Κείμενο
Η παρούσα μελέτη αποτελεί προδημοσίευση της εισήγησης, που θα συμπεριληφθεί στον 5ο τόμο της Σειράς ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ (εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ). Στον άνω τόμο δημοσιεύονται τα πρακτικά των εισηγήσεων του Συνεδρίου με τίτλο "Ιδιωτικότητα στην Ψηφιακή Εποχή", το οποίο οργάνωσε το ΚΕΝοΠ στο πλαίσιο του 5ου Φόρουμ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2023, στη Θεσσαλονίκη.
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Επεξήγηση εννοιών
Η απομακρυσμένη βιομετρική ταυτοποίηση αποτελεί ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούν οι αρχές επιβολής του νόμου για να ταυτοποιήσουν ένα άτομο μέσω των μοναδικά αναγνωρίσιμων βιομετρικών του δεδομένων. Η ταυτοποίηση αυτή γίνεται από απόσταση αρκετά μεγάλη ώστε, πρώτον, υπάρχει η πιθανότητα το ενδιαφερόμενο άτομο να μην αντιλαμβάνεται ότι η ταυτοποίηση λαμβάνει χώρα και, δεύτερον, υφίσταται η πιθανότητα να έχουν καταγραφεί βιομετρικά δεδομένα και άλλων ατόμων, τρίτων, στον ίδιο χώρο. Κατά την πραγματοποίηση της απομακρυσμένης βιομετρικής ταυτοποίησης το σύστημα συγκρίνει ένα άτομο που εμφανίζεται σε μια ροή παρακολούθησης, μέσω ενός βιομετρικού προτύπου, με μια βάση δεδομένων ή με μια λίστα παρακολούθησης, για να διαπιστωθεί αν υπάρχει ταύτιση.Σελ. 199 Η απομακρυσμένη βιομετρική ταυτοποίηση από τις αρχές επιβολής του νόμου λειτουργεί με δύο τρόπους, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε σε ύστερο χρόνο. Παράδειγμα τέτοιας ταυτοποίησης σε πραγματικό χρόνο αποτελεί η χρήση καμερών αναγνώρισης προσώπου σε κάποιο κατάστημα. Η ανάλυση γίνεται σε ζωντανό χρόνο, κατά το ταυτόχρονο διάστημα που τα πρόσωπα βρίσκονται στο κατάστημα, χωρίς σημαντική καθυστέρηση. Αντίστοιχο παράδειγμα τέτοιας ταυτοποίησης σε ύστερο χρόνο είναι η εφαρμογή αλγορίθμων αναγνώρισης προσώπου σε υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Η ανάλυση γίνεται εκ των υστέρων από τις αρχές, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Ο πιο συνηθισμένος τύπος απομακρυσμένης βιομετρικής ταυτοποίησης είναι η αναγνώριση προσώπου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη τεχνολογία μπορεί να εκτελεστεί και με τη χρήση άλλων τύπων βιομετρικών δεδομένων, μέσω των οποίων υπάρχει επίσης η δυνατότητα να ταυτοποιούνται μοναδικά τα άτομα, όπως ο τρόπος βάδισης, το DNA, τα δακτυλικά αποτυπώματα, το μοτίβο πληκτρολόγησης και άλλα. Δημόσια προσβάσιμος χώρος είναι η θέση στην οποία τα βιομετρικά δεδομένα των ατόμων που παρακολουθούνται μπορούν να καταγραφούν ή να υποβληθούν σε επεξεργασία. Είναι δηλαδή κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός φυσικός χώρος που είναι προσβάσιμος σε απροσδιόριστο αριθμό φυσικών προσώπων, ανεξάρτητα από το αν ισχύουν ορισμένοι όροι πρόσβασης και ανεξάρτητα από τους πιθανούς περιορισμούς χωρητικότητας. Για παράδειγμα, εάν οι κάμερες ή οι αισθητήρες εγκατασταθούν σε ένα πάρκο, η τοποθεσία επιτήρησης θα αποτελεί σαφώς έναν δημόσια προσβάσιμο χώρο. Οποιοδήποτε άτομο βρίσκεται σε αυτόν τον χώρο θα υπόκειται σε σάρωση των βιομετρικών χαρακτηριστικών του. Στην έννοια του «δημόσια προσβάσιμου χώρου» πρέπει να περιληφθούν, για λόγους συνοχής, και οι διαδικτυακοί δημόσια προσβάσιμοι χώροι.
II. Ο Κανονισμός της ΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη
Η απομακρυσμένη βιομετρική ταυτοποίηση από τις αρχές επιβολής του νόμου αποτέλεσε κρίσιμο σημείο διαφωνίας στις διαπραγματεύσεις για τον Κανονισμό περί τεχνητής νοημοσύνης, με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ρυθμίσει τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης με βάση τον βαθμό του δυνητικού τους κινδύνου να προκαλέσουν βλάβη. Ο Κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί την πρώτη οριζόντια αυτόνομη νομοθεσία παγκοσμίως για τη ρύθμιση των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και εισάγει κανόνες για την ασφαλή και αξιόπιστη διάθεση στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντων με στοιχεία τεχνητής νοημοσύνης. Το τελικό σχέδιο του Κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη ορίζει την τελευταία ως «ένα μηχανικό σύστημα σχεδιασμένο να λειτουργεί με ποικίλα επίπεδα αυτονομίας και το οποίο μπορεί να παρουσιάζει προσαρμοστικότητα μετά την έναρξή του και το οποίο, για ρητούς ή σιωπηρούς στόχους, συμπεραίνει, από τις πληροφορίες που λαμβάνει, πώς να παράγει αποτελέσματα όπως προβλέψεις, περιεχόμενο, συστάσεις ή αποφάσεις που μπορούν να επηρεάσουν φυσικά ή εικονικά περιβάλλοντα».
Σελ. 200 Η Επιτροπή δημοσίευσε την πρότασή της για τον Κανονισμό στις 21 Απριλίου 2021. Το Συμβούλιο δημοσίευσε την «γενική του προσέγγιση» στις 25 Νοεμβρίου 2022 και την υιοθέτησε ομόφωνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022, προτείνοντας τις δικές του τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής. Στις 14 Ιουνίου 2023, το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη δική του θέση μετά την πρώτη του ανάγνωση.
III. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των Ευρωπαϊκών οργάνων
Η προσέγγιση τόσο του Συμβουλίου, όσο και του Κοινοβουλίου, παρουσιάζουν πολλές σημαντικές διαφορές από την αρχική πρόταση της Επιτροπής. Λόγω του ανοιχτού ενδεχομένου να οδηγηθεί η κατάσταση σε απόρριψη του σχεδίου νόμου, τα τρία όργανα δεν ακολούθησαν τα επίσημα βήματα, αλλά άρχισαν να διαπραγματεύονται μέσω μιας άτυπης σειράς συναντήσεων, γνωστής και ως τριλόγων, κατά τις οποίες το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διαβουλεύονται για να διαμορφώσουν τις τελικές διατάξεις. Η χρήση της απομακρυσμένης βιομετρικής ταυτοποίησης σε πραγματικό χρόνο σε δημόσια προσβάσιμους χώρους από τις αρχές επιβολής του νόμου ενδέχεται να επηρεάσει την προσωπική ζωή των ατόμων, δημιουργώντας τους ένα συνεχές συναίσθημα ότι τελούν υπό παρακολούθηση, κάτι το οποίο έχει άμεσο αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή πρότεινε να κατηγοριοποιηθεί η απομακρυσμένη βιοµετρική ταυτοποίηση σε πραγµατικό χρόνο σε δηµόσιους χώρους για σκοπούς επιβολής του νόµου ως απαγορευµένη πρακτική, εκτός εάν συντρέχουν ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις. Όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, η Επιτροπή πρότεινε ότι η χρήση αυτής της τεχνολογίας πρέπει να επιδιώκει έναν από τους ακόλουθους στόχους: Πρώτον, την αναζήτηση δυνητικών θυμάτων εγκλήματος, όπως για παράδειγμα αγνοούμενων ανηλίκων. Δεύτερον, την πρόληψη απειλών κατά της ζωής και της σωματικής ασφάλειας ατόμων ή την πρόληψη αποφυγής τρομοκρατικού περιστατικού, ή, τρίτον, την ανίχνευση, ταυτοποίηση ή δίωξη δράστη ή υπόπτου για ποινικό αδίκημα, για το οποίο επιτρέπεται η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών ή με µέτρο κράτησης σύµφωνα µε τους κανόνες του οικείου κράτους µέλους. Επίσης λαμβάνονται υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά, όπως η φύση της κατάστασης, οι επιπτώσεις σε δικαιώματα και ελευθερίες και συγκεκριμένες δικονομικές εγγυήσεις. Όσον αφορά τις εθνικές δικονομικές εγγυήσεις, θεωρείται απαραίτητη η προηγούµενη έγκριση από δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει επίσης ότι η άδεια αυτή µπορεί να ζητηθεί κατά τη διάρκεια µιας επιχείρησης ή εκ των υστέρων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η πρόταση της Επιτροπής δεν προβλέπει αντίστοιχες προϋποθέσεις για τη βιοµετρική ταυτοποίηση σε πραγµατικό χρόνο στον ιδιωτικό τοµέα. Λαμβάνοντας υπόψη το αξιοσημείωτο περιθώριο δράσης που παρέχει η πρόταση της Επιτροπής στον ιδιωτικό τομέα κατά την εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας, το Συμβούλιο πρότεινε την αναθεώρηση του ορισμού «επιβολή του νόμου» και πρόσθεσε όλες τις άλλες οντότητες που λειτουργούν για λογαριασµό των αρχών επιβολής του νόµου, ώστε να συμπεριληφθούν και μη κρατικοί φορείς που δεν έχουν εξουσιοδοτηθεί από τη νομοθεσία των κρατών μελών να εκτελούν τέτοια καθήκοντα. Επιπλέον, το Συµβούλιο τροποποίησε το πεδίο εφαρµογής της τεχνολογίας, επεκτείνοντας τις εξαιρέσεις που είχε προτείνει αρχικά η Επιτροπή και σε άλλα αδικήµατα εκτός από αυτά για τα οποία μπορεί να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τα οποία τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών, όπως καθορίζεται από το εθνικό ποινικό δίκαιο. Το Συμβούλιο ευθυγραμμίστηκε ευρέως με την πρόταση της Επιτροπής, επιχειρώντας να ισορροπήσει τις ανάγκες της επιβολής του νόμου με τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Σελ. 201 Το Κοινοβούλιο υιοθέτησε την αυστηρότερη θέση επί του ζητήματος. Πρότεινε να επεκταθεί η λίστα των απαγορευμένων βιομετρικών συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και να κατηγοριοποιηθούν κάποια από αυτά ως υψηλού κινδύνου. Το Κοινοβούλιο επέλεξε την απαγόρευση της χρήσης της απομακρυσμένης βιομετρικής ταυτοποίησης σε δημόσια προσβάσιμους χώρους σε πραγματικό χρόνο, τόσο από τις ιδιωτικές, όσο και από τις δημόσιες οντότητες. Ειδικότερα, για το Κοινοβούλιο, η τεχνολογία σε πραγματικό χρόνο πρέπει να απαγορευτεί, ακόμη και στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος. Η εκ των υστέρων απομακρυσμένη βιομετρική ταυτοποίηση θεωρείται επιτρεπτή για την επιβολή του νόμου, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της εκ των προτέρων άδειας από δικαστική αρχή, της στοχευμένης έρευνας και της σύνδεσης με τη διερεύνηση διαπράχθέντων σοβαρών εγκλημάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 83(1) της ΣΛΕΕ. Η θέση του Κοινοβουλίου οφείλεται στον φόβο της συνεχούς παρακολούθησης και της παραχώρησης ανέλεγκτης εξουσίας στις αρχές επιβολής του νόμου που χρησιμοποιούν τέτοιες τεχνολογίες.
IV. Υπόθεση Glukhin κατά Ρωσίας: Η κρίση του ΕΔΔΑ
Στις 4 Ιουλίου 2023, δημοσιεύτηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Glukhin κατά Ρωσίας, η πρώτη απόφαση αναφορικά με τη χρήση τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από τις αρχές επιβολής του νόμου.
Η υπόθεση προήλθε από τη σύλληψη του κ. Nikolay Sergeyevich Glukhin. Ο προσφεύγων είχε πραγματοποιήσει ειρηνική διαδήλωση κρατώντας ένα χαρτόνι σε φυσικό μέγεθος του Ρώσου αντιφρονούντος Kostantin Kotov στο μετρό της Μόσχας. Η αστυνομία βρήκε φωτογραφίες και ένα βίντεο της εκδήλωσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συνέλαβε τον προσφεύγοντα λίγες ημέρες αργότερα. Ο κ. Glukhin καταδικάστηκε για διοικητικό αδίκημα επειδή δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές για τη διαδήλωσή του. Τα στιγμιότυπα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι βιντεοσκοπήσεις χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, η αστυνομία είχε χρησιμοποιήσει την τεχνολογία εντοπισμού προσώπου τόσο για να τον ταυτοποιήσει, όσο και για να τον εντοπίσει αργότερα στο μετρό της Μόσχας. Ο προσφεύγων κατήγγειλε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι η σύλληψή του και η χρήση της αναγνώρισης προσώπου παραβίαζαν τα δικαιώματά του στην προσωπική ζωή και στην ελευθερία έκφρασης. Παρόλο που ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αποδείξει ότι η αστυνομία είχε χρησιμοποιήσει την συγκεκριμένη τεχνολογία, το Δικαστήριο ήταν πεπεισμένο ότι αυτό ήταν εύλογο. Η επεξεργασία των βιομετρικών δεδομένων προκάλεσε έτσι στον προσφεύγοντα επέμβαση στο δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή. Η αναγνώριση προσώπου είχε χρησιμοποιηθεί τόσο σε ύστερο χρόνο, για την ταυτοποίηση του προσφεύγοντος, όσο και σε ζωντανό χρόνο, για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του στο μετρό. Ακόμη και αν η επέμβαση είχε νομική βάση, αυτή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της «ποιότητας του νόμου». Αποτελεί πάγια θέση του Δικαστηρίου ότι οι νομικές βάσεις που θεμελιώνουν μια επέμβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να είναι προβλέψιμες και προσβάσιμες. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα θα πρέπει να μπορούν να έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν και να προβλέπουν τις συνέπειες της παραβίασής της. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω νόμος ήταν ευρέως διατυπωμένος. Επέτρεπε τη χρήση αναγνώρισης προσώπου «σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης», δηλαδή σε κάθε είδους διαδικασία. Δεν ανέφερε τα πρόσωπα που ενδέχεται να παρακολουθούνται, ούτε τις καταστάσεις και τους σκοπούς που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν τη χρήση της τεχνολογίας. Δεν προβλεπόταν προηγούμενη έγκριση και δεν υπήρχαν διαδικασίες εξέτασης, χρήσης και αποθήκευσης των δεδομένων που λαμβάνονταν, ούτε προβλέπονταν μηχανισμοί εποπτικού ελέγχου και ένδικα μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιήθηκε για τον νόμιμο σκοπό της πρόληψης του εγκλήματος. Ωστόσο, η χρήση του στη διαδικασία ήταν δυσανάλογη. Ο κ. Glukhin είχε πραγματοποιήσει μια ειρηνική διαμαρτυρία, η οποία δεν αποτελούσε κίνδυνο για την ασφάλεια του κοινού ή των μεταφορών. Η δίωξή του είχε οδηγήσει σε καταδίκη μόνο για ένα μικρό αδίκημα. Τελικά, δεν υπήρχε καμία πιεστική κοινωνική ανάγκη για την προσφυγή στην τεχνολογία και η
Σελ. 202 χρήση της θεωρήθηκε περιττή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ.
V. Ο αντίκτυπος της κρίσης του ΕΔΔΑ στον Κανονισμό για την τεχνητή νοημοσύνη
Φαινομενικά, η απόφαση υποδηλώνει σιωπηρά ότι η πλήρης απαγόρευση της χρήσης της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου δεν μπορεί να συναχθεί μόνο από τις αρχές του ευρωπαϊκού συστήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ή, τουλάχιστον, το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι δεν θα ασχοληθεί επί του παρόντος με ένα τέτοιο ζήτημα. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε μια αφηρημένη ασυμβατότητα μεταξύ των συστημάτων αυτών και του ευρωπαϊκού συστήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενδεχομένως, το ΕΔΔΑ, έχοντας επίγνωση των πολιτικών επιπτώσεων αυτής της απόφασης, μείωσε το πεδίο της ανάλυσής του. Το Δικαστήριο παρέλειψε πράγματι να εξετάσει το ζήτημα της αποδοχής ή μη ορισμένων χρήσεων των τεχνολογιών αυτών στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ. Το μόνο ζήτημα που έπρεπε να εξεταστεί ήταν «αν η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντος δικαιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση». Η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ, από πολλές απόψεις, έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο για το τι αποσιωπά, παρά για το τι πραγματικά εξετάζει. Η απόφαση δεν προσθέτει κάποια ουσιαστική καινοτομία αναφορικά με τη θέση των Ευρωπαϊκών οργανισμών που προκρίνουν τη χρήση της εξ αποστάσεως βιομετρικής ταυτοποίησης εξαιρετικά για σκοπούς επιβολής του νόμου, ούτε θέτει κάποιο προηγούμενο που να ευνοεί τη θέση υπέρ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της πλήρους απαγόρευσης της τεχνολογίας αυτής. Το Δικαστήριο κατέστησε σιωπηρά σαφές ότι η απόφαση για την ολική ή μη απαγόρευση της χρήσης της εξ αποστάσεως βιομετρικής ταυτοποίησης σε δημόσια προσβάσιμους χώρους από τις αρχές επιβολής του νόμου μπορεί να ληφθεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο από τα αρμόδια όργανα.
VI. Τελικές διαπραγματεύσεις: Η επίτευξη συμβιβασμού
Προκειμένου να μην οδηγηθεί ο Κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη σε απόρριψη, στις συζητήσεις του Νοεμβρίου του 2023, το Κοινοβούλιο έκανε ένα βήμα πίσω. Οι εξαιρέσεις στην απαγόρευση χρήσης των συστημάτων απομακρυσμένης βιομετρικής παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο επανήλθαν με ορισμένες τροποποιήσεις. Για τον εντοπισμό ενός υπόπτου, το κείμενο ορίζει ότι το ποινικό αδίκημα πρέπει να εμπίπτει σε έναν νέο κατάλογο σοβαρών αδικημάτων και να τιμωρείται με μέγιστη ποινή τουλάχιστον πέντε ετών. Oι υπηρεσίες επιβολής του νόμου μπορούν να εφαρμόζουν τις επιτρεπόμενες χρήσεις της τεχνολογίας αυτής σε πραγματικό χρόνο μόνο εάν καταχωρίσουν το σύστημα στη δημόσια βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν ολοκληρώσει εκτίμηση επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα. Δικαστική αρχή θα πρέπει να επικυρώνει τη χρήση των συστημάτων αυτών σε πραγματικό χρόνο, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η έγκριση μπορεί να ζητηθεί εκ των υστέρων εντός σαράντα οκτώ ωρών. Οι εθνικές αρχές έχουν τον ρόλο της επίβλεψης της χρήσης των συστημάτων αυτών από τις αρχές επιβολής του νόμου, ενώ η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να κινεί διαδικασίες προσφυγής κατά των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι διατάξεις. Στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου του 2023, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με τον Κανονισμό για την τεχνητή νοημοσύνη. Συμφωνήθηκε μία σειρά εγγυήσεων και στενών εξαιρέσεων για τη χρήση συστημάτων βιομετρικής ταυτοποίησης σε δημόσια προσβάσιμους χώρους για σκοπούς επιβολής του νόμου, η οποία χρήση υπόκειται στους περιορισμούς της προηγούμενης δικαστικής άδειας και για αυστηρά καθορισμένους καταλόγους εγκλημάτων. Η χρήση της τεχνολογίας σε πραγματικό χρόνο θα υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις και η χρήση της θα είναι περιορισμένη χρονικά και τοπικά, για συγκεκριμένους σκοπούς. Συγκεκριμένα για στοχευμένες αναζητήσεις θυμάτων, για την πρόληψη συγκεκριμένης και παρούσας τρομοκρατικής απειλής, ή για τον εντοπισμό ή την ταυτοποίηση προσώπου που είναι ύποπτο για τη διάπραξη ενός από τα ειδικότερα εγκλήματα που αναφέρονται στον Κανονισμό. Η χρήση της τεχνολογίας σε ύστερο χρόνο θα χρησιμοποιείται αυστηρά για τη στοχευμένη αναζήτηση προσώπου που έχει καταδικαστεί ή είναι ύποπτο για τη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος.
Σελ. 203 Τον Μάρτιο του 2024 το Κοινοβούλιο ενέκρινε τον Κανονισμό για την τεχνητή νοημοσύνη. Η χρήση βιομετρικών συστημάτων ταυτοποίησης από τις αρχές επιβολής του νόμου απαγορεύεται καταρχήν. Επιτρέπεται ωστόσο σε εξαντλητικά απαριθμούμενες και στενά καθορισμένες καταστάσεις. Η τεχνολογία της εξ αποστάσεως βιομετρικής ταυτοποίησης σε πραγματικό χρόνο από τις αρχές επιβολής του νόμου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο υπό την τήρηση αυστηρών εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων παρακολούθησης και εποπτείας και περιορισμένων υποχρεώσεων υποβολής αναφορών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, όταν η χρήση της τεχνολογίας περιορίζεται χρονικά και γεωγραφικά και υπόκειται σε ειδική προηγούμενη δικαστική ή διοικητική άδεια. Τέτοιες χρήσεις περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπως η στοχευμένη αναζήτηση ενός αγνοούμενου προσώπου ή η πρόληψη τρομοκρατικής επίθεσης. Η χρήση τέτοιων συστημάτων σε ύστερο χρόνο από τις αρχές επιβολής του νόμου, ως μέρος του συμβιβασμού που επιτεύχθηκε, δεν απαγορεύτηκε πλήρως, αλλά χαρακτηρίστηκε ως χρήση συστήματος υψηλού κινδύνου, με συγκεκριμένες επιπρόσθετες εγγυήσεις, όπως η προϋπόθεση της δικαστικής άδειας για τη χρήση της τεχνολογίας και η σύνδεση της χρήσης της με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, ποινική διαδικασία, πραγματική και παρούσα ή πραγματική και προβλέψιμη απειλή ποινικού αδικήματος ή με την αναζήτηση συγκεκριμένου αγνοούμενου προσώπου.
VII. Συμπερασματικές σκέψεις και μελλοντικά βήματα
Ως προς τα μελλοντικά βήματα, εκκρεμεί ακόμη ο τελικός γλωσσικός έλεγχος του Κανονισμού. Ο Κανονισμός αναμένεται να εγκριθεί οριστικά πριν από το τέλος της νομοθετικής περιόδου, μέσω της λεγόμενης διαδικασίας διορθώσεων, ενώ εκκρεμεί και η επίσημη έγκρισή του από το Συμβούλιο. Συμπερασματικά, από τη μία πλευρά, οι αστυνομικές αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούν καλύτερα την τεχνολογία για την αντιμετώπιση των τρομοκρατών και των εγκληματιών που εκμεταλλεύονται την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, χωρίς να προσκρούουν σε νομικούς περιορισμούς. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνονται σεβαστές η αρχή της αναλογικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η χρήση τεχνολογιών εξ αποστάσεως βιοµετρικής αναγνώρισης σε δημόσια προσβάσιμους χώρους από τις αρχές επιβολής του νόμου, ιδίως σε πραγματικό χρόνο, πρέπει να διέπεται από ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις, µε τις οποίες πρέπει να συµµορφώνονται τα όργανα επιβολής του νόµου. Αυτήν την λεπτή ισορροπία εμφανίζονται να έχουν επιτύχει αρκετά ικανοποιητικά τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν και του τελικού κειμένου στο οποίο κατέληξαν αναφορικά με τον Κανονισμό, που ρυθμίζει τη χρήση των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του Κανονισμού από τις αρχές επιβολής του νόμου στην πράξη.