Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος με μέσα του Αστικού και του Διοικητικού Δικαίου

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Σκοπός της παρούσας συμβολής είναι να εξετάσει τα νομικά μέσα προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος εξ απόψεως τόσο Διοικητικού όσο και Αστικού και Ναυτικού Δικαίου. Εξετάζονται ζητήματα ενσωμάτωσης των διεθνών συνθηκών στην ελληνική έννομη τάξη, ζητήματα ασφάλειας λιμένων, αυθαίρετης δόμησης και θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού ως μέτρου πρόληψης της θαλάσσιας ρύπανσης.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Εις μνήμην Ι. Καράκωστα
1. Ορισμός θαλάσσιας ρύπανσης και συσχέτισή της με την αρχή ο «ρυπαίνων πληρώνει» και την αστικού δικαίου περιβαλλοντική προστασία
Θαλάσσια ρύπανση, με την έννοια της αλλοίωσης της φυσικής κατάστασης της θάλασσας, δεν συνιστά μόνο κάθε μόνιμη και μη αναστρέψιμη αλλοίωση, αλλά και οι πρόσκαιρες αλλοιώσεις των φυσικών θαλάσσιων χαρακτηριστικών. Είναι δυνατή η πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης και σε περίπτωση που, ενώ είναι σε εξέλιξη διαδικασία αφερματισμού, απορρίπτονται από το πλοίο υγρά, τα οποία αλλοιώνουν τα φυσικά χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ειδικά η θαλάσσια ρύπανση από την απόρριψη υγρών πλοίων ή εγκαταστάσεων ξηράς διαπιστώνεται κατόπιν ειδικών χημικών αναλύσεων δείγματος θαλασσίου ύδατος, αλλά και με άλλους τρόπους, ιδίως όταν προσλαμβάνει μορφή αλλοίωσης της φυσικής μορφής της θάλασσας, όπως είναι κατεξοχήν η αλλαγή του χρωματισμού της.
Σύμφωνα δε με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, «ο ρυπαίνων βαρύνεται με τα έξοδα για την υλοποίηση των μέτρων που αποφασίζουν οι δημόσιες αρχές, για να διασφαλισθεί η διατήρηση του περιβάλλοντος σε αποδεκτή κατάσταση, καθώς και στην εφαρμογή των αρχών της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης και της αντιμετώπισης της ρύπανσης στην πηγή». Το κόστος δηλαδή των μέτρων αυτών μετακυλίεται στο φορέα της ρυπαίνουσας επιχείρησης και πρέπει να αντανακλά το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών που είναι ρυπογόνες κατά την παραγωγή και κατανάλωσή τους. Ο περιορισμός επικίνδυνων δραστηριοτήτων και η παροχή κινήτρων για αναζήτηση «καθαρών τεχνολογιών» συνιστούν το δικαιοπολιτικό λόγο της εφαρμογής της.

Η νεοκλασική θεωρία εκλαμβάνει την αποτυχία του οικονομικού συστήματος ως συμβαίνουσα λόγω εξωτερικοτήτων (externalities). Οι εξωτερικές επιβαρύνσεις (ρύπανση) σχετίζονται με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στο περιβάλλον. Το νομοθετικό πλαίσιο καθορίζει τα δικαιώματα αυτά. Από το 1960 και μετά, γίνεται λόγος για δικαιώματα ιδιοκτησίας στο περιβάλλον.
Ο τρόπος με τον οποίο οι παραγωγοί και οι καταναλωτές χρησιμοποιούν τους περιβαλλοντικούς πόρους εξαρτάται από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στους πόρους. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας αυτό αφορά το σύνολο τίτλων που δηλώνουν τον ορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη, των προνομίων και των περιορισμών.
Σελ. 543 Σε μία άριστα δομημένη οικονομία, μια αποτελεσματική δομή παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της αποκλειστικότητας (τα οφέλη και το κόστος είναι αποτέλεσμα της κατοχής και της χρήσης των πόρων), της μεταβιβασιμότητας και της δυνατότητας εφαρμογής. Ο D. Ricardo αναγνώρισε πρωτίστως τη στενότητα των πόρων.
Οι εξωτερικές επιδράσεις συνιστούν μορφή αποτυχίας της αγοράς. Εξαρτώνται τόσο από το ίδιο το άτομο, όσο και από τους άλλους φορείς. Παράδειγμα εξωτερικής οικονομίας είναι η ρύπανση των υδάτων, ενώ και η χρηματική εξωτερική επίδραση συνιστά τέτοιο παράδειγμα. Το κράτος αποτυγχάνει ενίοτε να ρυθμίσει με αποτελεσματικό τρόπο τις στρεβλώσεις στην αγορά. Οι πολιτικές του αποφάσεις αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, καθώς τα μέρη εμφορούνται από τη λεγόμενη «επιδίωξη προσόδου». Επίσης, παρατηρούνται ατελείς δομές στην αγορά, όπως τα μονοπώλια ή τα καρτέλ.
Σε μια ανταγωνιστική κοινωνία όπου ο ατομικός ιδιοκτήτης έχει τη νομική κατοχύρωση και το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σε αυτό, έχει συγχρόνως τη δυνατότητα και συμφέρον να χρησιμοποιήσει αυτόν με τον πιο ορθολογικό τρόπο. Κατά την πώληση αγαθού, ο πωλητής επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του κέρδους καθώς και να πουλήσει συγκεκριμένα αγαθά (πλεόνασμα παραγωγού), ενώ ο καταναλωτής απαιτείται να πληρώσει ώστε να έχει πρόσβαση στο αγαθό και τείνει να μεγιστοποιήσει το δικό του όφελος. Σε μια ανταγωνιστική οικονομία, το σύστημα τιμών προσδιορίζεται από τις ατομικές επιλογές (νεοκλασική θεώρηση) και την κοινωνικά αποτελεσματική κατανομή των πόρων και αυτό προάγει την περιβαλλοντική προστασία (φυσικοί πόροι).
Όπως επισημαίνεται εύστοχα, η σύγχρονη νομικο-πολιτική θεωρία των κινδύνων αναδεικνύει ένα νέο τρόπο οργάνωσης των θεσμών για την αντιμετώπισή τους. Η αρχή της ευθύνης από τον κίνδυνο και μόνο ανεδείχθη σε στόχο της περιβαλλοντικής πολιτικής και δικαιοταξίας. Ακριβώς στο σημείο τούτο εντοπίζεται η προληπτική λειτουργία και του Αστικού Δικαίου Περιβάλλοντος. Προτείνεται θεωρητικά η ολιστική προσέγγιση του συνόλου της εννόμου τάξεως με άξονα την προστασία του περιβάλλοντος.
Η αστική ευθύνη του ρυπαίνοντος για τις ζημιές που προκαλούνται από την ρύπανση του φυσικού περιβάλλοντος αποτέλεσε επί σειρά ετών αντικείμενο εντόνων νομικών συζητήσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, υπό άλλους, φυσικά όρους, λ.χ. μετά το ατύχημα στη χημική βιομηχανία Sandoz το 1986, ενώ το 1990 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νέος νόμος για την αστική ευθύνη σε περιπτώσεις ρυπάνσεως του περιβάλλοντος.

Η έμμεση προστασία του περιβάλλοντος στο Αστικό Δίκαιο είναι η επικρατούσα αντίληψη. Το άρθρο 57 ΑΚ προστατεύει το δικαίωμα στην προσωπικότητα που κατά κύριο λόγο προσβάλλεται από την περιβαλλοντική ζημία. Μια τέτοια διάταξη απουσιάζει από τον γερμανικό ΑΚ, όπου μόνο οι διατάξεις του γειτονικού δικαίου και οι αντίστοιχες περί αδικοπρακτικής ευθύνης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προστασία του ζωτικού χώρου από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Όπως παγίως κρίνεται, το περιβάλλον στο ιδιωτικό δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των αγαθών που συνθέτουν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου και περιλαμβάνει όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά, χάρη στα οποία δημιουργείται και αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου και είναι απαραίτητα για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση και την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Περιλαμβάνει τα κοινά σε όλους και κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, όπως και τα αγαθά που αφιερώθησαν στην κοινοχρησία. Για δε την προσβολή της προσωπικότητας, αρκεί το παράνομο της προσβολής, δεν απαιτείται υπαιτιότητα. Η τελευταία απαιτείται ασφαλώς για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Σημειώνεται, αν και δεν σχετίζεται με την απόφαση, πως την ένδικη προστασία του ζωτικού χώρου του ανθρώπου μέσω των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, στηρίζουν και η αξίωση για άρση της προσβολής, για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, για αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, όπως και η δυνατότητα αποκαταστάσεως μέλλουσας ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανολόγηση της ζημίας βάσει της κοινής πείρας, της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Γενικότερα, η προσβολή του δικαιώματος χρήσης κοινού σε όλους ή κοινοχρήστου πράγματος μπορεί να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη με βάση την ΑΚ 914 ή τις ειδικές διατάξεις. Πρόκειται για αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται σε ιδιωτικά έννομα αγαθά, χωρίς, όμως, να καλύπτεται το σύνολο της «οικολογικής ζημίας», ενώ, επιπρόσθετα, δεν λαμβάνεται υπόψη η ζημία που υπέστη το ίδιο το αγαθό, ο ζωτικός χώρος, γιατί εξάλλου η ζημία του δεν είναι ευχερώς αποτιμητή. Όπως επισημαίνεται, με βάση τη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, εξετάζεται ο προστατευτικός σκοπός της εκάστοτε διάταξης προκειμένου να γίνει δεκτή η θεμελίωση της ευθύνης, αλλά και να εξεταστεί η έκταση της προστασίας και ο υπολογισμός ακόμα της αποζημίωσης.

Ως γνωστόν, για την εφαρμογή της ΑΚ 914 απαιτείται:
Σελ. 544 α) ανθρώπινη συμπεριφορά εξωτερικευμένη (πράξη ή παράλειψη): γίνεται δεκτό ότι η συμπεριφορά πρέπει άμεσα ή έμμεσα να πραγματοποιείται εξωτερικευόμενη. Ειδικά δε για τη θεμελίωση παραλείψεως, πρέπει να υφίσταται υποχρέωση με βάση τον νόμο, κάποια τυχόν δικαιοπραξία, προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά, αλλά και, κατά τις περιστάσεις, με βάση και τις ΑΚ 281 και ΑΚ 288 (καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη).

β) παράνομη συμπεριφορά (εδώ παραβιάζεται ένα απόλυτο δικαίωμα, της προσωπικότητας): κατά την κρατούσα γνώμη, πρέπει να παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αφού η ΑΚ 914 είναι «λευκός κανόνας δικαίου». Στο πεδίο αυτό, η συναλλακτική υποχρέωση προστασίας της ζωής ως απόρροιας της υπερκείμενης έννοιας της «αξίας του ανθρώπου» αποτελεί «οδοδείκτη» της θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης. Δέον όπως αποφεύγεται το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ το παράνομο κρίνεται κατ’ ορθότερη γνώμη από τη συμπεριφορά. Η τήρηση των διατάξεων που προστατεύουν το γενικό συμφέρον εγγυάται και την προστασία των ιδιωτικών εννόμων αγαθών, ενώ όπως έχει κριθεί, οι πολεοδομικές διατάξεις σκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος του κυρίου. Ειδικό ζήτημα ανακύπτει από τη σχέση του άρθρου 1003 ΑΚ με το άρθρο 914 ΑΚ, ενώ θεωρητικώς διατυπώθηκε πρόταση για εφαρμογή της αρχής της αποζημίωσης της θυσίας και στην περίπτωση πρόκλησης ζημίας από συνήθεις εκπομπές. Η δε λήψη των κατάλληλων μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας συνιστά κριτήριο για την οριοθέτηση της έννοιας του συνήθους των εκπομπών κατ’ άρθρο ΑΚ 1003.
γ) υπαιτιότητα: Έχει υποστηριχθεί η υποχρέωση του φορέα επιχείρησης ή πηγής κινδύνου να λάβει και να τηρεί μέτρα, ενώ μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ εισάγονται νέες υποχρεώσεις επιμέλειας, κρίσιμες για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Ως κριτήρια για τον καθορισμό των μέτρων ασφάλειας και πρόνοιας είναι: α) οι διατάξεις δημοσίου δικαίου, β) οι επιπτώσεις για την εθνική οικονομία, γ) η αναλογία κινδύνου-κόστους, δ) οι πιθανότητες επέλευσης του κινδύνου γενικά αλλά και στη συγκεκριμένη περίπτωση.

δ) ζημία (υπόψη τα οικονομικά κριτήρια): η αποζημίωση φέρει αποκαταστατικό σκοπό, εξετάζεται η δυνατότητα in natura αποκατάστασης. Γίνεται σύμφωνη ερμηνεία με το άρθρο 24 Σ, γιατί η in natura αποζημίωση συνιστά εξαίρεση από το συζητητικό σύστημα.

2. Οι διατάξεις διεθνών συνθηκών που ενσωματώθηκαν στην ελληνική δικαιοταξία
Οι διατάξεις διεθνών συνθηκών που ενσωματώθηκαν στην ελληνική δικαιοταξία δημιουργούν ένα σύνθετο πλέγμα προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Κομβικές θεωρούνται οι εξής ρυθμίσεις:
― Ο Ν 1269/1982 (κύρωση Σύμβασης MARPOL περί αποφυγής ρύπανσης της θάλασσας από πλοία) που εφαρμόζεται σε ελληνικά πλοία, σε πλοία υπό ξένη σημαία, στις εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και στις οποίες προσεγγίζουν πλοία και στα πλοία, μηχανήματα κλπ. που κατασκευάζονται στην Ελλάδα και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις ή τα πλοία, ορίζει ως αρμόδιες αρχές τις ΚΕΕΠ, τις λιμενικές αρχές εσωτερικού και τις προξενικές λιμενικές αρχές. Προβλέπει πρόστιμα και το ένδικο βοήθημα της προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο
― Ο Ν 314/1976 και ο τροποποιητικός Ν 1638/1986 (κύρωση Σύμβασης Βρυξελλών περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών από πετρέλαιο) προβλέπει την απαγόρευση απόπλου, καθώς και την επιβολή προστίμου
― Ο Ν 855/1978 (κύρωση Σύμβασης Βαρκελώνης) προβλέπει την απαγόρευση απόπλου
― Ο Ν 1147/1981 (κύρωση Σύμβασης εις Λονδίνον, Πόλιν του Μεξικού, Μόσχαν και Ουάσιγκτων, το 1972 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών και άλλων τινών διατάξεων») προβλέπει την απαγόρευση απόπλου
― Ο Ν 1634/1986 (κύρωση Πρωτοκόλλου Σύμβασης Βαρκελώνης περί των ειδικά προστατευόμενων περιοχών) προβλέπει την απαγόρευση απόπλου
― Ο Ν 1638/1986 (κύρωση Σύμβασης Βρυξελλών για την ίδρυση διεθνούς κεφαλαίου για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης από πετρελαιοειδή)
― Ο Ν 2252/1994 (κύρωση Σύμβασης «για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο, 1990» και άλλες διατάξεις) προβλέπει την απαγόρευση απόπλου
― Ο Ν 3010/2003 (Κύρωση του Πρωτοκόλλου για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες) προβλέπει τις αρμόδιες αρχές βεβαίωσης των παραβάσεων και τα σχετικά πρόστιμα
― Ο Ν 3393/2005 και 3394/2005 προβλέπουν τις αρμόδιες αρχές βεβαίωσης των παραβάσεων και τα σχετικά πρόστιμα
Σημειώνεται ότι η απαγόρευση του απόπλου ως διοικητικό μέτρο δρα είτε προληπτικά (εμποδίζοντας τη ρύπανση), είτε κατασταλτικά (υποβοηθώντας την είσπραξη του επιβληθέντος προστίμου).
3. O N 3983/2011
Με το Ν 3983/2011 «Εθνική στρατηγική για την προστασία και διαχείριση του θαλάσσιου περιβάλλοντος – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 και άλλες διατάξεις» ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία η Οδηγία 2008/56 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη θαλάσσια στρατηγική, η οποία αποτελεί τον περιβαλλοντικό πυλώνα της μελλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα αυτό. Στόχος είναι η διατήρηση και αποκατάσταση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος έως το έτος 2020. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτούνται συγκεκριμένες δέσμες δράσεων οι οποίες θα πρέπει να ολοκληρώνονται βάσει ενός δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος. Το επιχειρησιακό σκέλος για την εφαρμογή του νόμου ανατίθεται στη Διεύθυνση Προστασίας και Διαχείρισης Υδάτινου Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ. Για την υποστήριξη του έργου της Διεύθυνσης συστήνεται Γνωμοδοτική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, προκειμένου να διασφαλίζεται η τεκμηρίωση, η συναίνεση και η συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όλων των εμπλεκόμενων φορέων του δημόσιου τομέα, των παραγωγικών τάξεων, των
Σελ. 545οικείων ΟΤΑ, των περιβαλλοντικών οργανώσεων, του διευθύνοντος οργάνου της Περιφερειακής Σύμβασης για την Προστασία της Μεσογείου (Σύμβασης Βαρκελώνης) και των επιστημονικών φορέων. Ανώτατο πολιτικό όργανο για την εφαρμογή του νόμου είναι η Εθνική Επιτροπή Θαλάσσιας Περιβαλλοντικής Στρατηγικής με κύριες αρμοδιότητες τη χάραξη της πολιτικής για τη διαχείριση και προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη διασφάλιση σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο του αναγκαίου συντονισμού των εμπλεκόμενων δημόσιων φορέων και την εναρμόνιση των δράσεων τους σύμφωνα με τους στόχους του νομοσχεδίου.
Με την υπ΄Αριθμ. οικ. 160182 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, η οποία δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 3186 Β΄/30-12-2011), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας της Εθνικής Επιτροπής Θαλάσσιας Περιβαλλοντικής Στρατηγικής (ΕΕΘΠΕΣ).
Στον Κανονισμό Λειτουργίας μεταξύ άλλων προβλέπεται
• Ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής
• Η διαδικασία σύνταξης και έγκρισης της Ημερήσιας Διάταξης
• Η διαδικασία πρόσκλησης των μελών
• Η διαδικασία λήψης αποφάσεων
• Ο τρόπος τήρησης, επικύρωσης και κοινολόγησης των πρακτικών
• Η δυνατότητα τροποποίησής του.

4. Ο Ν 743/1977 και το ΠΔ 55/1998
Ο Ν 743/1977 όπως κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 55/1998 αφορά την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και αποσκοπεί στην πρόληψη της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ο νόμος εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ρύπανσης:
(α) Των λιμανιών, των ακτών της χώρας και των Ελληνικών χωρικών υδάτων από εγκαταστάσεις ή πλοία και δεξαμενόπλοια, με Ελληνική ή ξένη σημαία, αλλά και από κάθε άλλη πηγή ρύπανσης, και
(β) της ανοικτής θάλασσας από πλοία και δεξαμενόπλοια, με Ελληνική ή ξένη σημαία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των Συμβάσεων που ισχύουν κάθε φορά.
Η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει πληθώρα ειδικών νομοθετημάτων που ιδρύουν εξωσυμβατική αστική ευθύνη με αποκαταστατική κυρίως (αλλά και προληπτική) λειτουργία, δηλαδή ευθύνη προς αποζημίωση σε περίπτωση ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη ναυτιλία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν διεθνή ή ενωσιακή προέλευση. Ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α 319/17.10.1977), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 11 και 12 αντιστοίχως του Ν 2252/1994 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο 1990, και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 192/1994) και κωδικοποιήθηκαν μεταγλωττισμένα στη δημοτική με το ΠΔ 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α 58/20.3.1998) λαμβάνοντας την ίδια αρίθμηση, θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και καθιερώνεται αστική τους ευθύνη για την αποκατάσταση των εξ αυτής ζημιών και των δαπανών που είναι αναγκαίες για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης.
Ειδικότερα, στο άρθρο 11 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης
Το πεδίο εφαρμογής του καθορίζει ο ίδιος ο Ν 743/1977, ορίζοντας στο άρθρο 2 § 1 περ. α αυτού ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της Χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία. Η αστική ευθύνη που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 12, που προπαρατέθηκε, δεν θεσπίστηκε αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος προς διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών αλλά και για την προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων. Ο χαρακτήρας της είναι αποζημιωτικός και περιεχόμενο έχει την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από τη ρύπανση, καθώς και την αποκατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν είτε προληπτικά, για την αποτροπή της είτε κατασταλτικά, για την εξουδετέρωση των βλαπτικών συνεπειών της.
Ως προς τη νομική της φύση είναι ευθύνη υποκειμενική, αφού προϋποθέτει πταίσμα, δηλαδή υπαιτιότητα κάποιου φυσικού προσώπου, συνήθως εργαζομένου στο πλοίο, το οποίο (πταίσμα), μάλιστα, δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να αποδειχθεί από το ζημιωθέντα.

Πέραν του προσώπου που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση, ο Ν 743/1977 καθιερώνει ευθύνη και άλλων προσώπων που τελούν σε ειδική σχέση με το ρυπογόνο πλοίο. Στον κύκλο των προσώπων αυτών, στα οποία επεκτείνεται η αστική ευθύνη, περιλαμβάνονται, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, αν, βέβαια, δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και, εφόσον φορέας της πλοιοκτησίας (κατά το γράμμα του νόμου
Σελ. 546 [«ανήκει»] αλλά με τελολογική διαστολή του και) του εφοπλισμού ή της διαχείρισης, είναι ανώνυμη εταιρία και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, όπως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Αφορά, δηλαδή, η ευθύνη αυτή πρόσωπα που ωφελούνται από την εκμετάλλευση του πλοίου, στα οποία, κατά τη νομοθετική βούληση, είναι σκόπιμο να επιρριφθεί το κόστος της αποκατάστασης της ζημίας τόσο για λόγους διανεμητικής δικαιοσύνης, όσον και προκειμένου να εξαναγκαστούν σε επίταση της προσοχής τους προς το σκοπό ελαχιστοποιήσεως των ρυπογόνων καταστάσεων στον ευαίσθητο χώρο του υγρού στοιχείου. Πρόκειται για ευθύνη εξωδικαιοπρακτική και αντικειμενική, βασιζόμενη στην αιτιότητα, δηλαδή στην απλή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης ενέργειας και ζημιογόνου αποτελέσματος, που αποσκοπεί στην κάλυψη της ζημίας, που μπορεί να προκαλέσει η άσκηση μιας νόμιμης κατά βάση (οικονομικής) δραστηριότητας, στα πλαίσια της οποίας και λόγω του κινδυνώδους χαρακτήρα της τίθεται σε διακινδύνευση το προστατευόμενο έννομο (δημόσιο περιβαλλοντικό αλλά και ιδιωτικό) αγαθό (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Α. Λιτζερόπουλο, 1985/505 επομ. [508]), με την (ουσιώδη) διαφορά, όμως, ότι ανακύπτει μόνον αν διαπιστωθεί υπαιτιότητα του προσώπου, που προκάλεσε τη ρύπανση, δηλαδή προσώπου άλλου από εκείνο στο οποίο επεκτείνεται η ευθύνη. Στην ουσία, η ευθύνη που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν 743/1977 δε διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις της από την ευθύνη για αλλότριες πράξεις που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 922 και 926 ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η έναντι του ζημιωθέντος ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος, παρά μόνο κατά το ότι διευρύνει τον κύκλο των «προστησάντων», εκκινώντας και πάλι από τη βασική ιδέα της θεμελίωσης ευθύνης σε βάρος των ωφελούμενων από τη δραστηριότητα του υπαίτιου προσώπου.

Η ευθύνη των υπόχρεων σε αποζημίωση διαμορφώνεται νομοθετικά ως παθητική ενοχή εις ολόκληρον, με αποτέλεσμα τη γένεση αυτοτελούς δικαιώματος του ζημιωθέντος κατά ενός εκάστου των κατά νόμο συνυποχρέων, τη διατήρηση της ευθύνης όλων των συνοφειλετών μέχρι την πλήρη ικανοποίηση του δανειστή και την παραγωγή, μετά από αυτήν, αμοιβαίου δικαιώματος αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων (άρθρα 481, 487 και 488 ΑΚ).
Ειδικότερα, η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την ανόρθωση των ζημιών, που προκλήθηκαν από την ρύπανση και την αποκατάσταση των δαπανών, που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της υφίσταται και έναντι αυτού, που πραγματοποίησε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το αν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν με το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν 743/1977 ευχέρεια ή το σχετικό έργο του ανατέθηκε με σύμβαση που συνήψε μαζί του ο εκμεταλλευόμενος το ρυπογόνο πλοίο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ή διαχειριστής του, αφού ο νόμος δεν διακρίνει. Εξάλλου, η εις ολόκληρον με το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνη των τρίτων επεκτείνεται εντός των ορίων που, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, θέτουν από τη μια πλευρά η ανάγκη της όσο το δυνατόν πληρέστερης προστασίας του εννόμου αγαθού, που ως προς την κύρια κοινωνική όψη του (φυσικό περιβάλλον και ποιότητα ανθρώπινης διαβίωσης) έχει συνταγματική περιωπή (άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος) και η οποία προκαλεί καταρχάς τη διεύρυνση της ευθύνης και σε ανυπαίτια πρόσωπα και, από την άλλη, η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα επιρρίψεως των δυσμενών συνεπειών της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνον στον ωφελούμενο από την άσκηση της, η οποία επιβάλλει την περιστολή της επέκτασης. Έτσι, μαζί με τον υπαίτιο ευθύνεται εις ολόκληρον, πλην του (ανυπαίτιου, διότι άλλως δεν ευθύνεται αντικειμενικά αλλά υποκειμενικά) πλοιάρχου του ρυπογόνου πλοίου ή δεξαμενόπλοιου, που από τη φύση του πράγματος συνδέεται με το ζημιογόνο περιστατικό και ο φορέας της ναυτιλιακής επιχείρησης, κατά την άσκηση της οποίας ανέκυψε ο κίνδυνος της περιβαλλοντικής ζημίας ή επήλθε αυτή ή απαιτήθηκαν δαπάνες προς αποτροπή ή εξουδετέρωση της, δηλαδή ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής ή ο διαχειριστής του πλοίου, ανεξαρτήτως αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Δικαιούχοι της αποζημιώσεως μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι ΟΤΑ, εφόσον όμως προσβλήθηκε ιδιωτικό δικαίωμά τους ή υποβλήθηκαν σε δαπάνες πρόληψης ή αντιμετώπισης της ρύπανσης.

Βασικός στόχος του ΠΔ 55/1998 είναι η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος με την καθιέρωση μηχανισμών αποτροπής της ρύπανσης και γενικότερα, της υποβάθμισής του. Η καθαρότητα της θάλασσας αποτελεί ιδιαίτερη μέριμνα του εσωτερικού και του διεθνούς δικαίου, η δε ρύπανσή της στοιχειοθετεί παράνομη συμπεριφορά, που τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο, για την επιμέτρηση του οποίου λαμβάνεται υπ’ όψη το είδος και η βαρύτητα της παραβάσεως, οι συνέπειές της και ο επιδιωκόμενος σκοπός του νόμου. Εφ’ όσον πρόκειται για ρύπανση της θάλασσας που συντελείται διά πλοίων, είναι δυνατό από τότε που θα συνταχθεί από την αρμόδια αρχή η «έκθεση βεβαιώσεως» της παραβάσεως να απαγορευθεί ο απόπλους του πλοίου μέχρι να καταβληθεί το επιβληθέν πρόστιμο ή να κατατεθεί ισόποση, με το επιβληθέν πρόστιμο ή το πιθανολογούμενο να επιβληθεί πρόστιμο, εγγυητική επιστολή της Τράπεζας. Κατά της απόφασης επιβολής προστίμου επιτρέπεται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία όμως δεν αναστέλλει την είσπραξη του προστίμου κατά τον ΚΕΔΕ. Εν όψει του εντόνου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται η εκτέλεση της διοικητικής κύρωσης άμεσα, διότι η εκτέλεση αυτή αποσκοπεί στην εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής για την προστασία του περιβάλλοντος με μέτρα καταστολής και πρόληψης. Η Διοίκηση δεν μπορεί να επιληφθεί νομίμως της κατ’ ουσίαν εξέτασης αίτησης θεραπείας, υποβαλλομένης κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 ΚΔΔιαδ, από παραβάτη των διατάξεων του ΠΔ 55/1998 και να ανακαλέσει ή τροποποιήσει αποφάσεις της, με τις οποίες επιβλήθηκαν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί προ
Σελ. 547 στασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος. Με το άρθρο 24 παρ. 1 ΚΔΔιαδ δεν καθιδρύθηκε αίτηση θεραπείας κατά του προβλεπόμενου προστίμου, διότι εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε την κατάργηση της μέχρι τότε ισχύουσας ενδικοφανούς προσφυγής και τη μεταγενέστερη θέσπιση αιτήσεως θεραπείας και μάλιστα, με μία διάταξη γενικής και όχι ειδικής ισχύος (μειοψ.).

Απαγορεύει την απόρριψη πετρελαίου στις ακτές, τα λιμάνια κλπ. (άρθρο 3), ορίζει τις ειδικότερες υποχρεώσεις των πλοίων και δεξαμενόπλοιων (άρθρο 4, 7, 8) κλπ.
5. Κυρώσεις για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος κατά τον Ν 2971/2001
Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος διέπεται από ένα σύνθετο πλέγμα διατάξεων ποικίλων νόμων.
Ισχύει ο βασικός Ν 2971/2001, καθώς και η νομοθεσία για τα δημόσια κτήματα που ως ειδικές διατάξεις φαίνεται να εκτοπίζουν τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων της πολεοδομικής νομοθεσίας, εκτός αντίθετης ρητής πρόβλεψης.
Για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας των αυθαίρετων έργων και παρεμβάσεων στον αιγιαλό, την παραλία και τον θαλάσσιο χώρο, έχει εκδοθεί η Εγκύκλιος 1/2013 (αρ. πρωτ. 8220/133/16-5-2013) της ΓΓ Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων.
Πρόκειται για την εξής ενδεικτική παράθεση:
Ενδεικτική ταξινόμηση αυθαίρετων έργων - επεμβάσεων για επιβολή κυρώσεων του Ν 2971/2001
Περιγραφή Παρέμβασης
1.α Μικρού μεγέθους αλλοίωση εδάφους, πυθμένα ή θαλασσίου χώρου.
- Λήψη άμμου ή λίθων
- Μετακίνηση άμμου ή λίθων
1.β Επισκευή υφιστάμενου έργου χωρίς επέκταση αυτού.
- Κοπή δένδρων, αλλοίωση βλάστησης
- Επισκευή κατασκευών
(Μικρές επιπτώσεις
στο περιβάλλον)
- Επισκευή λιμενικών έργων
- Πλωτά φράγματα
2.α Ελαφριές ξύλινες κατασκευές / επεμβάσεις εύκολα αναστρέψιμες.
- Τοποθέτηση πλωτών εξεδρών
- Εναπόθεση υλικών ιχθυοκαλλιέργειας
- Ξύλινη περίφραξη
- Πλακόστρωση ή ξύλινα δάπεδα
- Επίστρωση με ξύλινη ή πέτρινη επένδυση
- Ξύλινη κατασκευή σκιάστρων
- Ξύλινη γέφυρα
- Ξύλινος μώλος
- Ξύλινη κλίμακα
- Τοποθέτηση πινακίδων
- Τοποθέτηση αγωγών αναρρόφησης ή απόρριψης υγρών
- Λυόμενο ξύλινο κτίσμα
2.β. Ελαφριές κατασκευές / επεμβάσεις εύκολα αναστρέψιμες εντός θαλασσίου χώρου (παράνομες υδατοκαλλιέργειες).
- Ιχθυοκλωβοί
- Δίχτυα
3. Κατασκευές μονίμου φύσεως από σκυρόδεμα, μέταλλο και λοιπά υλικά (δύσκολα αναστρέψιμες).
- Μεταλλικά σκίαστρα
- Μεταλλική γέφυρα
Καταστροφή έργων.
- Μεταλλική κλίμακα
- Τοιχίο αντιστήριξης
- Γλύστρα σκαφών
- Βάση σκυροδέματος
- Τσιμεντοδεξαμενή
- Ναύδετα
- Συμβατικά κτίρια
- Δέστρες
- Πρόκληση βλάβης σε υφιστάμενη υποδομή
- Κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων
4. Προσχώσεις και έργα
στο θαλάσσιο χώρο
(Σοβαρή αλλοίωση παράκτιου περιβάλλοντος, μη αναστρέψιμη)
- Επίχωση (μπάζωμα)
- Κυματοθραύστης
- Μώλος
- Κρηπιδότοιχος
Καθιερώνεται δικαιοδοσία της Λιμενικής Αρχής να δράσει ως εξής: Η Λιμενική Αρχή, κατά τη διενέργεια εκτάκτων περιπολιών της ακτογραμμής στην περιοχή δικαιοδοσίας της, εφόσον διαπιστώσει νέες χρήσεις, αλλοιώσεις περιβάλλοντος ή νέα έργα - επεμβάσεις στην περιοχή του αιγιαλού, παραλίας, θάλασσας, χερσαίας ζώνης λιμένος και εξομοιούμενων χώρων, ελέγχει κατ’ αρχήν την ύπαρξη αδειοδότησης και τη νομιμότητα αυτής απευθυνόμενη εγγράφως στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία.
Διευκρινίζεται ότι τα έργα που εκτελούνται χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόμου στη ΧΖΛ, δεν υπάγονται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, αλλά στο ειδικό καθεστώς του Ν 2971/2001 και του Ν. 2987/2002 και ως εκ τούτου δεν υφίσταται αρμοδιότητα της πολεοδομίας για την βεβαίωση των παραβάσεων και τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων. Άλλωστε το θέμα έχει οριστικά αποσαφηνιστεί με την υπ. αριθμ. 334/2010 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον ΥΠΕΝ, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση αυθαίρετης κατασκευής σε χερσαία ζώνη λιμένα, η οικεία λιμενική αρχή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα επιβολής διοικητικού προστίμου και όχι η Πολεοδομία.
Σε περίπτωση διαπίστωσης παράνομης «απλής χρήσης» στη χερσαία ζώνη λιμένα θα γίνεται προφορική σύσταση στον υπαίτιο από τη Λιμενική Αρχή για την άμεση απομάκρυνση και αποκατάσταση του χώρου, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) ημερών, προκειμένου να μην κινηθεί η διαδικασία επιβολής κυρώσεων. Εάν ο υπαίτιος δεν συμμορφωθεί κινείται η διαδικασία επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Γενικό Κανονισμό Λιμένα (άρθρο 276).
Σελ. 548Η διαδικασία βεβαίωσης των παραβάσεων περιγράφεται εξαντλητικά στον νόμο και την ως άνω Εγκύκλιο. Περιλαμβάνει συνοπτικά ενημέρωση της Κτηματικής Υπηρεσίας, σύνταξη σχετικής έκθεσης αυτοψίας, σύνταξη έκθεσης βεβαίωσης παράβασης από τη Λιμενική Αρχή, κλήση του διοικουμένου σε ακρόαση, έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου. Ακανθώδες ζήτημα συνιστά η διάγνωση του πραγματικού παραβάτη, για το οποίο αποφασιστική αρμοδιότητα φέρει το αρμόδιο για την έκδοση. Το ποιος είναι αυτός δύναται να διαπιστωθεί από τον ερευνώντα, στο πλαίσιο και προανακριτικής έρευνας.
Κατά των αποφάσεων επιβολής προστίμου, ο παραβάτης αλλά και κάθε υπόχρεος για την καταβολή του, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει την παράβαση και να ασκήσει προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2717/1999, η οποία αρχίζει από την επόμενη της επίδοσης της απόφασης επιβολής προστίμου στον παραβάτη.
Η άσκηση προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης επιβολής του προστίμου. Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης επιβολής προστίμου συνεπάγεται η χορήγηση προσωρινής αναστολής με πράξη του δικαστή (προσωρινή διαταγή), ως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που κάνει δεκτή σχετική αίτηση του καθ’ ου το πρόστιμο και διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης επιβολής προστίμου μέχρι συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση επιβολής προστίμου καθίσταται προσωρινά ανενεργή και ως εκ τούτου εμποδίζεται κάθε περαιτέρω ενέργεια τείνουσα σε βεβαίωση και είσπραξη του ποσού του προστίμου έως ότου παύσει η ισχύς της προσωρινής διαταγής ή της απόφασης περί αναστολής.
Διαφορετικό είδος κύρωσης συνιστά το πρόστιμο χρήσης λόγω αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος, δυνάμει του από 11-11-1929 ΠΔ. Πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά. Αρμόδιο να δικάσει ανακοπή κατά του προστίμου είναι το οικείο Μονομελές Πρωτοδικείο. Η κύρωση έχει χαρακτήρα ανταλλάγματος για την ωφέλεια που προσπόρισε ο αυθαιρέτως καρπούμενος το δημόσιο κτήμα.

6. Ρόλος του Λιμενικού Σώματος στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος
Στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής, η ευθύνη για την πρόληψη και προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος έχει ανατεθεί κατά κύριο λόγο στην Διεύθυνση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, η οποία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των θεμάτων προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος.

Ο Σχεδιασμός Έκτακτης Ανάγκης αποτελεί το εργαλείο των αρμοδίων αρχών για τον προσδιορισμό του επιπέδου επέμβασης εκάστοτε, βάσει και της βαρύτητας του περιστατικού.

7. Αυθαίρετα στον αιγιαλό
Α) Απαγόρευση δόμησης στον αιγιαλό
Η απαγόρευση δόμησης στον αιγιαλό τίθεται σαφώς ως γενικός (και σχεδόν απόλυτος) κανόνας. Κατ’ εξαίρεση, με την επίκληση ειδικώς τεκμηριωμένου «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος», μπορεί θεωρητικώς να θεμελιωθεί το επιτρεπτό κάποιων χρήσεων γης, πάντοτε με τον σεβασμό του πυρήνα του δικαιώματος στο περιβάλλον και υπό το πρίσμα της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, ήτοι της επίτευξης ισορροπίας οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής προστασίας (περιβαλλοντικό κεκτημένο). Το ζήτημα συμπλέκεται με την εννοιολόγηση του δημόσιου συμφέροντος και τη νομολογία της κρίσης.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 4 Ν 2971/2001, απαγορεύεται η κατασκευή κτισμάτων και εν γένει η τοποθέτηση κατασκευασμάτων στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη, την παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, τον πυθμένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιμνοθάλασσας, λίμνης και της κοίτης πλεύσιμου ποταμού.
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται μόνο η εκτέλεση έργων για την επιδίωξη των σκοπών τους οποίους προβλέπει ο παρών νόμος, καθώς και για τη διευκόλυνση πρόσβασης στους χώρους αυτούς ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΑμΕΑ).
Έχει κριθεί πως οι πράξεις (υποχρεωτικής) κατεδάφισης κτισμάτων στον αιγιαλό επιβάλλεται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να εκτελούνται χωρίς καθυστέρηση και δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης σχετικού πρωτοκόλλου κατεδάφισης.

Η πράξη έκδοσης του πρωτοκόλλου κατεδάφισης είναι δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης.

Στην περίπτωση που η ανέγερση του κτίσματος εντός του αιγιαλού έχει λάβει χώρα, χωρίς άδεια εκδοθείσα με βάση τη νομοθεσία περί αιγιαλού, αλλά βάσει οικοδομικής άδειας εκδοθείσας σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε οριοθετηθεί ο αιγιαλός με διοικητική πράξη, η έκδοση πρωτοκόλλου κατεδάφισης του κτίσματος που ανεγέρθηκε κατ’ εφαρμογή της οικοδομι­κής αυτής άδειας εντός του αιγιαλού, οριοθετηθέντος εκ των υστέρων κατά τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει το κτίσμα αυτό, δεν είναι επιτρεπτή. Και τού­το, διότι στην περίπτωση αυτή η ανέγερση του κτίσματος δεν έχει λά­βει χώρα χωρίς άδεια, αλλά βάσει οικοδομικής άδειας που την επιτρέπει και παρίσταται, πάντως, ως προϊόν παρεμπίπτουσας κρίσης της οικείας διοι­κητικής αρχής περί των ορίων του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, η δε ορθότητα και η νομιμότητα της κρίσης αυτής, που δεν θα ήταν άλλω­στε δυνατόν να αμφισβητηθούν ακόμη και από τον καλόπιστο διοικούμενο που υπέβαλε το αίτημα για την έκδοση της οικοδομικής άδειας σε χρόνο που δεν είχε εκδοθεί η σχετική διαπιστωτική πράξη της Διοίκησης, δεν επι­τρέ­πεται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως ούτε από το αρμόδιο για την έκ­δοση του πρωτοκόλλου κατεδάφισης κατά την περί αιγιαλού νομοθεσία διοι­κητικό όργανο. Εφόσον οι άδειες βάσει των οποίων ανεγέρ­θηκε αρχικώς το κτίσμα εκδόθη­καν πριν από την οριοθέτηση του αιγιαλού, δεν προκύπτει δε ότι οι ως άνω άδειες έχουν ανακληθεί από την ήδη αρμόδια πολεοδομική αρχή, το πρωτόκολλο κατεδάφισης αυθαιρέτων κτισμάτων δεν έχει εκδοθεί νομίμως και καθίσταται ακυρωτέο.

Σελ. 549 Το πρωτόκολλο τοιχοκολλάται στο υπό κατεδάφιση κτίσμα ή κατασκευή και στο δημοτικό κατάστημα.

Η ταυτότητα του προσώπου που έχει προβεί στην αυθαίρετη κατασκευή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του πρωτοκόλλου κατεδάφισης. Ο μνημονευόμενος στο πρωτόκολλο ως το πρόσωπο που έχει ανεγείρει ή τοποθετήσει αυθαίρετες κατασκευές, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Αν από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτών σχετίζεται με τις κατασκευές, το δικαστήριο προβαίνει στην ακύρωση του πρωτοκόλλου, κατά το μέρος που αυτό περιέχει ονομαστική αναφορά στου αιτούντος και απορρίπτει λόγους ακύρωσης που αναφέρονται στη νομιμότητα του πρωτοκόλλου. Η αιτιολογία του πρωτοκόλλου δέον να είναι ορισμένη και να περιγράφει τα κατασκευάσματα, ενώ έχει πραγματοπαγή χαρακτήρα, αλλά τυχόν εσφαλμένη μνεία του αυθαιρέτου οδηγεί σε ολική του παρανομία, γι’ αυτό και η ταυτότητα του προσώπου είναι ουσιώδες στοιχείο. Η πράξη αυτή προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Δύναται να εκδοθεί πρωτόκολλο και εις βάρος των εντολέων ή του προστήσαντος, καθώς και σε βάρος του νομικού προσώπου που ανέχεται τις πράξεις του καταργηθέντος προγενέστερου νομικού προσώπου.

Ο μνημονευόμενος στο πρωτόκολλο ως ανεγείρας αυθαίρετη κατασκευή έχει έννομο συμφέρον άσκησης αίτησης ακύρωσης, ακόμα και αν δεν έχει καμία σχέση με τις κατασκευές. Αν γίνει δεκτή η αίτηση ακύρωσής του αυτή, τότε το Δικαστήριο ακυρώνει μόνο κατά το μέρος που περιέχει ονομαστική αναφορά στο πρόσωπο αυτό.

Η έκθεση αυτοψίας αυτή είναι μη εκτελεστή πράξη, όπου προσαρτάται τοπογραφικό διάγραμμα και βεβαιώνει ότι το ακίνητο εμπίπτει στη ζώνη του αιγιαλού.
Ο χαρακτηρισμός μεταβιβαζόμενων εκτάσεων σε συμβολαιογραφικά έγγραφα ως περιεχόμενων σε ζώνη λιμένα δεν δεσμεύει τη Διοίκηση.

Στους κανόνες του άρθρου 27 Ν 2971/2001 δεν εμπίπτουν τα κτήρια και τα κατασκευάσματα που τελούν υπό την προστασία του ΥΠΠΟ.

Επιτρέπεται αίτηση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ή αίτηση αναστολής εκτέλεσης της κατεδάφισης, άρσης ή απομάκρυνσης ενώπιον οιουδήποτε διοικητικού ή πολιτικού δικαστηρίου, διότι η διάταξη της παρ. 8 άρθρου 27 του Ν 2971/2001 κρίθηκε αντισυνταγματική.

Τέλος, έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανακαθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού, η νομιμότητα του πρωτοκόλλου δεν θίγεται.

Αναφορικά με το πρωτόκολλο κατεδάφισης, γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου.

Αναφορικά με το ειδικό Πρωτόκολλο παράβασης των διατάξεων περί αστυνομίας Δημοσίων Υδάτων του Ν 2853/1922, κρίθηκε ότι με αυτό διατάσσεται η κατεδάφιση έργων κατασκευασθέντων χωρίς άδεια στην κοίτη και στην περιοχή πλημμύρας των ποταμών, χειμάρρων, ρυάκων. Πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη, που προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ.

Β) Αυθαίρετα ανεγειρόμενα εντός του αιγιαλού/θάλασσας
Αυθαίρετα κτίσματα ανεγειρόμενα οποτεδήποτε εντός του αιγιαλού ή εντός της θάλασσας κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς. Αν η ανέγερση του κτίσματος έχει λάβει χώρα βάσει οικοδομικής άδειας εκδοθείσης σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε οριοθετηθεί ο αιγιαλός με διοικητική πράξη, η έκδοση πρωτοκόλλου κατεδάφισης δεν είναι επιτρεπτή, προτού ανακληθεί η οικοδομική άδεια. Μη νομίμως εκδίδεται το πρωτόκολλο, το οποίο αφορά σε κτίσμα εντός του αιγιαλού, που ανεγέρθηκε με οικοδομική άδεια.

Αρκεί ο καθορισμός ζώνης παραλίας, για να χαρακτηρισθεί κτίσμα ως αυθαίρετο και κατεδαφιστέο, μη απαιτουμένης της συντέλεσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ζώνης αυτής.

Η νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων/έργων στη χερσαία ζώνη λιμένα δύναται να πραγματοποιηθεί εφόσον αυτά είναι συμβατά με τους σκοπούς της χερσαίας ζώνης, έχουν κατασκευαστεί ως 11-4-2012 (άρθρο 226 Ν 4072/2012), δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατεδάφισής τους και έχουν εκτελεστεί χωρίς ή καθ’ υπέρβαση της άδειας του Δημοσίου/ΟΤΑ/ΝΠΔΔ.
Αντίστοιχα, ορίζονται για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων στον αιγιαλό και στην παραλία, όπου και εφαρμόζονται τα άρθρα 14 και 27 Ν 2971/2001 και το έγγραφο με αρ. πρωτ. ΔΔΠ Β 0005692 ΕΞ 2018 για την παροχή οδηγιών για τη διαδικασία αυτή.
Τέλος, επιβάλλεται και πρόστιμο υποχρεωτικά, λόγω της ανέγερσης αυθαιρέτου στον αιγιαλό ή τη θάλασσα, το ύψος του οποίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 23 Ν 2242/1994.
Γ) Αυθαίρετα διατηρητέα σε αιγιαλό
Τα αυθαίρετα στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα είναι υποχρεωτικά κατεδαφιστέα (άρθρο 27 Ν 2971/2001), ωστόσο ρητώς διά του άρθρου 27 παρ. 2 εδ. 2 και παρ. 7 εδ. 2 του ίδιου νόμου εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 27 τα κτίσματα και τα κατασκευάσματα που τελούν υπό την προστασία του Υπουργείου Πολιτισμού. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση ερμηνεύεται νομολογιακώς στενά, καθώς πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος της ακτής πρέπει να διατηρηθούν τα αυθαίρετα αυτά και να μην κατεδαφιστούν. Η συναφής διοικητική στάθμιση που θα απολήξει σε κρίση πρέπει να αιτιολογείται σαφώς και επαρκώς.
Η παράλειψη της Διοίκησης προς λήψη προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για την προστασία του αιγιαλού και της συνεχόμενης αυτού παραλιακής ζώνης, συνιστά παράλειψη
Σελ. 550 οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως, κατ΄ άρθρο 45 παρ. 4 ΠΔ 18/1989.

Γενικώς πάντως, κανόνας παραμένει πως αυθαίρετα κτίσματα και κατασκευές, εν γένει, ανεγειρόμενα εν όλω ή εν μέρει εντός αιγιαλού ή παραλίας, κατεδαφίζονται και απομακρύνονται υποχρεωτικώς. Εκτέλεση τεχνικών έργων επί αιγιαλού ή παραλίας επιτρέπεται μόνον, εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του νόμου.

Δ) Διαδικασία νομιμοποίησης αυθαίρετων κατασκευών στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, που έχουν ανεγερθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 2971/2001
Η διαδικασία νομιμοποίησης αυθαίρετων κατασκευών στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, που έχουν ανεγερθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 2971/2001, δηλαδή πριν τις 20.12.2001 (σύμφωνα με το άρθρο 37 του ίδιου νόμου σε συνδυασμό με την ημερομηνία δημοσίευσής του στο ΦΕΚ στις 19.12.2001), κινείται με την υποβολή προς την οικεία Κτηματική Υπηρεσία σχετικής αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο, με την οποία συνυποβάλλονται τα οριζόμενα στον νόμο δικαιολογητικά. Ακολούθως, η Κτηματική Υπηρεσία κρίνει με πράξη της εάν πληρούνται, κατ’ αρχήν, οι νόμιμες προϋποθέσεις, δηλαδή α) εάν έχουν υποβληθεί τα κατά τον νόμο δικαιολογητικά και β) εάν πρόκειται για έργο που όντως εξυπηρετεί εμπορικό, βιομηχανικό, συγκοινωνιακό, λιμενικό ή άλλου είδους σκοπό, προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία, ώστε, στη συνέχεια, να τηρηθεί η οριζόμενη διαδικασία, η οποία προβλέπεται για κάθε έργο πραγματοποιούμενο στον χώρο του αιγιαλού ύστερα από σχετική παραχώρηση δικαιώματος χρήσεως.Και, ναι μεν, η απόρριψη του αιτήματος νομιμοποίησης από την Κτηματική Υπηρεσία, κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, δεν απαιτείται να αιτιολογείται ειδικώς, πρέπει, όμως, στη σχετικώς εκδιδόμενη πράξη ή από τα στοιχεία του φακέλου, να προκύπτει η έλλειψη συνδρομής των κατ’ αρχήν απαιτούμενων νομίμων προϋποθέσεων για την υπαγωγή της κατασκευής σε μία από τις κατηγορίες των έργων του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν 2971/2001, οπότε και μόνον θα μπορούσε η Διοίκηση να μην προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Εάν η Κτηματική Υπηρεσία κρίνει ότι πρόκειται για έργο που όντως εξυπηρετεί εμπορικό, βιομηχανικό, συγκοινωνιακό, λιμενικό ή άλλου είδους σκοπό, προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία, είναι υποχρεωμένη να διαβιβάσει αντίγραφα της αιτήσεως και των ως άνω δικαιολογητικών του πρώτου σταδίου στις συναρμόδιες να γνωμοδοτήσουν υπηρεσίες. Η γνώμη των υπηρεσιών αυτών, μη οριζόμενη από τον νόμο ως σύμφωνη, είναι απλή. Ενόψει δε και των κατ’ αρχήν διακριτών εξουσιών κάθε Υπουργείου, όπως καθορίζονται από το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, δεν είναι επιτρεπτό, κατά τη συγκεκριμένη διαδικασία, η αρνητική γνώμη ή μη γνώμη οποιουδήποτε φορέα να αποτελεί απόλυτο εμπόδιο για την πρόοδο και την τυχόν ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας νομιμοποίησης η κατ’ ουσίαν εκτίμηση του περιεχομένου των γνωμοδοτήσεων και η τελική απόφαση επί του αιτήματος νομιμοποίησης μετά την εκπόνηση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, ανήκει στον αρμόδιο για την παραχώρηση της χρήσεως Υπουργό Οικονομικών. Η Κτηματική Υπηρεσία οφείλει να διακόψει, σε οποιοδήποτε στάδιο, τη διαδικασία νομιμοποίησης, εφόσον από τα δικαιολογητικά του αιτούντος ή με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο (όπως λ.χ. τη διενέργεια αυτοψίας) διαπιστώσει ότι οι αυθαίρετες κατασκευές των οποίων ζητείται η νομιμοποίηση δεν πληρούν τη βασική προϋπόθεση που τίθεται από τον νόμο, ήτοι να έχουν ανεγερθεί πριν από τις 20.12.2001, αλλά έχουν ανεγερθεί μετά την ημερομηνία αυτή. Η πράξη αυτή της Κτηματικής Υπηρεσίας δεσμεύει και την αρμόδια για την περιβαλλοντική αδειοδότηση αρχή η οποία οφείλει, ομοίως, να διακόψει τη σχετική διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που απορρέουν από την νομιμοποίηση της λειτουργίας των ως άνω αυθαίρετων κατασκευών.

8. Ασφάλεια λιμένων
Έχει υιοθετηθεί ο Διεθνής Κώδικας για την ασφάλεια των πλοίων και των λιμενικών εγκαταστάσεων (ISPS) που προσαρτάται στη Διεθνή Σύμβαση «περί της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα» (SOLAS) (1974). Ο Κώδικας αυτός δεν είναι εν συνόλω δεσμευτικός για τα κράτη.
Η υιοθέτηση του Κώδικα στο εθνικό δίκαιο έλαβε χώρα με το ΠΔ 56/2004. Αρμόδια καθίσταται η Διεύθυνση Ελέγχου Διαχείρισης της Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών εγκαταστάσεων.
Παράλληλα, για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών σε λιμένες διαλαμβάνουν τα άρθρα 151 έως 153 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.
9. Ναυάγια
Οι κίνδυνοι που μπορούν να προκληθούν από ναυάγια αντιμετωπίζονται με τις προβλέψεις του Ν 2882/2001.

10.Ταχύπλοα σκάφη – θαλάσσια μέσα αναψυχής
Τα ταχύπλοα σκάφη και τα θαλάσσια μέσα αναψυχής δυνητικά αποτελούν κινδύνους για τα παράκτια οικοσυστήματα. Ωστόσο, με τον Κανονισμό 20/1999 του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, ορίζονται οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών ταχυπλόων
11. Δραστηριότητες που εμφανίζουν κίνδυνο ρύπανσης
Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει ο Ν 743/1977 (άρθρο 5 κλπ.) για τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για μεταγγίσεις πετρελαίου κλπ.
12. Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ)
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας ή της αειφορίας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη, προφανώς) διατήρησή τους και προς χάριν των μελλουσών γενεών, βλ. Διάσκεψη ΟΗΕ της Στοκχόλμης και του Ρίο. Είναι μία σύγχρονη θεώρηση της ανάπτυξης η οποία – κατά τη θεωρία – επιβάλλει την απογραφή του διασωθέντος φυσικού κεφαλαίου, την ποιοτική πρόσληψη της ανάπτυξης έναντι της ποσοτικής, τον καθορισμό και ανάδειξη του φυσι
Σελ. 551 κού πλούτου της κάθε χώρας. Συστατικά αυτής της μορφής της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ανάδειξη των ικανοποιητικών συνθηκών διαβίωσης, η ορθολογική και βιώσιμη χρήση και διατήρηση των φυσικών πόρων και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας στις πολιτικές και τις αποφάσεις, αλλά και η ενδογενεακή και διαγενεακή ισότητα. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνει μια ισόρροπη στάθμιση. Ο συγκερασμός όλων των επιμέρους παραμέτρων αποτελεί τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Συγγενείς με αυτή αρχές είναι η αρχή της βιώσιμης δραστηριότητας ή του έργου, όπως και η αρχή της ήπιας ανάπτυξης στα ευπαθή οικοσυστήματα (π.χ. ακτές), όπως και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης/αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, όπως και η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Η Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η Στρατηγική Εκτίμηση και η Δέουσα Εκτίμηση λαμβάνουν υπόψη τους το ευπαθές των οικοσυστημάτων και τη φέρουσα ικανότητά τους, όταν αποτιμάται το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των σχεδίων/έργων στους οικοτόπους του Δικτύου Natura 2000. Περαιτέρω, στην ελληνική έννομη τάξη, η αρχή τους αειφορίας ταυτίζεται με την έννοια τους βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αποτελούν στην πραγματικότητα απλώς παρεμφερείς, όχι πανομοιότυπες έννοιες. Πρέπει να γίνει η εξής ορολογική επισήμανση: η έννοια τους βιωσιμότητας αναφέρεται σε γενικούς οικονομικούς δείκτες για την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η αρχή τους βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων. Κατ’ άλλη θέση, η αρχή βιώσιμης ανάπτυξης εξισορροπεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικοικονομικής ανάπτυξης. Τους συσχετισμούς τους συμφερόντων, καλείται εν μέρει να λάβει θέση η αδειοδότηση ως «εξισορροπητική διαδικασία».
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ) αποτελεί την προτεραιότητα της ενωσιακής πολιτικής, αλλά και της εθνικής χωροταξικής στρατηγικής. Αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της πληθώρας των προβλημάτων του θαλάσσιου χώρου, όπως της άναρχης οικιστικής ανάπτυξης, της απώλειας της βιοποικιλότητας, της ρύπανσης από ποικίλες πηγές, της υποβάθμισης του τοπίου, της διάβρωσης κλπ.
Οι θαλάσσιοι πόροι αποτελούν «κοινή ιδιοκτησία» των ενδιαφερομένων χρηστών και μελετώνται στο πλαίσιο της «οικοσυστημικής» προσέγγισης, δηλ. της μελέτης των παράκτιων και θαλάσσιων περιοχών ως οικοσυστημάτων. Γίνεται δε λόγος για «σχεδιασμό» και όχι απλώς για «διαχείριση», διότι αποσκοπείται η ολιστική, διατομεακή προσέγγιση που περιλαμβάνει τη στοχευμένη συλλογή πληροφοριών, τον σχεδιασμό της προστασίας και ανάπτυξης, τη λήψη των σχετικών αποφάσεων και την υλοποίηση αυτών, αλλά και την παρακολούθηση εφαρμογής τους.

O ΘΧΣ πάντως δείχνει να αυτονομείται του παραδοσιακού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και τούτο, διότι μεταξύ άλλων τα παραδοσιακά εργαλεία, της θεωρητικής ή και της εφαρμοσμένης πολεοδομίας (π.χ. η οικοδομική άδεια) λόγω των ιδιαιτεροτήτων του ΘΧΣ αποδεικνύονται αλυσιτελή ή και ανεπαρκή.

Τον Ιούλιο του 2014, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν την Οδηγία 2014/89/ΕΕ για τη δημιουργία κοινού πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε γενικές γραμμές, η οδηγία επιβάλλει νομική υποχρέωση στα κράτη μέλη να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια (ΘΧΣ) το αργότερο έως το 2021. Τελικά, η Οδηγία αποσκοπεί στη θέσπιση «πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών, της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων περιοχών και της αειφόρου χρήσης των θαλάσσιων πόρων.» Τα κράτη μέλη καλούνται να θέσουν σε ισχύ τους νόμους, αλλά και τις κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την Οδηγία έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.
Η Οδηγία παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη να αποφασίζουν για το σχεδιασμό και τη διάταξη των σχεδίων τους και την ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών στόχων που περιέχονται σε αυτήν. Ωστόσο, κατ’ ελάχιστον τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους ακόλουθους στόχους:
1. Υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης και ανάπτυξης στον ναυτιλιακό τομέα,
2. προώθηση της συνύπαρξης σχετικών δραστηριοτήτων και χρήσεων,
Σελ. 5523. συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη των τομέων ενέργειας στη θάλασσα, των θαλάσσιων μεταφορών και των τομέων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας,
4. διατήρηση, προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικότητας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής,
5. ταυτόχρονη επιδίωξη άλλων στόχων, όπως η προώθηση του βιώσιμου τουρισμού και η βιώσιμη εξόρυξη πρώτων υλών.
Κατά τον σχεδιασμό των ΘΧΣ τους, τα κράτη μέλη πρέπει:
1. Να υιοθετούν αποτελεσματικά μια οικοσυστημική προσέγγιση,
2. να λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θαλάσσης,
3. να λαμβάνουν υπόψη περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές πτυχές, καθώς και πτυχές ασφάλειας,
4. να οδεύουν προς υλοποίηση του στόχου της προώθησης της συνοχής μεταξύ του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και του προκύπτοντος σχεδίου ή σχεδίων και άλλων διαδικασιών, όπως η ολοκληρωμένη διαχείριση των ακτών ή ισοδύναμες επίσημες ή άτυπες πρακτικές,
5. να προωθούν την εξασφάλιση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων,
6. να οργανώσουν τη χρήση των καλύτερων διαθέσιμων δεδομένων,
7. να προωθούν την εξασφάλιση διασυνοριακής συνεργασίας,
8. να προωθούν τη συνεργασία με τρίτες χώρες.
Basic References List
1) Karakostas I., The Community Authority "the polluter pays" (Article 174 SynthEK) in the context of civil liability, PerDik 1/2002, 29-43.
2) Tietenberg, Lewis T.W. (ed. A. Papandreou), Environmental and natural resource economics, 2008, 134-136.
3) Balias G., The perception of (environmental) risk and its effects on civil liability, PerDik 2/2009, 262 ff.
4) Lytras Th., The German Law on Civil Liability for Environmental Pollution Damage (UmweltHG), PerDik 3/1997, 312 ff.
5) Lytras Th., Issue 3 Environmental pollution and civil liability Digesta 2003 2 https://www.enas.gr/lytras.pdf.
6) Stathouli S., Public and Private Law: Two conflicting laws in the context of environmental protection? Article emphasizing third party liability for environmental damage as well as the decisive role of civil law for active environmental protection, PerDik 1/1999, 31ff.
7) Karakostas I., Environment and Law, ed. Nom. Library, 2011.
8) Karakostas I., Extensive pollution of the sea from the escape of a large amount of oil (opinion), PerDik 1/2005, 34 ff.
9) Karakostas I., Tort liability for environmental damage (art. 29 law 1650/1986), PerDik 2/2000
10) Dakoronia E., Catastrophic damages and their restoration systems, ed. Nom. Library, 2015
11) Androulidaki-Dimitriadis I., Obligations of transactional credit, 2, 199.
12) Korotzis I., The civil liability for diesel pollution damage according to the international convention of London of 2001, in Dni 2008/1293 seq.
13) Korotzis I., The liability for compensation under the international convention on civil liability for damage in relation to the maritime transport of dangerous and harmful substances, in EEmpD 2008/25 seq.
14) Karakostas I., Tsevrenis V., The protection of the environment according to private law, in CHRID 2005/577 ff.
15) Georgiadis Ap., Criminal Law, General Part, 2015, § 59, no. 4, 642.
16) Tsaltas G., Johannesburg 2002: The environment after the United Nations Conference on Sustainable Development, ed. I. Sideris, Athens, 2003, 38.
17) Tsaltas G., Platias X., European Union and Environment: Anatomy of a Common European Policy, ed. I. Sideris, Athens.
18) Douvere F., Marine spatial planning, concepts, current practice and link-ages to other management approaches, Faculty of Political and Social Sciences, Ghent, 2010.
19) Serraos K., Melissas D. (eds.), Marine Spatial Planning, Sakkoula ed., 2018.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα