Περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 7 Ν 2725/1999 (όπως τροποποιήθηκε) με την οποία τίθεται όριο ηλικίας για την εκλογή στο ΔΣ αθλητικής ομοσπονδίας

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η θέσπιση, με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 22 του Ν 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν 4726/2020, περιορισμού του ορίου ηλικίας για την εκλογή σε οιαδήποτε θέση του Διοικητικού Συμβουλίου Αθλητικής Ομοσπονδίας στα εβδομήντα (70) έτη, συνιστά ανεπίτρεπτο, μη εύλογο και μη αναγκαίο περιορισμό στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Περαιτέρω, έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες στα άρθρα 4, παρ. 1 και 25, παρ. 1 του Συντάγματος αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, θίγοντας το δικαίωμα στον πυρήνα του, στο μέτρο που αφενός μεν συνεπάγεται διαρκή και «μόνιμο» αποκλεισμό από την διοίκηση των αθλητικών σωματείων, προσώπων ηλικίας άνω του επιτρεπτού καθορισμένου ορίου, αφετέρου δε χωρίς να δικαιολογείται από συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος θα ήταν κατάλληλος να αιτιολογήσει την προσφορότητα θέσπισης ενός τέτοιου περιορισμού.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

I. Ερώτημα
Εάν η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999 «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις», ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν 4726/2020, με την οποία ορίζεται ότι μετά τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ου) έτους της ηλικίας του ουδείς δύναται να εκλεγεί σε οποιαδήποτε θέση Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος.
II. Νομικό Πλαίσιο
Στο άρθρο 22, παρ. 7 του Ν 2725/1999, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 του Ν 4726/2020, με ισχύ την 18η.9.2020 (ΦΕΚ 181/18.9.2020, Τ. Α΄) ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται να εκλεγεί πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας όποιος έχει συμπληρώσει τρεις (3) συνολικά πλήρεις ή μερικές θητείες στο αξίωμα αυτό. Δεν επιτρέπεται να εκλεγεί αντιπρόεδρος, γραμματέας ή ταμίας του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας όποιος έχει εκλεγεί σε οποιοδήποτε από τα αξιώματα αυτά δύο (2) συνεχόμενες φορές για πλήρη ή μερική θητεία. Πρόσωπο που έχει υπηρετήσει επί δύο (2) συνεχόμενες θητείες σε οποιοδήποτε από τα αξιώματα του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να επανεκλεγεί σε τέτοια θέση εφόσον μεσολαβήσει χρονική περίοδος δύο (2) ετών. Μετά τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους της ηλικίας του ουδείς δύναται να εκλεγεί σε οποιαδήποτε θέση του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, δύναται, όμως, να αναλάβει άλλες αρμοδιότητες σε μη αιρετές θέσεις στις οποίες τοποθετείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της. Οι ρυθμίσεις της παρούσας ισχύουν και για τις αθλητικές ομοσπονδίες ατόμων με αναπηρία. Υποψηφιότητα που υποβάλλεται κατά παράβαση της παρούσας είναι αυτοδικαίως άκυρη».
Στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις των παραπάνω νόμων επί των προαναφερομένων άρθρων αναφέρονται επί λέξει τα εξής: Ως προς το αρχικό άρθρο 22 του Ν 2725/1999 «Η οικεία αθλητική Οµοσπονδία αποτελεί την ανώτατη οργάνωση των αθλητικών σωµατείων ή των αθλητικών ενώσεων που καλλιεργούν το ίδιο άθληµα ή κλάδο άθλησης, µε σκοπό την καλλιέργεια και την ανάπτυξή του σε όλη την χώρα. Παρέχει επομένως, κατά τεκμήριο, η αθλη
Σελ. 882τική ομοσπονδία τα εχέγγυα άσκησης του πλέον αξιόπιστου μηχανισµού ελέγχου και εποπτείας των µελών της, προς την κατεύθυνση της κατά το δυνατό προσφορότερης και προσαρμοσμένης στις ιδιαιτερότητες του οικείου αθλήματος αποτελεσματικής ανάπτυξης και λειτουργίας του στην Ελλάδα. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιµη, στο πλαίσιο άσκησης των εποπτικών και ελεγκτικών αρµοδιοτήτων της αθλητικής Οµοσπονδίας, η εισαγόµενη ρύθµιση, µε την οποία παρέχεται σε αυτή η δυνατότητα λήψης απόφασης για την ανάληψη από την ίδια της διοίκησης, διοργάνωσης και διεξαγωγής του οικείου επαγγελµατικού πρωταθλήµατος» και ως προς το τροποποιηθέν με το άρθρο 6 του Ν 4726/2020 «Στην παρ. 7 διορθώνεται ο εκ παραδρομής αναγραφείς όρος ‘’άτομα με ειδικές ανάγκες’’, ο οποίος είναι ανακριβής και απαρχαιωμένος, στον ορθό ‘’άτομα με αναπηρίες’’.
Παρατηρείται επομένως πως στις ως άνω αιτιολογικές εκθέσεις ουδεμία μνεία γίνεται περί της αναγκαιότητος ή του δικαιολογητικού σκοπού του τιθέμενου για την εκλογή σε θέση αιρετού μέλους του Δ.Σ. αθλητικής ομοσπονδίας ορίου ηλικίας, ούτε υπό την αρχική μορφή της διάταξης, αλλά ούτε και υπό την τροποποιηθείσα της μορφή.
Α. Η έννοια και η φύση των ομοσπονδιών
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος «Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους». Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 του Αστικού Κώδικα «Ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό αποκτά προσωπικότητα όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (σωματείο) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Για να συσταθεί σωματείο χρειάζονται είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα» και στο άρθρο 1 του Ν 2725/1999 «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 121/17.6.1999, Τ. Α΄) «Αθλητικό σωματείο είναι η κατά τις διατάξεις του άρθρου 78 επ. του Αστικού Κώδικα ένωση φυσικών προσώπων, που έχει ως κύριο σκοπό τη συστηματική καλλιέργεια και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων των αθλητών της για τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 1 του ως άνω νόμου «Αθλητική Ομοσπονδία είναι η ανώτατη οργάνωση αθλητικών σωματείων ή αθλητικών ενώσεων (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) που καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή κλάδο άθλησης, έχει σκοπό την καλλιέργεια και την ανάπτυξή του σε όλη τη χώρα και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78 και επόμενα του Αστικού Κώδικα. 2. Για κάθε άθλημα ή κλάδο άθλησης επιτρέπεται η σύσταση μίας (1) μόνο ομοσπονδίας για όλη τη χώρα.....».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αφενός μεν το αθλητικό σωματείο είναι πρωτοβάθμια ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που συστήνεται με ελεύθερη βούληση στα πλαίσια συνταγματικού δικαιώματος, του νόμου, του ειδικού νόμου για τον αθλητισμό και έχει ως σκοπό την αθλητική δραστηριότητα στο πλαίσιο του φιλάθλου πνεύματος και των κανόνων που απορρέουν από το διεθνές αθλητικό δίκαιο, αφετέρου δε η αθλητική ένωση, σύνδεσμος ή ομοσπονδία, αποτελεί το νομικό πρόσωπο και συγκεκριμένα τη δευτεροβάθμια, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οργάνωση, η οποία αποτελείται από πρωτοβάθμια αθλητικά σωματεία, τα οποία τηρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, ήτοι καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή κλάδο άθλησης και η οποία ιδρύεται και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 επ. του Αστικού Κώδικα, σκοπός της δε αποτελεί η καλλιέργεια και η ανάπτυξη του αθλήματος σε εθνικό επίπεδο, ενώ, σε διεθνές επίπεδο, η ομοσπονδία εκπροσωπεί το άθλημα σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) και της οικείας διεθνούς αθλητικής ομοσπονδίας και έχει την εποπτεία των αθλητικών διοργανώσεων που υπάγονται σ’ αυτή.
Περαιτέρω, για τη σύσταση ομοσπονδίας απαιτούνται αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων είκοσι (20) τουλάχιστον αθλητικών σωματείων που καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή τον ίδιο κλάδο άθλησης, τα οποία επιδεικνύουν αγωνιστική δραστηριότητα. Για κάθε άθλημα ή κλάδο άθλησης επιτρέπεται η σύσταση μιας μόνο ομοσπονδίας για όλη τη χώρα. Τα αθλήματα και οι κλάδοι άθλησης καθορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης της ομοσπονδίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αθλητικής Ομοσπονδίας εκλέγεται για τετραετή θητεία, εντός του τελευταίου τετραμήνου του έτους διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων και αποτελείται: α) από πέντε (5) έως επτά (7) μέλη, εάν η ομοσπονδία έχει στη δύναμή της από είκοσι (20) μέχρι τριάντα (30) σωματεία, β) από επτά (7) έως ένδεκα (11) μέλη, εάν η ομοσπονδία έχει στη δύναμή της από τριάντα ένα (31) έως εκατό (100) σωματεία, γ) από ένδεκα (11) έως δεκαπέντε (15) μέλη, εάν η ομοσπονδία έχει στη δύναμή της από εκατό ένα (101) έως διακόσια πενήντα (250) σωματεία, δ) από δεκαπέντε (15) έως είκοσι ένα (21) μέλη, εάν η ομοσπονδία έχει στη δύναμή της από διακόσια πενήντα ένα (251) ή περισσότερα σωματεία.

Β. Οι διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ περί ίδρυσης σωματείων
Στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (1975) ορίζεται ότι : «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και στο άρθρο 12 παρ. 1-3 αυτού ότι : «1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο». Τέλος, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υπο
Σελ. 883χρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Περαιτέρω, στο άρθρο 11 παρ 1 και 2 της Συμβά­σεως της Ρώμης «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που έχει υπογραφεί στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο 9 § 1 του ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α΄) έχουσας υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 § 1 Συντ.), ορίζεται ότι: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν του συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώμα­τος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρή­σεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμ­φερόντων του. 2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις εταίρους περιορισμούς πέρα των υπό του νόμου προβλεπόμενων και αποτε­λούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνο­μίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους».
Γ. Ερμηνεία των σχετικών διατάξεων
Με τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις κατοχυρώνεται τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο το δικαίωμα καθενός να συνεταιρίζεται και να ιδρύει μη κερδοσκοπικά σωματεία και ενώσεις, το δικαίωμα δε αυτό αποτελεί έκφανση του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, που τυποποιείται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, ειδικότερη μορφή της ελευθερίας της ομαδικής πνευματικής κίνησης και δράσης, καθώς και βάση της ελευθερίας της επαγγελματικής οργάνωσης. Στην ελευθερία ένωσης υπάγεται κάθε συλλογικό μόρφωμα, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, στο οποίο συγκεντρώνεται οικειοθελώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα, για την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων σκοπών, μη κερδοσκοπικών, πλειάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, που δρουν με τη διαδικασία λήψεως κοινών αποφάσεων. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, περιλαμβανόμενο στα δικαιώματα της συλλογικής δράσεως, με προέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα το συλλογικό στοιχείο, παρέχεται, αδιακρίτως, όχι μόνο στους Έλληνες πολίτες, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 12, παρ. 1 του Συντ., αλλά και στους αλλοδαπούς, σύμφωνα και με το προπαρατιθέμενο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή επαγγελματικής τάξεως.
Περαιτέρω, από το άρθρο 23 του Συντάγματος που προβλέ­πει ότι «το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμά­των, εναντίον κάθε προσβολής τους μέσα στα όρια του νόμου» συνάγεται ότι η ίδρυση και η συμμετοχή σε μη κερδοσκοπικά σωματεία επιτρέπεται χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό τους, αρκεί μόνο να τηρούνται οι όροι του νόμου και η άσκηση του δικαιώματος αυτού να μην παρίσταται καταχρη­στική περιλαμβανο­μένων και των επαγγελματικών σωματείων που λει­τουργούν ως συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το υπερνομοθετικό, συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με το ατομικό δικαίωμα συλλογικής δράσης του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (άρθ. 12 Συντ.) αλλά και με το δικαίωμα στην συνδικαλιστική ελευθερία (άρθ. 23 Συντ.), προσδίδει έναν εννοιολογικά αδιαμφισβήτητο συμπαγή πυρήνα απρόσβλητο από κρατικές παρεμβάσεις υπό τη μορφή της νομοθετικής ή διοικητικής παρέμβασης, αφού η άσκησή τους δεν τελεί «υπό την ειδική επιφύλαξη του νόμου». Η ελεύθερη άσκηση αυτών των δικαιωμάτων προβάλλει πρωταρχικά σημαντική για τον άνθρωπο που είναι ελεύθερος να αναπτύξει την προ­σωπικότητα του ζώντας στην σύγχρονη οργανωμένη κοινωνία. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί δίχως άλλο σε αυτούς η πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία, περιορισμοί στον αριθμό των θητειών και αντίστοιχα κωλύματα εκλογιμότητας είναι θεμιτά για την ανάδειξη της διοίκησης δημόσιων νομικών προσώπων.

Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι περιλαμβάνει την ελευθερία σύστασης, διατήρησης και λειτουργίας καθώς και διάλυσης μιας ένωσης ή σωματείου, επιλογής μεταξύ σωματείου ή απλής ένωσης, επιλογής των οργανωτικών μέσων για την επίτευξη του σκοπού, καθορισμού και αλλαγής του σκοπού της και εν γένει σύνταξης και τροποποίησης του καταστατικού της, απόφασης για την εισδοχή και την αποβολή μελών και της λήψης αποφάσεων από τα αρμόδια όργανά τους. Επιπλέον, η ελευθερία της συνένωσης συνίσταται ακόμη στη σωματειακή «αυτονομία», ήτοι στην ελευθερία διοίκησης και λειτουργίας της ένωσης την ανάδειξη των οργάνων της διοίκησης, τα οποία προέρχονται από την ελεύθερη βούληση των μελών τους και αποφασίζουν, χωρίς κρατική επέμβαση, για κάθε υπόθεση και δραστηριότητα τους, ώστε να διασφαλίζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και ο δεύτερος από τους προαναφερθέντες σκοπούς τους, η προστασία δηλαδή των επαγγελματικών συμφερόντων της οικείας επαγγελματικής τάξεως και την επιλογή των μέσων και αντικειμένων δραστηριότητας της ένωσης κατά την κρίση της διοίκησης και των μελών της. Το εν λόγω δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση των ως άνω οργανώσεων απορρέει, επίσης, και από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο καθένας έχει δικαίωμα να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Επίσης, περιλαμβάνει την ελευθερία προσχώρησης ή μη σε μια ένωση, καθώς και αποχώρησης από αυτήν, καθώς και το δικαίωμα να αποσιωπήσει κανείς την ιδιότητα του μέλους. Έκφραση αυτονομίας του σωματείου αποτελεί το καταστατικό του, που περιέχει τους εγγράφως τεθέντες κανόνες, δεσμευτικούς για τα
Σελ. 884 μέλη και τη διοίκησή του, που ρυθμίζουν την προς τα έσω και έξω οργάνωση και λειτουργία του.

Δ. Η φύση και η έκταση των περιορισμών στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι κατά τη νομολογία και η φύση του δικαστικού ελέγχου
Οι οργανώσεις σωματειακού χαρακτήρα, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, απολαμβάνουν της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, που εγγυάται το άρθρο 12 του Συντάγματος και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα και την ελευθερία προσχώρησης ή μη σε μια ένωση, καθώς και αποχώρησης από αυτήν, με αποτέλεσμα οι τιθέμενοι περιορισμοί στην ελευθερία αυτή να πρέπει να προβλέπονται ρητώς και να ερμηνεύονται στενά, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα κάθε Έλληνα ή αλλοδαπού πολίτη στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι προς τον σκοπό προασπίσεως των συμφερόντων του, δεν επιτρέπεται να εξαρτηθεί από προηγούμενη άδεια ή να υπαχθεί οιονδήποτε άλλο περιορισμό πέραν των προβλεπόμενων από το νόμο και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Αναφορικά με τους γενικούς τιθέμενους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος, η στο άρθρο 12, παρ. 1 του Συντάγματος διατυπωμένη ρήτρα περί υποχρεώσεως των ασκούντων το ανωτέρω ατο­μικό δικαίωμα «να τηρούν τους νόμους του Κράτους», έχει την έννοια ότι τόσο ο καταστατικός σκοπός, όσο και η δραστηριότητα της ενώσεως ή του σωματείου πρέπει να μην αντιβαίνουν σε διατάξεις του νόμου, με αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα, που προστατεύ­ουν έννομα αγαθά, τις οποίες υποχρεούται να τηρεί κάθε πολίτης στα πλαίσια της ατομικής του δραστηριό­τητος, όπως είναι οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις ή και άλλοι νόμοι ρυθμιστικοί της συστάσεως, οργανώ­σεως και λειτουργίας ενώσεων και σωματείων. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ με τις διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105, παρ. 3 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σωματειακή ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα των πολιτών να συνιστούν μη κερδο­σκοπικά σωματεία με χρονικά απροσδιόριστες ε­πιδιώξεις ή να είναι μέλη αυτών, μπορεί να περιο­ριστεί με τη μορφή της μη αναγνωρίσεως ή της διαλύσεως του σωματείου με δικαστική απόφαση, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη, υπό την έννοια ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση του σωματείου για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται σε μία δημοκρα­τική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο και αποτελεί ε­πιτακτική κοινωνική ανάγκη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εθνικής ή δημόσιας ασφά­λειας. Προσφυγή δε στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαι­ολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μετα­ξύ της παραβιάσεως και του σκοπού, στον οποίο τούτο αποβλέπει.
Αντίθεση δε προς τη δημό­σια τάξη υπάρχει όταν προσβάλλονται οι αντιλή­ψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός. Το έννομο, δη­λαδή, αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατά­ξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά και για την επίτευξη της οποίας και το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει περιορι­σμούς ορισμένων δικαιωμάτων στα άρθρα 11, παρ. 2, 13, παρ. 2 και 18, παρ. 3 (δικαίωμα συναθροίσεως, ελευθε­ρία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοι­χα).

Οι παραπάνω περιορισμοί προφανώς κρίνονται εύλογοι καθώς σκοπούν στον περιορισμό φαινομένων διαφθοράς, στην πρόληψη διαταραχών της τάξης, στη διατήρηση της κοινωνικής ηρεμίας και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, η ανάγκη δε προσφυγής στον περιορισμό αυτό, ήτοι στη μη αναγνώριση σωματείου, του οποίου ο σκοπός προσβάλλει τις ανωτέρω δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, που απηχούν οι θεμελιώδεις κανόνες και αρχές και διαταράσσει τον βιοτικό ρυθμό πρέπει παρά ταύτα να παρίσταται άμεση, να αποδεικνύεται αρκούντως και να επιβάλλεται ως απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των ανωτέρων σκοπών, μη ικανών να θεμελιώσουν τοιαύτη αντίθεση απλών μόνο υπονοιών ή εντυπώσεων για τις προθέσεις ή τις τυχόν σκοπούμενες δραστηριότητες του σωματείου ως παράνομες ή αντικείμενες στη δημόσια τάξη με βάση μόνο την φραστική διατύπωση του καταστατικού ή την ερμηνεία όρων του.
Όσον αφορά δε το ειδικότερο δικαίωμα του εκλέγεσθαι ως μέλος σωματείου και τους επιτρεπόμενους τιθέμενους περιορισμούς, γίνεται δεκτό ότι είναι θεμιτή η επιβολή τους, μόνο όμως εφόσον εξυπηρετούνται οι πραγματικές ανάγκες του σωματείου και με την προϋπόθεση ότι τίθενται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, δεν συνεπάγονται διαρκή αποκλεισμό ορισμένης ομάδας προσώπων από τη διοίκηση του σωματείου, δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να συμμετέχουν στη διοίκηση του σωματείου, δεν αντίκεινται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, εξυπηρετούν αποχρώντες σκοπούς δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, συναφείς προς την φύση και την αποστολή των εν λόγω μορφωμάτων ή σκοπούς συναφείς προς το σκοπό του σωματείου και δεν παρίστανται προδήλως ακατάλληλοι ή μη αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση αυτών.
Με βάση τα ως άνω, καθίσταται αντιληπτό πως η θέσπιση του περιορισμού ορίου ηλικίας των εβδομήντα (70) ετών για τη συμμετοχή προσώπου ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Αθλητικής Ομοσπονδίας δεν συνάδει με τις επιταγές του άρθρου 25, παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε ανταποκρίνεται στα κριτήρια της ρυθμιστικής παρέμβασης του νομοθέτη, που συνάγονται από την παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος. Τούτο διότι δεν εδράζεται σε κανέναν αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τοιούτο περιορισμό, δεδομένου ότι η ηλικία, από μόνη της, δεν μειώνει αναγκαίως τις πνευματικές ικανότητες για την άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων μέλους του Δ.Σ., ούτε είναι σχετική με συγκεκριμένες ιδιότητες που απαιτείται να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ενδιαφερόμενος για να ασκήσει τις εν λόγω αρμοδιότητες. Αντιθέτως, η καθιέρωση τοιαύτης αρνητικής προϋπόθεσης προσκρούει στις συνταγματικές επιταγές και τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία της προσωπικότητας, στο μέτρο
Σελ. 885μάλιστα που δεν αιτιολογείται ειδικώς, ούτε στο ίδιο το κείμενο του νόμου, αλλά ούτε και στα προπαρασκευαστικά αυτού κείμενα (αιτιολογική έκθεση κ.λπ.) συγκεκριμένος και ειδικώς προσδιοριζόμενος λόγος για τον οποίο θα ήταν αυτός (ο περιορισμός) ανεκτός, δεδομένου μάλιστα ότι αποτελεί ευθεία παρέμβαση στην άσκηση του προαναφερόμενου, επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένου, δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι.
Και ναι μεν ο ίδιος ο νομοθέτης του Ν 2725/1997 όρισε, στο άρθρο 3 του εν λόγω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν 4726/2020, γενικά κωλύματα απόκτησης της ιδιότητας μέλους αθλητικού σωματείου ή μέλους των οργάνων διοίκησης σωματείου, ένωσης, ομοσπονδίας, επαγγελματικού συνδέσμου ή αθλητικής ανώνυμης εταιρείας ή ειδικού συνεργάτη αυτών, σε όποιον δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο για κακούργημα με κλητήριο θέσπισμα ή με αμετάκλητο βούλευμα έως ότου εκδοθεί απαλλακτική απόφαση ή έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για τέλεση κακουργήματος ή έχει καταδικασθεί σε βαθμό πλημμελήματος με αμετάκλητη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε την τελευταία δεκαετία, είτε σε ποινή φυλάκισης ανώτερη του ενός (1) έτους για τα αναφερόμενα στο εδάφιο αυτό αδικήματα, έχει δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης τιμωρηθεί με την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η στέρηση αυτή, έχει τιμωρηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 130, περί της υποχρέωσης τήρησης φιλάθλου πνεύματος, του παρόντος νόμου και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η τιμωρία, εφόσον αυτή έχει επικυρωθεί με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (ΑΣΕΑΔ) μετά από άσκηση προσφυγής ή έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης προσφυγής ενώπιον του ΑΣΕΑΔ, ωστόσο και στην περίπτωση αυτοί, οι περιορισμοί αυτοί προφανώς εδράζονται στην ανάγκη του να πατάξει τα φαινόμενα διαφθοράς, να αποτρέψει και να καταστείλει τις εγκληματικές ενέργειες, ιδίως σε ένα χώρο ευαίσθητο όπως ο χώρος του αθλητισμού και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου, στον οποίο έχουν επανειλημμένα παρατηρηθεί φαινόμενα βίας και παραβατικών συμπεριφορών, να καλλιεργήσει την ευγενή άμιλλα, το φιλοαθλητικό πνεύμα και τον σεβασμό στο χώρο αυτό.
Στον αντίποδα, η καθιέρωση του ανωτάτου ηλικιακού ορίου των εβδομήντα ετών για την εκλογή σε θέση μέλους του Δ.Σ. όχι μόνο συνιστά ανεπίτρεπτο, μη εύλογο και μη αναγκαίο περιορισμό στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι εν’ όψει μάλιστα του γεγονότος πως ουδόλως αιτιολογείται πώς η συγκεκριμένη ηλικία του προσώπου επιδρά αρνητικά και αποτρεπτικά στην αποτελεσματική άσκηση της ιδιότητάς του να αποτελεί αιρετό μέλος διοίκησης, παρεμποδίζοντας την ορθή και κατά το συμφέρον του σωματείου λήψη αποφάσεων, αλλά συνιστά επιπροσθέτως παραβίαση της αρχής της ισότητος, στο μέτρο που ο ανωτέρω περιορισμός συνεπάγεται διαρκή και «μόνιμο» αποκλεισμό από την διοίκηση των αθλητικών σωματείων, προσώπων ηλικίας άνω του επιτρεπτού καθορισμένου ορίου, θίγοντας στον πυρήνα του το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στην διοίκησή τους και παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητος.
Επί του παρόντος αξίζει να σημειωθεί ότι το ΣτΕ έχει κρίνει, με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, σχετικά με τη θέσπιση περιορισμού του δικαιώματος επανεκλογής στις θέσεις του προέδρου και του μέλους του διοικητικού συμβουλίου (Δ.Σ.) δικηγορικού συλλόγου για περισσότερες από δύο ή τρεις, αντίστοιχα, συνεχόμενες θητείες, ότι τοιούτος περιορισμός δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της αναλογικότητος, δεδομένου ότι: α) εξυπηρετεί προφανείς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι ανάγονται, προεχόντως, στην ανάγκη εναλλαγής προσώπων στην διοίκηση επαγγελματικών οργανώσεων με έντονα δημόσιο χαρακτήρα, όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι, ώστε να αποτρέπονται φαινόμενα δημιουργίας ισχυρών προσωπικών δεσμών μεταξύ των ασκούντων διοίκηση και των μελών τους, απότοκα της μακροχρονίου παραμονής των ίδιων προσώπων στην διοίκηση, με συνέπεια να απομειώνεται σοβαρά, κατά την κοινή πείρα, η αποτελεσματικότητα της ασκούμενης διοικήσεως, αλλά και να δημιουργούνται αμφισβητήσεις ως προς τον σύννομο και χρηστό χαρακτήρα της ασκήσεώς της και β) δεν συνεπάγεται διαρκή αποκλεισμό από την διοίκηση των δικηγορικών συλλόγων, αλλά αφορά την δυνατότητα επανεκλογής του ίδιου προσώπου για τρίτη (ή τέταρτη) συνεχόμενη θητεία, χωρίς να αποκλείεται η επανεκλογή του στο μέλλον, αφού μεσολαβήσει μία περίοδος υποχρεωτικής αποχής του από την διοίκηση.

Πλην όμως, τα ως άνω κριθέντα αφενός μεν αφορούν το ουσιωδώς διάφορο ζήτημα του περιορισμού της εκλογής στη διοίκηση επί μακρό χρονικό διάστημα και όχι του περιορισμού όσον αφορά την ηλικία, αφετέρου δε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε τα ανωτέρω όσον αφορά τις περιπτώσεις σωματειακού χαρακτήρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία και έχουν ως κύρια αποστολή τους την πέραν συντεχνιακών αντιλήψεων ή επαγγελματικών διεκδικήσεων των μελών συμβολή στην αρμονική συνεργασία αυτών και της Πολιτείας, επομένως πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις εν σχέσει με τα αθλητικά σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως οι Αθλητικές Ομοσπονδίες, όπου πρόκειται για ένας πλήρως αυτοδιοικούμενο, αυτόνομο, μη επιχορηγούμενο σωματείο, που διέπεται από τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
Ε. Η συνάφεια με το δικαίωμα του εκλέγειν – εκλέγεσθαι
Συναφές με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, καθώς και τα δύο δικαιώματα συνίστανται στην έκφραση της βούλησης του εκλέγοντος, μέσω της άσκησης της ψηφοφορίας, για την επιλογή του καταλληλότερου εκπροσώπου του. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 51 επόμενα του Συντάγματος, όπου τυποποιούνται και ειδικότερα τα θετικά προσόντα που ο πολίτης πρέπει να διαθέτει και, υπό αρνητική διατύπωση, να μην έχει στερηθεί προκειμένου να είναι φορέας του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Σελ. 886 Πλέον ειδικότερα, το δικαίωμα της ψήφου στερούνται όσοι τελούν σε δικαστική απαγόρευση, λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας ή σε ηθική αναξιότητα, συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων του Ποινικού και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, τα κωλύματα δε αυτά αποτελούν και περιορισμούς του συνταγματικού δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ενώ περαιτέρω ο συνταγματικός νομοθέτης, όρισε στα άρθρο 57 και 56 του Συντάγματος, ορισμένες ιδιότητες που, αν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποψηφίου, κωλύουν η είναι ασυμβίβαστες με την εκλογή του σε δημόσιες θέσεις, προς διασφάλιση της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θελήσεως από τις άμεσες ή έμμεσες επιρροές, που μπορεί να ασκήσει ο κάτοχος κάποιας από τις προαναφερόμενες ιδιότητες.

Πέραν τούτου, ουδέν άλλο κώλυμα ή ασυμβίβαστο προβλέπεται, καθώς ο συντακτικός νομοθέτης, έχοντας ως γνώμονα ότι τα κωλύματα εκλογιμότητας αποτελούν και κωλύματα του εκλέγεσθαι απέβλεψε να μειώσει και να περιορίσει τα εν λόγω κωλύματα εκλογιμότητας, που εμποδίζουν τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία της αναδείξεως των βουλευτών και, για το λόγο αυτό, καθόρισε περιοριστικά τα κωλύματα στις περιπτώσεις εκείνες, οι οποίες θεωρήθηκαν ότι η θέσπισή τους διασφαλίζει την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θελήσεως από τις παραπάνω αναφερόμενες άμεσες ή έμμεσες επιρροές, σε κάθε δε περίπτωση κάθε διάταξη που θεσπίζει κάποιο κώλυμα πρέπει να ερμηνεύεται στενώς.

Επομένως, καθίσταται αντιληπτό ότι το όριο ηλικίας ουδόλως αποτελεί κώλυμα εκλογής προσώπου στο βουλευτικό αξίωμα, τούτο δε διότι ο νομοθέτης προφανώς απέβλεψε στην κατοχύρωση της ελεύθερης και ανεμπόδιστης άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, με την εκλογή σε ανάλογη θέση προσώπων που απηχούν την πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος,
Σελ. 887χωρίς να περιορίζονται τα προσόντα τους από ηλικιακά όρια, για τον επιπρόσθετο επίσης λόγο πως η ηλικία δεν αποτελεί και δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο άσκησης των αρμοδιοτήτων ενός βουλευτή.
Συνεπώς, για τον ίδιο λόγο παρίσταται άνευ δικαιολογητικού σκοπού η καθιέρωση τέτοιου ορίου στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, αφού υπάρχει προφανής συνάφεια μεταξύ των δύο δικαιωμάτων, εφόσον πρόκειται σε αμφότερες τις περιπτώσεις για εκλογή προσώπου που απηχεί της εμπιστοσύνης και της προτίμησης του εκλογέα να τον εκπροσωπεί στη λήψη των αποφάσεων προς συμφέρον του σωματείου και κατ’επέκταση δικό του.
III. Συμπερασματικά
Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί ειδικότερη μορφή της ελευθερίας της ομαδικής πνευματικής κίνησης και δράσης, βάση της ελευθερίας της επαγγελματικής οργάνωσης και ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης απαιτείται να είναι φειδωλός και να περιορισθεί ως προς την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών ως προς την άσκησή του, δεδομένου ότι ανήκει περαιτέρω στην προστασία της πνευματικής ζωής. Προς το σκοπό τούτο, ο τιθέμενος με το άρθρο 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν 4726/2020, περιορισμός του ορίου ηλικίας για την εκλογή σε οιαδήποτε θέση του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας τα εβδομήντα (70) έτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 12, παρ. 1 , αλλά ούτε και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς περιορίζει υπέρμετρα την απόλαυση άσκησης του εν λόγω δικαιώματος στις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, θίγοντάς το στον πυρήνα του, χωρίς παράλληλα να δικαιολογείται από συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος θα ήταν πρόσφορος να αιτιολογήσει την προσφορότητα θέσπισης τοιούτου περιορισμού και συγκεκριμένα το πώς η ηλικία θεωρείται ότι επηρεάζει την αποτελεσματικότητα εκάστου προσώπου να καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση ευθύνης ή να λάβει τις προς το συμφέρον και τον υπηρετούμενο σκοπό της Ομοσπονδίας καταλληλότερες αποφάσεις.

anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα