Περίληψη

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει την αναγκαιότητα και τη σημασία της διοικητικής ηθικής για τόσο την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους όσο και την ενδυνάμωση της χρηστής διοίκησης. Εκκινεί με την οριοθέτηση του θεωρητικού πλαισίου, της ηθικής και της δεοντολογίας, δυο θεμελιωδών αρχών της διοικητικής ηθικής. Ακολούθως, διατυπώνεται η θέση ότι η διοικητική ηθική συνιστά ζήτημα τόσο νομικό όσο και οργανωτικό. Τέλος, πραγματοποιείται μία σύντομη επισκόπηση των κωδίκων δεοντολογίας ως πρακτικό μέσο ενδυνάμωσης της διοικητικής ηθικής.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ι. Εισαγωγή
Ποια είναι η θέση της ηθικής και της δεοντολογίας στην διοίκηση (δημόσια και ιδιωτική); Υπάρχει θέση, στο πλαίσιο μίας ηθικής και δεοντολογικής διοίκησης, για το ιδιοτελές συμφέρον του/της κάθε υπαλλήλου; Η παραδοχή ότι η διοικητική ηθική αποτελεί conditio sine qua non για την χρηστή διοίκηση έχει βάση στη σημερινή πραγματικότητα;
Ομολογουμένως, οι προκλήσεις και οι προοπτικές του 21ου αιώνα θέτουν στο προσκήνιο ηθικά διλήμματα στο πλαίσιο μίας νέας διοικητικής κουλτούρας, όπως η διαφάνεια στις διοικητικές διαδικασίες έναντι της μυστικότητας και της αυθαιρεσίας, η νομιμότητα, η υπευθυνότητα και η λογοδοσία έναντι της ελαστικότητας και της αποφυγής ή άρνησης ανάληψης ευθυνών, η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα έναντι της γραφειοκρατίας, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού με υπαρκτό το ενδεχόμενο της σύγκρουσης των συμφερόντων (conflict of interests).

Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι απαντήσεις στα ανωτέρω διλήμματα δεν είναι διόλου προφανείς, κυρίως γιατί έχει παγιωθεί η αντίληψη στη συνείδηση των πολιτών ότι στην δημόσια διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχουν κυριαρχήσει φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιοίκησης, όπως αδιαφάνεια και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις διοικητικές διαδικασίες, διοικητικές παρατυπίες, μεροληπτικές και ιδιοτελείς συμπεριφορές, διασπάθιση και κατασπατάληση των διαθέσιμων πόρων, ελλιπής λογοδοσία της διοικούσας αρχής κλπ. Πραγματικά, αυτή η ακραία ισοπεδωτική και αφοριστική αντίληψη οδηγεί στον σκεπτικισμό και στην αμφισβήτηση βασικών αξιών και κανόνων που ανέκαθεν διαπνέουν τη διοίκηση, όπως επίσης στη σχετικοποίηση της ηθικής στη διοίκηση των υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, το αίτημα για επαναπροσανατολισμό και επαναπροσδιορισμό των θεμελιωδών ηθικών αξιών και δεοντολογικών αρχών της δημόσιας διοίκησης τίθεται όλο και πιο έντονα. Κατά συνέπεια, η υιοθέτηση και εφαρμογή νέων τρόπων διοίκησης, όπως η τεχνική της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (New Public Management), η οποία ως πολιτοκεντρική, υφίσταται πρωτίστως για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών, ενώ συγχρόνως ενδυναμώνει την θέση των δημοσίων υπαλλήλων με την από μέρους τους ανάληψη περισσότερων ευθυνών και εξουσίας λήψης αποφάσεων, ενισχύοντας τη λογοδοσία και τον έλεγχο. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ηθική, η πρέπουσα συμπερι
Σελ. 106 φορά των δημόσιων υπαλλήλων ορίζει και καθορίζει τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών με την δημόσια διοίκηση. Επιστέγασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι οι προβληματισμοί, οι στοχασμοί και οι συζητήσεις περί της ηθικής και της δεοντολογίας στη διοίκηση, περί της χρηστής διοίκησης, περί της διοικητικής ηθικής πρέπει πάντα να βρίσκονται στο προσκήνιο.

Με αφορμή τους ανωτέρω συλλογισμούς και προβληματισμούς, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει ότι η ηθική και δεοντολογική διοίκηση συνιστά θεμέλιο της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, εκκινούμε με την εξέταση των δυο κεντρικών εννοιών, της ηθικής και της δεοντολογίας. Ειδικότερα, εξετάζουμε την έννοια της Ηθικής, της Ηθικής φιλοσοφίας, αναδεικνύοντας πέντε βασικές αρχές ηθικής φιλοσοφίας, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν γνώμονα για τη λήψη αποφάσεων, την αξιολόγηση και τη δικαιολόγηση των πράξεων και των επιλογών καθώς και του χαρακτήρα των δρώντων υποκειμένων, εν προκειμένω των στελεχών και επαγγελματιών της διοίκησης. Εν συνεχεία, εξετάζουμε τον όρο Δεοντολογία σε συνδυασμό με τη διοικητική ηθική, σημειώνοντας την ανάγκη υιοθέτησης και εφαρμογής της καντιανής δεοντοκρατικής ηθικής στη διοικητική πρακτική και αναγνωρίζοντας παράλληλα τη χρησιμότητα των Κωδίκων Δεοντολογίας. Προχωρώντας, θέτουμε το ερώτημα και επιχειρούμε να απαντήσουμε εάν η διοικητική ηθική συνιστά ζήτημα μόνο νομικό ή και οργανωτικό. Κατόπιν, γίνεται μία σύντομη επισκόπηση των κωδίκων δεοντολογίας που διέπουν την ελληνική δημόσια διοίκηση και ενισχύουν τη διοικητική ηθική. Καταληκτικά, διατυπώνουμε προτάσεις για την αποτελεσματικότερη στρατηγική ενίσχυσης της ηθικής και δεοντολογικής συμπεριφοράς των στελεχών δημόσιας διοίκησης. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην ανάγκη υιοθέτησης και τήρησης κανόνων ηθικής και δεοντολογίας που θα επιτρέπουν την υπέρβαση εμποδίων και παθογενειών στη δημόσια διοίκηση, συμβάλλοντας, τελικά, στην ενδυνάμωση του Κράτους Δικαίου και της χρηστής διοίκησης, στον περιορισμό των φαινομένων κακοδιοίκησης και στην απομόνωση συνθηκών διαφθοράς.
II. Ηθική και δεοντολογία στη διοικητική σκέψη και δράση: θεωρητικό πλαίσιο
1. Ηθική
Προτού προχωρήσουμε σε ειδικότερα ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας στην Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, καλό θα ήταν να προσδιορίσουμε την έννοια της ηθικής – ηθικής φιλοσοφίας και της ηθικής δεοντολογίας. Σύμφωνα με την Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου η «ηθική λέγεται πολλαχώς...» και επομένως, «...κάθε ορισμός της είναι περιοριστικός, ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένος και φορτισμένος θεωρητικά...». Αξίζει να σημειώσουμε πως στον όρο ηθική (morality/ethics) εντοπίζουμε μία καταβολή ελληνική, ήτοι ήθος και έθος και στον όρο morality μία καταβολή λατινική mores. Η Ηθική, λοιπόν, ως γενική έννοια, είναι ένα σύνολο ρυθμιστικών κανόνων που αφορούν τόσο το σύνολο μίας κοινωνίας όσο και το κάθε άτομο ξεχωριστά, συνιστώντας ένα γενικά αποδεκτό κώδικα συμπεριφοράς και δράσης με κοινά κριτήρια αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, τα κριτήρια αυτά δεν πρέπει να αποτελούν δημιούργημα των συμφερόντων, των επιδιώξεων ή των προτιμήσεων κάθε ανθρώπου. Καθίσταται σαφές ότι η ηθική δεν αποτελεί, επ’ ουδενί, ιδιωτική υπόθεση, ενώ συγχρόνως θέτει τα εξής ζητήματα: οι πράξεις και οι πεποιθήσεις μας θα πρέπει να προάγουν τον ορθό ανθρώπινο βίο και να μη βλάπτουν τους συνανθρώπους μας. Στη βάση αυτή λοιπόν, η ηθική αφορά την ιδιωτική, τη δημόσια, την επαγγελματική ζωή των ανθρώπων, την κοινωνία, την πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εργασία, την οικονομία, την εκπαίδευση, την παιδεία, τη γνώση, την επιστήμη, την τεχνολογία. Επομένως, η ηθική αφορά κάθε πτυχή και κάθε εγχείρημα – γνωστικό ή αξιολογικό – του σύγχρονου ανθρώπου. Υπό μία γενική, ερωτηματικού τύπου θεώρηση, η Ηθική φιλοσοφία (ethics/moral philosophy) ως κλάδος της Φιλοσοφίας διερευνά τι συνιστά καλό ή κακό, ορθό ή λάθος, δίκαιο ή άδικο, δικαίωμα ή καθήκον. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος κλάδος αφορά σε ένα σύνολο θεωριών, αντιλήψεων και ρευμάτων περί ηθικών αξιών και αρχών βάσει των οποίων πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ήτοι ένα κωδικοποιημένο σύστημα κανόνων, αρχών και κριτηρίων βάσει του οποίου σκεφτόμαστε και ενεργούμε ηθικά. Όμως, το σύστημα αυτό δεν είναι αμετάβλητο, δεν είναι άκαμπτο, αλλά ανανεώνεται, εξελίσσεται και ενσωματώνει νέους ηθικούς προβληματισμούς, ηθικά διλήμματα και ηθικά ζητήματα λόγω της εξέλιξης και προόδου του σύγχρονου ανθρώπου, όπως για τη συμπεριληπτική εκπαίδευση, για τις μειονότητες, κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, για τον άνθρωπο, την πολιτική, την διοίκηση, την κοινωνία, την επαγγελματική δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου κ.λπ..

Στο σημείο αυτό κρίνουμε χρήσιμο να αναδείξουμε, εν συντομία, πέντε βασικές ηθικές θεωρίες τις οποίες καλούμαστε να εντοπίζουμε σε κάθε περίσταση με ηθική σημασία και βαρύτητα, που καλεί την άμεση ανταπόκρισή μας. Ειδικότερα, οι συγκεκριμένες κανονιστικές θεωρίες μπορούν να αποτελέσουν γνώμονα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στην επιλογή του τρόπου επίλυσης καίριων ζητημάτων, στη δικαιολόγηση-αιτιολόγηση πράξεων, συμπεριφορών, επιλογών ή ακόμη και παραλείψεων, στον τρόπο αντιμετώπισης των ενδεχόμενων επιπτώσεων που αυτές οι πράξεις, οι συμπεριφορές ή οι παραλείψεις μπορεί να επισείουν, καθώς και στο χαρακτήρα και στη προσωπικότητα των δρώντων υποκειμένων. Συγκεκριμένα, οι ηθικές θεωρίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν –λόγω των βασικών αρχών τους, ιδιαιτεροτήτων και αξιολογικών κριτηρίων– στην, όσο το δυνατόν, πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων διοικητικών ζητημάτων (κυρίως αυτών της κακοδιοίκησης, της αδιαφάνειας, των μεροληπτικών και ιδιοτελών συμπεριφορών, της ελλιπούς λογοδοσίας τόσο από πλευράς των υπαλλήλων όσο και από πλευράς της
Σελ. 107 διοικούσας αρχής, την έλλειψη σεβασμού στον πολίτη) είναι οι ακόλουθες:
(i) Η Καντιανή Δεοντοκρατική Ηθική (Kantian Deontological Ethics): Οι ηθικοί κανόνες απαιτούν προσκόλληση στις καθολικές και απολύτως ορθολογικές διατυπώσεις του ηθικού νόμου – της κατηγορικής προσταγής (categorical imperative) του Immanuel Kant, σύμφωνα με την οποία ο κάθε άνθρωπος οφείλει να «…..ενεργεί πάντοτε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμοποιεί συγχρόνως την ανθρωπότητα –είτε στο δικό του πρόσωπο είτε στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου– ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο». Ο Kant μέσα από την διατύπωση της κατηγορικής προσταγής του, η οποία έχει ισχύ ηθικού νόμου, φέρει στο προσκήνιο ηθικές αρχές όπως την αρχή της ωφέλειας ή της αγαθοεργίας, την αρχή της αποφυγής πρόκλησης βλάβης ή πόνου, αξίες όπως σεβασμός στην αξιοπρέπεια και στην ηθική αυτονομία του κάθε ανθρώπου, αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου ως μια οντότητα, μία ηθική ολότητα και όχι ως ένα απλό μέσο υλοποίησης των σκοπών της κάθε επιστήμης. Είναι πρόδηλο λοιπόν, ότι για τον Kant ο άνθρωπος είναι σκοπός καθ’ εαυτόν. Συγχρόνως, στο επίκεντρο της καντιανής δεοντοκρατικής ηθικής εντοπίζουμε την διάκριση των καθηκόντων – υποχρεώσεων σε: (α) δικαιικά καθήκοντα (duties of right) ή τέλεια καθήκοντα, τα οποία προσδιορίζουν την υποχρέωση ή το καθήκον που οφείλει ένα άτομο να φέρει εις πέρας, δίχως το περιθώριο επιλογής, μεταβολής ή άρνησης, π.χ. να τηρούμε τους Νόμους, να είμαστε πάντα ειλικρινείς και (β) σε αρεταïκά καθήκοντα (duties of virtue) ή ατελή καθήκοντα, τα οποία προσδιορίζουν το καθήκον που επιτρέπει στο άτομο που το έχει αναλάβει να επιλέξει εάν, πότε και με ποιο τρόπο θα το φέρει εις πέρας δίχως την απειλή επιβολής κυρώσεων, π.χ. να βοηθά αυτούς που έχουν ανάγκη.

(ii) Η Θεωρία του Ωφελιμισμού (Utilitarianism) μία παραλλαγή της συνεπειοκρατικής θεωρίας: Δημιουργοί της θεωρίας του Ωφελιμισμού ήταν ο James Mill και ο Jeremy Bentham και ο διάδοχός τους ο John Stuart Mill. Η βασική αρχή της Ωφελιμιστικής θεωρίας είναι ότι σωστές πράξεις θεωρούνται εκείνες ανάλογα με το καλό που επιτυγχάνουν και ανάλογα με τον αριθμό των ανθρώπων που αφορούν. Η ηθική αξιολόγηση μίας πράξης, ως ορθής ή επιλήψιμης, εξαρτάται από τις ηθικές συνέπειες που θα έχει η πράξη αυτή, ήτοι από το κατά πόσο αυτή προκαλεί συνολικά την ηθική ωφέλεια (ευτυχία - pleasure) ή την ηθική βλάβη (δυστυχία ή πόνος - pain). Συγκεκριμένα, ο Ωφελιμισμός δίνει την κατεύθυνση και αξιολογεί τις πράξεις με βάση τη δογματική αρχή «μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων». Υπό το πρίσμα αυτό, ο Ωφελιμισμός αντιπροσωπεύει μία θεωρία που βρίσκεται στον αντίποδα της καντιανής δεοντολογίας.

(iii) Η Θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου (Social Contract Theory): Το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» με κύριους εισηγητές τους Hobbes, Locke, Rousseau συνιστούσε μία υποθετική συμφωνία αρχικά μεταξύ των μελών μίας ομάδας, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη δημιουργία μίας κοινωνίας, θέτοντας ως στόχους της συμφωνίας την εξασφάλιση τόσο της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας όσο και της ελευθερίας και της ευημερίας των πολιτών. Ακολούθως, η συμφωνία λάμβανε χώρα μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης με σκοπό την διασφάλιση (από μέρους της εξουσίας) των συμφερόντων των πολιτών και της κοινωνικής ειρήνης. Η θεωρία αυτή, παρ’ όλο που σχετίζεται πρωτίστως με την πολιτική φιλοσοφία, μπορεί συγχρόνως να αποτελέσει το μέσο για τη θεμελίωση της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Απότοκος, λοιπόν της θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η έννοια του ηθικού συμβολαίου. Απώτατος σκοπός του ηθικού συμβολαίου είναι η καθιέρωση μίας δίκαιης κοινωνίας μέσω της προαγωγής της ιδέας της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων, καθώς και του σεβασμού των αρχών της ισότητας, της συγκατάθεσης, της συναίνεσης, της συμπερίληψης, της ανεκτικότητας, της κοινωνικής ειρήνης.

(iv) Η (Αριστοτελική) Αρετολογική Ηθική (Virtue Ethics): Κριτήριο για την αξιολόγηση μίας ηθικής πράξης αποτελεί η αρετή, ήτοι πώς θα δρούσε το ενάρετο άτομο. Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο η αρετή είναι μία ιδιότητα που οδηγεί το άτομο που την κατέχει στη φρόνηση, στην ευδαιμονία, στη μεσότητα και όχι στην ακρότητα. Πώς, όμως καθίσταται ένα άτομο ενάρετο; Η απάντηση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, έγκειται στη συνεχή πράξη και στη συνεχή άσκηση, εμπειρικά, βιωματικά και όχι απλώς τηρώντας καθολικούς ηθικούς νόμους. Συγχρόνως δε η φρονηματική αυτή άσκηση συμβάλλει στην ισχυροποίηση της δημοκρατίας και στην ενεργοποίηση της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη.

(v) Η Θεωρία των Δικαιωμάτων (Theory of Rights): Κυρίαρχα ζητήματα της θεωρίας αυτής είναι η έννοια της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων, καθώς και η σύνδεσή τους με τις ηθικές υποχρεώσεις που έχει ο καθένας και η κάθε μία απέναντι στον
Σελ. 108 συνάνθρωπο. Επισημαίνεται ότι από την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1945) η συζήτηση περί των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της προστασίας τους τέθηκε σε διαφορετική βάση. Αναγνωρίσθηκε η εγγενής αξία, η αξιοπρέπεια και η ηθική αυτονομία του κάθε ανθρώπου. Μάλιστα, στις διακηρύξεις και στα διεθνή κείμενα καταγράφονται διάφορες κατηγορίες οικουμενικών δικαιωμάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα: το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία, στην αυτονομία, στην αξιοπρέπεια, στην ισότητα, στην αυτοδιάθεση, στην υγεία, στην εργασία, στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, στην εκπαίδευση, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, των γυναικών, των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, σύμφωνα με τον Alan Gewirth, ως ηθικά αγαθά διασφαλίζουν τη θεμελιώδη ηθική υπόσταση κάθε ανθρώπου.

Επομένως, η προσέγγιση και η αντιμετώπιση των ηθικών ζητημάτων και των ηθικών διλημμάτων που προκύπτουν από την ηθική σύγχυση που επικρατεί τόσο ως προς τις αξίες για την ορθή διοικητική συμπεριφορά όσο και ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των στελεχών της δημόσιας διοίκησης, προϋποθέτουν την κατανόηση και αξιοποίηση των ανωτέρω ηθικών θεωριών. Σε γενικές γραμμές, αξίζει να επισημάνουμε ότι οι ηθικές θεωρίες (α) παρέχουν ηθική καθοδήγηση, (β) παρέχουν κριτήρια για την αξιολόγηση ενεργειών και πρακτικών, (γ) αξιολογούν ηθικά συμπεριφορές και ενέργειες και (δ) ασκούν κριτική σε στρατηγικές, πολιτικές και πράξεις που ενδεχομένως θίγουν ή και παραβιάζουν δικαιώματα των εμπλεκόμενων υποκειμένων. Ωστόσο, η θετική στάση των στελεχών της διοίκησης υπέρ της υιοθέτησης των ανωτέρω αρχών στην διοικητική πρακτική, δεν πρέπει να ισοδυναμεί απλώς και μόνον με τη λεκτική επανάληψη συγκεκριμένων θεμελιακών αρχών ηθικής με τρόπο εντυπωσιακό, αλλά κατ’ ουσίαν μη ρεαλιστικό.
2. Δεοντολογία
Ποιος είναι ο κανόνας, ποιο είναι το καθήκον; Πώς οφείλουν τα στελέχη της διοίκησης, ένας/μία επαγγελματίας, ο/η επιστήμονας να συμπεριφέρονται και να δρουν; Ποιος είναι ο ρόλος και ποια η σημασία της Δεοντολογίας στην Δημόσια Διοίκηση; Οι προβληματισμοί αυτοί, εύλογοι και εύστοχοι, συνιστούν μάλιστα συχνά μία μεθοδολογική τακτική προσέγγισης της Δεοντολογίας στην Δημόσια Διοίκηση. Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ή άνευ σημασίας το γεγονός ότι πρωτίστως διερευνούμε τη σημασία του όρου Δεοντολογία. Η έννοια, λοιπόν, της Δεοντολογίας περικλείει δυο καίρια στοιχεία: (α) τη λέξη δέον, ήτοι αυτό που πρέπει να γίνει, το δέον γενέσθαι, αυτό που οφείλουμε να πράξουμε και (β) τη λέξη οντολογία, δηλαδή το πραγματικό, το a priori ορισμένο – οριοθετημένο. Στην ουσία, η Δεοντολογία καθοδηγεί τα στελέχη των διαφόρων επαγγελμάτων πώς οφείλουν να συμπεριφέρονται, να λειτουργούν και να δρουν στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Συγχρόνως δε, τους προστατεύει από τυχόν λανθασμένες και επικίνδυνες παρεκκλίσεις τόσο στη συμπεριφορά τους όσο και στις πράξεις τους, θέτοντας όρια και κανόνες. Ακριβώς σε αυτή τη συλλογιστική κάθε επάγγελμα, σε όποιον επιστημονικό κλάδο και αν ανήκει, διέπεται ή πρέπει να διέπεται από ένα κείμενο κανόνων και αρχών υπό τη μορφή κώδικα, ο οποίος προσδιορίζει σε κάθε συνθήκη τι πρέπει να αποφευχθεί και ποια διαδικασία είναι η ορθή, δηλαδή το δέον γενέσθαι. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κανονιστικό κείμενο με ρυθμιστικό ρόλο αναφορικά με την ορθή λειτουργία ενός επαγγέλματος ειδικότερα, ενός κλάδου εν γένει, τον τρόπο λειτουργικής συμπεριφοράς των εργαζομένων προς τους πολίτες/πελάτες, όπως επίσης και τις προβλεπόμενες κυρώσεις – ποινές σε περιπτώσεις παραβίασης κάποιων από τις οριζόμενες αρχές.

Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρούμε ότι η ανάγκη για τον ορθό προσανατολισμό των στελεχών της διοίκησης (δημόσιας και ιδιωτικής) είναι στενά συνυφασμένη με την καντιανή δεοντοκρατική ηθική, επιτρέποντας τη δημιουργία ενός ηθικού πλαισίου εντός του οποίου διαμορφώνεται η διοικητική ηθική (administrative ethics). Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη την δριμεία κριτική εις βάρος της καντιανής δεοντολογίας περί «ακαμψίας», αυστηρότητας και «ψυχρότητας», κρίνεται απαραίτητο να τονίζουμε ότι η ύπαρξη και η άσκηση της λογικής στους ανθρώπους εν γένει και ειδικότερα στα στελέχη της διοίκησης (δημόσιας και ιδιωτικής), θα πρέπει να συνιστά κριτήριο για την ενδυνάμωση της ηθικής και όχι για την αποδυνάμωση και την εκφύλισή της σε ηθική υποκρισία και ηθική αμφισημία.

Καθίσταται σαφές ότι η διοικητική ηθική στη βάση μίας καντιανής δεοντοκρατικής θεώρησης: (i) συνιστά πυξίδα για το δρων υποκείμενο (το στέλεχος της διοίκησης) ως προς το τι είναι δίκαιο και άδικο, πώς προσδιορίζεται το καθήκον-η υποχρέωση, ποιο είναι το ηθικό «πρέπει», πως το κάθε στέλεχος της διοίκησης οφείλει να απαντήσει σε ένα ηθικό δίλημμα, ποια είναι η ορθή συμπεριφορά απέναντι στον κάθε πολίτη, ποιο είναι το ορθό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο στο πλαίσιο της διοικητικής δραστηριότητας και συμπεριφοράς, (ii) προστατεύει τους πολίτες, οι οποίοι «συναλλάσσονται» με τη διοίκηση, από δυσάρεστες συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από δυστροπία, αναποτελεσματικότητα, αναβλητικότητα, αδιαφορία, έλλειψη ποιότητας και σεβασμού προς το πρόσωπό τους και (iii) θωρακίζει το κράτος και κατ’ επέκταση τη δημοκρατία από τους κινδύνους που επισείει μία διοίκηση διεφθαρμένη, δίχως ηθικούς φραγμούς, επιρρεπής στη δωροδοκία, στην κατασπατάληση των διαθέσιμων πόρων, στην κατάχρηση της πληροφορίας, στην εξαπάτηση, στην αυθαιρεσία. Το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό – πολιτικό – οικονομικό περιβάλλον, το όλο και πιο έντονο αίτημα για διαφάνεια, λογοδοσία και έλεγχο σε όλους τους τομείς του κράτους, ωθούν τις κυβερ
Σελ. 109 νήσεις στη λήψη κατάλληλων μέτρων και στην υιοθέτηση μηχανισμών ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Ειδικότερα, οι πολίτες αναμένουν από τα διοικητικά στελέχη να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον με δικαιοσύνη, καθώς και να διαχειρίζονται ορθά και λελογισμένα τους δημόσιους πόρους. Δίκαιες και αξιόπιστες δημόσιες υπηρεσίες εμπνέουν τη δημόσια εμπιστοσύνη και δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για την άνθιση των επιχειρήσεων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην οικονομική ανάπτυξη και στην ορθή λειτουργία των αγορών. Επομένως, η διοικητική ηθική συνιστά προαπαιτούμενο για την δημόσια εμπιστοσύνη και κατ’ επέκταση για την ορθή διακυβέρνηση.

Επισημαίνεται ότι υπάρχει ένα πλαίσιο ηθικών αξιών, το οποίο προσαρμόζεται σε κάθε χώρα ανάλογα με τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά χαρακτηριστικά της και το οποίο προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις προτεραιότητες που θέτουν τα διοικητικά όργανα στην καθημερινή πρακτική τους. Ποιες είναι, λοιπόν, αυτές οι αρχές που συνθέτουν το πλαίσιο της διοικητικής ηθικής; Η Επιτροπή του Λόρδου Nolan για τα Ηθικά Πρότυπα στη Βρετανική Δημόσια Ζωή – (Nolan Committee on Standards in Public Life), η οποία συστάθηκε μετά από σχετικό αίτημα του Πρωθυπουργού για τη Βρετανική Δημόσια Ζωή, διατύπωσε επτά (7) κεντρικές αρχές, οι οποίες καθοδηγούν τον δημόσιο βίο, δηλαδή (i) ανιδιοτέλεια: τα στελέχη της διοίκησης θα πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις και να δρουν αποκλειστικά υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, απομονώνοντας οποιαδήποτε επιδίωξη για οικονομικό ή άλλο όφελος δικό τους ή τρίτων, (ii) ακεραιότητα: τα στελέχη της διοίκησης δεν θα πρέπει να υποκύπτουν σε πάσης φύσεως ανταλλάγματα, απειλές ή εκβιασμούς επηρεάζοντας την απόδοσή τους στην εργασία τους, (iii) αντικειμενικότητα: τα στελέχη της διοίκησης οφείλουν να είναι αμερόληπτα, ακέραια στο επαγγελματικό τους περιβάλλον, (iv) λογοδοσία: τα στελέχη της διοίκησης είναι υπόλογα για τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους και υπόκεινται σε διαρκή έλεγχο, (v) διαφάνεια: τα στελέχη της διοίκησης λαμβάνουν αποφάσεις και προχωρούν στην υλοποίησή τους με απόλυτα διαφανή τρόπο και αιτιολόγηση, (vi) ειλικρίνεια: τα στελέχη της διοίκησης οφείλουν να δηλώνουν σε κάθε περίπτωση εάν συντρέχουν λόγοι σύγκρουσης συμφερόντων (εάν το ιδιωτικό συμφέρον του στελέχους της δημόσιας διοίκησης υπονομεύει την ορθή εκτέλεση των αρμοδιοτήτων του/της, εάν ωφελείται ο ίδιος/η ίδια ή η οικογένειά του/της ή φίλοι και συγγενείς ή ακόμη και πρόσωπα ή οργανώσεις με τα οποία συνδέεται οικονομικά ή πολιτικά), ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα και (vii) ηγετικές ικανότητες: τα στελέχη της διοίκησης θα πρέπει να επιδεικνύουν ηγετικές ικανότητες και να αποτελούν πρότυπα για τους/τις συναδέλφους τους.

Ενισχυτικά, στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως το 1997 η Διεπιστημονική Ομάδα των Ειδικών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς πρότεινε έναν ενιαίο Κώδικα Δεοντολογίας αναφέροντας ως κεντρικές αξίες την αμεροληψία, την εχεμύθεια, την ανεξαρτησία του στελέχους διοίκησης (στο μέτρο του δυνατού), την ακεραιότητα, την αντικειμενικότητα και τον επαγγελματισμό.

Αναμφίβολα, είναι ευρέως αποδεκτή η χρησιμότητα των Κωδίκων Δεοντολογίας σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους, ρυθμίζοντας ζητήματα όπως της ορθής συμπεριφοράς και επαγγελματικής επάρκειας των εργαζομένων, της ποιοτικής αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών στον πολίτη, του περιορισμού της κακοδιοίκησης των υπηρεσιών και επιχειρήσεων, της καταπολέμησης της διαφθοράς, της προστασίας των εννόμων συμφερόντων του πολίτη, της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης και σχέσεων ορθής λειτουργικής συμπεριφοράς ανάμεσα στους/στις εργαζόμενους/-ες και τους πολίτες/πελάτες, της αυτοδέσμευσης των υπαλλήλων σε ηθικές αρχές και αξίες σε όλο το φάσμα της συμπεριφοράς τους, εντός και εκτός εργασιακού χώρου.

III. Διοικητική ηθική: ζήτημα νομικό ή και οργανωτικό;
Ένα από τα μείζονα ζητήματα του 21ου αιώνα αναφορικά με τη διοικητική επιστήμη τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο αποτελεί η διαμόρφωση κατάλληλων στρατηγικών αντιμετώπισης των ανήθικων διοικητικών δράσεων. Επισημαίνεται ότι η εμφάνιση και η εκδήλωση ανάλογων συμπεριφορών δεν συνιστά απόρροια μόνο των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ή των πεποιθήσεων και των αξιών του κάθε στελέχους δημόσιας διοίκησης, αλλά οφείλεται και σε οργανωτικούς, νομικούς και θεσμικούς παράγοντες.

Με αφετήρια σκέψη ότι οι οργανισμοί, οι υπηρεσίες δεν λειτουργούν ως αυτοσκοπός, αλλά συγκροτούνται και λειτουργούν για το κοινωνικό όφελος, για τον ίδιο τον πολίτη, ένα νέο ρεύμα αναπτύσσεται στη διοικητική θεωρία, η Νέα Δημόσια Δι
Σελ. 110 οίκηση (New Public Management). Μάλιστα, το 1980 έγινε η μετάβαση των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προς τη Νέα Δημόσια Διοίκηση. Συγκεκριμένα, το νέο πρότυπο διοίκησης αμφισβητεί και απορρίπτει την γραφειοκρατική διοίκηση του βεμπεριανού κράτους. Σύμφωνα με τη Νέα Δημόσια Διοίκηση, η διοίκηση εκλαμβάνεται ως μία τεχνική που αποσκοπεί στην ικανοποίηση οικονομικών στόχων. Οι δυο άξονες στους οποίους θεμελιώνεται είναι αφενός οι πολιτικές και οργανωτικές διαδικασίες υλοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται και αφετέρου η συστηματική ανάλυση της διοικητικής πρακτικής. Επομένως, στόχευση του νέου προτύπου διοίκησης είναι, μεταξύ άλλων, ο στρατηγικός προγραμματισμός πολιτικής (policy), η διοίκηση αποτελεσμάτων, η διοίκηση ολικής ποιότητας, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η μέτρηση της συγκριτικής απόδοσης (benchmarking) και του ελέγχου (controlling), η κατάρτιση του προϋπολογισμού και της μισθοδοσίας των υπαλλήλων.

Σε αυτήν τη βάση το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: ποιο είναι το σημείο εξισορρόπησης αφενός για αποτελεσματική διοικητική οργάνωση και στοχοθεσία και αφετέρου για ηθική δεοντοκρατική και ορθή διοικητική συμπεριφορά; Η συζήτηση περί μίας καντιανής δεοντοκρατικής ηθικής βάσης (αποτελούμενης από συγκεκριμένους κανόνες με ισχύ ηθικού νόμου, όπως εξετάσαμε στην προηγούμενη ενότητα) της διοικητικής οργάνωσης και της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας στην αναζήτηση εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν τις κατευθυντήριες αρχές για τον προσδιορισμό της δεοντοκρατικής διοικητικής ηθικής και κατ’ επέκταση της χρηστής διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης το υπόδειγμα A.L.I.R. περιγράφει και εξηγεί τα βασικά στοιχεία ενός ηθικού κανόνα, ήτοι τα βασικά κριτήρια για την επίλυση ηθικών διλημμάτων (όπως σύγκρουση ιδιωτικού με το συλλογικό συμφέρον) στη διοίκηση: (i) η δημοκρατική υπευθυνότητα και λογοδοσία (accountability), (ii) το κράτος δικαίου και η αρχή της νομιμότητας (legality), (iii) η επαγγελματική ακεραιότητα και αξιοκρατία των στελεχών (integrity) και (iv) η ανταπόκριση της διοίκησης και των δημόσιων οργανώσεων στην κοινωνία των πολιτών (responsiveness).

Επομένως, οι αρχές που διέπουν και νομιμοποιούν τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης, που προσδιορίζουν ένα πλαίσιο αναφοράς ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με την διοικητική ηθική και που αποτελούν αφετηρία για θεωρητικό προβληματισμό και ιδίως για την εμπέδωση της ηθικής στη διοίκηση είναι η αρχή της Νομιμότητας της Δημόσιας Διοίκησης, η αρχή της Ισότητας και η αρχή της Αξιοκρατίας, η αρχή της Αμεροληψίας (Ουδετερότητας) των Οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης, η αρχή της Διαφάνειας και της Αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης, η αρχή της Χρηστής (αδιάφθορης) Διοίκησης και της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Διοικούμενου (προστασίας του πολίτη), η αρχή της Προστασίας του Δημοσίου Συμφέροντος, η αρχή της Αναλογικότητας (ποιότητας των αποτελεσμάτων) και η αρχή της εγγύτερης προς τον πολίτη διοίκησης.

Επιστέγασμα αυτής της σύντομης επισκόπησης των θεμελιωδών αρχών της χρηστής διοίκησης αποτελεί το άρθρο 19 παρ. 1 του νόμου 4622/2019, στο οποίο ο νομοθέτης επισημαίνει τις αρχές της καλής διακυβέρνησης και της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η κεντρική Δημόσια Διοίκηση λειτουργεί βάσει των αρχών της νομιμότητας, της διαφάνειας και λογοδοσίας, της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, της αναγκαιότητας και επικουρικότητας, της αξιοκρατίας και του επαγγελματισμού.
Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι η διοικητική ηθική καθώς και η διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων διοικητικής διαφθοράς δεν αποτελούν ζητήματα μόνο νομικά, αλλά ταυτόχρονα και οργανωτικά. Αναμφίβολα, μία ολιστική προσέγγιση της διοικητικής ηθικής οφείλει να συμμορφώνεται στις κείμενες διατάξεις και διαδικασίες. Την ίδια στιγμή
Σελ. 111 απαιτείται και συμπλήρωση της στρατηγικής και με στοιχεία management.

IV. Οι κώδικες ως μέσο ενίσχυσης της διοικητικής ηθικής στην πράξη
Αναμφίβολα, τίθεται με ιδιαίτερη έμφαση το ζήτημα του επαναπροσανατολισμού της διοικητικής δραστηριότητας βάσει ορισμένων θεμελιωδών ηθικών κανόνων, οι οποίοι αρμόζουν στη δημόσια υπηρεσία. Με άλλα λόγια, τίθεται στο προσκήνιο το αίτημα για την τήρηση βασικών κανόνων ηθικής και δεοντολογίας από τη δημόσια διοίκηση. Υπ’ αυτήν την έννοια, η δράση των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων δεν αρκεί να είναι μόνο σύμφωνη με τους κανόνες δικαίου, όπως ορίζει το Σύνταγμα, σύμφωνη με την αρχή της νομιμότητας, αλλά πρέπει να είναι σύμφωνη και με τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, η ελληνική δημόσια διοίκηση προκειμένου να ενισχύσει τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, το αίσθημα δικαίου, την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα (πρέπει να) διαπνέεται από την τήρηση κωδίκων ηθικής και δεοντολογίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διοικητική δεοντολογία ενσωματώνεται στο δίκαιο με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που κυρώθηκε με το Ν 2690/1999, ο οποίος δεσμεύει τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και οι παραβάσεις των διατάξεων του επιφέρουν ανάλογες κυρώσεις. Ειδικότερα, καθορίζονται οι προθεσμίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων των πολιτών από τη Διοίκηση (άρθρ. 4), ενώ κατοχυρώνεται το δικαίωμα της πρόσβασης των πολιτών σε έγγραφα που τους αφορούν (άρθρ. 5). Επιπλέον, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να είναι αμερόληπτα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (άρθρ. 7) και να αιτιολογούν τις πράξεις που εκδίδουν (άρθρ. 17). Επιπροσθέτως, προκειμένου για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των εννόμων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου, προβλέπονται τόσο η αίτηση θεραπείας ή η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής (άρθρ. 24) όσο και η άσκηση ειδικής διοικητικής προσφυγής ή ενδικοφανούς προσφυγής (άρθρ. 25). Συγχρόνως, ο Κώδικας Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ ο οποίος κυρώθηκε με το Ν 3528/2007 αποτυπώνει σε διατάξεις του κανόνες δεοντολογίας, στους οποίους οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν συμμόρφωση. Μάλιστα, σκοπός του εν λόγω Κώδικα ορίζεται η καθιέρωση ενιαίων κανόνων που διέπουν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και την ανάγκη διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους (άρθρ. 1).

Επιπρόσθετα, το 2001 καταρτίσθηκε ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς με πρωτοβουλία του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτελώντας ζωτικής σημασίας εργαλείο για την ουσιαστική εφαρμογή της χρηστής διοίκησης. Βοηθά τους πολίτες να κατανοήσουν και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και προάγει το δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο μίας ευρωπαϊκής διοίκησης ανοιχτής, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης. Πιο συγκεκριμένα, τα πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς αποτελούν ζωτικής σημασίας συνιστώσα της έννοιας της εξυπηρέτησης του πολίτη. Επιστέγασμα των ηθικών προτύπων που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη μορφή πέντε θεμελιωδών αρχών δημόσιας διοίκησης οι οποίες είναι η αφοσίωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους πολίτες της, η ακεραιότητα, η αντικειμενικότητα (απαγόρευση διακρίσεων), ο σεβασμός προς τους άλλους, η διαφάνεια. Έτσι, οι θεμελιώδεις αρχές συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης, ενισχύουν το κράτος δικαίου, και μειώνουν τις πιθανότητες τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αυθαιρετήσουν κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.

Ακολούθως, το 2005 καταρτίσθηκε ο Οδηγός Καλής Συμπεριφοράς Δημοσίων Υπαλλήλων, όπου τίθενται κανόνες συμπεριφοράς απέναντι στους πολίτες και ως προς τον χειρισμό των υποθέσεων. Συγκεκριμένα, στον εν λόγω Οδηγό ορίζεται ότι ο δημόσιος υπάλληλος να συμπεριφέρεται στους πολίτες που συναλλάσσονται μαζί του με ευπρέπεια, σεβασμό, ανιδιοτέλεια και ακεραιότητα. Την ίδια στιγμή οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν να ασκούν ορθά τα καθήκοντά τους, μεταξύ των οποίων είναι η χορήγηση βεβαιώσεων και πιστοποιητικών, οι απαντήσεις σε αιτήματα των πολιτών, η έκδοση αποφάσεων κ.λπ. τηρώντας τη νομιμότητα.

Στην ίδια συλλογιστική, τον Απρίλιο του 2012 το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης σε συνεργασία με τον Συνήγορο του Πολίτη δημοσίευσαν τον Οδηγό Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς: Σχέσεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Πολιτών. Ο συγκεκριμένος Οδηγός υπηρετεί τρεις στόχους: (α) προσδιορίζει το κλίμα που πρέπει να επικρατεί στη δημόσια υπηρεσία, (β) διατυπώνει όσο το δυνατό περισσότερο σαφείς κανόνες συμπεριφοράς για τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και (γ) ενημερώνει τους πολίτες για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να τους
Σελ. 112 αντιμετωπίζει η δημόσια διοίκηση, καθώς και για τα βασικά δικαιώματα που τους παρέχονται από το νόμο κατά τις συναλλαγές τους με τις υπηρεσίες της, αλλά και για τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους.

Τέλος, τον Ιούλιο του 2022 δημοσιεύθηκε ο Κώδικας Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα, προϊόν συνεργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, κατόπιν διαβούλευσης με τον Συνήγορο του Πολίτη. Συγκεκριμένα, ο παρών Κώδικας περιλαμβάνει ένα πλαίσιο αξιών που είναι θεμελιώδες για το ήθος που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά και τις πράξεις των υπαλλήλων, με σκοπό την θωράκιση του κράτους δικαίου, την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας και τη διαρκή βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών του κράτους προς τους πολίτες, εδραιώνοντας κουλτούρα ηθικής στη δημόσια διοίκηση. Σύμφωνα με τον Κώδικα οι θεμελιώδεις αξίες που πρέπει να διέπουν τη Δημόσια Διοίκηση είναι: (i) Σεβασμός στο Σύνταγμα, τους νόμους και τους θεσμούς (τήρηση της νομοθεσίας, εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, τήρηση των αρχών διοικητικής δράσης), (ii) Ακεραιότητα (διαφάνεια, λογοδοσία, αμεροληψία, αντικειμενικότητα, εμπιστευτικότητα), (iii) Σεβασμός στους ανθρώπους και το περιβάλλον (δικαιοσύνη, ευγένεια, αποφυγή διακρίσεων), (iv) Επαγγελματισμός (αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, συνεργασία, καινοτομία, δια βίου μάθηση).

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η διαμόρφωση ενός ηθικού και ακέραιου εργασιακού περιβάλλοντος συνιστά θεμέλιο λίθο της δημόσιας διοίκησης. Η υιοθέτηση ενός κώδικα ηθικής και δεοντολογικής επαγγελματικής συμπεριφοράς των δημοσίων υπαλλήλων που βασίζεται σε ηθικές αξίες (values based) και όχι απλώς και μόνον στην απαρίθμηση κανόνων συμμόρφωσης (compliance based) εκφράζει τη ρητή δέσμευση της διοίκησης στις ηθικές αξίες (όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω) που πρέπει να διαπνέουν τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και συγχρόνως να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του επαγγελματικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου τους.
V. Καταληκτικές σκέψεις
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει εδώ είναι σε τι μπορούν οι κώδικες ηθικής και δεοντολογίας να βοηθήσουν τη σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση. Θα ήταν τουλάχιστον επιπόλαιο να ισχυριστεί κάποιος ότι μόνο με την εφαρμογή των βασικών αρχών ηθικής και δεοντολογίας από τα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης θα επιλυθούν στην ουσία όλα τα διοικητικά αδιέξοδα που έχουν συσσωρευτεί (αδιαφάνεια, διαφθορά, μεροληπτική στάση κλπ.) στο πέρασμα όλων όσοι άσκησαν και ασκούν δημόσια διοίκηση. Παρ’ όλα αυτά, η ανάλυση που προηγήθηκε μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την άποψη ότι οι αρχές ηθικής και δεοντολογίας σε συνδυασμό με την ορθή από τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης τήρηση, μεταξύ άλλων, της αρχής της νομιμότητας, συμβάλλει αποφασιστικά και σημαντικά στην άρση ορισμένων εσφαλμένων αντιλήψεων αναφορικά με τις διοικητικές δυνατότητες και ικανότητες, καθώς και την ηθική (δεοντολογική) συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων.
Πρωτίστως, λοιπόν η επιτυχής διασύνδεση της αρχής της νομιμότητας με τη δεοντολογική συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων προϋποθέτει τα εξής: πρώτον την δέσμευση τόσο της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας όσο και αυτών που αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης υπέρ της ηθικής και σύννομης συμπεριφοράς, δεύτερον, την ανάγκη για έλεγχο και διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τρίτον την σαφή οριοθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τέταρτον την παροχή κινήτρων και επιβραβεύσεων για αποφυγή του ενδεχόμενου ανήθικών πρακτικών και συμπεριφορών για ιδιωτικό όφελος (σύγκρουση συμφερόντων) και πέμπτον, την οριοθέτηση και εφαρμογή διοικητικών τεχνικών που να συνηγορούν υπέρ της ηθικής – δεοντολογικής συμπεριφοράς των στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Κατά δεύτερο λόγο, μία τέτοια κατανόηση της ηθικής συμπεριφοράς των στελεχών δημόσιας διοίκησης συμβαδίζει με την απόπειρα αποφυγής (στο μέτρο του δυνατού) κάθε άκρατου σκεπτικισμού και αδικαιολόγητου σχετικισμού της οργανωμένης διοίκησης.

Πραγματικά, η σύγχρονη απαίτηση για μία ηθική, αξιοκρατική και διαφανή Δημόσια Διοίκηση εκφράζεται μέσα από ένα εύρος ιδεωδών, αξιών, αρχών, κανόνων. Η απαίτηση αυτή αποτελεί σίγουρα ένα συστατικό στοιχείο του σύγχρονου κόσμου που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μίας απλώς διεκπεραιωτικής Δημόσιας Διοίκησης, αλλά μίας Δημόσιας Διοίκησης που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και σέβεται τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου – πολίτη. Η ανάγκη υιοθέτησης και τήρησης κανόνων ηθικής και δεοντολογίας που θα επιτρέπουν την υπέρβαση των όποιων εμποδίων και παθογενειών στη δημόσια διοίκηση είναι όλο και περισσότερο έντονη, ιδιαιτέρως για εκείνους που πιστεύουν στην αλλαγή και στη δημιουργία ενός ηθικού – δεοντολογικού πλαισίου αναφοράς, ενός ηθικού περιβάλλοντος εργασίας στις δημόσιες υπηρεσίες και στους δημόσιους φορείς.
Επομένως, καθίσταται σαφές ότι όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έλεγχο, διαφάνεια, ακεραιότητα, αξιοκρατία, χρηστή διοίκηση, καλή πίστη, αίσθημα καθήκοντος, ενσωμάτωση ηθικών αξιών και επιβράβευση, τότε μπορούμε να μιλούμε για ενδυνάμωση του Κράτους δικαίου, περιορισμό των φαινομένων κακοδιοίκησης και απομόνωση συνθηκών διαφθοράς.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα