Περίληψη

Το παρόν άρθρο ασχολείται με τη διαμόρφωση της τιμής κτήσης μετοχών από φυσικά πρόσωπα κατά το άρθρο 42 ΚΦΕ, όταν αυτές προέρχονται από κεφαλαιοποίηση κονδυλίων της καθαρής θέσης. Ειδικά, σχολιάζεται η διαφορετική μεταχείριση ως προς το ζήτημα της διαμόρφωσης της τιμής κτήσης που η Φορολογική Αρχή, διά των εγκυκλίων της, επιφυλάσσει στην κεφαλαιοποίηση του υπέρ το άρτιο αφενός και στην κεφαλαιοποίηση αποθεματικών αφετέρου, χρησιμοποιώντας για τη δεύτερη περίπτωση ως παράδειγμα τα κέρδη εις νέον. Κατά την άποψη των συντακτών, η διαφορετική μεταχείριση αυτή δεν δικαιολογείται, και με το άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια τεκμηρίωσης της άποψης αυτής μέσω πρακτικών παραδειγμάτων.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Με τη δημοσίευση της πρόσφατης εγκυκλίου Ε.2016/2024 έρχεται πάλι στο προσκήνιο ένα ζήτημα που είχε ανακύψει ήδη με την παλαιότερη εγκύκλιο Ε.2171/2021, και το οποίο άπτεται της διαμόρφωσης της τιμής κτήσης μετοχών: πρόκειται για τον περιπτωσιολογικό διαχωρισμό που επιχειρεί η Διοίκηση σχετικά με το σχηματισμό της τιμής κτήσης μετοχής, κατά τον οποίο διακρίνει την περίπτωση διαμόρφωσης τιμής κτήσης μετοχών συνεπεία κεφαλαιοποίησης υπέρ το άρτιο από την περίπτωση της διαμόρφωσης συνεπεία κεφαλαιοποίησης κερδών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εγκύκλιο Ε.2171/2021 παρ. 12 και 13, όσον αφορά στην τιμή κτήσης μη εισηγμένων μετοχών από φυσικά πρόσωπα:
«12. Σε περίπτωση δωρεάν χορήγησης μετοχών στους μετόχους λόγω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, ως τιμή κτήσης για αυτούς τους τίτλους, για τον προσδιορισμό της μέσης τιμής κτήσης των μεταβιβαζομένων τίτλων, λαμβάνεται η ονομαστική τους αξία.
13. Όταν η δωρεάν χορήγηση μετοχών έχει προέλθει λόγω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικού από υπεραξία λόγω αναπροσαρμογής παγίων, ή από φορολογημένα κέρδη του νομικού προσώπου κλπ, δηλαδή περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει προηγηθεί πραγματική καταβολή μετρητών από τον μέτοχο, ως τιμή κτήσης των τίτλων αυτών, προκειμένου για φυσικά πρόσωπα, λαμβάνεται μηδενική αξία
Η ίδια θέση, ότι δηλαδή σε συνέχεια κεφαλαιοποίησης υπέρ το άρτιο προκύπτει ως τιμή κτήσης των μετοχών η ονομαστική τους αξία, επαναλαμβάνεται εμμέσως στην πρόσφατη Ε.2016/2024, αυτή τη φορά όσον αφορά σε εισηγμένες μετοχές (ορ. παράδειγμα υπό παρ. 4 της εγκυκλίου αυτής). Κατά τη γνώμη μας, ο διαχωρισμός αυτός που επιχειρείται από τη Διοίκηση σχετικά με το σχηματισμό της τιμής κτήσης μετοχής δεν είναι εύστοχος, αφού μπορεί να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα. Δηλαδή, είναι δυνατόν να συνυπολογισθεί επί δύο ή τρεις φορές το ίδιο καταβληθέν ποσό υπέρ το άρτιο στο σχηματισμό της τιμής κτήσης μίας μετοχής κατά το άρθρο 42 ΚΦΕ, και καμία φορά το ποσό κεφαλαιοποιούμενων κερδών, αδίκως και στις δύο περιπτώσεις. Εξηγούμε με παραδείγματα:
α. Υπέρ το άρτιο
Η ανώνυμη εταιρεία Ω έχει μετοχικό κεφάλαιο 100 ευρώ και ποσό 100 ευρώ στο λογαριασμό υπέρ το άρτιο. Η καθαρή θέση ισούται με 200 ευρώ (για σκοπούς απλοποίησης του παραδείγματος, θα υποθέσουμε ότι η εταιρεία δεν έχει ούτε είχε ποτέ συσσωρευμένα κέρδη ή ζημιές ή αποθεματικά ή προβλέψεις). Η εταιρεία Ω έχει εκδώσει 10 μετοχές, με ονομαστική αξία 10 ευρώ η κάθε μία. Ο μέτοχος Α κατέχει εξ αυτών τις 5 μετοχές, τις οποίες απέκτησε πρώτος σε αύξηση κεφαλαίου έναντι 50 ευρώ συνολικά, ενώ ο μέτοχος Β κατέχει τις άλλες 5 μετοχές, τις οποίες απέκτησε δεύτερος σε αύξηση κεφαλαίου έναντι 150 ευρώ, έχοντας καταβάλει 50 ευρώ ως μετοχικό κεφάλαιο και 100 ευρώ ως υπέρ το άρτιο. Οι μέτοχοι Α και Β θα πωλήσουν τις μετοχές τους στον μέτοχο Γ, σε αξία ίση με την εσωτερική αξία των μετοχών, δηλαδή 20 ευρώ ανά μετοχή (200/10=20). Η αξία κτήσης της κάθε μετοχής για το μέτοχο Α θα είναι, κατά το άρθρο 42 παρ. 4 ΚΦΕ, 10 ευρώ ανά μετοχή, είτε ως βάση υπολογισμού ληφθεί το καταβληθέν από το μέτοχο Α ποσό (10 ευρώ ανά μετοχή) είτε ληφθούν υπόψη τα ίδια κεφάλαια της Ω κατά το χρόνο απόκτησης των μετοχών από τον Α (100 ευρώ).
Για τον μέτοχο Β ο προσδιορισμός της αξίας κτήσης κάθε μετοχής διαφοροποιείται ποσοτικά: Αν ληφθεί υπόψη το καταβληθέν από το μέτοχο Β ποσό κτήσης, η αξία κτήσης θα είναι 30 ευρώ ανά μετοχή (κατά την ΠΟΛ 1059/2015 «Στην έννοια του καταβεβλημένου κεφαλαίου περιλαμβάνονται και τα αποθεματικά που έχουν σχηματιστεί κατά την τυχόν υπέρ το άρτιον έκδοση των μετοχών…»). Αν όμως ληφθεί υπόψη το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της Ω κατά την απόκτηση των μετοχών από τον Β (200 ευρώ), η αξία κτήσης θα είναι 20 ευρώ ανά μετοχή. Δεδομένου ότι λαμβάνεται υπόψη η χαμηλότερη αξία, τότε η αξία κτήσης για τον Β θα είναι 20 ευρώ. Όσον αφορά τον μέτοχο Β, το ποσό υπέρ το άρτιο θα συνυπολογιστεί μειωτικά της τυχόν φορολογικής του υποχρέωσης για το σχηματισμό της τιμής κτήσης των μετοχών του τόσο βάσει καταβληθέντος ποσού όσο και βάσει ιδίων κεφαλαίων.
Η τιμή κτήσης των μετοχών για τον μέτοχο Γ θα είναι 20 ευρώ ανά μετοχή, είτε βάσει καταβληθέντος ποσού είτε βάσει ιδίων κεφαλαίων κατά το χρόνο απόκτησης από τον Γ. Στην τιμή αυτή συνυπολογίζεται ξανά το υπέρ το άρτιο, είτε εμμέσως ως παράγοντας που διαμορφώνει τη συμφωνία των μερών ως προς την τιμή των μετοχών, είτε ευθέως ως μέρος των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας Ω.
Ο χρόνος περνά, και η εταιρεία Ω είναι κερδοφόρος, ώστε υπάρχουν αποτελέσματα εις νέον 100 ευρώ. Ο μέτοχος Γ αποφασίζει να πωλήσει τις μετοχές του έναντι 30 ευρώ την κάθε μία, δηλαδή να πωλήσει το 100% της συμμετοχής του έναντι 300 ευρώ. Παρότι βάσει ιδίων κεφαλαίων η τιμή κτήσης ανά μετοχή είναι πλέον 30 ευρώ [(100 ευρώ μετοχικό κεφάλαιο + 100 ευρώ υπέρ το άρτιο + 100 ευρώ αποτελέσματα εις νέον)/10 μετοχές], η τιμή κτήσης βάσει του ποσού που κατέβαλε παραμένει 20 ευρώ ανά μετοχή. Ενθυμούμενος τόσο την παρ. 12 της Ε.2171/2021 όσο και το παράδειγμα της παρ. 4 της Ε.2016/2024, ο μέτοχος Γ κεφαλαιοποιεί το υπέρ το άρτιο, αυξάνοντας την ονομαστική αξία κάθε μετοχής στα 20 ευρώ. Πλέον, και με τους δύο τρόπους υπολογισμού, η τιμή κτήσης της κάθε μετοχής που κατέχει ο μέτοχος Γ είναι 30 ευρώ και συνολικά για όλες 300 ευρώ. Το ίδιο μπορεί να επιτύχει ο μέτοχος Γ και με την έκδοση 10 νέων μετοχών με ονομαστική αξία 10 ευρώ η κάθε μία διά της κεφαλαιοποίησής του υπέρ το άρτιο, αφού η συνολική τιμή κτήσης των μετοχών θα είναι 300 ευρώ είτε βάσει ιδίων κεφαλαίων, είτε βάσει καταβολής (δηλαδή 200 ευρώ για τις παλαιές 10 μετοχές και 100 ευρώ για τις νέες 10 μετοχές).
Βλέπουμε ότι στο ανωτέρω παράδειγμα ένα ποσό που έχει καταβληθεί στην εταιρεία μία φορά λειτουργεί μειωτικά της φορολογικής υποχρέωσης από υπεραξία μετοχών επί τρία, αφού συνυπολογίζεται τόσο για τη διαμόρφωση της τιμής κτήσης των μετοχών του μετόχου Β όσο και δύο φορές για τη διαμόρφωση της τιμής κτήσης των μετοχών του μετόχου Γ.
β. Κεφαλαιοποίηση κερδών
Η ανώνυμη εταιρεία Ω έχει μετοχικό κεφάλαιο 100 ευρώ και αποτελέσματα εις νέον 100 ευρώ, που προέρχονται από φορολογηθέντα κέρδη. Η εταιρεία Ω έχει εκδώσει 10 μετοχές, με ονομαστική αξία 10 ευρώ η κάθε μία και ο κάθε ένας από τους μετόχους Α και Β έχει από 5 μετοχές. Η εταιρεία Ω κεφαλαιοποιεί τα αποτελέσματα εις νέον και αυξάνει την ονομαστική αξία κάθε μετοχής στα 20 ευρώ. Κατά την Ε.2171/2021, τα 10 αυτά ευρώ επιπλέον ονομαστικής αξίας για κάθε μετοχή δεν θα προσμετρηθούν στην τιμή κτήσης τους διότι «δεν έχει προηγηθεί πραγματική καταβολή μετρητών από τον μέτοχο».
Η θέση αυτή παραγνωρίζει το οικονομικό γεγονός ότι τα αποτελέσματα εις νέον κατ’ ουσίαν ανήκουν στους μετόχους, και διά της κεφαλαιοποίησής τους οι μέτοχοι τα στερούνται. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος χειρισμός, στο εταιρικό δίκαιο, επιτρέπεται μόνο με απόφαση των μετόχων. Κατ’ ουσίαν, η κεφαλαιοποίηση αυτή αποτελεί ουσιαστικά εισφορά της οικονομικής προσδοκίας των μετόχων επί των κερδών στην εταιρεία Ω, η οποία βεβαίως θα έπρεπε να προσμετράται στην τιμή κτήσης. Και πράγματι, αυτό ακριβώς μπορεί να επιτευχθεί, κατά τρόπο σύμφωνο με το σκεπτικό της Ε.2171/2021, με μία απλή αλλαγή χειρισμού: Η εταιρεία Ω διανέμει τα αποτελέσματα εις νέον στους μετόχους Α και Β, και εκείνοι εν συνεχεία καταβάλουν το ίδιο ποσό στην εταιρεία Ω στο πλαίσιο αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς, εξίσου έγκυρους, τρόπους πραγματοποίησης της ίδιας ακριβώς συναλλαγής, που όμως οδηγούν, κακώς, σε διαφορετικό φορολογικό αποτέλεσμα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά τη γνώμη μας, θέμα εφαρμογής του γενικού αντικαταχρηστικού κανόνα του άρθρου 38 ΚΦΔ δεν μπορεί να τεθεί, αφού και οι δύο περιγραφόμενες συναλλαγές δεν έχουν κανένα στοιχείο καταχρηστικότητας.
Επιπλέον, η θέση αυτή παραγνωρίζει το φορολογικό γεγονός ότι τα κεφαλαιοποιηθέντα αποτελέσματα εις νέον έχουν φορολογηθεί ως διανομή μερίσματος (ΠΟΛ 1042/2015 παρ. 3). Δεν είναι λογικό, και πιθανώς να μην είναι και σύμφωνο με τη φορολογική νομοθεσία, εισόδημα το οποίο έχει ήδη άπαξ φορολογηθεί (ως μέρισμα) να φορολογείται εκ νέου (ως υπεραξία), αφού δεν λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό της τιμής κτήσης. Μάλιστα, στα νομικά πρόσωπα ορθώς οι μετοχές που αποκτώνται από κεφαλαιοποίηση έχουν αξία κτήσης, αφού έχουν αντιμετωπιστεί ως μέρισμα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την εκτίμησή μας, η ανάγκη βαθύτερης ανάλυσης του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να συνυπολογίζεται στη διαμόρφωση της τιμής κτήσης για τα φυσικά πρόσωπα κατά το άρθρο 42 παρ. 4 ΚΦΕ. Η παρούσα λογική που υιοθετούν οι εγκύκλιοι της ΑΑΔΕ πάντως, ότι δηλαδή για να συνυπολογιστεί κάτι στην τιμή κτήσης πρέπει κάποιος μέτοχος να το κατέβαλε είτε στην εταιρεία είτε σε άλλο μέτοχο, και ότι αντίστροφα τίποτε άλλο δεν συνυπολογίζεται στη διαμόρφωσή της, κατά τη γνώμη μας –και όπως προκύπτει από τα ανωτέρω παραδείγματα– δεν είναι ικανοποιητική.
Θερμές ευχαριστίες στους κ.κ. Βασίλη Κουτρουμάνη και Μελέτη Μπαμπέκο για τα επιστημονικά τους σχόλια επί του άρθρου.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα