Περίληψη

Η μελέτη επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στις ρυθμίσεις της σχέσης διανοητικής ιδιοκτησίας και νέων τεχνολογιών. Εξιστορείται τόσο η επιλογή της προστασίας του λογισμικού με την πνευματική ιδιοκτησία, το σύστημα απαλλαγής από την ευθύνη της Οδηγίας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο σε συνδυασμό με τις Οδηγίες 2001/29 και 2004/48, όσο και οι προτεινόμενες μέθοδοι προστασίας. Επίσης, γίνεται αναφορά στις σημαντικές μεταβολές που επέφερε η Οδηγία DSM (2019/790), αλλά και στις τροποποιήσεις σε εθνικό επίπεδο με την ΕΔΠΠΙ. Παρατίθεται ακόμη η σημαντική νομολογία του ΔΕΕ και των Ελληνικών Δικαστηρίων.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Αν κανείς ήθελε να ανατρέξει στην ιστορία της ρύθμισης της διανοητικής ιδιοκτησίας σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες και την Κοινωνία της Πληροφορίας θα αρκούσε να δει τις διαδοχικές - συχνά εμβαλωματικές - τροποποιήσεις του Ν 2121/1993 στην πορεία του χρόνου, επιλογή που στην γαλλική βάση Legifrance εμφανίζεται με την επιλογή «Voir les modifications dans le temps». Μια διαφορετική μέθοδος θα ήταν να παρακολουθήσει κάποιος τις διαδοχικές διακυμάνσεις της νομοθεσίας της ΕΕ. Την παρούσα μελέτη καθοδήγησαν αυτές οι δύο μέθοδοι και, παράλληλα, το εξής ερώτημα: Τι θα έπρεπε να συμπεριλάβει μια κωδικοποιημένη εκδοχή της νομοθεσίας με τίτλο «Διανοητική Ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες»; Ενώ, λοιπόν, στο κυρίως κείμενο σχολιάζονται οι ιστορικές καταβολές κάθε μεταβολής, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα εμφανίζεται στις υποσημειώσεις με την παράθεση των νομοθετημάτων και των τροποποιήσεων. Σκοπός είναι, εκτός από την ιστορική αναδρομή, να παρασχεθεί βοήθεια στον νομικό της πράξης με την παράθεση της ιστορικής εξέλιξης των νομοθετημάτων.
1. Οι απαρχές - Η προστασία του λογισμικού
Η εκρηκτική διάδοση των υπολογιστών ήδη από την δεκαετία του 1980, με κομβικό σημείο την έλευση των προσωπικών υπολογιστών, κατέδειξε σχεδόν ταυτόχρονα και τις αδυναμίες των παραδοσιακών εργαλείων του δικαίου να αντιμετωπίσουν την προστασία και τις συναλλαγές των νέων οικονομικών αγαθών, τόσο του υλικού (hardware) όσο και του λογισμικού (software). Μια από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες - σε παγκόσμιο επίπεδο - υπήρξε η ειδική νομοθεσία των ΗΠΑ για την προστασία με sui generis δικαίωμα του σχεδίου του κυκλώματος (τοπογραφία), όπως αυτό αποτυπώνεται στα διαδοχικά στρώματα πυριτίου (silicon oxide) από τα οποία αποτελείται ο ημιαγωγός (semiconductor chip). Η τότε ΕΟΚ ακολούθησε με την Οδηγία 87/54/ΕΟΚ για τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το ΠΔ 45/1991.

Την ίδια δεκαετία απασχόλησαν την θεωρία οι αμφιταλαντεύσεις σε σχέση με την προστασία του λογισμικού, ιδίως επειδή είχαν διατυπωθεί προτάσεις προκειμένου το λογισμικό - και, συνεπώς, η ψηφιακή πληροφορία - να προστατεύεται με αποκλειστικό δικαίωμα, όπως οι ευρεσιτεχνίες. Τελικώς επικράτησαν ηπιότερες απόψεις και η λύση δόθηκε με την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ για τη νομική προστασία των προγραμμάτων
Σελ. 44 ηλεκτρονικών υπολογιστών που όρισε ότι το λογισμικό προστατεύεται με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Θεσπίζοντας την έννοια της πρωτοτυπίας για τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, κατ’ εξαίρεση, ως αποτέλεσμα «προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού», η Οδηγία διαμόρφωσε ένα σημείο σύγκλισης του συστήματος του «copyright», το οποίο δεν απαιτεί υψηλό βαθμό πρωτοτυπίας, σε σχέση με το αυστηρότερο σύστημα του «droit d’ auteur». Ουσιαστικά, το «κατώφλι» προστασίας διαμορφώθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο, αφού αρκεί να αποδειχτεί ότι ο προγραμματιστής δεν έχει αντιγράψει το σύνολο ή τμήματα του έργου. Αξίζει όμως να αναφερθεί, ότι διατηρήθηκε, και για το λογισμικό, η αρχή της διάκρισης ιδέας / έκφρασης με ρητή αναφορά ότι «οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή…δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας». Μετά, λοιπόν, από την εν λόγω Οδηγία - ορόσημο, το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας αναδείχθηκε στο κύριο μέσο προστασίας των δεδομένων και πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή. Επεκτάθηκε, λοιπόν και στην ψηφιακή πραγματικότητα το οιονεί φυσικό μονοπώλιο, με το οποίο ο δημιουργός του έργου οπλίζεται προκειμένου να ελέγχει την περαιτέρω πορεία του έργου μέσω του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος.
Παρόμοιες αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας στις βάσεις δεδομένων, σε συνδυασμό με την αξία που αποδίδει η ψηφιακή οικονομία στις συλλογές δεδομένων, οδήγησαν στη δημιουργία του sui generis δικαιώματος προστασίας των βάσεων δεδομένων. Η σχετική Οδηγία 96/9/ΕΟΚ προστατεύει τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή «…συλλογές έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο». Η διαφοροποίηση σε σχέση με την παραδοσιακή λειτουργία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εντοπίζεται στο κριτήριο προστασίας της βάσης δεδομένων: Εξετάζεται η πρωτοτυπία σε σχέση με την συλλογή / διευθέτηση των δεδομένων και όχι το περιεχόμενο, που μπορεί να υπάγεται αυτοτελώς σε άλλα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Για την πληρότητα της παράθεσης της νομοθεσίας εκείνης της εποχής είναι απαραίτητο να αναφερθούν:
α) Η Οδηγία 92/100/ΕΟΚ για το δικαίωμα εκμίσθωσης και το δικαίωμα δανεισμού,
β) η Οδηγία 93/83/ΕΟΚ για τις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση και
γ) η Οδηγία 93/98/ΕΟΚ για την εναρμόνιση της διάρκειας προστασίας. Η Οδηγία αυτή εναρμόνισε την διάρκεια προστασίας στην ΕΕ στα 70 έτη, μετά το θάνατο του δημιουργού, και στα 50 έτη για τα συγγενικά δικαιώματα.
2. Η Κοινωνία της Πληροφορίας και το Internet
2.1. Η απαλλαγή από την ευθύνη με την Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο
Με την έλευση της δεκαετίας του 1990, όμως ξεκινά η επανάσταση του Ιnternet, με εγγενές στοιχείο την ευκολία διαβίβασης και αντιγραφής των έργων σε ψηφιακή μορφή. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η έννοια της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» αποτέλεσε την Ευρωπαϊκή απάντηση στην αμερικανική «Υπερλεωφόρο των Πληροφοριών». Σε επίπεδο νομοθετικού
Σελ. 45 κειμένου, η Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, προσδιόρισε ποιές είναι οι «υπηρεσίες της Κοινωνίας της Πληροφορίας». Με έμπνευση από 1) τον νόμο των ΗΠΑ για την Ευπρέπεια των Επικοινωνιών του 1996, 2) τον γερμανικό νόμο για την χρήση υπηρεσιών εξ αποστάσεως, αλλά κυρίως 3) τον νόμο των ΗΠΑ για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ψηφιακή Χιλιετία του 1998 (εφεξής DMCA), η Οδηγία θέσπισε καθεστώς απαλλαγής από την ευθύνη για τις τρεις βασικές κατηγορίες ενδιαμέσων παρόχων στο Internet: i) τους παρόχους πρόσβασης (access providers), ii) τους παρόχους κρυφής μνήμης (cache memory) και iii) τους παρόχους φιλοξενίας (host providers). Αντίθετα από την αμερικανική νομοθεσία, η απαλλαγή παρέχεται οριζόντια για όλα τα είδη ευθύνης: αστική, διοικητική και ποινική και διαρκεί μέχρις οι ενδιάμεσοι να λάβουν γνώση για το παράνομο ή επιβλαβές περιεχόμενο. Κατά το σύστημα της Οδηγίας οι διαδικτυακοί πάροχοι δεν υπέχουν γενική υποχρέωση παρακολούθησης των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ή να αναζητούν «αυτεπαγγέλτως» τις παράνομες πληροφορίες. Σημειώνεται ότι, κατά τα προβλεπόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας, οι προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτέλεσαν το δεύτερο πεδίο εφαρμογής, με πρώτο την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο σε συνδυασμό, λίγο αργότερα, με την Οδηγία Infosoc (βλ. κατωτ.), καθοδήγησε τους εφαρμοστές του δικαίου και την νομολογία σε σχέση με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας στο νέο ψηφιακό περιβάλλον.
2.2. Οι Συνθήκες «Internet» και η Οδηγία «Infosoc»
Η μεταβολή - ορόσημο για τη σχέση της πνευματικής ιδιοκτησία με την Κοινωνία της Πληροφορίας εμφανίζεται το 1995 με τη Συμφωνία TRIPS για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου. Η συμφωνία αυτή οδήγησε στις δύο νέες Συνθήκες του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για την διανοητική ιδιοκτησία στην ψηφιακή εποχή, γνωστές ως «Συνθήκες Internet», που επεδίωξαν να επιλύσουν ορισμένα από τα προβλήματα εφαρμογής των κανόνων της πνευματικής ιδιοκτησίας στην νέα ψηφιακή εποχή. Μετά τις ανωτέρω διεθνείς εξελίξεις, το πλαίσιο προστασίας συμπληρώθηκε από μία σειρά Οδηγιών της ΕΕ που ρύθμισαν τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Πρωταρχικό ρόλο απέκτησαν τα ακόλουθα δύο νομοθετικά κείμενα:
α) Η Οδηγία 2001/29/ΕΚ για την πνευματική ιδιοκτησία στην Κοινωνία της Πληροφορίας, γνωστή ως «Information Society (InfoSoc)» ή «Copyright Directive», που ουσιαστικά μεταφέρει τις υποχρεώσεις από τις «Συνθήκες Internet» του WTO σε επίπεδο ΕΕ και ρυθμίζει ιδίως την διαδικτυακή μετάδοση έργων και
β) η Οδηγία 2004/48/ΕΚ για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, γνωστή ως «Οδηγία επιβολής δικαιωμάτων ΔΙ» («IP Enforcement Directive»), που εναρμονίζει τις μεθόδους προστασίας.
Ουσιαστικώς, δηλαδή, οι δύο Οδηγίες μεταφέρουν στην ΕΕ την συμφωνία TRIPS και κατ’ επέκταση απηχούν την προσπάθεια του ΠΟΔΙ να επιλυθεί το πρόβλημα της ψηφιακής μετάδοσης προστατευόμενων έργων στον αχανή Κυβερνοχώρο. H Οδηγία InfoSoc διευκόλυνε την προσαρμογή των πνευματικών δικαιωμάτων στην Κοινωνία της Πληροφορίας με κύριο κανόνα ότι «το Έργο σε ψηφιακή μορφή εξακολουθεί να αποτελεί αντι
Σελ. 46 κείμενο προστασίας». Επομένως, με την Infosoc παρασχέθηκαν στον δικαιούχο (δημιουργό, ερμηνευτή, εκτελεστή, παραγωγό, ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό) τα γνωστά δικαιώματα και σε ψηφιακή μορφή (αναπαραγωγή, παρουσίαση / διάθεση των έργων στο κοινό, διανομή) αλλά εισήχθη και νέα ρύθμιση για τη διάθεση κατ’ αίτηση (on demand).
Προσπαθώντας να καλύψει όλες τις (τότε άγνωστες) εκδοχές, ο ορισμός για την αναπαραγωγή είναι ευρύς και περιλαμβάνει κάθε πράξη ανάρτησης σε ιστοσελίδα στον παγκόσμιο ιστό, είτε σε ομάδες συζήτησης (newsgroups), ή σε ιστολόγια (blogs), ή σε κοινωνικά δίκτυα ή πλατφόρμες ανάρτησης (π.χ. Youtube), είτε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email). Οι δημιουργοί έχουν το δικαίωμα να απαγορεύουν κάθε άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη πράξη αναπαραγωγής των έργων, με οποιαδήποτε μορφή υλική, άυλη, ή σε απ’ ευθείας σύνδεση (online). Περαιτέρω, με εξαιρέσεις που εισήγαγε η Infosoc, προσπάθησε να καλύψει τις προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής όπως η αναζήτηση με φυλλομετρητή (browsing) και η αποθήκευση σε κρυφή μνήμη (caching). Πρόκειται για τις βασικές μεθόδους με τις οποίες παρεμβάλλονται τρίτοι («ενδιάμεσοι» / «μεσάζοντες» / «διαμεσολαβητές») πάροχοι υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας. Με την εξαίρεση επιδιωκόταν να διευκολυνθούν οι βασικές εργασίες (ανα)μετάδοσης δεδομένων στο νέο μέσο. Σε σχέση με το σύστημα απαλλαγής από την ευθύνη που προέβλεπε η Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, η InfoSoc εμφανίζει τα πρώτα ψήγματα επίτασης της ευθύνης των ενδιαμέσων αφού προβλέπει δυνατότητα για «… λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των διαμεσολαβητών, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού …». Για πρώτη φορά, μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι στο ψηφιακό περιβάλλον, οι ενδιάμεσοι πάροχοι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να σταματήσουν τις προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η Οδηγία InfoSoc συμπληρώθηκε, το 2004, από την Οδηγία IP Enforcement που εισήγαγε ειδικές διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και αποκάλυψης των στοιχείων όσων προσβάλλουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προστασία της εμπιστευτικότητας των πηγών και των προσωπικών δεδομένων. Παράλληλα, επεκτάθηκε το δικαίωμα να ζητηθεί η άρση της προσβολής και η παράλειψή της στο μέλλον και κατά των ενδιαμέσων φορέων, ενώ προβλέφθηκαν μέτρα προσαρμοσμένα στις νέες τεχνολογικές συνθήκες όπως: α) Η συντηρητική κατάσχεση του τεχνικού εξοπλισμού (π.χ. διακομιστών / server), β) η απογραφή των αποθηκευμένων πληροφοριών, γ) η παροχή πληροφοριών (π.χ., συμβατικά έγγραφα, αρχεία καταγραφής log-file), δ) η απομάκρυνση περιεχομένου από τους υπολογιστές του παρόχου, ε) η διακοπή πρόσβασης των χρηστών στο περιεχόμενο, στ) η διακοπή της σύνδεσης συγκεκριμένου χρήστη και ζ) η χρήση φίλτρων - τεχνικών μέτρων.
3. Οι νέες μορφές προστασίας στην αρχή της χιλιετίας
Σε μια ιστορική αναδρομή για την σχέση της διανοητικής ιδιοκτησίας δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την αναφορά σε τρία σημαντικά ζητήματα, από την δεκαετία του 2000, που επηρέασαν την μεταγενέστερη νομοθεσία και καθόρισαν τις εξελίξεις.
3.1. Η διαδικασία «Ειδοποίησης και απόσυρσης»
Η επιρροή της DMCA που μετέφερε στις ΗΠΑ τις δύο συμβάσεις του ΠΟΔΙ (WCT και WPPT) αναφέρθηκε ήδη. Ωστόσο, η σημαντικότερη συμβολή έγκειται στην εισαγωγή της διαδικασίας «Ειδοποίησης και Απόσυρσης». Πρόκειται για μια ευέλικτη και πρακτική μέθοδο αφαίρεσης του παράνομου περιεχομένου: Ο (εικαζόμενος) δικαιούχος αποστέλλει «Ειδοποίηση» στον διαδικτυακό πάροχο με περιγραφή της προσβολής (έργο, ιστοσελίδα κ.λπ.). Ο πάροχος με την σειρά του ενημερώνει τον χρήστη που έχει αναρτήσει το περιεχόμενο και αποσύρει τα προστατευόμενα έργα. Ο χρήστης δύναται να στείλει «Αντίθετη Ειδοποίηση», οπότε ο πάροχος ενημερώνει τον αρχικώς καταγγέλλοντα και επανατοποθετεί το περιεχόμενο, εκτός αν, στο μεταξύ, ο δικαιούχος προσφύγει δικαστικώς. Για όλες τις ενέργειες προβλέπονται πολύ σύντομες προθεσμίες. Η διαδικασία συμπληρώνεται από ειδική διάταξη, που προβλέπει αστική ευθύνη του καταγγέλλοντος, ώστε να αποφεύγονται οι αβάσιμες και ψευδείς καταγγελίες, ενώ υπάρχει πρόβλεψη για απαλλαγή του παρόχου όταν αφαιρεθεί καλόπιστα υλικό κατόπιν Ειδοποιήσεως, ή όταν η παρανομία είναι προφανής. Στο αμερικανικό σύστημα οι πάροχοι δεν υποχρεούνται να παρακολουθούν γενικώς τις παρεχόμενες υπηρεσίες ή την συμπεριφορά των χρηστών, ιδέα που, όπως αναφέρθηκε, ακολούθησε και η Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Παρά κάποιες επικρίσεις, η μέθοδος έχει τύχει αποδοχής στις ΗΠΑ και θεωρείται ότι προσφέρει ασφάλεια δικαίου, αφού η DMCA μείωσε σημαντικά τις προσφυγές στα δικαστήρια.
Σελ. 473.2. Οι άδειες Creative Commons
Οι άδειες Creative Commons πρωτοεμφανίστηκαν ως σύγχρονη κατάκτηση το 2002 όταν ομάδες ερευνητών άρχισαν να εξετάζουν μεθόδους προκειμένου να ελευθερώσουν το ψηφιακό περιεχόμενο από τις δυσλειτουργίες της παραδοσιακής πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι άδειες αυτές αποτελούν το πιο δια­δεδομένο είδος αδειών ανοικτού περιεχομένου, ιδίως για τα έργα σε ψηφιακή μορφή και επιτρέπουν στον χρήστη την αναπαραγωγή, διανομή και παρουσίαση του έργου στο κοινό, πέραν των ορίων των νομίμων περιορισμών. Βασίστηκαν στην ιδέα των αδειών ανοικτού λογισμικού (open software), όπως το γνωστό - ελεύθερα διαθέσιμο - λειτουργικό σύστημα Linux. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, η σήμανση του έργου με το σύμβολο «CC», δηλώνει ότι ο δημιουργός χορηγεί ελεύθερα την άδεια, υπό τον όρο της περαιτέρω διασκευής / προσαρμογής και διασκευής. Η σήμανση με την ένδειξη «Some Rights Reserved», δηλώνει ότι επιτρέπεται η μη εμπορική χρήση του έργου, που μπορεί, όμως να κυκλοφορεί ελεύθερα στο Internet. Οι άδειες διατίθενται και στην Ελλάδα και ο δημιουργός μπορεί να επιλέξει από έξι διαφορετικά επίπεδα αδειών. Η μέθοδος αυτή δεν ανατρέπει την υφιστάμενη νομοθεσία, αλλά προτείνει διαφορετικούς - και πιο ευέλικτους - τρόπους εκμετάλλευσης των έργων. Το σημαντικό είναι ότι παρέχεται στους δημιουργούς η δυνατότητα να διαθέσουν το έργο στην ολότητα (του Κυβερνοχώρου) υπό μία νέα εναλλακτική εκδοχή, ως αποτέλεσμα της συμβατικής τους ελευθερίας.
3.3. Ο γαλλικός νόμος των «τριών χτυπημάτων» («HADOPI»)
Η αναφορά στην δεκαετία του 2000 δεν μπορεί να παραλείψει τον περιβόητο γαλλικό νόμο των «τριών χτυπημάτων». Σύμφωνα με αυτόν, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο Internet παρακολουθούν την δραστηριότητα των χρηστών και εφ’ όσον οι χρήστες μεταφορτώνουν παράνομο υλικό, κατά παραβίαση των κανόνων της πνευματικής ιδιοκτησίας, παραπάνω από τρεις φορές, τότε διακόπτεται η σύνδεσή τους. Ειδική Ανεξάρτητη Αρχή με την ονομασία: Haute Autorité pour la Diffusion des Œuvres et la Protection des Droits sur Internet (HADOPI), εποπτεύει την διαδικασία. Η γαλλική πρωτοβουλία αντιμετωπίζει, μέχρι σήμερα, ποικίλες πρακτικές δυσκολίες, αφού η αποτίμηση της εφαρμογής καταγράφει πενιχρά αποτελέσματα. Αναφέρεται, ως βασικό τεχνικό πρόβλημα ότι η ταυτοποίηση με βάση την διεύθυνση IP (IP address) σε συνδυασμό με την χρήση ασύρματων δικτύων wi-fi δεν εντοπίζει τον παραβάτη - φυσικό πρόσωπο προκειμένου να υπάρξει ποινικός καταλογισμός. Μολαταύτα, στην ελληνική νομική πραγματικότητα, η μέθοδος θα συναντούσε εντονότερα νομικά προβλήματα, αφού μια τέτοιου τύπου γενική παρακολούθηση της δραστηριότητας στο Internet, θα βρισκόταν σε αντίθεση με αρκετές συνταγματικές διατάξεις. Περαιτέρω, μέχρι την έλευση των νεότερων Οδηγιών (βλ. κατωτ.) θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η απαγόρευση γενικής παρακολούθησης που επιβάλλει η Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, ενώ, παράλληλα από πλευράς ιδιωτικού δικαίου θα έπρεπε να επανεξεταστούν οι συμβάσεις του παρόχου με τους χρήστες. Συμπερασματικώς, κατά την ιστορική αξιολόγηση, ο νόμος HADOPI, είναι χρήσιμος διότι έθεσε τον γενικότερο προβληματισμό σε σχέση με το μοντέλο διαχείρισης των δικαιωμάτων και κατέδειξε τις δυσχέρειες κατά την επιβολή των ρυθμίσεων στο Internet.
4. Η εποχή της «επιγραμμικότητας»
Η πρώτη φορά που απαντάται ο όρος «επιγραμμικός-ή-ό» στο κείμενο νομοθετήματος, προς απόδοση του τεχνικού όρου «on-line» είναι το 1998 σε Οδηγία για τις τηλεπικοινωνίες,
Σελ. 48 ενώ σε τίτλο νομικού κειμένου εμφανίζεται το 2005. Σε σχέση με την πνευματική ιδιοκτησία, ο όρος εμφανίζεται στην Οδηγία 2014/26/ΕΕ για την συλλογική διαχείριση και αντίστοιχα στον ελληνικό εφαρμοστικό Ν 4481/2017, ενώ στον Ν 2121/1993 παρεισφρέει αργότερα με τις Οδηγίες 2019/789 και 2019/790. Η λανθασμένη μεταφορά στα ελληνικά έχει επισημανθεί και παλαιότερα. O «εφευρεθείς» όρος αποδίδει στα ελληνικά τον όρο «online» που σημαίνει ότι η γραμμή (επικοινωνίας) είναι ανοικτή («on»), σε αντίθεση με το «off-line» (κλειστή γραμμή - off). Δηλαδή, πρόκειται για επικοινωνία / επεξεργασία δεδομένων σε απ’ ευθείας σύνδεση συστημάτων υπολογιστών, σε αντίθεση με την τοπική επεξεργασία σε έναν υπολογιστή και, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει «επί» της γραμμής. Στα αντίστοιχα γαλλικά κείμενα ο όρος αποδίδεται «en ligne», ενώ σε γερμανικά και ιταλικά κείμενα παραμένει «online». Σημειώνεται ότι σε κάποια νομικά κείμενα της ΕΕ ακολουθείται η ορθή απόδοση «σε απ’ ευθείας σύνδεση». Η επικράτηση του λάθους και η επισήμανσή του δεν έχει μόνον φιλολογική αξία. Αφ’ ενός προδίδει την ένδεια του νομοθέτη μπροστά στα τεχνικά ζητήματα, αφ’ ετέρου αναδεικνύει τα ερμηνευτικά ζητήματα που θα αντιμετωπίσει ο νομικός της πράξης.
4.1. Η ΕΔΔΠΙ και η ελληνική εκδοχή της «Ειδοποίησης και Απόσυρσης»
Με το άρ. 52 του Ν 4481/2017 προστέθηκε στον Ν 2121/1993 νέο άρθρο με αρίθμηση 66E με τίτλο «Προσβολή δικαιωμάτων στο διαδίκτυο. Με την νέα διάταξη θεσπίστηκε στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας ειδική Επιτροπή για την Διαδικτυακή Προσβολή της Πνευματικής Ιδιοκτησίας (εφεξής ΕΔΠΠΙ) με σκοπό «…την γνωστοποίηση προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων». Η ΕΔΠΠΙ επιβλέπει την προβλεπόμενη διαδικασία «Ειδοποίησης και Απόσυρσης» σύμφωνα με την οποία: Ο δικαιούχος υποβάλλει προδιατυπωμένη αίτηση, αναφέροντας τα στοιχεία της προσβολής και η ΕΔΠΠΙ, αφού ειδοποιήσει τους παρόχους πρόσβασης, τους παρόχους φιλοξενίας και τους διαχειριστές των ιστοσελίδων, εκδίδει απόφαση, με την οποία μπορεί να ζητήσει από τους παρόχους: είτε i) να απομακρύνουν το περιεχόμενο από την ιστοσελίδα, είτε ii) να διακόψουν την πρόσβαση σε αυτό είτε iii) να λάβουν οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Σε όλα τα στάδια προβλέπονται πολύ σύντομες προθεσμίες. Προβλέπεται, επίσης, πρόστιμο από 500€ έως 1000€ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Τέλος, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν αναστέλλει τυχόν προσφυγή στην δικαιοσύνη, τότε όμως η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Παρά τις επικρίσεις η διαδικασία ενέχει και θετικά στοιχεία, αφού μεταφέρει το βάρος των ενεργειών από την προσπάθεια για την εύρεση του δράστη στην προσπάθεια για άμεση αφαίρεση του ανεπιθύμητου περιεχομένου.
4.2. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών
Διαχρονικά, ένα από τα σημαντικά προβλήματα του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας αποτελεί η ανακάλυψη του δράστη των προσβολών. H Οδηγία IP Enforcement, όπως ενσωματώθηκε στην Ελλάδα ορίζει ότι η παροχή πληροφοριών για προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να λάβει χώρα υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων. Επομένως, η αποκάλυψη των δεδομένων και η ανίχνευση των παραβατών πρέπει να πραγματοποιείται με τήρηση των βασικών αρχών προστασίας των προσωπικών δεδομένων και προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Μετά τον Ν 4481/2017 για τις παραβάσεις
Σελ. 49 σε βαθμό κακουργήματος επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Στις υπόλοιπες, όμως, περιπτώσεις προσβολών της πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις για την άρση του απορρήτου, ούτε οι προϋποθέσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, ιδίως των δεδομένων «θέσης και κίνησης». Σημειώνεται ότι η σημαντική για την ανεύρεση του δράστη IP address, προστατεύεται τόσο με το απόρρητο των επικοινωνιών όσο και ως προσωπικό δεδομένο.

4.3. Άλλα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας
Για την πληρότητα της παρούσας αναδρομής είναι απαραίτητο να αναφερθούν τα ακόλουθα σημεία για την εξέλιξη της σχέσης άλλων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας με τις νέες τεχνολογίες:
1) Η προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων περιλαμβάνει και τα εικονίδια ή γραφικά για υπολογιστές και γραμματοσειρές.

2) Η παράνομη απόκτηση εμπορικού απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του μπορεί να διενεργηθεί και με μη επιτρεπόμενη πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αρχεία που νόμιμα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου και τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί το εμπορικό απόρρητο.

5. Η εποχή της επίτασης της ευθύνης των παρόχων
5.1. DSM: O περιορισμός της ευθύνης δεν εφαρμόζεται
Η σημαντική μεταβολή σε σχέση με το καθεστώς της Οδηγίας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο και της Infosoc που λειτούργησε επί μια εικοσαετία, επήλθε με την Οδηγία για την Ενιαία Ψηφιακή Αγορά (γνωστή ως DSM – Digital Single Market). H Οδηγία επανακαθόρισε ότι οι «πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου» εκτελούν πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό και, εν συνεχεία, ανέτρεψε το καθεστώς απαλλαγής από την ευθύνη ορίζοντας ότι «…Όταν ένας πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών ανταλλαγής περιεχομένου εκτελεί πράξη παρουσίασης στο κοινό ή πράξη διάθεσης στο κοινό υπό τους όρους που θεσπίζονται στην παρούσα Οδηγία, ο περιορισμός της ευθύνης που ορίζεται στο άρθρο 14§1 της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το παρόν άρθρο…». Οι πάροχοι μπορούν να ανακτήσουν το καθεστώς απαλλαγής από την ευθύνη, εφ’ όσον αποδείξουν ότι κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια είτε α) για την απόκτηση άδειας (για το μη αδειοδοτημένο περιεχόμενο), είτε β) για να παρεμποδίσουν την διαθεσιμότητα συγκεκριμένων έργων και, σε κάθε περίπτωση, γ) εφ’ όσον ενήργησαν με ταχύτητα, μετά τη λήψη ειδοποίησης από τους δικαιούχους, προκειμένου να απενεργοποιήσουν την πρόσβαση σε ιστοτόπους ή να αποσύρουν από αυτούς έργα ή άλλα αντικείμενα προστασίας. Ουσιαστικά, δηλαδή με την υπό (γ) επιλογή επιβάλλεται να διαθέτουν ταχύ και αποτελεσματικό σύστημα «Ειδοποίησης και Απόσυρσης». Η Οδηγία περαιτέρω προστατεύει τους εκδότες Τύπου για τις διαδικτυακές αναπαραγωγές και παρουσιάσεις στο κοινό.
5.2. DSA: Περισσότερες υποχρεώσεις για το παράνομο περιεχόμενο
Ο πρόσφατος Κανονισμός για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), επιδιώκει να τροποποιήσει την Οδηγία για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, πάντα, όμως, υπό την επιφύλαξη των Οδηγιών Infosoc και DSΜ σε ό,τι αφορά την πνευματική ιδιοκτησία. Ωστόσο, πλέον οι πάροχοι υποχρεούνται να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες σε σχέση με το «παράνομο» περιεχόμενο». Στο παράνομο περιεχόμενο εντάσσονται ρητώς τόσο «…η πώληση μη συμμορφούμενων προϊόντων ή προϊόντων παραποίησης/απομίμησης…», όσο και «…η μη εξουσιοδοτημένη χρήση υλικού που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας…». Οι υποχρεώσεις των παρόχων κλιμακώνονται σύμφωνα με τις κατηγορίες που προδιαγράφει η DSA: α) γενικά για όλους τους παρόχους, β) για παρόχους φιλοξενίας, γ) γενικά για πλατφόρμες, δ) για πλατφόρμες για εξ αποστάσε
Σελ. 50ως εμπορικές συμβάσεις και ε) για πολύ μεγάλες πλατφόρμες και μηχανές αναζήτησης.
6. Σημαντικές στιγμές της νομολογίας
Η νομολογία σε σχέση με τα εξεταζόμενα ζητήματα είναι αρκετά πυκνή. Για το λόγο αυτό, στην παρούσα ιστορική αναδρομή καταγράφονται ως «στιγμές» οι αποφάσεις εκείνες που ερμήνευσαν σημαντικά ζητήματα και αποτέλεσαν σημεία - σταθμούς στη νομολογία.
6.1. ΔΕΕ
Promusicae: πρόκειται για την κομβική απόφαση που προσπάθησε να εντοπίσει το σημείο ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην απόφαση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «η αποκάλυψη (προσωπικών δεδομένων) επιτρέπεται αλλά δεν επιβάλλεται», υπό την προϋπόθεση τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας. Ουσιαστικά, δηλαδή, το ΔΕΕ μετέθεσε στα κράτη μέλη την πρωτοβουλία να προβούν στις αναγκαίες ρυθμίσεις ή σταθμίσεις, σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες, χωρίς να ιεραρχήσει κάποιο από τα υπό διακύβευση θεμελιώδη δικαιώματα.
Google France: Από τις πρώτες αποφάσεις που εξέτασαν την ευθύνη των ενδιαμέσων για παράτυπα προϊόντα και ιδίως, εάν οι μηχανισμοί αναζήτησης διαδραματίζουν ενεργό ρόλο, όταν προβάλλουν στα αποτελέσματα ιστοσελίδες με τέτοιο παράνομο περιεχόμενο. Στην ίδια κατεύθυνση η L’ Oréal εξέτασε την ευθύνη ιστοσελίδας πλειστηριασμών (eBay) και διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, το εύρος των μέτρων σε σχέση με την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/48/EK με βάση την αρχή της αναλογικότητας
Scarlet / SABAM: Πρόκειται για την σημαντικότερη απόφαση για το ζήτημα των τεχνικών μέτρων (φίλτρων). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή μεθόδου καθολικού φιλτραρίσματος για την προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ, εφ’ όσον, ταυτοχρόνως, παρεμποδίζει την διακίνηση του υπόλοιπου νομίμου περιεχομένου. Περαιτέρω, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας «ούτε είναι απαραβίαστα, ούτε πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας» και οδηγήθηκε σε ad hoc στάθμιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με το δικαίωμα επιχειρηματικής ελευθερίας και το δικαίωμα ελευθερίας της πληροφόρησης, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Παρά την τότε παρερμηνεία στα μέσα ενημέρωσης ότι το ΔΕΕ δήθεν «…απαγορεύει την επιβολή λογοκρισίας και ελέγχου στο Internet…», η Scarlet ούτε γενική λύση παρέχει, ούτε απαγορεύει εκ των προτέρων κάθε χρήση φίλτρου. Περαιτέρω, στα παρεμπίπτοντα ζητήματα κρίθηκε ότι η IP address προστατεύεται ως προσωπικό δεδομένο.
LSG / Tele2: Η απόφαση ερμήνευσε την έννοια του διαμεσολαβητή (ενδιάμεσου / μεσάζοντα) της Οδηγίας Infosoc. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι πάροχος πρόσβασης (ISP) στο Internet, ακόμη και όταν δεν προσφέρει άλλες υπηρεσίες, όπως, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η τηλεφόρτωση ή η υπηρεσία ανταλλαγής αρχείων, ή δεν ασκεί κάποιου είδους νομικό ή πραγματικό έλεγχο επί της υπηρεσίας που χρησιμοποιεί ο χρήστης, πρέπει να θεωρηθεί ως «διαμεσολαβητής», κατά την έννοια του άρ. 8§3 της Οδηγίας Infosoc. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην υπόθεση Telekabel Wien / Konstantin Film επιβεβαιώθηκε ότι κατ’ εφαρμογήν της InfoSoc, μπορεί να επιβληθεί σε ενδιάμεσο πάροχο (διαμεσολαβητή) να διακόψει την πρόσβαση των πελατών του στο απαγορευμένο περιεχόμενο.
Svensson και Bestwater: Πρόκειται για την νομολογία του ΔΕΕ σε σχέση με την τοποθέτηση υπερσυνδέσμων που κατέδειξε ως κρίσιμα στοιχεία τα εξής: i) αν η τοποθέτηση του υπερσυνδέσμου γίνεται με κερδοσκοπικό σκοπό και ii) αν αυτός που τοποθετεί τον υπερσύνδεσμο γνωρίζει την ύπαρξη ή μη της «παρουσίασης στο κοινό». Στην Svensson το ΔΕΕ ερμήνευσε το άρ. 3§1 της Οδηγίας InfoSoc και κατέληξε ότι η παρο
Σελ. 51 χή υπερσυνδέσμων προς έργα που διατίθενται ελεύθερα, δεν συνιστά πράξη παρουσίασης σε νέο κοινό. Στην Bestwater, το ΔΕΕ επέκτεινε την ανάλυση της Svensson και στην περίπτωση των μαγνητοσκοπήσεων (video) και επιβεβαίωσε ότι με την προσθήκη υπερσυνδέσμων προς προστατευόμενα video που ήδη διατίθενται σε κάποια ιστοσελίδα, το έργο δεν παρουσιάζεται σε κάποιο νέο κοινό, ούτε η παρουσίαση διαφέρει από την αρχική παρουσίαση. Επίσης, λίγο αργότερα, στην υπόθεση GS Media το ΔΕΕ επεσήμανε ως κρίσιμο στοιχείο το εάν οι υπερσύνδεσμοι παρασχέθηκαν για μη κερδοσκοπικό σκοπό ή αν τοποθετήθηκαν έναντι αμοιβής.
British Horseracing Board: Η απόφαση καθόρισε τα κριτήρια για την απονομή του δικαιώματος ειδικής φύσης (sui generis) για την προστασία των βάσεων δεδομένων αναφέροντας ότι «…η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης να καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση…». Επιβεβαιώθηκε, λοιπόν, ότι κρίσιμο ζήτημα θεωρείται αν ο κατασκευαστής (βάσεως δεδομένων) έχει καταβάλει «ουσιώδη επένδυση» για την συλλογή και την διευθέτηση αυτών των (πρωτογενών) δεδομένων σε οργανωμένο σύνολο. Συνεπώς, το αρχικό κόστος δημιουργίας των δεδομένων δεν προσμετράται, αλλά απαιτείται ξεχωριστή πρόσθετη επένδυση για την παράγωγη (αποσχισθείσα / spin off) βάση. Η απόφαση είναι σημαντική, διότι ενόψει του Internet, το ΔΕΕ απέφυγε τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί κάθε ιστοσελίδα ως προστατευόμενη βάση δεδομένων.
Austro-Mecana: Πρόκειται για νεότερη απόφαση που έκρινε την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στο υπολογιστικό νέφος (cloud). Το ΔΕΕ ανέδειξε τις δυσκολίες εφαρμογής της δίκαιης αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών cloud, λόγω της συρροής πολλαπλών δικαιοδοσιών (χρήστη, παρόχου, διακομιστή-server) και μετέθεσε στους εθνικούς νομοθέτες την ευθύνη να καθορίσουν τα σχετικά ζητήματα. Προσπαθώντας, πάντως, να ακολουθήσει την λειτουργική προσέγγιση, η απόφαση προβαίνει σε ευρεία ερμηνεία της εξαίρεσης από το δικαίωμα αναπαραγωγής για ιδιωτικά αντίγραφα σε υπηρεσίες cloud. Ωστόσο, το ΔΕΕ δεν παίρνει σαφή θέση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιβληθεί στους παρόχους χώρου αποθήκευσης στο cloud τέλος ιδιωτικής αντιγραφής ως «δίκαιη αποζημίωση» των δικαιούχων δημιουργών προστατευόμενων έργων.
M.I.C.M: Η απόφαση έκρινε το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό μέσω ομοτίμων δικτύων (peer-to -peer) καθώς και το δικαίωμα ενημέρωσης του άρ. 8 της Οδηγίας IP Enforcement. Σε αυτό το πλαίσιο το ΔΕΕ διέγνωσε ότι η καταγραφή των διευθύνσεων IP, των φερόμενων παραβατών, καθώς και η κοινοποίηση αυτών των στοιχείων στον δικαιούχο, ως επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ (GDPR).
Spiegel Online: Το Δικαστήριο έθεσε σε στάθμιση τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης για να καταλήξει ότι οι αντίστοιχες εξαιρέσεις (αναπαραγωγή δια του Τύπου / άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίαση) της Οδηγίας Infosocπρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά και πάλι όμως με αναγωγή στους εθνικούς νομοθέτες.
Renckhoff (Cordoba): Το Δικαστήριο ερμήνευσε το δικαίωμα παρουσίασης και την διάθεση φωτογραφίας που προηγουμένως είχε δημοσιευθεί χωρίς περιορισμούς ανατρέχοντας στην έννοια του «νέου κοινού». Η απόφαση δέχτηκε κριτική διότι δεν φαίνεται να έλαβε υπ’ όψιν την εξαίρεση για «εκπαιδευτικούς σκοπούς».
Pez Hejduk: Η υπόθεση, είναι σημαντική διότι επέλυσε το ζήτημα της δωσιδικίας για αδικοπραξίες (άρ. 5 σημ. 3 Καν.(ΕΚ) 44/2001 - τόπος επέλευσης του γενεσιουργού γεγονότος ζημίας), αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι στα πραγματικά περιστατικά αφορούσε την προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα την ανάρτηση φωτογραφιών σε ιστοσελίδα.
6.2. ΕΔΔΑ
Pirate Bay: Πρόκειται για υπόθεση ιστοσελίδας με έδρα στη Σουηδία που διαμοίραζε αρχεία μέσω του πρωτοκόλλου BitTorrent και απασχόλησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Οι «δημιουργοί / συντηρητές» της είχαν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης και η υπόθεση είχε οδηγηθεί στο ΕΔΔΑ, το οποίο είχε απορρίψει το αίτημα των καταδικασθέντων για ακύρωση των ποινών, αφού έκρινε ότι δεν είχε παραβιαστεί το άρ. 10 της ΕΣΔΑ.
6.3. Ελληνικά Δικαστήρια
ΜΠρΑθ 4658/2012: Πρόκειται για την πρώτη απόφαση που διέταξε τους παρόχους να παρεμποδίσουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες και διευθύνσεις IP που διένειμαν προστατευόμενα έργα. Η απόφαση ακολούθησε την νομολο
Σελ. 52γία του ΔΕΕ για την χρήση μεθόδων «φιλτραρίσματος» υπό συγκεκριμένες τεχνικές προϋποθέσεις και υπό την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ανωτ. Scarlet / SABAM, L’Oréal).
MΠρΑθ 5249/2014: Αποτελεί την πρώτη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εφάρμοσε το κριτήριο του «νέου κοινού» του ΔΕΕ (βλ. ανωτ. Svensson, Bestwater, GS Media) σε σχέση με το ζήτημα των υπερσυνδέσμων προς προστατευόμενα έργα που έχουν δημοσιευθεί χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου και, αργότερα, επικυρώθηκε και από το Εφετείο.

ΜΠρΘεσ 1825/2021: Η απόφαση με αναφορές στις Svensson, Bestwater και GS Media, εξέτασε, χωρίς να κρίνει οριστικά, το ζήτημα της αναπαραγωγής ελεύθερα προσβάσιμου έργου (βίντεο αναρτημένο στο Youtube).
7. Μια αποτίμηση για τα 30 έτη διανοητικής ιδιοκτησίας σε απ’ ευθείας σύνδεση
Εκκινώντας, το μακρινό 1991, από την Οδηγία για την προστασία των προγραμμάτων η/υ (βλ. ανωτ.), ο ψηφιακός μετασχηματισμός έθεσε σημαντικές προκλήσεις για το παραδοσιακό μοντέλο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, με βασικό δόγμα ότι η ευκολία της ψηφιακής αναπαραγωγής και διανομής δεν πρέπει να απειλήσει ή και να καταργήσει τα δικαιώματα των δημιουργών. Ωστόσο, η πορεία της νομοθεσίας και της νομολογίας σε σχέση με την διανοητική ιδιοκτησία και τις νέες τεχνολογίες, ιδίως με την έλευση του Internet, επαληθεύει το ad nauseam επαναλαμβανόμενο στερεότυπο περί της αγωνίας του δικαίου να προλάβει τις εξελίξεις.
Ο νομοθέτης, κατά τα πρώτα χρόνια της διαδικτυακής επανάστασης, εμφανίστηκε διστακτικός, ενώ, αργότερα, προσπάθησε να εφεύρει πρακτικούς τρόπους (π.χ. Ειδοποίηση και Απόσυρση) για την αντιμετώπιση της καταιγίδας των παραβιάσεων της διανοητικής ιδιοκτησίας. Ειδικά εργαλεία όπως το λογισμικό ανοικτού κώδικα (open source) και οι άδειες creative commons έδωσαν την δυνατότητα στους δημιουργούς να διανείμουν τα έργα τους διατηρώντας κάποια δικαιώματα. Ακολούθησε περίπου μια εικοσαετία, όπου υπό την πίεση της ανάγκης για διάδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου θεσπίστηκε καθεστώς ασυλίας για τους ποικίλους ενδιαμέσους που δραστηριοποιούνται στo Internet.
Τα τελευταία χρόνια, αναδείχθηκε περισσότερο η δυνατότητα των ενδιαμέσων - των «μεγάλων και ισχυρών» του Κυβερνοχώρου - να συνεισφέρουν στην επιβολή της νομιμότητας στον αχανή ψηφιακό κόσμο. Η ΕΕ με έναν κατακλυσμό νομοθετικών κειμένων επιχειρεί να επιβάλει νέους κανόνες και να περιορίσει το καθεστώς «ασυλίας» των «πυλωρών» (Gatekeepers) - κατά την ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας της ΕΕ. Παράλληλα, αναδύεται η συζήτηση για τους νέους πειρασμούς: την τεχνητή νοημοσύνη, την μηχανική μάθηση, τα μαζικά δεδομένα (big data). Η εμφάνιση των νεωτερισμών συνοδεύεται και από τις αντιξοότητες που θα αντιμετωπίσει ο νομοθέτης, έχοντας ως κρίσιμο καθήκον αφ’ ενός να δώσει κίνητρα στην καινοτομία και αφ’ ετέρου να προστατεύσει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.
Τι μας έχουν προσφέρει αυτά τα 30 χρόνια νομοθεσίας και νομολογίας που παρήγαγε η διεπαφή της Κοινωνίας της Πληροφορίας με την Διανοητική Ιδιοκτησία; Θα ήταν αρκετό να επαναλάβει κανείς τα ανωτέρω περί της ταχύτητας με την οποία το δίκαιο οφείλει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στις αλλαγές; Μάλλον, όμως αυτό το τετριμμένο συμπέρασμα δεν αποδεικνύεται επωφελές. Θα μπορούσαμε, όμως, να αναζητήσουμε και πρακτική χρησιμότητα: Τα πορίσματα και η εμπειρία όλων αυτών των ετών παρέχουν τη σταθερή βάση ώστε οι νομοθέτες να διαμορφώσουν μια προληπτική πολιτική σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες και να δημιουργήσουν το πλαίσιο για την εύρεση ισορροπίας μεταξύ της προώθησης των νεωτερισμών και της διαφύλαξης κατακτήσεων, όπως η προστασία της Διανοητικής Ιδιοκτησίας. Υπ’ αυτήν την παρατήρηση, η παρούσα ιστορική αναδρομή δεν έχει στραμμένο το βλέμμα μόνον στον παρελθόν, αλλά ευελπιστεί να αναδείξει και κάποιες προτάσεις για το μέλλον.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα