Περίληψη

H κινητοποίηση της δίκης για το έγκλημα του βιασμού πρέπει να βρίσκεται στην αποκλειστική πρωτοβουλία της πολιτείας, διότι πρόκειται για ένα έγκλημα υψίστης κοινωνικής σημασίας, εντασσόμενο σε μια κατηγορία αδικημάτων, όπου -λόγω και της «εν κρυπτώ», κατά κανόνα, τέλεσής τους- οι προβλέψεις για ψυχολογική «διέξοδο» του θύματος ανοίγουν τον δρόμο για ιδιωτικές συμφωνίες και δικονομικές μεθοδεύσεις. Συνεπώς, το βάρος πρέπει να δοθεί στην εξεύρεση άλλων δικονομικών εγγυήσεων υπέρ του θύματος, οι οποίες να του εξασφαλίζουν μια αποτελεσματικότερη διαδικασία, όπου θα επιδιώκεται η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η τιμώρηση του εγκλήματος.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

1.- Λίγες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα έχουν διαχρονικά προσελκύσει τόσο έντονα το ενδιαφέρον του Έλληνα νομοθέτη όσο η πρόβλεψη του άρθρου 344 ΠΚ στην οποία ρυθμίζεται ο τρόπος δίωξης του εγκλήματος του βιασμού.
Και όχι άδικα: από τον Ποινικό Νόμο του 1834 μέχρι τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα του 1950 και τον περίφημο ν. 1419/1984, που άλλαξε σημαντικά την εικόνα του νομοθετικού πλαισίου στα «γενετήσια εγκλήματα», αλλά και στα πλαίσια του νέου Ποινικού Κώδικα (δηλαδή του ν. 4619/2019) και του βασικού τροποποιητικού του νόμου 4855/2021, η δίωξη του βιασμού έχει επανειλημμένως καταστεί αντικείμενο νομοθετικών παλινδρομήσεων και αντίστοιχων νομολογιακών διακυμάνσεων , που εν πολλοίς αντικατοπτρίζουν την ηθογραφία της νεοελληνικής κοινωνίας στις διάφορες χρονικές περιόδους της.
2.- Συνοπτικά, κατά την ιστορική διαδρομή της ποινικής νομοθεσίας, λειτούργησαν τρία βασικά σχήματα:
Το πρώτο προέβλεπε την αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη για τον βιασμό κατά άνδρα, αλλά την κατ’ έγκληση, κατά βάση, δίωξη για τον βιασμό γυναίκας.
Το δεύτερο σχήμα προέβλεπε αυτεπάγγελτη δίωξη με παράλληλη, όμως, δυνατότητα δήλωσης από το θύμα (: ανεξαρτήτως φύλου) ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη με αποτέλεσμα την οριστική αποχή ή και παύση της άνευ άλλου τινός.

Σελ. 655 Και το τρίτο, το οποίο ισχύει και σήμερα -μετά τον ν. 4855/2021, ο οποίος επανάφερε τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος ΠΚ- προβλέπει την αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος, αλλά με δυνατότητα του θύματος (: ανεξαρτήτως φύλου) να αιτηθεί την οριστική αποχή ή παύση της ποινική δίωξης, εφόσον «η δημοσιότητα από την ποινική διαδικασία θα έχει ως συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του».

2.- Εκκινώντας από το τελευταίο σχήμα, καθώς παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως το εφαρμοστέο σήμερα δίκαιο, σκόπιμο θα ήταν να τεθούν οι ακόλουθοι προβληματισμοί:
Πρώτον, στην ισχύουσα ρύθμιση -όπως ακριβώς και στην αντίστοιχη διάταξη του προϊσχ. ΠΚ/1950 μετά τον ν. 1419/1984- τίθεται το κριτήριο πιθανολόγησης του μελλοντικού ψυχικού τραυματισμού του θύματος προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησή του για οριστική αποχή ή και παύση της ποινικής δίωξης. Εν προκειμένω, η επαναφορά του εν λόγω κριτηρίου φαίνεται σαφώς ορθότερη σε σύγκριση με την ήδη τροποποιηθείσα επιλογή του νέου ΠΚ, καθώς η τελευταία όχι μόνο χαρακτηριζόταν από μεγάλη αοριστία και απουσία καθοδηγητικής κατεύθυνσης εκ μέρους του νομοθέτη προς τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, αλλά κυρίως διεύρυνε ανεπίτρεπτα τη δυνατότητα οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, καθιστώντας κατ’ ουσίαν τον κανόνα της αυτεπάγγελτης δίωξης του βιασμού γράμμα κενό.
Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, το αναλυόμενο κριτήριο φανερώνει μια συνέπεια του νομοθέτη απέναντι στην επιλογή του για αυστηροποίηση της ποινικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ζωής, μεταξύ των οποίων εντάσσεται και ο βιασμός. Ανεξαρτήτως των πιθανών αντιρρήσεων σε σχέση με την τήρηση ή μη της αρχής της αναλογικότητας ως προς τις ποινές των εν λόγω εγκλημάτων, πρέπει, πάντως, να παρατηρήσει κανείς ότι η επαναφορά του (: του αναλυόμενου κριτηρίου) και η κατά το δυνατόν εμμονή του νομοθέτη στην αυτεπάγγελτη άσκηση της ποινικής δίωξης κρίνεται ορθότερη. Άλλωστε, η προηγούμενη νομοθετική επιλογή, όχι μόνο παρουσίαζε αντιφάσεις σε σχέση με τη συνολική αντιμετώπιση των συναφών αδικημάτων (: με γενναία αυστηροποίηση των ποινών και ταυτόχρονη πρόταξη της «κατ’ έγκληση δίωξης», ήτοι του σχήματος της οριστικής αποχής ή παύσης της δίωξης κατόπιν σχετικής δήλωσης του θύματος), αλλά εμμέσως υπέσκαπτε τη δυνατότητα εκδίκασης και τιμώρησής τους βάσει των νέων διατάξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έγκλημα του βιασμού κατά ανηλίκου, που μετά τον ν. 4855/2021, απειλείται με ισόβια κάθειρξη. Για τη συγκεκριμένη πράξη, λοιπόν, είναι δυνατή η αποχή από την ποινική δίωξη ή η οριστική παύση της, αν οι γονείς του δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη του δράστη επικαλούμενοι τον ψυχικό τραυματισμό του παιδιού τους, μολονότι για το αντίστοιχο έγκλημα της αποπλάνησης ανηλίκου, που τιμωρείται ηπιότερα, ισχύει το καθεστώς της αυτεπάγγελτης δίωξης άνευ αντίστοιχης δυνατότητας.
Τρίτον, επιστρέφοντας στην ισχύουσα σήμερα ρύθμιση του άρθρου 344 ΠΚ και αναλύοντας το τυποποιούμενο κριτήριο της πιθανολόγησης μελλοντικού ψυχικού τραυματισμού του θύματος από τη δημοσιότητα της ευρύτερης ποινικής διαδικασίας, γεννώνται ορισμένα ερωτήματα: αρχικά, πώς μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ένας πιθανός μελλοντικός ψυχικός τραυματισμός; Είναι αυτό το απολύτως ανασφαλές κριτήριο ικανό να «ανακόψει» την εκδίκαση ενός τόσο σοβαρού εγκλήματος, όπως είναι ο βιασμός; Ακόμα περισσότερο, αναρωτιέται κανείς, κατά πόσο αυτό το μέγεθος τελικά υφίσταται ή μήπως πρόκειται για μια «καμουφλαρισμένη» εμπορευματοποίηση της σχετικής καταγγελίας;
Περαιτέρω, θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς τη σοβαρότητα του ζητήματος λαμβάνοντας υπόψη και την πλευρά των εφαρμοστών του δικαίου: το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο ή ο Εισαγγελέας) καλείται να αποφασίσει επί στοιχείων (;) προσκομιζόμενων από το θύμα, γύρω από το εάν η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να επιφέρει πράγματι ψυχικό τραυματισμό στο τελευταίο. Είναι, όμως, η κρίση αυτή έργο της δικαιοσύνης, ή μήπως είναι μια ασφυκτική και ψυχολογικά δυσβάσταχτη απόφαση, όπου λόγω και της ανασφαλούς διακρίβωσης των ισχυρισμών του θύματος, το δικαστήριο δικαιολογημένα κάποτε οδηγείται στην «ασφαλέστερη» λύση της «αποχής» από την εκδίκαση της υπόθεσης; Κατά τη γνώμη μου, ο (ψυχικός) τραυματισμός του παθόντος έχει υπάρξει πολύ προγενέστερα και η εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά και η τιμώρηση του δράστη, μπορεί ίσως και να τον επουλώσει, ενώ αντίθετα, η αναζήτηση ενός υποθετικού μεγέθους που ενδέχεται να υπάρξει στο μέλλον, δεν αποτελεί σοβαρό κριτήριο για τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας, παρά μόνον ανοίγει τον δρόμο για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπιμοτήτων και για την ανάπτυξη μιας ενίοτε διεκπεραιωτικής νοοτροπίας εκ μέρους των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών σ’ ένα χώρο που το διακύβευμα είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Σελ. 656Δύο τελευταίοι προβληματισμοί θα πρέπει να επισημανθούν (: ως τέταρτο & πέμπτο) που προκύπτουν από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης:
α) Το κριτήριο, όπως αυτό καταγράφεται στον νόμο, είναι ιδιαιτέρως περιοριστικό και ενδεχομένως να οδηγεί σε μια (δικαιολογημένη) ερμηνευτική διαστολή του. Ειδικότερα, αυτό σημαίνει ότι ο ψυχικός τραυματισμός του θύματος πρέπει να πιθανολογείται ως συνέπεια της δημοσιότητας της ποινικής διαδικασίας, ζήτημα που μοιάζει εν πολλοίς να επιλύεται με μόνη την εκδίκαση της υπόθεσης υπό συνθήκες περιορισμού της δημοσιότητάς της (: πρακτική που είναι γνωστή ιδίως από το δίκαιο ανηλίκων, όπου και πάλι η δημοσιότητα της ποινικής διαδικασίας θεωρείται ως επιβλαβής για την ψυχολογία του ανήλικου κατηγορουμένου). Εύλογο, πάντως, μοιάζει ότι στην επιλογή του νομοθέτη εμπεριέχεται και κάθε άλλη αιτία που συνεφέλκεται η εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο η θέση αυτή να δικαιολογεί μια αλόγιστα διευρυμένη εφαρμογή της εξαιρετικής δυνατότητας του νόμου.
β) Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να τονιστεί έχει να κάνει με το διαδικαστικό στάδιο εφαρμογής της αναλυόμενης διάταξης: από τη γραμματική διατύπωση του νόμου, όπου γίνεται λόγος για δυνατότητα του εισαγγελέα να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη, ή μεταγενέστερα, για δυνατότητα του δικαστικού συμβουλίου να την παύσει οριστικά, προκύπτει με σαφήνεια ότι η ρύθμιση αφορά το στάδιο της προδικασίας με απώτατο όριο την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ωστόσο, νομολογιακά το εν λόγω διαδικαστικό στάδιο έχει επεκταθεί έως και το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και δη έως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, πρακτική που όχι απλώς δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του νόμου, αλλά δεν φαίνεται να συμβαδίζει και με τον σκοπό θεσπίσεως της υπό συζήτηση εξαιρετικής δυνατότητας. Πρέπει, τέλος, να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης του νέου ΠΚ, γνωρίζοντας, βέβαια, τη νομολογιακή εφαρμογή της ρύθμισης, δεν επέλεξε την τυποποίησή της στο κείμενο του άρθρου 344 ΠΚ, παρά μόνον -κάπως αντίστοιχα- ίσως αποδέχθηκε τη συνέχισή της, μέσω της ρητής αναφοράς στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση.

3.- Ολοκληρώνοντας μια συνοπτική σύγκριση των δύο πρόσφατων νομοθετικών επιλογών (του νέου ΠΚ και του ν. 4855/2021), οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι ορθότερη θα ήταν η θεσμοθέτηση μιας «γνήσιας» αυτεπάγγελτης δίωξης για το αδίκημα του βιασμού, εξαλείφοντας οποιαδήποτε, έστω και εξαιρετική ή υπό προϋποθέσεις, δυνατότητα οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό στην ελληνική νομοθεσία από άλλες περιπτώσεις, η τυποποίηση «εξαιρέσεων» έχει την τάση να ανατρέπει τον κανόνα… Ειδικότερα:
Ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους που επιδιώκεται να αντιμετωπιστεί εστιάζεται στην εμπορευματοποίηση της σχετικής καταγγελίας, η οποία έχει ως συνέπεια το θύμα να εξαγοράζει την «παραίτησή» του και, αντίστοιχα, ο δράστης την ελευθερία του. Το εν λόγω πρόβλημα, μάλιστα, λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, λόγω και της «διασταλτικής» εφαρμογής της διάταξης σε νομολογιακό επίπεδο, όπου συναντάται το φαινόμενο ακόμα και τα δευτεροβάθμια δικαστήρια να παύουν οριστικά την ποινική δίωξη. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς και νομίζω εύλογα, πώς μπορεί να γίνεται λ.χ. λόγος για μελλοντικό ψυχικό τραυματισμό από την δημοσιότητα της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, όταν το θύμα όχι απλώς επέλεξε το ίδιο κατά κανόνα να καταγγείλει τον σε βάρος του βιασμό, αλλά έτι περαιτέρω, βίωσε ήδη και τη δημοσιότητα της πρωτοβάθμιας εκδίκασής του;
Περαιτέρω, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι πολλές φορές η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στηρίζεται στο ενδεχόμενο ψεύδους της αντίδικης πλευράς με το πρόσθετο επιχείρημα ότι υποκρύπτονται εκδικητικά κίνητρα. Όσο ο νομοθέτης επιτρέπει τη μεθόδευση μιας ποινικής δίωξης, από την οποία στη συνέχεια το θύμα δύναται να «παραιτηθεί», προσφέρει επιπλέον κίνητρα ακόμα και αναληθούς καταγγελίας ενός συμβάντος, ενισχύοντας ταυτόχρονα και μια «πονηρή» υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ιδίως μάλιστα όταν ο τελευταίος είναι σε θέση οικονομικής υπεροχής συγκριτικά με το θύμα. Με τις σκέψεις αυτές, πειστικότερη είναι η άποψη ότι η δίωξη ενός τόσο σοβαρού αδικήματος, όπως είναι ο βιασμός, θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνον αυτεπαγγέλτως, αποκλείοντας την οποιαδήποτε εκδοχή εκβιασμού, τελεσθέντος πρωτίστως εκ μέρους του καταγγέλλοντος, δευτερευόντως δε και εκ μέρους του καταγγελλόμενου. Είναι δε αυτονόητο ότι η «εξαγορά» της ελευθερίας ενός δράστη βιασμού όχι μόνον δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην εκάστοτε δικαζόμενη υπόθεση, αλλά θα έχει και ως αποτέλεσμα την αποτυχία της καταστολής του εγκλήματος. Διότι η αυστηροποίηση των ποινών δεν αρκεί όσο είναι ορατή η αποφυγή τιμώρησης του εγκλήματος, ως προϊόν … ιδιωτικής συμφωνίας.
Ακόμη, η λύση αυτή θα αποδεσμεύσει τα δικαστήρια (δικαστικά συμβούλια/εισαγγελείς) από την ομολογουμένως δύ
Σελ. 657σκολη απόφαση απόρριψης της αίτησης/δήλωσης του ίδιου του θύματος για οριστική αποχή ή παύση της ποινικής δίωξης. Θα πρέπει, λοιπόν, οι καταγγέλλοντες τον βιασμό να πράττουν με πλήρη επίγνωση της βαρύτητας μιας τέτοιας κατηγορίας και στη συνέχεια η δικαιοσύνη να επιτελεί απρόσκοπτα το έργο της.
Στην κατεύθυνση της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης κινούνται άλλωστε και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ποινικά συστήματα, ενώ η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης ήδη από το 2009, οπότε το τελευταίο - σε σύμπνοια με τις συναφείς απαιτήσεις του ΕΔΔΑ για αποτελεσματική δίωξη του βιασμού - καλούσε τα κράτη-μέλη του να θεσπίσουν την αυτεπάγγελτη δίωξη (ex officio) του εγκλήματος. Τελικά φαίνεται να αποτελεί μια λύση, στην οποία η χώρα μας, έστω και με καθυστέρηση, πρέπει νομίζω να συμμορφωθεί.
Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και πρόκειται για προτεινόμενη ρύθμιση που δεν έχει έως τώρα τυποποιηθεί, ακριβές είναι ότι η νομοθετική κατεύθυνση δόθηκε -και ορθώς- ήδη από τον Ποινικό Νόμο του 1834. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του πρώτου σχήματος που αναφέρθηκε παραπάνω, η δίωξη του βιασμού σε βάρος άνδρα ήταν πάντοτε αυτεπάγγελτη, οι δε λόγοι που αφορούσαν την κατ’ έγκληση -εκτός κάποιων εξαιρέσεων- δίωξη σε βάρος γυναίκας εστίαζαν υποτίθεται στην προστασία της τιμής της. Καθώς, όμως, στην εποχή μας οι αντιλήψεις αυτές είναι απολύτως παρωχημένες και ο στιγματισμός αφορά πλέον αποκλειστικά το πρόσωπο του θύτη και όχι του θύματος, η «επαναφορά» του πρώιμου εκείνου σχήματος, με την απάλειψη των αναχρονιστικών διακρίσεων περί φύλου, αποτελεί την πλέον προοδευτική και ουσιαστική από κάθε άποψη λύση.
4.- Κλείνοντας θα πρέπει να προλάβει κανείς κάποιες ενδεχόμενες αντιρρήσεις: εικάζεται ότι στον αντίποδα της επιχειρηματολογίας που αναφέρθηκε παραπάνω, ως δικαιολόγηση της υπάρχουσας νομοθετικής ρύθμισης, βρίσκεται μια ψυχολογική προσέγγιση του θύματος του βιασμού, συνοδευόμενη από μια καλοπροαίρετη κατανόηση των φόβων του. Εντούτοις, θα αρκούσε μάλλον ως αντιστάθμισμα απέναντι στην επιλογή της ολοκληρωτικά αυτεπάγγελτης δίωξης του βιασμού η αξιοποίηση άλλων ασφαλιστικών δικλείδων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ειδική μεταχείριση της ευάλωτης θέσης του θύματος. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε το ζήτημα της δημοσιότητας -ως η μοναδική, μάλιστα, τυποποιούμενη στον νόμο αιτία πρόκλησης της ψυχολογικής πίεσης του θύματος- να αντιμετωπιστεί μέσω της διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.

Συμπερασματικά, η κινητοποίηση και εξέλιξη της δίκης πρέπει να βρίσκεται στην αποκλειστική πρωτοβουλία της πολιτείας, διότι πρόκειται για ένα έγκλημα υψίστης κοινωνικής σημασίας, εντασσόμενο σε μια κατηγορία αδικημάτων, όπου -λόγω και της «εν κρυπτώ», κατά κανόνα, τέλεσής τους- οι προβλέψεις για ψυχολογική «διέξοδο» του θύματος ανοίγουν τον δρόμο για ιδιωτικές συμφωνίες και δικονομικές μεθοδεύσεις.
Συνεπώς, το βάρος πρέπει να δοθεί στην εξεύρεση άλλων δικονομικών εγγυήσεων υπέρ του θύματος, οι οποίες να του εξασφαλίζουν μια αποτελεσματικότερη διαδικασία, όπου θα επιδιώκεται η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η τιμώρηση του εγκλήματος. Διότι ζητούμενο δεν είναι να παρασχεθεί στο θύμα η δυνατότητα για οριστική παύση της σε βάρος του δράστη ποινικής δίωξης, αλλά η διάρθρωση μιας δίκαιης δίκης για τον κατηγορούμενο, προσαρμοσμένης ταυτόχρονα στις ιδιαιτερότητες των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και στον σεβασμό της ευάλωτης θέσης του θύματος.
References
• Anagnostopoulos I., The prosecution of rape: a public or private matter? Poinika Chronika 1985, p. 621.
• Anagnostopoulos I., The time of submission of the declaration of mental injury pursuant under Art. 344 of the Penal Code, Poinika Chronika 1986, p. 622.
• Goulas G., The time limits of the rape victim’s statement, Poinika Chronika 1990, p. 494.
• Zygouras A., The time limits for the submission of the statement under Article 344 of the Penal Code by the rape victim, Nomiko Vima 1989, p. 530.
• Kostaras A., Utopia and reality in the prosecution of rape, Poinika Chronika 1987, p. 3.
• Margaritis L., The prosecution of rape, Nomiki Vivliothiki Publications, 2023.
• Μoraitis Ch., The declaration of serious mental injury under Article 344 of the Penal Code, Criminal Justice 2000, p. 1138.
• Papacharalampous Ch., Legislative proposals on the Draft Law on Trafficking in Human Beings, Sexual Freedom, Child Pornography, Economic Exploitation of Sexual Life and Assistance to Victims of Related Acts, Research Centre for Equality Issues, 2008, p. 4.
• Sareli A., The concept of serious mental injury under Article 344 of the Penal Code, Yperaspisi 1997, p. 953.
• Sareli A., Rape: its standardisation in the Greek Penal Code, Ant. Sakkoulas Publications, 1999.
• Statheas G., The crime of rape and the ex officio nature of criminal prosecution, Greek Justice 1985, p. 1300.
• Symeonidou–Kastanidou E., The ex officio prosecution of rape, Armenopoulos 1985, p. 1005.
• Symeonidou–Kastanidou E., The time of submission of the statement of mental injury under Article 344 of the Penal Code, Yperaspisi 1991, p. 743.
• Symeonidou–Kastanidou E., Crimes against personal legal interests, Nomiki Vivliothiki Publications, 2023.
• Fousas A., The statement of mental injury under Art. 344 of the Penal Code, Poinika Chronika 1993, p. 465.
• Fitrakis E. σε Paraskevopoulos/Fitrakis, Criminal sexual offenses, 2nd ed., Sakkoulas Publications, 2021.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα