Κείμενο

Ομάδα Εργασίας
Χρυσάνθη Χρυσούλα Γεραμάνη (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Γεωργία Νίκη Ζαραβίνου (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Αικατερίνη Καραβασίλη (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Δημοντινέα Μουρατάι (Ασκούμενος Δικηγόρος, Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Μελέτιος Μπίμπας (Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Βασιλεία Παπαστεφανάκη (Δικηγόρος, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Κωνσταντίνος Πατσουράκης (Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.)
Επιβλέπων:
Ανδρέας - Νικόλαος Κουκούλης (Διδακτωρ Νομικής, Σπουδαστής Εθνικής Σχολής Δικαστών
Εισαγωγή – Παρουσίαση Θεματικής
Το παρόν κείμενο εστιάζει στη θέση που καταλαμβάνουν τα ζώα συντροφιάς στην ελληνική έννομη τάξη υπό το πρίσμα του αστικού δικαίου, καθώς και στα κενά δικαίου που εντοπίζονται στο πλαίσιο της έννομης προστασίας τους. Καταγράφονται θεμελιώδη ζητήματα που προκύπτουν από την πλημμελή αντιμετώπιση των ζώων από τον Έλληνα νομοθέτη, τόσο από πλευράς εμπραγμάτου δικαίου, όσο και οικογενειακού δικαίου και κληρονομικού δικαίου, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους εκκινούν από μία βασική προκείμενη, το νομικό καθεστώς που κατέχουν τα ζώα στο ελληνικό δίκαιο. Το νομικό status των ζώων συντροφιάς αποτελεί την εναρκτήρια θεματική του παρόντος, μία θεματική “ομπρέλα” από την οποία απορρέουν όλες οι επιμέρους ενότητες που θα ακολουθήσουν. Μέσα από μια ιστορική αναδρομή στη θέση του ζώου στον ελληνικό αστικό κώδικα, παρουσιάζονται τα προβλήματα που γεννιούνται με τη συστηματική ένταξη των ζώων στο πλαίσιο του εμπραγμάτου δικαίου ως πραγμάτων, ενώ με έμπνευση τις καινοτομίες του ελβετικού αστικού κώδικα προτάσσεται η δημιουργία μιας ιδιάζουσας κατηγορίας προσώπων, ανταποκρινόμενης στην ιδιαίτερη φύση των ζώων, και συνακόλουθα η υιοθέτηση του όρου “κηδεμονία”, αντί για “ιδιοκτησία”, όρος που διαπνέει κατά κόρων το παρόν κείμενο. Στο πλαίσιο του εμπραγμάτου δικαίου, ακολουθεί η ανάλυση ζητημάτων γειτονικού δικαίου, με έμφαση στο ζήτημα των εκπομπών των ζώων συντροφιάς και στην αυστηρή αντιμετώπιση τους από την ελληνική νομολογία. Παρουσιάζεται η ad hoc αξιολόγηση κάθε ζώου συντροφιάς και των ιδιαιτεροτήτων του και η υιοθέτηση ηπιότερων μέτρων συμμόρφωσης με τους κανόνες του γειτονικού δικαίου, αντί της ευθύς εξαρχής απομάκρυνσης του ζώου από την οικία του.
Εν συνεχεία, αναλύονται οι προεκτάσεις της θέσης των ζώων συντροφιάς στην ελληνική έννομη τάξη στο οικογενειακό δίκαιο και δη στην περίπτωση της διακοπής της συμβίωσης μεταξύ των κηδεμόνων του. Ειδικότερα, εξετάζεται το ζήτημα της απόδοσης του ζώου συντροφιάς σε έναν εκ των κηδεμόνων του, καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου με το ζώο, έχοντας πάντοτε ως κατευθυντήρια γραμμή την προαγωγή του συμφέροντος του ζώου και την ευζωία αυτού. Τέλος, η εξασφάλιση του συμφέροντος των ζώων συντροφιάς ερευνάται και από πλευράς κληρονομικού δικαίου, μέσω συγκριτικής μελέτης και κάλυψης των κενών του ελληνικού δικαίου με επιρροές από το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Δίνεται μεταξύ άλλων έμφαση στον θεσμό του καταπιστεύματος υπέρ ζώων συντροφιάς του common law, ενώ υποδεικνύεται παράλληλα η υπαγωγή των ζώων συντροφιάς στο θεσμό του κληρονομικού εξαιρέτου. Η παρούσα μελέτη υλοποιήθηκε ακολουθώντας τη συγκεκριμένη δομή και κατεύθυνση, προκειμένου να αποτελέσει στο σύνολό της έναυσμα για μελλοντικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που θα κληθούν να αναπτύξουν περαιτέρω το δίκαιο των ζώων στην ελληνική έννομη τάξη.
Κεφάλαιο 1: Τα ζώα ως ιδιάζουσα κατηγορία προσώπων στις Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου
Α. Εισαγωγή
Το δικαιικό πλαίσιο για την προστασία των ζώων συντροφιάς αποτελεί για την ελληνική έννομη τάξη ένα μακροχρόνιο και δυσεπίλυτο νομικό ζήτημα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πρώτη αποτελεσματική νομοθετική προσπάθεια χρονολογείται περί το 1979, όταν στο αγγλικό δικαιικό σύστημα θεσπίστηκαν επισήμως οι πέντε ελευθερίες των ζώων, αρχικά για τα ζώα παραγωγής και έπειτα για τα ζώα συντροφιάς, διατάξεις που υιοθετήθηκαν αργότερα και από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η Οδηγία 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Ιουλίου του 1998 έθεσε τα θεμέλια της κατοχύρωσης των πέντε ελευθεριών στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, υποχρεώνοντας τα κράτη - μέλη να συμμορφωθούν με τις εν λόγω διατάξεις και να ενσωματώσουν στα εγχώρια δικαιικά τους συστήματα τις αντίστοιχες επιταγές. Αρκετά πρόσφατα, συγκεκριμένα το 2021, και στο πλαίσιο αυτής της νέας τάξης πραγμάτων, η Ελλάδα προχώρησε στη θέσπιση αυξημένης σημασίας νομοθετήματος για την ευζωία των ζώων συντροφιάς (Ν. 4830/2021), διαπλάθοντας ένα καινοτόμο νομικό πλαίσιο προστασίας των ζώων με κυρωτικούς κανόνες δικαίου και επιδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ένα αξιόλογο βήμα νομοθετικής προόδου.
Παρά τη σημαντική προσπάθεια κάλυψης των νομοθετικών κενών, κατόπιν της εφαρμογής δομημένου νομικού πλαισίου για τα ζώα συντροφιάς, η θέση των τελευταίων στο Αστικό Δίκαιο αποτελεί ακόμη και σήμερα μία πρόκληση που χρήζει περισσότερο στοχευμένης διαχείρισης από τον Έλληνα νομοθέτη. Σύμφωνα με την ελληνική έννομη τάξη, τα ζώα συντροφιάς εξακολουθούν να κατατάσσονται στην κατηγορία των αντικειμένων του δικαίου, διατηρώντας έτσι απαρέγκλιτα ανά τους αιώνες την ιδιότητα των πραγμάτων (res), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το έμβιο στοιχείο που τα χαρακτηρίζει. Στο πλαίσιο της άνευ ετέρου εξίσωσης των ζώων με τα άψυχα πράγματα, γεννιούνται νομικά ζητήματα που εκτείνονται τόσο στις Γενικές Αρχές, τη βάση δηλαδή του Αστικού Δικαίου, όσο και στο Κληρονομικό και το Οικογενειακό δίκαιο, οι προεκτάσεις επί των οποίων θα αναλυθούν παρακάτω.
Β. Η θέση του ζώου στον ελληνικό Αστικό Κώδικα και η πρωτοποριακή προσέγγιση του ελβετικού δικαίου
Η θέση των ζώων στον διεθνή δικαιικό κόσμο αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει τους Νομικούς διαχρονικά. Ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια εντοπίζονται οι πρώτες γραπτές διατάξεις για τα ζώα (Δωδεκάδελτος Νόμος του 450 π.Χ. και Lex Aquilia το 287 π.Χ.), που αν και δεν αναγνώριζαν τα ζώα ως ξεχωριστή κατηγορία από τα αντικείμενα δικαίου, εντούτοις αποτέλεσαν τον πρόδρομο ορισμένων σημερινών διατάξεων του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σχετική με την αδικοπρακτική ευθύνη διάταξη περί ευθύνης κατόχου ζώου, η οποία εμπεριεχόταν στο πλαίσιο του Δικαίου των Πραγμάτων (ius quod ad res pertinet), σύμφωνα με τις Εισηγήσεις του Γαΐου. Σκοπός της εν λόγω διάταξης αποτελούσε η ρύθμιση βλάβης που προκαλείται από τα ζώα προς τρίτον, διαγράφοντας έτσι την παραδοχή εκ μέρους του νομοθέτη πως η φύση των ζώων και οι συμπεριφορές αυτών περιλαμβάνουν ορισμένα επιπλέον στοιχεία και χαρακτηριστικά από τα άψυχα αντικείμενα, εφόσον μάλιστα στη διάταξη γινόταν λόγος για «θανάτωση». Η παραπάνω παρατήρηση, παρότι δεν εισφέρει κάτι καινοτόμο ως προς την υπό συζήτηση θεματική, κρίθηκε ενδιαφέρον να παρατεθεί, καθώς αποτέλεσε τον πρόδρομο της αδικοπρακτικής ευθύνης του ιδιοκτήτη ζώου, παραλλαγή της οποίας εντοπίζουμε μέχρι και σήμερα στον ελληνικό Αστικό Κώδικα (ΑΚ 924).
Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή, η θέση που καταλαμβάνουν τα ζώα στο ελληνικό δικαιικό σύστημα μοιάζει προβληματική, καθώς εντοπίζεται μία νομικά αξιοσημείωτη αντίφαση. Από τη μία πλευρά, ο Έλληνας νομοθέτης αναγνώρισε με τον Νόμο 4830/2021 τα ζώα ως έμβια όντα τα οποία νιώθουν και αισθάνονται, μπορούν να εκφράσουν σε μεγάλο βαθμό τη βούλησή τους μέσω φυσιολογικών συμπεριφορών, έχουν συναισθηματική νοημοσύνη και πέντε κατοχυρωμένες ελευθερίες, η παραβίαση μάλιστα των οποίων επιφέρει νομικές κυρώσεις· από την άλλη όμως πλευρά, στο Αστικό Δίκαιο τα ζώα εξακολουθούν να εξισώνονται με πράγματα, ήτοι με «ενσώματα αντικείμενα δεκτικά νομικής εξουσίασης». Συγκεκριμένα, τα ζώα κατατάσσονται στην κατηγορία των κινητών πραγμάτων του εμπράγματου δικαίου, ενώ εξειδίκευση γίνεται στα ζώα που χρησιμοποιούνται για αγροτικούς σκοπούς, τα οποία θεωρούνται παραρτήματα κατά το άρθρο 960 ΑΚ. Απόρροια της αντίθεσης αυτής είναι το γεγονός ότι τα ζώα θεωρούνται de lege lata πράγματα, όμως de lege ferenda αντιμετωπίζονται και αναγνωρίζονται ως έμβια όντα. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν δυνατόν να υποστηρίξει κάποιος πως προκύπτει μία αξιολογική αντινομία ανάμεσα στις διατάξεις που αναγνωρίζουν τα ζώα ως έμβια όντα και στις διατάξεις που τα τοποθετούν στο καθεστώς των αντικειμένων δικαίου. Αποτέλεσμα της εν λόγω αντινομίας αποτελεί το παράδοξο, πως από το ίδιο πραγματικό δύνανται προκύπτουν ασυμβίβαστες και διαφορετικές μεταξύ τους έννομες συνέπειες, με τα ζώα να θεωρούνται αφενός αντικείμενα δικαίου κατά το Αστικό Δίκαιο, αφετέρου έμβια όντα με ελευθερίες κατά τον Νόμο 4830/2021.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τον ισχύοντα ελληνικό Αστικό Κώδικα το ζώο θεωρείται πράγμα και δη κινητό πράγμα. Συνέπεια της προβληματικής αυτής εξομοίωσης των ζώων με τα πράγματα, αποτελεί το γεγονός πως εκείνα συγκαταλέγονται στα περιουσιακά στοιχεία του κυρίου τους. Πρόκειται για μία απόλυτη και ισχυρή ιδιοκτησιακή σχέση ανάμεσα στα ζώα και τον κύριό τους, καθώς εκείνα εντάσσονται στην σφαίρα της φυσικής εξουσίασης του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Εμπραγμάτου Δικαίου (ΑΚ 1075 επ.). Η εξίσωση των ζώων με τα αντικείμενα δικαίου, καθώς και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κυρίου επί του ζώου, διαφαίνεται από ποικίλες διατάξεις του Αστικού Δικαίου. Ενδεικτική αναφορά αποτελεί το άρθρο 924 ΑΚ περί αντικειμενικής ευθύνης του κατόχου του ζώου, όταν αυτό γίνεται υπαίτιο ζημιογόνου συμπεριφοράς, το άρθρο 1077 ΑΚ περί των άγριων ζώων, τα οποία θεωρούνται αδέσποτα όταν ο ιδιοκτήτης τους πάψει να ασκεί φυσική εξουσίαση πάνω σε αυτά, καθώς και το άρθρο 1076 ΑΚ για τα ζώα συντροφιάς που καθίστανται αδέσποτα, όταν αυτά ξεφύγουν από τη σφαίρα της φυσικής εξουσίασης του κυρίου τους.
Εν αντιθέσει με την ελληνική έννομη τάξη, έτερες ευρωπαϊκές χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ελβετία, έχουν υιοθετήσει περισσότερο προοδευτικές θέσεις αναφορικά με τη νομική θέση των ζώων. Συγκεκριμένα, στον ελβετικό Αστικό Κώδικα ο νομοθέτης δεν αντιμετωπίζει τα ζώα ως πράγματα, αλλά ως ειδική και ξεχωριστή κατηγορία προσώπων, διατυπώνοντας ρητά τη νομική προσέγγιση κατά την οποία “τα ζώα δεν είναι αντικείμενα” (άρθρο 641a ΕλβΑΚ: «Tiere sind keine Sachen»). Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται σαφής στην ελβετική έννομη τάξη ο διαχωρισμός των ζώων από τα αντικείμενα δικαίου, αφού τα άψυχα πράγματα τοποθετούνται στον αντίποδα τόσο των υποκειμένων δικαίου, όσο και της ειδικής αυτής κατηγορίας προσώπων των ζώων. Κινούμενο το ελβετικό δικαιικό σύστημα σε αυτό το πλαίσιο προστασίας και φροντίδας των ζώων, θεσμοθετεί ακόμα την ευθύνη του ευρετή απολωλότος ζώου, διάταξη που ορίζει πως, εάν κάποιος εύρει ένα χαμένο ζώο του οποίου τον ιδιοκτήτη δεν γνωρίζει, υποχρεούται κατ΄ αρχάς να το αναφέρει στις αρμόδιες αρχές και στη συνέχεια, σε περίπτωση που δεν βρεθεί ο ιδιοκτήτης, ο ευρετής καθίσταται κηδεμόνας αυτού, πράγμα που εάν φυσικά δεν επιθυμεί δύναται να ανατρέψει παραδίδοντας το ζώο σε κάποιο καταφύγιο (άρθρα 720a, 722 1 bis, 722 1 ter). Όταν, δε, πρόκειται για ζώο συντροφιάς, το χρονικό διάστημα που έχει στη διάθεσή του ο ευρετής να αποφασίσει για το μέλλον αυτού περιορίζεται ακόμα περισσότερο, οπότε σε περίπτωση που επιθυμεί την παραίτησή του από τη θεμελίωση κηδεμονίας επ’ αυτού, οφείλει να το παραδώσει άμεσα και οριστικά στο αρμόδιο καταφύγιο, το οποίο θα αναλάβει τη φροντίδα του και θα το δώσει μελλοντικά σε όποιον κρίνει πως θα εξασφαλίσει το καλύτερο συμφέρον αυτού. Οι προαναφερθείσες διατάξεις συνιστούν ιδιαιτέρως σημαντικές νομοθετικές ενέργειες της ελβετικής έννομης τάξης, καθώς αποσκοπούν στην αποφυγή της περιέλευσης των ζώων σε καθεστώς αδέσποτων, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύουν τη μέριμνα του εθνικού νομοθέτη να επικρατήσει το συμφέρον του ζώου σε κάθε περίπτωση και να διατηρηθεί η φροντίδα του.
Σε αντίθεση με τον ελβετικό Αστικό Κώδικα, η θεμελιώδης διάκριση που υιοθετείται από το Αστικό Δίκαιο των περισσότερων ευρωπαϊκών έννομων τάξεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η ελληνική, είναι εκείνη μεταξύ των Υποκειμένων και Αντικειμένων Δικαίου. Όσον αφορά στα αντικείμενα δικαίου και δη τα πράγματα (ΑΚ 947), το ελληνικό Αστικό Δίκαιο παρουσιάζει απόλυτη συμφωνία με τον αντίστοιχο ορισμό του ελβετικού Αστικού Κώδικα, αφού προϋποθέτει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, ήτοι το απρόσωπο, το αυθύπαρκτο, το ενσώματο αντικείμενο και τη δεκτικότητα εξουσιασμού του, προκειμένου να καταφαθεί ο ορισμός των πραγμάτων. Παρατηρώντας τον ορισμό που έχει δοθεί για τα πράγματα στην ελληνική και ελβετική έννομη τάξη, εντοπίζεται ένα τρόπον τινά ατόπημα στο ελληνικό αστικό δίκαιο: Το γεγονός πως τα ζώα έχουν τοποθετηθεί εσφαλμένα, όπως φαίνεται, στην κατηγορία των πραγμάτων, από την στιγμή που δεν είναι απρόσωπα, δεν διαθέτουν, δηλαδή, υλική υπόσταση, χαρακτηριστικό που έχει παραδείγματος χάριν ένα τραπέζι· αντιθέτως, τα ζώα αποτελούν κατά αντικειμενική αλήθεια ζώντες οργανισμούς που έχουν συνείδηση, συναισθάνονται, αντιδρούν, εκφράζονται, θυμούνται, ζουν και πεθαίνουν. Έτσι, ο χαρακτηρισμός των ζώων από την ελληνική έννομη τάξη ως αντικείμενα δικαίου φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα βασικά γνωρίσματά τους, γεγονός που εγείρει ιδιαίτερους προβληματισμούς.
Στον αντίποδα και όσον αφορά στα υποκείμενα δικαίου, ο ελληνικός ΑΚ αναγνωρίζει αυστηρά δύο είδη Υποκειμένων: α) τα φυσικά πρόσωπα, ήτοι τους ανθρώπους (ΑΚ 34) και β) τα νομικά πρόσωπα, ήτοι ενώσεις προσώπων και σύνολα περιουσίας (ΑΚ 61). Τόσο τα φυσικά, όσο και τα νομικά πρόσωπα είναι ταυτοχρόνως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχουν δηλαδή σύμφωνα με τη νομική επιστήμη «ικανότητα δικαίου». Ταυτόχρονα με την εν λόγω ικανότητα, τα υποκείμενα δικαίου διαθέτουν κατ’ αρχήν δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή τη δυνατότητα να εκφράζουν τη βούλησή τους και να παράγουν νομικά αποτελέσματα μέσω της έκφρασης αυτής όπως και, να λαμβάνουν νομικά έγκυρες αποφάσεις και να συνάπτουν δεσμευτικές συμβατικές σχέσεις. Τα θεμελιώδη δικαιώματα που διαθέτουν τα φυσικά πρόσωπα κατοχυρώνονται πρωτίστως συνταγματικά, βεβαίως λόγω της αυξημένης βαρύτητας που τα διέπει, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα να αποτελούν το δικαίωμα στη ζωή (ά. 5 παρ. 1 Σ.), στην υγεία (ά. 5 παρ. 5 Σ.), την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την προσωπική ελευθερία (ά. 5 παρ. 3 Σ.), καθώς και στην ελεύθερη κίνηση & εγκατάσταση (ά. 5 παρ. 1 Σ.). Οι συγκεκριμένες ατομικές ελευθερίες είναι απαράμιλλης σημασίας και τίθενται σαφώς και πάντα σε απόλυτη προτεραιότητα, καθώς αποσκοπούν στην εξασφάλιση πρωτίστως του «ζην», δηλαδή της ύπαρξης του ανθρώπου , αλλά και του «ευ ζην», δηλαδή της καλής διαβίωσής του.
Έχοντας ακριβώς τον ίδιο σκοπό, ήτοι την προστασία της ζωής και ιδίως της ευζωίας των ζώων συντροφιάς, και κατόπιν της θέσπισης των προαναφερθέντων πέντε ελευθεριών (ελευθερία από πείνα και δίψα, άσκοπη ταλαιπωρία και καταπόνηση, πόνο, τραυματισμό και ασθένεια, αλλά και φόβο και αγωνία), αυθόρμητα οδηγείται η επιστημονική κοινότητα στην παρατήρηση ομοιοτήτων των ελευθεριών των ζώων με ορισμένα από τα ως άνω θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα, η ελευθερία του ζώου από την πείνα και τη δίψα φαίνεται να τελεί σε αντιστοιχία με το ανθρώπινο δικαίωμα στη ζωή, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του Συντάγματος. Επιπλέον, η έκφραση των φυσιολογικών συμπεριφορών του ζώου αποτελεί έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου, που επίσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ελευθερία του ζώου από τον πόνο, τους τραυματισμούς και τις ασθένειες, που παρουσιάζει σχεδόν απόλυτη ταύτιση με το δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 35 Σ) και τη σωματική ακεραιότητα (άρθρο 3). Με βάση τα παραπάνω, είναι νομικά ορθό να γίνεται λόγος για δικαιώματα των ζώων, τα οποία ο νομοθέτης έχει ξεκινήσει ήδη να αναγνωρίζει, δεν έχει καταστήσει όμως σαφή την προστασία και τη διαφύλαξή τους στο πλαίσιο ποικίλων συνθηκών, εντός των οποίων τα ζώα διαβιούν.
Στη άλλη όψη του νομίσματος των δικαιωμάτων βρίσκονται, όπως είναι γνωστό, οι υποχρεώσεις, οι οποίες αποτελούν και το δεύτερο στοιχείο του άρθρου 34 ΑΚ περί ικανότητας δικαίου των φυσικών προσώπων. Όταν, όμως, γίνεται λόγος για ζώα, καθίσταται απολύτως αντιληπτό πως θα ήταν έξω από την σφαίρα της λογικής να μπορούσε να επιβαρυνθεί ένα ζώο με οποιαδήποτε υποχρέωση, αφού δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί πλήρως με το ανθρώπινο είδος. Τα ζώα, αν και έμβιοι οργανισμοί, είναι κοινώς αποδεκτό και αναντίρρητη πραγματικότητα πως δεν διαθέτουν τις ίδιες ικανότητες με τον άνθρωπο, βασικότερες εκ των οποίων είναι η νοημοσύνη, η κριτική σκέψη και η συνείδηση, ικανότητες που συνθέτουν ακριβώς την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και τα μη ανθρώπινα όντα. Επομένως, οποιαδήποτε νομική υποχρέωση ή αδικοπρακτική ευθύνη σχετίζεται με το πρόσωπο του ζώου, είναι εύλογο να βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον ιδιοκτήτη του, ή εν γένει εκείνον που είναι κατά χρόνον αρμόδιος για αυτό, και μάλιστα κρίνεται δόκιμο η εν λόγω ευθύνη να αποδίδεται σε μειωμένο βαθμό. Ο μειωμένος βαθμός της αδικοπρακτικής ευθύνης υποστηρίζεται εν προκειμένω, λόγω της έλλειψης τόσο της ικανότητας καταλογισμού σε βάρος του ζώου, όσο και της ικανότητας δικαίου, με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αποτελεί απλώς τον φορέα της ευθύνης. Συγκεκριμένα, αν και δεν υπάρχει άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, που αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις του πραγματικού του ΑΚ 914, θα μπορούσε να γίνει λόγος για αντικειμενική ευθύνη, εφόσον η ζημία ναι μεν προκλήθηκε από το ζώο, καταλογίζεται δε στο πρόσωπο του κηδεμόνα του, καθώς μόνο εκείνος είναι δυνατόν να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα. Έτσι, αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά δεν προκλήθηκε με υπαιτιότητα του κηδεμόνα του ζώου, προήλθε όμως από ζώο για το οποίο υπεύθυνος είναι εκείνος, κρίνεται ορθότερο να αναγνωριστεί μειωμένη αδικοπρακτική ευθύνη στον τελευταίο και να επιδικαστεί μειωμένη αποζημίωση από το αρμόδιο δικαστήριο.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προηγούμενες διαπιστώσεις, μοιάζει αναγκαία η αποκόλληση των ζώων από το Εμπράγματο Δίκαιο και η ένταξή τους στο Αστικό Δίκαιο ως μία ιδιάζουσα κατηγορία προσώπων, εφόσον γίνεται αποδεκτός ο έμβιος και διαισθητικός χαρακτήρας τους. Ωστόσο, επειδή πλέον δεν γίνεται λόγος για αντικείμενα δικαίου δεκτικά εξουσιασμού, αλλά για ιδιάζοντα πρόσωπα δικαίου, κρίνεται σημαντική η μελλοντική μεταβολή του όρου «ιδιοκτησία των ζώων» στο ελληνικό δικαιικό σύστημα. Συγκεκριμένα, προτείνεται σε μεταγενέστερα νομοθετήματα να επανεκτιμηθεί η εν λόγω ορολογία, η οποία αντανακλά τη μέχρι σήμερα ανθρωποκεντρική προσέγγιση του ζητήματος των ζώων, και αντί αυτού να προτιμηθεί ο όρος της «κηδεμονίας» όταν γίνεται αναφορά σε ζώα συντροφιάς. Με την υιοθέτηση του νομικού όρου κηδεμονία, το σχεσιακό καθεστώς ανάμεσα στο ζώο και τον κηδεμόνα απομακρύνεται από την ιδέα της εξουσίασης του δεύτερου προς το πρώτο, όπως συμβαίνει με κάθε άλλο άψυχο αντικείμενο, ενώ σταδιακά ανοίγεται ένας δρόμος διάκρισης των ζώων από οποιοδήποτε άβιο περιουσιακό στοιχείο. Για τον λόγο αυτόν, στην παρούσα θεωρείται περισσότερο εύστοχο να υιοθετηθεί στο σύνολο των κεφαλαίων ο όρος της κηδεμονίας αντί αυτού της ιδιοκτησίας, αποτελώντας ενδεχομένως επιπλέον έναυσμα στη μεταβολή της κρίσης του νομοθέτη.
Γ. Προτάσεις και συμπεράσματα
Σε συναγωγή των παραπάνω, το νομικό αδιέξοδο αναφορικά με την ένταξη των ζώων συντροφιάς στο σύστημα του αστικού δικαίου, αλλά και στον νομικό χαρακτηρισμό τους, αποτελεί ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής έννομης τάξης. Στον Ν. 4830/2021 ο Έλληνας νομοθέτης έχει αναγνωρίσει τον έμβιο χαρακτήρα των ζώων, τη συναισθηματική και νοητική τους ικανότητα, στον αστικό κώδικα, όμως, εξακολουθεί να τα κατατάσσει στα αντικείμενα δικαίου και συγκεκριμένα στα κινητά πράγματα, προκαλώντας έτσι ένα νομικό παράδοξο. Η ένταξη των ζώων στην κατηγορία των πραγμάτων είναι γεγονός πως δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, δηλαδή τα χαρακτηριστικά εκείνα που τα διαφοροποιούν από τα άλλα άψυχα αντικείμενα. Την ίδια στιγμή, δεν μοιάζει λογικό τα ζώα να εξομοιωθούν με τον άνθρωπο και να ενταχθούν στην κατηγορία των φυσικών προσώπων, καθώς οι ανάγκες των ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων είναι καταφανώς διαφορετικές. Αντιστοίχως, δεν τίθεται φυσικά λόγος τα ζώα να ενταχθούν ούτε στην κατηγορία των νομικών προσώπων, καθώς γίνεται εύλογα αντιληπτό ότι εκείνα δεν συνιστούν ούτε ενώσεις φυσικών προσώπων, ούτε σύνολα περιουσίας.
Το ανωτέρω ζήτημα δεν αποτελεί αποκλειστικά ένα εγχώριο νομικό αδιέξοδο, αφού η θέση των ζώων σε διεθνές επίπεδο δεν έχει προβλεφθεί επαρκώς και, κατά συνέπεια, δεν έχει κατοχυρωθεί στις περισσότερες έννομες τάξεις παγκοσμίως. Ωστόσο, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, με πρωτοστάτη την Ελβετία, έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το αδιέξοδο αυτό, θεσμοθετώντας ρητά διατάξεις που ορίζουν ότι τα ζώα δεν θεωρούνται πράγματα, αντίθετα διαθέτουν κληρονομικά δικαιώματα, σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου το συμφέρον τους λαμβάνεται πάντα υπ’ όψιν για την λήψη οποιασδήποτε απόφασης που αφορά σε αυτά, ενώ εντοπίζεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη διασφάλιση της αναγκαίας φροντίδας και ευζωίας των ζώων συντροφιάς, ακόμα και στις περιπτώσεις που ένα ζώο ξεφύγει από τον κηδεμόνα του και ως εκ τούτου χαθεί.
Με την παρούσα μελέτη, παρουσιάζεται ως επιτακτική ανάγκη η ελβετική έννομη τάξη να αποτελέσει πρότυπο και πηγή έμπνευσης για τον Έλληνα νομοθέτη. Προτείνεται, λοιπόν, η δημιουργία μίας νέας, ιδιάζουσας κατηγορίας προσώπων των ζώων στο αστικό δίκαιο, ικανής να καλύψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πλασμάτων αυτών. Η καινοτόμος αυτή ιδιάζουσα κατηγορία θα καλύπτεται από το καθεστώς της κηδεμονίας, αποκλείοντας έτσι αναχρονιστικούς όρους περί ιδιοκτησίας και κυριότητας που προσδίδουν εμπράγματο χαρακτήρα στα ζώα συντροφιάς. Με την χρήση σύγχρονης νομικής ορολογίας προβλέπεται να επιτευχθεί, με πιο αποτελεσματικό τρόπο, η διασφάλιση της φροντίδας του ζώου από τον κηδεμόνα του, η προστασία του ιδιαίτερου δεσμού ανάμεσά τους, καθώς και η δυνατότητα των ζώων συντροφιάς να απολαύουν σημαντικά προνόμια. Επιπλέον, με τη νέα αυτή κατηγορία δύναται να εξασφαλιστεί και να προστατευθεί νομικά το συμφέρον των ζώων συντροφιάς, αφού θα δημιουργηθούν νέοι, πρωτοποριακοί δικαιικοί θεσμοί που θα προάγουν το τα συμφέροντά τους και θα μεριμνούν για την ευζωία τους. Η ιδιάζουσα αυτή κατηγορία προσώπων των ζώων τονίζεται πως δεν θα βαρύνεται από υποχρεώσεις, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα ζώα δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο νοητικής ικανότητας με τον άνθρωπο. Συνεπώς, ο Νόμος οφείλει να προσδιορίσει αποτελεσματικά τη θέση των ζώων στον Αστικό Κώδικα και, συγκεκριμένα, στο βιβλίο των Γενικών Αρχών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δυνατότητες και τις ιδιαιτερότητές τους ως έμβια, έμψυχα και ελεύθερα όντα.
Κεφάλαιο 2: Ζητήματα Εμπραγμάτου Δικαίου αναφορικά με τα ζώα συντροφιάς και προεκτάσεις στο Γειτονικό Δίκαιο
Α. Εισαγωγή
Στην παρούσα ενότητα εξετάζονται ειδικά ζητήματα γειτονικού δικαίου που τελούν σε άμεση σχέση με την υπό συζήτηση θεματική των ζώων συντροφιάς. Η ερευνητική προσέγγιση στο πλαίσιο του Εμπράγματου Δικαίου επικεντρώνεται στην ελληνική νομολογία που έχει δημιουργηθεί με αφορμή υποθέσεις σχετικές με εκπομπές ήχων, καθώς και με εν γένει διαφορές γειτονικού δικαίου που αφορούν σε ζώα συντροφιάς. Στο πλαίσιο της συστηματικής αυτής μελέτης αναζητούνται τρόποι με τους οποίους η ελληνική νομοθεσία και νομολογία θα ήταν δυνατόν να εξελιχθούν ως προς την ορθότερη διαχείριση των παραπάνω ζητημάτων, εξετάζοντας την ανάγκη για ενδεχόμενη αλλαγή του νομικού πλαισίου και της νομολογιακής πρακτικής. Στόχος είναι να θιγεί ρητά η πολυπλοκότητα των ζητημάτων περί νομικής αντιμετώπισης των ζώων συντροφιάς στο πλαίσιο τόσο του εμπράγματου δικαίου γενικά, όσο και του γειτονικού δικαίου ειδικά, προκειμένου να αποβληθούν από τον ελληνικό τρόπο σκέψης αναχρονιστικές αντιλήψεις περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ζώων, και να υιοθετηθούν τελικά περισσότερο σύγχρονες τάσεις και θέσεις που αφορούν στην ένταξη των τελευταίων σε ένα ευρύτερο και φιλικότερο γειτονικό πλαίσιο και περιβάλλον.
Β. Ελληνική νομοθεσία και νομολογία
Εκκινώντας την ανάλυση της θεματικής που αφορά στα ζώα συντροφιάς και το γειτονικό δίκαιο, καίριας σημασίας καθίσταται η ανάλυση του άρθρου 1003 ΑΚ, όπου εντοπίζεται η υποχρέωση του κυρίου ενός ακινήτου να ανέχεται πάνω σε αυτό επεμβάσεις που προέρχονται από άλλα ακίνητα, στον βαθμό που αυτές είτε δεν είναι ουσιώδεις είτε είναι μεν ουσιώδης, αλλά συνήθεις για την περιοχή του βλαπτόμενου ακινήτου. Συσχετίζοντας την υποχρέωση αυτή με την ύπαρξη των ζώων συντροφιάς σε μία οικία, η διάταξη που φέρνει σε επαφή τις δύο εν λόγω προβληματικές είναι το άρθρο 15 του Ν.4830/2021, στο οποίο προβλέπεται ρητά η δυνατότητα διατήρησης δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς στο ίδιο διαμέρισμα του κατόχου τους καθώς και σε κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, υπό την προϋπόθεση πως τηρούνται οι αστυνομικές διατάξεις περί κοινής ησυχίας και οι υγειονομικές διατάξεις.
Τα ζητήματα που ανακύπτουν αναφορικά με τα ζώα συντροφιάς στο πλαίσιο του γειτονικού δικαίου είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, καθώς τα κατοικίδια αποτελούν εφαλτήριο συγκρούσεων ανάμεσα στους συμβιούντες σε μία γειτονιά, και δη ανάμεσα σε ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων που ενδέχεται να επηρεάζονται από την διατήρηση ζώων από τους γείτονές τους. Η ελληνική νομολογία δε φαίνεται προς το παρόν να ακολουθεί κάποια σταθερή γραμμή στις αποφάσεις που εκδίδονται, παρατηρούνται όμως ορισμένες κοινές κατευθύνσεις που έχουν ακολουθηθεί κατά τη διάρθρωση σχετικών δικανικών συλλογισμών, οι οποίες πρόκειται να αναφερθούν και αξιολογηθούν στο παρόν κεφάλαιο.
Η νομολογία, σε απόλυτη συμμόρφωση με την νομοθεσία, διατυπώνει σε υποθέσεις γειτονικού δικαίου την πεποίθηση πως ο κύριος ενός ακινήτου έχει την υποχρέωση να ανέχεται εκπομπές που προέρχονται από τη συνήθη χρήση του ακινήτου από το οποίο προέρχεται η βλάβη. Τίθεται εν προκειμένω ένα κριτήριο σύγκρισης, με πρώτο όρο τη συνήθη χρήση για όμοια ακίνητα ίδιας περιοχής και δεύτερο όρο τη χρήση του βλάπτοντος ακινήτου. Αν από τη σύγκριση προκύπτει πως οι εκπομπές προέρχονται από χρήση ασυνήθη για όμοιας φύσεως ακίνητα της ίδιας περιοχής, ο κύριος του βλαπτόμενου ακινήτου δεν έχει υποχρέωση να ανέχεται τις εκπομπές. Επιπλέον, κατά την νομολογία εκπομπές από ζώα συντροφιάς συνιστούν ιδίως: α) το γαύγισμα, β) οι υλακές, γ) οι ρύποι από ούρα και κόπρανα και δ) οι τρίχες, συνεπώς στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω εκπομπές υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται από το άρθρο 1003 ΑΚ, ο προσβαλλόμενος συνήθως προσφεύγει σε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων επιδιώκοντας προσωρινή δικαστική προστασία, ή ακόμη περισσότερο καταφεύγει στην άσκηση αγωγής διατάραξης της νομής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Στις υποθέσεις αυτές η ελληνική νομολογία υιοθετεί σε γενικές γραμμές δύο διακριτές προσεγγίσεις. Για λόγους μεθοδολογίας της παρούσας έρευνας, οι προσεγγίσεις αυτές ομαδοποιούνται σε «αποφάσεις που διατάσσουν την οριστική απομάκρυνση του ζώου συντροφιάς» και σε «αποφάσεις που διατάσσουν ηπιότερα από την απομάκρυνση μέτρα».
Πιο συγκεκριμένα, συναντάται σε δύο αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών το ζήτημα εκπομπών θορύβων όσον αφορά στο γάβγισμα σκύλων. Η πρώτη μεν αφορά σε σκύλο που γαβγίζει ακατάπαυστα παραβιάζοντας διατάξεις περί ωρών κοινής ησυχίας, η δεύτερη δε αφορά στην εγκατάσταση σκύλου σε βεράντα, από την οποία δημιουργούνται εστίες δυσοσμίας και παραβάσεις υγειονομικών διατάξεων. Αμφότερες οι υποθέσεις έχουν ως αίτημα την οριστική απομάκρυνση του ζώου συντροφιάς από την κατοικία του κηδεμόνα του, την οποία απομάκρυνση το δικαστήριο κάνει άνευ ετέρου δεκτή. Αντιστοίχως, έχουν κρίνει σε όμοιες περιπτώσεις και αποφάσεις του Πρωτοδικείου Ρόδου και του Ειρηνοδικείου Λευκάδας και Βόνιτσας, οι οποίες διατάζουν απομακρύνσεις σκύλων από οικίες λόγω φερόμενης παράβασης διατάξεων κοινής ησυχίας, ήτοι λόγω γαυγίσματος.
Στον αντίποδα των ανωτέρω δικαστικών κρίσεων, ευρίσκονται διατακτικά αποφάσεων που επιλέγουν αρκετά ηπιότερη προσέγγιση για τα ζώα συντροφιάς. Οι περισσότερες από τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις αφορούν και πάλι σε σκύλους που γαβγίζουν σε ώρες κοινής ησυχίας. Το δικαστήριο εν προκειμένω λαμβάνει υπ’ όψιν στο αιτιολογικό του διάφορες παραμέτρους, οι κυριότερες εκ των οποίων είναι η ευάλωτη θέση του ζώου, το περιβάλλον και ο χώρος στον οποίο αυτό εντάσσεται, αναγνωρίζοντας πως μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στους ερεθισμούς που δέχεται ο σκύλος, το συναισθηματικό δέσιμο της οικογένειας με το ζώο -ιδίως το γεγονός πως ο σκύλος έχει μεγαλώσει μαζί με τα ανήλικα τέκνα της καθ’ ου η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων-, και τέλος δίνει έμφαση σε προηγούμενη έριδα των διαδίκων διατυπώνοντας πως αυτή συχνά αποτελεί το πραγματικό κίνητρο για την προσφυγή στην δικαιοσύνη. Ιδίως, με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφεύγει να ανατρέψει μια κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επί μακρόν και ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα των ανωτέρω αποτελεί το γεγονός ότι τα διατακτικά αυτά καταλήγουν σε περισσότερο ευέλικτες λύσεις. Ολοκληρώνοντας την παράθεση αυτή, αξιομνημόνευτη είναι και μια απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία κινείται σε αντίστοιχη κατεύθυνση, ερχόμενη να διορθώσει ένα σφάλμα και να ανατρέψει με τον τρόπο αυτόν πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία είχε διατάξει την οριστική απομάκρυνση, ενώ καμία σχετική αναφορά δεν υπήρχε στο αιτητικό των ασφαλιστικών μέτρων.
Γ. Συμπεράσματα και προτάσεις
Οι αποφάσεις της πρώτης κατηγορίας, όπως εκτέθηκαν ως άνω, μοιάζουν να απομακρύνουν με σχετική ευκολία τα ζώα συντροφιάς από τις οικίες τους, αποτυγχάνοντας να λάβουν υπ’ όψιν το γεγονός ότι τα ζώα έχουν αισθήματα και, όπως διατυπώνεται και κατωτέρω, «είναι υποκείμενα ζωής». Στις περισσότερες περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων, επαινούνται οι συνθήκες ευζωίας τους και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τα ζώα έχουν ανατραφεί, παρόλα αυτά ο δικαστής διατάσσει την οριστική τους απομάκρυνση από την οικία και τους κηδεμόνες τους. Η προσέγγιση της απομάκρυνσης ενός ζώου συντροφιάς, το οποίο έχει ανατραφεί και βρίσκεται σε ένα σταθερό περιβάλλον, κρίνεται το δίχως άλλο υπέρμετρα αυστηρή και σίγουρα βλαπτική για το συμφέρον και την ευζωία του ζώου. Αντιστοίχως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή η προσέγγιση που δεν εξαντλεί άλλα προσφορότερα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, προσκρούοντας έτσι στη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας. Ενδεικτικές λύσεις για το εν λόγω πρόβλημα της εκπομπής θορύβων, οι οποίες δεν αναφέρονται ως ενδεχόμενο στην πλειονότητα των ως άνω αποφάσεων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν η χρήση φίμωτρου, η αναζήτηση βοήθειας από εκπαιδευτή ή και η απλή απόσυρση του ζώου σε περίκλειστο χώρο του σπιτιού τις ώρες κοινής ησυχίας. Ο δικαστής προτείνεται να είναι πιο δημιουργικός στις σχετικές υποθέσεις, επί των οποίων αποφαίνεται, και να δομεί τον δικανικό του συλλογισμό αναλόγως, αναγνωρίζοντας πως το ζώο δεν είναι στείρο αντικείμενο που μπορεί με τόσο μεγάλη ευκολία να μετακινηθεί και να αλλάξει περιβάλλον. Στο υπό συζήτηση πλαίσιο, το δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει τα ανωτέρω προβλήματα θέτοντας ορισμένα κριτήρια προτού διατάξει την οριστική απομάκρυνση, η οποία απομάκρυνση θα έπρεπε να αποτελεί το έσχατο και όχι το προσφορότερο μέτρο.
Οι περισσότερες από τις ανωτέρω αποφάσεις εγείρουν αρκετά σημαντικούς προβληματισμούς για το δίκαιο των ζώων. Το γεγονός ότι ακόμα και στη σύγχρονη εποχή τα ζώα παραμένουν να θεωρούνται αντικείμενα δικαίου, στερεί από τους εφαρμοστές δικαίου το κατάλληλο νομικό έρεισμα για την απονομή δικαιοσύνης σε υποθέσεις που αφορούν στις εκπομπές των ζώων συντροφιάς, συνεπώς οι δικαστικοί λειτουργοί και οι συλλειτουργοί δικηγόροι, εξίσου με τους ερμηνευτές του δικαίου, είναι αναμενόμενο να βρεθούν σε νομικό τέλμα όσον αφορά στις εν λόγω υποθέσεις. Ο Έλληνας δικαστής ενθαρρύνεται να λάβει υπ’ όψιν, κατά τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης του, το γεγονός ότι τα ζώα συντροφιάς θα πρέπει να θεωρηθούν lato sensu υπάρχοντα μέλη μίας οικίας και ενδεχομένως μίας οικογένειας, καθώς η αδυναμία της ρητής αυτής ένταξης των ζώων στο πλαίσιο της οικογενειακής και γειτονικής συμβίωσης οδηγεί το δίχως άλλο σε ανεπιεική αποτελέσματα.
Αναφορικά με το ζήτημα των εκπομπών από ζώα συντροφιάς, το άρθρο 1003 ΑΚ είναι δόκιμο να ερμηνευθεί κατά τρόπο που ανταποκρίνεται περισσότερο στα σύγχρονα δεδομένα. Ειδικότερα, εφόσον κριτήριο για την διαπίστωση του «χαρακτήρα του ακινήτου» και της «συνήθους χρήσης» είναι ο μέσος κοινωνικός άνθρωπος, η κρίση του οποίου επηρεάζεται από την καθημερινή πείρα και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, είναι ασφαλές να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα πως οι εκπομπές ήχων και ρύπων από ζώα συντροφιάς, δέον να ανήκουν στη συνήθη χρήση και να είναι ανεκτές. Είναι άλλωστε απτή πραγματικότητα το γεγονός πως πλέον αυξημένο ποσοστό ανθρώπων διαθέτει ζώα συντροφιάς στην κατοικία του, τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων εκφράζουν και θα εκφράζουν τις ανάγκες τους με τις αντίστοιχες εκπομπές, αρκεί φυσικά αυτές να ανέρχονται στον βαθμό που δεν διαταράσσεται ο καθημερινός ρυθμός της ζωής. Το εκάστοτε δικαστήριο συνίσταται να κρίνει πάντοτε αντικειμενικά και να μη λαμβάνει υπ’ όψιν υποκειμενικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα υπερευαισθησίες, αντίθετα να λαμβάνει δράση αποκλειστικά και μόνο όταν η εκπομπή υπερβαίνει το όριο του μέτρου για τον καθένα που βρίσκεται στη θέση του βλαπτόμενου, περιορίζοντας έτσι και την άσκηση αγωγών που στηρίζονται αποκλειστικά σε προσωπικές έριδες. Κρίνεται πάντως χρήσιμο να αναφερθεί πως ούτε στην αμερικανική νομολογία, η οποία είναι πλούσια σε σχετικές υποθέσεις (ιδίως Πολιτείες του Όρεγκον και του Οχάιο),, έχουν καθιερωθεί ακόμη de facto κριτήρια για το πότε μία εκπομπή από ζώο είναι υπερβολική, σίγουρα όμως ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο πως και οι λοιποί κάτοικοι της γειτονιάς ενοχλούνται ουσιωδώς από τις εκπομπές αυτές.
Στο πλαίσιο των εκπομπών θορύβων, άξια αναφοράς είναι η ιδιαίτερη κατηγορία των ζώων θεραπείας (service animals), όπου κρίνεται εύλογο οι θόρυβοι που προέρχονται από εκείνα να μην θεωρούνται καν εκπομπές, συνεπώς να μην τίθεται σε καμία περίπτωση το ζήτημα οριστικής απομάκρυνσης των ζώων αυτών με δικαστική απόφαση. Τα service & support animals ναι μεν αποτελούν διακριτή κατηγορία ζώων, αναμφίβολα όμως εντάσσονται στην οικογενειακή συμβίωση και ενδέχεται να δημιουργήσουν εκπομπές, ωστόσο οι δικές τους εκπομπές, όπως το γαύγισμα, είναι αυξημένης σημασίας αφού είναι δυνατόν να συνιστούν ειδοποίηση για ιατρική βοήθεια. Μέχρι στιγμής πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν συναντάται στην ελληνική νομολογία, ωστόσο ήδη έχουν προκύψει σχετικές περιπτώσεις στο εξωτερικό, με Πολιτείες στην Αμερική να προβλέπουν ήδη ρυθμίσεις για το ζήτημα.
Ανακεφαλαιώνοντας, το δικαστήριο οφείλει στις υποθέσεις των εκπομπών από ζώα συντροφιάς να εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας, ώστε το μέτρο που διατάσσεται να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και σε αναλογία stricto sensu με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στις περιπτώσεις όπου η χρήση φίμωτρου, η απλή μετακίνηση του ζώου σε εσωτερικό χώρο, καθώς και οι συνεδρίες με ειδικό κατά περίπτωση εκπαιδευτή είναι δυνατόν να τελεσφορήσουν, κρίνεται εύλογο να προκρίνονται από το δικαστήριο οι εν λόγω πρακτικές ως μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος των εκπομπών, και να αποφεύγεται η ευθύς εξαρχής οριστική απομάκρυνση του ζώου από την οικία. Η τελευταία συνίσταται να διατάσσεται μόνο ως η εσχάτη των λύσεων, στις περιπτώσεις όπου το ζώο έχει αποτύχει να πειθαρχήσει ύστερα από εκπαίδευση με δύο τουλάχιστον διαφορετικούς εκπαιδευτές, και εφόσον έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα υλικά και τεχνολογικά μέτρα (λ.χ. ηχομόνωση, ηχοαπορρόφηση), οπότε και η χρήση του βλαπτόμενου ακινήτου καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη.
Η ελληνική νομολογία την τελευταία πενταετία έχει παράξει ικανοποιητικές και φιλικές προς τα ζώα αποφάσεις σε υποθέσεις με στοιχεία γειτονικού δικαίου, προσέγγιση η οποία κρίνεται δόκιμο να διατηρηθεί, και ακόμη περισσότερο να εξελιχθεί, εγκαταλείποντας έτσι διατακτικά αποφάσεων απομάκρυνσης των ζώων από τις οικίες τους. Ο δρόμος είναι ανοιχτός για νέες δικαστικές αποφάσεις, ακόμη πιο προοδευτικές από τις υπάρχουσες, κινούμενες προς μία κοινή κατεύθυνση διευθέτησης των παραπάνω ζητημάτων, με μέριμνα πάντα το συμφέρον, την ασφάλεια και την εν γένει ευζωία των ζώων συντροφιάς.
Κεφάλαιο 3: Η θέση των ζώων συντροφιάς στο Οικογενειακό Δίκαιο και η πορεία αυτών στις υποθέσεις διακοπής συμβίωσης των φροντιστών τους
Α. Η κατοχύρωση της θέσης των ζώων στο Οικογενειακό Δίκαιο
Αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου αποτελεί η μελέτη ζητημάτων που αφορούν στα ζώα συντροφιάς στο πλαίσιο του Οικογενειακού Δικαίου. Το ενδιαφέρον εστιάζει εν προκειμένω στη θέση που τα ζώα κατέχουν, ή θα έπρεπε να κατέχουν, σε κάθε οικογένεια και επικεντρώνεται στον ειδικό προβληματισμό που προκύπτει στις περιπτώσεις όπου οι φροντιστές αυτών αποφασίζουν να διακόψουν τη μεταξύ τους συμβίωση. Τα σημαντικότερα ζητήματα που αναλύονται στη συγκεκριμένη μελέτη είναι αφενός η απόδοση της κηδεμονίας του ζώου στον έναν από δύο τους συζύγους και αφετέρου το δικαίωμα επικοινωνίας του έτερου συζύγου με το ζώο που πρόκειται να αποχωριστεί. Θεματικό πυρήνα συνιστά η αναζήτηση κριτηρίων προκειμένου να αξιολογείται ορθά το συμφέρον του ζώου υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλεται προσπάθεια εισαγωγής νομοθετικών προτάσεων για την κατοχύρωση μίας ιδιαίτερης θέσης των ζώων συντροφιάς στο Οικογενειακό Δίκαιο.
Λαμβάνοντας ως δεδομένη την ανάγκη τα ζώα να καταλάβουν μία ιδιαίτερη θέση στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα, ανάλογης επιτακτικής ανάγκης κρίνεται και ο προσδιορισμός του νομικού καθεστώτος της ύπαρξης και διατήρησης αυτών μέσα σε μία οικογένεια. Τα δεσποζόμενα ζώα συντροφιάς δεν είναι μεν νομικά πρακτικό να εξομοιώνονται με τα ανθρώπινα μέλη μίας οικογένειας, είναι δε παρωχημένο να λογίζονται έως σήμερα ιδιοκτησία των συζύγων και ως εκ τούτου να συγκαταλέγονται στα περιουσιακά στοιχεία αυτών. Τα ζώα, όντας «υποκείμενα ζωής», «έμβιοι οργανισμοί», έμψυχα όντα «που συναισθάνονται», όπως ορίζει ο Νόμος 4830/2021, αξίζουν στη σύγχρονη εποχή έναν νομικό προσδιορισμό διαφορετικό από εκείνον των αντικειμένων που κέκτηνται οι σύζυγοι.
Η ανωτέρω παραδοχή σαφώς δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του νομοθέτη να εξομοιώσει τα ζώα συντροφιάς με τα ανθρώπινα μέλη της οικογένειας, ή ακόμη περισσότερο να ταυτίσει τη θέση τους με εκείνη των τέκνων στο οικογενειακό πλαίσιο, ακόμη κι εάν ορισμένοι σύζυγοι παρουσιάζουν αυτή την τάση λόγω του συναισθηματικού δεσίματος που έχουν αναπτύξει με το ζώο με το οποίο συμβιούν. Αντίθετη άποψη με την προαναφερθείσα έχει διατυπωθεί από τον S. P. Simmons από το Texas A&M University, δεδομένης της σημασίας των ζώων συντροφιάς για τους πολίτες των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία το νομικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς θα έπρεπε να ακολουθήσει την πρόοδο του νομικού καθεστώτος των ανήλικων τέκνων. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στον τομέα του κληρονομικού δικαίου, ο Simmons ισχυρίζεται πως είναι αντιφατικό τα ανήλικα τέκνα που κληρονομούν να προστατεύονται, παρόλο που δεν μπορούν τα ίδια να διαχειρίζονται την κληρονομιαία περιουσία, ενώ την ίδια στιγμή τα ζώα συντροφιάς να μην μπορούν να κληρονομήσουν εξαιτίας του νομικού τους status. Παρά τη ριζοσπαστική τελευταία θέση επί του ζητήματος, στην παρούσα φαίνεται ορθότερη η άποψη που θέλει τις ανάγκες των ανθρώπων, και δη των τέκνων μίας οικογένειας, να είναι αδιαμφισβήτητα διαφορετικές και εμφανώς διακριτές από τις ανάγκες των ζώων. Συνεπώς επί του παρόντος δεν τίθεται ζήτημα ταύτισης ή σύγχυσης των ανθρώπινων παραγόντων με τα μη ανθρώπινα πλάσματα.
Όπως τεκμηριώθηκε ανωτέρω, στο πλαίσιο της μεταβολής της νομικής ορολογίας που αφορά στη σχέση ανθρώπου και ζώου κρίνεται εύλογο να χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «κηδεμονία» αντί του όρου «ιδιοκτησία». Στο παρόν κεφάλαιο, όπου ο θεματικός πυρήνας είναι τα ζώα συντροφιάς στο οικογενειακό δίκαιο, θεωρείται απαραίτητο να γίνει ευθύς εξαρχής ρητή διάκριση του όρου «κηδεμονία» από τις έννοιες «γονική μέριμνα» και «επιμέλεια», προς αποφυγή λεκτικής και νοηματικής σύγχυσης. Η γονική μέριμνα και η επιμέλεια αποτελούν νομική ορολογία που αφορά και πάντα θα αφορά στη σχέση γονέων και τέκνων, με τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, τα ζώα δεν είναι δόκιμο να εξομοιώνονται νομικά λόγω αγεφύρωτων διαφορών που φέρουν οι δύο αυτές έννοιες. Ανάμεσα στα ζώα και τα παιδιά εντοπίζονται κομβικής σημασίας διαφορές, μία εκ των οποίων είναι το καθεστώς της ανηλικότητας το οποίο αποτελεί προσωρινό νομικό status των παιδιών, αντίθετα η εξαρτημένη θέση του ζώου από τον κηδεμόνα του μένει αμετάβλητη από την αρχή έως το τέλος της ζωής αυτού. Ως εκ τούτου, η γονική μέριμνα παύει με το τέλος της ανηλικότητας του τέκνου, η κηδεμονία όμως του ζώου παραμένει ισόβια και απαρέγκλιτη, εξ ου και η ανάγκη διάκρισης αυτών των όρων και χρήσης της εκάστοτε ορολογίας στην αντίστοιχη περίπτωση, δίχως ταύτιση ή παρανόηση των λέξεων.
Αλλάζοντας τη νομική ορολογία από «ιδιοκτησία» ζώου σε «κηδεμονία» αυτού, ο νομοθέτης πρόκειται να γίνει ακριβέστερος στον προσδιορισμό της σχέσης που οφείλει να έχει ο εκάστοτε κηδεμόνας με το δεσποζόμενο ζώο, την ευθύνη του οποίου έχει αναλάβει. Με την κατοχύρωση του εν λόγω καθεστώτος στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, αναμένεται να διευκολυνθούν αυτομάτως και άλλες νομικές καταστάσεις με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωποι οι νομικοί λειτουργοί, όσον αφορά στο οικογενειακό δίκαιο και τα ζώα, στην κορυφή των οποίων βρίσκεται η τύχη των τελευταίων έπειτα από ενδεχόμενη διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, ή των εν γένει συμβιούντων υπό οποιασδήποτε νομικής μορφής ένωση. Ο λόγος γίνεται για τα «divorce animals», ορολογία που έχει υιοθετηθεί παγκοσμίως λόγω του γεγονότος ότι ο θεσμός του γάμου αποτελεί τη συνηθέστερη νομική μορφή συμβίωσης. Στην παρούσα μελέτη γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν ορισμένα ερωτήματα και προτάσεις επί αυτών, προκειμένου να ληφθούν υπ’ όψιν σε μελλοντική σχετική με το εν λόγω ζήτημα νομοθετική κινητοποίηση.
Β. Απόδοση της κηδεμονίας του ζώου σε περίπτωση διακοπής συμβίωσης
Στην περίπτωση κατά την οποία ένα ζευγάρι αποφασίζει να διακόψει τη συμβίωσή του, εγείρονται ερωτήματα για τα οποία τα μέρη καλούνται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Στην ειδικότερη δε περίπτωση όπου τα μέρη δεν δύνανται να καταλήξουν από κοινού σε συμπεράσματα, πολλώ δε μάλλον σε συμφωνία, είναι δεδομένο ότι θα αναζητήσουν τις προβλέψεις του Νόμου προσφεύγοντας είτε σε ενδοδικαστικές είτε σε εξωδικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να βρουν τις απαντήσεις που αναζητούν. Στο πλαίσιο των ζητημάτων που οι σύζυγοι έχουν να διαχειριστούν όταν λύουν τη συμβίωσή τους, εντοπίζεται και το ερώτημα «ποιος θα αναλάβει το ζώο στο εξής». Στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, οι διατάξεις που βρίσκουν ευθεία εφαρμογή στις συγκεκριμένες υποθέσεις είναι εκείνες του οικογενειακού δικαίου που αφορούν στην κατανομή των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων (άρθρα 1394-1395 ΑΚ). Όπως διατυπώθηκε ανωτέρω, στόχος είναι ο νομοθέτης να μεταβάλει μελλοντικά το νομικό status των ζώων, καθώς εκείνα εσφαλμένα λογίζονται ως πράγματα, και ακολούθως να θεσμοθετήσει ειδικές διατάξεις προσαρμοσμένες στους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν για την πορεία του ζώου στις υποθέσεις κηδεμονίας αυτού.
Με την παραδοχή της μη εξομοίωσης των ζώων με τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων, εναλλακτική πρόταση που έχει διατυπωθεί για τις υποθέσεις των divorce animals είναι η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου περί τέκνων (άρθρα 1511 επ. ΑΚ). Παγκοσμίως έχουν υποστηριχθεί απόψεις τόσο υπέρ όσο και κατά αυτής της προσέγγισης, καθώς ναι μεν θεωρείται σαφώς ορθότερο να εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις, και όχι οι διατάξεις περί αντικειμένων δικαίου, ωστόσο όσο και να ομοιάζουν οι δύο περιπτώσεις περί φροντίδας τέκνων και κατοικιδίων, δεν παύουν να είναι καταφανώς διαφορετικές. Η παρούσα έρευνα κλίνει προς μία τρίτη άποψη, κατά την οποία τα ζώα διακρίνονται νομικά τόσο από την περιουσία όσο και από τα τέκνα των συζύγων στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, αποτελώντας έτσι ένα εργαλείο κάλυψης του νομοθετικού κενού που εντοπίζεται στο ελληνικό δικαιικό σύστημα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την πλέον πρωτοποριακή νομική ρύθμιση της τύχης των ζώων μετά τη διακοπή της συμβίωσης των φροντιστών του έχει θεσπίσει, κατά κοινή ομολογία, η Ελβετία. Σύμφωνα με το άρθρο 651a subsection 1 του Ελβετικού Αστικού Κώδικα: «Στις διαφορές που αφορούν σε δεσποζόμενα ζώα συντροφιάς, που δεν διατηρούνται για οικονομικούς ή εμπορικούς σκοπούς, το δικαστήριο αποδίδει την αποκλειστική ευθύνη του ζώου στο μέρος εκείνο το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή φροντίδα αυτού, σύμφωνα με τους κανόνες ευζωίας». Με τον τρόπο αυτόν, η ελβετική νομοθεσία εισάγει πανευρωπαϊκά μία μείζονος σημασίας έννοια για το δίκαιο προστασίας των ζώων συντροφιάς, ήτοι την έννοια του συμφέροντος του ζώου, σύμφωνα με την οποία η κηδεμονία αυτού αποδίδεται από το δικαστήριο στον σύζυγο εκείνον που αποτελεί «την καλύτερη λύση» για το δεσποζόμενο ζώο. Στη διαφορά λοιπόν που γεννάται ανάμεσα στους συζύγους ως προς την τύχη του ζώου κατά τη διακοπή της συμβίωσής τους, η έννοια του συμφέροντος αυτού αποτελεί για την ελβετική έννομη τάξη την αρχή και το τέλος των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για την απόδοση της κηδεμονίας του στον έναν από τους δύο συζύγους.
Το βέλτιστο συμφέρον του ζώου («best interest») συνιστά μία έννοια που είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί νομικά, και κατά συνέπεια νομοθετικά καθώς πρόκειται για μη μετρήσιμη έννοια, δεν είναι όμως αδύνατον. Το ζήτημα του συμφέροντος του ζώου είναι πολυπαραγοντικό, γεγονός που σημαίνει πως είναι ποικίλοι και κάποιες φορές δυσεύρετοι και δυσερμήνευτοι οι ενδείκτες και αντενδείκτες που αναμένεται να ληφθούν υπ’ όψιν για την αξιολόγηση και ανάγνωσή του. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης των εν λόγω κριτηρίων εγείρεται το ερώτημα εάν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα το ποιος αναγράφεται ως ιδιοκτήτης του ζώου στο Εθνικό Μητρώο Ζώων Συντροφιάς. Η απάντηση που θα δοθεί είναι σαφώς αρνητική, δεν νοείται να αποτελέσει νομοθετικά καθοριστικό παράγοντα η εγγραφή του ζώου στο ΕΜΖΣ, καθώς εκείνη δεν αφορά στο συμφέρον του τελευταίου, το οποίο, όπως τονίσθηκε παραπάνω, είναι ο γνώμονας γύρω από τον οποίο οφείλει να περιφέρεται ο νομοθέτης.
Προκειμένου να αναγνωσθεί το συμφέρον του ζώου και να προσδιορισθεί αυτό ως ερμηνευτικό εργαλείο σχετικών διατάξεων, κρίνεται δόκιμο να συνυπολογισθούν από τον Έλληνα νομοθέτη τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά κριτήρια. Ως υποκειμενικό κριτήριο προτάσσεται η διεξαγωγή προσπάθειας να αναγνωρισθεί ο συναισθηματικός δεσμός που το ζώο έχει αναπτύξει με τον εκάστοτε σύζυγο ξεχωριστά το πως ο δεσμός αυτός θα ανευρεθεί είναι ζήτημα ειδικών επιστημόνων και επαγγελματιών, καταλληλότεροι εκ των οποίων κρίνονται οι κτηνίατροι και οι εκπαιδευτές, όντες σε θέση να αντιληφθούν και να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά και τη διάθεση του ζώου απέναντι στους κηδεμόνες του.
Έχει υποστηριχθεί η θέση πως ένα ζώο συντροφιάς αναπτύσσει ισχυρότερο συναισθηματικό δεσμό με το άτομο που εκπληρώνει τις περισσότερες από τις ανάγκες και τις επιθυμίες που εκείνο τρέφει. Παρόλα αυτά, η ευτυχία ενός ζώου, καθώς και τα συναισθήματα που αυτό αναπτύσσει για έναν άνθρωπο, ενδέχεται να μη βρίσκονται πάντα σε απόλυτη συνάρτηση με την κάλυψη των υλικών και μη αναγκών του, καθιστώντας έτσι την πηγή των συναισθημάτων του αίολη, και τον εν λόγω παράγοντα μη μετρήσιμο και άρα δυσανάγνωστο ακόμα κι από τους ειδικούς. Στο σημείο αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον να αναφερθεί μία μέθοδος συμπεριφορικής ερμηνείας που χρησιμοποιείται από επαγγελματίες, όσον αφορά όμως αποκλειστικά στους σκύλους, εκείνη της παρακολούθησης της ουράς τους. Σύμφωνα με την εν λόγω μέθοδο, το κούνημα της ουράς του σκύλου, καθώς και η ταχύτητα του κουνήματος, συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των συναισθημάτων που το ζώο τρέφει για τον κηδεμόνα του. Κατά την ανάλυση αυτής της μεθόδου, ωστόσο, είναι δυνατόν να αναγνωσθεί και ο βαθμός ενδεχόμενης συναισθηματικής έντασης του ζώου, ο οποίος αντικατοπτρίζει τα επίπεδα άγχους του. Δηλαδή, όσο πιο γρήγορα κουνά την ουρά του ένας σκύλος, τόσο πιο πιθανό είναι να αισθάνεται πίεση και στρες απέναντι σ’ ένα πρόσωπο. Αντιστοίχως, το ήρεμο κούνημα συνεπάγεται συναισθήματα φιλικότητας προς το περιβάλλον του ζώου, χωρίς όμως αυτό να αποδεικνύεται πάντοτε με βεβαιότητα, μιας και θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην ερμηνεία του κουνήματος της ουράς και η συνολική στάση του ζώου απέναντι στον κηδεμόνα του. Η ανάγκη, λοιπόν, συνυπολογισμού ποικίλων παραγόντων, κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης μεθόδου, απηχεί την αντίληψη ότι τυχόν προσκόλληση αυστηρά στον τρόπο κουνήματος της ουράς ενέχει κινδύνους αναξιοπιστίας, δεδομένου ότι τα ζώα δεν έχουν την ικανότητα να μιλούν και να εκφέρουν γνώμη προκειμένου να γίνονται εμφανώς αντιληπτά τα συναισθήματά τους .
Κατά τη διάγνωση λοιπόν του καλύτερου συμφέροντος του ζώου, καλό θα ήταν να μην γίνεται αναγωγή περιστατικών σε υποκειμενικούς παράγοντες που συνήθως αξιολογούνται σε υποθέσεις επιμέλειας τέκνων. Τα εμπλεκόμενα σε υποθέσεις διακοπής συμβίωσης τέκνα δύνανται να εκφράσουν συναισθήματα και απόψεις, καθώς και να αποδείξουν τις δηλώσεις τους, στοιχεία τα οποία το δικαστήριο είναι σε θέση να ερμηνεύσει άμεσα και αποτελεσματικά απευθείας από τον εκάστοτε πομπό. Αντιθέτως, όσον αφορά στη διάγνωση της διάθεσης των ζώων απέναντι στους κηδεμόνες τους, ακριβώς επειδή στο πλαίσιο ενδοδικαστικής διαδικασίας τα πράγματα προμηνύονται δυσχερή, θεωρείται πως η προσκόμιση εκθέσεων πραγματογνωμόνων, στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας, θα αποτελούσε χρήσιμη πρακτική και εργαλείο βοήθειας στην κρίση του δικαστή. Οι εν λόγω εκθέσεις από επαγγελματίες με επιστημονικές γνώσεις στη συμπεριφορά των ζώων, όπως από έναν κτηνίατρο ή έναν εκπαιδευτή, δύνανται ακόμη να αποτελέσουν εργαλεία που θα συνδράμουν στην προσπάθεια των εν γένει εφαρμοστών των δικαίου να κατανοήσουν την έκταση του δεσμού που έχει αναπτύξει το ζώο με τον κάθε σύζυγο μεμονωμένα, αφού η απευθείας τοποθέτηση του ζώου επί της δικαστικής αξιολόγησης είναι αδύνατη.
Συνεχίζοντας την εξερεύνηση των παραγόντων που συνθέτουν το συμφέρον του ζώου, ταυτόχρονα με το υποκειμενικό κριτήριο του συναισθηματικού δεσμού εκείνου με τους κηδεμόνες τους, κρίνεται εξίσου θεμελιώδους σημασίας ο συνυπολογισμός περισσότερο αντικειμενικών κριτηρίων που αφορούν στην ευζωία του δεσποζόμενου ζώου. Προκειμένου να αποφασισθεί σε ποιον από τους δύο συζύγους θα αποδοθεί η κηδεμονία του ζώου, είναι απαραίτητο να προσμετρώνται επιπλέον στην εν λόγω αξιολογική διαδικασία πρακτικότερες παράμετροι, όπως οικονομικές, τοπικές, χρονικές, συμπεριφορικές και λοιπές. Ο συνυπολογισμός των αναφερόμενων παραμέτρων κινείται στη λογική πως πέραν από τα συναισθήματα των κηδεμόνων, για την προστασία του ζώου αποτελεί κομβικής σημασίας και η δυνατότητα του εκάστοτε συζύγου να εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης αυτού, να διατηρήσει δηλαδή απαρέγκλιτα τις πέντε ελευθερίες του. Για την ευημερία κάθε ζώου συντροφιάς, ο Νόμος απαιτεί ένα περιβάλλον όπου εκείνο θα διαβιεί υγιές, θα νιώθει ελεύθερο από την ταλαιπωρία, τον πόνο, τον φόβο και γενικότερα από οποιονδήποτε στρεσογόνο παράγοντα, δεν θα πεινάει, δεν θα διψάει, θα είναι καθαρό και θα εκφράζεται ελεύθερα. Πέραν λοιπόν της αγάπης του εκάστοτε κηδεμόνα του ζώου είναι ανάγκη να αξιολογούνται σωρευτικά τόσο υποκειμενικοί όσο και αντικειμενικοί παράγοντες προκειμένου να καταφαθεί η ευζωία αυτού.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω αποτελεί η παρατήρηση πως ακόμη και εάν το βέλτιστο συμφέρον του ζώου δεν συμπίπτει απόλυτα με τις επιθυμίες κάποιου από τους κηδεμόνες του, είναι σημαντικό να σταθμιστεί η οικονομική κατάσταση του εκάστοτε συζύγου που διεκδικεί την κηδεμονία. Δεδομένου ότι ορισμένα κατοικίδια ενδέχεται να είναι πολύ ακριβά στη φιλοξενία και τη συντήρηση, ένας κηδεμόνας με ευκαιριακή και όχι μόνιμη εργασία θα ισχυριζόταν κανείς ότι με δυσκολία θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα κόστη συντήρησης ενός ζώου (τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.λπ.), και κατά συνέπεια να διασφαλίσει την ευζωία αυτού. Επιπλέον δε παράγοντα της υγιούς διαβίωσης του ζώου σε ένα περιβάλλον συνιστά και ο σταθερός χώρος διαβίωσης αυτού, συνεπώς τυχόν συχνές μετακινήσεις του είναι κοινώς αποδεκτό πως επηρεάζουν αρνητικά όχι μόνο τη σωματική αλλά και την ψυχική υγεία του. Ο χώρος ενός ζώου συνδέεται άρρηκτα τόσο με τις ανάγκες που αυτό έχει βάσει χαρακτηριστικών (π.χ. μέγεθος, ράτσα κ.λπ..), όσο και με τις ανάγκες που έχει ο κηδεμόνας του, ο οποίος για παράδειγμα ενδέχεται να ασκεί ένα επάγγελμα που του επιβάλλει να μετακινείται συχνά και ως εκ τούτου να αλλάζει τόπο διαμονής ή κατοικίας.
Κατόπιν της αξιολόγησης των υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων που αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνεται απαραίτητη η λήψη υπ’ όψιν ενός επιπλέον παράγοντα, εκείνου της διαθεσιμότητας του χρόνου που προσφέρει ο εκάστοτε κηδεμόνας στο ζώο, πτυχή που επίσης σχετίζεται άμεσα με την ευημερία του τελευταίου. Συγκεκριμένα, όταν ο ένας από τους δύο συζύγους διαθέτει ή/και επενδύει περισσότερο χρόνο στη φροντίδα του ζώου, συνεπάγεται κατά μία άποψη και η δυνατότητα αυτού να εξασφαλίσει το καλύτερο συμφέρον του ζώου με μεγαλύτερη ευκολία από όσο δύναται ο έτερος σύζυγος. Κατά αντίθετη όμως άποψη, σημαντικότερη από την πολύωρη ενασχόληση του κηδεμόνα με το ζώο, είναι η ενασχόληση αυτού με την εργασία του, προκειμένου να συντηρεί και να φροντίζει το ζώο συντροφιάς, δίδοντας έτσι έμφαση στον παράγοντα της σταθερής οικονομικής κατάστασης κι όχι σ’ αυτόν της διαθεσιμότητας του χρόνου. Η τελευταία περίπτωση υποδηλώνει τη σχετικότητα, καθώς και την ύπαρξη ιεραρχικής σχέσης μεταξύ των παραγόντων ευζωίας, σχέση που ενδέχεται να τροποποιείται ανάλογα με την περίσταση, το καθημερινό δηλαδή πρόγραμμα του κάθε κηδεμόνα σε συνδυασμό με τις ανάγκες του εκάστοτε ζώου, καθώς και τα εσωτερικά κίνητρα του κάθε συζύγου να διαφυλάξει στον μέγιστο βαθμό την ευημερία του κηδεμονευόμενου ζώου του.
Γ. Δικαίωμα επικοινωνίας
Σε συνέχεια των ανωτέρω και αφότου αποφασισθεί η απόδοση του ζώου στον έναν από τους δύο συζύγους, ανακύπτει περαιτέρω το νομικό ζήτημα ρύθμισης του δικαιώματος επικοινωνίας του έτερου συζύγου με αυτό, εκείνου δηλαδή που πρόκειται να το αποχωριστεί στο εξής. Λόγω των ισχυρών συναισθηματικών δεσμών που αναπτύσσουν οι σύζυγοι με τα ζώα συντροφιάς, ο αποχωρισμός του φροντιστή που θα αποκοπεί από την κηδεμονία του ζώου ενδέχεται να κοστίσει σε εκείνον πολύ ακριβά. Κρίνεται επομένως σκόπιμο, πέραν από τη διερεύνηση του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει την κηδεμονία του ζώου per se, να ερευνηθεί επιπλέον το νομικό πλαίσιο που αφορά στη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας, όταν πλέον έχει καθοριστεί οριστικά ποιο μέρος θα το αναλάβει την κηδεμονία του ζώου μετά τη διακοπή της συμβίωσης.
Όπως συμβαίνει με το νομικό ζήτημα απόδοσης της κηδεμονίας, αντίστοιχο κενό εντοπίζεται στη νομοθεσία και τη νομολογία όσον αφορά και στο δικαίωμα επικοινωνίας με τα ζώα συντροφιάς, καθώς δεν έχουν θεσμοθετηθεί διατάξεις σχετικές με τη διατήρηση της ψυχικής σύνδεσης μεταξύ των ζώων και των κηδεμόνων τους κατά την διακοπή της συμβίωσης των τελευταίων. Σε ορισμένες δικαιικές τάξεις, κυρίως σε πολιτείες της Αμερικής, και προκειμένου να εξυπηρετηθεί το συμφέρον του ζώου, προβλέπεται από τη νομοθεσία η δικαιοδοσία του αρμόδιου δικαστηρίου να διατάξει κοινή επιμέλεια των συζύγων επί του κατοικιδίου («joint custody»). Με τον τρόπο αυτόν, αποδίδεται δικαστικά η επιμέλεια του ζώου και στους δύο συζύγους από κοινού, γεγονός που σημαίνει πως εκείνο πρόκειται να διαμένει για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα με τον έναν κηδεμόνα του και στη συνέχεια θα μεταβαίνει στην κατοικία του έτερου εξ αυτών, επίσης για καθορισμένη χρονική περίοδο, εφαρμόζοντας έτσι ένα πρόγραμμα εκ περιτροπής διαμονής για το ζώο.
Η πρακτική της συνεπιμέλειας του ζώου συντροφιάς, τουλάχιστον όπως περιγράφεται ανωτέρω, δεν ενδείκνυται να εφαρμοστεί στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, καθώς εκτιμάται ότι με τον τρόπο αυτόν τίθεται σε κίνδυνο η ευημερία του ζώου, αναγκαζόμενου εκείνου να διαβιεί εναλλάξ σε δύο διαφορετικές κατοικίες και να έχει δύο διαφορετικούς φροντιστές. Τα ζώα δύνανται να βιώσουν άγχος, όταν υποβάλλονται σε συνεχείς αλλαγές περιβάλλοντος, καθώς εκείνα αναζητούν σε μεγάλο βαθμό τη σταθερότητα και την ασφάλεια της ρουτίνας, παράλληλα με την οικειότητα του χώρου όπου διαβιούν και των προσώπων που τα περιβάλλουν. Οι διαρκείς, λοιπόν, μετακινήσεις ενός ζώου από κατοικία σε κατοικία αναμένεται να διαταράξουν την εν λόγω ασφάλειά του, καθώς τα διαφορετικά προγράμματα και η ανάγκη προσαρμογής σε νέους ανθρώπους ή άλλα κατοικίδια ζώα ενέχουν τον κίνδυνο να του προκαλέσουν προβλήματα συμπεριφοράς, όπως επιθετικότητα, άγχος και σύγχυση. Προκειμένου λοιπόν να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι στρεσογόνοι παράγοντες για το ζώο, προτείνεται εκείνο να συνεχίσει να διαμένει στο οικείο περιβάλλον του, ήτοι στον συνήθη χώρο διαβίωσής του, και στο πλαίσιο αυτό να ρυθμιστεί από την ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα επικοινωνίας του κηδεμόνα που θα αποχωρήσει από την εν λόγω κατοικία.
Το δικαίωμα επικοινωνίας μετά την λύση της έγγαμης σχέσης δεν είναι άγνωστο στην ελληνική έννομη τάξη, αφού εντοπίζεται και βρίσκει εφαρμογή στις σχέσεις γονέων και τέκνου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1520 ΑΚ προβλέπει το δικαίωμα του γονέα, που μετά τη διακοπή της συμβίωσης απομακρύνεται από την οικεία όπου ζει το τέκνο του, να έχει προσωπική επαφή με το τέκνο, για την εκδήλωση συναισθημάτων αγάπης στο παιδί του και την αποτροπή της αποξένωσής του από αυτό. Η νομοθετική πρόβλεψη συνεχούς και αδιάλειπτης επικοινωνίας των γονέων με το τέκνο στις περιπτώσεις διακοπής συμβίωσης είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα μέρη μίας οικογένειας ανεξαιρέτως, καθώς έτσι καλύπτονται οι συναισθηματικές αλλά και πρακτικές ανάγκες των εμπλεκομένων, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύεται από τον έναν στον άλλον σταθερότητα συναισθημάτων, οικοδομώντας ισχυρές σχέσεις που συμβάλλουν καθοριστικά στη ψυχική ανάπτυξη του παιδιού, μέσω της έκφρασης των ευαισθησιών και των αναγκών αυτού.
Όπως τονίσθηκε ανωτέρω, οι διατάξεις περί σχέσεων γονέων και τέκνων δεν είναι νομικά δόκιμο να εφαρμόζονται αναλογικά στις σχέσεις των κηδεμόνων με τα ζώα τους, καθώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι εκάστοτε ανάγκες των δύο αυτών ομάδων απαιτούν τη θεσμοθέτηση διακριτών και ανεξάρτητων μεταξύ τους ρυθμίσεων. Όπως οι διατάξεις για την επικοινωνία γονέων και τέκνων έχουν θεσπιστεί για να προστατεύουν και να προάγουν την ευημερία των παιδιών, έτσι και στην περίπτωση των ζώων, κρίνεται αναγκαίο να θεσπιστούν αυτοτελείς νομικές διατάξεις που θα αναγνωρίζουν τα συμφέροντα τους ως συναισθανόμενα όντα. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν άκρως ευεργετικό για την ευημερία του ζώου να προβλεφθούν διατάξεις που θα ρυθμίζουν την τακτική επίσκεψη ή επικοινωνία του αποχωρήσαντος κηδεμόνα, προστατεύοντας έτσι τη συναισθηματική ισορροπία τόσο του ανθρωπίνου όσο και του μη ανθρώπινου μέρους, αφού το ζώο θα συνεχίσει να λαμβάνει την αγάπη και τη φροντίδα που ο τέως κηδεμόνας του εξακολουθεί να έχει την ανάγκη να εκφράζει. Οι δύο σύζυγοι, προκειμένου να μη διαταράσσουν τη ρουτίνα του ζώου κατά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, είναι σημαντικό να σχεδιάζουν από κοινού ένα αναλυτικό πρόγραμμα επισκέψεων, να προσδιορίζουν συγκεκριμένες τοποθεσίες και να τηρούν συνεπή χρονοδιαγράμματα, συνδράμοντας έτσι στη διατήρηση ενός σταθερού περιβάλλοντος για το ζώο.
Όπως, λοιπόν, αναφέρθηκε στην προβληματική της απόδοσης της κηδεμονίας του ζώου, έτσι και στο δικαίωμα επικοινωνίας τίθεται στο επίκεντρο της έρευνας, και των νομοθετικών προτάσεων κατόπιν αυτής, η έννοια του συμφέροντος του ζώου. Οι τυχόν μελλοντικές προβλέψεις του νομοθέτη επί του δικαιώματος επικοινωνίας αναφορικά με τα ζώα συντροφιάς, κρίνεται αναγκαίο να έχουν ως γνώμονα την κατεύθυνση προς την κατά το δυνατόν εξυπηρέτηση του συμφέροντος του ζώου, μέσω της διατήρησης σχέσης αγάπης τόσο με τον κηδεμόνα που θα το κρατήσει, όσο και με εκείνον που θα το αποχωριστεί. Η νομοθετική ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας , πρόκειται να αποτελέσει μίας ιδιαιτέρως πρωτοποριακή δικαιική κίνηση, η οποία θα καταφέρει θα προστατεύσει πρωτίστως τη συναισθηματική ευημερία του ζώου και δευτερευόντως τις, εξίσου σημαντικές, συναισθηματικές ανάγκες του κηδεμόνα που θα αποχωριστεί το μη ανθρώπινο μέλος της οικογένειάς του.
Δ. Προτάσεις και συμπεράσματα
Συνοψίζοντας επί των ευρημάτων του παρόντος κεφαλαίου, γίνεται σαφώς αντιληπτή η ανάγκη θεσμοθέτησης κανόνων δικαίου που θα αφορούν στο συμφέρον των ζώων συντροφιάς στο Οικογενειακό Δίκαιο, γεγονός που αξιολογείται ως πρόκληση για τον Έλληνα νομοθέτη. Όπως ελέχθη ανωτέρω, το ζήτημα ανεύρεσης του συμφέροντος του ζώου είναι πολυπαραγοντικό και παρουσιάζει ποικίλες δυσκολίες στον προσδιορισμό του, για αυτόν ακριβώς τον λόγο διεξήχθη η παρούσα έρευνα, προκειμένου δηλαδή να αποτελέσει ένα επιπλέον εργαλείο στο οπλοστάσιο μελλοντικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που θα αξιολογήσουν την ανάγκη θεσμοθέτησης διατάξεων, για τη ρύθμιση των παραπάνω ζητημάτων. Οι παράγοντες που αναπτύχθηκαν παραπάνω αποτελούν ορισμένες προτάσεις που στηρίζονται στις πραγματικές ανάγκες που έχουν τα ζώα συντροφιάς, οι οποίες, όπως πολλάκις τονίσθηκε παραπάνω, διαφέρουν τόσο από τις ανάγκες των ανθρώπων, όσο όμως και από τις ανύπαρκτες ανάγκες που έχουν τα άψυχα αντικείμενα με τα οποία εξομοιώνονται έως σήμερα. Είναι γεγονός πως τα υπό συζήτηση κενά νόμου έχουν λάβει σημαντικές διαστάσεις σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, θεωρείται επομένως πως είναι σειρά και του Έλληνα νομοθέτη να αναλάβει δράση. Μετά τη θεσμοθέτηση καταφανώς σημαντικών διατάξεων στον Νόμο 4830/2021 για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, κρίνεται απαραίτητο να θεσμοθετηθούν επιπλέον διατάξεις περί διάκρισης των ζώων από τα άψυχα αντικείμενα και προσδιορισμού της θέσης και του συμφέροντος αυτών, αφενός όσον αφορά στη νομική τους θέση στο Αστικό Δίκαιο εν γένει, και αφετέρου στην ιδιαίτερη θέση που είναι ανάγκη να καταλάβουν στο Οικογενειακό Δίκαιο ειδικότερα.
Κεφάλαιο 4: Κληρονομικό Δίκαιο και Ζώα Συντροφιάς
Α. Εισαγωγή
Στην παρούσα ενότητα σκοπός είναι να αναλυθούν οι προεκτάσεις που καταλαμβάνει το νομικό status του πράγματος (res) για τα ζώα συντροφιάς στον τομέα του κληρονομικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, τα ζώα συντροφιάς δεν έχουν τη δυνατότητα να κληρονομήσουν την περιουσία του κηδεμόνα τους, δεδομένου ότι ένα αντικείμενο δικαίου δεν μπορεί να έχει την κυριότητα άλλου αντικειμένου. Στο κληρονομικό δίκαιο, δηλαδή, τα ζώα συντροφιάς αντιμετωπίζονται όπως ένα οποιοδήποτε αντικείμενο της περιουσίας του θανόντος, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στους κηδεμόνες τους που επιθυμούν να εξασφαλίσουν την φροντίδα τους μετά τον θάνατό τους. Κρίνεται επομένως απαραίτητο, μέσα από συγκριτική μελέτη με αντίστοιχους θεσμούς του αγγλοσαξονικού δικαίου, να γίνει μια προσπάθεια να καλυφθούν τα εν λόγω κενά δικαίου στην προστασία των ζώων συντροφιάς, ώστε τα τελευταία να απολαμβάνουν πληρέστερη έννομη προστασία μετά τον θάνατο του κηδεμόνα τους.
Β. Ελληνική νομοθεσία και νομολογιακές τάσεις
Δεδομένου ότι τα ζώα συντροφιάς θεωρούνται αντικείμενα δικαίου, είναι προφανές ότι αυτομάτως αδυνατούν να καταστούν κληρονόμοι του κηδεμόνα τους. Κατ’ εφαρμογή όμως του άρθρου 173 ΑΚ, ερευνώντας δηλαδή την αληθινή βούληση του διαθέτη, μπορεί να τύχουν εφαρμογής άλλοι ειδικοί τρόποι διαδοχής που μπορούν να καλύψουν ορισμένες πτυχές του εν λόγω δικαιικού κενού.
Β1. Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή
Στο πλαίσιο της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, σχετικά ασφαλείς τρόποι εξασφάλισης των ζώων συντροφιάς μετά τον θάνατο του κηδεμόνα τους, είναι τόσο ο ορισμός κηδεμόνα μέσω διαθήκης, όσο και ο θεσμός του τρόπου, ενώ η κληροδοσία και το καταπίστευμα αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εφαρμογή τους.
Αρχικά, ο διαθέτης, εγκαθιστώντας κηδεμόνα για το ζώο του μέσω διαθήκης, είτε μέσω κληροδοσίας, είτε μέσω κληρονομικής εγκατάστασης επί δήλου, έχει τη δυνατότητα να μεριμνήσει για την φροντίδα του, ορίζοντας ως κηδεμόνα κάποιο πρόσωπο εμπιστοσύνης, με την απαραίτητη συναισθηματική σύνδεση με το ζώο. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για τον κοντινότερο στη βούληση του διαθέτη τρόπο εξασφάλισης του συμφέροντος του ζώου. Ο εν λόγω τρόπος κληρονομικής διαδοχής δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα τόσο στο γράμμα όσο και στην ερμηνεία του νόμου, ωστόσο, το κατά πόσο το πρόσωπο που ορίζεται ως κηδεμόνας θα συμπεριφερθεί πράγματι σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη είναι ένα ζήτημα που δεν ρυθμίζεται στο δίκαιο. Το εν λόγω κενό επομένως, εμποδίζει την ουσιαστική πραγμάτωση της προστασίας του ζώου.
Την ίδια στιγμή, τόσο η κληροδοσία (1714 AK), όσο και το καταπίστευμα (1923 AK), θα μπορούσαν να αποβούν εξαιρετικά χρήσιμοι θεσμοί στην περίπτωση των ζώων συντροφιάς. Η μεν κληροδοσία εξαιτίας του περιουσιακού οφέλους που θα κατέλειπε στο ζώο, δίχως ανάληψη αντίστοιχων βαρών, το δε καταπίστευμα λόγω της διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας από τον βεβαρημένο με το καταπίστευμα προς το συμφέρον του ζώου. Ωστόσο, αμφότερα φέρουν την εξής προϋπόθεση: ο κληροδόχος και ο καταπιστευματοδόχος απαιτείται να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υποκείμενα δικαίου, γεγονός που κωλύει την εφαρμογή τους εν προκειμένω.
Από την άλλη, ιδιαίτερα χρήσιμος στην περίπτωση των ζώων συντροφιάς παρουσιάζεται ο θεσμός του τρόπου (1715 ΑΚ). Τρόπος στο κληρονομικό δίκαιο είναι η υποχρέωση του κληρονόμου σε παροχή, χωρίς να προσπορίζεται στον ωφελούμενο δικαίωμα στην εν λόγω παροχή. Παρόλο που ομοιάζει με την κληροδοσία, έχουν μια ιδιαιτέρως σημαντική διαφορά: αντικείμενα δικαίου, όπως τα ζώα συντροφιάς, μπορούν να είναι ωφελούμενα με τρόπο, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αρκεί ο προσδιορισμός του σκοπού της παροχής και η ταυτότητα του ωφελούμενου (2012 ΑΚ).
Στην υπ’ αριθμόν 6169/2011 απόφαση του ΠΠρΑθ, η εν λόγω θανούσα με ιδιόγραφη διαθήκη μερίμνησε για τα κατοικίδια ζώα της, καθιστώντας τα ωφελούμενα υπό τρόπο. Ειδικότερα, ορίζεται ότι “Με την ανωτέρω από 20-7-1988 ιδιόγραφη διαθήκη της … η άνω διαθέτης άφησε την περιουσία της σε διάφορα νομικά και φυσικά πρόσωπα και συγκεκριμένα, … στη Φιλοζωική Εταιρία άφησε … την επικαρπία της οικίας της…, με τον όρο στον πρώτο όροφο να διαμένουν τα κατοικίδια της και τα έσοδα από τα μισθώματα του ισογείου και του δεύτερου ορόφου να διατίθενται για την περιποίηση του σπιτιού και των κατοικίδιων της…” Ο τρόπος, παρόλο που δεν προσκρούει στο εμπόδιο της νομικής φύσης των ζώων, συναντά κωλύματα σχετικά με τον εξαναγκασμό του. Το κυριότερο ζήτημα που ανακύπτει είναι η έλλειψη επαρκούς έννομης προστασίας του ωφελούμενου, δεδομένου ότι δεν αποκτά δικαίωμα στην παροχή που τον ωφελεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2014 ΑΚ, στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά να απαιτήσουν την εκπλήρωση του τρόπου δεν συμπεριλαμβάνεται ο ωφελούμενος. Βέβαια, στην περίπτωση των ζώων η απαίτηση εκπλήρωσης του τρόπου από τον ίδιο τον ωφελούμενο αποκλείεται εξαρχής.
Ωστόσο, ιδιαίτερο ζήτημα ανακύπτει στην περίπτωση που η εκτέλεση της παροχής που ορίζεται στον τρόπο εξαρτάται μόνο από το πρόσωπο του βεβαρημένου, όπως στην περίπτωση της χρησιμοποίησης της περιουσίας του κληρονομούμενου για την φροντίδα ζώου που βρίσκεται υπό την κηδεμονία του βεβαρημένου με τρόπο κληρονόμου. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εξαναγκασμός του τρόπου δεν μπορεί να είναι πλήρης, δεδομένου ότι τα πρόσωπα του άρθρου 2014 ΑΚ στερούνται εννόμου συμφέροντος προς απαίτηση της εκπλήρωσης του τρόπου, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα του.
Β2. Εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή
Η νομοθετική προστασία των ζώων συντροφιάς στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί η προσπάθεια υπαγωγής των ζώων στο κληρονομικό εξαίρετο. Σύμφωνα με το άρθρο 1820 ΑΚ όταν ο επιζών σύζυγος συντρέχει με συγγενείς του θανόντος, λαμβάνει, πέραν από το κληρονομικό του μερίδιο, και ανεξαρτήτως της τάξης στην οποία καλείται, ως εξαίρετο τα οικιακά αντικείμενα της οικογενειακής στέγης που χρησιμοποιούσε αυτός ή από κοινού και οι δύο σύζυγοι. Κριτήριο υπαγωγής στο εξαίρετο συνιστά ο χαρακτηρισμός ενός αντικειμένου ως μέρος της κοινής οικιακής οικονομίας των συζύγων. Μάλιστα, στο εξαίρετο δεν υπάγονται μόνο τα “προς το ζην” αντικείμενα της οικίας, αλλά και οτιδήποτε αποτελούσε μέρος του προ του θανάτου του κληρονομούμενου, κοινού βίου των συζύγων.
Ζήτημα αποτελεί αν τα ζώα συντροφιάς μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία του εξαίρετου. Από τη μία πλευρά, με μια ευρεία προσέγγιση της έννοιας των αντικειμένων κοινής χρήσης, τα ζώα συντροφιάς θα μπορούσαν να υπαχθούν στο εξαίρετο, εκπληρώνοντας τον σκοπό του νομοθέτη, την εξασφάλιση, δηλαδή, του ίδιου βιοτικού επιπέδου του επιζώντος συζύγου. Ταυτοχρόνως, εξυπηρετείται έτσι και το συμφέρον του ζώου, δεδομένου ότι θα εξακολουθεί να ζει στο ίδιο περιβάλλον, με κηδεμόνα ένα οικείο πρόσωπο. Από την άλλη, όμως, η θεώρηση των ζώων συντροφιάς ως αντικείμενα της οικιακής οικονομίας ενδεχομένως να αναιρεί την προσπάθεια μεταβολής του νομικού τους status. Είναι κρίσιμο, επομένως, να διευκρινιστεί ποιος από τους ανωτέρω στόχους απαιτείται να προαχθεί, όσον αφορά στην προσπάθεια διαμόρφωσης του δικαίου προστασίας των ζώων.
Γ. Συγκριτική μελέτη με το αγγλοσαξονικό δίκαιο και το δίκαιο των ΗΠΑ
Γ1. Ο ρόλος των ζώων συντροφιάς στο αγγλοσαξονικό δίκαιο
Η αντιμετώπιση του ρόλου των ζώων συντροφιάς στο αγγλοσαξονικό δίκαιο διαφέρει αισθητά από εκείνη του ηπειρωτικού και δη του ελληνικού δικαίου. Συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν αναγνωριστεί δικαστικά διαθήκες που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για την προστασία ορισμένων ζώων συντροφιάς εδώ και πάνω από έναν αιώνα.
Η πρώτη φορά που προσεγγίστηκε, έστω εμμέσως, το υπό συζήτηση ζήτημα ήταν το 1842 στην υπόθεση Pettingall v. Pettingall. Στην εν λόγω απόφαση, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα των κηδεμόνων ζώων συντροφιάς να αφήνουν ως δωρεά ένα ποσό, το οποίο θα προορίζεται για την μετά το θάνατο τους φροντίδα τους. Το 1888, στην υπόθεση Cooper-Dean v. Stevens, πρώτη φορά ένα δικαστήριο στην Αγγλία αναγνώρισε ευθέως τη δυνατότητα σύστασης “trust”, με ωφελούμενα τα ζώα συντροφιάς του κληρονομούμενου. Την εξέλιξη της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου ακολούθησαν και οι ΗΠΑ. Δικαιολογητική βάση της εν λόγω εξέλιξης είναι η εξέχουσα σημασία που έχουν τα ζώα συντροφιάς για τους πολίτες των ΗΠΑ. Ειδικότερα, η αμερικανική νομολογία καινοτομεί με την αναγνώριση των “Pet trusts” και με την θεσμοθέτηση μηχανισμών που δεσμεύουν τους λήπτες των εν λόγω καταπιστευμάτων να τα χρησιμοποιούν προς το συμφέρον των ζώων συντροφιάς και σύμφωνα με την βούληση του διαθέτη.
Δ. Νομοθεσία και νομολογιακές τάσεις του common law
Δ1. Ορισμός “Pet Guardian” μέσω Διαθήκης
Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, τα ζώα συντροφιάς δεδομένου ότι αποτελούν εξίσου αντικείμενο δικαίου, δεν μπορούν να οριστούν κληρονόμοι του διαθέτη. Ωστόσο, στην πράξη είναι συνηθισμένο να ορίζεται στη διαθήκη ορισμένο πρόσωπο ως κηδεμόνας του ζώου, καταλείποντάς του είτε το ίδιο το ζώο ως περιουσιακό αντικείμενο είτε άλλα αντικείμενα της κληρονομιαίας περιουσίας, υπό τον όρο να μεριμνά για το εν λόγω ζώο.
Στην υπόθεση In re Johnston‟s Estate, η M. Johnston άφησε στον υπάλληλό της τα δύο της άλογα, μαζί με εξοπλισμό και 14.000 δολάρια για τη φροντίδα τους. Στη διαθήκη της όριζε επίσης την επιθυμία της ο υπάλληλος να χρησιμοποιήσει το ανωτέρω ποσό κατά το δοκούν, αλλά με σκοπό τη φροντίδα των ζώων. Ωστόσο, η προσπάθεια της δεν ήταν επιτυχημένη, καθώς το δικαστήριο ερμήνευσε τους ανωτέρω όρους της περισσότερο ως συμβουλευτικούς, παρά ως υποχρεωτικούς, αναγνωρίζοντας απλώς το κληρονομικό δικαίωμα του υπαλλήλου της.
Δ2. Κριτήρια Ερμηνείας της Διαθήκης
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναλυθεί το ζήτημα των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία της διαθήκης του κληρονομούμενου, ζήτημα, εν μέρει γενικό, αλλά χρήσιμο στην περίπτωση των ζώων συντροφιάς. Κατά τον F.Foster, εντοπίζονται δύο προσεγγίσεις, η ερμηνεία σύμφωνα με την πρόθεση του κληρονομούμενου και εκείνη σύμφωνα με την ουσιαστική σχέση του με το ζώο.
Από τη μία, το κριτήριο της πρόθεσης του κληρονομούμενου αντικατοπτρίζει την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, δη της κληρονομικής ελευθερίας. Η εν λόγω προσέγγιση μπορεί να παραμερίσει τα παραδοσιακά, συνυφασμένα με την οικογένεια, κριτήρια και να εξετάσει το πλήρες φάσμα της βούλησης του διαθέτη, λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης, κάθε μέσο, ακόμη και ανεπίσημο, που να φανερώνει τις προτιμήσεις του κληρονομούμενου.
Αναφορικά με τα ζώα συντροφιάς, η συγκεκριμένη προσέγγιση θα μπορούσε να πετύχει την ικανοποίηση της βούλησης του εκλιπόντος για τα μη ανθρώπινα όντα, όπως ακριβώς και για τα ανθρώπινα. Η προστασία των επιζώντων μελών της οικογένειας, εις βάρος των οποίων μπορεί να λειτουργήσει το εν λόγω κριτήριο καθίσταται αδιάφορη. Το δικαστήριο θα μπορέσει, κατά αυτόν τον τρόπο, να αναγνωρίσει ως νόμιμη μια κληρονομική διάταξη για την φροντίδα ενός ζώου συντροφιάς, εκτός από την περίπτωση όπου υπάρχουν ενδείξεις ότι η διάταξη δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά τις επιθυμίες του κληρονομούμενου.
Την παρούσα προσέγγιση φαίνεται να έχουν ακολουθήσει και οι συντάκτες του Uniform Probate Code (UPC). Οι νομοθέτες του UPC έχουν υιοθετήσει μια νομοθεσία που εστιάζει στην πραγματική επιθυμία του κηδεμόνα του ζώου, αντί της συγκεκριμένης γραπτής εκδήλωσης αυτής, προβλέποντας την ελεύθερη ερμηνεία των διατάξεων της διαθήκης, καθώς και την εισαγωγή εξωτερικών στοιχείων για την κατανόηση αυτής της επιθυμίας.
Η προσέγγιση της επιθυμίας του κληρονομούμενου θα μπορούσε να λάβει υπόψη ακόμα και προφορικές εκφράσεις αναφορικά με τη μέριμνα των ζώων συντροφιάς. Η εν λόγω θέση μπορεί να φαίνεται ριζοσπαστική, αλλά έχει ήδη ακολουθηθεί εν μέρει από την πολιτεία του Oregon. Σύμφωνα με το “Oregon‘s Pet Trust Statute”, “μία προφορική ή γραπτή δήλωση ερμηνεύεται ελεύθερα υπέρ της διαπίστωσης της δημιουργίας καταπιστεύματος σύμφωνα με το παρόν τμήμα.”.
Από την άλλη, το κριτήριο της ουσιαστικής σχέσης επικεντρώνεται στις αληθινές σχέσεις του κληρονομούμενου με το ζώο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η παρούσα προσέγγιση αναζητά, πέρα από το πλαίσιο της οικογένειας, μια πιο ευέλικτη και εξατομικευμένη προσέγγιση στην κληρονομία. Αντί να βασίζει τα δικαιώματα κληρονομιάς στον παραδοσιακό ορισμό των "φυσικών αντικειμένων," επικεντρώνεται στις ατομικές σχέσεις ενός ορισμένου εκλιπόντος και του ζώου συντροφιάς του. Οι υποστηρικτές της εν λόγω θεωρίας έχουν προσδιορίσει αρκετούς παράγοντες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τα δικαστήρια για να αξιολογήσουν το βάθος της σχέσης μεταξύ κηδεμόνα και ζώου, οι οποίοι χωρίζονται σε τέσσερις ευρείες κατηγορίες.
Καταρχάς, τα δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν τη συχνότητα επαφής και αλληλεπίδρασης μεταξύ θανόντος και ζώου συντροφιάς, ενώ παράλληλα μπορεί να ληφθεί υπόψη και ο βαθμός φροντίδας που επεδείκνυε ο κηδεμόνας για το κατοικίδιο. Ταυτόχρονα, τα δικαστήρια δύνανται να εξετάσουν τη συναισθηματική σύνδεση μεταξύ του κληρονομούμενου και του ζώου συντροφιάς, ερευνώντας εάν υπήρχε μια οικογενειακού τύπου σύνδεση.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα ανωτέρω κριτήρια εστιάζουν στη συμπεριφορά του κληρονομούμενου απέναντι στο ζώο. Αντίθετα, το τελευταίο κριτήριο αφορά στον ρόλο που διαδραμάτισε το ζώο συντροφιάς στη ζωή του εκλιπόντος. Ειδικότερα, τα δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο το ζώο συνέβαλε στη συναισθηματική και ψυχολογική ευημερία του κηδεμόνα του μέσω, λόγου χάρη, της μείωσης της κατάθλιψης ή του άγχους που αντιμετώπιζε στη ζωή του, κριτήριο που μπορεί να αποβεί εξέχουσας σημασίας για τα ζώα υπηρεσίας ή θεραπείας.
Δ3. Καταπίστευμα υπέρ ζώων συντροφιάς - Pet Trust
Ο πιο διαδεδομένος τρόπος εξασφάλισης των συμφερόντων των ζώων συντροφιάς μετά τον θάνατο του κηδεμόνα τους είναι η σύσταση εμπιστεύματος, “trust” όπως ονομάζεται στο εθιμικό δίκαιο (common law), με ωφελούμενο το ζώο. “Trust” είναι ένας τρόπος κληρονομικής διαδοχής, κατά τον οποίο ο διαθέτης καταλείπει ορισμένα περιουσιακά αντικείμενα σε ένα άλλο πρόσωπο (benefactor) ως εμπίστευμα, με σκοπό να τα διαχειρίζεται προς όφελος και για λογαριασμό ενός άλλου, οριζόμενου στη διαθήκη, προσώπου (beneficiary). Πρόκειται για ένα αντίστοιχο θεσμό με το καταπίστευμα του ελληνικού δικαίου και συνακολούθως, προκύπτει εξίσου το κώλυμα του νομικού καθεστώτος των ζώων, όπως αναλύθηκε ανωτέρω.
Ο θεσμός των “pet trusts” έγινε γνωστός στις ΗΠΑ με την υπόθεση της L. Helmsley, η οποία συνέστησε εμπίστευμα ύψους 12 εκατομμυρίων δολαρίων με ωφελούμενο τον σκύλο της. Ωστόσο, καταπιστεύματα υπέρ ζώων συντροφιάς συναντώνται σε διαθήκες ήδη από τον 20 αιώνα. Στη διαθήκη της C. Howells, η Howells συνέστησε καταπίστευμα για να εξασφαλίσει ένα ασφαλές μέλλον για τις δύο γάτες και τα τρία σκυλιά της. Παρόλο που το δικαστήριο δέχτηκε ότι “τη θέση που συνήθως καταλάμβαναν στα αισθήματά της η οικογένεια ή οι συγγενείς, φαίνεται ότι την είχαν πάρει τα κατοικίδια ζώα”, έκρινε ότι η διαθήκη ήταν άκυρη, λόγω του νομικού status των ζώων ως αντικείμενο δικαίου.
Παρά ταύτα, με την θέσπιση νόμων περί καταπιστευμάτων με δικαιούχους ζώα, οι οποίοι έχουν θεσπιστεί και υιοθετηθεί από το σύνολο των Η.Π.Α, έχει πλέον αντιμετωπιστεί το ανωτέρω κώλυμα. Ο πιο κρίσιμος από τους εν λόγω νόμους είναι ο “Uniform Probate Code (UPC)”, ο οποίος έχει υιοθετηθεί από 15 πολιτείες. Στο δεύτερο υποτμήμα του περιέχεται διάταξη σχετικά με τα τιμητικά καταπιστεύματα για ζώα συντροφιάς. Ορίζεται ότι “Ένα καταπίστευμα για τη φροντίδα ενός καθορισμένου κατοικίδιου ζώου ή ζώου συντροφιάς είναι έγκυρο. Το καταπίστευμα λήγει όταν κανένα ζωντανό ζώο δεν καλύπτεται από το καταπίστευμα” (§ 2-907). Αξιοσημείωτη είναι η διατύπωση του νόμου, κάνοντας αυτολεξεί αναφορά στον όρο ζώα συντροφιάς.
Άλλες πολιτείες έχουν υιοθετήσει τον “Uniform Trust Code (UTC)”, σύμφωνα με τον οποίο, “μπορεί να δημιουργηθεί καταπίστευμα για τη φροντίδα ζώου που βρίσκεται εν ζωή κατά τη διάρκεια της ζωής του ιδρυτή. Το καταπίστευμα λήγει με το θάνατο του ζώου ή, εάν το καταπίστευμα δημιουργήθηκε για να εξασφαλίσει τη φροντίδα περισσότερων του ενός ζώων εν ζωή κατά τη διάρκεια της ζωής του ιδρυτή, με το θάνατο του τελευταίου ζώου που επιζεί”.
Η πολιτεία της Καλιφόρνια έχει το πιο αναλυτικό σύστημα από όλες τις πολιτείες, επιτρέποντας και σε μια μη κερδοσκοπική φιλανθρωπική εταιρεία με κύρια δραστηριότητά της τη φροντίδα ζώων να εκτελεί χρέη εκτελεστή διαθήκης, ελέγχοντας την κατάσταση του ζώου, τις εγκαταστάσεις όπου διατηρείται και τα αρχεία του καταπιστεύματος. Αναφέρει, επίσης, ότι “το έγγραφο που διέπει το καταπίστευμα για τα ζώα ερμηνεύεται κατά τρόπο φιλελεύθερο, ώστε το καταπίστευμα να εμπίπτει στο παρόν τμήμα, να αποκλείεται ο απλώς προληπτικός ή τιμητικός χαρακτήρας της διάθεσης και να υλοποιείται η γενική πρόθεση του διακανονιστή”, αποδεικνύοντας τον στόχο του νομοθέτη να καταστήσει δεσμευτική τη βούληση του διαθέτη.
E. Προτάσεις και Συμπεράσματα
Σύμφωνα με την παραπάνω συγκριτική μελέτη μεταξύ ηπειρωτικού και αγγλοσαξονικού δικαίου, διαφαίνεται η έντονη διαφορά τους στην προστατευτικότητα που επιδεικνύουν απέναντι στην μέριμνα των ζώων συντροφιάς. Απαιτείται, επομένως, αναπληρώνοντας τα κενά του ελληνικού δικαίου με υπάρχουσες ρυθμίσεις του αγγλοσαξονικού, προσαρμοσμένες στο σύστημα του ηπειρωτικού δικαίου, να υιοθετηθούν λύσεις για μια αποτελεσματικότερη προστασία των ζώων συντροφιάς.
Στο πλαίσιο της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, ο ορισμός “pet guardian” μέσω διαθήκης αφενός, ομοιάζει αρκετά με τον τρόπο του ελληνικού κληρονομικού δικαίου. Προτείνεται, επομένως, η εισαγωγή του όρου “εγκατάσταση κηδεμόνα μέσω διαθήκης” στο ελληνικό δίκαιο , με σκοπό να αποσαφηνιστεί περαιτέρω η βούληση του διαθέτη.
Η περίπτωση των “pet trusts” του αγγλοσαξονικού δικαίου αφετέρου, και η υπέρβαση του εμποδίου του νομικού καθεστώτος των ζώων ως αντικειμένων δικαίου, θα μπορούσε να υιοθετηθεί και να ενταχθεί στο πλαίσιο του καταπιστεύματος του ελληνικού δικαίου. Η εν λόγω μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει με γνώμονα τα κριτήρια ερμηνείας των διαθηκών του εθιμικού δικαίου, ήτοι την πρόθεση του κληρονομούμενου ή την ουσιαστική σχέση του με το ζώο συντροφιάς. Μάλιστα, η προσέγγιση της πρόθεσης του κληρονομούμενου κινείται στο ίδιο πλαίσιο με την, ήδη γνωστή στο ελληνικό δίκαιο, αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Στον τομέα της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, προτάσσεται η θεώρηση των ζώων συντροφιάς ως εξαίρετο ή τουλάχιστον ως οιονεί εξαίρετο. Ταυτόχρονα, πέραν από το θεσμό του εξαίρετου, προάγεται η θέσπιση ενός μαχητού τεκμηρίου, κατά το οποίο σε περίπτωση θανάτου του κηδεμόνα του, το ζώο συντροφιάς θα μεταβιβάζεται απευθείας στον επιζώντα σύζυγο, ανεξάρτητα από την κληρονομική του μερίδα.
Επίλογος – Συμπεράσματα – Νομοθετικές Προτάσεις
Με την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης καθίσταται φανερό πως ο Έλληνας νομοθέτης θα ήταν δόκιμο να αποκολληθεί από τις αναχρονιστικές αντιλήψεις που αφορούν στα ζώα συντροφιάς, αφήνοντας πίσω οποιαδήποτε σύνδεσή τους με πράγματα - αντικείμενα τα οποία είναι δεκτικά ανθρώπινης εξουσίασης, κατευθυνόμενος έτσι σε νέες ρηξικέλευθες διατυπώσεις που ανταποκρίνονται καλύτερα στη σύγχρονη πραγματικότητα, με στόχο τη νομική εξασφάλιση και προστασία των ζώων συντροφιάς.
Αναφορικά με τις Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, η σημαντικότερη αλλαγή που επισημαίνεται είναι η αλλαγή του νομικού status των ζώων από αντικείμενα δικαίου σε μια νέα ιδιάζουσα κατηγορία προσώπων, η οποία πρόκειται να απολαμβάνει δικαιώματα που (θα έπρεπε να) ανήκουν στα ζώα, σχετικά με την ευζωία, τη διαβίωση και τη φροντίδα τους. Στην εν λόγω ιδιάζουσα κατηγορία προσώπων διευκρινίζεται πως είναι μεν δυνατόν να προβλεφθούν και κατοχυρωθούν δικαιώματα, είναι δε αδύνατον να αναγνωριστεί οποιαδήποτε υποχρέωση, αφού τα ζώα δεν διαθέτουν τις ίδιες νοητικές δυνατότητες με τον άνθρωπο. Η προτεινόμενη νομοθετική αλλαγή πρόκειται να αποτελέσει σταθμό για το δίκαιο των ζώων, αφού η αλλαγή της θέσης αυτών στο αστικό δίκαιο είναι κομβικής σημασίας τόσο για το σύνολο της ελληνικής έννομης τάξης όσο και το πολιτισμικό επίπεδο της χώρας.
Όπως έχει γίνει φανερό, στο ισχύον δικαιικό σύστημα της χώρας τα ζώα συντροφιάς λογίζονται ως πράγματα, αντικείμενα δηλαδή ανθρώπινου νομικού εξουσιασμού και ιδιοκτησίας. Προκειμένου να επιτευχθεί η ανωτέρω κομβική αλλαγή πρέπει να γίνει αποκοπή από τους όρους αυτούς και να υιοθετηθούν άλλοι πιο σύγχρονοι και πιο λειτουργικοί. Ο προτεινόμενος νέος όρος είναι αυτός της κηδεμονίας, μέσω του οποίου κρίνεται δυνατόν να επιτευχθεί ο εξορθολογισμός του δικαιικού συστήματος όσον αφορά στο δίκαιο των ζώων, αφού ο όρος αυτός αντανακλά νοηματικά τη σχέση φροντίδας και στοργής που έχει ο κηδεμόνας με το ζώο συντροφιάς. Η αλλαγή της ορολογίας και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων που πρόκειται να αποδοθούν στα ζώα με τη μεταβολή του νομικού status, έχουν ως κύριο στόχο την προώθηση του συμφέροντός αυτών και τη συμπερίληψη τους σε ήδη υφιστάμενους θεσμούς του δικαίου.
Στον τομέα του Εμπράγματου Δικαίου η συζήτηση στρέφεται κυρίως σε ζητήματα γειτονικού δικαίου και συγκεκριμένα σε θέματα εκπομπών που προέρχονται από τα ζώα συντροφιάς, όπως είναι το γάβγισμα, οι τρίχες και η δυσοσμία. Κατά το παρελθόν υπήρξαν αρκετές δικαστικές αποφάσεις οι οποίες διέταξαν την οριστική απομάκρυνση του ζώου από την οικία που διαμένει, χωρίς να εξετάζονται άλλες προσφορότερες λύσεις, και ιδίως χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το συμφέρον του ίδιου του ζώου. Οι εν λόγω αποφάσεις δεν ήταν παρά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα ζώα λογίζονται κατά το ισχύον δίκαιο πράγματα, χωρίς να τους αναγνωρίζεται κάποια νομική προστασία, συνεπώς χωρίς να υπάρχει νομική βάση όπου να μπορεί να στηριχθεί ο λειτουργός του δικαίου. Τα τελευταία χρόνια η στάση της νομολογίας αλλάζει, κατευθυνόμενη πλέον σε πιο ήπια μέτρα αντιμετώπισης του εν λόγω ζητήματος των εκπομπών αναγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ζώων, την ευάλωτη θέση τους και το δέσιμο με την οικογένεια. Η νέα στάση της νομολογίας φαίνεται να αναγνωρίζει πως τα ζώα συντροφιάς αποτελούν έμβια όντα με έντονο συναισθηματικό κόσμο παρόλα αυτά πρέπει να γίνουν ακόμη κάποια βήματα για να εδραιωθεί η νέα αυτή στάση. Οι εφαρμοστές του δικαίου προτείνεται να ερευνούν βαθύτερα τι αποτελεί εκπομπή από τα ζώα, πόσο η εκπομπή αυτή επηρεάζει πράγματι τον αιτούμενο δικαστική προστασία και πότε η προσφυγή στη δικαιοσύνη συνιστά ενδεχομένως εκτόνωση προηγούμενης έριδας των διαδίκων. Οι λύσεις που επιδικάζονται πρέπει να είναι πάντα ανάλογες με το πρόβλημα, συνεπώς να εξετάζεται πάντα το ενδεχόμενο επιβολής ηπιότερων μέτρων πριν διαταχθεί οριστική απομάκρυνση του ζώου από την οικία, ως ύστατη και μόνο λύση. Κλείνοντας με τα ζητήματα εμπραγμάτου δικαίου, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ζήτημα για το οποίο οφείλει να μεριμνήσει ο νομοθέτης είναι ο εξορθολογισμός της ορολογίας που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό των ζώων γενικότερα. Συγκεκριμένα τα άρθρα 639 και 640 ΑΚ χρησιμοποιείται ο αναχρονιστικός όρος “κτήνος” που είναι πολύ μακριά από τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις περί ζώων, αφού προσδίδει μία ιδιαιτέρως έντονη αρνητική χροιά στα τελευταία. Πρόσφορο επίσης θα ήταν διατάξεις που βρίσκονται σε αχρησία, όπως οι διατάξεις περί σμήνους μελισσών (ΑΚ 1078-1080) να καταργηθούν.
Από το σύνολο της έρευνας προέκυψε αδιαμφισβήτητα το γεγονός ότι σήμερα τα ζώα συντροφιάς αποτελούν ένα ουσιαστικό κομμάτι της οικογενειακής στέγης, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εποχή. Το συμφέρον του ζώου λοιπόν εκτείνεται και πρέπει να αποτελεί την πυξίδα για την αντιμετώπιση ζητημάτων και στον ιδιαίτερο κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις λύσης του κοινού βίου δύο προσώπων ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να εξασφαλίζει το καλύτερο για το ζώο. Κατά τη διακοπή της συμβίωσης των φροντιστών ενός ζώου συντροφιάς, η αξιολόγηση του συμφέροντος του τελευταίου είναι μία ιδιαιτέρως περίπλοκη και δυσερμήνευτη διαδικασία. Η κηδεμονία του ζώου που πρέπει να αποδοθεί στον έναν σύζυγο στο εξής, είναι μία απόφαση άκρως σοβαρή, κατά τη σύνθεση της οποίας ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να λάβει υπ’ όψιν και να σταθμίσει ποικίλους παράγοντες. Κατόπιν της παρούσας έρευνας, κρίθηκε δόκιμο να τοποθετούνται σε προτεραιότητα ως ενδείκτες της διάγνωσης του συμφέροντος αφενός το συναισθηματικό δέσιμο που το ζώο έχει αναπτύξει με τον καθέναν από τους συμβιούντες, και αφετέρου η ισχυρότερη δυνατότητα κάθε μέρους να εξασφαλίσει στο ζώο τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης, τηρώντας απαρέγκλιτα τις πέντε ελευθερίες του και διατηρώντας ακέραιη την ευζωία του.
Με τη γενικότερη μεταβολή του αστικού συστήματος δικαίου σε ένα πλαίσιο όπου συλλογίζεται ουσιαστικότερα το συμφέρον των ζώων συντροφιάς εντός μίας οικογένειας, καθοριστική κρίνεται και η μεταβολή ορισμένων θεσμών του Κληρονομικού Δικαίου. Στο πλαίσιο της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, συνήχθη το συμπέρασμα πως ο ορισμός κηδεμόνα μέσω διαθήκης κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο προσομοιάζει στον θεσμό του τρόπου του ελληνικού δικαίου. Κρίνεται έτσι δυνατόν να υιοθετηθεί και από την ελληνική έννομη τάξη η ορολογία “εγκατάσταση κηδεμόνα μέσω διαθήκης” στο πλαίσιο τόσο της εγκατάστασης κληρονόμου επί δήλου ή κληροδόχου όσο και στο πλαίσιο του τρόπου, ώστε να καθίσταται ξεκάθαρη η βούληση του διαθέτη. Ταυτόχρονα, η περίπτωση των καταπιστευμάτων υπέρ ζώων συντροφιάς και η υπέρβαση του εμποδίου του νομικού καθεστώτος των ζώων από την αμερικανική νομοθεσία αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα και υποδεικνύουν την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει ο θεσμός του καταπιστεύματος του ελληνικού δικαίου. Αρκεί να αναγνωριστεί ο ρόλος που διαδραματίζουν τα ζώα στη ζωή των κηδεμόνων τους, ώστε να διαμορφωθεί ένα ξεχωριστό καταπίστευμα με στόχο τη φροντίδα τους, υπερβαίνοντας τα παραδοσιακά πρότυπα των ανθρώπινων μελών της οικογένειας, δίνοντας έτσι έμφαση στην ουσιαστική σχέση του κηδεμόνα με το ζώο συντροφιάς. Αν, ωστόσο, η παραπάνω θέση εμφανίζεται ακραίως ριζοσπαστική, μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου και η προσέγγιση της βούλησης του διαθέτη, στο πλαίσιο της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, κατά την ερμηνεία της οποίας η απαγόρευση της σύστασης καταπιστεύματος υπέρ ενός ζώου συντροφιάς, το οποίο μπορεί να αποτελεί ίσως το κοντινότερο μέλος της οικογένειας του εκλιπόντος, παραμερίζει τη βούληση του κληρονομούμενου, αν όχι την αποκλείει εντελώς. Σχετικά με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, τα ζώα συντροφιάς προτείνεται να θεωρηθούν ως εξαίρετο και να καταλείπονται στον επιζώντα σύζυγο, ανεξάρτητα από την κληρονομική του μερίδα. Εάν και πάλι φαίνεται αδύνατη μία τέτοια ερμηνεία του εξαίρετου, τα ζώα συντροφιάς θα ήταν δυνατόν να θεωρηθούν τουλάχιστον ως οιονεί εξαίρετο, ή ακόμη να θεσπιστεί ένα είδος μαχητού τεκμηρίου, σύμφωνα με το οποίο, το ζώο συντροφιάς θα μεταβιβάζεται και πάλι στον επιζώντα σύζυγο ανεξάρτητα από την κατανομή της κληρονομίας. Προτείνεται η λύση του μαχητού τεκμηρίου, προκειμένου να προληφθούν περιπτώσεις που, παρά την συνύπαρξη μεταξύ επιζώντος συζύγου και ζώου, δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική σχέση μεταξύ τους ή η εν λόγω σχέση εντοπίζεται σε ένα άλλο πρόσωπο.
Στο πέρασμα των χρόνων οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονται και διάφοροι θεσμοί τους μεταβάλλονται μαζί με αυτές. Από τις πρώτες κιόλας κοινωνίες των ανθρώπων τα ζώα είχαν σημαντικό ρόλο καθώς αποτελούσαν είτε μέσο για τη διεξαγωγή συναλλαγών είτε βασική πηγή παραγωγής αγαθών που χρησιμοποιούσαν τόσο για τις δικές τους ανάγκες όσο και για εμπορικές δραστηριότητες δίνοντας ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, αποτελούσαν δηλαδή κυρίως μέσα για την ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη. Στο πέρασμα του χρόνου τα ζώα άρχισαν να διαδραματίζουν όλο και πιο έντονα έναν συντροφικό ρόλο στην οικιακή στέγη όπου, πλέον σήμερα, ένα σημαντικό ποσοστό νοικοκυριών διαθέτει ζώο συντροφιάς. Παρόλα όμως την κοινωνική μεταβολή των συνθηκών το νομικό status των ζώων για αρκετούς αιώνες τώρα έχει μείνει προσκολλημένο στις αντιλήψεις κατά τις οποίες τα ζώα θεωρούνται αντικείμενα στη σφαίρα εξουσιασμού του κυρίου τους χωρίς να τους αναγνωρίζεται στο κομμάτι του αστικού δικαίου ο έμβιος και διαισθητικός χαρακτήρας τους. Στόχος της έρευνας αυτής είναι η αλλαγή της νομικής αντιμετώπισης των ζώων συντροφιάς από τον Έλληνα νομοθέτη, μέσα από τη διατύπωση νέων διατάξεων του αστικού δικαίου, ακολουθώντας έτσι τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις για τα ζώα. Προτείνεται συμπερασματικά η υιοθέτηση νέας νομικής ορολογίας που αντικατοπτρίζει πληρέστερα τη μοναδική και ιδιάζουσα κατηγορία των ζώων, ως πλασμάτων με έμβιο χαρακτήρα που αισθάνονται και έχουν ανάγκη φροντίδας, η αναγνώριση σε αυτά μίας σειράς δικαιωμάτων συναφών με ήδη υπάρχοντα σε ισχύοντες δικαιικούς θεσμούς, αλλά και η προβολή του συμφέροντος των ζώων προκειμένου να επιλυθούν τυχόν αντιδικίες για την εξασφάλιση της βέλτιστης λύσης. Αποτελεί άμεση ανάγκη να διαδοθεί το γεγονός ότι τα ζώα συντροφιάς αποτελούν ένα ιδιαιτέρως σημαντικό και ευαίσθητο κομμάτι στις ζωές των κηδεμόνων τους, συνεπώς, πέραν από τα ανθρώπινα μέρη αυτής της σχέσης, ο Νόμος οφείλει να προστατεύσει και τα μη ανθρώπινα πλάσματα που δεν έχουν φωνή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να μιλήσουν και να δράσουν ούτε στο όνομα ούτε για λογαριασμό τους.
Βιβλιογραφία
Ελληνική
Αιτιολογική Έκθεση & Λοιπές Συνοδευτικές Εκθέσεις του Ν. 4830/2021, 2021.
Αναγνωστάκης Η., Κόλιας Τ.-Γ., Παπαδοπούλου Ε.-Η. (Επιμ.). Ζώα και περιβάλλον στο Βυζάντιο (7ος-12ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών- Τομέας Βυζαντινών Ερευνών, 2011.
Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.-Ν. Σάκκουλας, 2019.
Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012.
Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Κληρονομικού δικαίου, Π.-Ν. Σάκκουλας, 2014.
Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
Γεωργιάδης Απ., Τι είναι Δίκαιο; Η νομική επιστήμη για όλους, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018.
Γεωργόπουλος Α., Περιβαλλοντική Ηθική, Gutenberg, 2002.
Δημοπούλου-Πηλιούνη Α., Σημειώσεις Ρωμαϊκού Δικαίου - Δίκαιο των Πραγμάτων, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2003.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όψεις της πολυεπίπεδης προστασίας στον ευρωπαϊκό χώρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018
Καρακώστας Ι., Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, Β’ Τόμος, 2015.
Κουκούλης Α.-Ν., Νομική θέση και προστασία των ζώων σε Αστικό Κώδικα και Ειδικούς Νόμους, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.
Μίτας Στ., Το δίκαιο της Ρώμης και η σημασία του: Μία σύντομη κριτική επισκόπηση, Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου 2020.
Παναγόπουλος Κ.-Δ., Επιτομή Οικογενειακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
Παντελίδου Κ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016.
Σαρδέλη Χ. & Σάββας Ι., Ηθική των ζώων συντροφιάς: ένα παραμελημένο πεδίο της Βιοηθικής, Ιατρική Ζώων Συντροφιάς, 2020.
Σπυριδάκης Ι., Εμπράγματο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
Σταμάτης Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009.
Τσαρούχα Ειρ., Η έννοια του πράγματος κατά το εμπράγματο δίκαιο, 2023.
Φίλιος Π., Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011.
Χαζίρογλου Λ., Δικαιώματα των ζώων και ηθική - Θεωρίες και πράξη, Άπαρσις, 2018.
Ξενόγλωσση
“Press Statement”. Farm Animal Welfare Council. 1979-12-05.
Andersen S.-S. & Sandøe P., Skilsmissehunde – om familiedyrenes placering i familieretten, σε C. Heide-Jørgensen, I. Lund-Andersen, & J.-L. Hansen (Eds.), Festskrift til Linda Nielsen, Thief Publishers 2022.113-129.
Beetz A., Uvnäs-Moberg K., Julius H. & Kotrschal K., Psychosocial and psychophysiological effects of human-animal interactions: the possible role of oxytocin, Front Psychol, 2012.
Bernays K.-A., We’ve still got feelings: Representing pets as sentient property, Arizona law review 2018.485-507.
Beyer G.-W., Pet Animals: What happens when their humans die?, Santa Clara Law Review, 2000.
Bogdanoski T., Towards an animal-friendly Family Law: Recognising the welfare of Family Law's forgotten family members, Griffith Law Review 2010.197-237.
Bouwma R., How to apply the “best interest of the pet” standard in divorce proceedings in accordance with newly enacted laws, Animal Legal & Historical Center, 2019.1-27.
Britton A.-H., Bones of contention: custody of family pets, Journal of the American Academy of Matrimonial Lawyers 2006.1-38.
Foster F.-H., Should pets inherit?, Florida Law Review, 2011.
Frances C., Helmsley pet trust raises issues for owners of all income levels, New York Bar Association, 2009.
Frances H., Succession law: leaving a legacy to pets, Queensland University of Technology, 2008.
Franklin E., How to give the dog a home: using mediation to solve companion animal custody disputes, Pepperdine Dispute Resolution Law Journal 2012.351-372.
Gordilho H.-J.-d.S. & Coutinho A.-M., Animal law and couple 's divorce, Revista Jurídica Luso Brasileira, 2019.967-998.
Gregory J.-D., Pet Custody: Distorting language and the law, Family Law Quarterly, 2010.35-64.
Group C.-L., Petimony: Can I get support for my pet in divorce?, Cole Law, 2019. Ανακτήθηκε από: https://www.colelawgrouppc.com/blog/petimony-can-i-get-support-for-my-pet-in-divorce/·
Hallam P., Dogs and divorce: chattels or children? Or somewhere in-between?, Southern Cross University Law Review 2014-2015.97-113.
Huss R.-J., No pets allowed: Housing issues and companion animals, Animal Law 2005.69-129.
Kotloff E., All Dogs go to heaven... or divorce court: New Jersey unleashes a subjective value consideration to resolve pet custody litigation in Houseman v. Dare, Villanova Law Review, 2010.446-474.
Maldonado S., Protecting the true objects of decedent’s bounty — pets included, Jotwell, 2012 (reviewing Frances Foster, Should Pets Inherit?, 63 Fla. L. Rev. 2011)
Map of States with Companion Animal (Pet) Trust Laws, Animal Legal & Historical Center, Ανακτήθηκε από: https://www.animallaw.info/content/map-states-companion-animal-pet-trust-laws,
Rook D., For the love of Darcie: Recognising the human – companion animal relationship in housing law and policy, Liverpool Law Rev, 2018.29–46.
Rhodes C.-G., Who gets the dog when the marriage gets “ruff”: Complications arising from the classification of family pets as traditional property, Estate Planning and Community Property Law Journal, 2017.294-326.
Sanders J., Who gets the pet in the divorce? Examining a standard for the New York legislature to adopt, Touro Law Review 2021.499-526.
Sandoval G.-N., The basics of pet trusts for estate planning attorneys, Colorado Bar Association, 2008.
Simmons S.-P., What is the next step for companion pets in the legal system? The answer may lie with the historical development of the legal rights for minors, Texas A&M Law Review 2013.253-285.
Siniscalchi M., Lusito R., Vallortigara G. & Quaranta A., Seeing left - or right - asymmetric tail wagging produces different emotional responses in dogs, 2013.2279-2282.
Strom St., Helmsley left dogs billions in her will, The New York Times, 2008.
The Swiss Civil Code of December 10, 1907 (Effective January 1, 1912), Franklin Classics, 2018.
The US Department of Housing and Urban Development, Assessing a person’s request to have an animal as a reasonable accommodation under the Fair Housing Act assistance animal notice, Washington DC, 2020.
Tuor P., Schnyder B., Schmid J., Jungo A., Das Schweizerische Zivilgesetzbuch, Schulthess Zürich, 2009.
White S., Companion animals: members of the family or legally discarded objects?, UNSW Law Journal 2009.852-878.
Willetts M.-C., An exploratory investigation of companion animal custody dispute following divorce, Journal of Divorce & Remarriage 2020.1-18.