Κείμενο
I. Εισαγωγικά
Η χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε το 2007 στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ προκάλεσε κρίση/αναταραχή σε χρηματοπιστωτικά συστήματα ανά την υφήλιο και μεταπήδησε στον πραγματικό τομέα της οικονομίας σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο.
Mετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «Ε.Ε.») εισήγαγε ένα προσωρινό νομοθετικό πλαίσιο για για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων προς τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. To εν λόγω προσωρινό πλαίσιο επέτρεπε την χορήγηση μεγάλων ποσών
Σελ. 918 ενίσχυσης στον τραπεζικό τομέα κατόπιν εγκρίσεως από την Ε.Ε., βασιζόταν δε στη διάταξη β) της παρ. 3 του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»), η οποία επιτρέπει κρατική ενίσχυση για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους. Το εν λόγω πλαίσιο αποτελούνταν από επτά ανακοινώσεις της Ε.Ε. ειδικά για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και είχε ως πρωταρχικό στόχο την διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, στόχος για την επίτευξη του οποίου ήταν ανάγκη να προληφθούν τυχόν δευτερογενείς επιπτώσεις από τη χρεοκοπία ενός πιστωτικού ιδρύματος και να εξασφαλισθεί ότι το τραπεζικό σύστημα θα συνεχίσει να χορηγεί επαρκή δανειοδότηση προς την πραγματική οικονομία.
Η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων προς τις τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης διασφάλιζε μεν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εντούτοις ήταν επίσης πιθανόν να προκαλέσει στρεβλώσεις στην ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού. Τούτο μπορούσε να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως παραδείγματος χάριν να δοθεί πλεονέκτημα στην τράπεζα που έχει λάβει ενίσχυση εις βάρος εκείνης που δεν έχει λάβει ενίσχυση και να τεθούν εμπόδια στην επέκταση της τράπεζας που δεν έχει λάβει ενίσχυση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις ποικίλες παραμέτρους του ανταγωνισμού (τιμή, ποιότητα, ποικιλία της καινοτομίας) . Για το λόγο αυτό η Ε.Ε. επεδίωξε να εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού κατά τη χορήγηση των κρατικών ενισχύσεων έτσι ώστε να μην επιτυγχάνεται η διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος εις βάρος του ανταγωνισμού.
Στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να εφαρμόσουν οι τράπεζες δικαιούχοι κρατικής ενίσχυσης μέτρα τα οποία θα αντιστάθμιζαν το όφελος που έλαβαν από την κρατική ενίσχυση και θα απέτρεπαν, μεταξύ άλλων και την στρέβλωση του ανταγωνισμού. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονταν σε πλάνο αναδιάρθρωσης, το οποίο η τράπεζα δικαιούχος της κρατικής ενίσχυσης δεσμευόταν να εφαρμόσει και από το οποίο πρόκυπτε ο τρόπος με τον οποίο με το οποίο η εν λόγω τράπεζα θα ξεπερνούσε τις αδυναμίες της.
Το άρθρο επιχειρεί να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των εν λόγω αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό αξιολογείται και αναλύεται βάσει των διατάξεων για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού η πιθανότητα τα αντισταθμιστικά μέτρα να προκάλεσαν τη δημιουργία οιονεί καρτελικών συμπράξεων μεταξύ τραπεζών που έλαβαν κρατική ενίσχυση.
Κατ’ αρχάς, παρατίθενται οι βασικές έννοιες της νόθευσης του ανταγωνισμού. Εν συνεχεία διερευνάται η περίπτωση εφαρμογής του αντισταθμιστικού μέτρου επιβολής απαγόρευσης ηγετικής άσκησης στις τιμές, όπως αυτή εφαρμόστηκε σε τράπεζες στην Ολλανδία, για να εξεταστεί κατόπιν τούτου η πιθανότητα δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής του εν λόγω αντισταθμιστικού μέτρου. Περαιτέρω, διερευνάται η περίπτωση επιβολής αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών σε περιπτώσεις Ολλανδικών και Ελληνικών τραπεζών, για να εξεταστεί εν συνεχεία η πιθανότητα δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των εν λόγω αντισταθμιστικών μέτρων.
Σελ. 919II. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού
1. Η νόθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ
Σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ είναι:
▪ Η ύπαρξη συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ επιχειρήσεων ή απόφασης ένωσης επιχειρήσεων.
▪ Αντικείμενο ή αποτέλεσμα της ανωτέρω συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής ή απόφασης να είναι η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού.
▪ Να μπορεί η εν λόγω συμφωνία, εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
Παρόμοιες είναι εξάλλου και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του αντίστοιχου άρθρου 1 Ν 3959/2011 για την «Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού», οι διατάξεις του οποίου εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η τρίτη ως άνω προϋπόθεση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του άρθρου 1 Ν 3959/2011.
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής, «επιχείρηση», κατά το δίκαιο προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που ασκεί εμπορική ή άλλη οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του και από τον τρόπο χρηματοδότησής του. Περαιτέρω, ως προς την ύπαρξη συμφωνίας/εναρμονισμένης πρακτικής, θεωρείται ότι υφίσταται «συμφωνία» όταν οι συμβαλλόμενοι, ρητά ή σιωπηρά, εγκρίνουν από κοινού σχέδιο που καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της αμοιβαίας δράσης τους (ή αποχής από τη δράση) στην αγορά. Η δε έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη συμφωνίας, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών. Η απαίτηση αυτονομίας δράσης των επιχειρήσεων στην αγορά, που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις, αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη, είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υφιστάμενου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά. Σημειώνεται ότι μια σύμπραξη μπορεί να συνιστά ταυτόχρονα «συμφωνία» και «εναρμονισμένη πρακτική» κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του νόμου, οι δε έννοιες μπορεί να αλληλοκαλύπτονται και συνεπώς ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν είναι κρίσιμος για τη στοιχειοθέτηση τυχόν παράβασης.
Δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι αντικείμενο ή αποτέλεσμα της ανωτέρω συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής ή απόφασης να είναι η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού. Συμφωνίες/εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενό τους τον περιορισμό του ανταγωνισμού θεωρούνται εκείνες οι οποίες είναι από τη φύση τους ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Πρόκειται για περιορισμούς οι οποίοι είναι τόσο πιθανό να επηρεάσουν δυσμενώς τον ανταγωνισμό ώστε δεν είναι ανάγκη να αποδειχθούν οι συγκεκριμένες επιπτώσεις τους στην αγορά. Στις οριζόντιες συμφωνίες/εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνονται, και οι σχετικές με τον καθορισμό των τιμών, με την κατανομή αγορών, με συμφωνίες περιορισμού ή ελέγχου της διαθέσεως, και με την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών. Ειδικότερα, κατά πάγια νο
Σελ. 920 μολογία, ο άμεσος ή έμμεσος καθορισμός τιμών (price fixing) συνιστά πρόδηλο περιορισμό και εξ αντικειμένου παράβαση του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η τιμή είναι το κυριότερο μέσο ανταγωνισμού. Πέραν τούτου και οι συμφωνίες/εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ ανταγωνιστών περί κατανομής αγορών θεωρούνται εξ αντικειμένου περιορισμοί του ανταγωνισμού, καθώς επιφέρουν τη στεγανοποίηση των αγορών και έτσι βάλλουν κατά της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, στο μέτρο που υποχρεώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη να εξυπηρετούν χωριστές αγορές οι οποίες συχνά οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα. Τέτοιου είδους συμφωνίες συνήθως συνοδεύονται από ρυθμίσεις για καθορισμό τιμών και περιορισμό της παραγωγής και περιλαμβάνουν ανταλλαγή πληροφοριών. Περαιτέρω, και οποιαδήποτε συμφωνία περιορισμού της παραγωγής/της διάθεσής προϊόντων ή υπηρεσιών θεωρείται περιορισμός εξ αντικειμένου του ανταγωνισμού. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι το κλασικό μέσο διατήρησης ή αύξησης επιπέδου τιμών διότι αν ελλείπουν οι συμφωνίες αυτές, οι δυνάμεις της αγοράς θα υπονόμευαν τις συμφωνίες καθορισμού τιμών και ως εκ τούτου τιμές θα ήταν χαμηλότερες και πιο ανταγωνιστικές. Περιλαμβάνονται δε σε ευρύτερες συμφωνίες για τον καθορισμό τιμών ή την κατανομή αγορών. Εξάλλου, και κάθε ανταλλαγή πληροφοριών με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά θα θεωρείται ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, όπως οι ανταλλαγές μεταξύ ανταγωνιστών εξατομικευμένων δεδομένων που αφορούν προβλεπόμενες μελλοντικές τιμές ή ποσότητες.
Τρίτη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι να μπορεί η εν λόγω συμφωνία, εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Για να διαπιστωθεί αν υπάρχει επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι αναγκαίο η συμφωνία ή η πρακτική να έχει ή να είχε επηρεάσει πραγματικά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αρκεί να «δύναται» να έχει αυτό το αποτέλεσμα.
Αφού εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, θα επιχειρηθεί εν συνεχεία αξιολόγηση των αντισταθμιστικών μέτρων - τα οποία προβλέπονταν στα πλάνα αναδιάρθρωσης και έχρηζαν εφαρμογής από τις τράπεζες δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης- και ειδικότερα της καταλληλόλητας αυτών ως προς την προστασία του ανταγωνισμού. Κατ’ αρχάς, θα εξεταστεί η περίπτωση της επιβολής απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές σε Ολλανδικές τράπεζες και η πιθανότητα η εφαρμογή του μέτρου αυτού να νόθευσε τον ανταγωνισμό, δια της δημιουργίας οιονεί καρτελικών συμπράξεων μεταξύ των τραπεζών που έλαβαν κρατική ενίσχυση. Εν συνεχεία, θα εξεταστεί η περίπτωση της επιβολής αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης αγορών σε Ολλανδικές και σε Ελληνικές τράπεζες και η πιθανότητα η εφαρμογή των μέτρων αυτών να οδήγησε στην δημιουργία οιονεί καρτελικών συμπράξεων μεταξύ των τραπεζών που έλαβαν κρατική ενίσχυση και στη νόθευση του ανταγωνισμού.
2. Επιβολή απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές
Α. Εφαρμογή της εν λόγω απαγόρευσης: Η περίπτωση των Ολλανδικών Τραπεζών
Ιστορικά, η Ολλανδική αγορά έχει υπάρξει εξαιρετικά συγκεντρωμένη, καθώς η Rabobank, η ING και η ΑΒΝ AMRO, μαζί με τις θυγατρικές τους, εξυπηρετούν ένα 70% της αγοράς, ακολουθούμενες από SNS REAAL και την AEGON με μερίδιο αγοράς η καθεμιά 5-10%. Το φθινόπωρο του 2008, στο αποκορύφω
Σελ. 921 μα της κρίσης, η ING, η ABN AMRO και η AEGON -τρεις από τους τέσσερις μεγαλύτερους παρόχους υποθηκών στις Κάτω Χώρες καθώς και η SNS REAAL - χρειάστηκαν κρατική ενίσχυση προκειμένου να παραμείνουν λειτουργικοί. Μόνο η Rabobank, ο μεγαλύτερος Ολλανδικός πάροχος ενυπόθηκων δανείων, δεν χρειάστηκε κρατική ενίσχυση.
Ένα από τα αντισταθμιστικά μέτρα που επιβλήθηκαν σε συνέχεια της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων ήταν η απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές. Η εν λόγω απαγόρευση είχε ως στόχο να αποτρέψει την τράπεζα που έλαβε κρατική ενίσχυση από το να καταχραστεί την κρατική ενίσχυση με το να εφαρμόσει τιμές μη βιώσιμες προκειμένου να εξοβελίσει τους ανταγωνιστές της από την αγορά. Στο πλαίσιο αυτό επιβλήθηκε απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές σε δύο από τις τρεις σημαντικές τράπεζες στην Ολλανδική αγορά και συγκεκριμένα στην ING, την ABN AMRO καθώς και στην μικρότερη από άποψη μεριδίου αγοράς AEGON στις Κάτω Χώρες. Οι απαγορεύσεις όρισαν ότι η τράπεζα δικαιούχος της ενίσχυσης δεν θα παρέχει πιο ευνοϊκά επιτόκια από ότι οι ανταγωνιστές της. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απαγόρευση αυτή οι εν λόγω τράπεζες δεν μπορούσαν να καταταχθούν στην πρώτη θέση και να προσφέρουν επιτόκιο στην αγορά υποθηκών πιο χαμηλό από ότι οι ανταγωνιστές τους με τις καλύτερες τιμές. Κατά παρέκκλιση, στην περίπτωση που τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από κοινού κατατάσσονταν πρώτα, δινόταν στις δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης τράπεζες η δυνατότητα να ευθυγραμμιστούν με τις τιμές των τριών αυτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων .
Αναλυτικότερα, η ABN AMRO αποφασίστηκε ότι δεν θα κατατασσόταν στην πρώτη θέση στα τυποποιημένα ενυπόθηκα προϊόντα. Κατά παρέκκλιση, στην περίπτωση που τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς κατατάσσονταν στην πρώτη θέση στην αγορά ενυπόθηκων προϊόντων λιανικής, η ABN AMRO θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει το ίδιο επιτόκιο με τα εν λόγω τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ως προς την ING αποφασίστηκε ότι δεν θα προσέφερε τιμές ευνοϊκότερες από αυτές των τριών άμεσων ανταγωνιστών της στις αγορές εκείνες στις οποίες κατείχε μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 5 %, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν η αγορά των ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες και η αγορά των ιδιωτικών τραπεζικών υπηρεσιών στα ενυπόθηκα προϊόντα. Όσον αφορά την AEGON, δεν θα κατατασσόταν πρώτη, δεύτερη ή τρίτη από άποψη τιμής στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις Κάτω Χώρες. Σε περίπτωση όμως που τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από κοινού κατατάσσονταν πρώτα, η AEGON θα επιτρεπόταν να ευθυγραμμιστεί με τις τιμές των τριών αυτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι παραπάνω απαγορεύσεις προβλημάτισαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (εφεξής «ΔΝΤ»), οποίο υποστήριξε ότι οι απαγορεύσεις αυτές περιόριζαν τις δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ολλανδία και την ανταγωνιστική πίεση στην εν λόγω αγορά.
Σελ. 922Β. Δημιουργία οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές
Σε μια εξαιρετικά συγκεντρωμένη Ολλανδική αγορά υποθηκών, τούτες οι απαγορεύσεις όρισαν στην πράξη την Rabobank ως ηγέτη στις τιμές και μάλιστα ηγέτη που πρέπει να τον ακολουθούν οι υπόλοιπες τράπεζες. Ειδικότερα, οι ING, ABN AMRO και AEGON, οι οποίες περιορίζονταν από την απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές, δεν μπορούσαν αποτελέσουν ηγέτη στις τιμές και στο πλαίσιο αυτό δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν τις τιμές που εφήρμοζε η Rabobank: εάν η Rabobank, η μόνη από τις μεγάλες τράπεζες που δεν είχε λάβει κρατική ενίσχυση και συνεπώς δεν δεσμευόταν από αντισταθμιστικά μέτρα, αύξανε το επιτόκιο ενυπόθηκων δανείων, οι τρεις πιο κοντινοί ανταγωνιστές της θα έπρεπε να την ακολουθήσουν και να αυξήσουν και αυτοί το επιτόκιο των δικών τους επιτόκιων ενυπόθηκων δανείων, άλλως θα παράβαιναν την υποχρέωση που τους είχε επιβληθεί περί μη άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές. Ως εκ τούτου εάν η Rabobank αύξανε το επιτόκιό της θα αυξανόταν παράλληλα και το ύψος των επιτοκίων της αγοράς, χωρίς να είναι απαραίτητος γι’ αυτό κανένας συντονισμός μεταξύ των παικτών της αγοράς.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η επιβολή της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές δεν επιτρέπει στις ING, ABN AMRO και AEGON να ανταγωνιστούν μεταξύ τους και να αποτελέσουν ηγέτη στις τιμές, ενώ παράλληλα φαίνεται να μην τους αφήνει άλλη δυνατότητα από το να ακολουθήσουν τη Rabobank, η οποία αποτελεί κατ' αυτόν τον τρόπο τον ηγέτη στις τιμές. Υποστηρίζεται, βάσει των παραπάνω, ότι η εν λόγω συμπεριφορά των Rabobank, ING, ABN AMRO και AEGON ομοιάζει με εκείνη που θα ίσχυε στην περίπτωση που οι εν λόγω τράπεζες συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικά πληροφοριών.
Η ομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων περιγράφεται ως εξής: Στην περίπτωση αντι-ανταγωνιστικής σύμπραξης, οι τέσσερις τράπεζες θα επιδίδονταν σε συμφωνία/εναρμονισμένη πρακτική με στόχο την εξάλειψη ή τουλάχιστον τον περιορισμό της αβεβαιότητας εκάστου ως προς τη συμπεριφορά των υπολοίπων και προκειμένου να καθορίσουν τις τιμές των επιτοκίων στα ενυπόθηκα προϊόντα σε τιμές υψηλότερες από εκείνες που θα προσέφεραν σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού. Θα εφάρμοζαν και οι τέσσερις ίδιες (ή παρόμοιες), υψηλές τιμές και θα εναρμονίζονταν ως προς αυτές εις βάρος του ελεύθερου ανταγωνισμού, και κατ’ επέκταση και του καταναλωτή, ο οποίος βλάπτεται από τις υψηλές τιμές. Για να καθορίσουν την τιμή των επιτοκίων θα προχωρούσαν σε ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών. Παράλληλα θα προέβαιναν ενδεχομένως σε καθορισμό ηγέτη στις τιμές, επιλέγοντας μία εξ αυτών η οποία θα ορίζει το ύψος των επιτοκίων που θα εφάρμοζαν, όπως για παράδειγμα την Rabobank και συναινώντας στο να ακολουθούν την τιμή που θα καθορίζει η εν λόγω τράπεζα. Η εν λόγω σύμπραξη θα συνιστούσε εξ αντικειμένου παράβαση, θα ήταν δε ικανή να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι θα εκτεινόταν στο σύνολο της Ολλανδικής αγοράς αλλά και διότι θα συμμετείχαν σε αυτή -τουλάχιστον-τα σημαντικότερα Ολλανδικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι δύο περιπτώσεις φαίνεται να έχουν κοινά στοιχεία: και στην μία περίπτωση κατά την οποία η συμπεριφορά των τραπεζών διαμορφώνεται συνεπεία της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων ως προς τις τιμές, αλλά και στην έτερη περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας οι τράπεζες συμμετέχουν σε απαγορευμένη σύμπραξη, οι τράπεζες ενδεχομένως ευθυγραμμίζονται, με τις τιμές να διαμορφώνονται σε επίπεδα ανώτερα από αυτά που θα εφαρμόζονταν σε περίπτωση που θα λειτουργούσε ο ανταγωνισμός, εις βάρος των καταναλωτών. Παράλληλα, μία εξ αυτών, η Rabobank, δρα πιθανώς ως ηγέτης στις τιμές, με τις τρεις άλλες τράπεζες να ακολουθούν τις τιμές που θέτει η εν λόγω τράπεζα.
Οι τέσσερις τράπεζες και στις δύο περιπτώσεις συντονίζονται ως προς την υιοθέτησης της παραπάνω συμπεριφοράς. Αυτό που διαφοροποιείται είναι ότι στην περίπτωση της απαγορευμένης σύμπραξης ο συντονισμός συντελείται κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης μεταξύ ανταγωνιστών με αντικείμενο και στόχο τη νόθευση του ανταγωνισμού, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση των επιβεβλημένων από την Ε.Ε. δε
Σελ. 923 σμεύσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ωστόσο ο συντονισμός φαίνεται να διευκολύνεται εξαιτίας των δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν από την Ε.Ε., δεδομένου ότι συντελείται σε συνέχεια και εξαιτίας της συμμόρφωσης των τραπεζών στις δεσμεύσεις αυτές. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή ο ρόλος της Ε.Ε. προσομοιάζει με αυτόν του φορέα διευκόλυνσης, ρόλος ο οποίος αποδίδεται σε εταιρίες σε υποθέσεις σύμπραξης.
3. Η επιβολή αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών
Α. Η περίπτωση των Ολλανδικών Τραπεζών
Πέραν από την απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές, στις περιπτώσεις των τραπεζών ING, AEGON και SNS REAAL ζητήθηκε η εφαρμογή και έτερων αντισταθμιστικών μέτρων όπως αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών και απαγόρευση εξαγορών. Ως προς το πρώτο μέτρο, ειδικότερα, στην ING ζητήθηκε να εκποιήσει ποσοστό μεγαλύτερο από 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της οικονομικά εύρωστης ING Insurance/IM Europe πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 καθώς και τα υπόλοιπα συμφέροντά της στην ING Insurance Europe πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Στην AEGON ζητήθηκε μεταξύ άλλων η εκποίηση ή εξάλειψη της δραστηριότητας προαγοράς συνταξιοδοτικών ασφαλειών στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και εκποίηση ή εξάλειψη των επιχειρήσεων της Transamerica Reinsurance (δηλαδή των υπηρεσιών αντασφάλισης) οι οποίες κάλυπταν τις δραστηριότητες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ασία και την Λατινική Αμερική.
Στην περίπτωση της SNS REAAL, η οποία ήταν μια τραπεζοασφαλιστική εταιρία συμμετοχών και με ξεχωριστές ασφαλιστικές και τραπεζικές θυγατρικές -REAAL Insurance και SNS Bank αντίστοιχα, το πλάνο αναδιάρθρωσης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εκποίηση της ασφαλιστικής θυγατρικής REAAL Insurance. Η εκποίηση της REAAL Insurance θα μείωνε το συνολικό ισολογισμό της SNS REAAL κατά 42% .
Πέραν τούτου, στις ως άνω τράπεζες καθώς και στην ABN AMRO επιβλήθηκαν απαγορεύσεις εξαγορών.
Ειδικότερα, στην ABN AMRO επιβλήθηκε απαγόρευση εξαγορών, στο πλαίσιο της οποίας δεν επιτρεπόταν να αποκτήσει μερίδιο ανώτερο του [0 - 7] % σε οποιαδήποτε επιχείρηση.
Η ING δεσμεύτηκε ότι θα απείχε από εξαγορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση θα μπορούσε να προβεί σε εξαγορές εφόσον λάμβανε την έγκριση της Επιτροπής και ιδίως εάν αυτό ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή του ανταγωνισμού στις συναφείς αγορές. Η AEGON δεσμεύτηκε ότι δεν θα αποκτούσε συμμετοχές από 20% ή παραπάνω σε επιχειρηματικές μονάδες. Η δε SNS REAAL – και οι θυγατρικές SNS Bank και REAAL Insurance δεν θα αποκτούσαν καμία συμμετοχή σε επιχειρήσεις. Παρά την απαγόρευση θα μπορούσαν, κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής, να αποκτήσουν συμμετοχή σε επιχείρηση σε περίπτωση εξαιρετικών συνθηκών απαραίτητων για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή για τη διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Β. Η περίπτωση των Ελληνικών τραπεζών
Η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank είχε ως επακόλουθο την εφαρμογή αντισταθμιστι
Σελ. 924κών μέτρων, τα οποία επιβλήθηκαν σε αυτές στα πλαίσια των πλάνων αναδιάρθρωσης. Από τα εν λόγω αντισταθμιστικά μέτρα παρακάτω καταγράφονται οι αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών και η απαγόρευση εξαγορών.
Ειδικότερα, οι εν λόγω τράπεζες εστίασαν στις βασικές τους τραπεζικές δραστηριότητες στην Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, η Alpha δεσμεύτηκε να προχωρήσει στην εκποίηση ξένων θυγατρικών. Στο πλαίσιο αυτό οι διεθνείς δραστηριότητές της, οι οποίες αντιπροσώπευαν ποσοστό άνω του 20 % των συνολικών περιουσιακών στοιχείων τον Δεκέμβριο του 2009 και 15 % των συνολικών περιουσιακών στοιχείων τον Ιούνιο του 2013, αποφασίστηκε να μειωθούν περαιτέρω ως τα τέλη του 2018.
Η Πειραιώς δεσμεύτηκε επίσης να προχωρήσει στην εκποίηση ξένων θυγατρικών. Στο πλαίσιο αυτό τα ξένα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας, τα οποία ανέρχονταν στα 9,3δις στο τέλος του 2012, μειώθηκαν στα 7,1 δις στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2015 και στα 6,8 δις στο τρίτο τρίμηνο του 2015.
Στο ίδιο πλαίσιο και η Εθνική και η Eurobank δεσμεύτηκαν να προχωρήσουν στην εκποίηση ξένων θυγατρικών.
Εξάλλου, πέραν από την επιβολή εκποιήσεων ξένων θυγατρικών, στις ως άνω τέσσερις σημαντικές τράπεζες επιβλήθηκε και
Σελ. 925 απαγόρευση εξαγορών. Στο πλαίσιο της εν λόγω απαγόρευσης προβλέφθηκε ότι εκάστη τράπεζα δεν θα αποκτούσε συμμετοχή σε καμία επιχείρηση, δέσμευση η οποία εξασφάλιζε ότι η ενίσχυση χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και όχι για ανάπτυξη σε αγορές του εξωτερικού.
Γ. Δημιουργία οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία
της εφαρμογής αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών
Συνοψίζοντας, στις ως άνω τράπεζες επιβλήθηκαν αντισταθμιστικά μέτρα όπως αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών και απαγόρευση εξαγορών, μέτρα τα οποία δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων και ενδεχομένως υπονομεύουν την ενιαία αγορά, καθώς οδηγούν στη στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικά κυρίως όρια και ειδικότερα στη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα και το κέντρο δραστηριοτήτων της κάθε τράπεζας. Μάλιστα, η επιβολή των δεσμεύσεων αυτών στις τέσσερις Ολλανδικές τράπεζες ING, AEGON, SNS REAAL και ABN AMRO, καθώς και στις τέσσερις Ελληνικές τράπεζες Alpha, Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα και Eurobank διαμορφώνει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, η οποία και φαίνεται να ομοιάζει με δραστηριότητα στην οποία θα επιδίδονταν οι εν λόγω τράπεζες στην περίπτωση που συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη με αντικείμενο την κατανομή αγορών ή/και τον περιορισμό της διάθεσης υπηρεσιών.
Η ομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων περιγράφεται ως εξής: Ειδικότερα, παρόμοια συμπεριφορά με εκείνη που υιοθέτησαν οι τράπεζες σε συνέχεια της εφαρμογής των αναγκαστικών εκποιήσεων και της απαγόρευσης εξαγορών, θα είχαν οι ως άνω τράπεζες στην περίπτωση που συμμετείχαν σε διασυνοριακό (ευρωπαϊκό) καρτέλ και στο πλαίσιο αυτού προέβαιναν σε συμφωνία/εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο την κατανομή των αγορών ή/και τον περιορισμό της διάθεσης υπηρεσιών. Αναλυτικότερα, η διάσταση της περίπτωσης αυτής θα είχε ως εξής: στο πλαίσιο της σύμπραξης τα μέλη του καρτέλ συμφωνούν να οριοθετήσουν το πεδίο δραστηριοποίησης της κάθε τράπεζας στην χώρα όπου βρίσκεται η έδρα της, συμφωνώντας παράλληλα να απέχουν από την δραστηριοποίηση -και κατ’ επέκταση και από την άσκηση ανταγωνισμού-σε άλλο κράτος- μέλος, το οποίο αποτελεί την περιοχή δραστηριοποίησης άλλου μέλους/μελών του καρτέλ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και σύμφωνα με τα συμφωνημένα, τα μέλη του καρτέλ-μεταξύ των οποίων τα Ολλανδικά και τα Ελληνικά μέλη αυτού-
Σελ. 926 έχουν φροντίσει να αναλάβουν την εξυπηρέτηση των εγχώριων πελατών κατ’ αποκλειστικότητα. Παράλληλα, τα Ολλανδικά μέλη του καρτέλ αναγνωρίζουν την δύναμη που έχει κάθε έτερη ομάδα καρτελικών μελών στη δική της εγχώρια αγορά, με αντάλλαγμα την αντίστοιχη αναγνώριση της δικής τους δύναμης στην Ολλανδική τραπεζική αγορά. Αντίστοιχα, τα Ελληνικά μέλη του καρτέλ αναγνωρίζουν την δύναμη που έχει κάθε έτερη ομάδα καρτελικών μελών στη δική της εγχώρια αγορά, με αντάλλαγμα την αντίστοιχη αναγνώριση της δικής τους δύναμης στην Ελληνική τραπεζική αγορά. Συνακόλουθα, τα (Ολλανδικά και Ελληνικά) μέλη του καρτέλ με το να εμποδίζουν τη δραστηριοποίηση ξένων μελών στη δική τους εγχώρια αγορά και να διασφαλίζουν ότι δεν ασκείται ανταγωνισμός από ξένα μέλη εντός εγχώριων ορίων, διατηρούν τη θέση τους, το μερίδιο και την ισχύ τους στην αγορά, συμφωνούν/εναρμονίζονται ως προς τις τιμές και την αύξηση αυτών εντός των εγχώριων αγορών και εξασφαλίζουν ότι τα επίπεδα των τιμών δεν θα πέσουν. Τούτο διότι μειώνουν την αβεβαιότητα που συνεπάγεται η αυτοδύναμη ανταγωνιστική συμπεριφορά εξαλείφουν τους κινδύνους που υπάρχουν σε κάθε προσπάθεια αύξησης των τιμών και καταργούν τους κινδύνους ανατροπής των συμφωνηθέντων ως προς τις τιμές από τις δυνάμεις της αγοράς. Με τους παραπάνω τρόπους αποζημιώνονται για την αποχή τους από τη δραστηριοποίηση σε άλλα κράτη. Στο πλαίσιο αυτό, οι Ολλανδικές τράπεζες δέχονται να «θυσιάσουν» τη δραστηριοποίησή τους σε άλλες αγορές με αντάλλαγμα να μπορούν να ελέγξουν το επίπεδο τιμών στην Ολλανδική αγορά. Αντίστοιχα, οι Ελληνικές τράπεζες δέχονται να «θυσιάσουν» τη δραστηριοποίησή τους σε άλλες αγορές με αντάλλαγμα να μπορούν να ελέγξουν το επίπεδο τιμών στην Ελληνική αγορά. Η εν λόγω σύμπραξη έχει ως αντικείμενο την εξασθένιση του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της Κοινότητας καθώς και τη διατήρηση της ακαμψίας της υφισταμένης αγοράς και τον κατακερματισμό της κατά μήκος των εθνικών συνόρων. Πέραν τούτου, η εν λόγω σύμπραξη δύναται να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών καθώς καλύπτει περισσότερα κράτη μέλη αλλά και διότι συμμετέχουν σε αυτή -τουλάχιστον- τα σημαντικότερα Ολλανδικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι τέσσερις σημαντικές Ελληνικές τράπεζες. Στην περίπτωση αυτή, δε, η εν λόγω σύμπραξη θα χαρακτηριζόταν ως εξ αντικειμένου παράβαση. Εξάλλου, υπέρ της παραπάνω θέσης περί ομοιότητας της εξεταζόμενης περίπτωσης με αυτή της συμμετοχής σε ευρωπαϊκό καρτέλ συνηγορεί και το γεγονός ότι παρόμοιες δεσμεύσεις επιβλήθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις τραπεζών, όπως στην Commerzbank της Γερμανίας.
Η παραπάνω περίπτωση φαίνεται να ομοιάζει με την προκειμένη. Ειδικότερα, επέρχεται και στις δύο περιπτώσεις ενδεχομένως στεγανοποίηση της αγοράς σε εθνικά όρια και κατ’ επέκταση και μείωση της διάθεσης υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οποίας πιθανώς δεν ασκείται ανταγωνισμός από ξένες τράπεζες- δυνητικούς ανταγωνιστές- εντός εγχώριων αγορών και με πιθανό αποτέλεσμα τα επίπεδα τιμών να συντηρούνται σε υψηλά επίπεδα και να μην πέφτουν λόγω έλλειψης ανταγωνισμού. Αναλυτικότερα, στην προκείμενη περίπτωση τούτο συντελείται μέσω των αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και της απαγόρευσης εξαγορών, δεδομένου ότι οι τράπεζες μέσω των δύο αυτών δεσμεύσεων είτε αναγκάζονται να προβούν σε μείωση της παρουσίας τους σε ξένες αγορές, είτε εμποδίζονται από το να εξαγοράσουν συμμετοχή σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα/σε άλλες επιχειρήσεις προκειμένου να δραστηριοποιηθούν σε ξένες αγορές. Στη δεύτερη δε περίπτωση η στεγανοποίηση της αγοράς συντελείται στο πλαίσιο της απαγορευμένης σύμπραξης.
Οι τέσσερις τράπεζες της Ολλανδικής αγοράς και οι τέσσερις τράπεζες της Ελληνικής αγοράς και στις δύο περιπτώσεις συντονίζονται ως προς την υιοθέτηση της παραπάνω συμπεριφοράς. Αυτό που διαφοροποιείται είναι ότι στην περίπτωση της απαγορευμένης σύμπραξης ο συντονισμός συντελείται κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης μεταξύ ανταγωνιστών με αντικείμενο και στόχο τη νόθευση του ανταγωνισμού, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση των επιβεβλημένων από την Ε.Ε. δεσμεύσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ωστόσο ο συντονισμός φαίνεται να διευκολύνεται εξαιτίας των δεσμεύσε
Σελ. 927ων που επιβλήθηκαν από την Ε.Ε., δεδομένου ότι συντελείται σε συνέχεια και εξαιτίας της συμμόρφωσης των τραπεζών στις δεσμεύσεις αυτές. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή ο ρόλος της Ε.Ε. προσομοιάζει με αυτόν του φορέα διευκόλυνσης, ρόλος ο οποίος αποδίδεται σε εταιρίες σε υποθέσεις σύμπραξης.
ΙΙΙ. Επίλογος - συμπέρασμα
Εν προκειμένω εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα αντισταθμιστικών μέτρων που υιοθετήθηκαν από τις τράπεζες- λήπτες κρατικής ενίσχυσης.
Ειδικότερα, η έρευνα εστίασε στην απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές, την επιβολή εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και την απαγόρευση εξαγορών και εξέταζε δύο περιπτώσεις, τις περιπτώσεις των Ολλανδικών και των Ελληνικών τραπεζών. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επικεντρώθηκε στην εφαρμογή της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές από τις Ολλανδικές τράπεζες καθώς και στην υιοθέτηση των αναγκαστικών εκποιήσεων και της απαγόρευσης εξαγορών από τις Ολλανδικές και τις Ελληνικές τράπεζες.
Αντικείμενο της έρευνας ήταν να αξιολογηθεί η καταλληλόλητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση να εξακριβωθεί εάν τα μέτρα αυτά ήταν τα ενδεδειγμένα για την επίτευξη της προστασίας του ανταγωνισμού. Ο στόχος της προστασίας του ανταγωνισμού δεν φαίνεται να εκπληρώθηκε καθώς, όπως υποστηρίζεται στην έρευνα, τα μέτρα θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν στη δημιουργία οιονεί καρτελικών συμπράξεων μεταξύ των τραπεζών-ληπτών κρατικής ενίσχυσης και στο πλαίσιο αυτό και στη νόθευση του ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, ως προς την επιβολή απαγόρευσης κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές, υποστηρίζεται στην παρούσα μελέτη ότι η επιβολή της εν λόγω απαγόρευσης δίνει τη δυνατότητα στις τέσσερις τράπεζες ING, ABN AMRO, AEGON και Rabobank να εναρμονιστούν και να εφαρμόσουν υψηλές τιμές, ακολουθώντας την Rabobank, η οποία αποτελεί κατ' αυτόν τον τρόπο τον ηγέτη στις τιμές. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω συμπεριφορά των Rabobank, ING, ABN AMRO και AEGON φαίνεται να ομοιάζει με εκείνη που θα είχαν οι τράπεζες εφόσον συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικά πληροφοριών.
Περαιτέρω, στην περίπτωση της επιβολής αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών στην παρούσα μελέτη υποστηρίζεται ότι η επιβολή των μέτρων αυτών στις τέσσερις Ολλανδικές τράπεζες ING, AEGON, SNS REAAL και ABN AMRO, καθώς και στις τέσσερις Ελληνικές τράπεζες Alpha, Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα και Eurobank, οδήγησε τις τράπεζες σε υιοθέτηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται να ομοιάζει με εκείνη που θα είχαν, εάν συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη με αντικείμενο την κατανομή αγορών ή/και τον περιορισμό της διάθεσης υπηρεσιών.
Συνολικά, υποστηρίζεται ότι σε συνέχεια της εφαρμογής των παραπάνω αντισταθμιστικών μέτρων - απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές στις Ολλανδικές τράπεζες, αναγκαστικών εκποιήσεων και απαγόρευσης εξαγορών στις Ολλανδικές και τις Ελληνικές τράπεζες - δίνεται η ευκαιρία στις τράπεζες να συντονιστούν και να υιοθετήσουν συμπεριφορά που φαίνεται να ομοιάζει με εκείνη που θα είχαν εάν συμμετείχαν σε καρτελική σύμπραξη. Αυτό που διαφοροποιείται είναι ότι, στην περίπτωση της απαγορευμένης σύμπραξης, ο συντονισμός συντελείται κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης μεταξύ ανταγωνιστών με αντικείμενο και στόχο τη νόθευση του ανταγωνισμού, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση των επιβεβλημένων από την Ε.Ε. δεσμεύσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ο συντονισμός φαίνεται να διευκολύνεται εξαιτίας των δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν από την Ε.Ε., δεδομένου ότι συντελείται σε συνέχεια και εξαιτίας της συμμόρφωσης των τραπεζών στις δεσμεύσεις αυτές.