Περίληψη

Η συχνή σύνδεση και συνάφεια της προσωρινής κράτησης, ως του πλέον ακραίου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, αποκαλύπτει προτιμωρητικές πρακτικές και μια λανθάνουσα εξάρτηση από την περιρρέουσα δημοσιότητα και την λαϊκή κατακραυγή. Η ανυποχώρητη αξίωση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των δικαιοδοτικών κρίσεων που συνδέονται με την προσωρινή κράτηση θα συμβάλει στην επιστημονική τεκμηρίωση της επιβολής της και θα απομακρύνει τη «διασύνδεσή» της με το κοινό αίσθημα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Κείμενο εισήγησης στο επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης στη μνήμη των καθηγητών Παύλου Σ. και Μαργαρίτη Λ. (Θεσσαλονίκη, 12-13 Μαΐου 2023). Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση τόμο στη μνήμη του Μαργαρίτη Λ.
1. Η αφορμή για το θέμα της εισήγησής μου προέκυψε από την συχνή σύνδεση και συνάφεια της προσωρινής κράτησης, ως του πλέον επώδυνου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, με την περιρρέουσα δημοσιότητα και την κοινωνική κατακραυγή. Η επιστημονική τεκμηρίωση της ανάγκης επιβολής της προσωρινής κράτησης προβάλλει ως αναγκαίο πρόχωμα στην καταχρηστική επιβολή της, καθώς όχι μόνο γιατί αυτή ελέγχει με δικαιοσύνη την πληθωρική αυστηρότητά της αλλά προπάντων γιατί μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε και να αξιώσουμε την αιτιολογημένη εκφορά της εν λόγω πρώιμης δικαστικής κρίσης. Βασική αφετηρία της ερμηνευτικής μας προσέγγισης για την επιβολή της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να αποτελέσει, αφενός το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου που κατοχυρώνεται με το άρ. 6 § 2 της ΕΣΔΑ, και έχει αυξημένη τυπική ισχύ, κατ’ άρθρο 28 § 1 Συντ. και πλέον και με το άρθρο 71 του Κώδικά μας, αφετέρου δε και η φύση, κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η πριν από τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής επιβαλλόμενη κράτηση δεν επιτρέπεται να έχει σε καμία περίπτωση τιμωρητικό χαρακτήρα (προ-ποινή) ενώ η δικαιολογητική της υφή θα πρέπει να είναι αποκλειστικά και μόνο δικονομική, να εξαντλείται δηλαδή στην προώθηση και διασφάλιση της επίτευξης των σκοπών των ποινικής δίκης. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργούν, αφενός μεν η, επίσης υπέρτερης τυπικής ισχύος, διάταξη του άρ. 5 § 3 γ΄ της ΕΣΔΑ, που θέτει ως προϋποθέσεις της στέρησης της ελευθερίας την παρεμπόδιση της διάπραξης αδικήματος και της φυγής του κατηγορουμένου, αφετέρου δε τα (εξειδικευμένα) ουσιαστικά κριτήρια που θέτει το άρθρο 286 ΚΠΔ.
2. Πριν προχωρήσουμε στην αναγκαία ανάλυση και υπέρβαση της εν λόγω προβληματικής και ακριβώς προκειμένου να τη διευκολύνουμε, είναι σκόπιμο και επιβεβλημένο να προτάξουμε τα ακόλουθα:
2.1. Με δεδομένο ότι οι σκοποί, τόσο των περιοριστικών όρων όσο και της προσωρινής κράτησης (ως έσχατου περιοριστικού όρου) είναι ομόρροποι και για την επίτευξή τους αξιώνουν ένα ελάχιστο κοινό πλαίσιο προϋποθέσεων, η επιβολή της προσωρινής κράτησης υπόκειται σε μια σχέση επικουρικότητας με τον κατ’ οίκον περιορισμό και τους λοιπούς περιοριστικούς όρους (άρ. 286 § 1 ΚΠΔ «αντί για κατ’ οίκον περιορισμό… περιοριστικούς όρους»). Αυτό σημαίνει ότι αν με την επιβολή του κατ’ οίκον περιορισμού (ηλεκτρονική επιτήρηση) ή των περιοριστικών όρων εξασφαλίζεται ότι θα αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και έτσι ο κατηγορούμενος θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της (τυχόν καταδικαστικής) απόφασης, άσχετα από τη βαρύτητα της πράξης (άρ. 286 § 4 γ΄ ΚΠΔ) η μονομερής εκδοχή της επιβολής προσωρινής κράτησης εμφανίζεται αυθαίρετη και είναι βέβαιο ότι υπαγορεύεται από λόγους κοινωνικούς αντίδρασης στο έγκλημα.

2.2. Ωστόσο, τόσο η ερμηνεία, όσο και η εφαρμογή της διάταξης του άρ. 282 § 4 ΚΠΔ, και ήδη σήμερα 286 § 1ΚΠΔ δεν υπήρξαν πάντοτε σαφείς και αποδοτικές. Άλλωστε η σκληρή εμπειρία της πάλαι ποτέ «προφυλάκισης» φαίνεται ότι κληροδότησε μια αυτόματη προαντίληψη για υιοθέτηση αφηρημένων κριτηρίων, τα οποία σε συνδυασμό με τη βαρύτητα της πράξης αλλά - όπως συχνά διαπιστώνουμε- και την κοινωνική ανάγκη «απόσυρσης» του κατηγορουμένου από τον κοινωνι
Σελ. 316 κό βίο, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την επιβολή της προσωρινής κράτησης.

Μια πρώτη ουσιώδης παρατήρηση που θα πρέπει εδώ να διατυπωθεί είναι η εξής: Ρυθμίζοντας ο νομοθέτης τις προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης προτάσσει, με την μορφή πρόσφορου δικονομικού υποκατάστατου, την επιβολή περιοριστικών όρων με προεξάρχοντα τώρα εκείνον του κατ’ οίκον περιορισμού. Το εκφραστικό σχήμα διατύπωσης είναι ενδιαφέρον και θα πρέπει να υπολογίζει σε αυτό ο ερμηνευτής αλλά κυρίως ο εφαρμοστής του δικαίου. Από την άποψη αυτή θα πρέπει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να επεξηγείται ότι η επιβολή του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή άλλων περιοριστικών όρων (βλ. άρ. 286 § 1 ΠΚ) δεν επαρκεί για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 282 § 2 ΚΠΔ σκοπών και, ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαία, η προσωρινή κράτηση ως δραστικό μέτρο περιορισμού της ελευθερίας. Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα (εδώ η βαρύτητα της πράξης αποτελεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, προαπαιτούμενο για την επιβολή του επαχθούς μέτρου στέρησης της ελευθερίας) προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, και αποδεικνύεται η μια από τις διαζευκτικά συντρέχουσες ουσιαστικές προϋποθέσεις ήτοι: η σφόδρα πιθανή φυγή του δράστη ή η ενδεχόμενη υποτροπή του.
3. Σε ενίσχυση της παραπάνω συλλογιστικής θα μπορούσαν να οδηγήσουν και τα παρακάτω:
3.1. Ο νομοθέτης έχοντας επίγνωση του κινδύνου της αυθαίρετης επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου καταναγκασμού με διάθεση υπομνηστικής επανάληψης (γεγονός που ενδεικνύει την εμμονή της πράξης για έκδοση αναιτιολόγητων ενταλμάτων) επιτάσσει μια πρώτη αιτιολογία για την κρίση ως μη επαρκών των λοιπών περιοριστικών όρων, μια δεύτερη αιτιολογία για την θεώρηση του δράστη ως υποτρόπου με βάση αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς πράξεις και επίσης μια τρίτη αιτιολογία για την κατάφαση του κινδύνου υποτροπής με βάση τα «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» της πράξης. Εννοείται ότι επ’ ουδενί συνιστά ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η απλή επανάληψη του κειμένου της διάταξης και η επανάληψη του κατηγορητηρίου. Και επειδή τα περιθώρια διαδικαστικού- ακυρωτικού ελέγχου για μια τέτοια πλημμελή κρίση είναι περιορισμένα, για λόγους πρόδηλα τεχνικούς αλλά και δικονομικούς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η συνδρομή απόλυτης ακυρότητας του εντάλματος προσωρινής κράτησης (ή και του βουλεύματος) ακριβώς επειδή η έλλειψη της αιτιολογίας για τόσο σοβαρή κρίση παραβιάζει τη δίκαιη δίκη (άρ. 171 § 1 δ΄ ΚΠΔ).

3.2. Εξάλλου και το προαπαιτούμενο της συνδρομής των σοβαρών ενδείξεων ενοχής δυστυχώς αποτελεί μια αυτονόητα δεδομένη πτυχή της διαδικασίας επιβολής προσωρινής κράτησης και σπάνια τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ο λόγος είναι μάλλον απλός και κατανοητός, να μην «κλονιστεί» η μεταγενέστερη παραπομπή του κατηγορουμένου. Όμως οι «σοβαρές ενδείξεις ενοχής» υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (άρ. 25 Συντ.) είναι άλλης δικονομικής βαρύτητας και σημασίας έννοια σε σχέση με τις «επαρκείς ενδείξεις ενοχής» για την παραπομπή του κατηγορουμένου. Η προσωρινή κράτηση ως ένας πρώιμος εγκλεισμός στη φυλακή πριν την εκδίκαση της υπόθεσης είναι κατά πολύ βαρύτερη και επαχθέστερη από την παραπομπή στο ακροατήριο, για αυτό και αξιώνεται η συνδρομή ανάλογων, δηλαδή σοβαρότερων και ισχυρότερων ενδείξεων από εκείνες που απαιτούνται για την παραπομπή. Σε τελική ανάλυση η απουσία «σοβαρών ενδείξεων» κατ’ άρθρο 282 § 1 ΚΠΔ, δηλαδή ανάλογων με την λήψη του βαρύτατου μέτρου της προσωρινής κράτησης δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό των υφιστάμενων ενδείξεων ως «επαρκών» (άρ. 313 ΚΠΔ) για να στηρίξουν ακολούθως την παραπομπή στο ακροατήριο. Ποτέ όμως η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι συχνά φαντασιακές και υποβολιμαίες επινοήσεις της ανώνυμης επικαιρότητας, όπως επίσης και η, δικαιολογημένη κάποτε, δημόσια εκφραζόμενη αγανάκτηση, και ενώ ακόμη δεν υφίσταται τεκμηριωμένη εμπλοκή του υπαιτίου σε τελεσθέν έγκλημα, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ελλείπουσα συνδρομή των «σοβαρών ενδείξεων ενοχής». Η κρίση του ανακριτή δεν υπαγορεύεται από την «αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα»· απεναντίας οι διαθέσιμες αποδείξεις της δικογραφίας, ως προς την εμπλοκή του υπαιτίου, οφείλουν να αποτελούν την μοναδική αφετηρία της επιβολής προσωρινής κράτησης.
4. Εδώ όμως αξίζει να εμβαθύνουμε:
4.1. Σε σχέση τώρα με την πρώτη από τις αναφερθείσες και διαζευκτικά συντρέχουσες ουσιαστικές προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης, δηλαδή τη σφόδρα πιθανή φυγή του δράστη, ο νομοθέτης προσδιόρισε αυθεντικά το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, αναφερόμενος σε δράστη: που δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για παραβίαση περιορισμών διαμονής και (: σωρευτικά) από την συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής (άρ. 286 § 1 β΄ εδ. πρώτο ΚΠΔ). Με την αναλυτική καταγραφή των αντικειμενικών προϋποθέσεων δημιουργείται μαχητό τώρα τεκμήριο ότι ο δράστης είναι ύποπτος φυγής, το οποίο επαληθεύεται ή διαψεύδεται από την τεκμηρίωση ή μη του σκοπού φυγής, ενώ δεν αφήνονται σε κάθε περίπτωση περιθώρια για ελεύθερες δικαστικές εκτιμήσεις ή αφηρημένες αξιολογήσεις. Ποτέ, λοιπόν, δεν μπορεί να κρατηθεί προσωρινά, ο δράστης στη βάση της υποψίας για πιθανότητα φυγής, αν δεν συντρέχει μια έστω από τις αναφερθείσες αντικειμενικές προϋποθέσεις.

4.2. Απομένει η δεύτερη πτυχή ουσιαστικής θεμελίωσης της επιβολής της προσωρινής κράτησης, δηλαδή η πρόληψη της υποτροπής. Εδώ με σχετικά πρόσφατη τροποποίηση (την οποία διατήρησε ο νέος ΚΠΔ) επιχειρήθηκε διακρίνουσα μεταχείριση, η οποία εκκινεί από τη διαβάθμιση του κακουργήματος (άρ. 286 §1 β΄ εδ. δεύτ.). Αν μεν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη δεν απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δεκαπέντε (και ήδη τώρα τα εί
Σελ. 317 κοσι) έτη, τόσο ο κίνδυνος υποτροπής κρίνεται από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις ενώ αν η πράξη απειλείται με ισόβια κάθειρξη ή προσωρινή κάθειρξη με ανώτατο όριο τα και ήδη τώρα είκοσι έτη, τότε τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι εκείνα που μπορούν να θεμελιώσουν τον κίνδυνο υποτροπής. Χωρίς αμφιβολία η σύνδεση και κατάφαση του κινδύνου υποτροπής, που στα κακουργήματα μικρότερης απαξίας είναι περιορισμένος και περιχαρακωμένος στο πεδίο δύο τουλάχιστον αμετάκλητων καταδικών, αποτελεί μια δικαιοδοτικά διαγνώσιμη κατάσταση, η οποία προοικονομεί αιτιακούς όρους που μπορούν με μεγάλη πιθανότητα να οδηγήσουν στην τέλεση (επανάληψη για την ακρίβεια) νέων εγκλημάτων. Από την αναφερθείσα μεταχείριση του κινδύνου υποτροπής εξαιρέθηκαν, υπαχθέντα στο δεύτερο κριτήριο που ισχύει για τα αυξημένης βαρύτητας κακουργήματα: τα εγκλήματα που τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης καθώς και όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων. Αναγκαίες στο σημείο αυτό αποβαίνουν οι ακόλουθες διευκρινίσεις: (i) Είναι ποινικό αδιάφορο το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις αμετάκλητες καταδίκες και την κρίση για επιβολή προσωρινής κράτησης. (ii) Δεν αρκεί η μια και μόνο αμετάκλητη καταδίκη για ομοειδή αξιόποινη πράξη για την κατάφαση του κινδύνου υποτροπής αλλά κατά την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου: προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες (: τουλάχιστον δύο). Αλλά και όταν πρόκειται για πολλά ομοειδή εγκλήματα, τα οποία συνεκδικάστηκαν ως συναφή και έτσι εκδόθηκε μια καταδικαστική απόφαση, κατ’ ορθή εκδοχή, συντρέχει εν προκειμένω το κριτήριο του νόμου γιατί, ασχέτως του ότι έχουμε μια καταδικαστική απόφαση, εν τούτοις έχουμε περισσότερες καταδίκες.

Αλλιώς βέβαια έχει τώρα το πράγμα στα μεγάλης απαξίας κακουργήματα, τα οποία απειλούνται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δεκαπέντε, και ήδη τα είκοσι, έτη καθώς και στη δέσμη ηπιότερων κακουργημάτων που προαναφέρθηκαν. Υιοθετείται εν προκειμένω το κριτήριο των συγκεκριμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης, τα οποία πιθανολογούν τη διάπραξη και άλλων εγκλημάτων. Εδώ, καθώς λείπει η περιοριστική διατύπωση, ίσως ευνοούνται οι ελεύθερες δικαστικές αξιολογήσεις αλλά συχνά και οι ερμηνευτικές εκτροπές. Ο όρος «κλειδί» που είναι ανάγκη να προσεχθεί και να αξιοποιηθεί ερμηνευτικά είναι: «τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης». Δεν αρκεί, λοιπόν, η γενική και αφηρημένη εκτίμηση του ενδεχόμενου υποτροπής του κατηγορουμένου (: της τέλεσης από αυτόν και άλλων εγκλημάτων) με βάση γενικόλογες περιστροφές που συχνά εξαντλούνται στη διατύπωση του νόμου (και του κατηγορητηρίου) όταν δεν εγκλωβίζονται σε αυθαίρετες προγνώσεις μαντειακής περίπου επινόησης και φαντασιακές έμπνευσης! Το αληθινά αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης (πέρα από εκείνα του κατηγορητηρίου!), τα οποία λογικά και αιτιακά συνθέτουν κρίσιμο όρο μιας αντικειμενικά δρομολογημένης εγκληματικής δραστηριότητας. Ακριβώς για τον λόγο αυτό κρίνεται «απολύτως αναγκαία» να μπορεί να επιβληθεί η προσωρινή κράτηση, δηλαδή να ανακόψει μια αποδεδειγμένα δρομολογημένη συνέχιση της εγκληματικής δραστηριότητας του δράστη.

5. Τόσα αρκούν, νομίζω, για τον προσδιορισμό του δευτέρου λόγου επιβολής της προσωρινής κράτησης, ο οποίος υπό μια έννοια, πάντως εμφανίζει μια αντιφατική δικονομική λειτουργία. Και τούτο διότι, στη μεν περίπτωση των «αμετάκλητων καταδικών» ο νομοθέτης πάει στο άλλο άκρο, αφού αποκλείει την προσωρινή κράτηση και σε περιπτώσεις όπου η επιβολή της είναι ενδεχομένως απολύτως δικαιολογημένη ενώ η διευρυμένη περίπτωση των «ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης» χωρίς ορθολογική συσταλτική «ανάγνωση» αναδεικνύεται σε «κερκόπορτα» από την οποία περνάνε «αυθαίρετες» και κάλπικες προσωρινές κρατήσεις. Υπάρχει όμως ένα κοινός ερμηνευτικός τόπος ανάγνωσης στον οποίο οφείλουμε να επιμείνουμε με τρόπο σχολαστικό ή και υποψιασμένο. Θέλω να πω ότι και όταν ακόμα προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εναντίον κατηγορουμένου, ο οποίος διώκεται για κακούργημα, μπορεί βέβαια, να μην επιβληθεί κατ’ αυτού προσωρινή κράτηση αλλά ούτε και κατ’ οίκον περιορισμός ή άλλος περιοριστικός όρος. Και τούτο διότι μεταξύ της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού και των περιοριστικών όρων δεν υπάρχει σχέση διάζευξης αλλά σχέση επικουρικότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει: Αν δεν κριθεί απολύτως αναγκαία η επιβολή περιοριστικών όρων (και του κατ’ οίκον περιορισμού) δεν είναι νομικά δυνατή η επιβολή της προσωρινής κράτησης και όταν ακόμα η περιρρέουσα δημοσιότητα «πιέζει» στην κατεύθυνση του εγκλεισμού. Η προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί μόνο όταν ο κατ’ οίκον περιορισμός και οι περιοριστικοί όροι κρίνονται αιτιολογημένα ανεπαρκείς για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 282 § 2 ΚΠΔ σκοπών και όχι όταν δεν κρίνονται απολύτως αναγκαίοι (άρ. 286 § 1 σε συνδ. με άρ. 282 § 3 ΚΠΔ).

6. Και έρχομαι τώρα, στη διατύπωση οριστικής θέσης σε σχέση με την «διασύνδεση» της προσωρινής κράτησης με το κοινό συναίσθημα, που για τους ασχολούμενους με την ποινική πράξη αποτελεί κοινό «μυστικό». Είναι ακριβές ότι ανάμεσα στην τέλεση, ανακάλυψη και δίωξη του εγκλήματος και την επιβολή ποινής παρεμβάλλεται από τα πράγματα ένα συνήθως μακρό χρονικό διάστημα. Αυτό όπως γίνεται αντιληπτό, δεν ικανοποιεί το κοινό αίσθημα που σε κάποιες περιπτώσεις αξιώνει άμεση υλοποίηση της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του δράστη με την ποινή. Ο φονιάς λ.χ. πρέπει να εξαφανιστεί αμέσως «πίσω από τα κάγκελα της φυλακής». Δεν μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος μέχρις ότου δικασθεί και του αναγνωρισθεί η ενοχή του. Εννοείται ότι η απάντηση μας σε αυτή την δημαγωγική απλούστευση είναι χωρίς επιφύλαξη αρνητική, αφού η τυχόν αντίθετη παραχώρηση θα ισοδυναμούσε με την μεταμφίεση της προσωρινής κράτησης σε βάναυση προκαταβολή ποινής, που ενίοτε καπηλεύεται και τον πόνο ανυποψίαστων κοινωνών. Σε κάθε περίπτωση η παραπάνω ανάγκη «απόσυρσης» του κατηγορουμένου από την κυκλοφορία είναι (οφείλει να είναι) αντιμέτωπη με το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο εγείρει ανυπέρβλητο φράγμα σε οποιαδήποτε προτιμωρητική
Σελ. 318 χρήση της προσωρινής κράτησης και παραμερίζει τις λαθραίες επιρροές της κοινωνικής κατακραυγής. Χρήσιμη λύση πάντως μπορεί να δώσει τώρα και η λελογισμένη χρήση του κατ’ οίκον περιορισμού, ο οποίος συνιστά το συγγενέστερο δικονομικό υποκατάστατο της προσωρινής κράτησης.

Και για να τελειώσω, μια σκληρή θέση: Η πρακτική μας δεν μπορεί, παρά να πάρει στα σοβαρά τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 286 ΚΠΔ και σε αυτό θα βοηθήσει η ανυποχώρητη εμμονή στην αξίωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όλων των δικαιοδοτικών κρίσεων που συνδέονται με την προσωρινή κράτηση. Μόνο έτσι η προσωρινή κράτηση θα αποβάλλει το προτιμωρητικό της προσωπείο και την λανθάνουσα εξάρτησή της από το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» και θα αποτελέσει ελεγχόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. Όσο είναι ακόμα καιρός.
References
• Anagnostopoulos I., “Dangerous” defendants and procedural precautions, Criminal Chronicles 1983, 769.
• Androulakis N., Fundamental concepts of criminal procedure, 5th ed., 2020.
• Dalakouras Th., Temporary detention and restrictive conditions, 1998.
• Kaiafa - Gbandi M., Thoughts on the rationale of criminal decisions with occasion of ECHR jurisprudence, Criminal Chronicles 2008, 3.
• Kalfelis G., The latest amendments to the regime of temporary detention and especially to the level of risk, Criminal Justice 2012, 1360.
• Konstantinides A., Criminal Procedure Law, 5th ed. 2022.
• Margaritis L., Temporary detention and restrictive conditions, 2012.
• Mourtziou C., The lack of justification as a reason for appeal against the decision of the board of misdemeanors after Law 3904/2010 2016, Criminal Justice 2016, 1017.
• Papadamakis A., Criminal Procedure, 10th ed., 2021.
• Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht, 201729.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα