Η ποινική προστασία των δασών και αναδασωτέων εκτάσεων ως συνάρτηση των προστατευτικών ρυθμίσεων του διοικητικού δικαίου

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Στόχευση της μελέτης αποτελεί η χαρτογράφηση των ποινικών διατάξεων προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων (δάση, δασικές εκτάσεις, αναδασωτέες εκτάσεις) στο ισχύον Δασικό Δίκαιο. Ωστόσο, η ερμηνεία των διατάξεων αυτών αποκομμένων από τις διοικητικού δικαίου ρυθμίσεις καθίσταται ανέφικτη, εξ ου και τίθεται ως δεύτερος στόχος η πλαισίωσή τους από τις σχετικές ρυθμίσεις περί διοικητικών προστίμων, αυθαιρέτων κ.λπ., καθώς και την προβληματική των δυαδικών κυρώσεων (ne bis in idem). Η μελέτη εντάσσεται στο πεδίο του Δικαίου Περιβάλλοντος και της Πράσινης Εγκληματολογίας και γράφεται από έναν διοικητολόγο με σκοπό να καταδείξει τη σύνδεση και διάδραση των επιστημονικών πεδίων αυτών.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

1. Εισαγωγή: H νομική προστασία του περιβάλλοντος ως διαχρονική και αδήριτη ανάγκη
Είναι γνωστό ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες ο άνθρωπος επεδίωξε να προστατευθεί από τα στοιχεία της φύσης, την οποία κλήθηκε να δαμάσει για να επιβιώσει και να ακμάσει. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, οδήγησε μοιραία στην αντιστροφή των όρων του «παιχνιδιού» με την ανεξέλεγκτη επιστημονική, τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, την αστικοποίηση και την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και στην ανάδειξη της επιτακτικής ανάγκης της διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος και της φύσης έναντι του ανθρώπου (μέσω της οποίας βεβαίως προασπίζονται παράλληλα και η ανθρώπινη υγεία και ποιότητα ζωής) με την επιστράτευση του δικαίου ως αποτελεσματικότερου εργαλείου.
Παρότι η νομική έννοια του περιβάλλοντος περιγράφεται σε επίπεδο κοινού νόμου, προέχουσα θα πρέπει να θεωρηθεί η ανθρωποκεντρική του έννοια και ερμηνεία, παρά η στενή – και τρόπον τινά εξωπραγματική – του έννοια ως «προστασία για την προστασία», χωρίς τη λήψη υπόψη της αδήριτης ανάγκης για ανάπτυξη και υλοποίηση ανθρώπινων έργων. Αυτό δεν αναιρεί, ωστόσο, τον χαρακτήρα του περιβάλλοντος (και των στοιχείων του) ως αυτοτελώς προστατευόμενου έννομου αγαθού, όπως αυτό έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί και από τη νομολογία, η οποία επικαλείται την αναγκαιότητα περιβαλλοντικής προστασίας προς εξασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας αλλά και της προστασίας της παρούσης και των μελλουσών γενεών, τονίζοντας πανηγυρικά τη διαγενεακή προοπτική της δικαϊκής προστασίας.
Η πρακτική εφαρμογή της προστασίας του εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος ευρίσκει, όπως είναι εύλογο, ως «αντίπαλο δέος» αφενός την οικονομική δραστηριότητα των προσώπων, αφού συνεπάγεται γι’ αυτά διόλου ευκαταφρόνητους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος οικονομικής τους ελευθερίας, με την εισαγωγή προϋποθέσεων εκπόνησης έργων, εισαγωγή ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων και τύπων κλπ. και αφετέρου την ιδιοκτησία τους, η οποία δεσμεύεται και ενίοτε σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινδυνεύει να καταλυθεί. Για την αποσόβηση των κινδύνων, καλείται ο νομοθέτης να επιφέρει ισορροπία. Σημειωτέον είναι, εν είδει προεισαγωγικής παρατήρησης, ότι παλιότερα και υπό το κράτος αναπτυξιακών στόχων είχε παγιωθεί η αντιμετώπισή του περιβάλλοντος ως πλουτοπαραγωγικής πηγής και αυτός ήταν εν πολλοίς και ο λόγος που έχαιρε προστασίας (π.χ. το δάσος αποτελούσε πηγή ξυλείας και δασοπονικών προϊόντων).
Οι διατάξεις της περιβαλλοντικής προστασίας, που κατοχυρώνουν το περιβάλλον ως δικαίωμα του καθενός (ατομικό-πολιτικό-κοινωνικό) και ως κρατική υποχρέωση δεν αποτελούν απλή «ντερεκτίβα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, δηλαδή δεν συνιστούν αφηρημένες διακηρύξεις αρχής αλλά
Σελ. 946 βασικούς κανόνες κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αποσκοπώντας ο νομοθέτης ιδανικά στην εγκαθίδρυση ενός τρόπον τινά «οικολογικού κράτους» που όχι μόνο λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική προστασία αλλά την καθιστά εγγενές γνώρισμα κάθε απόφασης και δράσης του, παρέχει επίσης ενιαία, πλήρη και αποτελεσματική προστασία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι δικαίωμα σύνθετο, καθώς είναι καταρχήν προσωπικό γιατί προστατεύει αγαθά κατεξοχήν προσωπικά, αλλά και συλλογικό, ανήκει σε όλους και αποτελεί κοινό αγαθό. Το περιβάλλον είναι ένα υπερατομικό αγαθό. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν διοίκηση, νομοθέτη και δικαστή. Δεσμεύονται, λοιπόν, όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, η διοίκηση, τα ΝΠΔΔ κ.λπ. μέσω του άρθρ. 25 παρ. 1 εδάφ. γ΄, σύμφωνα με το οποίο: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν». Η τήρηση της συνταγματικής υποχρέωσης προστασίας του περιβάλλοντος αναφορικά με την κατ’ ουσιαστική κρίση επιλογή της προς θέσπιση ρυθμίσεως, υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστή, ο οποίος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να κρίνει, αν από εισαγόμενη νέα ρύθμιση υποβαθμίζεται ή όχι το περιβάλλον και οι συνθήκες διαβίωσης, οφείλει να σταθμίσει τη συγκεκριμένη ρύθμιση αυτοτελώς, σε συνάρτηση προς το σύνολο του θεσπιζομένου νομοθετικού καθεστώτος.

Τέλος (και τούτο χρησιμεύει αδιαμφισβήτητα για την παρούσα μονογραφία), ο νομολογιακός χαρακτήρας του Δικαίου Περιβάλλοντος είναι αδιαμφισβήτητος: Πράγματι, η νομολογία ερμηνεύει, εφαρμόζει και προσαρμόζει εντέλει τους κανόνες περιβαλλοντικού δικαίου στην πολυσχιδή πραγματικότητα. Ο δικαστής αποτελεί «εγγυητή» της νομιμότητας, αλλά και ενίοτε καθίσταται «διαπλάθων» το δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, η διασφάλιση ενός «οικολογικού υπαρξιακού ελαχίστου» δέον να είναι ο στόχος της νομοθεσίας και του δικαστή.
2. Τα δάση, οι δασικές και οι αναδασωτέες εκτάσεις ως κατ’ ιδίαν προστατευόμενα περιβαλλοντικά αγαθά: Εισαγωγικά, αναγκαιότητα, ελληνική πρακτική
Η προστασία του περιβάλλοντος, όπως προαναλύθηκε, καλύπτει κάθε στοιχείο του, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων εκάστου και παρίσταται ιδιαιτέρως διευρυμένη, εισάγοντας για καθένα από αυτά ειδικούς κανόνες δικαίου. Ως πρακτικό παράδειγμα, αναφέρονται οι ειδικοί κανόνες για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρ. 24 παρ. 6 του ισχύοντος Συντάγματος), αφορώντες την προστασία των μνημείων, των διατηρητέων, των αρχαιολογικών χώρων κ.λπ., οι κανόνες για το δίκτυο Natura 2000, για τα ύδατα και τα ρέματα, αλλά και για το κατεξοχήν περιβαλλοντικό αγαθό (ιδίως για την Ελλάδα), ήτοι τα δάση και τις δασικές εκτάσεις (και συνακόλουθα και τις αναδασωτέες εκτάσεις).
Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και ως ολοκληρωμένα φυσικά οικοσυστήματα με αδιαμφισβήτητη οικολογική, αισθητική και οικονομική αξία, συνιστούν «εθνικό κεφάλαιο» και κοινωνικό αγαθό. Η δημιουργία ή η διατήρηση αλώβητων των δασών και δασικών εκτάσεων αποσκοπεί και στην αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής, για την οποία αφιερώνεται ξεχωριστή υποενότητα στην παρούσα μονογραφία. Η σημασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει εξαρθεί πολλάκις και από τη νομολογία, η οποία τα χαρακτήρισε ως «ευπαθή οικοσυστήματα», υπογραμμίζοντας εμφατικά στη συνέχεια την ανάγκη διαφύλαξης του δασικού πλούτου από το συνεχώς επεκτεινόμενο οικολογικό πρόβλημα, για την οποία ο συντακτικός νομοθέτης «εισήγαγε ειδικές διατάξεις για την υπαγωγή όλων των εκτάσεων με βλάστηση τέτοιου είδους σε ένα αυστηρό προστατευτικό καθεστώς».
Το δικαίωμα στο δασικό περιβάλλον έχει μικτό και παραπληρωματικό χαρακτήρα, όπως και το δικαίωμα στο περιβάλλον, αποτελεί δε συγχρόνως αίτημα του πολίτη για ενεργό κρατική παρέμβαση με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα καθώς και έρεισμα συμμετοχής στη δασική πολιτική.
Στη χώρα μας το δασικό κεφάλαιο έχει μειωθεί σημαντικά (περίπου στο 18% της επιφάνειας του εδάφους), ενώ πριν δύο αιώνες (περίπου το 1821) ανερχόταν σε 45% της επιφάνειας του εδάφους και σαφώς οι κίνδυνοι που το απειλούν είναι ποικίλοι και προέρχονται από πληθώρα πηγών. Η επαπειλούμενη οικιστική εξάπλωση που αποτελεί χαρακτηριστική ελληνική παθογένεια και η δόμηση σε οποιοδήποτε σημείο του χώρου αποτελεί έναν υπαρκτό και συχνά μη αναστρέψιμο κίνδυνο για το δασικό κεφάλαιο, αφού συνεπάγεται την υλοτόμηση των δασών και την ένταξη του δάσους ή της δασικής έκτασης στο σχέδιο πόλεως.
Εξάλλου, οι πολλαπλές ελληνικές εμπειρίες από τις δασικές πυρκαγιές και τις ραγδαίες επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία (βλαβερές χημικές ουσίες), τη ζωή (πρόκληση θανάτων, ασθενειών), αλλά και την ιδιοκτησία (καταστροφή, υποβάθμιση οικιών), καθώς και πρωτίστως στο ίδιο το περιβάλλον (βλάβες στην πανίδα και στη χλωρίδα μιας περιοχής, μεταβολές στον υδρολογικό κύκλο, απώλεια παραγωγών οικοσυστήματος, μείωση του συνολικού οξυγόνου στην ατμόσφαιρα κλπ.) υπογραμμίζουν την ανάγκη διατήρησης στο ακέραιο και στο διηνεκές των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας.
Τα λαμβανόμενα σε αυτή την περίπτωση από τις αρχές μέτρα διακρίνονται, πρώτον, σε προληπτικά που αποσκοπούν στην διαχείριση του κινδύνου της πυρκαγιάς, καθώς και στην προάσπιση του φυσικού περιβάλλοντος από αυτή, δεύτερον, σε «προκατασταλτικά» (χειρισμοί καυσίμων, διασπορά δυνάμεων κ.λπ.), τρίτον, σε κατασταλτικά που καθιστούν ευχερέστερο το έργο της πυρόσβεσης, και, τέταρτον σε μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών, αλλά και αποκατάστασης όλων των θιγέντων (π.χ. με καταβολή αποζημιώσεων στους πληγέντες) καθώς και του διαταραχθέντος φυσικού περιβάλλοντος, κυρίως με το μέτρο της αναδάσωσης. Μεταξύ των σκοπών που
Σελ. 947 επιτελούνται είναι και η διαφύλαξη της επαπειλούμενης δασικής χλωρίδας και πανίδας. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποτελεί δικαίωμα αλλά και συνακόλουθη υποχρέωση των δασικών αρχών να εξασφαλίζουν την αδιάλειπτη, συνεχή και προσήκουσα επιτήρηση και αστυνόμευση των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υποχρεούνται – κατασταλτικά πλέον – να προβαίνουν αυτεπαγγέλτως στην κατεδάφιση και καταστροφή των πάσης φύσεως κτισμάτων και έργων (περιφράξεων, δενδροφυτεύσεων κ.λπ.) που έχουν ανεγερθεί ή ανεγείρονται εντός εκτάσεων, οι οποίες έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες λόγω καταστροφής ή αποψίλωσης από πυρκαγιά. Η προσέγγιση μεταβαίνει λογικά στον επόμενο σταθμό της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της αναδάσωσης.
Η «αναδάσωση» (reforestation) αποτελείται ως λέξη σύνθετη από την πρόθεση «ανά» (ξανά) και τη λέξη «δάσωση» (<δάσος) και σύμφωνα με τα λεξικά είναι η «τεχνητή δημιουργία δάσους σε περιοχή όπου το δάσος είχε απογυμνωθεί ή καεί ή καταστραφεί με οιονδήποτε τρόπο με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά». Εξ αυτού συνάγεται ότι αποτελεί εκ των υστέρων δράση προς ανάκτηση της δασικής μορφής, καθώς και ο στενότατος σύνδεσμός της με το δάσος και την εννοιολόγησή του.
Η νομολογία του ΣτΕ έχει ερμηνεύσει παλαιόθεν το ως άνω άρθρ. 3 του Ν. 998/1979 και έχει απομακρυνθεί σε κάποιο βαθμό από τα στοιχεία του ορισμού αυτού, δίνοντας έτσι έμφαση στη μοναδική αναγκαία προϋπόθεση, αυτή της οργανικής ενότητας της δασικής βλάστησης (δενδρώδους ή θαμνώδους που, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, προσδίδει στην έκταση την «ιδιαίτερη ταυτότητά της ως δασικού οικοσυστήματος», ενιαίου). Η πλειοψηφία της νομολογίας του εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεων ακυρώσεως στο ΣτΕ με λόγους ακύρωσης την πλημμέλεια της αιτιολογίας. Με αυτόν τον τρόπο, τίθεται τέρμα στις νομολογιακές παλινωδίες του Αρείου Πάγου που έθεταν ως αναγκαία τα στοιχεία της παραγωγής δασικών προϊόντων ή της υποβοήθησης της οικολογικής ισορροπίας ή της υγείας του ανθρώπου. Την ίδια στάση με το ΣτΕ υιοθέτησε προ πολλού και το ΑΕΔ.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 που θέτει την αναγκαία έκταση ως απαραίτητη προϋπόθεση της κατάφασης της ύπαρξης δάσους/δασικής έκτασης, ορίζοντας κατ’ ουσίαν έναν εννοιολογικό, ποιοτικό και επιστημονικό προσδιορισμό (και συνακόλουθα περιορισμό) στον ορισμό, αφιστάμενο έτσι σε ένα βαθμό από τον ορισμό του ΑΕΔ και του νόμου που απαιτούν «οργανική ενότητα», αλλά σε πλήρη συμβατότητα και με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και με την αρχή της βιωσιμότητας. Η αναθεώρηση άφησε αμετάβλητο το άρθρ. 117 του Συντάγματος.
3. Διοικητικές κυρώσεις: Αυθαίρετα
Προς επίρρωση της δασικής προστασίας, από νωρίς εγκαινιάστηκε στο νόμο ένας έμμεσος τρόπον τινά προστατευτικός μηχανισμός με μέσα Δημοσίου Δικαίου. Στο προϊσχύον καθεστώς, προβλέφθηκε ότι η ανέγερση και η διατήρηση αυθαίρετης κατασκευής εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας έκτασης (τέτοια είναι η παράνομη εγκατάσταση σε αναδασωτέα έκταση) συνεπάγεται την επιβολή μιας διοικητικής κύρωσης, της καλουμένης «ειδικής αποζημίωσης» με πρωτόκολλο του δασάρχη, σύμφωνα με το άρθρ. 114 παρ. 5 του Ν. 1892/1990, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4280/2014 και ήδη με το άρθρ. 67 Α Ν. 998/1979.
Όμως, προς αποφυγή δικαστικής εμπλοκής, το δικαστήριο που δικάζει αίτηση ακυρώσεως (νυν ΔΕφ), κατά πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται να εξετάσει πλημμέλειες της κατεδάφισης, που εξετάσθηκαν ήδη από το δικαστήριο της αιτήσης ακυρώσεως κατά της κατεδαφίσεως. Για το έννομο συμφέρον του αιτούντος προς προσβολή της άδειας οικοδομής απαιτείται η ακύρωση της πράξης να συνδέεται αμέσως με την εξυπηρέτηση συμφέροντός του, το οποίο αναγνωρίζεται ως έννομο και άξιο προστασίας από το νόμο και να προκαλεί στον αιτούντα βλάβη συνδεόμενη αμέσως με συγκεκρι
Σελ. 948 μένη κατάσταση ή ιδιότητά του. Το σημαντικό ζήτημα εδώ είναι αν υφίσταται έννομο συμφέρον λόγω ιδίας παρανομίας του προσφεύγοντος και η νομολογία καταφάσκει την ύπαρξη αυτού. Η αποτελεσματικότητα της νομοθετικής πρόβλεψης της διάταξης του άρθρ. 6 Ν. 3621/2007 που προσέθεσε στο τέλος του άρθρ. 114 του N. 1892/1990 την απαγόρευση ανέγερσης κτίσματος σε αναδασωτέες σε περίπτωση πυρκαγιάς εκτάσεις (ειδάλλως εκδίδονται πρωτόκολλα κατεδάφισης και εκτελούνται παραχρήμα) – συνίσταται στην ευρύτητα της διατύπωσης: στο ότι πρόκειται για κατεδάφιση όλων, ήτοι των πάσης φύσεως κτισμάτων ή εγκαταστάσεων, που έχουν ανεγερθεί παλιά ή νυν ανεγείρονται (παρόν ή παρελθόν) σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή δασικές εκτάσεις, αφορά κτίσματα ή εγκαταστάσεις οποτεδήποτε ανεγερθέντα, δηλ. πριν και μετά τον Ν. 998/1979 ή τον Ν. 1892/1990, ενώ είναι αδιάφορο και μη κρίσιμο το πρόσωπο του ανεγείραντος ή τυχόν στοιχεία άσχετα με το καθεαυτό γεγονός της ανέγερσης/διατήρησης (όπως π.χ η οικονομική δυσχέρεια ή υγεία του), άρα οι πράξεις κατεδάφισης αυθαιρέτων κτισμάτων και εγκαταστάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις (ή εν γένει δασικές) είναι πραγματοπαγείς. Παρόλα αυτά θεμελιώνεται έννομο συμφέρον των ατόμων που αναφέρονται ως συνδεόμενα με την παράνομη κατασκευή σε πράξη κατεδάφισης και η αναφυόμενη διαφορά είναι ακυρωτική και όχι ουσίας.

Σύμφωνα με το ισχύον άρθρ. 67Α παρ. 3α Ν. 998/1979, η απόφαση περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης εκδίδεται μετά από κλήτευση προ πέντε πλήρων ημερών, του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής του κτίσματος ή της εγκατάστασης. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ισοδυναμεί με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (βλ. σχετικώς άρθρ. 6 ΚΔΔιαδ). Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης περί κατεδάφισης- απομάκρυνσης επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της τοποθεσίας του ακινήτου εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας του άρθρ. 46 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης στον αιτούντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα.
Για την κατεδάφιση συντάσσεται πρωτόκολλο, στο οποίο αναφέρονται τα ευρεθέντα στο κατεδαφιζόμενο κινητά πράγματα, καθώς και το όνομα του διοριζομένου μεσεγγυούχου.
Εάν εντός έξι (6) μηνών τα κινητά δεν διεκδικηθούν, περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου. Από την κλήτευση και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημίωσης που επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται στους ανωτέρω υπόχρεους κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στον δασάρχη της δικαστικής απόφασης της παραγράφου 3. Της υποχρέωσης αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων, που βρίσκονται εντός των εκτάσεων της παραγράφου 1, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από τον δασάρχη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής.
Κατά των πρωτοκόλλων επιβολής αποζημίωσης, τα οποία εκδίδονται ανά έτος μέχρι την κατεδάφιση ή την ως άνω οικειοθελή παράδοση, χωρεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της τοποθεσίας του ακινήτου εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρ. 46 του Π.Δ. 18/1989, που αρχίζει από την κοινοποίησή τους. Είναι απαράδεκτοι οι λόγοι ακυρώσεως κατά το μέρος που καλύπτονται από την απόφαση επί της αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης περί κατεδάφισης.
Έχει κριθεί ότι η διοικητική κύρωση της έκδοσης πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερη του τριμήνου «είναι δυνατή, αλλά οι δυσμενείς για τον διοικούμενο συνέπειες για το υπέρμετρο αυτό χρονικό διάστημα αίρονται, μόνο αν τελικώς παραδοθεί οικειοθελώς προς κατεδάφιση η κατασκευή, έστω και μετά το πρωτόκολλο», διότι έτσι ο ενδιαφερόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημίωσης που έχει ήδη επιβληθεί, ανεξαρτήτως του ποσού στο οποίο ανήλθε.

Αυτονόητος όρος για τη νομιμότητα της διαταγής κατεδάφισης αυθαίρετου κτίσματος είναι αρχικά αυτονοήτως «η (διοικητική) διαπίστωση ανεγέρσής τους εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας έκτασης». Βεβαίως, εξαιτίας της σοβαρότητας ενός τέτοιου μέτρου, η διοικητική κρίση πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη, αιτιολογία που μπορεί να προκύπτει και από τον φάκελο, ενώ επειδή απαιτούνται να είναι γνωστά στο δικαστήριο η ακριβής θέση και τα όρια του οικισμού και η σχέση του προς την έκταση, η οποία έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, πολλές φορές το δικαστήριο προτιμά να αναβάλει. Για τη νομιμότητα της αιτιολογίας της πράξης κατεδάφισης επίσης αρκεί το γεγονός ότι η εν λόγω έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με πράξη που παραμένει ισχύουσα στον νομικό κόσμο (ήτοι δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί), πρόβλεψη που
Σελ. 949 απλοποιεί κάπως τη διαδικασία, επομένως διαφαίνεται ότι η διοικητική νομιμότητα, με τη μορφή έγκρισης από τη διοίκηση του έργου κλονίζει την αιτιολογία της κατεδάφισης. Για τη λήψη του μέτρου της κατεδάφισης αυθαιρέτου σε αναδασωτέα έκταση δεν απαιτείται να έχει καταστραφεί η έκταση αυτή, καθώς θα επιβράδυνε υπερβολικά την προστασία, η οποία πρέπει να είναι αποτελεσματική. Είναι εύλογο ότι αν εκείνος τα κατεδαφίσει ή απομακρύνει οικειοθελώς, δεν εκδίδεται καν πράξη κατεδάφισης. Με βάση και την αρχή του ενιαίου της Διοίκησης, δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η κατεδάφιση κτίσματος που έχει ανεγερθεί με σχετική οικοδομική άδεια (μη ανακληθείσα ή ακυρωθείσα), άρα, πρώτα πρέπει να επιδιωχθεί η ανάκληση ή ακύρωση της άδειας και μετά η κατεδάφιση. Κάτι τέτοιο απορρέει και από την αρχή της αναλογικότητας σε ειδικότερη εφαρμογή της, προτάσσοντας την επιλογή του ηπιότερου μέσου. Άλλη διαδικαστική εγγύηση που πρέπει να τηρείται, όπως προελέγη, επί ποινή ακυρότητας είναι η διατηρηθείσα και εξαρχής τεθείσα κατ΄ άρθρ. 114 παρ. 3 Ν. 1892/1990 κλήτευση του φερομένου ως κυρίου αυθαιρέτως κατασκευασθέντος πριν την έκδοση της περί κατεδαφίσεώς τους πράξης. Έτσι έχει κριθεί ότι, αν τηρήθηκε ο τύπος αυτός, τότε δεν απαιτείται και άλλη πρόσθετη κλήτευση του ενδιαφερομένου προς παροχή εξηγήσεων, σύμφωνα με τα άρθρ. 20 παρ. 2 Σ και 6 ΚΔΔιαδ.

Παράλληλα, το ΣτΕ είχε κρίνει ότι ακόμα και με την εξαίρεση από την αναστολή επιβολής κυρώσεων των αυθαίρετων κατασκευών/χρήσεων σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, όπως δάση/δασικές/αναδασωτέες εκτάσεις δεν αίρονται οι δυσμενείς για το περιβάλλον συνέπειες από αυτές τις αυθαίρετες κατασκευές και συνεχίζουν να διακυβεύονται οι όροι διαβίωσης των κατοίκων. Η απόφαση αυτή προσφέρει στενότερη θέαση της περίοπτης θέσης των δασικών οικοσυστημάτων για το ΣτΕ που αναδεικνύεται ο θεματοφύλακας προστασίας τους.
Επίσης, κατά το άρθρ. 4 Ν. 4495/2017 (Αρμοδιότητες Διεύθυνσης «Ελέγχου Δομημένου Περιβάλλοντος και Εφαρμογής Σχεδιασμού Παρατηρητήριο»), η Διεύθυνση «Ελέγχου Δομημένου Περιβάλλοντος και Εφαρμογής Σχεδιασμού Παρατηρητήριο» έχει τις εξής αρμοδιότητες:… ζ) Παρέχει οδηγίες για τον έλεγχο δηλώσεων υπαγωγής στις ρυθμίσεις για τα αυθαίρετα και ειδικότερα:
αα) για τον έλεγχο κατασκευών για τις οποίες παρανόμως έχουν υποβληθεί δηλώσεις υπαγωγής στο Ν. 4014/ 2011 (Α΄ 209) ή στο ν. 4178/2013 (Α΄ 174) ή στις διατάξεις του παρόντος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα φωτοερμηνείας δορυφορικών εικόνων και ορθοφωτοχαρτών,
ββ) για τον έλεγχο δυνατότητας υπαγωγής στο νόμο για αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις, που έχουν εκτελεστεί ή εγκατασταθεί σε κτίρια κηρυγμένα ως διατηρητέα, προκειμένου να εντάσσονται μορφολογικά και αισθητικά στο σύνολο του κτιρίου και στο ευρύτερο δομημένο περιβάλλον,
γγ) για τη διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου των πορισμάτων των Ελεγκτών Δόμησης ως προς τις υπαγωγές αυθαίρετων κατασκευών και αλλαγών χρήσης στις διατάξεις για την αναστολή επιβολής κυρώσεων, καθώς και αυτεπάγγελτων ελέγχων.
Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται και στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και εν γένει σε όλες τις προστατευόμενες περιοχές της χώρας, όπως αρχαιολογικούς χώρους, δάση, δασικές, αναδασωτέες και δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις, αιγιαλό, παραλία, ποτάμια, λίμνες και ρέματα, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες.Τέλος, σύμφωνα με το άρθρ. 89 Ν. 4495/2017, απαγορεύεται η μεταβίβαση δικαιώματος ακινήτου ή αυτοτελούς διηρημένης ιδιοκτησίας ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο στο οποίο έχει εκτελεστεί αυθαίρετη κατασκευή ή έχει εγκατασταθεί αυθαίρετη αλλαγή χρήσης εφόσον η αυθαίρετη κατασκευή ή αυθαίρετη αλλαγή χρήσης βρίσκεται: …στ) σε δάσος, σε δασική ή αναδασωτέα έκταση. Τούτο απαγγέλλει μία «αστική» κύρωση για τα αυθαίρετα σε αναδασωτέες εκτάσεις.
4. Διοικητικές κυρώσεις: Πρόστιμα
Για την πληρέστερη προστασία των αναδασωτέων εκτάσεων, ο νομοθέτης προβλέπει ειδικά για την εκχέρσωσή τους τη διοικητική ποινή προστίμου στο άρθρ. 70 παρ. 1 Ν. 998/1979 μαζί με την ποινική κύρωση, με πράξη καταλογισμού του Δασάρχη σε κάθε περίπτωση (μερικής ή ολικής) καταστροφής ή αποψίλωσης δασικής βλάστησης σε αναδασωτέα (δημόσια ή ιδιωτική) έκταση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενώ το ίδιο ισχύει και επί επεμβάσεων με τις οποίες καταστρέφεται ή αλλοιώνεται η φυσική μορφή της έκτασης αυτής. Το πρόστιμο προσβάλλεται με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, αλλά δεν ελέγχεται η φέρουσα το τεκμήριο νομιμότητας πράξη κήρυξης αναδάσωσης. Μάλιστα, όπως απεφάνθη το ΣτΕ δικάζοντας αίτηση αναίρεσης, και προς ενίσχυση της διοικητικής ταχύτητας, δεν τάσσεται ως ουσιώδης τύπος για την επιβολή προστίμου η σύνταξη ειδικής πράξης βεβαίωσης της παράβασης, αλλά αρκεί να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου η τέλεση των πράξεων, π.χ. καλλιέργεια κηρυχθείσας αναδασωτέας έκτασης.

Με την παρ. 14 του άρθρ. 1 του Ν. 3208/2003 εισήχθη η μεταβατική διάταξη στο άρθρ. 70 Ν. 998/1979 που προέβλεψε ουσιαστικά «τη διαγραφή» των προστίμων που επιβλήθηκαν για εκχέρσωση αναδασωτέων εκτάσεων, όμως με την προϋπόθεση ότι η επιβολή τους έλαβε χώρα χωρίς να έχει προηγηθεί καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου για το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα, ή αν αυτή ήταν αθωωτική, προβλέποντας,
Σελ. 950 κατά την έννοιά της, τη διατήρηση των προστίμων που επιβλήθηκαν μόνον εφόσον είχε προηγηθεί καταδικαστική ποινική απόφαση. Λόγω της μεταβατικότητάς της, δεν καταλαμβάνει πρόστιμα μελλοντικά, ενώ πάγια είναι η ρύθμιση περί μη εξάρτησης της επιβολής προστίμων από ποινική καταδίκη του παραβάτη. Παρόλα αυτά άλλη απόφαση υποστήριξε ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 3208/2003, προϋπόθεση της επιβολής προστίμου, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρ. 70 του Ν. 998/1979, είναι η προηγούμενη έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης.

Η νομολογία προσφάτως έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός πάσης φύσεως κτισμάτων και εν γένει κατασκευασμάτων που έχουν αυθαιρέτως ανεγερθεί σε δάσος, δασική και αναδασωτέα έκταση, διέπεται από τις ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, οι οποίες αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και στην αποκατάσταση της μορφής που είχαν πριν αλλοιωθούν με την χωρίς άδεια ανέγερση κατασκευασμάτων εντός αυτών. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που έκταση έχει υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, αρμόδιο όργανο για την έκδοση πράξης με την οποία διατάσσεται η κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών σε δάσος, δασική ή αναδασωτέα έκταση και συνακόλουθα για την έκδοση πράξης με την οποία επιβάλλεται η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι μόνον η αρμόδια δασική αρχή. Επομένως, από τον χρόνο που έκταση κηρυχθεί αναδασωτέα, αρμόδιο όργανο να επιβάλει κυρώσεις για την ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών εντός αυτής είναι η αρμόδια δασική αρχή και όχι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στην επιβολή δύο διοικητικών κυρώσεων για την ίδια πράξη, δηλαδή την ανέγερση αυθαίρετης κατασκευής και σε παραβίαση της προβλεπόμενης αρχής ne bis in idem. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιδρύει συντρέχουσα αρμοδιότητα του Προϊσταμένου της ΥΔΟΜ να επιβάλει πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα η, μη εφαρμοζόμενη, άλλωστε, εν προκειμένω λόγω της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 αυτής, διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ της 9732/2004 απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τούτο διότι, κατά την αληθή της έννοια, ως αυθαίρετο «μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης» δεν εννοείται, πάντως, αυθαίρετο σε έκταση που έχει υπαχθεί στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας.

5. Η ποινική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων: Ζητήματα ειδικών υποστάσεων, συρροής κ.λπ.
Το ποινικό δίκαιο προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων αποσκοπεί στην πρόληψη και τιμωρία των δραστών που παραβιάζουν τους κανόνες του.
Τα εγκλήματα μπορούν να διακριθούν ανάλογα με το νομοθέτημα που τα προβλέπει:
Ι) Στον Δασικό Κώδικα προβλέπονται:
– Η βλάβη ή φθορά των δασικών οικοσυστημάτων (άρθρ. 268 παρ. 1). Τιμωρείται α) ο οπωσδήποτε βλάπτων δάσος ή δασική έκταση ή προξένων οποιαδήποτε φθορά, β) ο υλοτομών, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς άδεια του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια, γ) ο υλοτομών, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα δυνάμει αδείας ή έγκρισης ατελούς υλοτομίας της δασικής αρχής ή αδείας και του ιδιοκτήτη, προκειμένου περί μη δημοσίου δάσους, κατά τρόπο αντιβαίνοντα στις περί του τρόπου υλοτομίας, κατασκευής ή συλλογής δασικών προϊόντων διατάξεις, δ) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα πριν την εξέλεγξη ή μετά από αυτήν από τον τόπο της εξέλεγξης στον τόπο της πρώτης αποθήκευσης ή από αυτόν αλλού χωρίς θεώρηση ή εξόφληση του πρωτοκόλλου εξελέγξεως του δελτίου μεταφοράς δασικών προϊόντων ή της αδείας υλοτομίας, στις περιπτώσεις όπου δεν συντάσσεται πρωτόκολλο εξέλεγξης, για το μεταφερόμενο ποσό, ε) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα, πλέον των επιτρεπομένων να μεταφερθούν, σύμφωνα με τα ως άνω έγγραφα μεταφοράς, καθώς και ο κάτοχος των παρανόμως μεταφερόμενων δασικών προϊόντων, εφόσον ειδικές διατάξεις του παρόντος κώδικα δεν ορίζουν άλλως.
– Η παράνομη εισαγωγή δασικών ειδών από το εξωτερικό (άρθρ. 269).
– Η καταστροφή, αφαίρεση, μετατόπιση οροσήμων, οδοσημάνσεων, τοπογραφικών σημάνσεων (άρθρ. 286 παρ. 1).
– Η παραβίαση των διατάξεων περί θήρας (άρθρ. 287).
– Η εκχέρσωση/βοσκή παραμεθορίου δάσους, χωρίς άδεια στρατιωτικού (άρθρ. 282).

– Η διάπραξη εγκλημάτων από δασικούς υπαλλήλους ή όργανα του Δημοσίου (άρθρα 275, 273, άρθρ. 229 ΠΚ).
– Η κατάτμηση της δασικής ιδιοκτησίας (άρθρ. 60).
– Η καταπάτηση της δημόσιας δασικής ιδιοκτησίας (άρθρ. 280 παρ. 1, βλ. και παρ. 2, 3).
ΙΙ) Στον Ν. 998/1979 προβλέπονται:
– Η παραβίαση των μέτρων προστασίας δασικών οικοσυστημάτων, λ.χ. με παρεμπόδιση της κατά νόμο φωτογράφισης, καταστροφή ή χαρτογράφηση των δασοτεχνικών προστατευτικών μέτρων (άρθρ. 68 παρ. 1, 2).
– Η παραβίαση των διατάξεων περί αντιμετώπισης πυρκαγιών (άρθρ. 69 σε συνδ. με 24 παρ. 1, 3 εδ. α΄, 4, 48 παρ. 4, 29 παρ. 1).
– Η παραβίαση των διατάξεων περί αναδάσωσης (άρθρ. 70).
Σελ. 951– Η απαγόρευση μεταβολής χρήσης δασικών οικουστημάτων (άρθρ. 71 παρ. 1, 3, 4, 5, 6).
ΙΙΙ) Στον Ν. 3208/2003 προβλέπεται:
– Η παραβίαση της διάταξης του άρθρ. 6, σύμφωνα με την οποία οι κύριοι/νομείς/κάτοχοι εκτάσεων δασικής φύσης ή άλλων ακινήτων υποχρεούνται να επιτρέπουν την είσοδο και εργασία στα ακίνητά τους των συνεργείων των υπηρεσιών του τμήματος δασικών χαρτογραφήσεων (άρθρ. 28 παρ. 10 Ν. 2664/1998), βάσει του άρθρ.υ 169 ΠΚ.
ΙV) Στον Ν. 1650/1986 προβλέπεται (άρθρ. 28):
– Η άσκηση δραστηριότητας/επιχείρησης χωρίς την απαιτούμενη από τον Ν. 1650/1986 άδεια ή έγκριση ή υπέρβαση των ορίων αυτών και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
– Η ρύπανση ή υποβάθμιση περιβάλλοντος με πράξη/παράλειψη που αντιβαίνει στον νόμο αυτό
– Με τον Ν. 4042/2012 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις αυτές και εισήχθησαν τα περιβαλλοντικά αδικήματα στην εγκληματική οργάνωση (άρθρ. 187 ΠΚ) και στις διατάξεις για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 3 Ν. 3691/2008).
V) Στον ΠΚ προβλέπονται:
– Ο εμπρησμός δασικού οικοσυστήματος (άρθρ. 265).
– Η δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό (άρθρ. 279).
VΙ) Άλλες ειδικές ποινικές διατάξεις είναι:
– Το άρθρ. 23 παρ. 1 Ν. 1539/1938 (Ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται).
Η πρόσφατη αναγνώριση του περιβάλλοντος (και των συστατικών του, άρα και του δάσους) ως εννόμου αγαθού και (γενικού) αντικειμένου προστασίας στο ποινικό δίκαιο με το Ν. 743/1977 και αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, με τον N. 1650/1986, καταμαρτυρεί μεν την αδιαπραγμάτευτη νομική (πρωτίστως ως συνταγματική επιταγή προστασίας του), αλλά με την επιστράτευση ενός ειδικού ποινικού νόμου και όχι του Ποινικού Κώδικα (εφεξής ΠΚ). Είναι ωστόσο προφανές, εξαιτίας των επαχθέστατων κατασταλτικών παρεμβάσεων του ποινικού δικαίου στα δικαιώματα του πολίτη, ότι η παρέμβασή του πρέπει να λειτουργεί ως ultima ratio, ως ύστατο νομικό μέσο, αναδεικνύοντας νομικοπολιτικά την πρόληψη ως προτιμητέα της καταστολής, αν και η θέσπιση ποινικών κανόνων δικαίου μπορεί να καθίσταται προσφιλές μέτρο από την πολιτική ηγεσία για λόγους άμεσης και οριζόντιας καταστολής. Στην Ελλάδα, η κλιμακούμενη δασική απώλεια προκάλεσε και την εύλογη ανησυχία του ποινικού νομοθέτη ο οποίος τυποποίησε στο νόμο πληθώρα δασικών ποινικών διατάξεων που κολάζουν (αποτελεσματικά;) ένα εξαιρετικά ευρύ κατάλογο πράξεων. Για λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι η επικεντρώνεται η εδώ προσέγγιση στο επιμέρους αντικείμενο ποινικής προστασίας, ήτοι της έκτασης που έχει αποψιλωθεί ή καταστραφεί παντοιοτρόπως και θα κηρυχθεί αναδασωτέα και όχι του δάσους. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι και το Ποινικό είναι Δημόσιο Δίκαιο.
Ο βασικός Ν. 998/1979 όπως ισχύει σήμερα (μετά τον Ν. 4280/2014) προβλέπει ένα πλέγμα ποινικών διατάξεων που συναρτώνται με το γενικό ρυθμιστικό του πεδίο και με την όλη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται εκεί. Αρχικά στην παρ. 1 του άρθρ. 70 (το οποίο ξεκάθαρα προβλέπει την ποινική κύρωση επί παραβίασης των διατάξεων περί αναδάσωσης) ορίζεται ότι όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά, καλλιεργεί ή φυτεύει μη δασικά φυτά σε έκταση δημόσια ή ιδιωτική, που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε 100 τετραγωνικά μέτρα που καταστρέφονται. Η ρητή απαγόρευση που εισάγει το άρθρ. είναι ευρύτερη από αυτή του άρθρ. 114 παρ.1 Ν. 1892/1990, γιατί αναφέρεται αδιακρίτως σε εκτάσεις που καταστράφηκαν-αποψιλώθηκαν παντοιοτρόπως (και άρα κηρύχθηκαν αναδσωτέες) και όχι μόνο από πυρκαγιά. Οι προβλεπόμενες εκεί ποινές συντρέχουν με τις τυχόν επιβληθείσες ποινές για παράνομη ανοικοδόμηση. Η προστασία εδώ καταλαμβάνει πλήθος ενεργειών οι οποίες αποσκοπούν να χρησιμοποιήσουν την αναδασωτέα έκταση για άλλους σκοπούς ενάντιους στον αποκαταστατικό. Επίσης, επιβάλλεται διοικητική ποινή προστίμου με πράξη καταλογισμού του οικείου δασάρχη, η οποία εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης που εκδίδεται σε βάρος των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο προσώπων. Κατά τη θεωρία του γενικού ποινικού δικαίου, πρόκειται και στις δύο παραγράφους για εγκλήματα υπαλλακτικώς μικτά, συνεπώς η τέλεση με οποιονδήποτε τρόπο της πράξης συνιστά ένα έγκλημα. Εδώ διαφαίνεται η αγωνία του ποινικού νομοθέτη να διασφαλίσει την αναδασωτέα έκταση από πάσης φύσεως ενέργειες τρίτων, οι οποίες λόγω του τεράστιου βαθμού μορφών που δύνανται να λάβουν δεν κατέστη δυνατό να τυποποιηθούν στη διάταξη αυτή. Γι’ αυτό και στην παρ. 2 του άρθρ. 70 ορίζεται ότι οι παραβάτες, εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ’ υπέρβαση των υπό του Ν. 998/1979 προβλεπόμενων εξαιρέσεων την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων ή δημόσιων χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 5 του άρθρ. 3 του Ν. 998/1979, όπως ισχύει, τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή από 20.000 μέχρι 200.000 ευρώ. Τέλος, η παρ. 3 τιμωρεί ως παράβαση καθήκοντος (ΠΚ 259) την παράλειψη έκδοσης της πράξης κήρυξης της αναδάσωσης εντός 3 (ή 5 μηνών από την καταστολή της πυρκαγιάς ή καταστροφής).
Το άρθρ. 71 Ν. 998/1979 κολάζει ποινικά την ανεπίτρεπτη μεταβολή χρήσης δάσους, δασικής ή αναδασωτέας έκτασης. Οι παραβάτες, εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ’ υπέρβαση των υπό του Ν. 998/1979 προβλεπόμενων εξαιρέσεων την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων ή δημόσιων χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 5 του άρθρ. 3 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει, τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή από 20.000 μέχρι 200.000 ευρώ. Ισχύουν ασφαλώς οι περί συμμετοχής ειδικές διατάξεις. Κατά δε την παρ. 3 άρθρ. 71, όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος, δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση των ανωτέρω κατηγοριών που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή φυτεύει μη δασικά φυτά ή παραβλάπτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους, δασικής εκτάσεως, κα
Σελ. 952 θώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσας παράνομα έκτασης πράξεις διακατοχής και σε κάθε περίπτωση όποιος πραγματοποιεί επέμβαση σε δάσος, δασική έκταση χωρίς την έγκριση της παραγράφου 2 ή την πράξη της παραγράφου 6 του άρθρ. 45 του παρόντος νόμου τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και εκείνοι κατ’ εντολή ή παρότρυνση ή οποιαδήποτε υποβοήθηση των οποίων τελέσθηκαν οι παραβάσεις αυτές. Ο νομοθέτης κολάζει δηλ. ποινικά και την παράνομη εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής έκτασης (δημόσιας ή ιδιωτικής) με την παρ. 1 του άρθρ. 71 του Ν. 998/1979, αποσκοπώντας όμως αποκλειστικά στην διατήρηση αλώβητης της δασικής μορφής και όχι στην προστασία της δημόσιας περιουσίας, και άρα θα πρέπει να νοηθεί η διάταξη ως περιλαμβάνουσα και τις αναδασωτέες εκτάσεις, αφού υπάρχει ταυτότητα σκοπών, ήτοι της προστασίας της δασικής μορφής στο διηνεκές. Επιπρόσθετα, ο κοινός νομοθέτης με το άρθρ. 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 τιμωρεί τόσο την παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής έκτασης όσο και την επιχείρηση διακατοχικών πράξεων επί παρανόμως εκχερσωθείσης έκτασης. Για την έννοια του δάσους ισχύουν όσα έχουν λεχθεί αναλυτικά παραπάνω. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού που είναι υπαλλακτικώς μικτό λαμβάνει χώρα με περισσότερους τρόπους που προσδιορίζονται στον νόμο.

Κατά το άρθρ. 94 Ν. 4495/2017, απαγγέλλονται ποινικές κυρώσεις: για την εκτέλεση εργασιών δόμησης, χωρίς οικοδομική άδεια ή κατά παράβαση αυτής, στα ρέματα, στους βιότοπους, σε παραλιακά δημόσια κτήματα, στους αρχαιολογικούς χώρους και σε δάση και αναδασωτέες εκτάσειςž οι εντολείς ή ιδιοκτήτες των αυθαίρετων κατασκευών, καθώς και οι μηχανικοί αυτών τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.

Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών, επί της επιφανείας του εδάφους. Το Δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του, είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής (ΑΠ 1286/2010, ΑΠ 846/2010). Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως ή την πρόκληση βλάβης της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της διοικήσεως η έκταση αυτή επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας που φέρει τα χαρακτηριστικά της, αποτελεί δασική έκταση (ΑΠ 721/2012).
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση γύρω από την περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 28 Ν. 1650/86 στα δάση και αναδασωτέες εκτάσεις, με τη λίαν ασαφή μνεία της ρύπανσης και της υποβάθμισης, που δεν ορίζουν σαφώς το καταρχήν άδικο και επομένως η διοίκηση λαμβάνει τη σκυτάλη προσδιορισμού του. Πρωταρχικό είναι το ζήτημα κατά πόσον νοείται ρύπανση ή υποβάθμιση ήδη αποψιλωθεισών π.χ. εκτάσεων. Κάτι τέτοιο εξαρτάται από τον βαθμό της υποβάθμισης ή καταστροφής και αρμόδια θα είναι σε κάθε περίπτωση η επιστήμη (άρα οι ορισθέντες από τη διοίκηση ειδικοί) να αποφανθεί για το αν πράγματι υπήρξε τέτοια ρύπανση ή υποβάθμιση. Τούτο οδηγεί αναπόφευκτα στη γνωστή στη θεωρία διαπάλη μεταξύ ποινικού και διοικητικού αδίκου, το οποίο – μεταξύ άλλων – συνιστά και ζήτημα αντεγκληματικής πολιτικής και αναδεικνύεται εδώ σε πρωτεύον ζήτημα που πρέπει να προσεγγιστεί ιδίως υπό το φως της αντίληψης της περιβαλλοντικής προστασίας (και δη της δασικής) ως μέρους ενός συστήματος, μίας ολότητας, με διαφορετικούς σταθμούς που αλληλοϋποστηρίζονται. Κρατεί έτσι γενικά στη θεωρία η άποψη ότι μόνα τα διοικητικά μέτρα αποβαίνουν ανεπαρκή για την «ολική», επιβαλλόμενη συνταγματική προστασία. Η χειρ βοηθείας του ποινικού νομοθέτη όμως εξαρτάται στενώς από την ύπαρξη διοικητικών διατάξεων, των οποίων η παράβαση ενεργοποιεί το ποινικό δίκαιο, αφού με την παράθεσή τους, ο ποινικός νομοθέτης παραχωρεί το «καθήκον» της περιγραφής της αξιόποινης πράξης από τη διοικητική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να ανακύπτει το πρόβλημα των «λευκών» ποινικών κανόνων δικαίου. Αναγκαία αποβαίνει η στάθμιση της διοίκησης υπό όρους σαφήνειας, συντομίας, περιεκτικότητας και όχι ατέρμονης και
Σελ. 953ασαφούς διοικητικής γραφειοκρατίας και απλώς οι διοικητικοί κανόνες θα λειτουργούν ως λόγοι άρσης του αδίκου και όχι ως προϋποθέσεις θεμελίωσής του, δηλαδή η τυχόν νόμιμη άδεια αίρει το άδικο.
Η συρροή περισσότερων τρόπων τέλεσης του εγκλήματος είναι φαινομένη. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της νομικής επιστήμης βρίσκεται στη φαινομενική συρροή, καθώς γι’ αυτή έχει γραφτεί πλούσιο επιστημονικό έργο με ποικίλες ετερόκλητες απόψεις. Πώς, όμως, γίνεται επί φαινομενικής συρροής η επιλογή της διάταξης που θα εφαρμοστεί; Η άποψη που υιοθετεί ο γράφων είναι αυτή της αρχής της ειδικότητας, κατά την οποία η ειδική διάταξη υπερισχύει της γενικής και εφαρμόζεται η ειδική. Η αυστηρότερη περιβαλλοντική διάταξη απωθεί τη δασική ως επικουρική.
Έτσι, διοχέτευση βοθρολυμάτων σε δάσος χαρακτηρίστηκε άλλοτε ως ρύπανση (ΤρΠλΘεσ 22173/2002), άλλοτε ως βλάβη δάσους (ΣυμβΠλΘεσ 465/1995). Η συρροή είναι φαινομένη, λόγω ειδικότητας. Η συρροή είναι αληθής, αν βλάπτονται και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος
Με το έγκλημα της εκχέρσωσης δάσους (281 ΝΔ 86/1969 ‐ Δασικού Κώδικα), προστατεύεται ο δασικός πλούτος (ΑΠ 320/1985), Η διάταξη παραπέμπει μόνο στο παλιό 381 ΠΚ και όχι στο παλιό 382 ΠΚ. Εφαρμόζεται η αυστηρότερη 71 Ν 998/1979, με την οποία συρρέει φαινομενικά, λόγω απορρόφησης.
Το έγκλημα της μεταβολής μορφής δασικής έκτασης (21 Ν 248 1976) αποσκοπεί στη διατήρηση της μορφής της ως στοιχείου της οικονομίας και του περιβάλλοντος. Κρίθηκε ότι συρρέει αληθώς με την κατάληψη και εκχέρσωση (ΑΠ 320/1985). Η συρροή με την περιβαλλοντική διάταξη είναι φαινομένη, λόγω απορρόφησης, υπέρ της αυστηρότερης περιβαλλοντικής.
Ο εμπρησμός δάσους 265 ΠΚ απωθεί την περιβαλλοντική διάταξη, λόγω ειδικότητας. Αν προσβληθούν από την πυρκαγιά και περιβαλλοντικά στοιχεία που δεν έχουν συναξιολογηθεί στην ΠΚ 265, π.χ. υπόγεια ύδατα – προσβολή υγείας από ατμοσφαιρική ρύπανση – προσβολή του τοπίου, η συρροή με το περιβαλλοντικό έγκλημα είναι αληθής.
Στις περιπτώσεις που παρατηρείται συρροή της βασικής διάταξης με μη περιβαλλοντικά εγκλήματα, αυτή η συρροή κατά βάση είναι αληθής (π.χ. με φθορά ξένης ιδιοκτησίας κλπ.).

6. Η αρχή ne bis in idem και οι περιβαλλοντικές κυρώσεις
Η αρχή ne bis in idem συνιστά μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Η αρχή αυτή ερείδεται στο άρθρ. 4 παρ. 1 του Πρωτοκόλλου 7 που προσαρτάται στην ΕΣΔΑ, στο άρθρ. 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και στο άρθρ. 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Το κύριο πεδίο εφαρμογής του είναι συνήθως το πεδίο των ποινικών κυρώσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενσωματώνει μια διεθνή αρχή του ποινικού δικαίου σύμφωνα με την οποία κανείς δεν πρέπει να διώκεται ή να δικαστεί ξανά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη διωχθεί, ακόμη και αν αυτή η δίωξη δεν είχε ως αποτέλεσμα καταδίκη. Ουσιαστικά αποτελεί πτυχή και εξειδίκευση της έννοιας του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου, της δίκαιης δίκης, των συνταγματικών αρχών της επιείκειας και της αναλογικότητας και κατ’ επέκταση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, το κύριο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης αρχής είναι, κατά κανόνα, το ποινικό δίκαιο. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, η αρχή ne bis in idem ισχύει και για διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες ωστόσο έχουν «ποινικό χαρακτήρα». Η νομολογία του ΕΔΔΑ ορίζει τρία κριτήρια, γνωστά ως «κριτήρια Engel», τα οποία πρέπει να εξεταστούν για να διερευνηθεί εάν υπήρξε κατηγορία «ποινικής φύσης» ή όχι (άρθρ. 6 ΕΣΔΑ - δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), άρα ο κύριος λόγος.

Αναλυτικότερα, πρέπει να εξεταστεί εάν πρόκειται για α) συσσώρευση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Engel ή β) για σώρευση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων οιονεί ποινικού χαρακτήρα. Όσον αφορά ειδικότερα τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται αυτή η κατηγοριοποίηση, αυτά είναι τα εξής: Το πρώτο κριτήριο Engel είναι ο χαρακτηρισμός του αδικήματος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (ως ποινικό ή διοικητικό). Σχετικά με το δεύτερο κριτήριο, πρέπει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ ελέγχει κανονικά τον κύκλο των προσώπων στα οποία απευθύνεται ένας συγκεκριμένος κανόνας. Αυτό συμβαίνει γιατί, για παράδειγμα, όταν ένας κανόνας απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, αυτό αποτελεί ένδειξη του εγκληματικού χαρακτήρα της κύρωσης. Από την άλλη πλευρά, όταν ένας κανόνας απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων που παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο πειθαρχικό δίκαιο, αυτό συνεπάγεται τον διοικητικό χαρακτήρα της κύρωσης. Παράλληλα, το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη τον σκοπό της κύρωσης που προβλέπει η διάταξη. Νομολογιακά, θεωρείται ότι αν σκοπός της κύρωσης είναι η χρηματική ικανοποίηση ως αποτέλεσμα ζημίας, τότε η επίδικη κύρωση, ως επί το πλείστον, δεν έχει ποινικό χαρακτήρα. Αν, αντίθετα, επιδιώκεται παραδειγματική τιμωρία του δράστη προς αποφυγή υποτροπής, τότε η κύρωση έχει εγκληματικό χαρακτήρα. Στην πρόσφατη νομολογία του, το ΕΔΔΑ εξετάζει επίσης εάν η επιβολή κυρώσεων αποσκοπεί στην προστασία έννομων αγαθών (όπως αυτά της ζωής, της υγείας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κ.λπ.), τα οποία συνήθως προστατεύονται με ποινικές διατάξεις. Το τρίτο κριτήριο Engel σχετίζεται με τη φύση, αλλά και τη σοβαρότητα της κύρωσης. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, για παράδειγμα, συνοδεύουν πλημμελήματα ποινικού χαρακτήρα, λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητας που συνεπάγονται για την ελευθερία και τη φήμη του κατηγορουμένου. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι από ορισμένες αποφάσεις του ΕΔΔΑ συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αυστηρότητα της κύρω
Σελ. 954σης δεν κρίνεται μόνο αντικειμενικά αλλά και με βάση υποκειμενικά στοιχεία που σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση του συγκεκριμένου διαδίκου και τη ζημία που του προκλήθηκε (ΕΔΔΑ, Ziliberberg κ. Μολδαβίας, Ioan Pop κ. Ρουμανίας, IMH Suceava S.R.L. κ. Ρουμανίας). Ο ποινικός χαρακτήρας της κύρωσης διαπιστώνεται και στην περίπτωση επιβολής χρηματικής ποινής, η μη καταβολή της οποίας έχει ως αποτέλεσμα να απειλείται με αντίστοιχη ποινή στέρησης της ελευθερίας ή να εγγραφεί στο ποινικό μητρώο (σε αντίθεση με το περίπτωση των απλών χρηματικών κυρώσεων που αναφέρθηκαν προηγουμένως). Επιπλέον, στην περίπτωση των οικονομικών κυρώσεων, ένας σημαντικός παράγοντας για τον καθορισμό του εάν η ποινή είναι ποινικού χαρακτήρα ή όχι σχετίζεται με τη διάρκεια του επιβληθέντος μέτρου. Προφανώς, όταν η χρονική περίοδος κατά την οποία ο εναγόμενος καλείται να καταβάλει χρηματική αποζημίωση είναι ιδιαίτερα μεγάλη (π.χ. φόρος εφ’ όρου ζωής), αποτελεί τελικά ιδιαίτερα επαχθές διοικητικό μέτρο και, ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή της επίμαχης αρχής.
Υπό το φως της ανωτέρω επανεξέτασης, ο διοικητικός δικαστής θα αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει ή όχι την αρχή στη διαδικασία ενώπιόν του. Το ΣτΕ δέχθηκε ότι δεν απαγορεύεται η σωρευτική επιβολή ποινικών κατ’ ουσίαν διοικητικών κυρώσεων, ούτε επιβάλλεται η ενότητα διαδικασίας και δεν μπορεί γι’ αυτόν τον λόγο να θεωρηθεί ότι απαγορεύεται να επιβληθούν κυρώσεις από διαφορετικές αρχές. Το ελληνικό δίκαιο, εξάλλου, ακολουθεί το μοντέλο των «δυαδικών κυρώσεων» ή των «δυαδικών κυρωτικών διαδικασιών» (dual proceedings). Τούτο διαφοροποιεί τις διοικητικές από τις ποινικές κυρώσεις, κατά το ότι οι πρώτες δεν εμφανίζουν χαρακτηριστικά ηθικής αποδοκιμασίας.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ αφορά την αρχή ne bis in idem σε ποινικές διώξεις και καταδίκες είναι η εξής:
— Τα κράτη δικαιούνται να επιλέγουν συμπληρωματικές νόμιμες απαντήσεις σε συμπεριφορές που προσβάλλουν έννομα αγαθά, μέσω διαφορετικών διαδικασιών, ποινικών και διοικητικών, ακόμα και όταν οι διοικητικές οδηγούν στην επιβολή ποινικών κυρώσεων. Πρέπει να μην προκαλείται, όμως, υπερβολικό βάρος για τον πολίτη.

— Τα κριτήρια υπό τα οποία οι περισσότερες κυρώσεις και διαδικασίες μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά είναι: η συμπληρωματικότητα in concreto αυτών με την αντιμετώπιση άλλων πτυχών της παραβατικής συμπεριφοράς, η πολλαπλότητα ως προβλέψιμη συνέπεια της συμπεριφοράς, η αποφυγή στην αλληλοεπικάλυψη των στοιχείων των αρχών, αλλά και τέλος η προϋπόθεση η πρώτη τελεσίδικη κύρωση που ελήφθη να λαμβάνεται υπόψη από την τελευταία τελεσίδικη κύρωση.

Στη νομολογία του ΔΕΕ, τα κριτήρια ομοιάζουν με αυτά του ΕΔΔΑ, αφού απαιτείται η ρύθμιση να επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος και οι διαδικασίες να επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς, ενώ απαιτείται και συντονισμός των τιθέμενων κανόνων και απαίτηση οι επιβαλλόμενες κυρώσεις να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο σε σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης.

Οι προσφεύγοντες Γεώργιος Γουλανδρής και Χριστιάννα Βαρδινογιάννη είναι παντρεμένο ζευγάρι, Έλληνες υπήκοοι που κατοικούν στο Λονδίνο. Τους επιβλήθηκαν πρόστιμα επειδή έχτισαν δύο πέτρινους τοίχους στην ιδιοκτησία τους στην Αργολίδα χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια· -ακολούθησε δίκη και εν τέλει καταδίκη τους από τα ποινικά δικαστήρια με ποινή φυλάκισης επτά μηνών. Συγκεκριμένα, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ήταν δύο, ένα για την παράνομη κατασκευή σε βάρος του πρώτου προσφεύγοντος («πρόστιμο κατασκευής») και ένα ετήσιο πρόστιμο για κάθε χρόνο που ο τοίχος παρέμενε στη θέση του εναντίον και των δύο προσφευγόντων («πρόστιμο διατήρησης»). Στη συνέχεια καταδικάστηκαν και από τα ποινικά δικαστήρια. Οι προσφεύγοντες, επικαλούμενοι το άρθρ. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν παραβίαση του δικαιώματός τους να μην δικαστούν και τιμωρηθούν δύο φορές για το ίδιο αδίκημα (ne bis in idem). Το ΕΔΔΑ για τις διαδικασίες που αφορούσαν το επιβληθέν πρόστιμο διατήρησης έκρινε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η ποινική δίωξη και καταδίκη δεν ήταν τα ίδια με αυτά που οδήγησαν στην επιβολή του προστίμου διατήρησης στη διοικητική διαδικασία και δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου. Όσον αφορά τις διαδικασίες που αφορούσαν το επιβληθέν πρόστιμο κατασκευής το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι δύο σειρές διαδικασιών (διοικητική και ποινική) δεν είχαν επαρκώς συνδεθεί επί της ουσίας και χρονικά για να θεωρηθεί ότι είχαν ενταχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα κυρώσεων για την παράνομη κατασκευή σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Επισημάνθηκε ότι το κατηγορητήριο είχε εκδοθεί 1,5 χρόνο μετά από τότε που κατέστη αμετάκλητη η διοικητική απόφαση επιβολής προστίμου και έτσι η ποινική διαδικασία δεν εκκρεμούσε ταυτόχρονα με τη διοικητική, αλλά είχε κινηθεί σημαντικό χρονικό διάστημα μεταγενέστερα. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αρχής ne bis in idem (άρθρ. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου) σε βάρος του πρώτου προσφεύγοντος σχετικά με την ποινική καταδίκη του μετά την επιβολή του προστίμου κατασκευής και επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα. Ειδικότερα, τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου έχουν ως εξής:
α) Εάν η διαδικασία όσον αφορά τα διοικητικά πρόστιμα ήταν ποινικής φύσεως
Τα διοικητικά πρόστιμα είχαν επιβληθεί στους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες μαζί και ανεξάρτητα από την υποχρέωση κατεδάφισης των παράνομων κατασκευών. Το πρόστιμο κατασκευής ήταν καταβλητέο ακόμη και αν η κατασκευή είχε στη συνέχεια κατεδαφιστεί ή είχε νομιμοποιηθεί και, ως εκ τούτου, δεν εξαρτιόταν από την αποκατάσταση της νομιμότητας και του status quo ante. Επομένως, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χρηματική αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε, αλλά ως μια μορφή τιμωρίας των παραβατών. Είχε αποτρεπτικό αλλά και τιμωρητικό χαρακτήρα. Το πρόστιμο διατήρησης, το οποίο υπολογίζεται από την ημερομηνία κατασκευής έως την ημερομηνία οποιασδήποτε μεταγενέστερης κατεδάφισης ή νομιμοποίησης, θα εξακολουθούσε να οφείλεται: οποιαδήποτε ενδεχόμενη νομιμοποίηση θα ισχύει μόνο για το μέλλον και όχι ex tunc. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί ότι αφορούσε μόνο έμμεση επιβολή ή ότι προοριζόταν αποκλειστικά ως χρηματική αποζημίωση: μέσω της ετήσιας επιβολής
Σελ. 955του και της σταδιακής αύξησής του κάθε χρόνο, είχε επίσης σκοπό να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για την κατασκευή χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια και να αποτρέψει άλλους από το να κάνουν το ίδιο. Τα πρόστιμα είχαν επιβληθεί σε όλους τους πολίτες με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτήτες παράνομων κτιρίων ή κατασκευών. Επιπλέον, αν και τα πολεοδομικά πρόστιμα δεν είχαν χαρακτηριστεί ως «ποινικά» σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα μπορούσαν να είναι δυνητικά αυστηρά, δεν είχαν ανώτατο όριο και αναμφίβολα είχαν περιλάβει ένα τιμωρητικό στοιχείο, το οποίο ήταν αρκετό για να αποδείξει την ποινική φύση της διαδικασίας σχετικά με την επιβολή των επίμαχων προστίμων.
β) Εάν τα διοικητικά πρόστιμα συνιστούσαν «αμετάκλητη καταδίκη»
Η προθεσμία των τριάντα ημερών για την υποβολή καταγγελίας είχε ξεκινήσει από την επομένη της παραλαβής της αναφοράς για τις παράνομες κατασκευές και είχε λήξει στις 4 Δεκεμβρίου 2004. Επειδή οι προσφεύγοντες δεν είχαν αμφισβητήσει τα πρόστιμα, η διοικητική απόφαση με την οποία τους επιβλήθηκαν μπορούσε πλέον να εφαρμοστεί, για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου στις 5 Δεκεμβρίου 2004, και όχι όταν είχαν πληρωθεί τα πρόστιμα. Ακολούθησε ότι η «καταδίκη» μέσω του προστίμου κατασκευής και η «καταδίκη» μέσω του προστίμου διατήρησης είχαν καταστεί «οριστικές» πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας τον Ιούλιο του 2006.
γ) Εάν τα αδικήματα ήταν ίδιας φύσης (idem)
Τα γεγονότα, που οδήγησαν στο διοικητικό πρόστιμο ανέγερσης και στην ποινική δίωξη και καταδίκη των προσφευγόντων, ήταν η κατασκευή δύο πέτρινων τοίχων που παραβίασαν τη σχετική οικοδομική άδεια. Τα γεγονότα των δύο αυτών αδικημάτων έπρεπε να θεωρηθούν ουσιαστικά τα ίδια. Το ποινικό αδίκημα περιλάμβανε τα στοιχεία του προστίμου οικοδομής στο σύνολό τους και αντιστρόφως, η επιβολή του προστίμου κατασκευής δεν βασίστηκε σε στοιχεία που δεν περιέχονται στο ποινικό αδίκημα, για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου. Από την άλλη πλευρά, τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η ποινική δίωξη και καταδίκη δεν ήταν τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια με εκείνα που οδήγησαν στην επιβολή του προστίμου διατήρησης στη διοικητική διαδικασία. Το πρόστιμο διατήρησης είχε επιβληθεί για τη διατήρηση των παράνομων κατασκευών και τη συνέχιση της παράβασης της πολεοδομικής νομοθεσίας, σημαντικό πραγματικό στοιχείο της διοικητικής διαδικασίας που δεν είχε ενταχθεί στην καταδίκη των προσφευγόντων για παράνομη δόμηση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία δεν αφορούσε τα ίδια αδικήματα και την ίδια χρονική περίοδο όσον αφορά την επιβολή του προστίμου διατήρησης. Διέφεραν αρκετά. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρ. 4 του 7 πρωτοκόλλου ως προς αυτό. Το Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε εάν υπήρξε διπλή καταδίκη όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία που αφορούσε το πρόστιμο κατασκευής και όσον αφορά τον πρώτο προσφεύγοντα:
δ) Εάν υπήρξε επικάλυψη των διαδικασιών
Όσον αφορά την ουσιαστική σύνδεση μεταξύ του προστίμου κατασκευής και της ποινικής διαδικασίας, καθώς και των ­διαφορετικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στον πρώτο προσφεύγοντα, οι στόχοι και των δύο κυρώσεων ήταν η αποτροπή και η τιμωρία. Το πολεοδομικό πρόστιμο κατασκευής που επιβλήθηκε στη διοικητική διαδικασία, ωστόσο, ήταν ειδικό για την εν λόγω συμπεριφορά και επομένως διέφερε από τον «σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου», καθώς δεν είχε στιγματιστικά χαρακτηριστικά. Οι δύο σειρές διαδικασιών είχαν ως εκ τούτου συμπληρωματικούς σκοπούς για την αντιμετώπιση του ζητήματος της παράνομης δόμησης και της μη συμμόρφωσης με τις νομοθετικές πολεοδομικές απαιτήσεις.
Όσον αφορά την προβλεψιμότητα των συνεπειών της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η ποινική δίωξη και η επιβολή προστίμου ήταν δυνατή, ή ακόμη και πιθανή, βάσει των γεγονότων της υπόθεσης, καθώς αυτό αποτελούσε μέρος των κυρώσεων που επιβάλλονταν βάσει της ελληνικής νομοθεσίας για την μη τήρηση της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Για τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας είχε πραγματοποιηθεί άλλη ακρόαση στο πρωτόδικο δικαστήριο και άλλη στο Εφετείο όπου είχε υποβάλει τις αντίστοιχες προτάσεις ο εισαγγελέας και είχε εξεταστεί μάρτυρας. Οι δύο διαδικασίες είχαν ακολουθήσει τη δική τους ξεχωριστή πορεία στην ελληνική έννομη τάξη και είχαν καταστεί αμετάκλητες ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Τα ποινικά δικαστήρια είχαν συγκεντρώσει και εκτιμήσει στοιχεία και είχαν εκδώσει ξεχωριστές αποφάσεις που προέβλεπαν διαφορετικές ποινικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή του πολεοδομικού προστίμου.
Όσον αφορά την αναλογικότητα της συνολικής ποινής που επιβλήθηκε, η απόφαση του πρωτόδικου ποινικού δικαστηρίου δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός ότι είχε ήδη επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο στον προσφεύγοντα. Το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τον καθορισμό της ποινής, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων γενικά, δεν σήμαινε ότι τα προηγούμενα διοικητικά πρόστιμα είχαν ληφθεί υπόψη για το σκοπό αυτό και δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπήρχε μηχανισμός στην ποινική διαδικασία για τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικών κυρώσεων.
Εκτιμώντας τη χρονική σχέση μεταξύ των διαδικασιών, η συνολική διάρκεια ήταν σχεδόν οκτώ χρόνια. Το κατηγορητήριο είχε εκδοθεί περισσότερο από ενάμιση χρόνο μετά το αμετάκλητο της απόφασης σχετικά με το διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη δέσμη της διαδικασίας. Ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό μετά από τρία χρόνια και εννέα μήνες αφότου το διοικητικό πρόστιμο είχε καταστεί «αμετάκλητο» και η ποινική διαδικασία είχε ολοκληρωθεί οριστικά από τον Άρειο Πάγο περίπου επτά χρόνια και εννέα μήνες μετά την οριστική πρωτόδικη απόφαση της πρώτης διαδικασίας. Επομένως, η ποινική διαδικασία δεν εκκρεμούσε ταυτόχρονα με τη διοικητική σχετικά με το πρόστιμο κατασκευής, αλλά είχε κινηθεί σημαντικό χρονικό διάστημα μετά τη διοικητική «καταδίκη». Αυτή η πάροδος του χρόνου δεν μπορούσε να αποδοθεί στον προσφεύγοντα και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η χρονική σύνδεση μεταξύ των δύο διαδικασιών ήταν επαρκής για να αποφευχθεί η επανάληψη της διαδικασίας.
Παρά τους συμπληρωματικούς σκοπούς τους και την προβλεψιμότητα των συνεπειών της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος, οι δύο σειρές διαδικασιών δεν είχαν επομένως επαρκώς συνδεθεί επί της ουσίας και χρονικά για να θεωρηθεί ότι είχαν ενταχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα κυρώσεων για την παράνομη κατασκευή σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το κατηγορητήριο είχε εκδοθεί πάνω από ενάμιση χρόνο μετά το αμετάκλητο της απόφασης σχετικά με το διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη δέσμη της διαδικασίας Αντιθέτως, έχοντας τιμωρηθεί δύο φορές για την ίδια συμπεριφορά, ο πρώτος προσφεύγων είχε υποστεί δυσανάλογη ζημία που προέκυψε από την επανάληψη των διαδικασιών και των κυρώσεων, που δεν είχαν αποτελέσει μέρος ενός συνεκτικού και αναλογικού συνόλου στην περίπτωσή του.
Σελ. 956Κατόπιν αυτών, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι:
α) δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρ. 4 του 7 Πρωτοκόλλου όσον αφορά την ποινική καταδίκη των προσφευγόντων μετά την επιβολή του προστίμου διατήρησης, και
β) παραβίαση της αρχής ne bis in idem (άρθρ. 4 του 7 Πρωτοκόλλου) σχετικά με την ποινική καταδίκη του πρώτου προσφεύγοντος μετά την επιβολή του προστίμου κατασκευής.

Αν και η υπόθεση αυτή του ΕΔΔΑ αφορά πολεοδομικά πρόστιμα, μπορεί mutatis mutandis να μεταφερθεί και στα περιβαλλοντικά πρόστιμα.
Ωστόσο, είναι γεγονός πως η αυτοτέλεια της διοικητικής διαδικασίας μετριάζεται, όταν κατατείνει σε επιβολή κύρωσης, η οποία αξιολογείται ως κύρωση ποινικού χαρακτήρα κατά τον αυτόνομο νομικό χαρακτηρισμό των κυρώσεων. Επίσης, η απαιτείται ταυτότητα πραγματικών περιστατικών κατά την εμπειρική θεωρία. Το ΣτΕ δεν έχει ασχοληθεί (όσο είναι γνωστό στον γράφοντα) με ζητήματα ne bis in idem για τις περιβαλλοντικές κυρώσεις. Ωστόσο, μπορούν να ισχύουν τα παραπάνω διαπιστωθέντα και οι γενικές αναλύσεις για την αρχή, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας ως όριο της σωρευτικής επιβολής κυρώσεων.
References
• Caeiro P., “Jurisdiction in Criminal Matters in the EU: Negative and Positive Conflicts, and Beyond.” Kritische Vierteljahresschrift Für Gesetzgebung Und Rechtswissenschaft (KritV), vol. 93, no. 4, 2010, 366–79. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43203168. Accessed 14 Dec. 2023.
• “Criminal Procedure.” The International and Comparative Law Quarterly, vol. 22, no. 1, 1973, 177–80. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/758276. Accessed 14 Dec. 2023.
• Galanis P., Public law of reforestation, ed. Nom. Library, 2022.
• Galanis P., Forest Law, ed. Nom. Library, 2024.
• Garoupa P. / Gomez-Pomar F., “Punish Once or Punish Twice: A Theory of the Use of Criminal Sanctions in Addition to Regulatory Penalties.” American Law and Economics Review, vol. 6, no. 2, 2004, 410–33. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/42705459. Accessed 14 Dec. 2023.
• Giannakouros P., Forestry Code and Forestry Laws, ed. Ant. N. Sakkoula, 2005.
• Goudis I., “Forestry Offenses, I, II, III” in Pavlou/Samios, Special Criminal Laws, P.N. Sakkoulas, 2016 (5th update).
• Maria Ε.Α., The legal protection of forests, ed. Ant. N. Sakkoula, Athens, 1998.
• Maria Ε.Α., Law 3208/2003 on the protection of forest ecosystems one year after its entry into force - Critical thoughts and observations, PerDik 4/2004, 460.
• Papathanasopoulos A., Law of Forest Ecosystems, Nomorama ed., 2014.
• Sbokos G., Applications of environmental protection measures, ed. Nom. Library, 2011.
• Symeonidou-Kastanidou E., https://www.nomikaxronika.gr/article.aspx?issue=61.
• Symeonidou-Kastanidou E., Criminal and administrative sanctions for environmental offenses in Greek law in: Environmental challenges in the 21st century, Sakkoula ed., 2020, 282-283.
• van den Wyngaert C. / Stessens G., “The International Non Bis In Idem Principle: Resolving Some of the Unanswered Questions.” The International and Comparative Law Quarterly, vol. 48, no. 4, 1999, 779–804. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/761734. Accessed 14 Dec. 2023.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα