Κείμενο

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αγκόλλι Αλεξάντρο (Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Κοινούση Ευγενία (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Κούτρα Σοφία (Δικηγόρος, ΔΜΣ Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Λιακάκου Λασκαρίνα (Ασκούμενη Δικηγόρος)
Παπανδρέου Μαριάννα (Δικηγόρος, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Τζιόρα Μαρία (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Τσαγιούπη Ιωάννα- Μαρία (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Επιβλέπων:
Καραμπατζός Αντώνιος (Καθηγητής Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
Περαιτέρω επιμέλεια του κειμένου:
Σκεύη Δανάη (Δικηγόρος, υποψ. Διδάκτορας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ) και Μητράκου Παναγιώτα (Δικηγόρος, κάτοχος ΜΔΕ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ)
1. Εισαγωγή στην προβληματική
Η παρούσα ενότητα ασχολείται με ζητήματα υιοθεσίας και αναδοχής των ζώων συντροφιάς. Αρχικά, εξετάζεται το ισχύον νομικό πλαίσιο αναφορικά με την προστασία των ζώων συντροφιάς στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, ο ν. 4830/2021, του οποίου αναδεικνύεται η εξελικτική πορεία σε σχέση με τον προϊσχύσαντα ν. 4039/2012. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια συνοπτική ιστορική αναδρομή και συγκριτική επισκόπηση της προστασίας των ζώων. Μετέπειτα, η ανάλυση επικεντρώνεται στις βασικές ρυθμίσεις προστασίας των ζώων, με ιδιαίτερη έμφαση στη θεμελιώδη έννοια της ευζωίας και στην ενδεδειγμένη δικαϊκή μεταχείριση των ζώων συντροφιάς.
1.1. Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η έννοια «ζώα συντροφιάς» άρχισε να καθιερώνεται πριν από μερικές δεκαετίες, όταν η ανθρώπινη μοναξιά στα αστικά κέντρα γέννησε στον άνθρωπο των πόλεων την ανάγκη να συντροφεύεται από ζώα, εντασσόμενα στον πολεοδομικό ιστό. Η ένταξη των ζώων στη δομή των πόλεων και η συνύπαρξή τους με τον άνθρωπο οδήγησαν στη σταδιακή δημιουργία ειδικών κανόνων που επέτρεπαν τη διαμονή των ζώων σε πολυκατοικίες και την υπό εποπτεία μετακίνησή τους, ώστε να περιορίζονται οι κοινωνικές ή άλλες εντάσεις. Η μεταπολεμική κοινωνία χαρακτηρίζεται πλέον από την παρουσία των ζώων στις πόλεις, με το δίκαιο να καλείται να ρυθμίσει περαιτέρω τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Ρυθμιστική προτεραιότητα του σύγχρονου νομοθέτη καθίσταται η εξασφάλιση στα ζώα όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως μαρτυρείται ήδη από τον τίτλο του δικού μας ν. 4830/2021 (: «ευζωία των ζώων συντροφιάς [..]»), καθώς και όρων ομαλής συμβιωτικής σχέσης των ζώων συντροφιάς με τους ανθρώπους.
Με την πάροδο των ετών και την εξέλιξη της φιλοσοφίας των δικαιωμάτων των ζώων, αναδύθηκαν διάφορες θεωρίες που απέχουν αρκετά από την ανθρωποκεντρική θέαση του δικαίου. Σύμφωνα με τη Martha Nussbaum και τη «Θεωρία των Ικανοτήτων», τα ζώα έχουν το καθένα μια μορφή ζωής και σε αυτήν υπεισέρχεται ένα σύνολο σημαντικών σκοπών, για τους οποίους εκείνα αγωνίζονται καθημερινά. Κάθε ζώο συνιστά ένα τελολογικό σύστημα σκοπών που περιστρέφονται γύρω από την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την κοινωνική-συναισθηματική αλληλεπίδραση. Αυτοί οι σκοποί δεν πρέπει να ματαιώνονται από τον άνθρωπο, ούτε να θεωρούνται υποδεέστερης σημασίας. Κάθε μορφή ζωής είναι διαφορετική, αλλά πρέπει να είναι εξίσου σεβαστή. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος πρέπει να προπορεύεται στη νομοθέτηση των θεσμών διακυβέρνησης, μεριμνώντας για την ευημερία κάθε όντος με συναισθηματικό κόσμο, και όχι μόνο του ανθρώπινου είδους. Ευθύνη του νομοθέτη είναι να αντιλαμβάνεται ποιες είναι οι ανάγκες των ζώων συντροφιάς, καθώς και ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν δίπλα στον άνθρωπο. Τα ίδια, εξάλλου, εκφράζονται με ποικίλους τρόπους και είναι δική μας ευθύνη να μεταφράζουμε την έκφρασή τους σε ανάγκη για πολιτική δράση και θέσπιση ενός νομικού προστατευτικού μανδύα.
1.2. Ιστορική και δικαιοσυγκριτική επισκόπηση
Στην υποενότητα αυτή θα αναλυθούν συνοπτικά οι διαχρονικές και δικαιοσυγκριτικές εξελίξεις σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό νομικό επίπεδο, όσον αφορά στο καθεστώς υιοθεσίας/ζωοθεσίας των ζώων συντροφιάς.
1.2.1. Διεθνής Διακήρυξη Δικαιωμάτων των Ζώων
H Διεθνής Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων (Universal Declaration of Animal Welfare – εφεξής: «Διακήρυξη») υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Ένωση Δικαιωμάτων των Ζώων και άλλες οργανώσεις στο πλαίσιο μιας διεθνούς συνάντησης με θέμα τα δικαιώματα των ζώων, η οποία έλαβε χώρα στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1977. Η Διακήρυξη υπεγράφη τον Οκτώβριο του 1978 στο Παρίσι, αναθεωρήθηκε το 1989 και περιλαμβάνει 14 άρθρα. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη Διακήρυξη, ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τη ζωή κάθε ζώου, καθώς κάθε ζώο χρήζει φροντίδας, προσοχής και προστασίας από τον άνθρωπο. Στο άρ. 5 της Διακήρυξης αναφέρεται ότι κάθε ζώο που παραδοσιακά θεωρείται κατοικίδιο δικαιούται να ζήσει με τον ρυθμό και τις συνθήκες ζωής και ελευθερίας που αντιστοιχούν στο είδος του. Η δε εγκατάλειψη ενός ζώου, η οποία απαγορεύεται στον ιδιοκτήτη/κηδεμόνα του, θεωρείται πράξη απάνθρωπη και εξευτελιστική (άρ. 6 § 2 Διακήρυξης). Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ορίζει το άρ. 14 της Διακήρυξης, οι οργανισμοί προστασίας και προάσπισης των ζώων πρέπει να αντιπροσωπεύονται από κάθε κυβέρνηση παράλληλα με τη νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ζώων, όπως ακριβώς και των ανθρώπων.
1.2.2. Ευρωπαϊκό Επίπεδο
Παρόμοια προσέγγιση, που αντικρίζει, δηλαδή, την ένταξη των ζώων στο προστατευτέο, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον ως ανθρώπινο δικαίωμα, έχει υιοθετήσει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: «ΕΔΔΑ»). Όπως είναι γνωστό, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: «ΕΣΔΑ») δεν διαθέτει κάποια ειδική διάταξη για την άμεση προστασία των δικαιωμάτων των ζώων, ωστόσο το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι η συζήτηση ζητημάτων σχετικά με την προστασία των ζώων είναι προς το δημόσιο συμφέρον.
Παράλληλα, με το άρθρο 13 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΣΛΕΕ»), αφενός μεν αναγνωρίζεται στα ζώα η ικανότητά τους να βιώνουν συναισθήματα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους στο άρθρο αυτό ως «ευαίσθητων όντων», αφετέρου δε η διασφάλιση της καλής μεταχείρισής τους ανάγεται σε αξία της Ένωσης.
Περαιτέρω, αξίζει να γίνει μνεία και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ζώων Συντροφιάς, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 2017/1992 (ΦΕΚ Α' 31/27.02.1992). Ειδικότερα δε, η εν λόγω Σύμβαση αφορμάται, σύμφωνα με το Προοίμιό της, από τη βασική παραδοχή ότι «…μια βασική αντιμετώπιση και πρακτική που οδηγούν σε μία υπεύθυνη συμπεριφορά των ιδιοκτητών ζώων συντροφιάς, είναι όχι μόνο ένας στόχος επιθυμητός αλλά και ρεαλιστικός».
1.2.3. Εθνικές έννομες τάξεις
Στην Ελλάδα τα ζώα, ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, εμπίπτουν πρωτίστως στο προστατευτικό πεδίο του άρ. 24 του Συντάγματος, με σκοπό να διασφαλιστεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων χάριν των μελλοντικών γενεών, σύμφωνα με τις επιταγές της βιώσιμης ανάπτυξης και της διαγενεακής δικαιοσύνης. Τα έμβια όντα αποτελούν αναπόσπαστο και αναπαλλοτρίωτο τμήμα της βιολογικής αλυσίδας που δεν πρέπει να διακοπεί, αλλά αντίθετα πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία προκειμένου να μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές.
Στην Αγγλία, στις 2 Απριλίου του 1800, ο Sir William Pulteney κατέθεσε στο Αγγλικό Κοινοβούλιο ένα σχέδιο νόμου, με το οποίο ζητούσε να απαγορευθεί μια βάρβαρη συνήθεια, αυτή της κατασπάραξης ζώντων ταύρων (bulls) από μία ράτσα άγριων σκυλιών με σχετική εκπαίδευση (bulldogs), όμως η πρόταση αυτή απορρίφθηκε με μικρή διαφορά. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου 22 χρόνια, ώστε η Αγγλία, η μητέρα και πρόμαχος της προστασίας των ζώων, να θεσμοθετήσει το πρώτο στην Ευρώπη ειδικό νομοθέτημα (Martin’s Act) στις 22 Ιουλίου 1822, το οποίο επιβεβαίωσε προηγούμενη νομολογία, αλλά περιοριζόταν μόνο στην προστασία των αλόγων και βοοειδών και δεν επεκτεινόταν στα ζώα συντροφιάς. Η ανάγκη προστασίας των ζώων ενισχύθηκε από τα πρώτα Φιλοζωικά Σωματεία. Αξιοσημείωτο είναι ότι το πρώτο φιλοζωικό σωματείο ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1824, με την επωνυμία Royal Society for the prevention of Cruelty to animals. Η οργάνωση αυτή, πρώτη στο είδος της, είχε ως σκοπό την εναντίωση στους συνήθεις τρόπους συμπεριφοράς απέναντι στα ζώα και τη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος, με βασική αρχή το ότι τα ζώα αξίζουν σεβασμό.
Το 1869, οι ιδέες αυτές βρήκαν απήχηση και στις ΗΠΑ, όταν το 1869 ιδρύθηκε το πρώτο καταφύγιο ζώων από την αδελφή οργάνωση Women’s SPCA of Pennsylvania. Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά, θα αρχίσει να δημιουργείται η πρακτική του να υιοθετούνται ζώα απευθείας από έναν χώρο εξειδικευμένο στο να βρίσκει σπίτι σε ζώα υπέργηρα, κακοποιημένα και εν γένει αδέσποτα. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 βλέπουμε τον διάλογο να διευρύνεται, να αγγίζει ένα ευρύτερο κοινό και πλέον να δημιουργούνται τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια καταφύγια, να ιδρύονται φιλοζωικές οργανώσεις και να ανοίγει ο δρόμος για μεταγενέστερες εξελίξεις, όπως η αξιολόγηση των «θετών γονέων», η επιβολή υψηλών διοικητικών προστίμων για την κακομεταχείριση ή αναίτια θανάτωση ζώων, καθώς και η απαγόρευση εγκατάλειψης οικόσιτου ζώου. Tη δεκαετία του 1980 γεννιέται το «Κίνημα της μη θανάτωσης» (No-Kill movement), με κεντρική ιδέα την πάση θυσία ευζωία όσων περισσότερων ζώων είναι ανθρωπίνως εφικτό. Μολονότι το κίνημα δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές, παραμένει αξιοπρόσεκτο, καθώς ίχνη του βρίσκουμε σήμερα στην πλειονότητα των νομοθεσιών που θεωρούνται προοδευτικές και, παράλληλα, ολοένα και περισσότερα νομικά συστήματα θέτουν τη ζωή του ζώου στο επίκεντρο της προσοχής τους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το πρώτο κράτος που περιέλαβε διατάξεις για την προστασία των ζώων σε συνταγματικό επίπεδο ήταν η Ελβετική Συνομοσπονδία. Στην § 2 του άρ. 120 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε το έτος 1992, προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «Η Συνομοσπονδία νομοθετεί για τη χρήση αναπαραγωγικού και γενετικού υλικού από ζώα, φυτά και άλλους οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει υπόψη την αξιοπρέπεια των έμβιων όντων, καθώς και την ασφάλεια των ανθρώπων, των ζώων και του περιβάλλοντος, και προστατεύει τη γενετική ποικιλότητα των ζωικών και φυτικών ειδών». Έτσι, η νομική έννοια της «αξιοπρέπειας», που έως τότε κατελάμβανε μόνο τα ανθρώπινα όντα, εισήχθη και για τα ζώα. Μία δεκαετία αργότερα, το 2002, εισήχθη ξεχωριστή διάταξη στο Σύνταγμα της Γερμανίας για την προστασία των ζώων. Το άρ. 20α του γερμανικού Συντάγματος προβλέπει ότι «το κράτος, αναλαμβάνοντας της την ευθύνη για τις μελλοντικές γενιές, προστατεύει τα φυσικά θεμέλια της ζωής και των ζώων με νομοθεσία και, σύμφωνα με το νόμο και τη δικαιοσύνη, μέσω της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης». Το συνταγματικό ενδιαφέρον φαίνεται να επικεντρώνεται, πέρα από την προστασία των ζώων ως ειδών, στην προστασία τους ως «ατόμων», λόγω της ικανότητάς τους να αισθάνονται πόνο και της –έστω έμμεσης– αναγνώρισης μιας ηθικής κοινότητας από κοινού με τους ανθρώπους. Παρά τη συνταγματική αναβάθμιση της προστασίας των ζώων, η γερμανική θεωρία συνεχίζει να ερμηνεύει ανθρωποκεντρικά την παρεχόμενη προστασία, δηλαδή ως προστασία παρεχόμενη διαμέσου του ανθρώπου, παρά αυτοτελώς χάριν των ιδίων των ζώων.
Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή, το ενδιαφέρον μας μπορεί να εστιαστεί σε κάποιες περαιτέρω ευρωπαϊκές ρυθμιστικές πρωτοβουλίες, οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στην εξέλιξη του δικαίου προστασίας των ζώων. Στη Γαλλία αναγνωρίζεται το 2015 από τον νομοθέτη ότι τα ζώα έχουν συναισθήματα, υφίσταται δε ιδιοκτησιακό καθεστώς επ’ αυτών, όχι ως πραγμάτων αλλά ως μιας ιδιαίτερης κατηγορίας πραγμάτων. Στην Ελβετία τα ζώα δεν είναι πράγματαꞏ η δε Πράξη Ευζωίας για τα Ζώα (“Animal Welfare Act”) του 2005 προστατεύει την αξιοπρέπεια και την ευζωία των ζώων. O Βελγικός Αστικός Κώδικας διακρίνει τα ζώα από τα πράγματα ρητώς, καθώς και τους ανθρώπους από τα ζώα και τα πράγματα. Στην Ολλανδία ορίζεται ρητώς ότι τα ζώα δεν είναι πράγματα, παρ’ όλα αυτά οι διατάξεις σχετικά με τα πράγματα εφαρμόζονται και σ’ αυτά υπό περιορισμούς. Στη Δανία υπάρχει ειδικός νόμος για την προστασία των ζώων από το 1991, ενώ τον Ιανουάριο του 2020 ψηφίσθηκε νέος νόμος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2021. Στη Σουηδία ψηφίσθηκε το 2018 νόμος για την προστασία των ζώων. Εν συνεχεία, στην Τσεχία προβλέπεται ότι οι διατάξεις για τα πράγματα εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση που δεν έρχονται σε αντίθεση με τη φύση του ζώου ως ζωντανού πλάσματος με αισθήσεις. Στην Πορτογαλία η προστασία των ζώων παρέχεται μέσω του Αστικού Κώδικα και ειδικών νόμων, όπως η Πράξη για την Προστασία των Ζώων (“Protection of Animals Act”). Περαιτέρω, το νομικό καθεστώς στην Ισπανία ορίζει ότι τα ζώα είναι έμβια όντα που έχουν ευαισθησία και το καθεστώς για τα αγαθά και τα πράγματα εφαρμόζεται και στα ζώα μόνο στον βαθμό που είναι συμβατό με τη φύση τους και τις ειδικές διατάξεις για την προστασία τους. Τέλος, στη Γερμανία, ρητή αναφορά στη νομική θέση των ζώων συναντάμε στις διατάξεις του γερμανικού Αστικού Κώδικα (παρ. 90a γερμΑΚ και e contrario παρ. 90 γερμΑΚ, όπου ορίζονται ως πράγματα μόνο τα ενσώματα αντικείμενα). Η παρ. 90a γερμΑΚ προβλέπει ότι τα ζώα δεν είναι πράγματα και προστατεύονται από ειδικές διατάξεις. Ωστόσο, στο αμέσως επόμενο εδάφιο της ίδιας παρ. αναγνωρίζεται ότι οι διατάξεις που ισχύουν για τα πράγματα εφαρμόζονται αναλόγως και στα ζώα, υπό την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων ρυθμίσεων («εκτός αν ορίζεται διαφορετικά»). Συνεπώς, οι διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου βρίσκουν επί των ζώων ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή. Η Γερμανία και Αυστρία υιοθετούν την θεωρία προστασίας των συμφερόντων (Interessenschutztheorie), η οποία ορίζει ότι τα ζώα δεν έχουν κανένα δικαίωμα ως υποκείμενα δικαίου, αλλά συμφέροντα σε ό,τι αφορά τη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα, καθώς και τη ζωή τους per se.
Όπως καθίσταται μάλλον εύδηλο από τα ανωτέρω, οι ρίζες των θεσμών που εξετάζονται στην παρούσα ενότητα δεν έχουν μεγάλο ιστορικό βάθοςꞏ ανακλούν εξελίξεις των τελευταίων 150 περίπου ετών. Ο σύγχρονος χαρακτήρας τους καθίσταται εμφανής, όταν εξετάζουμε τα διάφορα νομικά πλαίσια και την παραγόμενη από αυτά νομολογία: εκεί παρατηρείται ασυνήθιστη ανομοιομορφία όχι μόνο στη ρύθμιση αλλά και στις αντιλήψεις που βρίσκονται πίσω από την ανομοιομορφία αυτή – δηλαδή ως προς το πώς βλέπει κάθε κοινωνία το ζώο και το πώς διαχωρίζει το ζώο που αξίζει προστασία από εκείνο που αποτελεί απλό εργαλείο πραγμάτωσης ενός σκοπού.
1.3. Νομικό πλαίσιο και βασικές έννοιες κατά τον ν. 4830/2021
1.3.1. Προηγούμενο καθεστώς
Πριν την ανάλυση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, δηλαδή του ν. 4830/2021, αξίζει να γίνει μια σύντομη συγκριτική επισκόπηση με τον προγενέστερο ν. 4039/2012. Αρχικά, η έννοια της ευζωίας, η οποία προβλεπόταν ήδη στο παλαιό καθεστώς, εμφανίζεται πλέον εμπλουτισμένη, κατά τρόπο ρητό, με τις πέντε βασικές ελευθερίες που αφορούν στα ζώα συντροφιάς. Έπειτα, στη θέση της Διαδικτυακής Ηλεκτρονικής Βάσης σήμανσης και καταγραφής των ζώων συντροφιάς και των ιδιοκτητών τους έχει συσταθεί πλέον το Εθνικό Μητρώο Ζώων Συντροφιάς (εφεξής: «ΕΜΖΣ»), το οποίο υπάγεται στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης (άρ 4 ν. 4830/2021). Μια ακόμη βασική καινοτομία του νέου νομοθετικού πλαισίου είναι η δυνατότητα παράστασης φιλοζωικών σωματείων ή φιλοζωικών οργανώσεων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα στη δίκη εγκλημάτων κατά ζώων συντροφιάς για την υποστήριξη της κατηγορίας – καινοτομία που ενισχύει την προστασία των ζώων και, έν τινι μέτρω, διευκολύνει την απονομή της δικαιοσύνης.
1.3.2. Σκοπός
Ο ν. 4830/2021 περιλαμβάνει 72 άρθρα και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία των ζώων συντροφιάς και την εξασφάλιση της ευζωίας τους. Επιπλέον, αποσκοπεί στην ενίσχυση της υπεύθυνης υιοθεσίας των ζώων συντροφιάς, την αποτελεσματική διαχείριση των αδεσπότων και την προώθηση της στρατηγικής για τη μείωση του αριθμού τους μέσω προγραμμάτων υιοθεσίας.
1.3.3.Βασικές έννοιες - ορισμοί
i. Ευζωία
Η έννοια της ευζωίας συνιστά τη σημαντικότερη κατευθυντήρια αρχή στο σύστημα προστασίας των ζώων συντροφιάς. Η εξασφάλιση της ευζωίας των ζώων συντροφιάς αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό του ν. 4830/2021, καθώς μόνο με την επίτευξη αυτής διαφυλάσσονται τα δικαιώματα των ζώων συντροφιάς. Γι’ αυτόν τον λόγο, κρίνεται αναγκαία μια περαιτέρω διερεύνηση και εξειδίκευση του περιεχομένου της.
Σύμφωνα με το άρ. 2 § 2 του ν. 4830/2021, ως ευζωία ορίζεται «η καλή φυσική και ψυχική κατάσταση του ζώου σε σχέση με τις συνθήκες στις οποίες διαβιοί και πεθαίνει». Ειδικότερα, «ένα ζώο ζει σε συνθήκες ευζωίας, εάν: (α) έχει εξασφαλισμένο άνετο, ασφαλές, υγιεινό και κατάλληλο κατάλυμα, προσαρμοσμένο στον φυσικό τρόπο διαβίωσής του, (β) δεν υποφέρει από καταστάσεις, όπως πόνος, φόβος και αγωνία, και (γ) είναι ικανό να εκφράζει συμπεριφορές, οι οποίες είναι σημαντικές για την καλή φυσική και ψυχική του κατάσταση» (άρ. 2 § 2 ν. 4830/2021). Η ευζωία των ζώων διασφαλίζεται, περαιτέρω, μέσα από την τήρηση πέντε θεμελιωδών ελευθεριών: «i. Ελευθερία από την πείνα και τη δίψα, με πρόσβαση σε τροφή και νερό, κατάλληλα σε ποιότητα και ποσότητα. ii. Ελευθερία από άσκοπη ταλαιπωρία και καταπόνηση, με ασφαλές και καθαρό κατάλυμα στέγασης και ανάπαυσης, που προστατεύει από αντίξοες καιρικές συνθήκες. iii. Ελευθερία από πόνο, τραυματισμό και ασθένεια, με κατάλληλη φροντίδα και κτηνιατροφαρμακευτική περίθαλψη. iv. Ελευθερία από φόβο και αγωνία, με την κατάλληλη συμπεριφορά και μεταχείριση. v. Ελευθερία έκφρασης φυσιολογικής συμπεριφοράς, με κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και κοινωνικοποίησης».
Στον πυρήνα της ευζωίας βρίσκεται ο σεβασμός της χαρακτηριστικής «μορφής ζωής» κάθε είδους ζώου. Τα ζώα συντροφιάς εκτρέφονταν, επί χιλιετίες, από τον άνθρωπο, προκειμένου να του είναι χρήσιμα. Έτσι, αυτά έχουν αναπτύξει ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όπως την υπακοή και την αποκριτικότητα, καθώς και σωματικά χαρακτηριστικά, τα οποία τα κάνουν να φαίνονται ελκυστικά και μη απειλητικά για τον άνθρωπο. Παράλληλα, έχουν αναπτύξει ευαλωτότητα και εξάρτηση από τον άνθρωπο. Τα ως άνω χαρακτηριστικά σκιαγραφούν το βασικό περίγραμμα της μορφής ζωής των ζώων συντροφιάς, στο επίκεντρο της οποίας τίθεται η σχέση τους με τον άνθρωπο.
Ωστόσο, η συμβιωτική σχέση με τον άνθρωπο δεν είναι κάποιος απόλυτος κανόνας. Συχνά συναντούμε ανθρώπους που δεν έχουν στενές σχέσεις με τα ζώα, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή ζώα που δεν έχουν στενές σχέσεις με τους ανθρώπους (λ.χ. άγρια σκυλιά ή άγριες γάτες που δεν έχουν εξημερωθεί).
Παρά την παραδοχή ότι τα ζώα συντροφιάς τελούν σε σχέση εξάρτησης με τον άνθρωπο, δεν παύουν να αποτελούν αυτοτελή όντα που διαθέτουν τα δικά τους, εγγενή χαρακτηριστικά, τα οποία και υποδεικνύουν διαφορετικές ανάγκες από εκείνες του ανθρώπου. Είναι γνωστό, παραδείγματος χάριν, ορισμένοι τύποι σκύλων δεν επιτρέπεται να διαβιούν σε ένα μικρό αστικό διαμέρισμα, καθώς γίνονται ανήσυχοι, ακόμα και επιθετικοί όταν μένουν κλεισμένοι εκεί επί μεγάλο μέρος της ημέρας. Η έννοια της ευζωίας εμπεριέχει αυτήν ακριβώς τη μεταχείριση του ζώου συντροφιάς από τον άνθρωπο, με γνώμονα τον σεβασμό στις ανάγκες που επιτάσσει η (ιδιαίτερη) φύση του.
Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι το δικαίωμα των ζώων συντροφιάς στην ευζωία δεν θίγεται μόνον όταν τα ζώα κακοποιούνται σωματικά ή παραμελούνται ως προς τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες (νερό, τροφή, στέγη), αλλά και όταν το ζώο δεν ασκείται, δεν απολαμβάνει το παιχνίδι ή δεν κοινωνικοποιείται. Πρόκειται για ανάγκες άρρηκτα συνδεδεμένες με την υγεία των ζώων συντροφιάς, τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική, η παραμέληση των οποίων μπορεί να καταστήσει εξαιρετικά δυσάρεστο τον βίο τους. Ειδικότερα, επιμέρους έκφανση του γενικού δικαιώματος στην ευζωία είναι το δικαίωμα στο ερέθισμα και το παιχνίδι. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η υιοθεσία ενός ζώου συνεπάγεται την ανάληψη ευθύνης για μια γνωστικά ποικιλόμορφη και ενδιαφέρουσα ζωή, όπως η κατάλληλη άσκηση σε διαφορετικά περιβάλλοντα, η νόστιμη και διαφορετική τροφή, οι ευκαιρίες για παιχνίδι με άλλα ζώα, κοκ.
ii. Ζώο συντροφιάς
Ως ζώο συντροφιάς νοείται, σύμφωνα με τον νόμο (άρ. 2 § 3) «κάθε ζώο που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο κυρίως μέσα στην οικία του, για λόγους ζωοφιλίας ή αναφέρεται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων (L 84)». Ο ορισμός των ζώων συντροφιάς θέτει ως βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων τον τρόπο συντήρησης και προέλευσης των ζώων, κριτήριο το οποίο έχει δεχθεί εύλογη κριτική. Γι’ αυτό και, κατά πειστικότερη θέση, βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό θα έπρεπε να αποτελεί η δυνατότητα συντροφικότητας ζώου και ανθρώπου, κατεύθυνση που έχει υιοθετηθεί και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων συντροφιάς η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2017/1992 (ΦΕΚ Α' 31/27.02.1992). Σύμφωνα με το άρ. 1 περ. 1 του ν. 2017/1992: «Με τον όρο ζώο συντροφιάς, εννοούμε κάθε ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στο σπίτι του νέα ευχαρίστησή του και σαν σύντροφός του». Συνεπώς, κατά τον προπαρατεθέντα ορισμό, ένα ζώο ανάγεται σε ζώο συντροφιάς από τη στιγμή που συντροφεύει και συντροφεύεται από τον άνθρωπο για φιλοζωικούς σκοπούς. Επειδή και στον ορισμό του ν. 4830/2021 αναφέρεται η συντήρηση του ζώου για «λόγους ζωοφιλίας», γεγονός που καταδεικνύει έμμεσα τη συντροφικότητα που αποζητεί ο άνθρωπος, θα πρέπει τελικώς να θεωρηθεί το κριτήριο της συντροφικότητας ως κρίσιμο για τον χαρακτηρισμό ζώου ως «ζώου συντροφιάς».
Στην κατηγορία των ζώων συντροφιάς συγκαταλέγονται, πέραν των γνωστών περιπτώσεων (γάτες, σκύλοι), οι σκύλοι βοήθειας, οι σκύλοι εργασίας, καθώς και τα ζώα θεραπείας, ενώ αποκλείονται τα ζώα άγριας πανίδας. Ως «σκύλοι βοήθειας» ορίζονται «οι εκπαιδευμένοι ή εκπαιδευόμενοι σκύλοι τυφλού ατόμου ή ατόμων με αναπηρία ή ασθένειες». Στους «σκύλους εργασίας» συμπεριλαμβάνονται οι κυνηγετικοί, οι ποιμενικοί, οι σκύλοι «φύλακες», καθώς και οι σκύλοι έρευνας και διάσωσης, αλλά και εκείνοι που χρησιμοποιούνται από τις Δημόσιες Αρχές (ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας, διωκτικές αρχές της ΑΑΔΕ, κ.λπ.). Έπειτα, ως «ζώο θεραπείας» νοείται «κάθε ζώο που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς προς όφελος ενός ατόμου, ιδίως ενός ατόμου με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής, αισθητηριακής, ψυχιατρικής, νοητικής ή άλλης μορφής ψυχικής αναπηρίας, έχει λάβει ή λαμβάνει ειδική εκπαίδευση και φέρει τα κατά τον νόμο πιστοποιητικά». Τα παραπάνω ζώα συντηρούνται από τους ανθρώπους πρωτίστως για την παροχή βοήθειας, εργασίας και θεραπείας, συνεπώς κατ’ αρχήν για άλλους βασικούς λόγους από την παροχή συντροφιάς. Η πρόταξη της συντροφικότητας ως βασικού κριτηρίου για τον χαρακτηρισμό ενός ζώου ως ζώου συντροφιάς προκαλεί μια αντίφαση με τον ως άνω συγκεκριμένο προορισμό ορισμένων ζώων. Επομένως, υπ’ αυτό το πρίσμα, η συμπερίληψη των ζώων βοήθειας, εργασίας και θεραπείας στην κατηγορία των ζώων συντροφιάς φαίνεται να συνιστά μια απόκλιση.
Ωστόσο, μια τελολογική προσέγγιση της νομοθετικής διάταξης μπορεί να άρει τον διατυπωθέντα προβληματισμό. Ειδικότερα, ο σκοπός του νομοθέτη για την ένταξη των συγκεκριμένων ζώων στην κατηγορία των ζώων συντροφιάς μπορεί να δικαιολογηθεί από τον ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο που αναλαμβάνουν αυτά τα ζώα. Η παροχή κοινωνικά επιδοκιμαζόμενου έργου (λ.χ. σκύλοι οδηγοί τυφλών, σκύλοι παιδιών με αυτισμό, σκύλοι βοηθοί της αστυνομίας) είναι αυτό που τελικά δικαιολογεί την υπαγωγή τους στο αυξημένο προστατευτικό πεδίο που απολαμβάνουν τα ζώα συντροφιάς. Εξάλλου, για την επιτέλεση του έργου αυτών των ζώων προϋποτίθεται η στενή συνεργασία με τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα η συντροφικότητα να είναι ιδιαιτέρως αισθητή για αμφότερα τα μέρη και συχνά εφ’ όρου ζωής.
Μια επιπρόσθετη κριτική, που διατυπώνεται στο σημείο αυτό, είναι ότι τα ζώα βοήθειας, εργασίας και θεραπείας δεν ανήκουν στα ζώα συντροφιάς, γιατί δεν συντηρούνται «μέσα στην οικία» του ανθρώπου (όπως επιτάσσει ο ορισμός του άρ. 2 § 1 ν. 4830/2021). Η κριτική αυτή, όμως, μπορεί να παραμερισθεί μέσω της τελολογικής προσέγγισης της διάταξης: σκοπός, εν προκειμένω, του νομοθέτη είναι η θεσμική προστασία όλων των ζώων που βρίσκονται στο οικείο περιβάλλον του ανθρώπου στο πλαίσιο των αστικών κοινωνιών, και όχι μόνον εκείνων που βρίσκονται εντός της οικίας του. Σε αυτή τη διασταλτική ερμηνεία του όρου «οικία» μας παραπέμπει και η χρήση του επιρρήματος «κυρίως». Ως εκ τούτου, ακόμη και οι σκύλοι που προορίζονται για παροχή βοήθειας, εργασίας και θεραπείας προς τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως του περιβάλλοντος δράσης τους, θα πρέπει να εμπίπτουν στην έννοια του ζώου συντροφιάς.
iii. Αναδοχή
Ο ορισμός της έννοιας του «αναδόχου» περιέχεται στο άρ. 2 § 7 του ν. 4830/2021. Ως ανάδοχος ορίζεται «το φυσικό πρόσωπο που φιλοξενεί προσωρινά ένα ή περισσότερα αδέσποτα ζώα συντροφιάς έως ότου αυτά υιοθετηθούν». Με βάση αυτόν τον ορισμό συνάγεται και η έννοια της «αναδοχής», η οποία, συνεπώς, θα μπορούσε να οριστεί ως η προσωρινή φιλοξενία, από μέρους ενός φυσικού προσώπου, ενός ή περισσοτέρων αδέσποτων ζώων συντροφιάς έως ότου αυτά υιοθετηθούν.
Αναλυτικότερα για την αναδοχή κατωτέρω υπό 4.2.1.
iv. Φιλοξενία
Στον ν. 4830/2021 δεν περιέχεται ορισμός της έννοιας της «φιλοξενίας», ωστόσο αυτός προκύπτει έμμεσα από τον ορισμό του αναδόχου (άρ. 2 § 7 εδ. α’). Ειδικότερα, η φιλοξενία θα μπορούσε, κατά βάσιν, να εννοηθεί ως ένα πραγματικό γεγονός που δεν προκαλεί έννομες συνέπειες αυτοτελώς εξεταζόμενο. Συχνά, η φιλοξενία απαντάται ως προϋπόθεση του πραγματικού της σύμβασης αναδοχής ή άλλης νομικής πράξης συνηθέστερα της σύμβασης παρακαταθήκης.
Αναλυτικότερα για τη φιλοξενία κατωτέρω υπό 4.2.2.
v. Υιοθεσία
Σύμφωνα με το άρ. 2 § 21 του ν. 4830/2021, υιοθεσία αδέσποτου ζώου συντροφιάς είναι «η περιέλευση ενός αδέσποτου ζώου συντροφιάς σε κατάσταση δεσποζόμενου». Η περιέλευση αυτή επέρχεται με την κατάρτιση σχετικής συμβάσεως μεταξύ του υιοθετούντος και του Δήμου ή του φιλοζωικού σωματείου ή της φιλοζωικής οργάνωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή κάποιου φυσικού προσώπου. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ως «αδέσποτο ζώο συντροφιάς» (άρ. 2 § 5) νοείται «το ζώο συντροφιάς που δεν έχει ιδιοκτήτη», ενώ «ιδιοκτήτης» (άρ. 2 § 6) είναι «το φυσικό πρόσωπο που διατηρεί ζώο συντροφιάς, κυρίως μέσα στην οικία του, και υπό την άμεση επίβλεψη και φροντίδα του». Το πρόσωπο αυτό (θα πρέπει να) αναγράφεται και στο έγγραφο ταυτοποίησης του ζώου.
Σύμφωνα με το άρ. 7 του ν. 4830/2021, για τον σκοπό της διενέργειας υιοθεσιών δημιουργείται στο ΕΜΖΣ Πανελλήνια Πλατφόρμα Υιοθεσίας Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς. Κάθε ζώο προς υιοθεσία καταχωρίζεται στην πλατφόρμα αυτή με το όνομά του, τη φωτογραφία του, την αναλυτική περιγραφή του, τον αριθμό ταυτοποίησης (microchip), την ηλικία του, το φύλο του, τα στοιχεία του υπευθύνου του Δήμου ή του φιλοζωικού σωματείου ή οργάνωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή του καταφυγίου που μεριμνά για την υιοθεσία του ή του αναδόχου (εφόσον ο ανάδοχος το επιθυμεί), τους συνδέσμους σε άλλες ιστοσελίδες ή δημόσιες σελίδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης με επιπλέον στοιχεία για το συγκεκριμένο ζώο και λοιπές πληροφορίες.
Αναλυτικότερα για την υιοθεσία κατωτέρω υπό 2.1.
1.4. Αστικός Κώδικας και ρυθμίσεις περί ζώων: το βασικό πλαίσιο
Εκτός από τα ειδικά νομοθετήματα (ν. 4830/2021 και παλαιότερα ν. 4039/2012), διατάξεις αναφορικά με τα ζώα εν γένει απαντούν και στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ). Ειδικότερα, μερικές από τις διατάξεις που αφορούν σε ζώα ΑΚ εντοπίζονται στα άρ. 924 ΑΚ («ευθύνη του κατόχου ζώου»), 1077 ΑΚ («άγρια ή τιθασευμένα ζώα»), 1078-1080 ΑΚ («σμήνος από μέλισσες»).
Ο ΑΚ, βαθιά επηρεασμένος από τη ρωμαϊκή νομική παράδοση, αντιμετωπίζει κατ’ αρχήν τα ζώα ως κινητά πράγματα (res). De lege lata, τα ζώα είναι αντικείμενα δικαίου, και όχι υποκείμενα δικαίου όπως ο άνθρωπος (άρ. 34 ΑΚ). Αυτό προκύπτει ενδεικτικά από μία συνδυαστική εφαρμογή των άρ. 947, 948 εδ. β’ και 999 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές, κατ’ ουσίαν, υπάγουν τα ζώα στο βασικό καθεστώς του εμπράγματου δικαίου, καθώς η αντιμετώπισή τους ως ενσώματων κινητών πραγμάτων καθιστά δυνατή τη σύσταση ή αλλοίωση εμπράγματων δικαιωμάτων επ’ αυτών. Κατόπιν τούτου, προκύπτει ότι, κατά το παραδοσιακό αστικό δίκαιο, μπορούν να εφαρμοστούν στα ζώα οι γενικές διατάξεις για τα πράγματα, όπως εκείνες για τη μεταβίβαση κυριότητας κινητού πράγματος (άρ. 1034 ΑΚ), τους φυσικούς καρπούς (άρ. 961 εδ. α’ ΑΚ), τη χρησικτησία (άρ. 1041 επ. ΑΚ), την κατάληψη αδεσπότου (άρ. 1075-1076 ΑΚ), την εύρεση απολωλότος (άρ. 1081 επ. ΑΚ), την επικαρπία (άρ. 1142 επ. ΑΚ) ή το ενέχυρο (άρ. 1209 επ. ΑΚ). Ιδίως με το ακανθώδες ζήτημα της μεταβίβασης κυριότητας επί ζώου θα εξετασθεί αναλυτικότερα σε επόμενο σημείο της παρούσας ενότητας (κατωτέρω υπό 3).
Περαιτέρω, στο κληρονομικό δίκαιο υπάρχει η δυνατότητα το ζώο να επωφεληθεί με τη σύσταση κάποιου τρόπου (άρ. 1714 ΑΚ). Ειδικότερα, ο διαθέτης μπορεί να ορίσει συγκεκριμένο ποσό αφιερωμένο για τη φροντίδα του ζώου, το οποίο θα περιέλθει, για τον σκοπό αυτόν, στον κληρονόμο ή κληροδόχο.
Τέλος, στο ειδικό ενοχικό δίκαιο εντοπίζουμε τις διατάξεις των άρ. 629 ΑΚ περί απόδοσης μισθίου και κτηνών, καθώς και άρ. 639 και 640 ΑΚ περί μίσθωσης κτηνών, όπου γίνεται λόγος για «κτήνη», στα οποία περιλαμβάνονται ευρύτερα, κατά την κρατούσα άποψη, ήμερα αλλά και άγρια ζώα.
1.5. Προβλήματα εφαρμογής του ν. 4830/2021
Ο ν. 4830/2021 συνιστά ένα νομοθέτημα κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του δικαίου προστασίας των ζώων και φανερώνει την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα στην παρεχόμενη προστασία. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του νόμου και η –εγγενής ενίοτε– δυσκολία ελέγχου τήρησης των υποχρεώσεων που αυτός επιβάλλει αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα, το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την Πολιτεία και την κοινωνία των πολιτών. Ένα σοβαρό ζήτημα, για την επίλυση του οποίου θα διατυπωθούν κάποιες προτάσεις στη συνέχεια, είναι η αδυναμία εκ μέρους των αρχών να ελέγχουν μετά τη σύναψη των συμβολαίων υιοθεσίας και ανάδοχής αν όντως τηρούνται οι όροι ευζωίας που ρητώς ορίζονται στις συμβάσεις αυτές.
Τα ζώα συντροφιάς, ως πλάσματα αδύναμα να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους αυτοπροσώπως, δεν δύνανται να γνωστοποιήσουν σε τρίτους την πιθανή δυσμενή διαβίωση τους, όπως θα έκανε ένα φυσικό πρόσωπο. Δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο με την επέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος θα αξιολογήσει τις συνθήκες διαβίωσης του ζώου συντροφιάς και αν τηρούνται απαρέγκλιτα οι όροι του νόμου και των συμβολαίων. Εν τούτοις, εν όψει της ισχύουσας νομοθεσίας, δεν είναι επιτρεπτός ο έλεγχος από πλευράς των αρμόδιων αρχών σε οικία του υιοθετούντος ή του αναδόχου δίχως τη συναίνεσή του, προκειμένου να πραγματοποιηθεί έλεγχος για τις συνθήκες ευζωίας του ζώου. Αυτό στην πράξη έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί πλήθος περιπτώσεων αγνόησης παραμελημένων, εγκαταλελειμμένων ή κακοποιημένων ζώων συντροφιάς. Έτσι, οι νομοθετικοί και συμβατικοί όροι της υιοθεσίας και της αναδοχής μπορεί συχνά να μη τηρούνται, ο νόμος να παραμένει «κενό γράμμα» και η εξασφάλιση της ευζωίας των ζώων συντροφιάς να γίνεται προσωπικό ζήτημα του εκάστοτε υιοθετούντος ή αναδόχου. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάστρωση ενός καθολικού συστήματος εποπτείας των υιοθεσιών και αναδοχών συνιστά ένα εγχείρημα που απαιτεί σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Ως εκ τούτου, προτείνεται εναλλακτικά η δημιουργία ενός συστήματος αυστηρών δειγματοληπτικών ελέγχων και ερευνών κατόπιν καταγγελιών που θα λειτουργεί μέσω του θεσμού του πραγματογνώμονα (βλ. παρακάτω υπό 2.2.2).
2. Σύμβαση υιοθεσίας/ζωοθεσίας και αναδοχή
2.1. Σύμβαση υιοθεσίας/ζωοθεσίας
2.1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
H νομική ορολογία εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, ακουλουθώντας συχνά τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις. Η εισαγωγή στην παρούσα συζήτηση του όρου «ζωοθεσία» –πλάι σε εκείνον της «υιοθεσίας» (ζώων συντροφιάς)– αποσκοπεί στο να τονίσει την ιδιαίτερη φύση των ζώων ως συναισθανόμενων όντων. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ζωοθεσία» αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια το αντικείμενο της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, διευκολύνει την κοινωνική αφομοίωσή της και αποτρέπει την εννοιολογική σύγχυση με έναν θεσμό (την υιοθεσία) που αφορά σε ανθρώπινα όντα. Γενικότερα, εξάλλου, στο επίκεντρο της διαμόρφωσης πλέον και του ελληνικού δικαίου προστασίας των ζώων τίθεται μία προσέγγιση των εγειρόμενων ζητημάτων περισσότερο ζωοκεντρική, παρά ανθρωποκεντρική. Πάντως, όπως και στην παραδοσιακή υιοθεσία προέχει το συμφέρον του παιδιού (παιδοκεντρικό μοντέλο), το ίδιο ισχύει mutatis mutandis και εδώ, καθώς προέχει το συμφέρον του υιοθετούμενου ζώου. Γι’ αυτό και, εν τέλει, οι όροι «υιοθεσία» και «ζωοθεσία» είναι εν προκειμένω εναλλάξιμοι, με το προβάδισμα να δίνεται στον όρο «υιοθεσία» λόγω της νομοθετικής προτίμησης στον όρο αυτό.
Βάσει του άρ. 7 του ν. 4830/2021, μέσω της υιοθεσίας, το αδέσποτο ζώο συντροφιάς περιέρχεται υπό την κηδεμονία ενός ανθρώπου, ο οποίος αναλαμβάνει τη φροντίδα του με τρόπο μόνιμο και δεσμευτικόꞏ κατ’ αυτόν δε τον τρόπο, το ζώο καθίσταται πλέον δεσποζόμενο. Ο πρωταρχικός σκοπός του συμβολαίου υιοθεσίας είναι να προστατευτούν με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των ζώων, μέσω της πιστότερης δυνατής τήρησης των πέντε βασικών κανόνων ευζωίας, οι οποίοι θα αναλυθούν ευθύς κατωτέρω.
Η σύμβαση υιοθεσίας/ζωοθεσίας συνιστά μία ιδιόμορφη σύμβαση του αστικού δικαίου, η οποία καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο (που αποτελεί συστατικό τύπο) μεταξύ του κηδεμόνα και του Δήμου ή της φιλοζωικής οργάνωσης. Η φιλοζωική οργάνωση ή το φιλοζωικό σωματείο, προκειμένου να νομιμοποιούνται να συνάψουν μία σύμβαση υιοθεσίας, πρέπει να είναι αναγνωρισμένα από το εκάστοτε πρωτοδικείο στο οποίο ανήκουν (βάσει της έδρας τους) και να διαθέτουν ΑΦΜ.
Η περιέλευση ενός αδέσποτου ζώου συντροφιάς σε κατάσταση δεσποζόμενου θεμελιώνει σχέση ιδιοκτησίας-κυριότητας μεταξύ του φυσικού προσώπου και του ζώου. Πιο συγκεκριμένα, με τη σχέση της υιοθεσίας ένα αδέσποτο ζώο, ένα ζώο δηλαδή δίχως ιδιοκτήτη, περιέρχεται στη θέση του δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς από έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος το διατηρεί κυρίως στην οικία του, το επιβλέπει και μεριμνά για τη φροντίδα του. Έτσι, με όρους κλασικού αστικού δικαίου, η υιοθεσία συνιστά κατ’ αρχάς πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας, αντίστοιχο με την κατάληψη αδεσπότου κατ’ άρ. 1075 ΑΚ. κατά τούτο, έχει εμπράγματο χαρακτήρα. Παράλληλα, ωστόσο, λόγω των αναλαμβανόμενων διαρκών υποχρεώσεων από μέρους του ιδιοκτήτη, έχει και διαρκή, ενοχικό χαρακτήρα. Η συστηματική παραβίαση των εν λόγω υποχρεώσεων μπορεί, μάλιστα, να οδηγήσει ακόμη και σε ανάκληση της υιοθεσίας από το αντισυμβαλλόμενο μέρος του κηδεμόνα-ιδιοκτήτη.
Σε πρακτικό επίπεδο, κάθε ζώο προς υιοθεσία καταχωρίζεται πλέον στην Πανελλήνια Πλατφόρμα Υιοθεσίας Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς, στην οποία φαίνονται το όνομα, η φωτογραφία του, ο αριθμός ταυτοποίησής του και τα στοιχεία του υπεύθυνου του Δήμου ή του φιλοζωικού σωματείου, μεταξύ άλλων. Αφής στιγμής ολοκληρωθεί η σύμβαση υιοθεσίας, τα ως άνω αναφερθέντα στοιχεία μπορεί εν συνεχεία να επικαιροποιούνται.
2.1.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις ιδιοκτήτη και αναδόχου
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών στη σύμβαση της υιοθεσίας διαμορφώνονται με βάση τις πέντε διεθνώς ισχύουσες ελευθερίες του άρ. 2 § 2 του ν. 4830/2021, που ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω (υπό 1.3.3.). Πρόκειται για τις ακόλουθες πέντε θεμελιώδεις ελευθερίες: την ελευθερία από την πείνα και την δίψα, την ελευθερία από την άσκοπη ταλαιπωρία και καταπόνηση, την ελευθερία από τον πόνο, την ελευθερία από τον φόβο και, τέλος, την ελευθερία της έκφρασης της φυσιολογικής συμπεριφοράς του ζώου.
Η τήρηση των αρχών αυτών, αλλά και των παρεπόμενων υποχρεώσεων που συνέχονται με αυτές, αποσκοπεί στο να επιτευχθεί η ευζωία των ζώων συντροφιάς και είναι, ασφαλώς, δεσμευτική για τους κηδεμόνες-κυρίους, αλλά και για τους αναδόχους κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης αναδοχής (άρ. 9 § 8 ν. 4830/2021). Πιο συγκεκριμένα, επιδιώκεται, εν προκειμένω, να εξασφαλισθούν όχι μόνο οι καθαρά βιοτικές ανάγκες του ζώου (ελευθερία από την πείνα και τη δίψα, από την καταπόνηση και τον πόνο), οι οποίες αφορούν στην επιβίωση και την ασφάλειά του, αλλά και οι ανάγκες που απορρέουν από την ιδιαίτερη φύση ενός ζώου, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του (ελευθερία από τον φόβο και ελευθερία της έκφρασης).
Ουσιαστικά, οι ανάγκες των ζώων αντιστοιχούν στις πέντε θεμελιώδεις ελευθερίες τους. Ιδιαίτερη σημασία έχουν η ανάγκη για ένα κατάλληλο και υγιές περιβάλλον και για σωστή διατροφή, η ανάγκη να εκφράζουν τα ζώα –ανάλογα με το είδος τους– τα συμπεριφορικά μοτίβα που τα χαρακτηρίζουν, αλλά και η ανάγκη τους να συμβιούν –ή όχι – με άλλα ζώαꞏ τελευταία δε και σημαντικότερη έρχεται η ανάγκη τους για προστασία από τον πόνο –είτε αυτός είναι ψυχικός είτε σωματικός– και την αρρώστια. Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτή η τριπλή διάκριση των αναγκών τους, ήτοι σε φυσικές, σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες, σύμφωνα με την οποία θα αναλυθούν και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των κηδεμόνων και αναδόχων.
Μία συναφής διάκριση έχει διατυπωθεί από τη Φιλανθρωπική Οργάνωση «Veterinary Charity PTSA», που χρησιμοποίησε το ακρωνύμιο PETS, το οποίο αντιστοιχεί στους όρους «Place, Exercise, Time, Spend» και περιγράφει εν συντομία τις βασικές ανάγκες των ζώων: ήτοι την ανάγκη να ζουν σε ένα κατάλληλο περιβάλλον, να διαθέτουν κίνητρα για άσκηση, να περνούν χρόνο με τους κηδεμόνες τους ή/και με άλλα ζώα και να απολαμβάνουν την κτηνιατρική περίθαλψη αλλά και τη διατροφή που τους αρμόζει, ώστε να είναι υγιή.
Σύμφωνα με το άρ. 9 του ν. 4830/2021, οι υποχρεώσεις του κηδεμόνα/ αναδόχου ζώου συντροφιάς μπορούν να αποτυπωθούν σχηματικά ως εξής:
Επιπλέον των ανωτέρω υποχρεώσεων και σε συμφωνία με το εν γένει πνεύμα του άρ. 9 του ν. 4830/2021, το ζώο θα πρέπει να φέρει πάνω του και τον αριθμό ταυτοποίησης (microchip), ώστε εάν το ζώο χαθεί, να μη θεωρηθεί αδέσποτο και να μπορέσει να ενωθεί με τον κηδεμόνα του το συντομότερο δυνατό (με τη βοήθεια των τοπικών αρχών ή ιδιωτών).
Αναφορικά δε ιδίως με την υποχρέωση στείρωσης του ζώου συντροφιάς, οι ειδικότερες όροι της καθορίζονται στην περ. α’ της § 1 του άρ. 9 του ν. 4830/2021. Η σχετική προθεσμία στείρωσης εκκινεί εντός 6 μηνών από τη στιγμή που το ζώο συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του. Στο τελευταίο εδάφιο της περ. α’ της § 1 του άρ. 9 προβλέπεται ότι η στείρωση δεν είναι υποχρεωτική για ζώα για τα οποία έχει αποσταλεί δείγμα γενετικού υλικού (DNΑ) στο Εργαστήριο Φύλαξης Ανάλυσης Γενετικού Υλικού Ζώων Συντροφιάς. Kατ’ εξαίρεση, η στείρωση δεν είναι υποχρεωτική για τους σκύλους εργασίας των ένοπλων δυνάμεων.
Μία ακόμη σημαντική υποχρέωση είναι η υποχρέωση του κηδεμόνα για φύλαξη και εποπτεία του ζώου, ιδιαίτερα όσον αφορά στα σκυλιά, τα οποία κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους, αλλά και της περιφοράς τους σε κοινόχρηστους χώρους χωρίς επίβλεψη ή/και χρήση λουριού, είναι ικανά όχι μόνο να τραυματιστούν αλλά και να τραυματίσουν ή να προκαλέσουν ζημία σε τρίτους. Για τον λόγο αυτό απαιτείται και η τήρηση του άρ. 14 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, σύμφωνα με το οποίο τα ζώα επιτρέπεται να οδηγούνται μόνο από ανθρώπους απόλυτα ικανούς να τα ελέγχουν πλήρως, ενώ τα σκυλιά πρέπει να είναι δεμένα με ειδικό λουρί.
2.1.3. Ειδικότερα η υποχρέωση επιμελούς μεταφοράς του Ζώου
Συχνά βλέπουμε στους δρόμους, σκυλιά να είναι καθισμένα στο μπροστινό μέρος μιας μηχανής (ή και στο πίσω) ή τα κλουβιά (crates) μεταφοράς γατιών (ή και κουνελιών) να είναι υποβασταζόμενα από τον συνοδηγό ή προσδεμένα στον οδηγό της μηχανής. Γενικά, ο νόμος επιτρέπει τη μεταφορά μικρών ζώων συντροφιάς με διάφορα μέσα, όπως τα οδικά και τα σιδηροδρομικά, τα μέσα σταθερής τροχιάς, τα ταξί και τα επιβατηγά πλοία. Προϋπόθεση για την ορθή μεταφορά είναι η τοποθέτηση των ζώων σε ασφαλές κλουβί μεταφοράς και η συνοδεία από τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχό του, λ.χ. τον ανάδοχο (άρ. 17 § 4 ν. 4830/2021). Ειδικά στην περίπτωση μεταφοράς ζώου συντροφιάς σε μέσο μαζικής μεταφοράς χωρίς τήρηση των προβλεπόμενων υποχρεώσεων, επιβάλλεται διοικητική κύρωση, ήτοι πρόστιμο 300 ευρώ ανά ζώο (άρ. 35 § 1 περ. 28 ν. 4830/2021).
Περαιτέρω, θα πρέπει να λεχθεί ότι, μολονότι το αυτοκίνητο είναι πιο κοστοβόρο συγκριτικά με ένα δίκυκλο και πολλοί οδηγοί δεν διαθέτουν αυτοκίνητο, η μεταφορά ζώων συντροφιάς με τη χρήση δίκυκλων θέτει σε ιδιαίτερο κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα. Πέρα από τον αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού, τίθεται και το ζήτημα διατάραξης της ψυχικής υγείας του ζώου, καθώς τα περισσότερα ζώα νιώθουν άβολα με αυτή τη διαδικασία, ενώ για κάποια –ιδίως για τις γάτες– αυτός ο τρόπος μεταφοράς μπορεί να είναι ιδιαίτερα στρεσογόνος. Συνεπώς, καίτοι ο νόμος δεν απαγορεύει τη μεταφορά ζώου με τη χρήση δίκυκλων μέσων, λόγοι ευζωίας επιτάσσουν την αποφυγή χρήσης τέτοιων μέσων ακόμα και αν γίνεται χρήση του προστατευτικού κλουβιού. Αυτή η προτροπή βρίσκει έμμεσα έρεισμα και στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, το άρ. 12 του οποίου επιτάσσει την αποφυγή oπoιασδήπoτε συμπεριφoράς που ενδέχεται να εκθέσει σε κίνδυνo ζώα. Τούτο ισχύει πρωτίστως για ζώα που μπορεί να διασχίσουν το οδόστρωμα (λ.χ. άγρια ζώα, κοπάδια), αλλά και για όσα μεταφέρονται πάνω σε δίκυκλα μέσα.
Όσον αφορά τώρα στη μεταφορά των κατοικίδιων με άλλα μέσα, όπως το πλοίο και το αεροπλάνο, οι κηδεμόνες και οι ανάδοχοι οφείλουν να αφουγκραστούν τις ανάγκες του ζώου. Προφανώς, το πρόβλημα εν προκειμένω έγκειται στην έλλειψη δυνατότητας (εκ των προτέρων) επικοινωνίας των συναισθημάτων των ζώων, ώστε να κατανοήσει ο κηδεμόνας ή ο ανάδοχος ότι νιώθουν δυσφορία, πόνο ή υπερβολικό άγχος. Για τον λόγο αυτό, συνιστάται η λήψη υπόψη της γνώμης ενός κτηνιάτρου, ο οποίος γνωρίζει την κλινική εικόνα του ζώου, και είναι σε θέση να κρίνει αν ένα ταξίδι με πλοίο ή αεροπλάνο θα προκαλέσει στο ζώο υπερβολικό στρες, ώστε να δημιουργηθεί πρόβλημα στην υγεία του. Επίσης, ένας κτηνίατρος μπορεί να δώσει συμβουλές στον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο (λ.χ. ανάδοχο) για την ασφαλή και όσο το δυνατόν πιο άνετη μεταφορά του ζώου, δίνοντας έμφαση στο μέγεθος του κλουβιού μεταφοράς, στον κίνδυνο υπερθερμίας το καλοκαίρι και σε άλλους σχετικούς παράγοντες.
Περαιτέρω, σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ψηφισθεί και βρίσκεται σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΚ) 1/2005 «για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες […]» . Το άρ. 3 του εν λόγω Κανονισμού παραθέτει τους γενικούς όρους μεταφοράς ζώων, εκ των οποίων θεμελιώδης είναι ο όρος της μεταφοράς που δεν προκαλεί τραυματισμούς και αδικαιολόγητη ταλαιπωρία στα ζώα. Επιπλέον όροι που πρέπει να τηρούνται είναι, ενδεικτικά, η ελαχιστοποίηση της διάρκειας του ταξιδιού, η εκπαίδευση των προσωπικού που χειρίζεται τα ζώα και η πρόβλεψη επαρκούς εμβαδού δαπέδου και ύψους ανάλογα με το μέγεθος του ζώου και το προβλεπόμενο ταξίδι.
2.2. Ειδικά ζητήματα και προτάσεις
2.2.1. Σκύλοι εργασίας και βοήθειας και ζώα θεραπείας
Στην παρούσα υποενότητα αναπτύσσεται συνοπτικά το εξειδικευμένο περιεχόμενο που θα πρέπει να περιλαμβάνεται σε συμβόλαια υιοθεσίας/ζωοθεσίας σε περίπτωση που το ζώο που αφορά η σύμβαση εμπίπτει στην κατηγορία του σκύλου εργασίας ή θεραπείας καθώς και του ζώου (σκύλου ή μη) θεραπείας.
Διεθνώς καθιερώνεται ολοένα και περισσότερο η θεραπευτική ιδιότητα που προσφέρουν τα σκυλιά σε ψυχικώς πάσχοντες, ενώ είναι ήδη γνωστή η συμβολή των σκύλων βοηθείας σε άτομα με προβλήματα όρασης. Τα σκυλιά αυτά επιτελούν εν τοις πράγμασι λειτούργημα, το οποίο κρίνεται ουσιώδες για πολλούς συνανθρώπους μας, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο. Οφείλουμε, συνεπώς, να παράσχουμε σε αυτά ένα ιδιαίτερο προστατευτικό πλαίσιο, όσον αφορά στη συμβίωσή τους με τους ανθρώπους που επικουρούν την καθημερινότητά τους. Έτσι, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κηδεμόνων των σκύλων βοηθείας και των ζώων θεραπείας ρυθμίζονται στο άρ. 21 του ν. 4830/2021. Για παράδειγμα, αναφέρονται οι χώροι όπου μπορούν τα ζώα αυτά να εισέρχονται και οι δυνατότητες αξιοποίησής τους για τη βοήθεια ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές και άλλα προβλήματα.
2.2.2. Η επιλογή της πραγματογνωμοσύνης
Από την παρατήρηση του τρόπου λειτουργίας και οργάνωσης κάποιων φιλοζωικών οργανώσεων –όπως η Dog’s Voice ή ο Σύλλογος Προστασίας Αδέσποτων Ζώων (εφεξής: «ΣΠΑΖ»)–, των αναγκών των εθελοντών στις ομάδες αυτές, αλλά και των ελλείψεων που αντιμετωπίζουν οι Δήμοι –ελλείψεων που έγκεινται κυρίως στην απειρία και την αριθμητική ανεπάρκεια του προσωπικού–, φαίνεται να προκύπτει η ανάγκη θέσπισης ενός ανεξάρτητου τρίτου οργάνου, που θα είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και επίβλεψη ή, έστω, την υποβοήθηση της διαδικασίας της υιοθεσίας. Προς την κατεύθυνση αυτήν προτείνεται η εισαγωγή του θεσμού του πραγματογνώμονα. Οι πραγματογνώμονες θα είναι ανεξάρτητα όργανα, που θα τελούν υπό την εποπτεία και τον συντονισμό της Ειδικής Γραμματείας Ζώων Συντροφιάς και θα βρίσκονται σε άμεση συνεργασία με τον εκάστοτε Δήμο ή φιλοζωική οργάνωση. Ο ρόλος τους θα είναι να επιβλέπουν ή να υποβοηθούν, όταν τους ζητηθεί, τα επιμέρους στάδια της υιοθεσίας, έχοντας ως πρώτιστο μέλημα την ευζωία του ζώου. Η εκπαίδευσή τους θα είναι σχετικά σύντομη (θα διαρκεί περίπου έναν μήνα) και θα περιλαμβάνει σεμινάρια και τελικές εξετάσεις, μετά την επιτυχή έκβαση των οποίων ο πραγματογνώμονας θα λαμβάνει σχετική πιστοποίηση. Οι υποψήφιοι πραγματογνώμονες θα πρέπει να διαθέτουν πτυχίο ανθρωπιστικών σπουδών ή επιστημών υγείας ή προηγούμενη ενασχόληση σε φιλοζωική οργάνωση για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Τον ρόλο των φορέων κατάρτισης θα μπορούσαν να αναλάβουν αναγνωρισμένες φιλοζωικές οργανώσεις, σε συνεργασία με Πανεπιστημιακές Σχολές ανθρωπιστικών σπουδών ή επιστημών υγείας, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εσωτερικών και ειδικότερα της Ειδικής Γραμματείας Ζώων Συντροφιάς. Οι πιστοποιούμενοι πραγματογνώμονες θα εγγράφονται, εν συνεχεία, σε ειδικό μητρώο πραγματογνωμόνων. Η αποστολή και τα επιμέρους καθήκοντα του πραγματογνώμονα θα μπορούσαν να εξειδικευθούν από την Ειδική Γραμματεία Ζώων Συντροφιάς, κατόπιν διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους φορείς, κυρίως με τις φιλοζωικές οργανώσεις και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Η υιοθέτηση του θεσμού της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη διασφάλιση της ευζωίας των ζώων και μαζί με την Ειδική Επιτροπή Παρακολούθησης (άρ. 39 του ν. 4830/2021) και τον Υπεύθυνο για θέματα ζώων συντροφιάς του Δήμου (άρ. 40 του ν. 4830/2021) μπορεί, εν τέλει, να εξασφαλίσει την επιτυχημένη υλοποίηση της υιοθεσίας.
2.2.3. Ειδικά ζητήματα του ν. 4830/2021
i. Άρ. 7 § 2 του ν. 4830/2021
Ένα πρώτο ζήτημα προκύπτει εκ της § 2 εδ. γ’ του άρ. 7 του ν. 4830/2021, το οποίο επιτρέπει την υιοθεσία αδέσποτου ημίαιμου ζώου, σημασμένου ή μη, που περισυλλέγεται από κάποιον ενδιαφερόμενο, ο οποίος και υποχρεούται στην άμεση σήμανση του ζώου και τη μεταβολή των στοιχείων του στην Πανελλήνια Πλατφόρμα Υιοθεσίας Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει κάποιο αρμόδιο όργανο να εξετάσει αν ο εν λόγω ενδιαφερόμενος είναι σε θέση ή όχι να αναλάβει την ευθύνη του ζώου. Επειδή, λοιπόν, το ζώο περιέρχεται ολοκληρωτικά σε θέση εξάρτησης από αυτόν που το περισυλλέγει, προτείνεται, αφής στιγμής ο ενδιαφερόμενος καταχωρίζει τα στοιχεία του ζώου στην Πλατφόρμα, να ενημερώνεται η Ειδική Γραμματεία Ζώων Συντροφιάς και, σε συνεργασία με τον εκάστοτε Δήμο ή φιλοζωικό σωματείο, να καλείται ένας πραγματογνώμονας, ο οποίος και θα γνωματεύσει σχετικά με την καταλληλότητα του εν λόγω προσώπου προς ζωοθεσία.
ii. Άρ. 31 του ν. 4830/2021: εκπαίδευση, επιμόρφωση και προαγωγή της φιλοζωίας
Το άρ. 31 του ν. 4830/2021 έχει ως σκοπό να προαγάγει τη φιλοζωία και να συμβάλει στην ορθή ενημέρωση των πολιτών για τον «πλανήτη των ζώων». Κατά τη διατύπωση του άρθρου, τα Υπουργεία Εσωτερικών και Παιδείας, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, οφείλουν να μεριμνήσουν, κατά κύριο λόγο, για την ενημέρωση και την εκπαίδευση των πολιτών αναφορικά με τις ανάγκες των ζώων συντροφιάς. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η συγγραφή ειδικών εγχειριδίων, προκειμένου αυτά να επιτελέσουν ακριβώς αυτήν την κρίσιμη αποστολή, ήτοι της ενημέρωσης των πολιτών. Περιεχόμενο των εν λόγω εγχειριδίων, τα οποία συνιστάται να είναι ολιγοσέλιδα, θα είναι μια συνοπτική ανάλυση των θεμελιωδών αναγκών των ζώων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των κηδεμόνων και αναδόχων, και δευτερευόντως –ανάλογα με την κατηγορία κάθε ζώου συντροφιάς (γάτα, σκύλος, λαγός, κ.λπ.)– οι ιδιαίτερες ανάγκες και τα χαρακτηριστικά τους. Σχηματικά, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στις τρεις βασικές κατηγορίες αναγκών των ζώων, ήτοι τις φυσικές, τις σωματικές και τις ψυχολογικές, ανάλογα πάντοτε με το είδος του κάθε ζώου.
3. Το ζήτημα της μεταβίβασης του ζώου συντροφιάς
3.1. Το ζώο συντροφιάς ως κινητό πράγμα;
Ως γνωστόν, τα ζώα συντροφιάς διακρίνονται σε δεσποζόμενα και αδέσποτα. Η διάκριση έχει βαρύνουσα σημασία γιατί ασκεί επιρροή στην αρμοδιότητα των Δήμων για τη φροντίδα, την περισυλλογή και τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, με περαιτέρω δικονομικές προεκτάσεις σε περίπτωση αδράνειας των Δήμων. Υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του ν. 4039/2012, κριτήριο για το αν επρόκειτο για αδέσποτο ή δεσποζόμενο ζώο αποτελούσε το αν το ζώο συντροφιάς τελούσε υπό την άμεση επίβλεψη και φροντίδα του ιδιοκτήτη, κατόχου, συνοδού ή φύλακά του. Γίνεται αντιληπτό ότι, με βάση αυτό το κριτήριο, ο χαρακτηρισμός ενός ζώου ως αδέσποτου συνδεόταν με την επέλευση τυχαίων γεγονότων, αφού σε περίπτωση έλλειψης άμεσης επίβλεψης και φροντίδας το δεσποζόμενο ζώο καθίστατο αδέσποτο. Τουναντίον, η νέα ρύθμιση του ν. 4830/2021 συμβαδίζει περισσότερο με τις διατάξεις των άρ. 1075-1076 ΑΚ, κατά τις οποίες ως αδέσποτο θεωρείται το κινητό πράγμα στο οποίο δεν έχει κανείς κυριότητα είτε από την αρχή είτε μετά εγκατάλειψη της κυριότητας που υπήρχε πάνω σε αυτό. Η εξάρτηση από το κριτήριο της κυριότητας δημιουργεί μεγαλύτερο βαθμό δέσμευσης του ιδιοκτήτη προς το ζώο και, άρα, αυξάνει την παρασχετέα σ’ αυτό προστασία. Η έλλειψη επίβλεψης και φροντίδας του ιδιοκτήτη δεν καθιστά το ζώο αδέσποτο, παρά μόνο αν οι πράξεις αυτές εκληφθούν ως εγκατάλειψη της νομής με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα . Και εφόσον ο ιδιοκτήτης δεν έχει σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, αν κάποιο ήμερο ζώο (στα οποία συγκαταλέγονται και τα ζώα συντροφιάς) φύγει από την οικία του κυρίου του, αυτό καθίσταται απολωλός (άρ. 1081 ΑΚ) και όχι αδέσποτο.
Ο ελληνικός ΑΚ ακολουθεί την, κατά βάσιν, ανθρωποκεντρική λογική που διέπει, εν συνόλω, το ισχύον δίκαιο. Ο άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό έμβιο ον που θεωρείται υποκείμενο δικαίου με δικαιώματα και δυνατότητες διεκδίκησης αποτελεσματικής έννομης προστασίας. Τα ζώα, καίτοι επίσης έμβια όντα, λογίζονται ως ενσώματα κινητά πράγματα (λατινικά “res”) επί των οποίων μπορούν να ασκηθούν ενοχικά και εμπράγματα δικαιώματα, ιδίως αυτό της κυριότητας με τις εξουσίες που απορρέουν από αυτήν. Η έννοια του ζώου δεν ορίζεται αμέσως και ευθέως στον ΑΚ. Όπως ήδη προοικονομήθηκε ανωτέρω (υπό 1.4), από μία συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρ. 947, 948 εδ. β’ και 999 ΑΚ προκύπτει ότι τα ζώα αποτελούν μια μεγάλη υποκατηγορία κινητών πραγμάτων. Έτσι, τα ζώα συνιστούν πράγματα, αυθύπαρκτα και δεκτικά εξουσίασης, επί των οποίων αποκτάται κυριότητα, γεγονός που αποτυπώνεται σε περισσότερες από μία διατάξεις. Για παράδειγμα, στα παραρτήματα αγροτικού ακινήτου συγκαταλέγονται και τα ζώα που είναι προορισμένα για την οικονομική του εκμετάλλευση, δηλαδή που χρησιμοποιούνται στις αγροτικές εργασίες και προορίζονται για την καρποφορία ή τη φύλαξη του ακινήτου (άρ. 960 ΑΚ). Επίσης, τα ζώα συγκαταλέγονται στα πράγματα που υποχρεούται να αποδώσει ο μισθωτής κατά τη λήξη της μίσθωσης αγροτικού κτήματος (άρ. 629 ΑΚ), ενώ μπορούν να αποτελέσουν και αυτοτελώς αντικείμενο μίσθωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 639-640 ΑΚ. Ακόμη, οι διατάξεις των άρ. 1077-1080 ΑΚ ρυθμίζουν την κτήση και την απώλεια κυριότητας επί άγριων και τιθασευμένων ζώων, καθώς και σμήνους μελισσών. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται και οι διατάξεις για την ευθύνη κατόχου ζώο (κατοικίδιου ή μη – άρ. 924 ΑΚ).
Από τη συγκριτική επισκόπηση της νομικής θέσης των ζώων σε αλλοδαπές έννομες τάξεις διαφαίνεται ότι η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα έχει αρχίσει να εκλεπτύνεται, χωρίς όμως να έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας ενδιάμεσης κατηγορίας όντων (βλ. ανωτέρω υπό 1.2.3). Επί παραδείγματι, στη Γερμανία επιδιώκεται η δημιουργία μιας νέας κατηγορίας αντικειμένων δικαίου, αυτής στην οποία υπάγονται τα ζώα. Ειδικότερα, με τον από 20.08.1990 νόμο για τη βελτίωση της έννομης θέσης του ζώου στο αστικό δίκαιο εισήχθη στον γερμανικό ΑΚ (BGB) η § 90a, με σκοπό να καταστεί σαφές ότι τα ζώα δεν ταυτίζονται με τα πράγματα, διότι είναι όντα που συναισθάνονται τον πόνο, τη χαρά, τη λύπη και άλλους είδους συναισθήματα. Ως ζώα νοούνται όλα τα έμβια όντα υπό βιολογική έννοια, τα οποία λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους προστατεύονται από ειδικούς νόμους και δεν αποτελούν «πράγματα» υπό την κλασική έννοια του αστικού δικαίου. Παρά ταύτα, ακόμα και στην ειδική αυτή κατηγορία «πραγμάτων», αυτή των ζώων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τα πράγματα, εφόσον δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό. Επί παραδείγματι, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί καταγγελίας σύμβασης ασφάλισης πραγμάτων στην περίπτωση της ασφάλισης ασθενείας ζώου. Οι γερμανικές διατάξεις έχουν επικριθεί ως απλά συμβολικές, αφού τα ζώα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως πράγματα, καθόσον λ.χ. αποτελούν αντικείμενο ενοχικής και εμπράγματης δικαιοπραξίας και θεωρούνται παραρτήματα ή καρποί άλλου πράγματος.
Αντίστοιχη διάταξη για τα ζώα, αλλά με μάλλον ακόμα περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, συναντούμε και στη Γαλλία. Στον γαλλικό ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 177/2015, εισήχθη διάταξη σύμφωνα με την οποία τα ζώα υπόκεινται σε ιδιοκτησιακό καθεστώς, αλλά λόγω της ευαισθησίας τους και της ικανότητάς τους να βιώνουν συναισθήματα, όπως χαρά και πόνο, αποτελούν ιδιάζουσα κατηγορία πραγμάτων που χρήζει αυξημένης προστασίας μέσω ειδικής νομοθεσίας.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η αντιμετώπιση των ζώων αμιγώς ως αντικειμένων έρχεται πλέον σε σύγκρουση με την υπόσταση που αναγνωρίζει ο ν. 4830/2021 στα ζώα συντροφιάς. Το νεότευκτο νομοθέτημα αποκλίνει από την ανθρωποκεντρική προσέγγιση του ΑΚ, καθώς τοποθετεί το ζώο συντροφιάς στον πυρήνα κάθε ενέργειας που το αφορά και αυτό καταδεικνύεται ήδη από την πρόβλεψη των θεσμών της υιοθεσίας και της αναδοχής. Η σημασία της καθιέρωσης των θεσμών αυτών αναδεικνύεται έτι περαιτέρω αν σκεφτεί κανείς ότι δεν νοείται η υιοθεσία ενός πράγματος (λ.χ. υιοθεσία Η/Υ), κοκ.
Βάσει όλων των ανωτέρω, φαίνεται ότι έφτασε η ώρα για μία αντίστοιχη τροποποίηση και του ελληνικού ΑΚ προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης των ζώων ως ιδιαίτερης κατηγορίας όντων, πιθανώς με τον ρητό χαρακτηρισμό τους ως «οιονεί πραγμάτων». Ο πρωταρχικός δικαιολογητικός λόγος της τροποποίησης είναι η εμπέδωση στη συνείδηση των κοινωνών του δικαίου της ανάγκης αυξημένης προστασίας λόγω της έμβιας και συναισθανόμενης φύσης των ζώων. Πάντως, Έλληνες νομικοί κάνουν ήδη χαρακτηριστικά λόγο για «οιονεί υποκείμενα του δικαίου» (Κ.Πιτσάκης), «πλασματικά υποκείμενα του δικαίου» (Αχ.Κουτσουράδης) ή «ατελή υποκείμενα του δικαίου» (Αθ.Αναγνωστόπουλος). Συνελόντι ειπείν, κινούμαστε ήδη πλέον τουλάχιστον προς μία μεσομορφική θέαση των ζώων, ως ιστάμενων νομικά μεταξύ ανθρώπων και αντικειμένων.

3.2. Ειδικότερα η μεταβίβαση κυριότητας ζώου συντροφιάς κατά τον ΑΚ
Σύμφωνα με το άρ. 1034 ΑΚ, «[γ]για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ’ αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα». Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για τη μεταβίβαση κινητού απαιτείται παράδοση της νομής από τον κύριο σε αυτόν που την αποκτά και συμφωνία μεταξύ των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα. Στις προϋποθέσεις μεταβίβασης συγκαταλέγεται η κυριότητα του μεταβιβάζοντος, η συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος για τη μετάθεση της κυριότητας και, τέλος, η παράδοση της νομής του κινητού πράγματος στον αποκτώντα. Η μεταβίβαση κυριότητας κινητού πράγματος είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή το κύρος της δεν εξαρτάται από το κύρος της αιτίας της.
Αν υπαγάγουμε το ζώο συντροφιάς στην έννοια του κινητού πράγματος κατ’ αρ. 947 ΑΚ, τότε, σύμφωνα με το αρ. 1034 ΑΚ, αρκεί η παράδοση της νομής του ζώου από τον μέχρι πρότινος κύριο στον νέο ιδιοκτήτη και συμφωνία των μερών ότι μετατίθεται η κυριότητα, έτσι ώστε να συντελεσθεί η μεταβίβαση της κυριότητας. Αιτία της μεταβίβασης θα είναι συνήθως κάποια σύμβαση δωρεάς ή πώλησης – το κύρος της οποίας, πάντως, δεν επηρεάζει την εμπράγματη και εκποιητική δικαιοπραξία του άρ. 1034 ΑΚ. Στην ελληνική θεωρία γίνονται ευθείες αναφορές στην ιδιαίτερη αξία που κατέχουν τα ζώα ως έμβια όντα. Μεταξύ άλλων, ο Φ.Λάμπου θεωρεί σκόπιμη την τροποποίηση του ΑΚ προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης των ζώων ως ιδιαίτερης κατηγορίας αντικειμένων του δικαίου, με την εξακολούθηση της μεταχείρισής του ως πραγμάτων στο πλαίσιο περισσότερο προστατευτικών διατάξεων. Ο Α.Κουκούλης υιοθετεί μία ευρεία θεώρηση των ζώων ως lato sensu πραγμάτων, μολονότι ο ΑΚ προβλέπει ένα ειδικό καθεστώς ευθύνης για τα ζώα (άρ. 924 ΑΚ). Περαιτέρω, ο Ε.Λασκαρίδης αναγνωρίζει το ζώο ως ειδική κατηγορία κινητού πράγματος, με το σκεπτικό ότι είναι έμψυχος και αυτοδύναμος οργανισμός που διατηρεί έντονο ψυχικό σύνδεσμο με τον άνθρωπο, οπότε θα πρέπει να απολαμβάνει ιδιαίτερη προστασία.
Ωστόσο, σε σχέση με τις βασικές αυτές παραδοχές θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες ενστάσεις, που, όπως αναμένεται από όσα έχουν ήδη αναφερθεί παραπάνω, σχετίζονται προεχόντως με την ίδια τη φύση των ζώων ως έμβιων και συναισθανόμενων όντων, η οποία και δυσχεραίνει, εν γένει, την άνευ ετέρου υπαγωγή τους στο αστικοδικαϊκό καθεστώς των κινητών πραγμάτων και ιδίως την υποβίβασή τους σε αντικείμενα πωλήσεως. Η δε άσκηση του απόλυτου δικαιώματος της κυριότητας επί ενός ζώου θέτει το ίδιο στην απόλυτη και κατ’ αρέσκειαν διάθεση του κυρίου του (βλ. και άρ. 1000 ΑΚ)ꞏ έτσι, όμως, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα του ζώου ως όντος με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και αυτό φαίνεται να καθίσταται νομικά «έρμαιο» στα χέρια του (εκάστοτε) ιδιοκτήτη του.
Παρά τις ανωτέρω –εύλογες κατ’ αρχήν– επιφυλάξεις και ιδίως την αυξημένη προστασία που πρέπει πλέον να επιφυλάσσεται στα ζώα συντροφιάς (υπό τον ν. 4830/2021), η μεταβίβαση της κυριότητάς τους –όταν προφανώς έχουν ήδη κάποιον ιδιοκτήτη ή κηδεμόνα κατόπιν υιοθεσίας, δεν είναι δηλαδή αδέσποτα– δεν μπορεί, υπό το ισχύον δίκαιο, να πραγματοποιηθεί διαφορετικά παρά κατά τη διαγορευόμενη στο άρ. 1034 ΑΚ διαδικασία. Άλλο το ζήτημα των αυξημένων δεσμεύσεων που μπορεί να αναλαμβάνει ο αποκτών-νέος ιδιοκτήτης λόγω τυχόν προϋφιστάμενης σύμβασης υιοθεσίας μεταξύ του μεταβιβάζοντος-παλαιού ιδιοκτήτη και κάποιου φορέα. Από τη σύμβαση αυτή μπορεί πράγματι να απορρέουν κάποιες αυξημένες –σε σχέση με το νομοθετικό πλαίσιο του ν. 4830/2021– δεσμεύσεις του παλαιού ιδιοκτήτη, οι οποίες και ενδέχεται να τριτενεργούν και σε βάρος του νέου (λ.χ. αν ένα σκυλί είναι βαριά κακοποιημένο και πρέπει να ακολουθεί μία ειδική θεραπευτική αγωγή ή να επισκέπτεται σε τακτά διαστήματα τον κτηνίατρο, κοκ). Το ενδεχόμενο αυτό, πάντως, θα αφορά σε όλως εξαιρετικές (και μάλλον απίθανες) περιπτώσεις. Κατά κανόνα, η σύμβαση υιοθεσίας δεν θα προσθέτει κάτι ουσιώδες σε επίπεδο προστασίας του ζώου σε σχέση με το γενικώς ισχύον προστατευτικό πλέγμα του ν. 4830/2021. Στην περίπτωση δε της μεταβίβασης, το προστατευτικό αυτό πλέγμα θα δεσμεύει άνευ ετέρου και τον νέο ιδιοκτήτη και θα αρκεί για την εξασφάλιση όρων ευζωίας για το μεταβιβασθέν ζώο ως συναισθανόμενο ον. Εξάλλου, για ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος ο ν. 4830/2021 θέτει (βλ. άρ. 8 § 10) συγκεκριμένους περιορισμούς στην «πώληση» ζώων, οι οποίοι, κατ’ ορθή τελολογική ερμηνεία (προκειμένου, δηλαδή, να πραγματωθεί ο σκοπός του νόμου), θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνουν όχι μόνον την ενοχική-υποσχετική δικαιοπραξίας της πωλήσεως αλλά και την εμπράγματη-εκποιητική δικαιοπραξία του άρ. 1034 ΑΚ, με συνέπεια να μην επέρχεται ούτε μεταβίβαση της κυριότητας λόγω απαγόρευσης εκ του νόμου αφορούν προεχόντως στην αιτία της μεταβίβασης (λ.χ. απαγόρευση υπαίθριας πώλησης ζώων ή πώλησης σε άτομα κάτω των 16 ετών χωρίς την άδεια των γονέων τους) .
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν, ασφαλώς, ότι δεν θα πρέπει να επανεξετασθεί κάποια στιγμή το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων του ΑΚ σε σχέση με την προστασία των ζώων και κυρίως αυτές να ευθυγραμμισθούν περισσότερο προς τις σύγχρονες επιταγές του ν. 4830/2021. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, θα χρειαστεί μία μετατόπιση από την πρόσληψη του ζώου ως ενός ακόμη (πρωτίστως) «κινητού πράγματος» (βλ. κυρίως άρ. 947 ΑΚ) σε μία αντίληψη που θα δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στα χαρακτηριστικά αυτού ως συναισθανόμενου όντος. Αφής στιγμής τα ζώα έχουν την ικανότητα να αισθάνονται τον πόνο και τη χαρά, δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζονται ως κινητά πράγματα, κατά την παραδοσιακή πρόσληψη του ΑΚ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το ζήτημα της μεταβίβασης δεν θίγει τον πυρήνα της ανωτέρω σύγχρονης αντίληψης, στον βαθμό που κάθε νέος ιδιοκτήτης δεσμεύεται από και τηρεί το πλαίσιο που θέτει ο ν. 4830/2021.
4. Οι θεσμοί της αναδοχής και της φιλοξενίας
4.1. Εισαγωγικά
H αναδοχή και φιλοξενία ζώων είναι δύο θεσμοί με μακρά ιστορία. H ανάγκη και η πρακτική της αναδοχής και φιλοξενίας προηγήθηκαν κατά πολύ της νομικής ρύθμισης. Οι άνθρωποι αρχικώς δημιουργούσαν φιλοζωικά σωματεία και καταφύγια, εντόπιζαν ζώα που χρειάζονταν φροντίδα και όταν πια δεν μπορούσαν να παρέχουν περαιτέρω φροντίδα, λόγω έλλειψης είτε πόρων είτε χώρου, έψαχναν ιδιώτες που επιθυμούσαν να τα αναλάβουν.
4.2. Αναδοχή και φιλοξενία στην Ελλάδα
4.2.1. Αναδοχή
Η αναδοχή ζώων συντροφιάς ρυθμίζεται στον ν. 4830/2021 και εξειδικεύεται περαιτέρω στην υπ’ αριθ. 29/05.01.2023 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο «Θέματα αναδοχής αδέσποτων ζώων συντροφιάς» (εφεξής: «Εγκύκλιος»). Ειδικότερα:
Ο ορισμός της έννοιας του «αναδόχου» περιέχεται στο άρ. 2 § 7 του ν. 4830/2021. Ως ανάδοχος ορίζεται «το φυσικό πρόσωπο που φιλοξενεί προσωρινά ένα ή περισσότερα αδέσποτα ζώα συντροφιάς έως ότου αυτά υιοθετηθούν». Με βάση αυτόν τον ορισμό συνάγεται και η έννοια της «αναδοχής», η οποία, συνεπώς, θα μπορούσε να οριστεί ως η προσωρινή φιλοξενία, από μέρους ενός φυσικού προσώπου, ενός ή περισσοτέρων αδέσποτων ζώων συντροφιάς έως ότου αυτά υιοθετηθούν. Η σύμβαση αναδοχής υπογράφεται μεταξύ του αναδόχου και του προσώπου που επιλέγει τον ανάδοχο (Δήμου ή του φιλοζωικού σωματείου ή της φιλοζωικής οργάνωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή του φυσικού προσώπου που διαθέτει καταφύγιο ζώων). Στη σύμβαση αυτήν ορίζονται οι υποχρεώσεις του αναδόχου και κάθε άλλη λεπτομέρεια που τα μέρη κρίνουν αναγκαία για την εκπλήρωση των σκοπών αυτής, κατ’ ενάσκηση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρ. 361 ΑΚ). Οι κατ’ ελάχιστον όροι της σύμβασης καθορίζονται κυρίως στην ως άνω Εγκύκλιο, η οποία και περιέχει εκτενέστατο κατάλογο των υποχρεώσεων του αναδόχου (βλ. παρ. 3, 4 και 5 της Εγκυκλίου). Ο τύπος της σύμβασης δύναται να καθορίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά βάσιν όμως ισχύει η αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών (άρ. 158 ΑΚ).
Ανάδοχος, κατά τα ανωτέρω, μπορεί να είναι μόνο φυσικό και όχι νομικό πρόσωπο. Μπορεί να επιλέγεται από τον Δήμο ή τα φιλοζωικά σωματεία και τις φιλοζωικές οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που εγγράφονται στο σχετικό υπομητρώο φιλοζωικών σωματείων και οργανώσεων (άρ. 2 § 23 περ. β’), καθώς και από φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν αδειοδοτημένο καταφύγιο αδέσποτων ζώων ή καταφύγιο που πληροί τις προδιαγραφές των άρ. 28 και 29 του ν. 4830/2021.
Οι ανάδοχοι ορίζονται από τα φιλοζωικά σωματεία με απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ η αναδοχή παύει κυρίως με την υιοθεσία. Συγκεκριμένα, η ως άνω Εγκύκλιος (παρ. 6) ορίζει ότι «[τ]α φιλοζωικά σωματεία με απόφαση ΔΣ ορίζουν τους αναδόχους με τους οποίους συνεργάζονται και προχωρούν σε σύμβαση αναδοχής με τον κάθε ένα ξεχωριστά. Η αναδοχή λήγει είτε με την υιοθεσία του ζώου είτε με επιστροφή του στον δήμο ή το φιλοζωικό σωματείο ή τη φιλοζωική οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή με τον ιδιώτη φιλόζωο που διαθέτει καταφύγιο, με τους οποίους έχει συμβληθεί κατά περίπτωση ο ανάδοχος».
Σε σχέση με τα κριτήρια καταλληλότητας του αναδόχου, τα φιλοζωικά σωματεία, οι φιλοζωικές οργανώσεις και οι Δήμοι έχουν, ασφαλώς, τα μέσα και την εμπειρία να κρίνουν. Στην πράξη, όμως, παρά την ύπαρξη τεχνογνωσίας και την αναλυτική περιγραφή των σχετικών υποχρεώσεων στη σύμβαση αναδοχής, υπάρχει δυσκολία εποπτείας ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων. Στο πλαίσιο εύρεσης του κατάλληλου προσώπου θα μπορούσε, πάντως, να συμβάλει ο προτεινόμενος εδώ (ανωτέρω υπό 2.2.2) θεσμός του πραγματογνώμονα.
Ως προς την πρακτική αναγκαιότητα του θεσμού της αναδοχής, είναι προφανές ότι ο θεσμός εξυπηρετεί σημαντικές πρακτικές ανάγκες, όπως η διαχείριση της πληθώρας αδέσποτων ζώων και των υπερχειλών δημοτικών δομών. Φαίνεται να επιβάλλεται από τη δυσκολία δημιουργίας δημόσιων ή ιδιωτικών δομών που να μπορούν να καλύψουν το πρόβλημα των αδεσπότων. Είναι μια μορφή “outsourcing”, στο πλαίσιο της οποίας η δομή αναθέτει στον ανάδοχο τη φύλαξη και φροντίδα του ζώου για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου να βρεθεί πρόσωπο που να επιθυμεί να το υιοθετήσει ή μέχρις ότου να μπορεί να το αναλάβει ξανά η ίδια η δομή. Στα πλεονεκτήματα του θεσμού θα πρέπει να συγκαταλεχθούν η αποσυμφόρηση των δομών, η σύνδεση φιλόζωων με τα ζώα, η καλλιέργεια φιλοζωικού αισθήματος στους πολίτες, η δυνατότητα μιας πρώτης επαφής σε όσους δεν είναι ακόμη βέβαιοι ότι μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη της ζωοθεσίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται και ορισμένα μειονεκτήματα, όπως η δημιουργία ανασφάλειας στη ζωή του ζώου λόγω πιθανών διαρκών μετακινήσεων (ένεκα λ.χ. αλλεπάλληλων αναδοχών), καθώς και η πιθανότητα κακοποίησης λόγω αναδοχής από ακατάλληλους ανάδοχους.
Σε κάθε περίπτωση, λόγω της νεότητας του θεσμού, θα χρειαστεί χρόνος προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το αν πράγματι η αναδοχή θα λειτουργήσει εν γένει υπέρ των ζώων συντροφιάς και θα αξιοποιηθεί από ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονται να γίνονται ανάδοχοι. Μέχρι τότε, προσήκει η συνετή χρήση του θεσμού της αναδοχής προς τον σκοπό της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων του προς το συμφέρον των ζώων συντροφιάς και της αποφυγής τυχόν αρνητικών συνεπειών αυτού.
4.2.2. Φιλοξενία
Στον ν. 4830/2021 δεν περιέχεται ορισμός της έννοιας της «φιλοξενίας», ωστόσο αυτός μπορεί να προκύψει έμμεσα από τον ορισμό του αναδόχου: έτσι, ως φιλοξενία νοείται η προσωρινή φύλαξη και φροντίδα ενός η περισσότερων ζώων συντροφιάς (βλ. και πάλι άρ. 2 § 7 εδ. α’). Η φιλοξενία έχει ευρύ εννοιολογικό περιεχόμενο, που μπορεί να καταλαμβάνει τόσο αδέσποτα όσο και δεσποζόμενα ζώα, ενώ με τη λήξη αυτής το ζώο μπορεί να παραδίδεται στον αναθέτοντα (λ.χ. ιδιοκτήτη), να δίδεται προς υιοθεσία ή ακόμη και να καθίσταται (δυστυχώς) αδέσποτο συνεπεία εγκατάλειψης. Η φιλοξενία μπορεί ενίοτε να έχει τον χαρακτήρα πράξης φιλοφροσύνης (λ.χ. μεταξύ φίλων ή συγγενικών προσώπων). Μπορεί, όμως, σε άλλες περιπτώσεις να έχει και έννομο χαρακτήρα, περιεχόμενη σε κάποια ενοχή, είτε εκ του νόμου (λ.χ. διοίκηση αλλοτρίων) είτε εκ συμβάσεως. Ειδικότερα, η συνήθης στην πράξη φιλοξενία ζώου από ξενοδοχείο ζώων (λ.χ. κατά τη διάρκεια διακοπών του ιδιοκτήτη) ή κάποιο φυσικό πρόσωπο (λ.χ. κατόπιν παράκλησης από φιλοζωικό σωματείο λόγω έλλειψης χώρου στις εγκαταστάσεις του, ιδίως όταν αντιμετωπίζονται έκτακτες περιστάσεις με πλήθος πυρόπληκτων ή πλημμυροπαθών ζώων) και η υποχρέωση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήτη ή το φιλοζωικό σωματείο μετά ένα χρονικό διάστημα, δωρεάν ή επ’ αμοιβή, θεωρείται, κατά βάσιν, μία σύμβαση παρακαταθήκης (άρ. 822 επ. ΑΚ). Πληρέστερα ίσως, θα μπορούσε, κατά βάσιν, να χαρακτηρισθεί ως μία μικτή σύμβαση, που θα φέρει συνήθως στοιχεία σύμβασης παρακαταθήκης και παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (όταν γίνεται επ’ αμοιβή), περιεχόμενό της δε είναι κυρίως η φύλαξη και η φροντίδα του ζώου συντροφιάς, συχνά για περιορισμένο χρονικό διάστημα («προσωρινά»), μέχρις ότου να επιστραφεί κατά τα ανωτέρω το ζώο ή δοθεί για υιοθεσία ή αναδοχή. Βεβαίως, η ίδια η αναδοχή περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην και τη φιλοξενία του ζώου. Από εκεί και πέρα, όμως, η φιλοξενία είναι ευρύτερη της αναδοχής, καθώς δεν εντοπίζεται μόνο στο πλαίσιο της τελευταίας: μπορεί δηλαδή, όπως ήδη διαπιστώσαμε, να υφίσταται σε κάθε περίπτωση που ένα ζώο συντροφιάς ανατίθεται στην εποπτεία και φροντίδα κάποιου άλλου προσώπου πέραν του αναδόχου.
Θα πρέπει, πάντως, να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση αναδοχής, ο ανάδοχος δεν μπορεί να αναθέτει περαιτέρω τη φύλαξη του ζώου άνευ της άδειας του Δήμου ή του φιλοζωικού σωματείου ή οργάνωσης, ακριβώς επειδή ο ρόλος του έγκειται ήδη στην προσωρινή φύλαξη του ζώου, που δεν μπορεί εν συνεχεία να ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο. Εξαίρεση μπορεί να γίνεται δεκτή σε περίπτωση λ.χ.ασθένειας του αναδόχου, ανάγκης συμμετοχής του σε κοινωνικές εκδηλώσεις όπου δεν καθίσταται δυνατή η μεταφορά του ζώου, κοκ. Αντίστοιχοι περιορισμοί περαιτέρω αναάθεσης του ζώου σε τρίτον θα ισχύουν και για τον θεματοφύλακα στην περίπτωση παρακαταθήκης (βλ. άρ. 824 § 2 ΑΚ).
4.3. Φιλοζωικά σωματεία – δημοτικά καταφύγια – ιδιωτικές δομές
Εφόσον ένα οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο μπορεί να συνάψει σύμβαση αναδοχής με έναν χώρο στον οποίο φυλάσσονται ζώα συντροφιάς, χρειάζεται να εξειδικευτούν το ποιοι ακριβώς μπορεί να είναι αυτοί οι χώροι. Η απάντηση, εν προκειμένω, προκύπτει συνδυαστικά από τον ν. 4830/2021 και την ΚΥΑ 1616/2023 (ΦΕΚ Β΄ 135/17.01.2023) με τίτλο «Καθορισμός ειδικότερων θεμάτων σχετικά με τη διαδικασία, τα όργανα, τα αναγκαία δικαιολογητικά και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την αδειοδότηση των καταφυγίων ζώων συντροφιάς σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 του ν. 4830/2021, καθώς και των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασής τους».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρ. 2 της ΚΥΑ 1616/2023, καταφύγια ζώων συντροφιάς ιδρύουν και λειτουργούν: α) οι Δήμοι, β) τα νομικά πρόσωπα Δήμων ή σύνδεσμοι αυτών, γ) οι διαδημοτικές συνεργασίες, δ) οι αναπτυξιακοί οργανισμοί Δήμων του άρ. 2 του ν. 4674/2020 (Α’ 53), ε) τα φιλοζωικά σωματεία και οι φιλοζωικές οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που έχουν εγγραφεί στο σχετικό ΥποΜητρώο του ΕΜΖΣ και στ) φυσικά πρόσωπα. Επομένως, οι εν λόγω χώροι μπορεί να είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί, αρκεί να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος σχετικά με την τοποθεσία τους, την άδεια λειτουργίας τους και τις συνθήκες υγιεινής τους. Ειδικότερα, ως προς την άδεια λειτουργείας αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή χορηγείται κατόπιν αίτησης, με απόφαση της αρμόδιας κτηνιατρικής αρχής της οικείας Περιφέρειας / Περιφερειακής Ενότητας, εντός των ορίων της οποίας έχει εγκατασταθεί το καταφύγιο, μετά αυτοψία της τριμελούς επιτροπής του άρ. 5 του ν. 604/1977, αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή των εγκαταστάσεων και πριν από την είσοδο των ζώων στο καταφύγιο (άρ. 4 ΚΥΑ 1616/2023). Καθένας από τους χώρους αυτούς που λειτουργεί νόμιμα έχει δικαίωμα να αρνηθεί την αναδοχή, εφόσον κρίνει ότι το πρόσωπο που την επιθυμεί δεν είναι κατάλληλο για τη φύλαξη ζώου. Σε κάθε περίπτωση, οι χώροι αυτοί αναλαμβάνουν την προσωρινή φιλοξενία ζώων συντροφιάς, με σκοπό –στην πλειονότητα των περιπτώσεων – να πετύχουν την υιοθεσία τους.
Οι Δήμοι, εκτός από τη δυνατότητα ίδρυσης καταφυγίων, έχουν και υποχρέωση διαχείρισης των αδεσπότων. Όπως ορίζει το άρ. 3 § 2 του ν. 4830/2021, οι Δήμοι είναι οι «αρμόδιες αρχές για τη φροντίδα, την περισυλλογή και τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, εντός των διοικητικών ορίων των οποίων εντοπίζονται τα αδέσποτα ζώα». Επομένως, ενώ άλλοι φορείς βασίζονται στη βούληση ιδιωτών για να υπάρξουν, οι Δήμοι έχουν δεσμία αρμοδιότητα στο ζήτημα της φροντίδας των αδεσπότων. Ο νόμος ορίζει δε στη συνέχεια του ίδιου άρθρου (εδ. β’) ότι οι Δήμοι και οι υπόλοιποι φορείς χρειάζεται να επιτύχουν ένα καθεστώς συνεργασίας τόσο για την ευζωία των υπαρχόντων ζώων όσο και για την αποτροπή δημιουργίας άλλων αδεσπότων (λ.χ. με την υλοποίηση προγραμμάτων στείρωσης).
4.4. Ειδικότερα η διαχείριση των αδεσπότων
Όπως θα πρέπει να έχει ήδη καταστεί σαφές, το ζήτημα των αδέσποτων ζώων συντροφιάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα το δίκαιο. Σε περίπτωση που ένα ζώο γεννηθεί εξ υπαρχής αδέσποτο ή εγκαταλειφθεί και εξ αυτού του λόγου καταστεί αδέσποτο, ο Δήμος έχει υποχρέωση να το περισυλλέξει, να του εξασφαλίσει κατάλληλο χώρο διαβίωσης και παράλληλα να βεβαιωθεί ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για τον αστικό ιστό. Συχνά, ιδιωτικά καταφύγια, φιλοζωικά σωματεία και οργανώσεις αναλαμβάνουν την εύρεση ή την παροχή ενός μόνιμου και κατάλληλου «σπιτιού» για τα αδέσποτα ζώα. Οι ανάδοχοι λειτουργούν περαιτέρω αποσυμφορητικά για τις δημοτικές αρχές και τις οργανώσεις (ελλείψει χώρου στις τελευταίες), συμβάλλοντας δε στην καλλιέργεια ενός φιλοζωικού κοινωνικού αισθήματος.
Με την ύπαρξη όλων αυτών των προσώπων και θεσμών που ενεργούν συνεργατικά, φαίνεται ότι ο βασικός σκοπός του ν. 4830/2021, ήτοι η εξασφάλιση της ευζωίας των ζώων συντροφιάς, θα μπορούσε σε σημαντικό βαθμό να επιτευχθεί. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ακόμη και σήμερα, μέλη φιλοζωικών οργανώσεων κάνουν λόγο ιδίως για Δήμους που «νίπτουν τας χείρας τους» σε σχέση με το ζήτημα των αδεσπότων και δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα πολιτών που υποδεικνύουν ακόμη και αγέλες αδεσπότων. Πρακτικά δε, είναι ιδιαίτερα δυσχερές για τους πολίτες να αποδείξουν όχι μόνον αιτιώδη σύνδεσμο σε περιπτώσεις τραυματισμού τους από αδέσποτο (ότι, δηλαδή, πράγματι έπαθαν βλάβη, τραυματίστηκαν ή χρειάστηκαν νοσηλεία εξαιτίας επίθεσης αδέσποτου), αλλά και ότι ο Δήμος υπήρξε με κάποιο τρόπο ενήμερος για συγκεκριμένο πρόβλημα επικίνδυνων ζώων σε συγκεκριμένο σημείο – και, συνεπώς, ότι έφερε κάποια (αστική) ευθύνη.
Περαιτέρω, οι ίδιες οι φιλοζωικές οργανώσεις είναι συχνά υποστελεχωμένες, δίχως επαρκείς πόρους και οι επιστροφές από υιοθεσίες είναι τακτικές και συνήθεις. Παράλληλα, εξίσου συχνά, στο άλλο κομμάτι της εξίσωσης, οι ανάδοχοι ενίοτε δεν αντιλαμβάνονται πλήρως τις υποχρεώσεις τους, γεγονός που οδηγεί κάποτε στην παραμέληση των ζώων καθώς και στη μη παροχή σε αυτά αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης.
Οι φιλοζωικές οργανώσεις (και κάθε φορέας που συμβάλλει ουσιαστικά στη διαχείριση του προβλήματος), πέρα από το να επωμίζονται τα ως άνω βάρη, θα έπρεπε να είχαν περισσότερες πρακτικές δυνατότητες δράσης. Προς την κατεύθυνση αυτή, πάντως, κινείται η παρεχόμενη στο άρ. 34 § 7 του ν. 4830/2021 δυνατότητα: εκεί προβλέπεται, ειδικότερα, ότι «σε περιπτώσεις εγκλημάτων μπορεί να παρίσταται αυτοτελώς και κάθε φιλοζωικό σωματείο ή φιλοζωική οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο», υπό την προϋπόθεση ότι είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φιλοζωικών Σωματείων και Οργανώσεων του ΕΜΖΣ. Πριν λειτουργήσει το Μητρώο, είχε τροποποιηθεί του άρ. 7 του ν. 4830/2021, ώστε να ορίζει ότι «κατ’ εξαίρεση, μέχρι τη θέση σε πλήρη λειτουργία του Μητρώου Φιλοζωικών Σωματείων και Οργανώσεων του ΕΜΖΣ του άρθρου 4 και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί να γίνεται από κάθε φιλοζωικό σωματείο ή φιλοζωική οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δραστηριοποιείται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο χωρίς την προϋπόθεση της προηγούμενης εγγραφής τους στο Μητρώο Φιλοζωικών Σωματείων και Οργανώσεων του ΕΜΖΣ». Το Μητρώο τέθηκε τελικά σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 2023 – όπερ σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν καθίσταται ακόμη δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων εκ της λειτουργίας του.
5. Συμπεράσματα
Από την προηγηθείσα ανάλυση του βασικού νομοθετικού πλαισίου προστασίας των ζώων συντροφιάς και ιδίως των πράξεων που αφορούν στην υιοθεσία/ζωοθεσία, αναδοχή και μεταβίβαση των ζώων συντροφιάς ανακύπτει το καταληκτικό ερώτημα περί της παροχής επαρκούς έννομης προστασίας σε ουσιαστικό και σε δικονομικό επίπεδο.
Συναφώς, μέχρι σήμερα δεν υφίσταται νομολογία σχετική με τα ζητήματα της υιοθεσίας/ζωοθεσίας και της αναδοχής. Πέραν του νεοπαγούς χαρακτήρα των θεσμών αυτών –όπως κατοχυρώνονται πλέον στον ν. 4830/2021–, υπάρχει ίσως και ένας πρακτικός λόγος που δικαιολογεί την απουσία σχετικών αποφάσεων: τα δικαιώματα των ζώων όχι μόνο δεν μπορούν υποστηριχθούν από τα ίδια ως ενδιαφερόμενα-ενεργητικά νομιμοποιούμενα «πρόσωπα», αλλά και οι ιδιώτες, μέσω των οποίων αυτά θα μπορούσαν να προασπιστούν, δεν νομιμοποιούνται επαρκώς και με σαφήνεια, ώστε να κινήσουν τις αναγκαίες νομικές-δικαστικές διαδικασίες υπέρ των ζώων.
Σε περιστατικά κακοποίησης του ζώου, οι φιλοζωικές οργανώσεις φαίνεται ενίοτε να έχουν «τα χέρια δεμένα». Αλλά ακόμη και σε ελαφριές περιπτώσεις εγκατάλειψης, ελλιπούς διατροφής ή κακόβουλης εκμετάλλευσής του ζώου, το κεντρικό ερώτημα παραμένει: ποιος δικαιούται να σταθεί στη δικαστική αίθουσα εκ μέρους ενός ζώου που χρειάζεται να προστατευθεί από τον κύριο ή κάτοχό του; Ανακύπτει, συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης και ικανότητας προς το δικολογείν. Αυτή τη στιγμή, απάντηση σε αυτό το ζήτημα δεν δύναται να ανευρεθεί ούτε στην ελληνική έννομη τάξη αλλά ούτε και στο Ενωσιακό Δίκαιο. Το ζήτημα, πάντως, είναι αρκετά σοβαρό και χρήζει προσεκτικής εξέτασης. Έχει θιγεί στις ΗΠΑ εν εκτάσει ιδίως από τη M. Nussbaum. Θα μπορούσαν ίσως εδώ να μεταφερθούν, κατ’ αναλογίαν, οι ρυθμίσεις που ισχύουν για άτομα με περιορισμένες ικανότητες, όπως τα βρέφη ή οι ασθενείς με άνοια, ή περαιτέρω όσα ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα – σε σχέση προεχόντως με την ικανότητα δικαίου και την ικανότητα δικαστικής εκπροσώπησης των ζώων.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο ν. 4830/2021 θεσπίζει ένα σύγχρονο δεσμευτικό πλαίσιο ευζωίας και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεσμεύει κάθε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που βρίσκεται σε μία νομική ή πραγματική (de facto) σχέση (: υιοθεσία, αναδοχή, φιλοξενία ή άλλη) με το ζώο. Επομένως, το επόμενο βήμα της παροχής περαιτέρω ουσιαστικών και δικονομικών δυνατοτήτων στα πρόσωπα αυτά, επί σκοπώ μιας αποτελεσματικότερης προστασίας των ζώων συντροφιάς και προεχόντως εξασφάλισης όρων ευζωίας, έχει κατ’ ουσίαν προοοικονομηθεί και είναι οπωσδήποτε επιθυμητό.
6. Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφικές Αναφορές
● M. C. Nussbaum, Creating capabilities: The human development approach (2011).
● Αθ.Αναγνωστόπουλος, Το ζώο ως ατελές υποκείμενο του Ποινικού Δικαίου, εν: Liber Discipulorum για τα 70ά γενέθλια του Ι. Γιαννίδη – «Το Ποινικό Δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση» (2020).
● Σ. Βλαχόπουλος, Το «Εγωιστικό Γονίδιο» του Δικαίου (2023).
● Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου (5η έκδ. 2019).
● Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο (2η έκδ. 2010).
● Απ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο (3η έκδ. 2023).
● Σ. Ιωακειμίδης, εν: ΣΕΑΚ Γεωργιάδη – τόμ. ΙΙ (2013), άρθρα 1075- 1076.
● Ι. Καρακώστας /Α. Μπρεδήμας, Η προστασία των ζώων και το δίκαιο (2004).
● Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (3η έκδ. 2023).
● Α. Κουκούλης, Νομική θέση και προστασία των ζώων (2023).
● Δ. Κουντάκη, Ζώα και Ηθική- Μία μη ανθρωποκεντρική προσέγγιση (2019).
● Ε. Λασκαρίδης εν: ΣΕΑΚ Γεωργιάδη – τόμ. I (2η έκδ. 2023), άρθρο 639.
● Ε. Λασκαρίδης, εν: ΣΕΑΚ Γεωργιάδη – τόμ. ΙΙ (2013), άρθρο 948.
● Ι. Σπυριδάκης, Εμπράγματο Δίκαιο (2η έκδ. 2021).
● Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (5η έκδ. 2018).
● Λ. Χαζίρογλου , Δικαιώματα των Ζώων και Ηθική (2018).
Άρθρα – Μελέτες
● R. Botreau /I. Veissier /A. Butterworth /M. B. Brackle / L. J. Keeling, Definition of criteria for overall assessment of animal welfare, Animal Welfare, 16(2) (2007), 225.
● M. Gibson, The universal declaration of animal welfare, Deakin Law Review 16.2 (2011), pp. 539-567.
● L. Lelanchon, La reforma del estatuto juridico civil de los animales en el Derencho frances, Derecho Animal: Forum of Animal Law Studies (Vol. 9, No. 3 (2018), 72.
● Αικ. Ηλιάδου, Τα δικαιώματα των ζώων, ΔτΑ 2014, 341.
● Α. Καραμπατζός, Προστασία των ζώων συντροφιάς και σύγχρονες δικαϊκές προκλήσεις, Nomiki Bibliothiki Daily 2023 (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://daily.nb.org/arthrografia/prostasia-ton-zoon-syntrofias-kai-sygchrones-dikaikes-prokliseis/).
● Α. Καραμπατζός, Κατάχρηση Δικαιώματος κατ΄ άρθρ. 281 ΑΚ- Δόγματος και νομολογίας επίσκεψη: από τις παραδοσιακές μορφές κατάχρησης μέχρι σύγχρονα ζητήματα καταχρηστικής άρνησης σύναψης συμβάσεως (ιδίως λόγω δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, discrimination), ΕλλΔνη 2019, 989.
● Φ. Λάμπου, Η έννομη θέση των ζώων στο ιδιωτικό δίκαιο, ΧρΙΔ 2022, 248.
● Χ. Παπανδρέου, Το νομικό καθεστώς των ζώων: Ελληνικό Δίκαιο, Δικαιοσυγκριτική Θεώρηση, Νομολογία, Προτάσεις (2018- Διπλωματική Εργασία), σελ. 5 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2711507/theFile).
● Κ. Φουντεδάκη, Γάμος ατόμων του ιδίου φύλου στο εξωτερικό. Ίδρυση συγγένειας των συζύγων με παιδί που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας σύμφωνα με αλλοδαπό δίκαιο. Μη αντίθεση της αναγνώρισης της σχετικής δικαστικής απόφασης στην ελληνική δημόσια τάξη (γνωμ.), ΕφΑΔΠολΔ 2021, 245.
Διαδικτυακές Πηγές
https://www.therapydogs.com/why-therapy-dogs-are important/.
· https://www.maddiesfund.org/the-history-of-the-no-kill-movement.htm.
· https://api.worldanimalprotection.org/country/denmark.
· https://api.worldanimalprotection.org/country/sweden.
· https://api.worldanimalprotection.org/country/switzerland.
· https://www.globalanimallaw.org/database/national/belgium/.
· https://www.globalanimallaw.org/database/national/czech-republic/.
· https://www.globalanimallaw.org/database/national/spain/.
· https://www.globalanimallaw.org/database/national/germany/.
· https://www.onlinecourses.ed.ac.uk/all-courses/animal-behaviour-and-welfare.
· https://www.onlinecourses.ed.ac.uk/all-courses/truth-about-cats-and-dogs.
· https://www.pdsa.org.za/.
· https://sentientmedia.org/in-europe-authorities-struggle-to-enforce-animal-protection-laws/.
· https://www.animallaw.info/statute/portugal-cruelty-portugal-animal-welfare-law.
· https://www.oxfordreference.com/display/10.1093/acref/9780195369380.001.0001/acref-97801953369380-e-214.
Νομοθεσία – Κανονισμοί – Εγκύκλιοι – Νομολογία
● Ν. 2017/1992 (ΦΕΚ Α' 31/27.02.1992).
● Ν. 4039/2012 (ΦΕΚ Α΄ 15/02.02.2012)
.
● Ν. 4830/2021 (ΦΕΚ Α΄ 169/18.09.2021).
● Ν. 4873/2021 (ΦΕΚ A΄ 248/16.12.2021)
.
● ΚΥΑ 1616/2023 (ΦΕΚ Β΄ 135/17.01.2023) με τίτλο «Καθορισμός ειδικότερων θεμάτων σχετικά με τη διαδικασία, τα όργανα, τα αναγκαία δικαιολογητικά και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την αδειοδότηση των καταφυγίων ζώων συντροφιάς σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 του ν. 4830/2021, καθώς και των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασής τους».
● Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22 Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97
● Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (Κύρωση με Νόμο 2696/1999, ΦΕΚ Α’ 57/23.03.1999), όπως ισχύει.
● Υπ’ αριθμόν 29/05.01.2023 Εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών για τα «Θέματα Αναδοχής Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς».
● Υπ΄ αριθμόν 3/2023 Έκθεση Ελέγχου Ελεγκτικού Συνεδρίου με τίτλο: «Αδέσποτα ζώα συντροφιάς: τηρούνται οι κανόνες ευζωίας τους και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η ανεξέλεγκτη διασπορά τους στις εξοχές της χώρας;».
● ΑΠ 561/2010, ΤΝΠ Νόμος.
● ΑΠ 1177/2015, ΤΝΠ Νόμος.
● ΑΠ 640/2016, ΤΝΠ Νόμος.
● ΑΠ 1175/2019, ΤΝΠ Νόμος.
● ΕφΑθ 169/2023, ΤΝΠ Νόμος.