Περίληψη

Η τελευταία αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος και η τροποποίηση του περί δικαιοσύνης νόμου προκειμένου να συντελεστεί η δικαστική μεταρρύθμιση, σέβεται, υποτίθεται, τα όρια του άρθρου 182 παρ. 1 του κυπριακού Συντ., αλλά με μία πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή και επανεπίκληση του επιχειρήματος του Δικαίου της Ανάγκης που θεμελίωσε το 1964 τη συνένωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τώρα το Δίκαιο της Ανάγκης οδηγεί στην ανασύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά όχι με τη σύνθεση που προβλέπει το Σύνταγμα του 1960. Άρα τροποποιείται και πάλι η θεμελιώδης και μη υποκείμενη σε αναθεώρηση διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 133. Η Κύπρος εντάσσεται πλέον στην πλειοψηφία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο και ανήκουν στο ηπειρωτικό κελσενιανό σύστημα που έχει επικρατήσει. Άλλωστε εμμέσως και το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ λειτουργούν ως οιονεί συνταγματικά δικαστήρια στο πεδίο της έννομης τάξης τους διεκδικώντας τη δική τους αυτοαναφορική υπεροχή επί των εθνικών συνταγμάτων των κρατών μελών. Η Κυπριακή Δημοκρατία παράγει πολύ περισσότερα συνταγματικά ζητήματα από όσα ίσως μπορεί να αφομοιώσει και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη τώρα που το μεγάλο ζήτημα είναι η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή ουσιαστικά η κρίση της συνταγματικής δημοκρατίας. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα σε παγκόσμιο επίπεδο, τώρα που βρισκόμαστε σε μία αλληλουχία κρίσεων και καταστάσεων ανάγκης. Άρα ο τρόπος με τον οποίο το κυπριακό δικαστικό σύστημα θα αφομοιώσει τη μεταρρύθμισή του και ο τρόπος με τον οποίο ο νομικός κόσμος της Κύπρου θα τη διαχειριστεί, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις πολύ μεγάλες παγκόσμιες, περιφερειακές, αλλά και τοπικές εκκρεμότητες που είναι υπαρξιακού χαρακτήρα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων