Κείμενο

Ομάδα Εργασίας
Σπύρος Βαλσαμίδης (Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Ιωάννα Ζανίδη (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Μιχάλης Καραγκούνης (Προπτυχιακός Φοιτητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Ελισάβετ Κάργιου (Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Μαρία Κληματζδά (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Αικατερίνη Παπαδοπούλου (Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Ελένη Πολυχρονιάδου (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Ζωή Τηλαβερίδου (Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Επιβλέπουσες:
Καστανίδου - Συμεωνίδου Ελισάβετ (Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Τσιτσικλή Χριστίνα (Επιστημονική συνεργάτης Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.)
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
I. Εισαγωγή
Η θέση των ζώων στο δίκαιο εκκίνησε - και στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης εν πολλοίς παραμένει, όπως προκύπτει από σειρά διατάξεων του Αστικού Κώδικα- ως αυτή του αντικειμένου. Η όποια νομική προστασία που αυτά απολάμβαναν αναγόταν στην πραγματικότητα στην αντιμετώπισή τους από τον νόμο ως στοιχείων ιδιοκτησίας, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όχι των ιδίων αλλά των ιδιοκτητών τους.
Η πορεία προς την αναγνώριση δικαιωμάτων στα ζώα και εν συνέχεια προς την ποινικοποίηση της κακοποίησής τους ως αυτοτελών οντοτήτων, όχι όμως απαραίτητα και ως υποκειμένων δικαίου, είναι σταδιακή, με χρονική αφετηρία τα τέλη του 19ου αιώνα. Ιστορικά, η πρώτη καίρια φιλοσοφική αναφορά σε ζητήματα δικαιωμάτων των ζώων εντοπίζεται κατά τον 18ο αιώνα στα έργα του φιλοσόφου Jeremy Bentham, ο οποίος εξομοίωσε τις συνθήκες ζωής των ζώων με εκείνες των σκλάβων. Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα εκκίνησε ένα κίνημα αναγνώρισης και κατοχύρωσης δικαιωμάτων στα ζώα. Στο πλαίσιο αυτού ξεχωρίζουν προσωπικότητες, όπως αυτές του H. S. Salt, που έθεσε το ερώτημα «Έχουν τα κατώτερα ζώα δικαιώματα;» απαντώντας θετικά, του A. Géraud με τη δική του Διακήρυξη για τα δικαιώματα των ζώων (1924), του F. Barkers με τη Διεθνή Χάρτα των Ζώων κ.ά. Αποκορύφωμα αυτού του κινήματος αποτέλεσε η σύνταξη της Διεθνούς Διακήρυξης του 1978, εμπνευσμένης από την αντίστοιχη Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα του 1948, καθώς επίσης και από την επιστημονική πρόοδο της περιόδου. Μετά την αναθεώρησή της, κατά το έτος 1989, περιλαμβάνει δέκα άρθρα. Το κείμενο αυτό συνδέει την απόλαυση δικαιωμάτων με τη συναίσθηση. Ως διακήρυξη, ωστόσο, στερείται δεσμευτικής ισχύος. Με την υιοθέτησή της εκφράστηκε και η ελπίδα ενσωμάτωσης των διατάξεών της σε δεσμευτικά νομικά κείμενα, ωστόσο ακόμη και σήμερα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κυρίως λόγω της μη υιοθέτησής της από κάποιο διεθνή οργανισμό. Εξακολουθεί πάντως να αποτελεί κατά ορισμένους το πιο φιλόδοξο νομικό κείμενο που έχει συνταχθεί αναφορικά με τα ζητήματα των ζώων.
Το σημείο τομής που προκάλεσε τη μεταστροφή της αντίληψης της διεθνούς κοινότητας επί των ζητημάτων ευζωίας των ζώων δεν είναι καθολικά αναγνωρισμένο, με αποτέλεσμα την έκφραση διαφορετικών θέσεων. Οπωσδήποτε πάντως στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε η επιστημονική πρόοδος των τελευταίων ετών, μέσω της οποίας διαπιστώθηκε ότι τα ζώα –τουλάχιστον εκείνα που διαθέτουν νευρικό σύστημα- διαθέτουν και συναίσθηση, την ικανότητα δηλαδή να βιώνουν συναισθήματα, και κυρίως αυτό του πόνου, στοιχείο που αποτελεί σήμερα κοινή γνώση.
Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση του ποινικού δικαίου για την προστασία των ζώων, ακόμα και έναντι του ιδιοκτήτη τους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η ποινικοποίηση μιας πράξης υποδηλώνει ότι η τέλεσή της συνεπάγεται την προσβολή ενός σημαντικού εννόμου αγαθού, την προστασία του οποίου καλείται να διασφαλίσει η εκάστοτε ποινική διάταξη. Αυτό το ποινικό δίκαιο θα επιχειρηθεί να παρουσιαστεί στο κείμενο που ακολουθεί.
Αρχικά θα γίνει μια προσπάθεια προσδιορισμού της φύσης του προστατευόμενου έννομου αγαθού – το οποίο αποτελεί κεντρική έννοια στο ποινικό δίκαιο (ΙΙ). Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί η ισχύουσα ποινική νομοθεσία για την προστασία των ζώων και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί (ΙΙΙ), καθώς και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αλλοδαπών εννόμων τάξεων, από το οποίο θα μπορούσαν να αντληθούν χρήσιμες προτάσεις για την βελτίωση και του εθνικού ποινικού δικαίου (IV). Ακολουθεί η παρουσίαση του τρόπου εφαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας από τα εθνικά δικαστήρια αφενός (V) και της ποινικής ευθύνης των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης αφετέρου (VI) και η μελέτη ολοκληρώνεται με την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του ισχύοντος νομικού πλαισίου (VII).
II. To προστατευόμενο έννομο αγαθό
Όπως ήδη ειπώθηκε, η ποινικοποίηση μιας πράξης υποδηλώνει ότι η τέλεσή της συνεπάγεται την προσβολή ενός σημαντικού έννομου αγαθού. Ενώ, όμως, η αυτονόητη αυτή διαπίστωση γίνεται ευλόγως αντιληπτή στο πλαίσιο εγκλημάτων στρεφόμενων κατά ανθρώπων, περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και κατά της ίδιας της πολιτείας, τα πράγματα περιπλέκονται όταν υλικό αντικείμενο μιας εγκληματικής πράξης είναι ένα ζώο. Γεννούνται τότε τα ερωτήματα: Ποιο είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό; Μήπως το ζώο αποκτά την έννοια του «άλλου», ώστε να καθίσταται αυτοτελές όν με ίδια δικαιώματα στο πλαίσιο της ποινικής μας νομοθεσίας;
Σύμφωνα με μια απολύτως ανθρωποκεντρική προσέγγιση, ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στον αντίκτυπο κακοποιητικών των ζώων συμπεριφορών τόσο στον δράστη όσο και στο λοιπό κοινωνικό σύνολο, κυρίως προς τους τρίτους ως παρατηρητές. Η τέλεση μιας τέτοιας πράξης οδηγεί στον εξευτελισμό του ατόμου-δράστη και τον υποβιβασμό του ανθρωπίνου πνεύματος. Τρίτα πρόσωπα, παρατηρητές και μη τέτοιων συμπεριφορών, αισθάνονται αναπόφευκτα φόβο και απέχθεια.
Ορισμένοι άλλοι μελετητές του φαινομένου, προερχόμενοι κυρίως από τον κοινωνιολογικό, εγκληματολογικό και αστυνομικό κλάδο, εντοπίζουν μια στενή σύνδεση ανάμεσα στην κακοποίηση ζώων από δράστες νεαρής ηλικίας και την μετέπειτα τέλεση εκ μέρους τους βίαιων πράξεων σε βάρος ανθρώπων, έτσι ώστε η βίαιη συμπεριφορά απέναντι στα ζώα να αντιμετωπίζεται ως πιθανός συντελεστής κινδύνου (potential risk factor) και για τους ανθρώπους. Θεωρείται συνεπώς ότι η ποινικοποίηση του εν λόγω αδικήματος δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς την πιθανή τέλεση εγκλημάτων κατά των ατόμων, μια αντίληψη με ανθρωποκεντρικό και πάλι χαρακτήρα. Ήδη το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών των Η.Π.Α (FBI), όπως επίσης και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, έχουν αναγνωρίσει τον ανωτέρω σύνδεσμο, ενώ οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Έρευνα έχει, ωστόσο, υποστηρίξει ότι η κακομεταχείριση των ζώων συχνά συσχετίζεται με (βίαιες και μη) αντικοινωνικές συμπεριφορές, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει ότι ο νεαρός παραβάτης, ο οποίος και επιδίδεται σε βίαιες πράξεις σε βάρος ενός ζώου πρόκειται να εξελιχθεί σε βίαιο εγκληματία στρεφόμενο και κατά του ανθρώπου.
Ενδελεχείς πάντως έρευνες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις Η.Π.Α, ανέδειξαν τα υψηλά ποσοστά συνύπαρξης κακοποιητικών συμπεριφορών στρεφόμενων κατά των μελών της οικογένειας του δράστη, και ιδίως κατά του ερωτικού συντρόφου αυτού, και του ζώου συντροφιάς που τον συνοδεύει. Το ερευνητικό πεδίο παρουσιάζεται εμφανώς στενότερο ως προς το ζήτημα της εργαλειοποίησης των κακοποιητικών απέναντι στα ζώα συμπεριφορών με στόχο την πρόκληση ψυχικού πόνου, την εκδίκηση, την υποταγή του ερωτικού συντρόφου. Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί η ένταξη αυτής της μορφής κακοποίησης των ζώων στην έννοια και συνεπώς στη νομοτυπική μορφή του αδικήματος της ενδοοικογενειακής βίας. Στο πλαίσιο θεμελίωσης της υπόστασης ενός τέτοιου εγκλήματος - και ιδίως της επαπειλούμενης ποινής- θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προκληθείσα τόσο στο ζώο όσο και στο άτομο βλάβη.
Στο πλαίσιο πάλι ορισμένων έννομων τάξεων, και ιδίως αυτής του Ηνωμένου Βασιλείου, η ευζωία των ζώων θεωρείται ότι εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, συμβάλλοντας στην ηθική βελτίωση των προσώπων. Παραμένοντας στον βρετανικό χώρο, μια ιδιαιτέρως καινοτόμα θέση, εκφράστηκε εισάγοντας την έννοια του animal citizenship, έτσι ώστε να αναγνωρισθούν δικαιώματα στα ζώα ως αυτοτελή μέλη της κοινωνίας, με την άποψη όμως αυτή να περιορίζεται στα ζώα συντροφιάς. Τέτοιου είδους αντιλήψεις αναδεικνύουν πάντως την αντιμετώπιση του ζώου, έστω κι αν πρόκειται αποκλειστικώς για ζώο συντροφιάς, ως αυτοτελούς όντος, στο οποίο πρέπει να αναγνωριστεί η δική του ξεχωριστή θέση εντός του κοινωνικού συνόλου και του οποίου τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα πλήττονται σε περίπτωση που καταστεί θύμα κακοποιητικής ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ως αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό αναγνωρίζεται η ευζωία και υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής προσέγγισης, βάσει της οποίας η ποινικοποίηση της κακοποιητικής των ζώων συμπεριφοράς πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24§1 Σ) και συνεπώς η προστασία τους ανάγεται σε απαραίτητο για τη διασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας όρο. Αναγνωρίζονται, δηλαδή, τα ζώα στο σύνολό τους –και όχι μόνο τα ζώα συντροφιάς– ως κοινωνικό αγαθό άξιο προστασίας προς το συμφέρον ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου. Συχνά, ωστόσο, τέτοιες αντιλήψεις καταλήγουν να υιοθετούν επίσης ανθρωποκεντρικό ύφος, υποστηρίζοντας ότι η βία σε βάρος των ζώων προσβάλλει το δικαίωμα απόλαυσης του φυσικού περιβάλλοντος από τα άτομα.
Η γενικότερη μεταστροφή στον τρόπο αντιμετώπισης των ζώων, ιδίως των ζώων συντροφιάς, με την υιοθέτηση μιας περισσότερο ευαισθητοποιημένης στάσης σε ζητήματα κακομεταχείρισής τους, συνδέεται ενδεχομένως και με τη σημαντική αύξηση των ιδιοκτητών κατοικιδίων εντός του αστικού ιστού, απότοκο της ανθρώπινης μοναξιάς που συνοδεύει συχνά την αστική ζωή.
Οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η κοινωνικής, πολιτικής ή φιλοσοφικής προέλευσης βάση της ποινικοποίησης του φαινομένου της κακοποίησης των ζώων, διαπιστώνεται με βεβαιότητα ότι σήμερα οι εν λόγω πράξεις αντιμετωπίζονται συχνά ως ακραία φαινόμενα βίας, επισύροντας αυστηρές ποινές και στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης.
III. H ποινική νομοθεσία για την προστασία των ζώων στην Ελλάδα
A. Νόμος 4039/2012
Ο πρώτος νόμος για την ποινική αντιμετώπιση της κακοποίησης των ζώων στην Ελλάδα ήταν ο Ν. 4039/2012. Ο νόμος αυτός, αποτέλεσε μία αρχική προσπάθεια εναρμόνισης της χώρας μας με τις διεθνείς προσπάθειες ανύψωσης των προτύπων για την μεταχείριση των ζώων, με στόχο να αναγνωριστούν αυτά ως όντα με ενσυναίσθηση που αξίζουν ιδιαίτερη προστασία και φροντίδα. Θέσπισε μία πληθώρα υποχρεώσεων, απευθυνόμενων τόσο σε ιδιοκτήτες των ζώων συντροφιάς όσο και σε όργανα της πολιτείας αλλά και μια σειρά απαγορεύσεων. Ειδικότερα, έθεσε ορισμένα ελάχιστα όρια φροντίδας αναφορικά με την σίτιση, την παροχή νερού, την διατήρηση καθαρού του περιβάλλοντος των ζώων, το δικαίωμά τους στην κίνηση, την δυνατότητα ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών τους και την πρόσβασή τους σε κτηνιατρική περίθαλψη.
Η ευζωία τους όμως δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν δεν υπήρχαν προβλέψεις και για την κακοποίηση που μπορεί να υποστούν, αλλά και για τις ποινές που θα πρέπει να επιβληθούν στις περιπτώσεις αυτές.
Έτσι, με το άρθρο 16 του νόμου απαγορεύτηκε ρητά η κακοποίηση των ζώων συντροφιάς. Κακοποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο, είναι ο φόνος και ο βασανισμός του ζώου με την δόλια πρόκληση σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, ιδίως με κρέμασμα, πνιγμό, κάψιμο, σύνθλιψη και ακρωτηριασμό. Επίσης, ως κακοποίηση λογίζεται και η προβολή και διακίνηση υλικού στο διαδίκτυο, στο οποίο είτε απεικονίζεται το ζώο να δέχεται βία είτε απεικονίζεται σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ζώων ή ζώου και ανθρώπου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κινηματογραφικών ταινιών και περιπτώσεων που έχουν εκπαιδευτικούς στόχους.
Τέλος, θεσπίστηκε ρητά η υποχρέωση ειδοποίησης των αρχών και του οικείου δήμου σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος προκειμένου να παρασχεθεί στο τραυματισμένο ζώο η απαραίτητη κτηνιατρική φροντίδα.
B. Νόμος 4830/2021
Ο νόμος 4039/2012 δεν πρόσφερε στα ζώα επαρκή προστασία. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το ποινικό δίκαιο, οι προβλεπόμενες ποινές ήταν μικρές και οι πράξεις που είχαν αναχθεί σε εγκλήματα δεν κάλυπταν όλες τις μορφές κακοποίησης των ζώων. Έτσι κρίθηκε αναγκαία η αντικατάστασή του, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά με τον νόμο 4830/2021: «Νέο πλαίσιο για την ευζωία των ζώων συντροφιάς - Πρόγραμμα «AΡΓΟΣ».
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου, επιδιώκεται με αυτόν « η ενίσχυση της υπεύθυνης ιδιοκτησίας των ζώων συντροφιάς και η θέσπιση αυστηρών κανόνων για τη διασφάλιση της ευζωίας των δεσποζόμενων και των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, που εμφορείται από τις πέντε διεθνώς αναγνωρισμένες ελευθερίες (ελευθερία από την πείνα και τη δίψα, από άσκοπη ταλαιπωρία και καταπόνηση, από πόνο, τραυματισμό και ασθένεια, από φόβο και αγωνία και ελευθερία έκφρασης μιας φυσιολογικής συμπεριφοράς)».
Ο σκοπός του νόμου ορίζεται άλλωστε με σαφήνεια και στο 1ο του άρθρου, το οποίο έχει ως εξής: «Σκοπός του παρόντος είναι η προστασία των ζώων συντροφιάς και η εξασφάλιση της ευζωίας τους, η ενίσχυση της υπεύθυνης ιδιοκτησίας των ζώων συντροφιάς, η θέσπιση σαφούς και συνεκτικού κανονιστικού πλαισίου για τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς και στρατηγικής για τη δραστική μείωση του αριθμού τους μέσω προγραμμάτων υιοθεσίας, με απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων ευζωίας των ζώων».
Εντούτοις, ήδη από το άρθρο αυτό προκύπτει μια σαφής σύγχυση του νομοθέτη ως προς την φύση του προστατευόμενου αγαθού, αφού από τη μία αναγνωρίζει ότι τα ζώα είναι αντικείμενα «ιδιοκτησίας» και από την άλλη, στην ίδια διάταξη, κάνει λόγο για «υιοθεσία» των ζώων, παραπέμποντας κατ' ουσία σε ανθρώπινες σχέσεις.
Επιπλέον, και παρότι ο νόμος τιτλοφορείται «ευζωία των ζώων συντροφιάς», η σχετική με την κακοποίηση διάταξη αυτού αναφέρεται σε «ζώο οποιουδήποτε είδους», με αποτέλεσμα το προστατευτικό του πλαίσιο να επεκτείνεται και στα υπόλοιπα ζώα, στα άγρια ζώα δηλαδή και στα ζώα αναπαραγωγής.
Ο νέος νόμος συνιστά μία περαιτέρω προωθημένη προσπάθεια περιορισμού της κατάφωρης κακομεταχείρισης των ζώων προωθώντας την εκπαίδευση σχετικά με την καλή διαβίωση του ζώου, θεσπίζοντας μηχανισμούς επιβολής των κανόνων που θέτει, διευρύνοντας τους πιθανούς τρόπους κακομεταχείρισης και τυποποιώντας αυστηρές ποινικές κυρώσεις.
Μία ουσιώδης μεταβολή που επέφερε το νέο νομοθέτημα είναι όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, η θέσπιση αυστηρότερων ποινών για τις πράξεις προσβολής των ζώων. Οι απειλούμενες ποινές – οι οποίες περιγράφονται στο άρθρο 34 του νόμου - είναι σημαντικές, ξεκινώντας με φυλάκιση από 1 έως 5 έτη και χρηματική ποινή για τις λιγότερο σοβαρές πράξεις και φθάνοντας σε κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή, για τις πιο σοβαρές πράξεις, όπως ενδεικτικά την συστηματική κακοποίηση με πρόκληση σωματικού πόνου στα ζώα, την στέρηση τροφής και νερού ή την χρήση αυτών ως μέσων παραγωγής και εμπορίας κουταβιών, τα λεγόμενα puppy mills, όπου συνήθως τα ζώα είναι άρρωστα και ταλαιπωρημένα από τις πολλαπλές γέννες και τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής.
Σχετικά με τις ποινές κακουργηματικού χαρακτήρα, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η μετατροπή της κακοποίησης των ζώων σε κακούργημα πραγματοποιήθηκε με την τροποποίηση του νόμου κατά το έτος 2020 (άρθρο 55 παρ. 6 Ν. 4745/2020, ΦΕΚ Α 214/6.11.2020).
Τέλος, η κακοποίηση όπως γίνεται κατανοητό από το γράμμα του νόμου διακρίνεται σε ενεργητική ή παθητική (=μη τήρηση των κανόνων ευζωίας) ή συνδυασμό και των δύο και σε συστηματική ή μη συστηματική. Παρά την προφανή αυστηροποίηση του νόμου, φαίνεται να στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας. Καθημερινά ακόμη και σήμερα, 3 χρόνια μετά την υιοθέτησή του, ακραία περιστατικά βίας και παραμέλησης λαμβάνουν χώρα, με μόνο μερικά από αυτά να γίνονται ευρέως γνωστά.
Ένας καταλυτικός παράγοντας της αναποτελεσματικότητας αυτής φαίνεται να είναι η αντίληψη των πολιτών ως πρoς την αξία της ζωής των ζώων, καθώς έχει μάλλον παγιωθεί, ιδίως στην ελληνική ύπαιθρο, η λογική του ζώου ως εργαλείου είτε εργασίας είτε εξυπηρέτησης άλλων αναγκών του ανθρώπου. Αναδεικνύεται, συνεπώς, ως απόλυτη η ανάγκη ανάπτυξης δράσεων ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης των νέων ήδη από την νηπιακή τους ηλικία, ώστε να γίνει αντιληπτή η θέση των ζώων – και κυρίως των ζώων συντροφιάς – ως μελών της κοινωνίας μας που αξίζουν τον σεβασμό και την προσοχή μας. Η ενεργοποίηση των πολιτών όμως δεν αρκεί. Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος των αρχών, καθότι συχνά παρατηρείται η απουσία της αστυνομίας παρά τις επαναλαμβανόμενες κλήσεις των πολιτών για την καταγγελία κακοποιητικών συμπεριφορών.
Η πράξη λοιπόν έχει δείξει ότι ένας ποινικός νόμος, όσο αυστηρός κι αν είναι, όσο υψηλές ποινές και αν απειλεί, δεν μπορεί ποτέ να αντιμετωπίσει επαρκώς την κακοποίηση των ζώων. Απαιτείται μια συνολική προσπάθεια της πολιτείας, των δήμων, των αστυνομικών αρχών και των πολιτών, ώστε οι εικόνες ντροπής που αποτυπώνονται στις οθόνες όλων μας να πάψουν να αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.
IV. Ποινικό δίκαιο για την προστασία των ζώων σε άλλες έννομες τάξεις
A. To ποινικό δίκαιο για εγκλήματα κατά των ζώων συντροφιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η ποινική προστασία των ζώων συντροφιάς διέπεται κατά κύριο λόγο από τον Νόμο περί Ευημερίας των Ζώων του 2006. Οι συγκεκριμένοι κανόνες δικαίου, οι οποίοι ανάγουν την ζωή των ζώων συντροφιάς σε έννομο αγαθό, άξιο ποινικής προστασίας, επιβάλλουν μια νομική υποχρέωση στους ιδιοκτήτες κατοικίδιων και τους φροντιστές να καλύπτουν τις πέντε βασικές ανάγκες καλής διαβίωσης των ζώων, ήτοι την παροχή επαρκούς φαγητού και νερού, τη δημιουργία ενός κατάλληλου περιβάλλοντος διαβίωσης τους, την ευκαιρία έκφρασης μίας καταρχήν φυσιολογικής συμπεριφοράς εκ μέρους τους, την προστασία από τραυματισμούς και ασθένειες και, εφόσον κριθεί απαραίτητο, την παροχή συντροφιάς άλλων ζώων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η καλή διαβίωση των ζώων επιβάλλεται κυρίως από διάφορους οργανισμούς και φορείς, και η Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βαναυσότητας προς τα Ζώα (Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals – εφεξής: RSPCA) είναι ένας από τους βασικούς οργανισμούς που είναι αφοσιωμένοι σε αυτόν τον σκοπό. Ενώ η αστυνομία μπορεί επίσης να εμπλέκεται στην επιβολή της νομοθεσίας για την καλή διαβίωση των ζώων, η RSPCA διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διερεύνηση και την αντιμετώπιση περιπτώσεων σκληρότητας στα ζώα. Η RSPCA είναι ένας φιλανθρωπικός οργανισμός, που εργάζεται για την πρόληψη της σκληρότητας στα ζώα, τη διάσωση και την αποκατάσταση ζώων που βρίσκονται σε κίνδυνο και την προώθηση της ευημερίας τους. Έχουν επιθεωρητές και αξιωματικούς που έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τους νόμους για την καλή διαβίωση των ζώων και να ερευνούν περιπτώσεις σκληρότητας. Συνεργάζονται στενά με τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, όπως η αστυνομία, για να διασφαλίσουν ότι οι υποθέσεις αντιμετωπίζονται σωστά.
Στην 4η ενότητα της Πράξης του 2006, προσεγγίζεται το ζήτημα της προστασίας των ζώων συντροφιάς, κυρίως η ομαλή τους διαβίωση και η προστασία τους από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να επιφέρουν πόνο με οποιαδήποτε μορφή. Οι ιδιοκτήτες και οι κάτοχοι αυτών των ζώων καλούνται να μεριμνήσουν, ώστε η ποιότητα ζωής τους να μην υποβιβάζεται με τρόπο που αντίκειται στο ποινικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου και, κυρίως, στην Πράξη του 2006.
Ανάλογης σπουδαιότητας κρίνεται η 9η ενότητα της Πράξης, η οποία επικεντρώνεται σε παραβάσεις, που σχετίζονται με την απαγόρευση χρήσης βίας προς τα εν λόγω ζώα. Περιγράφονται, δηλαδή, αδικήματα, τα οποία σχετίζονται με την επίδειξη βαναυσότητας έναντι των ζώων, συμπεριλαμβανομένης της πρόκλησης περιττής ταλαιπωρίας, της συμμετοχής σε μάχες ζώων, του ακρωτηριασμού της ουράς σκύλων και, γενικότερα, πράξεων που τείνουν να βλάψουν τα ζώα.
Σημαντική είναι η παρατήρηση των ενοτήτων 11 και 12 σωρευτικά, δεδομένου ότι και οι δύο αναφέρονται στην υποχρέωση διασφάλισης της καλής μεταχείρισης των ζώων συντροφιάς. Εδώ εντάσσεται και η ποινικοποίηση της εγκατάλειψης ζώου στην περίπτωση που το ίδιο θα υποστεί πόνο, ο οποίος θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο θάνατο του.
Η προστασία των ζώων συντροφιάς συνιστά ένα αίτημα της κοινωνίας και, συνεπώς, η Πολιτεία κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στον έλεγχο κάθε υποψίας βασανισμού ενός ζώου. Έτσι, θεσπίζονται ειδικοί επιθεωρητές, που επιφορτίζονται με την αρμοδιότητα διεξαγωγής ελέγχων, που θα πιστοποιήσουν την ύπαρξη ή μη της κακομεταχείρισης ενός ζώου. O μεγαλύτερος οργανισμός, που νομιμοποιείται να προβαίνει σε τέτοιου είδους ελέγχους είναι η RSPCA.
Τέλος, όσον αφορά τις επιβαλλόμενες ποινές στους δράστες κακοποίησης ζώων συντροφιάς, προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 51 εβδομάδες για την εγκατάλειψη ζώου και έως 5 έτη για τον βασανισμό του ή η χρηματική ποινή. Αυτές οι ποινές μπορούν να επιβληθούν από το αρμόδιο δικαστήριο και σωρευτικά.
Παρά τις αυστηρές ποινές, κυρίως για το αδίκημα των βασανιστηρίων, τα εγκλήματα σε βάρος των ζώων εξακολουθούν να αποτελούν ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Η RSPCA ανέφερε πάνω από 130.000 καταγγελίες σκληρότητας σε βάρος των ζώων το 2020. Η συμπεριφορά αυτή προς τα ζώα συντροφιάς συναρτάται με διάφορους παράγοντες, όπως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ή η παιδεία. Η έλλειψη συνειδητοποίησης και ενσυναίσθησης προς τα ζώα είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, που συμβάλει στην εμφάνιση κακοποιητικών συμπεριφορών.
Στην Κύπρο υφίσταται ο περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμος του 1994 (Ν. 46(I)/1994), όπως ισχύει σήμερα με τον Ν. 183(I)/2022. Ο νόμος αυτός εισάγει μία σειρά ρυθμίσεων σχετικά με την ποινικοποίηση ορισμένων πράξεων, που ο νομοθέτης θεώρησε ότι αντίκεινται στο ποινικό σύστημα της χώρας. Ειδικότερα, προβλέπονται ορισμένες υποχρεώσεις των ιδιοκτητών περί της φροντίδας των ζώων όπως και η ρητή απαγόρευση κακομεταχείρισής τους. Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτούν οι αναφορές της θανάτωσης ζώου για λόγους ψυχαγωγίας, η χρησιμοποίηση ζώων για διαφημιστικούς σκοπούς σε περίπτωση που επέρχεται η συνεπακόλουθη ταλαιπωρία ή βασανισμός του και η διοργάνωση αγώνων μεταξύ ζώων ή με ζώα, κατά τη διάρκεια των οποίων τα τελευταία υφίστανται κακομεταχείριση ή θανατώνονται. Εξαίρεση στη θανάτωση των ζώων εισάγεται στην περίπτωση που αυτή διεξάγεται για θεραπευτικούς λόγους, κυρίως δηλαδή η θανάτωση αδέσποτων ζώων για την προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας.
Όσον αφορά τις ποινές που προβλέπονται για την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων, προβλέπεται φυλάκιση έως δώδεκα μήνες ή χρηματική ποινή έως δέκα χιλιάδες ευρώ για την πρώτη καταδίκη, ενώ για τη δεύτερη, ποινή φυλάκισης έως είκοσι τέσσερις μήνες ή χρηματική ποινή έως είκοσι χιλιάδες ευρώ. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και σωρευτικά τις δύο ποινές.
Στον κυπριακό ποινικό κώδικα συναντάται επίσης μία σειρά διατάξεων, που αφορούν πράξεις εναντίον των ζώων. Αρχικά, στο ά. 175 περιγράφεται η κτηνοβασία ως ενέργεια συνουσίας με ζώο, χωρίς να διευκρινίζεται ορισμένη κατηγορία ζώων. Έτσι, εδώ εντάσσονται και τα ζώα συντροφιάς, με τα οποία απαγορεύεται οποιουδήποτε είδους σεξουαλική επαφή. Η ποινή που προβλέπεται για αυτό το αδίκημα είναι φυλάκιση τριών ετών.
Επιπλέον, στο ά. 323 γίνεται λόγος για το έγκλημα της «βλάβης σε ζώα», το οποίο συνοψίζεται στον τραυματισμό, τη θανάτωση ή τον ακρωτηριασμό τους. Η ποινή που απειλείται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι φυλάκιση δύο ετών, όταν πρόκειται για ζώα συντροφιάς.
Σημαντικό έγκλημα εισάγεται στο ά. 326 του κυπριακού ποινικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο η διάδοση μολυσματικής νόσου ζώων συνιστά κακούργημα και τιμωρείται με φυλάκιση επτά ετών. Η ποινικοποίηση της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών των ζώων αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο μέτρο για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, της επισιτιστικής ασφάλειας και της ακεραιότητας της κοινωνίας.
Καινοτομία του κυπριακού δικαίου, που συνδέεται με την εφαρμογή των άρθρων για τα αδικήματα κατά των ζώων συντροφιάς, αποτελεί ο Περί Αστυνομίας Νόμος του 2004 (Ν. 73(I)/2004), όπως ισχύει σήμερα με τον Ν. 42(I)/2021. Ο συγκεκριμένος νόμος περιγράφει τις προϋποθέσεις της συγκρότησης και οργάνωσης και τις αρμοδιότητες της Αστυνομίας για τα Ζώα. Η κύρια αρμοδιότητα των συγκεκριμένων οργάνων είναι η διερεύνηση υποθέσεων κακοποίησης και κακομεταχείρισης ζώων και πιο συγκεκριμένα παραβάσεις των διατάξεων του περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμου (Ν. 46(I)/1994 όπως ισχύει σήμερα με το Ν. 183(I)/2022) και του περί Σκύλων Νόμου (Ν. 184(I)/2002), όπως ισχύει σήμερα με το Ν. 78(I)/2019).
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην νομοθεσία για την ευθανασία των ζώων για λόγους δημόσιας υγείας, μια πρακτική που εφαρμόζεται για τον έλεγχο και την πρόληψη της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών που μπορούν να θέτουν σημαντικούς κινδύνους για τους ανθρώπινους πληθυσμούς. Σε περιπτώσεις που τα ζώα είναι φορείς ασθενειών, οι οποίες μπορούν να μεταδοθούν στον άνθρωπο, όπως η λύσσα ή ορισμένα στελέχη γρίπης, η ευθανασία μπορεί να κριθεί απαραίτητη για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Αυτό το μέτρο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο σε περιπτώσεις που η ασθένεια έχει τη δυνατότητα να λάβει διαστάσεις επιδημίας και ο έλεγχος του ζωικού πληθυσμού καθίσταται ουσιαστική στρατηγική για τον μετριασμό του κινδύνου μετάδοσης στον άνθρωπο. Η εφαρμογή της ευθανασίας ως μέτρου δημόσιας υγείας είναι μια απόφαση πρόκληση, καθώς απαιτεί προσεκτική ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ανθρώπινης ευημερίας και της εξασφάλισης ηθικής μεταχείρισης των ζώων.
Επιπλέον, η ευθανασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν μεγάλοι πληθυσμοί ζώων επηρεάζονται από μεταδοτικές ασθένειες που θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες εάν αφεθούν χωρίς έλεγχο. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις επιδημιών ζώων, η μαζική θανάτωση μολυσμένων ζώων μπορεί να είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η ταχεία εξάπλωση ασθενειών που θα μπορούσαν όχι μόνο να βλάψουν τα ίδια τα ζώα αλλά και να θέσουν σε κίνδυνο τη διαβίωση των αγροτών και να απειλήσουν τη διαθεσιμότητα πόρων τροφίμων. Ενώ η ευθανασία είναι μια δύσκολη και συχνά αμφιλεγόμενη απόφαση, η χρήση της σε τέτοιες περιπτώσεις καθοδηγείται από την επιτακτική ανάγκη να διαφυλαχθεί η δημόσια υγεία και να αποτραπεί η κλιμάκωση μολυσματικών ασθενειών που μπορεί να έχουν βαθιές συνέπειες τόσο για τα ζώα όσο και για τους ανθρώπους.
Στην Κύπρο, ως μεταδοτικές ασθένειες νοούνται οι μολυσματικές ασθένειες, που προκαλούνται από μικροοργανισμούς, όπως βακτήρια, ιούς, μύκητες ή παράσιτα που μπορούν εύκολα να μεταδοθούν μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Ο τρόπος μετάδοσης ποικίλλει μεταξύ διαφορετικών ασθενειών και μπορεί να συμβεί μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής, αναπνευστικών σταγονιδίων, μολυσμένων τροφίμων ή νερού. Η μεταδοτική φύση αυτών των ασθενειών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ταχεία εξάπλωσή τους στους πληθυσμούς, καθιστώντας τες ένα σημαντικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία. Η ικανότητα ενός παθογόνου να μολύνει και να μεταδίδεται μεταξύ ατόμων μπορεί να οδηγήσει σε εστίες και επιδημίες, απαιτώντας αποτελεσματικά μέτρα και παρεμβάσεις δημόσιας υγείας για τον έλεγχο και την πρόληψη περαιτέρω μετάδοσης.
Η παρέμβαση κτηνιάτρου στην ευθανασία των ζώων συντροφιάς είναι μια ηθικά φορτισμένη ευθύνη. Οι κτηνίατροι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση ότι η ευθανασία διεξάγεται με συμπονετικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη την ευημερία του ζώου και τη συναισθηματική ευημερία των ιδιοκτητών. Πριν από τη διαδικασία, οι κτηνίατροι συμμετέχουν σε ειλικρινή επικοινωνία με τους ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων, συζητώντας την ιατρική κατάσταση του ζώου, τις επιλογές θεραπείας και την απόφαση για ευθανασία. Αυτή η επικοινωνία βοηθά στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και επιτρέπει στους ιδιοκτήτες των ζώων να κάνουν ενημερωμένες και συναισθηματικά προετοιμασμένες επιλογές.
Κατά τη διαδικασία της ευθανασίας, οι κτηνίατροι χορηγούν τα απαραίτητα φάρμακα με ακρίβεια και προσοχή. Δίνουν προτεραιότητα στην ελαχιστοποίηση κάθε αγωνίας ή πόνου που μπορεί να βιώσει το ζώο, παρέχοντας ένα ειρηνικό θάνατο. Επιπλέον, οι κτηνίατροι προσφέρουν υποστήριξη στους πενθούντες ιδιοκτήτες κατοικίδιων, παρέχοντας πληροφορίες για επιλογές μετέπειτα φροντίδας, όπως η καύση ή η ταφή. Η συμμετοχή ενός κτηνιάτρου στην ευθανασία αντανακλά τη δέσμευσή του τόσο για τη σωματική όσο και για τη συναισθηματική ευημερία των ζώων και των ιδιοκτητών τους σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές του δεσμού ανθρώπου-ζώου.
Φυσικά, τίθενται από το νόμο ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται, προκειμένου να χορηγηθεί η ευθανασία στα ζώα συντροφιάς. Αρχικά, επιβάλλεται να υφίσταται το κριτήριο του ανυπόφορου πόνου του ζώου εξαιτίας μιας σοβαρής και ανίατης ιατρικής κατάστασης, που υπονομεύει σημαντικά την ποιότητα ζωής του. Οι κτηνίατροι δεσμεύονται να δώσουν προτεραιότητα στην ευημερία του ζώου και η ευθανασία λαμβάνεται υπόψη, όταν η έκταση της ταλαιπωρίας κρίνεται απαράδεκτη και δεν μπορεί να μετριαστεί αποτελεσματικά μέσω ιατρικής περίθαλψης. Επιπλέον, βασική προϋπόθεση είναι η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του ζώου. Σε περιπτώσεις που εξετάζεται το ενδεχόμενο ευθανασίας, ο κτηνίατρος συνεργάζεται με τον ιδιοκτήτη, για να διασφαλίσει ότι η απόφαση είναι ορθώς συγκροτημένη και ηθικά ορθή.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει και στην νομοθεσία για τα πειράματα σε ζώα. Τα πειράματα σε ζώα συχνά διεξάγονται με την υπόθεση ότι οι φυσιολογικές και βιολογικές αποκρίσεις των ζώων μπορούν να παρέχουν πολύτιμες γνώσεις για την ανθρώπινη βιολογία και υγεία. Αυτή η υπόθεση βασίζεται στην εξελικτική διατήρηση ορισμένων βιολογικών διεργασιών μεταξύ των ειδών. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η μελέτη των ζώων, ειδικά των θηλαστικών που έχουν κοινή καταγωγή με τον άνθρωπο, μπορεί να προσφέρει ένα προγνωστικό μοντέλο για την κατανόηση του πώς τα φάρμακα ή οι θεραπείες μπορεί να επηρεάσουν την ανθρώπινη φυσιολογία. Αν και αναγνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των ειδών, οι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι θεμελιώδεις ομοιότητες σε γενετικές, κυτταρικές και σε επίπεδο οργάνων διαδικασίες επιτρέπουν την παρέκταση των ευρημάτων από πειράματα σε ζώα σε ανθρώπινα περιβάλλοντα. Αυτή η υπόθεση βασίζεται σε μεγάλο μέρος της προ-κλινικής έρευνας, καθοδηγώντας την ανάπτυξη ιατρικών παρεμβάσεων πριν φτάσουν σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.
Μια άλλη βασική προϋπόθεση στα πειράματα σε ζώα είναι ότι τα οφέλη που αποκτώνται από τη γνώση που επέρχεται θα υπερτερούν τελικά των ηθικών ανησυχιών και της πιθανής βλάβης στα εμπλεκόμενα ζώα, δεδομένου ότι απαιτείται και ειδική άδεια για τη διενέργεια τους. Οι ερευνητές στοχεύουν να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της προαγωγής της επιστημονικής γνώσης και της ελαχιστοποίησης της βλάβης στα ζώα. Η υπόθεση εργασίας είναι ότι τα πιθανά οφέλη, όπως η ανάπτυξη θεραπειών που σώζουν ζωές ή η βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών ορισμένης νόσου, δικαιολογούν τη χρήση των ζώων στην έρευνα. Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν επιφέρει την απόλυτη συμφωνία μεταξύ των επιστημόνων, καθώς οι ηθικοί προβληματισμοί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης εντός της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας γενικότερα.
Ο πειραματισμός με ζώα είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα με νομικές επιπτώσεις που ποικίλλουν μεταξύ των δικαιοδοσιών. Από νομική άποψη, πολλές χώρες έχουν θεσπίσει πλαίσια για τη ρύθμιση της χρήσης των ζώων στην επιστημονική έρευνα. Αυτά τα πλαίσια υπογραμμίζουν συχνά την ανάγκη εξισορρόπησης της επιστημονικής προόδου με ηθικούς προβληματισμούς και την ευημερία των ζώων. Οι ερευνητές συνήθως απαιτείται να λάβουν προηγούμενη έγκριση από επιτροπές δεοντολογίας πριν από την διεξαγωγή πειραμάτων με ζώα. Η νομική θέση επιβάλλει την τήρηση αυστηρών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την ανθρώπινη μεταχείριση των ζώων, την ελαχιστοποίηση του πόνου τους και τη χρήση εναλλακτικών λύσεων όποτε είναι δυνατόν.
Παρά τα θετικά βήματα, το αυστηρό ποινικό πλαίσιο, την ίδρυση της αστυνομίας των ζώων και την ακούραστη δράση των φιλοζωικών οργανώσεων για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, η Κύπρος αντιμετωπίζει μοναδικές προκλήσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της κακοποίησης των ζώων. Η γεωγραφία του νησιού δημιουργεί δυσκολίες στην παρακολούθηση και την επιβολή των κανονισμών για την καλή διαβίωση των ζώων, ιδιαίτερα σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές. Οι πληθυσμοί αδέσποτων ζώων είναι πολυπληθείς, γεγονός που καθιστά δύσκολη την παροχή επαρκούς φροντίδας και προστασίας για αυτούς.
B. Η ποινικοποίηση της κακοποίησης των ζώων στο πλαίσιο της σουηδικής έννομης τάξης
Το νομικό πλαίσιο προστασίας των ζώων του σουηδικού κράτους κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίως τόσο σε επίπεδο ποινικής όσο και διοικητικής νομοθεσίας. Τα κυριότερα και κρισιμότερα νομικά κείμενα είναι ο νόμος για την Ευζωία των Ζώων (Animal Welfare Act) με την πλέον πρόσφατη τροποποίηση του 2019, καθώς επίσης και ο Ποινικός Κώδικας.
Με τον νόμο για την Ευζωία των Ζώων τίθεται μια σειρά κανόνων αναφορικά με τη γενικότερη μεταχείριση των ζώων. Το νομοθέτημα αφορά πέραν των κατοικιδίων και ζώα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο πειραματικών προγραμμάτων, όπως επίσης και τα ζώα παραγωγής. Θεμελιώνει κανόνες μεταξύ άλλων ως προς τη φροντίδα, τη διαμόρφωση κατάλληλου περιβάλλοντος ζωής, την κακοποίηση, την αναπαραγωγή (breeding), την μεταφορά και την θανάτωση των ζώων, ενώ παράλληλα διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο απαραίτητο, ώστε η Διοίκηση να επιτύχει τον αναγκαίο έλεγχο εφαρμογής της νομοθεσίας, καθώς επίσης και να καθίσταται υπόλογη σε περίπτωση σφαλμάτων ή παραλείψεων.
Ο νόμος απαγορεύει ρητά την υποβολή ενός ζώου σε ταλαιπωρία (animal suffering), η οποία μάλιστα, σύμφωνα με το κυβερνητικό νομοσχέδιο, που προηγήθηκε της θέσπισής του, μπορεί να είναι και ψυχολογική. Ενδεικτικά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη, βάσει της οποίας το περιβάλλον εντός του οποίου βρίσκεται ένα ζώο θα πρέπει να επιτρέπει σε αυτό να εκδηλώνει την «φυσική συμπεριφορά» (natural behavior) του, ενώ η εγκατάλειψη ενός κατοικίδιου ζώου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως δύο ετών ή χρηματική ποινή/. Η σχέση ανάμεσα στον εν λόγω νόμο και τον Ποινικό Κώδικα είναι αυτή της επικουρικότητας. Δεδομένου ότι η Σουηδία δεν διαθέτει Αστικό Κώδικα και άρα οι έννοιες του υποκειμένου και του αντικειμένου στο δίκαιο δεν ορίζονται ρητώς, υποστηρίζεται, χωρίς ωστόσο να διακηρύσσεται ξεκάθαρα, ότι, υπό το πρίσμα του παρόντος νομοθετήματος, τα ζώα υπόκεινται σε ένα «ιδιαίτερο» ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθότι απολαμβάνουν αυξημένης προστασίας σε σχέση με την «κοινή» ιδιοκτησία.
Ο Ποινικός Κώδικας της Σουηδίας, ήδη από τη θέση του σε ισχύ κατά το έτος 1857, περιέλαβε ειδική διάταξη ως προς την κακοποίηση των ζώων σε αιχμαλωσία, ενώ κατά το έτος 1907 η νομική ρύθμιση επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλάβει και τα άγρια ζώα. Οι απειλούμενες ποινικές κυρώσεις στο πλαίσιο της σουηδικής έννομης τάξης είναι αισθητά ηπιότερες σε σχέση με την αντίστοιχη ελληνική ποινική νομοθεσία. Το βασικό έγκλημα της κακοποίησης ζώων απειλείται, για παράδειγμα, διαζευκτικά με φυλάκιση έως δύο ετών ή χρηματική ποινή, ενώ η διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος απειλείται αποκλειστικά με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως τέσσερα έτη. Το γεγονός, πάντως, ότι το εν λόγω έγκλημα εντάσσεται στην κατηγορία των «αδικημάτων κατά της δημόσιας τάξης» παραπέμπει σε μια μάλλον ανθρωποκεντρική προσέγγιση του δικαίου και υποδηλώνει ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό αποτελεί το κοινωνικό σύνολο και όχι τα ζώα ως αυτοτελή όντα.
Το Σύνταγμα της χώρας, αν και δεν αναφέρεται ρητώς στο έγκλημα της κακοποίησης ζώων, θέτει ορισμένους περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο που δύναται να λάβει το προς μετάδοση από τα μέσα ενημέρωσης υλικό, καθότι απαγορεύει την παράνομη απεικόνιση βίας κατά των ζώων. Παρότι οι σχετικές διατάξεις φαίνεται να υιοθετούν μια ανθρωποκεντρική οπτική, με στόχο την προστασία πρωτίστως του κοινωνικού συνόλου, η ενσωμάτωση αυτών στο συνταγματικό κείμενο ενός κράτους υποδεικνύει σε κάθε περίπτωση μια περισσότερο εξελιγμένη σε ζητήματα προστασίας των ζώων νομική σκέψη.
Προσφάτως, ένα περιστατικό θανάτου κατοικίδιου ζώου κατέστη η αφορμή για τη μεταρρύθμιση της σουηδικής νομοθεσίας ως προς τη δυνατότητα καταγγελίας-ενημέρωσης των αρχών για περιπτώσεις εγκατάλειψης και παραμέλησης ζώων. Ειδικότερα, κατά το έτος 2016 μια γάτα ονόματι Maja κατέληξε, ενώ βρισκόταν μόνη σε διαμέρισμα, καθώς η ιδιοκτήτριά της νοσηλευόταν. Το προσωπικό καθαριότητας και συντήρησης του διαμερίσματος γνώριζε την ύπαρξη της γάτας, αλλά επέλεξε να μην παρέμβει, επικαλούμενο τη νομοθεσία περί απορρήτου. Ο θάνατος του ζώου οδήγησε στην ενσωμάτωση νέας διάταξης στον νόμο περί Δημόσιας Δίωξης και Απορρήτου (Public Prosecution and Secrecy Act), επιτρέποντας στο ιατρικό προσωπικό και τις κοινωνικές υπηρεσίες να διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή πληροφορίες αναφορικά με αντίστοιχα περιστατικά εγκατάλειψης ζώων.
Η επιτυχία του σουηδικού μοντέλου, το οποίο, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, θεσμοθετεί ποινές εμφανώς ηπιότερες σε σχέση με το αντίστοιχο ελληνικό, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στον τρόπο οργάνωσης της εποπτείας αυτού. Ενώ στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών οι αρμόδιες για την τήρηση και την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας αρχές υπόκεινται σε υπουργικό έλεγχο συχνά ενσωματωμένες στο αρμόδιο υπουργείο, οι αντίστοιχες σουηδικές αρχές είναι ανεξάρτητες, με αποτέλεσμα να παραμένουν σχετικώς αποστασιοποιημένες από τις πολιτικές εξελίξεις. Ανεξάρτητες από τις συχνές πολιτικές ανακατατάξεις που διέπουν συνήθως τις υπουργικές δομές, μπορούν να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη στοχοπροσήλωση και σταθερότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι το παρόν μοντέλο οργάνωσης είναι ανεπίδεκτο κριτικής.
Παρά τις αισθητά ηπιότερες ποινικές κυρώσεις που απειλούνται στο πλαίσιο της σουηδικής έννομης τάξης, η τελευταία φαίνεται να θέτει, μέσω της νομοθεσίας της αλλά και του τρόπου οργάνωσης της απόδοσης ευθυνών και ελέγχου, ένα πληρέστερο και ενδεχομένως αποτελεσματικότερο προστατευτικό πλαίσιο για την ευζωία των ζώων. Στοιχεία αυτού του μοντέλου θα μπορούσαν πιθανώς να εμπνεύσουν και τον Έλληνα νομοθέτη για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της ελληνικής έννομης τάξης σε ζητήματα προστασίας των ζώων.
V. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Ο τρόπος που η νομολογία έχει αντιμετωπίσει ζητήματα κακοποίησης αδέσποτων ζώων και ζώων συντροφιάς θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει υπάρξει σταθερός, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, οπότε και ο νομοθέτης επέλεξε να ασχοληθεί περισσότερο με το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, την τελευταία πενταετία (από το 2018 και μετά), υπάρχει πληθώρα δικαστικών αποφάσεων που ασχολήθηκαν με ζητήματα κακοποίησης ζώων, κρίνοντας τους κατηγορουμένους -τις περισσότερες φορές- ενόχους.
Η νομική βάση που χρησιμοποιείται κατά κανόνα είναι ο νόμος 4039/2012 (και πλέον ο νέος νόμος 4830/2021) που εφαρμόζεται στα ζώα συντροφιάς. Σύμφωνα και με τον ορισμό που δίνεται στο άρθρο 1 του Ν. 4039/2012 (που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4830/2021), «Ζώο είναι κάθε έμβιος οργανισμός, που συναισθάνεται και κινείται σε ξηρά, αέρα και θάλασσα ή οποιοδήποτε άλλο υδατικό οικοσύστημα ή υγροβιότοπο». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 4039/2012 «κομβικό θεσμικό μέτρο για την προστασία των ζώων, αποτέλεσε το Πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων, το οποίο προστέθηκε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, όλα τα όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη, υποχρεώθηκαν να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους την ευζωία των ζώων και να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία και τον σεβασμό όλων των ζώων κατά τη χάραξη νέων πολιτικών στη γεωργία, στις μεταφορές, στην έρευνα και γενικά στην ενιαία αγορά».
Πολλές αποφάσεις αναφέρονται επίσης στον νόμο 3170/2003 που επιχείρησε να ενισχύσει το νομικό πλαίσιο, ειδικά για τα ζώα συντροφιάς, αναγόμενες και στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με το οποίο «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός…».
Συμπληρωματικά, ειδική αναφορά γίνεται πάντα από τα δικαστήριά μας στον νόμο 2017/1992, με τον οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων συντροφιάς, που τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα την 1.11.1992. Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση αυτή έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων, και ορίζει στο προοίμιό της ότι: «Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση αναγνωρίζουν ότι το άτομο έχει μια ηθική δέσμευση να σέβεται όλα τα ζωντανά δημιουργήματα διατηρώντας το πνεύμα των ιδιαίτερων δεσμών που υπάρχουν μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων συντροφιάς». Το άρθρο 1 του νόμου 2017/1992 αναφέρει ότι «Με τον όρο ζώο συντροφιάς, εννοούμε κάθε ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στο σπίτι του, για ευχαρίστησή του και σαν σύντροφός του». Από τον ορισμό αυτό δεν συνάγεται σε καμία περίπτωση η βούληση για τη θέση ιδίως του ζώου συντροφιάς ως υλικού αντικειμένου, αφού τίθεται ρητώς η ιδιότητα του ζώου ως συντρόφου του ανθρώπου και όχι ως προστατευόμενου αντικειμένου - εννόμου αγαθού.
Αντίθετα, στα αδικήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας, όπως αυτά περιγράφονται και τιμωρούνται στον Ν. 1300/1982, η ποινική απαξία είναι διαφορετική καθώς τα ζώα έχουν την ιδιότητα του προστατευόμενου αντικειμένου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα αδικήματα αυτά δεν στρέφονται κατά των ζώων συντροφιάς, αλλά στο προστατευτικό πεδίο αυτού του νόμου εμπίπτουν μόνο ίπποι, όνοι, ημίονοι, βοοειδή, βουβαλοειδή, αιγοπρόβατα, χοίροι και κυψέλες μελισσών ή το περιεχόμενό τους. Τέλος, πάντοτε υπάρχει αναφορά και σε ειδικότερες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που κρίνονται απαραίτητες με βάση τα συγκεκριμένα κάθε φορά πραγματικά περιστατικά.
Σκοπός του νόμου 4039/2012 είναι η προστασία αδέσποτων ζώων και ζώων συντροφιάς από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίησή τους με κερδοσκοπικό σκοπό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 του νόμου 4039/2012 «απαγορεύεται ο βασανισμός, η κακοποίηση, η κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε είδους ζώου, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού, όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός. Η στείρωση του ζώου καθώς και κάθε άλλη κτηνιατρική πράξη με θεραπευτικό σκοπό, δεν θεωρείται ακρωτηριασμός.» Η απαρίθμηση του νόμου είναι φυσικά ενδεικτική. Από την νομολογία έχει κριθεί πως κακοποίηση ζώου συνιστά και ο πυροβολισμός, η δηλητηρίαση, ο τραυματισμός, ο απαγχονισμός και η θανάτωση του ζώου με οποιοδήποτε τρόπο. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση «για την προστασία των ζώων συντροφιάς», κακοποίηση συνιστούν και οι χειρουργικές επεμβάσεις που προορίζονται να τροποποιήσουν την εξωτερική εμφάνιση ενός ζώου συντροφιάς και δεν γίνονται για θεραπευτικούς λόγους, όπως πχ. το κόψιμο της ουράς, το κόψιμο των αυτιών, η τομή των φωνητικών χορδών και η αφαίρεση νυχιών και δοντιών.
Τα ανωτέρω παραδείγματα ενεργητικής κακοποίησης συνιστούν πλέον, εκτός από κοινωνικά κατακριτέες πράξεις, και νομολογιακά θεμελιωμένα και παγιωμένα, τιμωρητέα αδικήματα. Η δημιουργία αυτού του πλέγματος καταδικαστικών αποφάσεων εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων, θέτει τη βάση για την ουσιαστική πραγμάτωση του σκοπού της σύγχρονης εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτός συνάγεται από τις εισηγητικές εκθέσεις των νόμων 4039/2012 και 4830/2021˙ μεταξύ άλλων, δηλαδή, η βελτίωση, ο εκσυγχρονισμός και η επικαιροποίηση του προ-υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ώστε, σε συμμόρφωση προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, η προστασία των ζώων συντροφιάς να καταστεί πιο αποτελεσματική. Μόνο με την έμπρακτη διαμόρφωση ενός αναλογικού και αποτρεπτικού συστήματος πραγματικών ποινών, θα επέλθει, προϊόντος του χρόνου, ριζική μεταβολή της –εδραιωμένης στην ελληνική κοινωνία- πρακτικής της κακομεταχείρισης των ζώων.
Να σημειωθεί ότι στην έννοια «κακή και βάναυση μεταχείριση» της διάταξης του άρθρου 16 του νόμου 4039/2012, περιλαμβάνεται κάθε συμπεριφορά αντίθετη προς τη φροντίδα του ζώου από αυτόν που το κατέχει και ορίζει τις συνθήκες της διαβίωσής του. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 παρ. β ορίζονται οι κανόνες ευζωίας που πρέπει να ακολουθούνται: «Ευζωία είναι το σύνολο των κανόνων, που πρέπει να εφαρμόζει ο άνθρωπος στα ζώα, αναφορικά με την προστασία τους και την καλή μεταχείρισή τους, έτσι ώστε να μην πονούν και υποφέρουν, την παραμονή τους σε χώρο στεγνό, καθαρό και προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες, χωρίς να είναι μόνιμα δεμένα και διαβιούντα εντός ακατάλληλων κατασκευών(π.χ. μεταλλικών), τη φροντίδα για ιατρική περίθαλψη και χορήγηση κατάλληλης τροφής και νερού, την καθημερινή άσκηση ή τον περίπατό τους και γενικά τη μέριμνα για σεβασμό της ύπαρξής τους». Έχει κριθεί από τα δικαστήρια πως παραβιάζουν τους κανόνες ευζωίας η κακή θρεπτική κατάσταση του ζώου, η εμπλοκή του σε μονομαχίες,το κλείσιμο σε κλουβί, η έκθεση του ζώου σε βάναυσες συνθήκες, η μη εξασφάλιση άνετου, υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος, το δέσιμο, η εγκατάλειψη, η έλλειψη κτηνιατρικής εξέτασης, καθώς και η παράλειψη παροχής θεραπευτικής αγωγής και παρακολούθησης του ζώου.
Εκτός από την έννοια της ενεργητικής κακοποίησης, στην έννοια της κακοποίησης του άρθρου 16 του ν.4039/12 εντάσσεται και η παθητική κακοποίηση, οι περιπτώσεις δηλαδή που οι κατηγορούμενοι με ενδεχόμενο δόλο κακοποιούσαν τα ζώα. Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται η έλλειψη καταλύματος, το ακατάλληλο κατάλυμα ή τα στενά κλουβιά, η μόνιμη αλυσόδεση, η ακατάλληλη τροφή, η μόνιμη παραμονή σε μπαλκόνια, ταράτσες, η έλλειψη νερού ή ύπαρξη μη κατάλληλου νερού, χώροι μη στεγνοί και καθαροί, προστατευόμενοι από τις καιρικές συνθήκες, η έλλειψη φροντίδας για κτηνιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθενειών τους, αλλά και για τον τακτικό εμβολιασμό και την αποπαρασίτωσή τους, καθώς και η έλλειψη καθημερινής άσκησης και περιπάτου. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να κάνουμε στο Εφετείο Αιγαίου που με την απόφασή του 101/2018 έκρινε πως «οι κατηγορούμενοι με ενδεχόμενο δόλο, ήτοι γνωρίζοντας και αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα της πράξης τους, κακοποίησαν ζώα και ζώα συντροφιάς και, ειδικότερα, στον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο κακοποίησαν παθητικά: α) τέσσερα (4) σκυλιά νεαρής ηλικίας τα οποία ήταν δεμένα με κοντές αλυσίδες, σαν κατάλυμα είχαν μεταλλικά βαρέλια, δεν είχαν καθαρό νερό και τροφή, και ήταν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, επίσης το ένα από αυτά (σκυλιά) το είχαν κλείσει εντός αυτοσχέδιου κλουβιού, ήτοι ενός τελάρου στο οποίο είχε τοποθετηθεί σιδερένιο πλέγμα, με αποτέλεσμα το ζώο να μην μπορεί να κινηθεί εντός του αυτοσχέδιου κλουβιού, ούτε να σηκώσει το κεφάλι του, ενώ εντός του κλουβιού υπήρχαν και περιττώματα του ζώου».
Όσον αφορά το ζήτημα του δόλου, είναι προφανές πως εύκολα αυτός καταφαίνεται, όταν υπάρχει εκ προθέσεως μια βίαιη και κακοποιητική ενέργεια που εντάσσεται στα πλαίσια των συμπεριφορών που περιγράφει ρητά ο νόμος και έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή, ακόμη περισσότερο, την θανάτωση του ζώου. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο δράστης γνωρίζει και επιθυμεί το αποτέλεσμα αυτό, που συνιστά άμεσο δόλο α’ βαθμού, ή γνωρίζει και αποδέχεται το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο, που συνιστά ενδεχόμενο δόλο. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, στις οποίες είτε είναι δύσκολο να καταφαθεί ο δόλος από την συμπεριφορά του δράστη είτε δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Ειδικότερα, το Εφετείο Αιγαίου με απόφασή του, έκρινε τον κατηγορούμενο αθώο, λόγω αμφιβολιών ως προς τον δόλο, παρόλο που αυτός δεν τήρησε τους κανόνες ευζωίας του ζώου ούτε μερίμνησε για την εξασφάλιση άνετου, υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος. Αμφιβολίες υπήρξαν διότι εκείνο το διάστημα ο κατηγορούμενος απουσίαζε από το νησί για λόγους υγείας και είχε αναθέσει σε τρίτο πρόσωπο την φροντίδα του ζώου, συνεπώς δεν είχε την άμεση επίβλεψη του χώρου και του ζώου, αλλά και το γεγονός πως, αφού επέστρεψε, ο ίδιος φρόντισε άμεσα να εξασφαλιστούν οι καλές συνθήκες διαβίωσης του ζώου.
Άλλη μία περίπτωση αθώωσης ελλείψει δόλου υπήρξε πάλι από το ίδιο δικαστήριο με την απόφαση 155/2018. Αναλυτικότερα, η κατηγορούμενη κατηγορήθηκε πως παραβίασε τους κανόνες ευζωίας του ζώου, διότι είχε παραλείψει την κτηνιατρική του εξέταση και την εξασφάλιση άνετου υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος προσαρμοσμένου στο φυσικό τρόπο διαβίωσης του ζώου που να του επιτρέπει να βρίσκεται στη φυσική του όρθια στάση χωρίς να εμποδίζονται οι φυσικές του κινήσεις και η δυνατότητά του για την πραγματοποίηση της, απαραίτητης για την υγεία και την ευζωία του, άσκησης, δεδομένου ότι το ζώο παρουσίαζε ασθένειες και βρέθηκε εξαντλημένο και δεμένο σε ένα δέντρο στον περίβολο χώρο της οικίας της. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η ίδια απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το πατρικό της λόγω σπουδών, ενώ το σκυλί ουσιαστικά άνηκε στον πατέρα της, το οποίο φρόντιζε και περιποιούνταν πολύ, μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος αρρώστησε και τελικά πέθανε. Συνεπεία λοιπόν της κατάστασης που επικρατούσε στο σπίτι, της νοσηλείας του πατέρα σε νοσοκομείο εκτός της πόλης, αλλά και του θανάτου του, θεωρήθηκε πως ήταν φυσικό να παραμεληθεί ο σκύλος, ενώ η κατηγορούμενη κρίθηκε αθώα καθώς τα πραγματικά περιστατικά, όπως παρατέθηκαν, δεν στοιχειοθετούσαν σε καμία περίπτωση δόλο.
Αξιοσημείωτη είναι και η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας με αριθμό 396/2023, βάσει της οποίας ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από την κατηγορία φόνου σκύλου(ράτσας Πίτμπουλ), ως ευρισκόμενος σε άμυνα. Το πόρισμα της κτηνιατρικής έκθεσης νεκροψίας–νεκροτομής, υποστήριξε πως το ζώο βρισκόταν πράγματι σε επιθετική στάση σώματος κατά τη στιγμή του πυροβολισμού του. Ειδικότερα, ο πυροβολισμός του σκύλου σε ζωτικό σημείο του σώματός του(θώρακας) δεν κρίθηκε ως υπέρβαση του αναγκαίου ορίου άμυνας, αλλά αντίθετα ως τήρηση του αναγκαίου μέτρου για την αποτελεσματική υπεράσπιση του θύματος κατά του επιτιθέμενου ζώου. Για τη κρίση αυτή, ως δικαιολογητική βάση προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι «ο βαθμός επικινδυνότητας της επίθεσης σκύλου ράτσας pitbull είναι ιδιαίτερα αυξημένος», παρά το γεγονός ότι, μετά την διεξαγωγή επίσημης ιατροδικαστικής εξέτασης, απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος υπέστη στην πραγματικότητα μόνο «ελαφρά σωματική βλάβη διά δήγματος οδόντων κυνός». Το τελευταίο ακριβώς στοιχείο είναι που προκαλεί αμφιβολία ως προς το αν όντως ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης ήταν τέτοιου βαθμού, που να δικαιολογούν τη θανάτωση του ζώου ως νόμιμο όριο άμυνας του κατηγορουμένου.
Αρκετά συχνά είναι και τα περιστατικά απόπειρας κακοποίησης ζώων. Ένα παράδειγμα αποτελεί η απόφαση 4721/2019 του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τα πραγματικά περιστατικά της οποίας, ο κατηγορούμενος εντοπίστηκε να τοποθετεί απολυμαντικό υγρό σε δύο μπολ με νερό τα οποία η μάρτυρας είχε τοποθετήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας, προκειμένου να πίνουν νερό τα περιστέρια, αλλά και σκυλιά που διέρχονται από την περιοχή. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου είχε ως σκοπό να αποτρέψει τα περιστέρια να επισκέπτονται τον χώρο, επηρεασμένα από τη μυρωδιά του απολυμαντικού υγρού, ο ίδιος όμως φάνηκε πως αποδεχόταν τον κίνδυνο τα ζώα που διέρχονται από την περιοχή, να πιούν από το νερό που βρισκόταν στα δύο μπολ και να δηλητηριαστούν. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος αποπειράθηκε να δηλητηριάσει τα διερχόμενα από την περιοχή ζώα, η πράξη του όμως αυτή δεν περατώθηκε, διότι έγινε αντιληπτός από την μάρτυρα, που άδειασε τα δύο μπολ με το νερό.
Παρόμοια περίπτωση απασχόλησε την απόφαση 5824/2010 του Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καθώς ο κατηγορούμενος επιχείρησε να φονεύσει με δηλητηριασμένη σαρδέλα αδέσποτες γάτες, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά αίτια και πιο συγκεκριμένα, επειδή μέλη ενός φιλοζωικού σωματείου απομάκρυναν άμεσα τη σαρδέλα από το σημείο.
Τέλος, ένα θέμα που απασχόλησε τη νομολογία ήταν αυτό του ζητήματος αναλογικότητας των δικαιωμάτων των ζώων, που προστατεύονται με τον νόμο 4039/2012, με τα επιμέρους δικαιώματα των ιδιωτών που καταγράφονται στο Σύνταγμα και σε άλλους ειδικούς νόμους. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται με το άρθρο 25 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του Συντάγματος και ορίζει ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ ευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι: α] αναγκαίοι υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη σχετική ρύθμιση σκοπού και β] να τελούν σε αρμόζουσα αναλογία με αυτόν, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στο δικαίωμα του θιγόμενου να μην είναι δυσανάλογα επαχθείς, η σχέση δε μεταξύ μέσου και σκοπού πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να αποτρέπονται υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες στον θιγόμενο.
Η πρώτη απόφαση που αξίζει να σχολιάσουμε είναι η ΑΠ 599/2020. Ακολουθούν εν συντομία τα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος - ποιμένας μετέφερε τους καλοκαιρινούς μήνες το κοπάδι του 700 προβάτων συνοδευόμενο από 3 ποιμενικούς σκύλους εντός περιφραγμένου χώρου τον οποίο είχε μισθώσει για τον σκοπό αυτό. Μια από τις ημέρες εκείνες, ένας κυνηγός, είχε μεταβεί στην παραπάνω περιοχή με δύο σκύλους του προκειμένου να τους εκγυμνάσει. Τότε, ένας από τους τρεις σκύλους του ποιμένος, που κυκλοφορούσε ελεύθερος και ανεπιτήρητος στην ως άνω μισθωμένη περιοχή, επιτέθηκε σε ένα από τα δύο σκυλιά του κυνηγού, και το δάγκωσε με αποτέλεσμα να προκληθεί αιμορραγία και να επέλθει ο θάνατος του κατά την μεταφορά του στον κτηνίατρο. Στη προκειμένη περίπτωση κρίθηκε από το δικαστήριο πως η θανατηφόρα επίθεση του σκύλου του ποιμένος σε βάρος του σκύλου του κυνηγού συνιστά περίπτωση κακοποίησης που τιμωρείται με βάση την διάταξη 16α Ν. 4039/2012. Ένας από τους ισχυρισμούς που κατέθεσε ο ποιμένας-κατηγορούμενος στην αναίρεση που υπέβαλε αργότερα, ήταν ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, καθώς, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ.4 του νόμου 4039/2012, ως ιδιοκτήτης ποιμενικού σκύλου δεν υποχρεούτο σε επιτήρηση αυτού εντός μισθωμένης περιοχής. Υποστήριξε πως «το δικαίωμα του κυνηγού να εκπαιδεύει τον σκύλο του και μάλιστα σε απαγορευμένη ζώνη θα έπρεπε να κριθεί ως έλασσον δικαίωμα, ενώ ως μείζον δικαίωμα που υπερτερεί αναλογικά θα έπρεπε να κριθεί αυτό του ποιμένος να προστατεύει το κοπάδι του σε μισθωμένο λιβάδι και έδαφος της νομίμου κατοχής του, σε σημείο μάλιστα που δεν επιτρέπεται η εκπαίδευση σκύλων». Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε απορριπτέος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η κρίση περί επικράτησης του δικαιώματος του ποιμένος να προστατεύσει το κοπάδι του, έναντι αυτού του κυνηγού να εκπαιδεύσει τον σκύλο του, δεν προκύπτει ούτε απευθείας από το Σύνταγμα ούτε και από τον νόμο.
Η δεύτερη απόφαση που αξίζει να αναφέρουμε είναι η 163/2020 του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Ακολουθούν εν συντομία τα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε για κακοποίηση ζώου, διότι προέβη στη σύνθλιψη με σκαπτικό εργαλείο και στη συνέχεια στην πρόκληση ασφυξίας με τοποθέτηση μέσα σε νάιλον σακούλα, νεογέννητων ζώων -τα οποία γέννησε σκύλος ιδιοκτησίας του- εκ των οποίων τα οκτώ πέθαναν και μόνο το ένα επιβίωσε. Η Δημοτική Αστυνομία, ως αρμόδια αρχή, μετά από ειδοποίηση που έλαβε από μάρτυρα, ενημέρωσε τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές και του επιβλήθηκε το πρόστιμο των 30.000 ευρώ για κάθε παράβαση. Ο κατηγορούμενος, σε έφεση που υπέβαλε, υποστήριξε πως παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας αρχικά, ως προς την επιβαλλόμενη ποινή, και ζήτησε να μειωθεί αυτή στο ποσό των 1.000 ευρώ για κάθε μία περίπτωση των κουταβιών, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι είναι συνταξιούχος και η μηνιαία σύνταξη του ανέρχεται στο ποσό των 1.361 ευρώ. Υποστήριξε πως το πρόστιμο των 30.000 ευρώ για κάθε κακοποιηθέν ζώο δεν είναι ανάλογο με τη βαρύτητα της παράβασης, τη σημαντικότητα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού και την κοινωνική και ηθική απαξία της πράξης, και δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με την προκαλούμενη στον παραβάτη βλαπτική κατάσταση, καθώς και του εισοδήματός του. Το δικαστήριο έκρινε πως αυτός ο λόγος έφεσης, λόγω του αντικειμενικού προσδιορισμού και του ύψους του προστίμου χωρίς τη δυνατότητα επιμέτρησης από τη διοίκηση, προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι στην περίπτωσή του, ενόψει της ιδιαίτερα ελαφράς ποινής που επιβλήθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο, της ιδιάζουσας βαρύτητας των παραβάσεων και των ιδιαίτερων συνθηκών που αυτές έλαβαν χώρα, ορθώς του επιβλήθηκαν τα πρόστιμα για εννέα αυτοτελείς παραβάσεις στο ποσό των 30.000 ευρώ για καθεμία, το ύψος του οποίου, στην κρινόμενη υπόθεση, κρίνεται εύλογο και προσήκον και δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ενώ η επικαλούμενη οικονομική του κατάσταση δεν αποτελεί κριτήριο καθορισμού του ύψους του προστίμου. Το ζήτημα της αναλογικότητας απασχόλησε τον κατηγορούμενο και ως προς την επιβολή ποινής τόσο από ποινικό (φυλάκιση 5 μηνών με τριετή αναστολή χωρίς επιβολή χρηματικής ποινής) όσο και από διοικητικό δικαστήριο (30.000 ευρώ για κάθε παράβαση, σύνολο 270.000 ευρώ). Αναλυτικότερα, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως η επιβολή του επιδίκου διοικητικού προστίμου αντίκειται στην αρχή «ne bis in idem», καθόσον αποτελεί κύρωση ποινικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, λόγω α) της υπαγωγής της παραβάσεως κατά τις ειδικότερες μορφές τελέσεώς της στο πεδίο του διοικητικού αλλά και του ποινικού δικαίου, β) του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της κυρώσεως του προστίμου και γ) του βαθμού αυστηρότητος της κυρώσεως αυτής, η οποία, εν όψει του ύψους του προβλεπομένου προστίμου (30.000 ευρώ), πλήττει το έννομο αγαθό της περιουσίας του δράστη. Το δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή του επίδικου προστίμου δεν αντίκειται εν προκειμένω στην αρχή «ne bis in idem», επειδή, μεταξύ άλλων, ο προσφεύγων δεν επικαλούνταν, ούτε προέκυπτε από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, το αμετάκλητο της 706/2014 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, αλλά και για το λόγο ότι η ποινική και διοικητική διαδικασία συνδέονταν ουσιωδώς και χρονικά μεταξύ τους, επιδιώκοντας αλληλοσυμπληρούμενους σκοπούς και αποτελώντας ένα ενιαίο πλαίσιο αντιμετώπισης της κακοποίησης ζώων.
Στο σημείο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύντομη συγκριτική εξέταση αποφάσεων ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, προηγούμενη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου επί του ίδιου επίδικου θέματος, ως ιστορικό γεγονός, δεσμεύει τα διοικητικά δικαστήρια, με αποτέλεσμα η κρίση του ποινικού δικαστή επί της αθωότητας του κατηγορουμένου, να δημιουργεί τεκμήριο υπέρ του τελευταίου. Έτσι, τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, εκτός εάν η απαλλαγή του κατηγορουμένου στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης. Απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο, δεν πρέπει να παραβλέπει την δεύτερη και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Εν συνεχεία της αντιπαραβολής των ποινικών προς τις διοικητικές αποφάσεις, παρατηρείται, περαιτέρω, ότι ο ποινικός δικαστής διαθέτει εκ του νόμου ευρεία διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό της εκάστοτε πραγματικής ποινής· σε αντίθεση με τις διοικητικές χρηματικές ποινές, οι οποίες παρουσιάζονται ανελαστικές. Όπως επισημαίνεται στην απόφαση 255/2018 του διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας, προβλέπεται το ίδιο πρόστιμο συλλήβδην και αδιακρίτως για ευρεία κατηγορία συμπεριφορών κακοποίησης σε βάρος ζώου, χωρίς δυνατότητα κλιμάκωσης και αναλογικής προσαρμογής. Κατ’ αποτέλεσμα, το απειλούμενο διοικητικό πρόστιμο των 30.000€ δεν επιδικάζεται συχνά από τα διοικητικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική κρίνεται η αναφορά στην απόφαση 7/2020 του διοικητικού Πρωτοδικείου Τρίπολης, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη απόφαση 57/2019 του ποινικού δικαστηρίου, οι οποίες πραγματεύονται το ίδιο επίδικο ζήτημα, το «παστούρωμα» των ιπποειδών. Οι προαναφερθείσες αποφάσεις χρήζουν αναφοράς, καθότι συνιστούν δείγμα ότι η κείμενη νομοθεσία για την προστασία των ζώων συντροφιάς βρίσκει εφαρμογή, ελλείψει ειδικότερων ρυθμίσεων, σε ζώα πέραν του σκύλου και της γάτας, τα οποία λογίζονται ως κατεξοχήν ζώα συντροφιάς. Απόδειξη πως τον όρο «ζώο συντροφιάς» χρησιμοποιεί ο νομοθέτης, αναφερόμενος σε κάθε ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στο σπίτι του, για ευχαρίστησή του και σαν σύντροφός του.
Όπως καταγράφηκε νωρίτερα, από τη συγκριτική, συνολική θεώρηση των αποφάσεων της νομολογίας, προκύπτει ότι για τον μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων που φτάνουν στα ελληνικά δικαστήρια εκδίδονται καταδικαστικές για τον κατηγορούμενο αποφάσεις. Σε ό,τι αφορά τις επιβληθείσες ποινές, ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν οι υποθέσεις 29020/2002 και 5824/2010 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καθώς και 5922/2005 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες επιβλήθηκαν ποινές ανερχόμενες στους τρεις (3) με τέσσερις (4) μήνες φυλάκισης με αναστολή τριών (3) ετών, συνδυαστικά με την επιδίκαση χρηματικής ποινής μικρής αξίας, της τάξεως των 100 ευρώ. Με την θέση σε ισχύ του νόμου 4039/2012, η αντιμετώπιση παρόμοιων υποθέσεων αυστηροποιείται ουσιωδώς. Η διάταξη του άρ.16 Ν.4039/2012 έρχεται να αντικαταστήσει το άρθρο 1 ν.1197/1981, στοιχειοθετώντας λεπτομερέστερα την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της κακοποίησης των ζώων συντροφιάς. Το άρ.20 καταργεί την αντίστοιχη διάταξη του άρ.8 του τελευταίου, αυξάνοντας τα όρια της απειλούμενης ποινής από τους έξι(6) μήνες, ως ανώτατο όριο, στα ένα(1) έως πέντε(5) έτη φυλάκισης. Συγχρόνως, τα όρια της χρηματικής ποινής ανέρχονται σε 5.000 - 15.000 ευρώ.
Πράγματι, χρονικά μεταγενέστερες αποφάσεις επέβαλαν στους κατηγορουμένους βαρύτερες ποινές, χωρίς ωστόσο να εξαντλούν τα όρια του νόμου. Εξετάζοντας τις υποθέσεις 4721/2019 του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 4080/2015 του Εφετείου Αθηνών, 101/2018 και 148/2019 του Εφετείου Αιγαίου, παρατηρείται πως οι πραγματικές ποινές που επιβλήθηκαν από το δικαστήριο κυμαίνονται στους τρεις(3) με έξι(6) μήνες φυλάκισης, με αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις αποφάσεις του Εφετείου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου 391/2019, του Εφετείου Λάρισας 183/2019 και Εφετείου Καλαμάτας 228/2018, περιπτώσεις όπου κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αυστηρότερων ποινών φυλάκισης, ύψους 1 έτους, και σωρευτικά χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ.
Προς υποστήριξη των ανωτέρω, βαρύνουσα σημασία έχει η κρίση του Αρείου Πάγου. Όπως διαφαίνεται από την συνολική εκτίμηση των αποφάσεων με αριθμό 68/2021, 599/2020, 16/2019 και 1605/2019, ο Άρειος Πάγος απέρριψε τα αιτήματα αναιρέσεως κατά των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων καταδικαστικών αποφάσεων, που κήρυσσαν ενόχους τους κατηγορούμενους για διάπραξη αδικημάτων εις βάρος ζώων συντροφιάς. Οι αποφάσεις αυτές του Ανώτατου ελληνικού Δικαστηρίου έρχονται ως επιστέγασμα να ενισχύσουν την αυξανόμενη απαξία που λαμβάνει το αδίκημα της κακοποίησης των ζώων, κρίνοντας αμετακλήτως την ενοχή των κατηγορουμένων.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα ζητήματα κακοποίησης ζώων απασχολούν ολοένα και πιο έντονα την τελευταία δεκαετία τα ελληνικά δικαστήρια, με την αυστηροποίηση του νεότερου νομοθετικού πλαισίου να αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Αξίζει να υπογραμμιστεί για ακόμη μία φορά πώς η ελληνική νομολογία των ποινικών δικαστηρίων, εφαρμόζοντας το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για τα ζώα συντροφιάς, έχει διαμορφώσει σειρά καταδικαστικών αποφάσεων. Η συστηματική επιβολή των προβλεπόμενων στο νόμο ποινών από τον Έλληνα δικαστή και ο έμπρακτος κολασμός των πράξεων ενεργητικής και παθητικής κακοποίησης λειτουργούν αποτρεπτικά και αποτελούν σημαντικά βήματα προς την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου.
VI. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΙΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Ζητούμενο στο σημείο αυτό είναι να εντοπιστούν και να εξειδικευθούν οι ευθύνες που πρέπει να καταλογιστούν, όχι στους ιδιοκτήτες των ζώων συντροφιάς, αλλά στους αιρετούς των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές προκαλούν την δικαιολογημένη οργή του πανελληνίου με την αδράνειά τους να αντιμετωπίσουν ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητάς τους περί προστασίας και διαχείρισης των αδέσποτων ζώων συντροφιάς. Πάντως, επειδή δεν χρειάζονται βεβιασμένα συμπεράσματα με κάθε ευκαιρία, θα πρέπει να σχηματοποιηθούν οι ευθύνες που ούτως ή αλλιώς βαραίνουν τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα τους Δήμους ως προς την διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς και αμέσως μετά να προσδιορισθεί, με συγκεκριμένους πια όρους, ο τρόπος καταλογισμού ποινικής ευθύνης.
Αρχικά, σύμφωνα με την εγκύκλιο υπ’ αριθμόν 1314/2023, που εκδόθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στις 19/12/2023 σχετικά με τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Διαχείρισης Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς και Πρόληψης Δημιουργίας Νέων Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς, υποχρεούνται οι αρμόδιοι φορείς και δη το Τμήμα Προστασίας Ζώων Συντροφιάς της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Λειτουργίας Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών μαζί με την Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, να συλλέγουν, να παρέχουν κτηνιατρική περίθαλψη, να στειρώνουν, να φροντίζουν για την ηλεκτρονική σήμανση των ζώων και αφότου ολοκληρώσουν αυτά τα βήματα, να αποβλέψουν στο πιο αποφασιστικό βήμα της μέριμνας για υιοθεσία ή, έστω, αναδοχή τους.
Πολύ βασικό είναι κάθε δημοτική αρχή να αναλάβει τη μέριμνα και την παρακολούθηση των επανεντασσόμενων αδέσποτων ζώων - σκύλων και γατών - τα οποία έχουν εμβολιαστεί, στειρωθεί, σημανθεί ηλεκτρονικά και έχουν επανενταχθεί στο οικείο περιβάλλον, εντός των διοικητικών ορίων του δήμου στον οποίο περισυλλέχθηκαν. Περιττό, φυσικά, κρίνεται να τονιστεί η επιτακτική ανάγκη για λειτουργία δημόσιων κτηνιατρείων, καταφυγίων, αλλά και αποτεφρωτήριων ζώων, με την κατάλληλη εποπτεία από υπεύθυνους επαγγελματίες. Επιπλέον, απαραίτητη κρίνεται η σύσταση πενταμελούς Επιτροπής Παρακολούθησης του επιχειρησιακού προγράμματος διαχείρισης αδέσποτων ζώων συντροφιάς και πρόληψης δημιουργίας νέων αδέσποτων ζώων, η οποία εκ του νόμου πρέπει να απαρτίζεται από 2 μέλη ορισμένα από φιλοζωικό σωματείο/οργάνωση, 1 κτηνίατρο, 1 επαγγελματία εκπαιδευτή και 1 εκπρόσωπο του Δήμου. Μάλιστα η εγκύκλιος τονίζει ότι οι δήμοι οφείλουν να διασφαλίζουν, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, την αδιάλειπτη εφαρμογή των απαιτούμενων δράσεων στα πλαίσια την αρμοδιοτήτων τους.
Όπως γίνεται κατανοητό, οι υποχρεώσεις των ΟΤΑ είναι συγκεκριμένες και περιοριστικά αναφερόμενες στην ισχύουσα νομοθεσία. Τα παρεπόμενα της μη συμμόρφωσης των αρμοδίων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών είναι- εκτός των άλλων- και ο ποινικός κολασμός τους. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 22 του Προγράμματος “ΆΡΓΟΣ” κάποια από τα αδικήματα που επιφέρουν ποινικές κυρώσεις είναι : η παράλειψη σήμανσης και καταχώρισης των εκτρεφόμενων, αναπαραγόμενων ή προς πώληση σκύλων και γατών, καθώς και η παράλειψη καταχώρισης των αλλαγών των στοιχείων τους και των στοιχείων θηλυκού γονέα, η παράλειψη εμπρόθεσμης σήμανσης και καταγραφής σκύλου ή γάτας ή δήλωσης της απώλειας του ζώου συντροφιάς, καθώς και παράλειψη καταχώρισης στο Μητρώο (ΕΜΖΣ) όλων των απαιτούμενων στοιχείων που αφορούν τον ιδιοκτήτη ή το ζώο συντροφιάς και τυχόν μεταβολών τους, η παράλειψη στείρωσης σκύλου ή γάτας και η παράλειψη λήψης από τα υπεύθυνα πρόσωπα κατάλληλων μέτρων για την αποτροπή πρόσβασης των αδέσποτων σε απορρίμματα.
Οι αρμόδιοι φορείς – και ειδικότερα ο Δήμαρχος, ο αρμόδιος αντιδήμαρχος ή ο εντεταλμένος σύμβουλος υπεύθυνος για θέματα ζώων συντροφιάς, επιφορτισμένος να μεριμνά για την εύρυθμη υλοποίηση του προγράμματος διαχείρισης αδέσποτων ζώων – μπορεί να ευθύνονται ποινικά είτε με πράξη είτε με παράλειψη. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.2 Ν. 4830/2021, «Αρμόδιες αρχές για τη φροντίδα, την περισυλλογή και τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς είναι οι δήμοι, εντός των διοικητικών ορίων των οποίων εντοπίζονται τα αδέσποτα ζώα, σύμφωνα με το άρθρο 10».
Με πράξη λοιπόν μπορεί οι υπεύθυνοι να ευθύνονται όταν λ.χ. στριμώχνουν τα αδέσποτα ζώα σε στενούς, βρώμικους και ακατάλληλους χώρους, όπου τα ζώα δεν μπορούν να κινηθούν ή δεν μπορούν να τραφούν όπως πρέπει. Στην περίπτωση αυτή ευθύνονται ποινικά για παραβίαση του άρθρου 24 παρ. 1 (α) Ν. 4830/2021, και απειλούνται με φυλάκιση από 1 έως 5 έτη και χρηματική ποινή.
Ποινική ευθύνη όμως μπορεί να θεμελιωθεί και σε παράλειψή τους. Εφόσον ο νόμος αναθέτει στους Δήμους την φροντίδα και την περισυλλογή των αδέσποτων ζώων, η εγκατάλειψη νεογέννητων αδέσποτων ζώων, από μόνη της συνιστά παραβίαση του άρθρου 24 παρ. 1 (β) Ν. 4830/2021. Στην περίπτωση αυτή, η ποινή είναι πλέον κάθειρξη και αυξημένη χρηματική ποινή, εφόσον βεβαίως ο υπεύθυνος της τοπικής αυτοδιοίκησης γνώριζε την ύπαρξη των νεογέννητων. Για παράδειγμα αν ένας πολίτης επικοινωνήσει με την αρμόδια δημοτική αρχή γιατί εντόπισε κάπου εγκαταλελειμμένα κουτάβια. Ο Δήμος αδρανεί, με αποτέλεσμα τα κουτάβια να μείνουν εκτεθειμένα και απροστάτευτα και τελικώς να αποβιώσουν. Εδώ, υπάρχει έγκλημα γνήσιας παράλειψης, καθώς η εγκατάλειψη περιγράφεται ως τέτοια στον κυρωτικό κανόνα. Συνεπώς, ο υπεύθυνος της τοπικής αυτοδιοίκησης θα διωχθεί ποινικά για την τέλεση αδικήματος, για το οποίο απειλείται πρόσκαιρη κάθειρξη σωρευτικώς με αυξημένη χρηματική ποινή, καθόσον παρέλειψε να καταβάλει την πρόνοια και την περίθαλψη που απαιτείτο από τον ίδιο, λόγω της θέσης του.
Ποινική ευθύνη μπορεί όμως να θεμελιωθεί με παράλειψη και μέσω παραβίασης της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που προβλέπει ο νόμος για την περισυλλογή και παροχή φροντίδας στα αδέσποτα ζώα. Αν λ.χ. οι αρμόδιοι της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν φροντίζουν να περισυλλέξουν τα αδέσποτα σε χώρους όπου θα ζουν με ασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτά να πάθουν κρυοπαγήματα, να αρρωστήσουν σοβαρά ή και να πεθάνουν, τότε επίσης ευθύνονται, μέσω πια του άρθρου 15 ΠΚ, για έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης, το οποίο επισύρει και αυτό ποινή κάθειρξης, υπό την αυτονόητη επίσης προϋπόθεση ότι είχαν ενημερωθεί και δεν ενήργησαν.
Σε περίπτωση που δεν έχουν ληφθεί τα μέτρα που επιβάλλει ο νόμος 4830/2021 και συγκεκριμένα το άρθρο 10, το οποίο αναφέρεται στις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των δήμων, οι αιρετοί θα υπαχθούν και σε πειθαρχικές, πέραν των ποινικών, κυρώσεις σύμφωνα με το νόμο 3852/2010. Αν τελικώς, ο αιρετός καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ως αυτουργός ή συμμέτοχος σε κακούργημα εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμα του.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί στο σημείο αυτό μια ιδιαίτερα σημαντική διάταξη η οποία προστέθηκε στον Ν. 4830/2021, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη συνέχεια με τον Ν. 4873/2021. Σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 7 του νόμου, «Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του παρόντος νόμου, μπορεί να παρίσταται αυτοτελώς και κάθε φιλοζωικό σωματείο ή φιλοζωική οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που δραστηριοποιείται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο και είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Φιλοζωικών Σωματείων και Οργανώσεων του ΕΜΖΣ, ανεξάρτητα αν έχει υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο». Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι τα αδέσποτα θα έχουν κάποιον να υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους στη διάρκεια κάθε ποινικής δίκης – ακόμα κι όταν δράστης των προσβολών εναντίον τους δεν είναι ένας απλός ιδιώτης, αλλά οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, στους οποίους το κράτος έχει αναθέσει την φροντίδα των αδέσποτων.
VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
Από την μελέτη της ισχύουσας νομοθεσίας και της υπάρχουσας νομολογίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ελληνική ποινική νομοθεσία που αφορά τα ζώα συντροφιάς, μολονότι είναι σχετικά πλήρης και σε ορισμένα σημεία προβλέπει αυστηρότερες ποινές αν την συγκρίνουμε με αντίστοιχα ευρωπαϊκά νομοθετήματα, στην πράξη ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται. Όχι επειδή τα δικαστήρια δεν επιβάλλουν τις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές, αλλά γιατί ελάχιστες υποθέσεις φθάνουν τελικά στα δικαστήρια.
Έτσι, την ίδια στιγμή που η Ολλανδία κηρύσσεται ως η πρώτη χώρα παγκοσμίως χωρίς αδέσποτα, στην Ελλάδα η ευθύνη εξακολουθεί να επαφίεται στην πρωτοβουλία των εθελοντών, παρόλο που οι δημόσιοι πόροι οι οποίοι διατίθενται για τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς ανέρχονται στο ποσό των 83.000.000 ευρώ (!). Τα περισσότερα καταφύγια ζώων στη χώρα μας είναι ιδιωτικά, και μολονότι γίνονται αυστηροί έλεγχοι της λειτουργίας τους, δεν παρέχεται από το κράτος κανένα ποσοστό χρηματοδότησης, ενώ ταυτόχρονα δεν προωθούνται οι προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ δημοτικών και ιδιωτικών καταφυγίων. Αυτή η κατάσταση δεν παραπέμπει σε εικόνα ενός αναπτυγμένου κράτους που σέβεται τους πολίτες, τα ζώα και το περιβάλλον.
Το πρώτο βήμα λοιπόν, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για βελτίωση της κατάστασης στη χώρα μας, είναι να αυστηροποιηθούν και να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται στα καταφύγια είτε δημοτικά είτε ιδιωτικά, από τα εντεταλμένα όργανα, όπως ορίζει ο νόμος, ώστε όλα να καταγραφούν στο Μητρώο. Έτσι θα υπάρξει μια σαφής, γενική εικόνα για τον αριθμό των αδέσποτων -που υπολογίζεται αυτή τη στιγμή μόνο κατά προσέγγιση σε 3 με 4 εκατομμύρια- και για την ορθή λειτουργία των δομών.
Βασικό είναι να υπάρξουν ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε όποιον αιρετό ή υπάλληλο της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που προβλέπει ο νόμος, καθώς είναι χαρακτηριστικό πως λιγότεροι από τους μισούς δήμους έχουν υποβάλλει αίτηση για χρηματοδότηση από τα ειδικά προγράμματα Άργος και Φιλόδημος ΙΙ. Είναι φανερό πως η αναβλητικότητα των δημοτικών αρχών πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και να τεθούν σε λειτουργία τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Διαχείρισης Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς και Πρόληψης Δημιουργίας Νέων Αδέσποτων Ζώων Συντροφιάς για να παρουσιαστεί κάποια βελτίωση.
Κάθε δήμος οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον ένα επαρκώς στελεχωμένο καταφύγιο, με υποδομές που να πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές, όχι απομακρυσμένο από τον αστικό ιστό, ώστε να είναι προσβάσιμο στους πολίτες. Επιπροσθέτως, κρίνεται απαραίτητη η συγκρότηση κτηνιατρικών ομάδων σε κάθε περιοχή όπως προβλέπεται από το νόμο. Τα ζώα θα περιθάλπονται άμεσα και θα ζουν αξιοπρεπώς με βάση τους κανόνες ευζωίας, καθώς επίσης θα γίνει ευκολότερη η διαδικασία υιοθέτησης για τους ενδιαφερόμενους πολίτες, θα πραγματοποιούνται διδακτικές επισκέψεις σχολείων και θα αυξηθεί ο αριθμός των εθελοντών που θέλουν να προσφέρουν την εργασία τους σε ένα καταφύγιο ζώων.
Γίνεται αντιληπτό, πως και το έργο της Αστυνομίας θα γίνει ουσιαστικότερο αν εκτός από το εποπτικό τμήμα που αφορά τις καταγγελίες κακοποίησης ζώων, συσταθεί ένα αυτόνομο Σώμα - Αστυνομία Ζώων. Με αυτόν τον τρόπο, θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην αυτεπάγγελτη αντιμετώπιση εγκλημάτων κατά των ζώων, καθώς επίσης θα εμπνέεται η εμπιστοσύνη πως με την παρέμβαση της Αρχής θα διακοπεί η όποια κακοποίηση υφίσταται το ζώο. Συγκεκριμένα, ύστερα από παρέμβαση της αστυνομίας (πχ. σε καταγγελία για μόνιμη αλυσόδεση), η εισαγγελία θα μπορεί να απομακρύνει το ζώο από το κακοποιητικό περιβάλλον και να το παραδίδει στην ασφάλεια του καταφυγίου - σε αντίθεση με την ισχύουσα κατάσταση κατά την οποία το ζώο θα έχει να αντιμετωπίσει παρόμοιες ή και χειρότερες συνθήκες στο καταφύγιο.
Είναι βασικό, να παραδειγματιστούμε από άλλες έννομες τάξεις οι οποίες έχουν επιδείξει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την προστασία των ζώων, όπως είναι η σουηδική, η βρετανική και η ολλανδική. Πιο αναλυτικά, η Ολλανδία από το 2023 θεωρείται η πρώτη χώρα στον κόσμο χωρίς αδέσποτα ζώα, ενώ τόσο το σουηδικό όσο και το βρετανικό νομικό μοντέλο σχετικά με την προστασία των ζώων αξιολογούνται ως δύο από τα κορυφαία παγκοσμίως (World Animal Protection's Animal Protection Index). Ωστόσο, το ποινικό δίκαιο αυτών των χωρών προβλέπει ηπιότερες ποινές, όσον αφορά την κακοποίηση των ζώων, συγκριτικά με το ελληνικό δίκαιο. Αν λάβουμε υπόψη μας αυτές τις έννομες τάξεις, θεωρούμε πως μπορεί να αποβεί επωφελής η ίδρυση μιας ανεξάρτητης αρχής, εταιρείας ή οργανισμού που θα αναλάβει την εποπτεία του κρατικού μηχανισμού σχετικά με τη διαχείριση ζητημάτων που αφορούν την ευζωία των ζώων, την επιμόρφωση των ειδικών αστυνομικών αρχών, άλλων αρμόδιων αρχών ή και γενικότερα τον συντονισμό οργανώσεων. Με λίγα λόγια, ένας τέτοιος οργανισμός θα είναι αρμόδιος για την τήρηση και εφαρμογή της νομοθεσίας ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις ποινές που επιβάλλονται με βάση το νόμο 4830/2021. Είναι δεδομένο πως η αναβάθμιση της κακοποίησης ζώων σε κακούργημα αποτελεί μια βασική κατάκτηση για τα δικαιώματα των ζώων και αναμένουμε την εφαρμογή ανάλογων ποινών, ώστε όσο είναι δυνατόν να μειωθεί αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Όσον αφορά τις πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις, οι οποίες επισύρουν ποινή φυλάκισης έως 5 έτη και στις οποίες συχνά χορηγείται αναστολή, έχουμε να προτείνουμε το ενδεχόμενο μετατροπής αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σε καταφύγια ζώων (εφόσον φυσικά παύσει η αναστολή αυτής στη χώρα μας). Αφενός, γίνεται αντιληπτή η διάθεση προστασίας του τελεσίδικα καταδικασμένου δράστη με σχετικά μικρή συνολική ποινή φυλάκισης (έως 5 έτη), από τον στιγματισμό του και τις συνέπειες που επιφέρει η παραμονή σε κατάστημα κράτησης στη ζωή του. Αφετέρου, η αναστολή των ποινών δεν είναι ουσιαστικά ωφέλιμη ούτε για τον καταδικασμένο δράστη ούτε όμως και για το κοινωνικό σύνολο. Συνεπώς, η παροχή κοινωφελούς εργασίας σε καταφύγια ζώων εξασφαλίζει την έκτιση μιας ποινής δίχως τον στιγματισμό του ατόμου ενώ στην καλύτερη περίπτωση συμβάλλει στην ευαισθητοποίησή του ως προς τον σεβασμό των ζώων .
Τελικά, ως ζώο συντροφιάς εννοείται «κάθε ζώο που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο κυρίως μέσα στην οικία του, για λόγους ζωοφιλίας ή αναφέρεται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» . Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες και τον παραπάνω ορισμό, ζώα συντροφιάς θεωρούνται και τα κουνέλια, οι χελώνες, τα πουλιά, τα ερπετά, τα τρωκτικά και τα ψάρια εφόσον είναι οικόσιτα και συντηρούνται από τον άνθρωπο με σκοπό την συντροφικότητα. Θεωρητικά αυτά τα είδη απολαμβάνουν την ίδια νομική αντιμετώπιση όπως η γάτα και ο σκύλος, συμβαίνει όμως αυτό στην πραγματικότητα; Ιδιαίτερα όσον αφορά την κακοποίηση αυτών των ειδών οι εικόνες που μας έρχονται είναι πολλές: pet shops και υπαίθριες αγορές στις οποίες τα ζώα στοιβάζονται κατά δεκάδες σε μικροσκοπικά κλουβιά ή ενυδρεία, αναπαράγονται ανεξέλεγκτα, σιτίζονται ελλιπώς και είναι αναγκασμένα να υποβάλλονται σε συνθήκες που τους προκαλούν άγχος . Θα ήταν συνετό εκ μέρους του νομοθέτη να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο αυτά τα ζώα συντροφιάς εμπίπτουν στον Ν. 4830/21 όμως η κακοποίηση τους δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Φυσικά, μας προβληματίζει και το γεγονός αν θα έπρεπε εξ αρχής να θεωρήσουμε κάποια από αυτά τα ζώα ως “ζώα συντροφιάς” (λ.χ. πουλιά και ψάρια) και αν έχουμε το δικαίωμα να φροντίζουμε για την ευζωία τους μέσα σε συνθήκες που έρχονται καταφανώς σε αντίθεση με την αυθυπαρξία τους. Με λίγα λόγια, ίσως ορισμένα από αυτά τα ζώα θα πρέπει να θεωρούνται άγρια πανίδα και όχι ζώα συντροφιάς.
Καταλήγοντας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή απαξίωση του νόμου καθώς, κυρίως η τοπική αυτοδιοίκηση παρουσιάζει υπερβολικά αργά αντανακλαστικά σχετικά με την προστασία και καταγραφή των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, ένα ζήτημα το οποίο εδώ και δεκαετίες έχει περιοριστεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη να καταλογιστούν οι ποινικές ευθύνες σε όσους παραλείπουν ή παραβιάζουν τα καθήκοντά τους συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην κακοποίηση των ζώων συντροφιάς. Ας μην ξεχνάμε ότι “ο πολιτισμός ενός έθνους διακρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στα ζώα” (Μ.Γκάντι). Η κακοποίηση των ζώων είναι κοινωνικό φαινόμενο και πρέπει βασικά να αντιμετωπιστεί με εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση, υποστηριζόμενες από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο στο οποίο κάθε πολίτης επιβάλλεται να συμμορφωθεί.
Βασική Βιβλιογραφία
Κυριακού Β., Οι αλλαγές που επέφερε ο ν. 4830/2021 στο ποινικό πλαίσιο προστασίας των ζώων, ΠοινΔικ 2023, σελ. 169 – 172
Παπαθανασοπούλου, Ν. Β., «Πώς αξιολογείτε το ελληνικό νομικό πλαίσιο ποινικής προστασίας των ζώων; Ποιό το προστατευόμενο έννομο αγαθό και ποιοί οι φορείς του;», the Art of Crime. Διαθέσιμο σε: https://theartofcrime.gr/%CF%80%CF%89%CF%82-%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%80%CE%BB-2/#_ftnref12
Τροβά Ε., “Από την «ευθύνη κατόχου ζώων» στην υποχρέωση φροντίδας των «ζώων συντροφιάς»”, ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ, 2006. Διαθέσιμο σε: https://nomika-nea.gr/%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CE%B8%CF%8D%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%87%CE%BF%CF%85-%CE%B6%CF%8E%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%BF/
Bekoff M., Encyclopedia of Animal Rights and Animal Welfare, 2η έκδ., 2010, 419-420
Donaldson, S./Kymlicka, W., “Zoopolis: A political theory of animal rights”, Oxford University Press, 2011.
Faver C.A./ Elizabeth B. S., Domestic violence and animal cruelty: untangling the web of abuse, Journal of Social Work Education, 2003.
Fawcett A., Animal Death, Sydney University Press, 2013.
Ferrari A., Animal Experimentation: Working Towards a Paradigm Change, 2019.
Glick M.H., Animal Instincts: Race, Criminality, and the Reversal of the "Human", American Quarterly, 2013.
Gullone E., An Evaluative Review of Theories Related to Animal Cruelty, Journal of Animal Ethics, 2014.
Gullone E., Risk Factors for the Development of Animal Cruelty, Journal of Animal Ethics, 2014.
Géraud A., “Déclaration des droits de l’animal”, 13 Bibliothèque André Géraud, 1939.
Halteman M.C., Varieties of Harm to Animals in Industrial Farming, Journal of Animal Ethics, 2011
Hansen L.A./ Kosberg K.A., Animal Experimentation: Working Towards a Paradigm Change, 2019.
Hedman L., Berg C., Stéen M., “Thirty Years of Changes and the Current State of Swedish Animal Welfare Legislation”, Animals, 11, 2021, 1.
Hoffman H./ Halverson J., Animal Categories and Terms of Abuse, New Series 1977
Livingston M., “Desecrating the ark: animal abuse and the law's role in prevention”, Iowa Law Review, 87(1), 2001, 1.
Matheny G./ Leahy C., Farm-Animal Welfare, Legislation, and Trade, Law and Contemporary Problems, 2007.
Naconecy C., Journal of Animal Ethics, 2014.
Neumann J.M., “The Universal Declaration of Animal Rights or the Creation of a New Equilibrium between species”, Animal Law Review 19(91), 2012, Lewis & Clark Law School, 92.
Nurse A., “Beyond the property debate: animal welfare as a public good”, Contemporary Justice Review, 19(2), 2016, 174.
Salt H. S., Animals’ Rights Considered in Relation to Social Progress, 1 Socy. for Animal Rights, 1980.
Srinivasan K., The biopolitics of animal being and welfare: dog control and care in the UK and India, Transactions of the Institute of British Geographers, 2013.
Stillman W. O., The Prevention of Cruelty to Animals, Proceedings of the Academy of Political Science in the City of New York, 1912.
Striwing H., Animal Law and Animal Rights on the Move in Sweden, Animal Law Review at Lewis & Clark Law School, 2001, 93.
Tannenbaum J., Animals and the Law: Property, Cruelty, Rights, Social Research, 1995.
Upadhya V., The abuse of animals as method of domestic violence: the need for criminalization, Emory Law Journal, 2014, 1163.
Vetter S., Boros A. & Ózsvári L., Penal Sanctioning of Zoophilia in Light of the Legal Status of Animals - A Comparative Analysis of Fifteen European Countries, Animals, 10(6):1024, 2020, 1.
Young R., Voluntary and nonvoluntary euthanasia, The Monist, 1976.
Κείμενα - Νόμοι
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Για τα δεσποζόμενα και αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό».
Ειδική Έκθεση Ελέγχου 3/2023 Αδέσποτα Ζώα Συντροφιάς (Ελεγκτικό Συνέδριο)
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων συντροφιάς
Κανονισμός (ΕΚ) 1099/2009 του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 «για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους».
Νόμος 1197/1981 «Περί Προστασίας των Ζώων»
Νόμος 3852/2010
Νόμος 4873/21 Ν. 4039/2012, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4745/2020
Νόμος 4830/2021
Στατιστικές επετηρίδες Ελληνικής Αστυνομίας σε: astynomia.gr
Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων (1978)
Animal Protection Index: Sweden. Διαθέσιμο σε: https://api.worldanimalprotection.org/country/sweden
Eurogroup for animals, “DJURENS RÄTT: Sweden’s new Animal Welfare Law”, 8.4.2019. Διαθέσιμο σε: https://www.eurogroupforanimals.org/news/djurens-ratt-swedens-new-animal-welfare-law
Lawyersforanimals.dogsvoice.gr
Worldanimalprotection.org
World Animal Protection's Animal Protection Index
Νομολογία Ποινικών Δικαστηρίων
ΑΠ 1067/2017
ΑΠ 1565/2018
ΑΠ 16/2019
ΑΠ 1292/2019
ΑΠ 1605/2019
ΑΠ 599/2020
ΑΠ 68/2021
ΑΠ 169/2021
ΑΠ 461/2021
ΑΠ 454/2022
ΑΠ 1405/2022
4080/2015 Τριμελές Εφετείο Αθηνών
101/2018 Εφετείο Αιγαίου
151/2018 Εφετείο Αιγαίου
155/2018 Εφετείο Αιγαίου
228/2018 Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας
58/2019 Εφετείο Αιγαίου
74/2019 Εφετείο Αιγαίου
87/2019 Τριμελές Εφετείο Αιγαίου
148/2019 Εφετείο Αιγαίου
183/2019 Τριμελές Εφετείο Λάρισας
391/2019 Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου
36/2020 Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης
163/2020 Διοικητικό Εφετείο Λάρισας
53/2022 Τριμελές Εφετείο Θράκης
29020/2002 Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης
5922/2005 Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης
5824/2010 Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης
424/2017 Πλημμελειοδικείο Σύρου
1/2018 Πλημμελειοδικείο Ρόδου
250/2018 Πλημμελειοδικείο Σύρου
4721/2019 Πλημμελειοδικείο Αθηνών
55/2021 Πλημμελειοδικείο Ρόδου
396/2023 Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας
Νομολογία Διοικητικών Δικαστηρίων
445/2019 ΣΤΕ
1718/2020 ΣΤΕ
1618/2021 ΔΕφ ΑΘηνών
1276/2022 ΔΕφ Θεσσαλονίκης
21361/2018 ΔΠΡ ΑΘηνών
93/2019 ΔΠρ Βόλου
2656/2021 ΔΠΡ Αθηνών
255/2018 ΜΔΠρ Καλαμάτας
7/2020 ΜΔΠρ Τρίπολης
2170/2021 ΜΔΠρ Πειραιά
21/2022 ΜΔΠΡ Γρεβενών
39/2018 ΕΙΡ Λιβαδειάς
3/2020 ΕΙΡ Λιβαδειάς
2/2021 ΕΙΡ Λαμίας
Γνωμοδοτήσεις
1/2013 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ
4/2014 Εγκύκλιος Εισαγγελέα ΑΠ
17/2020 Εγκύκλιος Εισαγγελέα ΑΠ
326/2013 Γνωμοδότηση ΝΣΚ