Υποχρεώσεις διαχειριστών πιστώσεων και αποτελεσματική δημόσια εποπτεία

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Με το νόμο 5072/2023 τίθενται αυστηρές υποχρεώσεις στους διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων και θεσπίζεται καθεστώς δημόσιας εποπτείας και κυρώσεων. Ζητούμενο είναι η αποτελεσματική του εφαρμογή.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ι. Το νέο πλαίσιο
Με τον νόμο 5072/2023 (Α΄ 198/04.12.2023) τέθηκαν, μεταξύ άλλων, νέοι κανόνες στην οργάνωση και λειτουργία των αγοραστών και διαχειριστών πιστώσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι υποχρεώσεις που τίθενται, είτε υπό μορφή υποχρεώσεων έναντι των δανειοληπτών (π.χ. άρθρο 13), είτε υποχρεώσεων αντικειμενικού δικαίου. Ως προς τους τελευταίους, κρίσιμο ζήτημα, που δεν θα εξετάσουμε εδώ, είναι αν επενεργούν ευθέως στις έννομες σχέσεις με τους δανειολήπτες. Ωστόσο, ένα εξίσου ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν οι θιγόμενοι μπορούν να απαιτήσουν την εφαρμογή (αμφότερων) των κανόνων μέσω μηχανισμών δημόσιας εξουσίας, και δη δημόσιας εποπτείας, που θεσπίζει ο νέος νόμος.
Υποχρεώσεις. Ας δούμε ορισμένες τέτοιες υποχρεώσεις: Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου, για να αποκτήσει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο διαχειριστής πιστώσεων οφείλει, μεταξύ άλλων, (ε) να εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων και λογιστικής παρακολούθησης, που, μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία, (στ) να εφαρμόζει πολιτική που διασφαλίζει συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των δανειοληπτών και την αντιμετώπισή τους με δίκαιο και επιμελή τρόπο, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάστασή τους, και (ζ) να εφαρμόζει επαρκείς, κατάλληλες και ειδικές εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταγραφή και τον χειρισμό των καταγγελιών των δανειοληπτών. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 ορίζεται ότι, στην αίτηση για τη χορήγηση αδείας, οι διαχειριστές οφείλουν να τεκμηριώνουν την ύπαρξη των σχετικών πολιτικών και μηχανισμών και, ειδικά ως προς την περίπτωση (στ), «στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη της πολιτικής βάσει της οποίας διασφαλίζονται τα προβλεπόμενα στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και περιγραφή του περιεχομένου τους και ειδικότερα εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και οι μέθοδοι με τις οποίες διασφαλίζεται η επιτυχής αναδιάρθρωση δανείων. Στην εν λόγω έκθεση παρουσιάζονται μέθοδοι αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης στο πλαίσιο του Κώδικα Δεο
Σελ. 17ντολογίας, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν 4438/2016 (Α΄ 220), τα άρθρα 10 και 66 του Ν 4261/2014 και την υπ’ αρ. 175/2/29.7.2020 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (Β΄ 3550)...». Οι εν λόγω υποχρεώσεις φυσικά δεν αφορούν μόνο στην αδειοδότηση, αλλά και στη λειτουργία των διαχειριστών πιστώσεων.
Εξάλλου, το άρθρο 36 (νέο άρθρο 27 Ν 4438/2016) ρητώς ορίζει ότι οι πιστωτικοί φορείς επιδεικνύουν, κατά περίπτωση, εύλογη ανοχή πριν από την εκκίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης. Προς τον σκοπό αυτόν συμμορφώνονται με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν 4224/2013 (Α΄ 288), ιδίως όσον αφορά την εκ μέρους τους θέσπιση και εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών για την εξεύρεση λύσεων ρύθμισης ή την οριστική διευθέτηση πριν την εκκίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης.» Η οικεία υποχρέωση καταλαμβάνει ευθέως και τους ίδιους τους διαχειριστές πιστώσεων δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 2 και 3.
Εποπτεία και κύρωση. Ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων, ο νέος νόμος καθιερώνει συγκεκριμένο σύστημα διοικητικής εποπτείας. Ειδικότερα, το άρθρο 25 ρητώς ορίζει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια αρχή για τους διαχειριστές πιστώσεων. Αρμόδια αρχή για ζητήματα προσωπικών δεδομένων είναι η ΑΠΔΠΧ και, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 13 έναντι καταναλωτών η Γενική Γραμματεία Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΓΓΧΤΔΙΧ). Στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή ζητά πληροφορίες από κάθε πρόσωπο ή αρχή για «α) την αξιολόγηση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους ..., β) τη διερεύνηση πιθανών παραβάσεων των εν λόγω απαιτήσεων, και γ) την επιβολή διοικητικών ποινών και διορθωτικών μέτρων.» Τα άρθρα 27 και 28 ορίζουν ενδεικτικώς τους λόγους επιβολής κυρώσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παραπομπή στο άρθρο 13, το οποίο θέτει γενικές υποχρεώσεις των αγοραστών και διαχειριστών πιστώσεων σε καλόπιστη και δίκαιη ενέργεια έναντι των δανειοληπτών (η οποία εξειδικεύεται στις ανωτέρω πολιτικές), σε συμμόρφωση με τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή και τον Κώδικα Δεοντολογίας. Περαιτέρω, το άρθρο 27 εξειδικεύει τις κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, λαμβανομένων υπόψη και τυχόν συστημικών συνεπειών της παράβασης. Σε αυτά περιλαμβάνονται, πέραν των προστίμων, ή ως έσχατο μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η σύσταση ή εντολή συμμόρφωσης για διόρθωση ή παύση της παράβασης, καθώς και για παράλειψή της στο μέλλον, η δημόσια ανακοίνωση και η απομάκρυνση προσώπων από άσκηση καθηκόντων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω έχουν τα διορθωτικά μέτρα, τα οποία άγουν κατά τρόπο άμεσο σε συμμόρφωση και παράλειψη παραβίασης των οικείων κανόνων στο μέλλον. Μάλιστα, το άρθρο 26 παρ. 1 (η) και (θ) ρητώς καθιδρύει εξουσία της Τράπεζας της Ελλάδος να απαιτεί την τροποποίηση των πολιτικών των διαχειριστών, ιδίως προς διασφάλιση της δίκαιης και επιμελούς μεταχείρισης των δανειοληπτών.
Έσχατο κυρωτικό μέτρο είναι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Κατά το άρθρο 11 παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγήσει σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, αν δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις αδειοδότησης, ει
Σελ. 18δικώς δε, (ι) αν ο διαχειριστής «δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την έκθεση της περ. η) της παρ. 2 του άρθρου 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δεν λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π.». Ομοίως, ανάκληση μπορεί να επιβληθεί αν (ιγ) ο διαχειριστής «δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την υποχρέωση πληροφόρησης του δανειολήπτη σύμφωνα με το άρθρο 13 και από την παράλειψη αυτή διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 που διασφαλίζουν το ειδικότερο δικαίωμα των δανειοληπτών για πληροφόρηση», ενώ ειδική διάταξη (στ) υπάρχει σχετικά με τη σοβαρή παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή, όπου υπάρχει επιφύλαξη διαπιστωτικής απόφασης από την αρμόδια αρχή (π.χ. ανάκληση από την Τράπεζα της Ελλάδος κατόπιν διαπιστώσεως παραβάσεων από την ΓΓΧΤΔΙΧ).
ΙΙ. Αξιολόγηση και δικαστική προστασία
Η εφαρμογή των νέων κανόνων θα έχει αναμφίβολα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα δώσει αφορμή στην ανάδειξη σημαντικών νομικών, αλλά και δικαιοπολιτικών ζητημάτων. Θέτουμε προς προβληματισμό τρεις πτυχές.
Η αναγκαιότητα της εποπτείας. Πρώτον, η δημόσια εποπτεία έχει ιδιαίτερη αξία δεδομένης της ατελούς εφαρμογής των ανωτέρω υποχρεώσεων στο πλαίσιο της επίλυσης αστικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στο βαθμό που ορισμένοι από τους ανωτέρω κανόνες θεωρηθεί ότι δεν ενεργούν ευθέως στις ιδιωτικού δικαίου σχέσεις με τους δανειολήπτες, αλλά μόνο εμμέσως διά των γενικών ρητρών περί προδήλου υπερβάσεως των ορίων της καλής πίστης (ζήτημα το οποίο δεν εξετάζουμε εδώ).

Η σημασία όμως της δημόσιας εποπτείας είναι ευρύτερη. Καταρχάς, η διοικητική διαδικασία δεν δεσμεύεται από τα λειτουργικά όρια του θεσμού της πολιτικής δίκης, όπως τα όρια σχετικά με τη συλλογή αποδείξεων (π.χ. πρόσβαση στις οικείες συμβάσεις πωλήσεως των απαιτήσεων, στη συμπεριφορά έναντι άλλων δανειοληπτών, κ.λπ.). Μάλιστα, τα πορίσματα από τον έλεγχο εφαρμογής της πολιτικής ενός διαχειριστή μπορεί να φωτίσουν την παράβαση των υποχρεώσεων επιμελούς και καλόπιστης συμπεριφοράς του σε ατομικές περιπτώσεις - και επομένως να συμβάλουν στην απόδειξη ισχυρισμών στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης. Περαιτέρω, οι αποφάσεις των εποπτικών αρχών έχουν ευρύτερη ενέργεια. Για παράδειγμα, τα μέτρα συμμορφώσεως μπορεί να εκτείνονται αντικειμενικά στην πολιτική και τις πρακτικές του ελεγχόμενου διαχειριστή έναντι πάντων, καθώς και να προλαμβάνουν και να διαχειρίζονται ευρύτερες αστοχίες των οικείων συστημάτων και περαιτέρω συστημικές συνέπειες στην οικονομία. Στην τελευταία περίπτωση, η εποπτεία δεν περιορίζεται στον έλεγχο της συμπεριφοράς (market conduct supervision), αλλά αποκτά (και ή, κατά περίπτωση, ιδίως) χαρακτηριστικά μικρο-προληπτικής εποπτείας (micro-prudential supervision).
Για αυτούς και πλείστους άλλους λόγους, η δημόσια εποπτεία, εφόσον ασκείται επιμελώς, έχει ωφέλιμο αποτέλεσμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της προληπτικής ή κατασταλτικής λειτουργίας των δικαιοδοτικών μηχανισμών ατομικής προστασίας. Περαιτέρω, στην περίπτωση μας, η εποπτεία αφορά τόσο στη συμπεριφορά, όσο και στην συστημική επάρκεια, είναι επομένως σημαντικό να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα, αλλά και η προσήκουσα συνέργεια των μορφών εποπτείας.
Επέμβαση επί μεμονωμένων παραβάσεων; Δεύτερον, ζήτημα ανακύπτει ως προς τον βαθμό στον οποίο μεμονωμένες παραβάσεις στοιχειοθετούν λόγο, αφενός, ενεργοποίησης της εποπτικής αρχής και, αφετέρου, επιβολής κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων. Τι γίνεται π.χ. αν ένας δανειολήπτης καταγγείλει την παράβαση των οικείων κανόνων στη δική του, μεμονωμένη περίπτωση;
Τα άρθρα 27 παρ. 1 και 28 παρ. 1 ορίζουν αρμοδιότητα λήψης μέτρων σε «περίπτωση παράβασης» του παρόντος Μέρους, επομένως και μία παράβαση θεμελιώνει, κατά περίπτωση, την επιβολή μέτρων. Μεταξύ των απαριθμούμενων περιπτώσεων είναι και η παράβαση του άρθρου 13 το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζει υποχρέωση δίκαιης και καλόπιστης μεταχείρισης των δανειοληπτών, δηλαδή υποχρέωση που ενεργεί ατομικά προς κάθε δανειολήπτη. Επίσης, οι υποχρεώσεις ευλόγου ανοχής του άρθρου 36 δεν εντάσσονται μεν ευθέως στο εν λόγω Μέρος του νόμου, πλην όμως ενσωματώνονται στο εποπτικό και κυρωτικό καθεστώς δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 1 (α) και παρ. 2.
Υπάρχει ωστόσο μία διαφοροποίηση. Ενώ η ΓΓΧΤΔΙΧ έχει αρμοδιότητα για κάθε παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων ως προς τη σχέση με καταναλωτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αρμοδιότητα για την παράβαση των ίδιων διατάξεων ως προς τη σχέση με δανειολήπτη που δεν είναι καταναλωτής, καθώς και ως προς τη συστημική διάσταση των οικείων παραβάσεων του άρθρου 13 (δηλαδή περιλαμβανομένων και των καταναλωτών). Εδώ θα ανακύψουν επιμέρους ερμηνευτικά ζητήματα. Για παράδειγμα, μεταξύ των ενδεικτικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι και περιπτώσεις όπως η περ. γ), κατά την οποία «η πολιτική του διαχειριστή πιστώσεων δεν επαρκεί για την ορθή μεταχείριση των δανειοληπτών, όπως προβλέπεται στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 6». Η εν λόγω ρύθμιση θυμίζει την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν 4224/2013 που περιορίζει την κυρωτική εξουσία της Τράπεζας ως προς την τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, σε περιπτώσεις συστηματικής μη εφαρμογής και αδυναμιών των συστημάτων. Η τελευταία ρύθμιση εξακολουθεί να ισχύει, όπως και η εποπτική αρμοδιότητα της Τράπεζας επί του άρθρου 36 (δυνάμει των άρθρων 4 και 36 Ν 4438/2016), χρειάζεται όμως προσαρμογή στο νέο καθεστώς. Ερωτάται, ιδίως, αν ελέγχεται μόνο η συστημική παράβαση και πώς αυτό νοείται.
Νομίζουμε ότι, υπό το νέο καθεστώς, διατηρείται η προτεραιότητα της συστημικής
Σελ. 19εποπτείας από την ΤτΕ, ωστόσο το εύρος της αρμοδιότητας πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες διατάξεις (π.χ. ως προς μη καταναλωτές, ως προς την εξειδίκευση της δίκαιης μεταχείρισης και της εύλογης ανοχής πλέον των υποχρεώσεων του Κώδικα, κ.λπ.). Καταρχάς, τόσο ως προς την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας, όσο και ως προς την επιλογή της κύρωσης, πρέπει να αναγνωρισθεί πεδίο αξιολόγησης, επομένως και διακριτικής ευχέρειας, της εποπτικής αρχής. Συναφώς, το άρθρο 26 παρ. 3-4 ορίζει ότι η αξιολόγηση υλοποίησης των πολιτικών των διαχειριστών ασκείται βάσει κριτηρίων κινδύνου. Αυτό όμως σημαίνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει να υπάγει στην ελεγκτική προσέγγιση κινδύνου που υιοθετεί, τις καταγγελλόμενες περιπτώσεις, εάν χρήζουν διερεύνησης και αν δυνητικώς μπορεί να θεμελιώσουν την επιβολή κυρώσεων ή τη λήψη μέτρων. Κατά τούτο, μία απόλυτη θέση ότι ελέγχεται μόνο η συστηματική παραβίαση πρέπει να αποκρουσθεί, διότι μεμονωμένες παραβάσεις μπορεί να είναι σοβαρές, αλλά και διότι η έλλειψη συνέπειας στην εφαρμογή ορισμένης πολιτικής που φέρεται ότι ακολουθεί ο διαχειριστής αναδεικνύει τον προσχηματικό της χαρακτήρα. Εξάλλου και το άρθρο 27 παρ. 3 (η) αντιλαμβάνεται τις συστημικές συνέπειες ως μία (και όχι τη μόνη) από τις παραμέτρους της κυρωτικής λειτουργίας. Τέλος, παρά την αμφίσημη διατύπωση του άρθρου 27, πρέπει (υπό το φως και του άρθρου 23 της οδηγίας 2021/2167/ΕΕ) να θεωρηθεί ότι η επιβολή ορισμένου μέτρου ή κύρωσης είναι υποχρεωτική, σε περίπτωση παράβασης.
Δικαστικός έλεγχος εποπτικών οργάνων. Τέλος, κρίσιμο είναι το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της εποπτικής αρχής. Στο παράδειγμά μας, ο δανειολήπτης ή κάποιος συλλογικός φορέας καταγγέλλει μία μεμονωμένη παράβαση ή επικαλείται πρακτική παραβάσεων και η εποπτική αρχή αδρανεί ή ασκεί πλημμελώς εποπτεία. Τι ζητήματα ανακύπτουν;
(α) Ευθύς έλεγχος. Το άρθρο 30 παρ. 1 του νόμου ρητά ορίζει ότι οι οικείες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (και της ΑΠΔΠΧ) προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι αποφάσεις των λοιπών αρχών με προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Θα εστιάσουμε στη συνέχεια στην ακυρωτική προσβολή.
Δεν αμφισβητείται ότι αίτηση ακυρώσεως μπορεί να ασκήσει ο διαχειριστής πιστώσεων που θίγεται από απόφαση της εποπτικής αρχής. Εδώ τίθεται το ανάστροφο ερώτημα, εάν στοιχειοθετείται παράλειψη νόμιμης ενέργειας σε περίπτωση που η εποπτική αρχή παραλείψει να ασκήσει τα εποπτικά της καθήκοντα. Ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να υποστηρίξει ότι ο νόμος επιβάλει απόφανση εκ μέρους της Αρχής με έκδοση εκτελεστής πράξης (ανεξαρτήτως αν καταλείπεται διακριτική ευχέρεια ως προς το ακριβές της περιεχόμενο, δηλαδή ακόμη και αν η απόφανση της Αρχής είναι η αποχή από την εξέταση της καταγγελίας λόγω χαμηλής προτεραιότητας βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης κινδύνου). Η απάντηση εδώ εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο άρθρο 31 παρ. 3, το οποίο επιβάλει τη θέσπιση διαδικασίας καταγγελιών και επεξεργασίας τους σε εύλογο χρόνο (ενσωματώνοντας πλημμελώς απαίτηση του άρθρου 24 παρ. 3 της οδηγίας, κατά το οποίο η επεξεργασία γίνεται «αμέσως μόλις ληφθούν»). Ακόμη όμως και αν δοθεί αρνητική απάντηση, ότι δεν υπάρχει δηλαδή γενική υποχρέωση απόφανσης, είναι νοητό η διακριτική ευχέρεια της Αρχής να συσταλεί υπό τις περιστάσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε π.χ. σε περίπτωση συγκροτημένης καταγγελίας σοβαρής παραβίασης ή, κατά μείζονα λόγο, σειράς τέτοιων παραβάσεων, να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται υποχρέωση κίνησης διαδικασίας που οδηγεί σε απόφανση επί της ίδιας της φερόμενης παραβάσεως.
Ας υποθέσουμε ότι στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ή ότι πάντως εκδίδεται πράξη της εποπτικής αρχής. Τότε ανακύπτει το ερώτημα αν ο καταγγέλλων ή τρίτος έχει άμεσο, ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον να την προσβάλει, ή να ασκήσει παρέμβαση υπέρ της εποπτικής αρχής σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως του διαχειριστή, καθώς και να ζητήσει τη συμμόρφωση σε τυχόν ευνοϊκή για αυτόν δικαστική απόφαση ενώπιον του Συμβουλίου Συμμορφώσεως. Το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται γενικά, έχει απασχολήσει τη νομολογία σε άλλα πεδία (πβλ. ΣτΕ 24/2023), νομίζουμε πάντως ότι η νομολογία θα πρέπει να δεχθεί το έννομο συμφέρον βλαπτόμενου δανειολήπτη, καθώς αυτός προσδοκά κατά νόμο όχι μόνο την επιβολή κυρώσεως, αλλά και διορθωτικών μέτρων. Αυτό είναι νοητό ακόμη και αν η παραβίαση δεν ανάγεται σε μόνη τη μεμονωμένη παράβαση, αλλά σε πρακτική του διαχειριστή που καταλαμβάνει και τον καταγγέλλοντα. Αντίστοιχα, κατά μείζονα λόγο, ισχύουν για ενώσεις καταναλωτών και άλλων νομικών προσώπων με συναφή καταστατικό σκοπό.
(β) Αστική ευθύνη. Τέλος, ακόμη και αν η ακυρωτική οδός δεν αποβεί λυσιτελής, υπάρχει το ζήτημα της αστικής ευθύνης της εποπτικής Αρχής. Η παράλειψη ή πλημμέλεια εποπτείας μπορεί να προκαλέσει αστική ευθύνη της Αρχής, στο βαθμό που στοιχειοθετεί παράλειψη εκπλήρωσης/πλημμελή εκπλήρωση καθηκόντων που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Περαιτέρω, οι οικείοι εποπτικοί κανόνες δεν έχουν τεθεί αποκλειστικώς για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (οπότε θα αποκλειόταν η νομιμοποίηση του πληττόμενου να ζητήσει αποζημίωση), αλλά και για την προστασία ιδιωτικών συμφερόντων. Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο που θα ανακύψει είναι αν εφαρμόζεται η νομολογία που, επί συγγενών περιπτώσεων εποπτείας, απαιτεί τη συνδρομή προφανούς και σοβαρής παρανομίας των εποπτικών οργάνων, και επιτρέπει την καταβολή στους πληττόμενους όχι πλήρους αλλά μόνον εύλογης αποζημιώσεως (ΣτΕ 1607/2016 εποπτεία επί επενδυτικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 3783/2014 εποπτεία επί ασφαλιστικών επιχειρήσεων).
Σκιαγραφήσαμε ορισμένα νομικά ζητήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν. Δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε την ερμηνεία που, κατά περίπτωση, θα δοθεί. Είναι όμως κρίσιμο αυτή να διασφαλίζει επαρκή δικαστική προστασία, προς το σκοπό τηρήσεως των οικείων κανόνων και αποκαταστάσεως των συνεπειών προσβολής τους, ώστε αυτοί να μην τίθενται, κατ’ αποτέλεσμα, εκποδών.
Δείτε το κείμενο όπως εμφανίζεται στην έντυπη μορφή του περιοδικού
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα