Περίληψη

Η τελευταία αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος και η τροποποίηση του περί δικαιοσύνης νόμου προκειμένου να συντελεστεί η δικαστική μεταρρύθμιση, σέβεται, υποτίθεται, τα όρια του άρθρου 182 παρ. 1 του κυπριακού Συντ., αλλά με μία πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή και επανεπίκληση του επιχειρήματος του Δικαίου της Ανάγκης που θεμελίωσε το 1964 τη συνένωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τώρα το Δίκαιο της Ανάγκης οδηγεί στην ανασύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά όχι με τη σύνθεση που προβλέπει το Σύνταγμα του 1960. Άρα τροποποιείται και πάλι η θεμελιώδης και μη υποκείμενη σε αναθεώρηση διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 133. Η Κύπρος εντάσσεται πλέον στην πλειοψηφία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο και ανήκουν στο ηπειρωτικό κελσενιανό σύστημα που έχει επικρατήσει. Άλλωστε εμμέσως και το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ λειτουργούν ως οιονεί συνταγματικά δικαστήρια στο πεδίο της έννομης τάξης τους διεκδικώντας τη δική τους αυτοαναφορική υπεροχή επί των εθνικών συνταγμάτων των κρατών μελών. Η Κυπριακή Δημοκρατία παράγει πολύ περισσότερα συνταγματικά ζητήματα από όσα ίσως μπορεί να αφομοιώσει και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη τώρα που το μεγάλο ζήτημα είναι η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή ουσιαστικά η κρίση της συνταγματικής δημοκρατίας. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα σε παγκόσμιο επίπεδο, τώρα που βρισκόμαστε σε μία αλληλουχία κρίσεων και καταστάσεων ανάγκης. Άρα ο τρόπος με τον οποίο το κυπριακό δικαστικό σύστημα θα αφομοιώσει τη μεταρρύθμισή του και ο τρόπος με τον οποίο ο νομικός κόσμος της Κύπρου θα τη διαχειριστεί, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις πολύ μεγάλες παγκόσμιες, περιφερειακές, αλλά και τοπικές εκκρεμότητες που είναι υπαρξιακού χαρακτήρα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Εισαγωγή
Αντικείμενο της εισήγησής μου είναι η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην τυπολογία των συστημάτων συνταγματικής δικαιοσύνης μετά τη νέα πρόκληση που θέτει η αναβίωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΑΣΔ) με τον «περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 12 Ιουλίου 2022 και την συνακόλουθη τροποποίηση του «περί Απονομής της Δικαιοσύνης ( Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964». Θα μου επιτρέψετε όμως, παρότι απευθύνομαι σε εμβριθείς γνώστες της συνταγματικής θεωρίας, να αναφερθώ εισαγωγικά στη σχέση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Σύνταγμά της. Ελπίζω ότι αυτή η σύντομη αναφορά (υπό I) θα μας βοηθήσει να θέσουμε πληρέστερα τα διακυβεύματα της μεταρρύθμισης στην κυπριακή δικαιοσύνη. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να ταξινομήσω τις αρμοδιότητες του ΑΣΔ κατατάσσοντάς τες σε δέσμες (υπό II ). Θα επιμείνω στην εξέταση της θέσης του ΑΣΔ στον μηχανισμό του κατασταλτικού, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων κατά το άρθρο 144 Σ (υπό III ). Θα κλείσω την εισήγησή μου με μια πρόταση για την τυπολογική κατάταξη της κυπριακής περίπτωσης και τη συσχέτιση της μεταρρύθμισης στη δικαιοσύνη με το πολιτειακό μέλλον της Κύπρου (υπό IV).
I. Η σχέση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Σύνταγμα της - Η παράδοξη χρήση του Δικαίου της Ανάγκης
Η σχέση κάθε κράτους με το Σύνταγμά του είναι κατά βάθος ένα ζήτημα κυριαρχίας, ένα ζήτημα που αφορά αφενός μεν την αυτοαναφορική θεμελίωση της εθνικής έννομη τάξης στο εθνικό Σύνταγμα, αφετέρου δε τη σχέση του κράτους και της έννομης τάξης του με τη διεθνή κοινότητα και τη διεθνή έννομη τάξη αλλά και με περιφερειακές ολοκληρώσεις που διαθέτουν τη δική τους έννομη τάξη, όπως συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το δίκαιο της, πρωτογενές και παράγωγο, και με το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Κύπρος - συγχωρέστε μου κάποιες κοινοτοπίες - είναι ένα κλασικό ιστορικό παράδειγμα του φαινομένου που λέγεται διεθνοποίηση του Συντάγματος, υπό την «σκληρή» έννοια της διεθνοποίησης αυτής καθεαυτήν της συντακτικής εξουσίας. Θα έλεγα ότι, κατά χρονολογική σειρά, μετά τον Β´ ΠΠ, η Ιαπωνία, η Κύπρος και η πολύ μεταγενέστερη περίπτωση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης είναι τα σημαντικότερα παραδείγματα εξωγενούς επιβολής Συντάγματος. Παρότι, όπως απέδειξε και η σύγχρονη έρευνα στην Κύπρο, ο ρόλος της Μικτής Συνταγματικής Επιτροπής το 1960 ήταν πολύ σημαντικός, εντούτοις το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 είναι πρωτίστως προϊόν διεθνών συσχετισμών μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και δευτερευόντως εσωτερικών, μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το Σύνταγμα της Κύπρου συνιστά ως προς τα κρίσιμα στοιχεία του και πάντως ως προς τον μη υποκείμενο σε αναθεώρηση σκληρό πυρήνα του παρακολούθημα των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη διεθνή νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1960 εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα συνταγματικά όργανα και την προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης ήδη από το 1964 και παρά τη συνεχιζόμενη δυστυχώς μέχρι σήμερα τουρκική στρατιωτική κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού. Η συντακτική εξουσία ασκείται, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ακόμη και όταν γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, με τον μέγιστο δυνατό βαθμό σεβασμού στις συνταγματικές προδιαγραφές που προσδίδουν στο Σύνταγμα του 1960 τον γραπτό, αυστηρό και άρα τυπικό του χαρακτήρα. Σε αυτές τις προδιαγραφές πρέπει όμως να προσθέσουμε πλέον, την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν την συνταγματική / συντακτική πτυχή του κυπριακού που παραδόξως έγινε αποδεκτή πολύ καθυστερημένα, μόλις με το δημοψήφισμα του 2004 για το λεγόμενο σχέδιο Ανάν. Αυτή πρέπει πλέον να θεωρείται στοιχείο του συνταγματικού κεκτημένου της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρότι δεν συνδέεται με τυπική μεταβολή του Συντάγματος του 1960 και πάντως ως τέτοια γίνεται αντιληπτή από τη διεθνή κοινότητα, αλλά και στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών.
Το ερώτημα λοιπόν σήμερα, μετά από τόσα χρόνια και τόσες περιπέτειες, είναι ποιος κατέχει την «ιδιοκτησία» του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας; Θα διακινδύνευα την απάντηση ότι την «ιδιοκτησία» (ownership ) του Συντάγματος την έχουν τώρα τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως συγκροτούνται και λειτουργούν μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, με ευρωπαϊκή και διεθνή αποδοχή, υπό την αίρεση βεβαίως του εκκρεμούντος πολιτικού ζητήματος της Κύπρου. Η μείζων προφανώς εκκρεμότητα αφορά την ίδια την επικράτεια του κράτους, τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού, επί του οποίου τον πραγματικό έλεγχο ασκεί η Τουρκία και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία.

Το δίκαιο της ανάγκης, όπως οι Κύπριοι νομικοί ξέρουν καλύτερα από εμένα, μετέβαλε τον φορέα και τις προϋποθέσεις άσκησης της συντακτικής εξουσίας, όχι μόνο της αναθεωρητικής, αλλά και της πρωτογενούς. Έχει διαμορφωθεί μάλιστα μία παράδοξη κατάσταση. Στα θεμελιώδη ζητήματα, η υπέρβαση των ουσιαστικών ορίων της αναθεώρησης που τίθενται στο άρθρο 182 παρ. 1 του κυπριακού Συντάγματος, εδράζεται στο δίκαιο της ανάγκης και οι μεταβολές που επιβάλλονται είναι πρωτογενείς και γίνονται αποδέκτες από τη νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων ( του ενιαίου έως πρόσφατα Ανωτάτου Δικαστηρίου), καθώς δεν έχει τηρηθεί ούτε η προβλεπόμενη στο ίδιο το Σύνταγμα διαδικασία αναθεώρησής του. Στα μη θεμελιώδη ζητήματα δεν έχουμε υπέρβαση του ουσιαστικού, αλλά μόνο του διαδικαστικού ορίου της αναθεώρησης που τίθεται στο άρθρο 182 παρ 3. Αυτή η υπέρβαση θεμελιώνεται και πάλι στο δίκαιο της ανάγκης, η νέα ρύθμιση εμφανίζεται όμως ως δευτερογενής: την αναθεωρητική εξουσία την ασκεί η Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά χωρίς τη συμμετοχή των τουρκοκυπρίων βουλευτών. Το κρίσιμο στοιχείο είναι και πάλι η αποδοχή εκ μέρους της νομολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις η δικαστική εξουσία στο επίπεδο του Ανωτάτου Δικαστηρίου - τώρα αυτό διαχωρίζεται και πάλι - προβαίνοντας σε έλεγχο της συνταγματικότητας των συνταγματικών μεταβολών, λειτουργεί ως παράγων της συντακτικής εξουσίας, πρωτογενούς ή αναθεωρητικής, στην άσκηση της οποίας ουσιαστικά και εξ αποτελέσματος μετέχει παρέχοντας εσωτερική νομιμοποίηση δια της κατάφασης της συνταγματικότητας των μεταβολών του ίδιου του Συντάγματος.

Όμως η Κύπρος δεν είναι Βεστφαλικό κυρίαρχο κράτος, έστω με το βόρειο τμήμα του υπό τουρκική κατοχή, αλλά, όπως όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, «κράτος μέλος» (με την ευρύτερη έννοια ενός τύπου κράτους διαφορετικού από το βεστφαλικό) που έχει αποδεχθεί σοβαρούς περιορισμούς της κυριαρχίας του, κυρίως μέσω της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Επιπλέον εκκρεμεί, επί σχεδόν πενήντα χρόνια δυστυχώς, η πολιτική λύση του Κυπριακού με τη συνταγματική πτυχή να είναι ζωτικής σημασίας, άρα υπάρχει μία συντακτικού χαρακτήρα αναμονή, προσμονή ή πάντως εκκρεμότητα.
Ως «κράτος μέλος», λοιπόν, η Κυπριακή Δημοκρατία διέπεται από ένα επαυξημένο Σύνταγμα, από ένα augmented constitutionπου συναπαρτίζεται, πολύ συνοπτικά, από το εθνικό κυπριακό Σύνταγμα, από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αλλά από το σύνολο του σώματος του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Διεθνές Δίκαιο, κυρίως το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρωτίστως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Δικαίου, και υπόκειται σε διεθνή δικαστικό έλεγχο των πράξεων της, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των αποφάσεων των δικαστηρίων της που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το εθνικό Σύνταγμα. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο τα ζητήματα που κρίθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια να κριθούν, με διάφορους δικονομικούς τρόπους, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιπλέον υπόκειται στον «ήπιο» αλλά ουσιαστικό διεθνή ( κατά άλλους διεθνικό / transnational) πολιτικό και επιστημονικό έλεγχο που ασκούν όργανα όπως η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και η Επιτροπή Δημοκρατίας μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας). Ως «επαυξημένο Σύνταγμα» το εθνικό Σύνταγμα επιβάλλει σε κάθε περίπτωση ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία και την εφαρμογή του, να δοθεί η απάντηση που προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασίας της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Αυτό επιτυγχάνεται καταρχάς μέσω της σύμφωνης με την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της ΕΕ ερμηνείας του Συντάγματος, εκτός και αν η επίκληση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, που υπό όρους αναγνωρίζει και προστατεύεται η ίδια η ΣΕΕ στο άρθρο 4 παρ. 2, προσφέρει μείζονα προστασία και αυτό γίνεται αποδεκτό από το ΔΕΕ, αλλιώς εισερχόμαστε στο
δύσκολο πεδίο του ultra vires ελέγχου που εντέλει κρίνεται στο επίπεδο της διεθνούς έννομης τάξης. Το ίδιο σχήμα εμφανίζεται και ως προς τη σχέση της ΕΣΔΑ με το εθνικό Σύνταγμα, εκτός και αν η εθνική συνταγματική προστασία είναι μεγαλύτερη και το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει την ύπαρξη περιθωρίου εθνικής εκτίμησης.

Άρα ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αλλά και της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων και της λειτουργίας του πολιτεύματος, γενικότερα η δικαστική ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος, πρέπει να θέτει ως κανόνα αναφοράς όχι απλά και μόνο το εθνικό Σύνταγμα, αλλά το επαυξημένο Σύνταγμα. Συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας και γενικότερα τα ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να εξετάζονται παράλληλα με τα ζητήματα συμβατότητας προς την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό προβλέπεται ρητά με την πρόσφατη αναθεώρηση στο άρθρο 140 κυπριακού Συντ. ως προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 144 , αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτό εννοείται λόγω του άρθρου 1A κυπριακού Συντ. Δεν υπάρχει επίσης ειδικότερη πρόβλεψη για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πέραν της γενικής πρόβλεψης περί των Συνθηκών που έχουν κυρωθεί διά νόμου στο άρθρο 169 παρ. 3 κυπριακού Συντ.
Η τελευταία αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος και η τροποποίηση του περί δικαιοσύνης νόμου προκειμένου να συντελεστεί η δικαστική μεταρρύθμιση, σέβεται, υποτίθεται, τα όρια του άρθρου 182 παρ. 1 του κυπριακού Συντ., αλλά με μία πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή και επανεπίκληση του επιχειρήματος του Δικαίου της Ανάγκης του 1964. Τώρα το Δίκαιο της Ανάγκης οδηγεί στην ανασύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά όχι με τη σύνθεση που προβλέπει το Σύνταγμα του 1960. Άρα τροποποιείται και πάλι η θεμελιώδης και μη υποκείμενη σε αναθεώρηση διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 133.
II. Ταξινόμηση των αρμοδιοτήτων του ΑΣΔ -
Οι τέσσερεις πρώτες δέσμες
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, μετά τη μεταρρύθμιση, διατηρεί όλες τις συνταγματικές βάσεις της δικαιοδοσίας του ΑΣΔ του 1960. Αλλάζει όμως και πάλι το αρμόδιο δικαστικό όργανο καθώς, όπως ήδη σημειώθηκε, η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης είχε μεταφέρει το 1964 αυτές τις αρμοδιότητες στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο που συγκέντρωσε τις αρμοδιότητες και του Ανωτάτου Συνταγματικού και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τώρα γίνεται η αντίστροφη κίνηση και διαχωρίζονται εκ νέου οι δικαιοδοσίες. Το δικαστικό σύστημα της Κύπρου παύει να είναι σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας και διαχωρίζεται σε δύο δικαιοδοσίες και πάλι, τη συνταγματική και διοικητική από τη μία μεριά, την πολιτική και ποινική από την άλλη.
Το γενετικό πρόβλημα είναι ότι η συνταγματική δικαιοδοσία είναι οριζόντια, αφορά δηλαδή και τη διοικητική, αλλά και την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη, ασκείται όμως από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο που είναι ταυτόχρονα και το ανώτατο δικαστήριο της διοικητικής δικαιοσύνης. Από την άποψη αυτή, ως συνδυασμός συνταγματικού και ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε εξαρχής υβριδικό χαρακτήρα. Η περίπτωση του Ελληνικού ΣτΕ, που ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο ενεργεί πολύ συχνά ως κατ´αποτέλεσμα συνταγματικό δικαστήριο στο πλαίσιο του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου είναι προφανώς διαφορετική. Το ΣτΕ δεν έχει τις αρμοδιότητες ευθέως ελέγχου της συνταγματικότητας που διαθέτει το κυπριακό Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και δεν παρεμβαίνει στις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ασκούν παρεμπιπτόντως έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων στο πεδίο τους χωρίς φυσικά παραπομπή στο ΣτΕ, ενώ υπάρχει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του ελληνικού Συντάγματος που είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, για την άρση της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ( άρθρο 100 παρ.1 περ. ε ).

Η πολυτυπία, συνεπώς, της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Κύπρο διατηρείται και ανανεώνεται. Παρότι διεθνώς η σύγκλιση μεταξύ των συστημάτων κελσενιανού ηπειρωτικού χαρα
κτήρα με συνταγματικό δικαστήριο και των συστημάτων του μόνο διάχυτου ελέγχου είναι προφανής και παρότι στην Ελλάδα τύποις μόνο έχουμε ένα σύστημα διάχυτου ελέγχου ενώ στην πραγματικότητα το σύστημα είναι συγκεντρωτικού και αφηρημένου ελέγχου, με τις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας να παίζουν καθοριστικό ρόλο, το κυπριακό παράδειγμα είναι υβριδικό και εργαστηριακά εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Επιχειρώντας τη μέγιστη δυνατή συμπύκνωση μπορούμε να κατατάξουμε τις συνταγματικού χαρακτήρα αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε πέντε δέσμες.

Στην πρώτη δέσμη μπορούμε να εντάξουμε την αποκλειστική αρμοδιότητά του ΑΣΔ για ζητήματα ρυθμιστικά, λειτουργίας του πολιτεύματος, σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων και σχέσεων μεταξύ των οργάνων. Πρόκειται για τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα: 137 ,138, 141, 142,143,151 και ιδίως για τη δικαιοδοσία που προβλέπεται από το άρθρο 139 κυπριακού Συντ, για τις περιπτώσεις σύγκρουσης ή αμφισβήτησης αρμοδιότητας ή εξουσίας.
Η δεύτερη δέσμη περιλαμβάνει τις αρμοδιότητες του ΑΣΔ ως (εκλογικού) δικαστή που εκδικάζει τις εκλογικές ενστάσεις του άρθρου 145 και διαπιστώνει την προσωρινή ή οριστική ανικανότητας του Προέδρου (σύμφωνα με το Σύνταγμα και του Αντιπροέδρου) της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 147.
Η τρίτη δέσμη περιλαμβάνει τον προληπτικό, συγκεντρωτικό και ευθύ έλεγχο της συνταγματικότητας, αλλά και της συμβατότητας με το δίκαιο της ΕΕ των νόμων ή των αποφάσεων της Βουλής με τη γνωμάτευση του άρθρου 140 που, όταν είναι αρνητική, συνεπάγεται απαγόρευση έκδοσης του νόμου ή της απόφασης.
Η τέταρτη δέσμη περιλαμβάνει την ερμηνευτική δικαιοδοσία του ΑΣΔ επί διαφορών μεν, αλλά με παραγωγή δεδικασμένου που δεν συνιστά μόνο δικονομικό δεδικασμένο (res judicata), αλλά και ερμηνευτικό δεδικασμένο (res interpretata). Πρόκειται για την ερμηνεία του Συντάγματος κατά το άρθρο 149 περίπτωση β, ερμηνεία οιονεί αυθεντική και αφηρημένη, με αναγωγή στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, αλλά και την άρση των ασυμφωνιών μεταξύ των κειμένων του Συντάγματος σε διαφορετικές γλώσσες κατά το άρθρο 149 περίπτωση α.
III. Η θέση του ΑΣΔ στο μηχανισμό κατασταλτικού, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας - Η πέμπτη και έκτη δέσμη αρμοδιοτήτων
Η πέμπτη δέσμη περιλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στο σύστημα κατασταλτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων κατά το άρθρο 144 κυπριακού Συντ. Δεν προβλέπεται ρητά αντίστοιχος έλεγχος ενδεχόμενης αντισυμβατότητας προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε προς την ΕΣΔΑ - αυτό θα δούμε πώς ρυθμίζεται.
Ο έλεγχος αυτής της κατηγορίας είναι παρεμπίπτων, είναι συγκεκριμένος, δεν είναι αυτεπάγγελτος, αλλά προϋποθέτει προβολή σχετικού ισχυρισμού σε οποιαδήποτε φάση της δίκης, είναι καταρχάς διάχυτος ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εντέλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεντρώνεται στο ΑΣΔ, οι αποφάσεις του οποίου όμως ισχύουν inter partes κατά το άρθρο 144 παράγραφος 3 και όχι erga omnes, όπως ισχύουν γενικά οι αποφάσεις του σύμφωνα με το άρθρο 148.
Στο σχήμα του άρθρου 144, όπως το συμπληρώνει ο τροποποιημένος νόμος περί δικαιοσύνης, τα κατώτερα δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου πλέον του Εφετείου, που μπορεί να παραπέμπουν το ζήτημα της συνταγματικότητας ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου προφανώς μπορούν και να καταφάσκουν τη συνταγματικότητα ενός νόμου εάν προβληθεί ισχυρισμός αντισυνταγματικότητας και άρα να θεωρήσουν περιττή την παραπομπή, αλλά δεν μπορούν προφανώς να παραμερίσουν και να μη εφαρμόσουν νόμο ως αντισυνταγματικό γιατί δεν έχουν παρόμοια δικαιοδοσία. Άρα ασκούν διάχυτο έλεγχο κατάφασης της συνταγματικότητας, είναι υποχρεωμένα όμως να υποταχθούν στον συγκεντρωτικό έλεγχο σε περίπτωση που τείνουν στη διάγνωση αντίθεσης του νόμου προς το Σύνταγμα.
Το ΑΔ παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα συνταγματικότητας στο ΑΣΔ αλλά και το ΑΔ μπορεί, όταν καταφάσκει τη συνταγματικότητα, να μην παραπέμψει στο ΑΣΔ, διότι ισχύει το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου. Άλλωστε, ως προς το Διοικητικό Δικαστήριο και το Εφετείο κατά την αναθεωρητική του αρμοδιότητα (στο τμήμα «διοικητικής δικαιοσύνης»), το ΑΣΔ επιλαμβάνεται είτε των εφέσεων για μείζονος σημασίας θέματα είτε των αιτήσεων άσκησης τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, δηλαδή των αναιρέσεων θα λέγαμε με την ελλαδική / ηπειρωτική
ορολογία. Συνεπώς υπάρχει και αυτός ο δικονομικός δίαυλος που συγκεντρώνει τον έλεγχο στο ΑΣΔ .
Τίθενται βεβαίως ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν από τη νομολογία στο νέο δικονομικό πλαίσιο που διαμορφώνεται. Τι γίνεται με τον έλεγχο στη φάση της προσωρινής δικαστικής προστασίας; Τι γίνεται όταν τίθεται παραλλήλως ζήτημα συνταγματικότητας και ζήτημα συμβατότητας με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με την ΕΣΔΑ;
Στην Ελλάδα το ΣτΕ έχει κρίνει ότι πρέπει να προηγηθεί ο έλεγχος της συνταγματικότητας, ώστε in toto να κριθεί εάν το εθνικό δίκαιο είναι συμβατό με το Δίκαιο της ΕΕ. Είναι γνωστό το πλήθος των αποφάσεων του ΔΕΕ που ακολουθεί την τελείως αντίθετη γραμμή δηλαδή θεωρεί ότι πρέπει να παραπέμπονται οι υποθέσεις με προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ χωρίς να «κρύβεται» η πιθανή αντίθεση προς το Δίκαιο της ΕΕ πίσω από τον έλεγχο της συνταγματικότητας σε εθνικό επίπεδο. Το ΣτΕ έχει πάντως απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ακόμη και ως σχηματισμός προσωρινής δικαστικής προστασίας (Επιτροπή Αναστολών) .
Στη Γαλλία, όπου έχουμε λίγο - πολύ παρεμφερές σχήμα μεταξύ Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και Συνταγματικού Συμβουλίου, το εκεί Συμβούλιο της Επικρατείας ορισμένες φορές επέλεξε τη λύση να θεωρήσει ότι τίθεται ζήτημα συμβατότητας με την ΕΣΔΑ για να μην παραπέμψει το ζήτημα συνταγματικότητας ως question prioritaire de constitutionalité στο Συνταγματικό Συμβούλιο . Είναι ζητήματα που φαντάζομαι ότι θα λύσει στην Κύπρο η πρακτική και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πρόκειται πάντως για πεδία πιθανών τριβών μεταξύ των δυο δικαστηρίων.
Επιπλέον - αυτή είναι η έκτη δέσμη αρμοδιοτήτων - το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο λειτουργεί ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146. Ασκώντας αυτή τη δικαιοδοσία του προφανώς έχει υποχρέωση να απευθύνει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ και τη δυνατότητα να ζητά γνωμοδοτήσεις κατά το πρωτόκολλο 16 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ.
IV. Η τυπολογική κατάταξη της κυπριακής περίπτωσης και το πολιτειακό μέλλον της Κύπρου
Τυπολογικά, λοιπόν, η Κύπρος ανήκε από το 1964 στις χώρες που το (ενιαίο) Ανώτατο Δικαστήριο είχε και συνταγματική δικαιοδοσία, ενώ ανήκει πλέον στις χώρες που έχουν εξειδικευμένο Συνταγματικό Δικαστήριο. Εάν προσπαθήσω να συμπυκνώσω την τροποποίηση του δικαστικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έλεγα ότι κυριαρχούν τρία στοιχεία. Πρώτον, ο διαχωρισμός των δικαστηρίων και των δικαιοδοσιών που επιστρέφει στο Σύνταγμα του 1960, με άνισα επίπεδα δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που ασκεί και συνταγματική και διοικητική στον διχασμό των δικαιοδοσιών. Δεύτερον, η θέσπιση Εφετείου υπό την επιφύλαξη της δευτεροβάθμιας αρμοδιότητας των ανωτάτων δικαστηρίων. Τρίτον, η εισαγωγή του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όπως θα ονόμαζα την αίτηση άσκησης τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας ενώπιον των δύο ανωτάτων δικαστηρίων με ένα είδος certiorari.
Υπό την έννοια αυτή, η Κύπρος εντάσσεται πλέον στην πλειοψηφία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο και ανήκουν στο ηπειρωτικό κελσενιανό σύστημα που έχει επικρατήσει. Άλλωστε εμμέσως και το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ λειτουργούν ως οιονεί συνταγματικά δικαστήρια στο πεδίο της έννομης τάξης τους διεκδικώ
ντας την δική τους αυτοαναφορική υπεροχή επί των εθνικών συνταγμάτων των κρατών μελών.
Ούτως ή άλλως, αυτό που επικρατεί στη Ευρώπη ως ήπειρο νομικού πολιτισμού είναι αυτό που προτείνω να ονομαστεί «ερμηνευτικός μονισμός» του επαυξημένου Συντάγματος, έναν σύντομο ορισμό του οποίου επιχείρησα ήδη να δώσω . Εννοώ ότι το Σύνταγμα το οποίο οφείλει να επικοινωνεί και να αλληλοπεριχωρείται με το Δίκαιο της ΕΕ και με την ΕΣΔΑ, ερμηνεύεται με ενιαίο τρόπο ο οποίος εμπνέεται σε εντυπωσιακό βαθμό από τις μεθόδους ερμηνείας του Διεθνούς Δικαίου οι οποίοι κωδικοποιούνται στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, όπως τις επεξεργάζεται η νομολογία του Στρασβούργου με την interprétation évolutive, την εξελικτική ερμηνεία . Υπάρχει προφανής μεθοδολογική σύγκλιση μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών ως προς την ερμηνεία του Συντάγματος, απλώς διαφοροποιείται η ορολογία και υπό την έννοια αυτή η Κύπρος, μετά τη μεταρρύθμιση και διαθέτοντας πλέον ΑΣΔ, μπορεί να λειτουργήσει ως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εργαστήριο συγκλίσεων.
Η Κυπριακή Δημοκρατία παράγει πολύ περισσότερα συνταγματικά ζητήματα από όσα ίσως μπορεί να αφομοιώσει και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη τώρα που το μεγάλο ζήτημα είναι η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή ουσιαστικά η κρίση της συνταγματικής δημοκρατίας. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα σε παγκόσμιο επίπεδο, τώρα που βρισκόμαστε σε μία αλληλουχία κρίσεων και καταστάσεων ανάγκης. Άρα ο τρόπος με τον οποίο το κυπριακό δικαστικό σύστημα θα αφομοιώσει τη μεταρρύθμισή του και ο τρόπος με τον οποίο ο νομικός κόσμος της Κύπρου θα τη διαχειριστεί, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις πολύ μεγάλες παγκόσμιες, περιφερειακές, αλλά και τοπικές εκκρεμότητες που είναι υπαρξιακού χαρακτήρα.-
* Ομιλία στο συνέδριο που οργάνωσε η «Κυπριακή Νομική Επιθεώρηση», υπό την αιγίδα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και με τη συνεργασία των νομικών σχολών , στις 29.11.2022, στη Λευκωσία, με θέμα: «Η Μεταρρύθμιση της Ανωτάτης Βαθμίδας των Δικαστηρίων στην Κύπρο».
References
 Aalberts Tanja E., Constructing Sovereignty between Politics and Law (Routledge 2012).
 Albert R., Contiades X., Fotiadou A. (Eds), The Law and Legitimacy of Imposed Constitutions (Routledge 2019).
 Burgess Michael and Vollaard Hans (eds.), State territoriality and European integration (Routledge 2006);.
 Cappelletti M., Judicial Review in the Contemporary World (Bobbs-Merrill 1971).
 Combos C. , ‘Idiosyncratic Constitutional Review in Cyprus: (Re-)Design, Survival and Kelsen’ (2020) 14:4 ICL Journal 473.
 De Visser M., Constitutional Review in Europe: A Comparative Analysis (Bloomsbury Publishing 2014).
 Dzehtsiarou Kanstantsin, ‘European Consensus and the Evolutive Interpretation of the European Convention on Human Rights’ (2011) 12:10 German Law Journal 1730.
 Garapon Antoine, ‘Les limites á l’interpretation évolutive de la convention in: Cour Europeenne des Droits de L’Homme’ (28 Janvier 2011) 3:1 RECHTD 25;.
 Gerkrath Jörg, ‘La figure de droit constitutionnel de “l’État intégré”: le cas du Grand-Duché de Luxembourg’, in Christian Mestre (Ed.) Europe(s), Droit(s) européen(s), Liber Am
icorum en l’ honneur du Professeur Vlad Constantinesco (Bruylant, 2015).
 Glyn Morgan, The Idea of a European Superstate: Public Justification and European Integration (Princeton University press 2005).
 Kastanas E., Unité et diversité : notions autonomes et marge d’appréciation des États dans la jurisprudence de la Cour européenne des droits de l’homme (Bruylant 1996);.
 Lackland H. Bloom Jr., Methods of Interpretation: How the Supreme Court Reads the Constitution (Oxford University Press 2009).
 Letsas G., A Theory of Interpretation of the European Convention on Human Rights (Oxford University Press 2007).
 Letsas G., ‘Two Concepts of the Margin of Appreciation’ (Winter 2006) 26:4 Oxford Journal of Legal Studies 705.
 Lustig D. & Weiler J.H.H., ‘Judicial review in the contemporary world retrospective and prospective’ (2018) 16:2 I•CON 315.
 Mangiameli S., ‘The European Union and the Identity of Member States’ (2013) 3:396 L’ Europe en Fromation 151.
 Martinico G., ‘Is the European Convention Going to Be ‘Supreme’? A Comparative-Constitutional Overview of ECHR and EU Law before National Courts’ (2012) 23:2 EJIL 401.
 Müßig Ulrike, ‘Juridification by Constitution. National Sovereignty in Eighteenth and Nineteenth Century Europe’ in Ulrike Müßig (ed) Reconsidering Constitutional Formation I National Sovereignty (Springer open 2016).
 Nabli Béligh, ‘«L’État membre: l’«hydre» du droit Constitutionnel européen’.
 Nuzov Ilya, ‘Between frontiers: The ambiguous status of the ‘grey zones’ of Eastern Europe under international human rights law’.
 Reznick G., ‘Shared Sovereignty and the European Union: The Transition to Post-Westphalian Sovereignty’, [2013].
 Tusseau G., Contentieux Constitutionnel Comparé - Une introduction critique au droit processuel constitutionnel (LGDJ 2021).
 Venizelos E., Dikastikos elegxos tis sintagmatikotitas ton nomon kai erminia tou Sintagmatos. Mathimata emvathinsis sto Sintagmatiko DIkaio (Sakkoulas, 2022).
 Venizelos E., ‘Ultra Vires Review and the Shift of Legal Orders’ in Hélène Gaudin, Eugenie Prevedourou, Christina Deliyanni (eds) Le droit européen, source de droits, source du droit. Etudes en l’honneur de Vassilios Skouris (Mare & Martin, 2022) 675.
 Venizelos E., ‘From the relativization of the Constitution to the “augmented Constitution” (autumn/automne 2020) 32: 3 ERPL/REDP σελ. 973.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα