσης περί εγκυρότητας της αμέσως προηγούμενης, ήτοι τελεί σε σχέση επικουρικότητας ως προς την προηγούμενη.
Προκειμένου, όμως, να παράξει η επικουρική καταγγελία τα έννομα αποτελέσματά της δεν αρκεί να πληρωθεί η νομική αίρεση υπό την οποία τελεί. Θα πρέπει να είναι και έγκυρη. Στη συνέχεια, εξετάζονται ζητήματα που σχετίζονται με τον δικαστικό έλεγχο του κύρους της επικουρικής καταγγελίας.
2. Η άσκηση αξιώσεων από άκυρη επικουρική καταγγελία
2.1. Το αυτοτελές της κρίσης περί του κύρους της επικουρικής καταγγελίας και η εφαρμογή της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955
Το κύρος της επικουρικής καταγγελίας κρίνεται αυτοτελώς, με βάση τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο που αυτή πραγματοποιείται. Συνεπώς, η κάθε καταγγελία κρίνεται αυτοτελώς για την εγκυρότητά της. Τυχόν δε ακυρότητα αυτής μπορεί ομοίως να προβληθεί αυτοτελώς από τον εργαζόμενο εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει η εφαρμοστέα και επί επικουρικής καταγγελίας διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, η οποία εισάγει ειδική ρύθμιση αποσκοπούσα στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. Όταν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, που λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της επικουρικής καταγγελίας για ακυρότητα.
Μάλιστα, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης επί του ισχυρισμού του εργαζομένου περί ακυρότητας της επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους του εργοδότη δεν εξαρτάται από τον δικονομικό τρόπο προβολής του. Είτε, δηλαδή, προβάλλεται με αγωγή (με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας), είτε με ένσταση (λ.χ. επί αγωγής του εργοδότη αναγνώρισης της λύσης της εργασιακής σύμβασης με καταγγελία), είτε με αντένσταση (π.χ. επί ενστάσεως του εργοδότη περί λύσης της σύμβασης εργασίας με νέα έγκυρη καταγγελία της σύμβασης και άρσης της υπερημερίας του από προηγούμενη άκυρη καταγγελία προς αντίκρουση αγωγής του εργαζομένου με αντικείμενο την επιδίκαση μισθών υπερημερίας) πρέπει να προβληθεί εντός της
Σελ. 1181 πιο πάνω τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, προκειμένου να ερευνηθεί η ουσιαστική του βασιμότητα.
2.2. Η αφετηρία της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955 επί επικουρικής καταγγελίας
Από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν 3198/1955 συνάγεται ότι η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία δεν εκκινεί από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, δηλαδή από την περιέλευση στη γνώση του εργαζομένου της μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας, αλλά από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ήτοι από την επέλευση του καταλυτικού της αποτελέσματος. Στην περίπτωση δε της επικουρικής καταγγελίας, με την πλήρωση της νομικής αίρεσης, η καταγγελία επιφέρει το καταλυτικό της αποτέλεσμα εξ υπαρχής, δηλαδή από τον χρόνο της καταγγελίας.
Εντούτοις, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι μέχρι τον χρόνο πλήρωσης της νομικής αίρεσης, το καταλυτικό αυτό αποτέλεσμα της λύσης της σύμβασης εργασίας όχι μόνο δεν έχει επέλθει αλλά είναι και αβέβαιο αν θα επέλθει. Έχει ήδη τονισθεί ότι η υπόσταση της επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας διασώζεται, παρά την προσθήκη αίρεσης στη μονομερή διαπλαστική δικαιοπραξία της καταγγελίας, λόγω του χαρακτήρα της αίρεσης αυτής ως καταχρηστικής, νομικής αίρεσης, όρου δηλαδή του ενεργού της δικαιοπραξίας, η προσθήκη του οποίου δεν καθιστά την επικουρική καταγγελία ανυπόστατη αλλά ανενεργή. Έτσι, η επικουρική καταγγελία, ως ατελής ή ανενεργός ή ελλιπής μονομερής δικαιοπραξία, υφίσταται αλλά δεν αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι να συμπληρωθεί το ελλείπον στοιχείο, δηλαδή εν προκειμένω η αναγνώριση της σχετικής ακυρότητας της προγενέστερης καταγγελίας, γεγονός που αποτελεί κατά το νόμο προϋπόθεση για την ενέργεια της μεταγενέστερης καταγγελίας και συνεπώς είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση της απόλυσης και την επέλευση του καταλυτικού της αποτελέσματος. Μέχρι να συμπληρωθεί το ελλείπον αυτό στοιχείο, η συνδρομή του οποίου είναι αβέβαιη, το κύρος της απόλυσης είναι μετέωρο. Εάν το ελλείπον στοιχείο συμπληρωθεί, η δικαιοπραξία καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρη. Αντίθετα, εάν καταστεί βέβαιο ότι το ελλείπον στοιχείο δεν θα επέλθει, η δικαιοπραξία καθίσταται άκυρη. Η λύση, δηλαδή, της σύμβασης εργασίας, ως αφετήριος χρόνος της τρίμηνης προθεσμίας, συνδέεται με γεγονός μεταγενέστερο του χρόνου άσκησης της επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955 προκύπτει ότι ως αφετηρία της προθεσμίας για την προσβολή του κύρους της απόλυσης δεν τίθεται το μεταγενέστερο αυτό γεγονός, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 241 ΑΚ, αλλά ο χρόνος λύσης της σύμβασης εργασίας, ο οποίος, καίτοι εξαρτάται από μεταγενέστερο γεγονός, επελθόντος αυτού, ανατρέχει στον χρόνο άσκησης της καταγγελίας.
Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία, ο εργαζόμενος, για να επιτύχει την προσβολή του κύρους της επικουρικής καταγγελίας, οφείλει κατ’ αρχήν εντός τριών μηνών από την επίδοση σ’ αυτόν της επικουρικής καταγγελίας να ασκήσει την αγωγή του ή να προτείνει αντένσταση περί ακυρότητας της εν λόγω επικουρικής καταγγελίας επί του κατ’ ένσταση προβαλλομένου εκ μέρους του εργοδότη ισχυρισμού περί άρσης της υπερημερίας του και λήξης της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας με την επικουρική καταγγελία, εάν βεβαίως κατά τον χρόνο της επικουρικής καταγγελίας υφίσταται εκκρεμής δίκη μεταξύ των μερών που να αφορά την επιδίκαση μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά την επικουρική καταγγελία, και εφόσον δεν έχει παρέλθει κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής τρίμηνη προθεσμία από την επικουρική καταγγελία.
Ωστόσο, η θέση αυτή προκαλεί προβληματισμό. Η επέλευση του γεγονότος που συνιστά τη νομική αίρεση υπό την οποία τελεί η επικουρική καταγγελία ναι μεν ισχυροποιεί αυτήν αναδρομικώς από τον χρόνο άσκησής της (ex tunc), πλην όμως η αναδρομική αυτή ενέργεια είναι αμφίβολο αν δικαιολογείται να αφορά και την έναρξη της αποσβεστικής προθεσμίας.
Θα μπορούσε, ειδικότερα, να υποστηριχθεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν 3198/1955 εισάγει ειδική εξαιρετική ρύθμιση, ότι, επί επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής που ορίζει ως αφετήριο της προθεσμίας χρόνο τη λύση της σύμβασης εργασίας, η έναρξη της αποσβεστικής προθεσμίας προϋποθέτει την επέλευση του γεγονότος από το οποίο αυτή εξαρτάται, ήτοι την πλήρωση της νομικής αίρεσης και την ένεκα της πλήρωσης αυτής εκ των υστέρων ισχυροποίηση και αναδρομική ενέργεια της αρχικώς ανενεργού δικαιοπραξίας της καταγγελίας.
Σελ. 1182Άλλωστε, η τοποθέτηση του σημείου έναρξης της προθεσμίας προς άσκηση του δικαιώματος επίκλησης της ακυρότητας δικαιοπραξίας πριν ακόμη καταστεί βέβαιη η κατ’ αρχήν επέλευση του καταλυτικού της αποτελέσματος, με δυσμενέστατες επιπτώσεις για τον εργαζόμενο, σε συνδυασμό με τον καθορισμό εξαιρετικά σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας περιστέλλει ανεπίτρεπτα το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας του εργαζομένου (άρθρο 20 παρ. 1 Σ).
Πράγματι, παρόλο που γίνεται δεκτό ότι η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 Ν 3198/1955 δικαιολογείται από ιδιαίτερο λόγο συνδεόμενο με την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών δικών, εντούτοις, ειδικά στην περίπτωση της επικουρικής καταγγελίας, όπου, ούτως ή άλλως, δεν είναι δυνατή η ασφαλής διάγνωση της διαφοράς περί του κύρους αυτής πριν από τη δικαστική επίλυση του προκριματικού ζητήματος του κύρους της προηγούμενης απόλυσης, ο λόγος αυτός αποδυναμώνεται αισθητά και είναι αμφίβολο αν μπορεί να θεμελιώσει περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας του εργαζομένου, πολλώ δε μάλλον να αντέξει στον έλεγχο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Άλλωστε, η εκκρεμής δίκη περί του κύρους της προγενέστερης καταγγελίας δικαιολογεί την αναβολή της δίκης περί του κύρους της επικουρικής καταγγελίας κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία έχει θεσπισθεί ακριβώς χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων, ήτοι προς επιτάχυνση της πορείας της δίκης και ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς. Και ναι μεν η εφαρμογή της διάταξης αυτής απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, πλην όμως, αποτελεί τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων στην περίπτωση της επικουρικής καταγγελίας.
Έτσι, υπό την ερμηνευτική εκδοχή της έναρξης της αποσβεστικής προθεσμίας από τον χρόνο άσκησης της επικουρικής καταγγελίας επί τη βάσει αυστηρής και τυπικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω διάταξη περιορίζει υπέρμετρα το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας του εργαζομένου, χωρίς να συντρέχει επαρκής προς τούτο δικαιολογητικός λόγος και συγκεκριμένα χωρίς να υπηρετείται ο σκοπός θέσπισης της εξαιρετικής αυτής διάταξης, ο οποίος στην περίπτωση της επικουρικής καταγγελίας θα επιτυγχανόταν εξίσου -αν όχι καλύτερα- εάν προβλεπόταν ότι η αποσβεστική προθεσμία δεν αρχίζει πριν από την πλήρωση της νομικής αίρεσης υπό την οποία τελεί η επικουρική απόλυση.
2.3. Η δυνατότητα αναστολής της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για το κύρος της προγενέστερης καταγγελίας
Ο νόμος δεν προβλέπει αναστολή της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ακυρότητας της πρώτης καταγγελίας. Υπό την υιοθετούμενη, λοιπόν, από τη νομολογία εκδοχή ότι η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από την άσκηση της επικουρικής καταγγελίας και όχι από τον χρόνο πλήρωσης της νομικής αίρεσης υπό την οποία τελεί, τίθεται το ερώτημα αν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η δικαστική εκκρεμότητα ως προς το κύρος της προγενέστερης απόλυσης συνιστά ανωτέρα βία που δικαιολογεί την αναστολή αυτής κατά το άρθρο 255 εδ. α΄ του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και επί αποσβεστικής προθεσμίας και εν προκειμένω επί της προθεσμίας του άρθρου 6 του Ν 3198/1955, δεδομένου ότι, άλλως, ο εργαζόμενος κινδυνεύει να απωλέσει το δικαίωμα άσκησης των αξιώσεών του από άκυρη επικουρική απόλυση, δίχως στην πραγματικότητα να μπορεί ακόμη, μέχρι την τελεσίδικη κρίση περί του κύρους της προγενέστερης απόλυσης, να επιδιώξει την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων.
Ως ανώτερη βία που δικαιολογεί την αναστολή της προθεσμίας κατ’ άρθρο 255 εδ. α΄ του ΑΚ νοείται κάθε «απρόβλεπτο» και «εξαιρετικό» γεγονός σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να ανατραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός έχει κριθεί δε ότι δεν συνιστά η αναμονή έκδοσης τελεσίδικης απόφασης διότι όταν υπάρχει εκκρεμής δίκη από την οποία εξαρτάται μια άλλη αξίωση, η δικαίωση του προσφεύγοντος στα δικαστήρια είναι ενδεχόμενη και συνεπώς δεν αποτελεί απρόβλεπτο γεγονός.
Αξίζει, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς ότι οι αόριστες νομικές έννοιες δεν μπορεί παρά να εξειδικεύονται με αφετηρία την ιδέα του δικαίου και αναφορά στις αξίες που απορρέουν απ’ αυτή και να ερμηνεύονται με βάση την κοινωνική εμπει
Σελ. 1183ρία και τα αξιολογικά κριτήρια της καλής πίστης (200, 288 ΑΚ), με γνώμονα την ισόρροπη προστασία των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, ώστε να προσφέρουν επιεικείς και δίκαιες κάθε φορά λύσεις, ανάλογα με το νομικό πλαίσιο όπου προορίζονται να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους και τις ανάγκες της εκάστοτε περίπτωσης.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ανωτέρα βία, παρότι σημασιολογικά παραπέμπει σε ακραίες για τις ανθρώπινες δυνάμεις περιπτώσεις, δεν πρέπει να ταυτίζεται πάντως με την απόλυτη αδυναμία ασκήσεως του δικαιώματος αλλά να εξειδικεύεται in concreto κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καλύπτει και περιπτώσεις κατά τις οποίες η άσκηση του δικαιώματος είναι μεν δυνατή αλλά με υπερβολικές θυσίες για τον φορέα του. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν κωλύεται απολύτως να ασκήσει αγωγή εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας δεν αποκλείει αυτομάτως την υπαγωγή της περίπτωσης στην έννοια της ανωτέρας βίας. Στο ίδιο πνεύμα, η χρησιμοποίηση για την εξειδίκευση της έννοιας της ανωτέρας βίας του αυστηρού κριτηρίου της «εξαιρετικής» επιμέλειας προφανώς δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη η αξίωση λήψης κατάλληλων μέτρων από τον επιμελή κοινωνό με κάθε τίμημα και θυσία. Το όριο δε της θυσίας που μπορεί ή δεν μπορεί να αξιωθεί δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων και κατά τρόπο αφηρημένο αλλά ορίζεται in concreto, με τη δημιουργική παρέμβαση του δικαστή στο πλαίσιο της δικαιοπλαστικής του εξουσίας, ύστερα από εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων των διαδίκων.
Δεν μπορεί, συνεπώς, να αποκλεισθεί εκ προοιμίου το ενδεχόμενο η αξίωση να υποχρεούται ο εργαζόμενος να προφυλαχθεί από τις συνέπειες της πλήρωσης της νομικής αίρεσης υπό την οποία τελεί η επικουρική καταγγελία, λαμβάνοντας τα «κατάλληλα μέτρα», ήτοι ασκώντας αγωγή εντός τρίμηνης προθεσμίας από την ανενεργό ακόμη δικαιοπραξία (χωρίς να αρκεί απλή εξώδικη δήλωση περί αμφισβήτησης του κύρους της επικουρικής απόλυσης) και ενόσω ακόμη εκκρεμεί δίκη που θα καθορίσει ευθέως την παραγωγή ή μη των εννόμων αποτελεσμάτων της εν λόγω δικαιοπραξίας, να υπερβαίνει in concreto, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ασκούνται από τον εργοδότη πλείονες διαδοχικές επικουρικές καταγγελίες της αυτής συμβάσεως, τα όρια της θυσίας στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβληθεί ο εργαζόμενος χάριν της ταχείας εκκαθάρισης της δίκης περί του κύρους της επικουρικής απόλυσης, η οποία, άλλωστε, δεν είναι εφικτή πριν την έκδοση τελεσίδικης απόφασης περί του κύρους της προγενέστερης απόλυσης, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω η εκκρεμής δίκη γεγονός ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την αναστολή της προθεσμίας με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 255 ΑΚ.
2.4. Η «παραίτηση» από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας της επικουρικής καταγγελίας
Σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας είναι σχετική. Όταν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, που λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της επικουρικής καταγγελίας για ακυρότητα και η τελευταία καθίσταται “απρόσβλητη”. Το δικαίωμα επίκλησης της σχετικής ακυρότητας είναι διαπλαστικό και ανατρέπει αναδρομικά τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας. Συνεπώς, υφίσταται δυνατότητα παραίτησης από αυτό, παραδοχή που εναρμονίζεται με τον σκοπό της σχετικής ακυρότητας της απόλυσης υπέρ του εργαζομένου, που δεν είναι άλλος από την απονομή σ’ αυτόν της ελευθερίας επιλογής διατήρησης ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της απόλυσης ως μονομερούς δικαιοπραξίας. Ενόψει δε της απουσίας ρύθμισης αναφορικά με τις προϋποθέσεις της παραίτησης από το δικαίωμα επίκλησης της σχετικής ακυρότητας, η κρατούσα στη νομολογία και θεωρία άποψη δέχεται εν προκειμένω αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 156 ΑΚ.
Σελ. 1184 Η παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας γίνεται με μονομερή δικαιοπραξία που περιέχει μη απευθυντέα, ρητή ή σιωπηρή δήλωση βουλήσεως. Πρέπει, όμως, να είναι σαφής, δυνάμενη, ωστόσο, να συνάγεται (σαφώς) από τις περιστάσεις κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Μόνη, πάντως, η παραμέληση (ακόμη και ηθελημένη) της αποσβεστικής προθεσμίας δεν έχει δικαιοπρακτικό περιεχόμενο και δεν συνιστά άνευ ετέρου τινός παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας της καταγγελίας. Το ενδεχόμενο αυτό, όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εάν η ενσυνείδητη “παραμέληση” της προθεσμίας συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, ώστε να μπορεί να συνάγεται σαφώς, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, δικαιοπρακτική βούληση παραίτησης από το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας, όπως π.χ. δικαστική ή εξώδικη διεκδίκηση της αποζημιώσεως ή της πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 66 παρ. 3 και 4 του Ν 4808/2021.
3. Η έκταση του δικαστικού ελέγχου της επικουρικής καταγγελίας
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Όπως προαναφέρθηκε, τα κύρος της επικουρικής καταγγελίας κρίνεται αυτοτελώς με βάση τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο που αυτή πραγματοποιείται. Αποτελεί μία νέα καταγγελία, η οποία ελέγχεται εκ νέου πλήρως ως προς το κύρος της και η οποία δεν είναι σε καμία απολύτως περίπτωση εξοπλισμένη με κάποιου είδους «τεκμήριο εγκυρότητας». Όπως ορθώς έχει επισημανθεί, η επανάληψη της καταγγελίας δεν θεραπεύει τα ελαττώματα της πρώτης απόλυσης.
Επίσης, θα πρέπει εκ προοιμίου να τονισθεί ότι λόγω της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 2 του Ν 4808/2021 περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης και υπό το φως του άρθρου 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., η θέση περί εγκυρότητας της «αντικειμενικά αδικαιολόγητης» καταγγελίας λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της θα πρέπει να αναθεωρηθεί.
Σκοπός, βεβαίως, της παρούσας δεν είναι η ανάλυση ή έστω και απλή αναφορά όλων των πιθανών λόγων ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αλλά απλώς η ανάδειξη ορισμένων ζητημάτων που ανακύπτουν αναφορικά με τον έλεγχο του κύρους της επικουρικής καταγγελίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές της και το ισχύον «δίκαιο της καταγγελίας».
Σελ. 11853.2. Ο έλεγχος της επικουρικής καταγγελίας με την οποία «διορθώνονται» ελαττώματα της προηγούμενης
Υπό το προηγούμενο του Ν 4808/2021 νομικό καθεστώς, συχνά ο εργοδότης με την νέα, επικουρική, καταγγελία επεδίωκε να άρει την υπερημερία του διορθώνοντας τα ελαττώματα της πρώτης καταγγελίας της ίδιας σύμβασης εργασίας, τηρώντας, δηλαδή, όσες προϋποθέσεις είχε παραβλέψει με την πρώτη, άκυρη καταγγελία. Υπό την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν 4808/2021, η κάλυψη των παραλείψεων που αφορούν στις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν 3198/1955 (με εξαίρεση την καταβολή της αποζημίωσης), μετά την τασσόμενη από το νόμο προθεσμία ενός (1) μηνός από την επίδοση σχετικής αγωγής του εργαζομένου ή την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς, λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη.
Συνεπώς, πλέον, η μοναδική παράλειψη τασσόμενης από το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 προϋπόθεσης εγκυρότητας της καταγγελίας που μπορεί να καλύψει ο εργοδότης με επικουρική καταγγελία είναι αυτή της μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης. Σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης κατά τον χρόνο της επικουρικής καταγγελίας θα πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο πλήρη αποζημίωση με βάση το νέο, μεγαλύτερο, χρόνο προϋπηρεσίας και τις ενδεχόμενες νέες αποδοχές, καθώς, γενικά, το κύρος της δεύτερης καταγγελίας κρίνεται, όπως προαναφέρθηκε, με βάση τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο που αυτή πραγματοποιείται.
Επίσης, αναφορικά με το ύψος της καταβαλλόμενης αποζημίωσης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εάν ο εργαζόμενος έχει προβάλει την ακυρότητα της πρώτης απόλυσης λόγω μη προσήκουσας καταβολής της κατά νόμο οφειλόμενης αποζημίωσης, η επανάληψη της καταγγελίας χωρίς συμπλήρωση της ελλείπουσας αποζημίωσης δεν μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη του εργοδότη που δικαιολογεί την μη επέλευση της ακυρότητας και τη συμπλήρωση μόνο της ελλείπουσας αποζημίωσης, καθώς στην περίπτωση αυτή το ελάττωμα έχει ήδη επισημανθεί στον εργοδότη μετά την πρώτη απόλυση και, συνεπώς, αφενός μεν δεν νοείται επαναλαμβανόμενη παραδρομή, αφετέρου δε απουσιάζει, κατά κανόνα, το στοιχείο της καλής πίστης και του συγχωρητέου της επικαλούμενης πλάνης του.
3.3. Ο έλεγχος της επικουρικής καταγγελίας που συνδέεται με την αντιδικία των μερών για το κύρος της προγενέστερης απόλυσης
Σύμφωνα με τη νομολογία, το γεγονός ότι η καταγγελία γίνεται με σκοπό να αρθούν οι συνέπειες της υπερημερίας ως προς την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου στην οποία έχει περιέλθει ο εργοδότης λόγω της προγενέστερης άκυρης απόλυσης δεν καθιστά άνευ ετέρου τινός καταχρηστική τη νέα απόλυση. Τούτο διότι κρίνεται άξιο προστασίας το συμφέρον του εργοδότη να διακόψει την υπερημερία του, προκειμένου να απαλλαγεί από την πληρωμή δυσβάσταχτων μισθών υπερημερίας λόγω κηρύξεως της πρώτης καταγγελίας άκυρης.
Θα είναι άκυρη, όμως, η επικουρική καταγγελία όταν γίνεται λόγω της ενάσκησης εκ μέρους του εργαζομένου των νομίμων δικαιωμάτων του, καθώς και όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσης συμπεριφοράς του εργαζομένου μη συνδεόμενης με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του και μη αρεστής στον εργοδότη, όταν, επί παραδείγματι, η καταγγελία γίνεται προς ικανοποίηση του αισθήματος εκδικήσεως του εργοδότη εξαιτίας της διεκδίκησης εκ μέρους του εργαζομένου των νομίμων δικαιωμάτων του και της επιδίωξης απόληψης μισθών υπερημερίας δια της δικαστικής οδού. Μάλιστα, ήδη η περίπτωση τέτοιας καταγγελίας, που μέχρι πρότινος ελεγχόταν υπό το πρίσμα της ΑΚ 281 ΑΚ εφόσον κρινόταν ότι συνέτρεχε στην εξεταζόμενη περίπτωση το στοιχείο της προφανούς υπέρβασης της καλής πίστης, ελέγχεται πλέον ως ευθεία παράβαση νόμου κατά την παρ. 1 του άρθρου 66 του Ν 4808/2021 χωρίς να είναι αναγκαία η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Ωστόσο, γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι, εάν λόγω των επανειλημμένων δικών έχουν διαταραχθεί σοβαρά οι σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και έχει επέλθει δυσαρμονία και άρση της εμπιστοσύνης, με συνέπεια να είναι αδύνατη η συνέχιση της συμβάσεως εργασίας, τότε η επικουρική καταγγελία δεν είναι καταχρηστική. Η θέση αυτή σε πολλές περιπτώσεις έχει δεχθεί δικαιολογημένα έντονη κριτική από τη θεωρία. Όπως έχει ορθά επισημανθεί, η παραδοχή της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη λόγω του διανοιγέντος δικαστικού αγώνα ως λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, ανεξάρτητα από την αναζήτηση του προσώπου στο οποίο καταλογίζεται η όξυνση αυτή, «άγει στο ανεπιεικές αποτέλεσμα ο εργαζόμενος, ο οποίος προσφεύγει στην πολιτική δικαιοσύνη προκειμένου να προασπίσει τα δικαιώματά του που προσεβλήθησαν από την καταχρηστική καταγγελία να διατρέχει τον κίνδυνο να τιμωρηθεί, αντιμετωπίζοντας μια δεύτερη, έγκυρη αυτήν τη φορά καταγγελία. Πράγματι, εφόσον θεωρηθεί ότι η πρώτη δίκη, κατά την οποία η καταγγελία ακυρώθηκε ως καταχρηστική, αποτελεί αφ’ εαυτής γεγονός ικανό να προκαλέσει ανυπόφορη για τον εργοδότη διαταραχή της εργασιακής σχέσης και διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης
Σελ. 1186 με τον μισθωτό, η οποία δικαιολογεί την έγκυρη πλέον απόλυση, τότε, κατ’ ουσίαν, ο παραβάς τον νόμο εργοδότης εν τέλει δικαιώνεται».
Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι η αντίθεση της καταγγελίας που γίνεται λόγω της άσκησης εκ μέρους του εργαζομένου των νομίμων δικαιωμάτων του στο νόμο δεν αναιρείται, άλλως η ενυπάρχουσα σε αυτήν καταχρηστικότητα δεν αίρεται, από την τυχόν επερχόμενη λόγω της δίκης οξύτητα και την συνακόλουθη έλλειψη πνεύματος συνεργασίας, εφόσον αυτή οφείλεται στον ίδιο τον εργοδότη και δεν σχετίζεται με κάποια υπαιτιότητα του μισθωτού, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, ο μισθωτός, με μόνη τη δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων του, θα κινδύνευε να αντιμετωπίσει νέα καταγγελία της σύμβασης εργασίας, η οποία θα εθεωρείτο έγκυρη, αφού θα κρινόταν ότι αυτομάτως προκλήθηκε, εξαιτίας της αντιδικίας, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, όξυνση των σχέσεων εργοδότη και εργαζομένου.
Αναφορικά, πάντως, με την έννοια της «υπαιτιότητας» του μισθωτού, η μακρά ακόμη και σφοδρή αντιδικία για το κύρος της πρώτης απόλυσης δεν δύναται άνευ ετέρου τινός να θεωρείται ότι συνεπάγεται όξυνση των σχέσεων εργοδότη και εργαζομένου με υπαιτιότητα του τελευταίου που δικαιολογεί την απόλυση. Θα πρέπει προς τούτο να αποδεικνύεται από τον εργοδότη, ιδίως μετά την εισαγωγή της αντιστροφής του βάρους της απόδειξης με το άρθρο 66 παρ. 2 του Ν 4808/2021, ότι έχουν μεσολαβήσει συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν υπαίτια συμπεριφορά του ίδιου του εργαζομένου, ήτοι κακοβουλία και προκλητική συμπεριφορά του εργαζομένου, συνεπαγόμενη, λαμβανομένης υπόψιν και της δομής της επιχείρησης αλλά και της φύσης των σχέσεων ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση, την όξυνση των μεταξύ τους σχέσεων σε τέτοιον, μάλιστα, βαθμό, ώστε να είναι αδύνατη και μη αξιώσιμη και αντίστοιχα μη ανεκτή κατά την καλή πίστη η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας.
3.4. Ο έλεγχος της επικουρικής καταγγελίας που οφείλεται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους
Εάν ο εργοδότης επικαλεστεί ότι η επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, ελέγχεται η συνδρομή του επικαλούμενου οικονομικοτεχνικού λόγου ως αιτίας της επικουρικής καταγγελίας, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της σχετικής εργοδοτικής απόφασης και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου ως εσχάτου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης καθώς και η τήρηση των κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων κατά την επιλογή του απολυτέου εργαζομένου. Κρίσιμος χρόνος, ασφαλώς, για το έλεγχο των στοιχείων αυτών είναι αυτός της επικουρικής και όχι της προγενέστερης καταγγελίας. Γενικά, επειδή το κύρος της επικουρικής καταγγελίας κρίνεται αυτοτελώς με βάση τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο που αυτή πραγματοποιείται, η επικουρική καταγγελία μπορεί να κριθεί μη καταχρηστική, έστω και αν η πρώτη καταγγελία είχε αναγνωρισθεί τελεσιδίκως ως άκυρη λόγω καταχρηστικότητας. Ισχύει, όμως, εξίσου και το αντίστροφο.
Έτσι, για παράδειγμα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού του εργαζομένου, εξετάζει αν η επικουρική καταγγελία, κατά τον χρόνο άσκησής της και ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο της προγενέστερης καταγγελίας, αποτελεί όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη. Αν κριθεί ότι η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την επικουρική καταγγελία σκοπού, π.χ. η άρση της υπερημερίας του εργοδότη λόγω της ακυρότητας της προηγούμενης καταγγελίας, μπορούσε αποτελεσματικά να εξασφαλιστεί με τη λήψη ηπιότερων μέτρων, όπως λ.χ. με την απασχόληση του εργαζομένου στην ίδια ή άλλη θέση, ώστε να διαφυλάσσεται παραλλήλως και το συμφέρον του μισθωτού στη διατήρηση της εργασίας του ως μέσου βιοπορισμού και ανάπτυξης της επαγγελματικής και προσωπικής υπόστασής του, η επικουρική καταγγελία θα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική.
4. Η αξίωση του εργαζομένου για πρόσθετη αποζημίωση επί ελαττωματικής επικουρικής καταγγελίας
4.1. Η προθεσμία άσκησης της αξίωσης για πρόσθετη αποζημίωση
Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955 εισάγει ειδική ρύθμιση που αφορά μόνο τις αξιώσεις του μισθωτού που «πηγάζουν» από άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ενώ σκοπός της, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν 3198/1955, είναι η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί του κύρους της καταγγελίας μέσω της αποσαφήνισης σε σύντομο χρόνο της βούλησης του εργαζομένου να προβάλει την ακυρότητα. Από τη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει, συνεπώς, ότι το υποκείμενο σε αποσβεστική προθεσμία δικαίωμα προϋποθέτει άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, συνεπώς μηδέποτε λυθείσα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Σελ. 1187 Εξάλλου, με την εισαγωγή των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 3 και 4 του Ν 4808/2021 παρέχεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα επιλογής άσκησης αντί των ιδιαιτέρως επαχθών για τον εργοδότη αξιώσεων για επαναπρόσληψη και απόληψη μισθών υπερημερίας (η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτει αναγνώριση εκ μέρους του δικαστηρίου της ακυρότητας της καταγγελίας ένεκα της οποίας δεν επέρχεται το καταλυτικό της αποτέλεσμα), της αξίωσης για πρόσθετη αποζημίωση, η οποία, χωρίς να επηρεάζει τη λύση της σύμβασης εργασίας, που επέρχεται παρά την ύπαρξη ελαττώματος, εξυπηρετεί διττό σκοπό, κυρωτικό και αποκαταστατικό, ώστε να μην μένει χωρίς καμία συνέπεια η στέρηση της θέσης εργασίας του μισθωτού με ελαττωματική εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.
Η αξίωση πρόσθετης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 66 παρ. 4 του Ν 4808/2021, ως εναλλακτική μορφή προστασίας από την ελαττωματική απόλυση, δεν πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή -κατ’ ακριβολογία- από την εργασιακή σύμβαση λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, ούτε αποτελεί παρεπόμενη αξίωση σε σχέση με το κύριο θέμα της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Μάλιστα, η αξίωση αυτή δεν δύναται να συρρέει με άλλες αξιώσεις πηγάζουσες από άκυρη καταγγελία κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 4 Ν 3198/1955 (“αντί για την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας”) αλλά και τη ρητή απαγόρευση της παρ. 6 του ίδιου άρθρου που προβλέπει ότι «σε αγωγή που περιέχει αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση της παρ. 3 κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της παρ. 4, δεν μπορεί να σωρεύεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας, εφόσον τα δύο αιτήματα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Σώρευση των δύο αιτημάτων κατά παράβαση του προηγούμενου εδαφίου, ακόμη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων ως απαράδεκτων».
Η ακυρότητα, συνεπώς, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη δικαστική επιδίωξη της σχετικής αξίωσης. Αντιθέτως, μάλιστα, η ικανοποίηση της αξίωσης για πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 66 παρ. 3 ή 4 του Ν 4808/2021 προϋποθέτει είτε παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας της καταγγελίας, δυνατότητα που απορρέει από τον σχετικό χαρακτήρα της, και κατ’ επέκταση από την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν από την ακυρότητα αυτή, είτε απόρριψη του αιτήματος για επαναπρόσληψη και επιδίκαση μισθών υπερημερίας κλπ. Η επιδίκαση πρόσθετης αποζημίωσης προϋποθέτει απλώς διάγνωση του ελαττώματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα και όχι αναγνώριση της εξ αυτού του ελαττώματος ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η τυχόν δε διηγηματική στο δικόγραφο της αγωγής αναφορά στην ακυρότητα της καταγγελίας (κατ’ ακριβολογία στο ελάττωμα της καταγγελίας που επιδρά στο κύρος της) προς υποστήριξη της βάσης και του αιτήματος καταβολής πρόσθετης αποζημίωσης, δεν αναιρεί την αυτοτελή νομική βάση της ανωτέρω αξίωσης.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αξίωση για πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 66 παρ. 3 και 4 του Ν 4808/2021 δεν υπόκειται στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955.
Άλλωστε, η επέκταση της αποσβεστικής ενέργειας της τρίμηνης προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 Ν 3198/1955 και στο δικαίωμα πρόσθετης αποζημίωσης, δεν παρίσταται, με αναγωγή στη ratio του -εξαιρετικού πάντως και στενά ερμηνευτέου- κανόνα της εν λόγω διάταξης, ως τελολογικά επιβεβλημένη. Κι αυτό γιατί με την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας αποσαφηνίζεται η βούληση του εργαζομένου να μην προβάλει την ακυρότητα της απόλυσης και επομένως δεν υφίσταται πλέον αβεβαιότητα περί του κύρους της καταγγελίας και κατ’ επέκταση περί της ύπαρξης ή μη της σύμβασης εργασίας.
Ερευνητέο, ακολούθως, αν η εν λόγω αξίωση για πρόσθετη αποζημίωση εμπίπτει στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν 3198/1955, σύμφωνα με το οποίο κάθε αξίωση του μισθωτού για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, που οφείλεται κατά το Ν 2112/1920 ή το ΒΔ της 16/18.7.1920, είναι απαράδεκτη, αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου αφότου κατέστη απαιτητή.
Σελ. 1188 Και εδώ η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική, διότι η διάταξη αυτή, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενό της, αφορά αποκλειστικά και μόνο αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο μισθωτός με βάση το Ν 2112/1920 ή το ΒΔ 16/18.7.1920. Το άρθρο, δηλαδή, 6 παρ. 2 του Ν 3198/1955 προϋποθέτει απαίτηση αποζημίωσης, στηριζόμενη απευθείας στο Ν 2112/1920 ή στο ΒΔ της 16/18.7.1920 λόγω καταγγελίας από τον εργοδότη της αόριστης διάρκειας εργασιακής σχέσης. Εν προκειμένω, όμως, η αξίωση για πρόσθετη αποζημίωση δεν στηρίζεται στους ανωτέρω νόμους αλλά στις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 3 και 4 του Ν 4808/2021, οι οποίες απλώς θέτουν ως ανώτατο όριο πρόσθετης αποζημίωσης το διπλάσιο της προβλεπόμενης από τον νόμο αυτό αποζημίωσης.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 66 παρ. 4 του Ν 4808/2021, ως αξίωση που δεν πηγάζει από άκυρη απόλυση ούτε εδράζεται στον Ν 2112/1920 αλλά σε άλλη διάταξη νόμου, δεν υπόκειται στις ειδικές σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες του άρθρου 6 του Ν 3198/1955 αλλά στη γενική πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ. Συνεπώς, ο εργαζόμενος δύναται και μετά την πάροδο των εν λόγω προθεσμιών να επικαλεσθεί ελάττωμα της επικουρικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ζητώντας την επιδίκαση πρόσθετης αποζημίωσης.
4.2. Η δυνατότητα επικουρικής σώρευσης των αξιώσεων από άκυρη επικουρική καταγγελία και της αξίωσης για πρόσθετη αποζημίωση
Είναι προφανές, ότι η αξίωση για πρόσθετη αποζημίωση είναι ασυμβίβαστη και αντιφατική προς τις αξιώσεις που απορρέουν από άκυρη καταγγελία και επομένως αποκλείεται η σωρευτική άσκησή τους. Στο βαθμό, όμως, που η αγωγή με την οποία ασκούνται οι αξιώσεις από άκυρη απόλυση δεν είναι διαπλαστική, μόνη η άσκηση αυτών δεν αποκλείει την άσκηση της αξίωσης για πρόσθετη αποζημίωση. Με άλλα λόγια, επειδή το δικαίωμα αναζήτησης μισθών υπερημερίας από άκυρη απόλυση δεν είναι διαπλαστικό δικαίωμα, δεν επέρχεται ανάλωση του δικαιώματος της επιλογής του με την άσκηση της σχετικής αγωγής.
Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι με την επικουρική και όχι αντικειμενική σώρευση των δύο αιτημάτων δεν ανακύπτει ζήτημα αδυναμίας διάγνωσης της βούλησης του ενάγοντος, ούτε ζήτημα παραβίασης του καθήκοντος αληθείας, ούτε, τέλος, η επικουρική αυτή σώρευση συνιστά «αντιφατική» συμπεριφορά του ενάγοντος, όπως υποστηρίζεται. Κι αυτό διότι αντίφαση δεν υπάρχει όταν προτείνονται δύο έννομες συνέπειες, εκ των οποίων η μία αποκλείει την άλλη, αλλά όταν τα παραγωγικά τους γεγονότα κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν είναι δυνατόν να έλαβαν χώρα σωρευτικώς.
Εξάλλου, ακόμη και η αντίφαση των επικουρικά σωρευόμενων αιτημάτων δεν νοείται να οδηγεί σε απαράδεκτο αμφοτέρων των αιτημάτων, διότι κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγμα θίγοντας τον πυρήνα του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, ενώ δεν συμβιβάζεται ούτε με την αρχή της δίκαιης δίκης, η οποία απορρέει από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε με το δικαίωμα για ουσιαστική εξέταση της διαφοράς σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, παρά τη ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη του νόμου, λόγω της αντισυνταγματικότητας αυτής, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 219 ΚΠολΔ, να ζητήσει την επιδίκαση πρόσθετης αποζημίωσης επικουρικά για την περίπτωση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής του περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας ως απαραδέκτου (όπως π.χ. λόγω αοριστίας ή λόγω παρέλευσης της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας) ή ως ουσιαστικά αβασίμου (όπως π.χ. επί απορρίψεως αυτής κατά παραδοχή ενστάσεως του εργοδότη
Σελ. 1189 για καταχρηστική απαίτηση μισθών υπερημερίας λόγω αδικαιολόγητης και κακόβουλης μη απασχολήσεώς του).
5. Επίλογος
Η επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί αναμφίβολα ένα κατ’ αρχήν θεμιτό και χρήσιμο για τον εργοδότη εργαλείο για την άρση της υπερημερίας του λόγω προηγούμενης άκυρης απόλυσης εργαζομένου. Η ευρεία χρήση του, όμως, ανεξάρτητα από τη φύση των ελαττωμάτων της προηγούμενης απόλυσης και πολλές φορές χωρίς να έχουν προκύψει νέοι λόγοι που να δικαιολογούν τη νέα καταγγελία, σε συνδυασμό με την αυτοτελή κρίση περί του κύρους της επικουρικής καταγγελίας εντός της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, ωθεί στην αναζήτηση ερμηνευτικών προσεγγίσεων του νόμου που επιτυγχάνουν μίας δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων εργαζομένου και εργοδότη μέσω της υιοθέτησης λύσεων προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες εκάστης επικουρικής καταγγελίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά δικαστήρια καλούνται να επιβεβαιώσουν στην πράξη ότι το αυτοτελές της κρίσης περί του κύρους της επικουρικής καταγγελίας δεν έχει μόνο την έννοια της επίρριψης στον εργαζόμενο της αποκλειστικής ευθύνης της εκ νέου προβολής αξιώσεων από τυχόν ακυρότητα αυτής. Έχει και την έννοια ότι η επικουρική καταγγελία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέσο «νομιμοποίησης» των αποτελεσμάτων της προηγούμενης άκυρης απόλυσης αλλά ως μία νέα καταγγελία, το κύρος της οποίας επιβάλλεται να ελέγχεται πλήρως, χωρίς εκπτώσεις στην έκταση και, κυρίως, στην ένταση του δικαστικού ελέγχου.