Κείμενο
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι σχέσεις του Ενωσιακού Δικαίου με τα εθνικά δίκαια μπορούν να προσδιοριστούν διττώς: αφενός ενωσιακά, αφετέρου συνταγματικά. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η Ενωσιακή έννομη τάξη πρέπει να είναι αυτόνομη και υπερέχουσα, ιδίως για εκείνες τις διατάξεις που δεσμεύουν και μάλιστα δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των πολιτών. Ο προσδιορισμός των σχέσεων μέσα από το πρίσμα των εθνικών συνταγμάτων, κατά το δόγμα του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι διαφορετικός. Η Ενωσιακή έννομη τάξη, ως απότοκος των εθνικών, οφείλει να σέβεται τα εθνικά συντάγματα, να ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτά, επειδή μόνο αυτά έχουν την πλήρη δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις σφράγισαν την πορεία της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μάλιστα την τελευταία δεκαετία με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις αντιπαλότητας. Η διαμάχη αυτή όντως προσέλαβε οξεία μορφή με την απόφαση Weiss του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε ανεφάρμοστη στη Γερμανία την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σχετική με την ενίσχυση των εθνικών οικονομιών, μέσω της ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης, κρίνοντας ότι η ΕΚΤ υπερέβη των νομισματικών της αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και το ΔΕΕ, το οποίο αποδέχτηκε ότι αυτή η απόφαση της ΕΚΤ ήταν σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις της EE.
Η σχέση των εθνικών συνταγμάτων με τις Συνθήκες της ΕΕ φαίνεται, τουλάχιστον μέσα από το πρίσμα του Έλληνα νομοθέτη, να προσλαμβάνει την ορθή διάστασή της, έτσι όπως την προσδιόρισε η νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να αποφευχθεί σύγκρουση του εθνικού συντάγματος με το δίκαιο της ΕΕ, επιβάλλεται όπως το πρώτο ερμηνευθεί σύμφωνα με το δεύτερο. Πράγματι, με τη ψήφιση του νόμου 5094/2024 φαίνεται ότι επιδιώκεται να παρακαμφθεί η ρύθμιση του άρθρου 16 του Συντάγματος (Σ), σύμφωνα με την οποία « η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Αυτή η προσέγγιση προϋποθέτει ότι το δίκαιο της ΕΕ ρυθμίζει διαφορετικά το εν λόγω θέμα, αφού μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί «διορθωτικά» το άρθρο 16 Σ. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται να εξεταστεί εάν το δίκαιο της ΕΕ βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 16 Σ, τη σύμφωνη ερμηνεία του οποίου με αυτό υιοθέτησε ο νομοθέτης, προκειμένου να αποφύγει επίκληση της αντισυνταγματικότητας του νέου νόμου.
ΙΙ. ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της. Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με μια σειρά αρμοδιοτήτων που τα κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει στην Ένωση. Οι αρμοδιότητες που έχουν αναγνωριστεί στην Ένωση δομούνται σε τρεις κατηγορίες: τις αποκλειστικές, τις συντρέχουσες και τις υποστηρικτικές. Οι σχετικές με τα Πανεπιστήμια διατάξεις της ΕΕ βρίσκονται και στις τρεις κατηγορίες. Η κοινή εμπορική πολιτική στις αποκλειστικές, η εσωτερική αγορά στις συντρέχουσες και η «παιδεία» στις υποστηρικτικές, δηλαδή εκείνες όπου « Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών». Στον τομέα της παιδείας, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 165.1 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία η Ένωση πρέπει να σέβεται «πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία». Μάλιστα, η όποια σχετική δράση της ΕΕ, η οποία οδηγεί σε ρύθμιση δεν μπορεί να εναρμονίζει τα εθνικά δίκαιο των κρατών μελών. Το κρίσιμο θέμα που τίθεται είναι εάν υπάρχουν διατάξεις του δικαίου της ΕΕ που πλήττουν αυτήν την αρμοδιότητα των κρατών μελών, δηλαδή την αρμοδιότητα να ορίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αρμοδιότητα που η Ένωση οφείλει να σέβεται.
Α. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Ως γνωστόν, η Ένωση έχει αρμοδιότητα να θεσπίζει μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Ειδικότερα, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Προς εφαρμογή αυτών των οικονομικών ελευθεριών, έχουν εκδοθεί πολλές οδηγίες. Μεταξύ των Οδηγιών που έχουν εκδοθεί ήταν και η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Η Οδηγία αυτή δεν εφαρμόστηκε όπως θα έπρεπε από πολλά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και από την Ελλάδα. Η ανάπτυξη που ακολουθεί είναι λειτουργικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι θα αναφερθούν ορισμένες πτυχές του δικαίου της εσωτερικής αγοράς, οι οποίες αφορούν τη σχέση του νόμου 5094/2024 με τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ.
α) Η ελευθερία εγκαταστάσεως
Η έννοια, το περιεχόμενο και οι εν γένει απαιτήσεις της ελευθερίας εγκατάστασης θα προκύψουν από τις αποφάσεις που εξεταστούν κατωτέρω, εκκινώντας από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2003. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η Valentina Neri είχε εγγραφεί στο Nottingham Trent University (στο εξής: NTU) με σκοπό την απόκτηση, έπειτα από πανεπιστημιακές σπουδές τετραετούς διάρκειας, πτυχίου πολιτικής επιστήμης και διεθνών σπουδών (Bachelor of Arts with honours in International Political Studies). Το NTU είναι πανεπιστήμιο το οποίο διέπεται από τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και περιλαμβάνεται στον πίνακα των οργανισμών που έχουν την εξουσία να χορηγούν, μετά την περάτωση πανεπιστημιακών σπουδών τετραετούς διάρκειας, ακαδημαϊκούς τίτλους (Bachelor of Arts with honours) που έχουν νομική ισχύ. Το NTU διοργανώνει μαθήματα στην έδρα του, στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εκδίδονται τα τελικά διπλώματα. Ωστόσο, το άρθρο 216 του Education Reform Act 1988 προβλέπει ένα άλλο σύστημα μέσω του οποίου τα πανεπιστήμια μπορούν να χορηγούν διπλώματα. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο Υπουργός Παιδείας εγκρίνει τον κατάλογο των οργανισμών που μπορούν να διοργανώνουν προπαρασκευαστικά μαθήματα για την απόκτηση διπλώματος εκδιδόμενου από αναγνωρισμένο οργανισμό και εγκεκριμένου από ή για λογαριασμό του εν λόγω οργανισμού. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει τη European School of Economics (ESE Insight World Education System Ltd, στο εξής: ESE). Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι ο ως άνω οργανισμός είναι ένα Higher Education College (ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως) που δικαιούται, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου, να διοργανώνει και να παρέχει τα πανεπιστημιακά μαθήματα που εγκρίνει το NTU. H ESE, η οποία λειτουργεί υπό μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, είναι επιχείρηση με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και έχει πολυάριθμες εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη. Η ESE έχει καταχωρισθεί στο εμπορικό επιμελητήριο της Ρώμης υπό τη νομική μορφή εταιρίας συσταθείσας βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους και έχει δώδεκα υποκαταστήματα στην Ιταλία. Η ESE δεν χορηγεί δικούς της τίτλους σπουδών, αλλά διοργανώνει, αντί αμοιβής, μαθήματα για τους φοιτητές οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο NTU, σύμφωνα με τα προγράμματα σπουδών που εγκρίνονται από το τελευταίο, το οποίο χορηγεί μεταγενεστέρως το τελικό πανεπιστημιακό πτυχίο (Bachelor of Arts with honours). Η ποιότητα των μαθημάτων που παρέχει η ESE υπόκειται επίσης στον έλεγχο ενός δημοσίου οργανισμού (The quality Assurance Agency for Higher Education). Η V. Neri, προκειμένου να αποφύγει τα υψηλά έξοδα που θα προέκυπταν από την παραμονή της στο Ηνωμένο Βασίλειο καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών της, αποφάσισε να παρακολουθήσει τα πανεπιστημιακά μαθήματα στην ESE στην Ιταλία. Έπειτα από την εγγραφή της στο πρώτο έτος σπουδών που διοργανώνει η ESE στη Γένοβα και αφού κατέβαλε ως προκαταβολή στην ESE το ποσό των 4.000.000 ιταλικών λιρών (ITL) (2.065,83 ευρώ), η V. Neri πληροφορήθηκε, από έγκυρες ιταλικές πηγές, ότι η ESE δεν είχε την εξουσία να διοργανώνει πανεπιστημιακά μαθήματα και ότι οι τίτλοι τους οποίους χορηγούσε το πανεπιστήμιο, μολονότι αναγνωρίζονται νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν στην Ιταλία εάν είχαν αποκτηθεί με βάση τις περιόδους σπουδών που συμπληρώθηκαν στην ιταλική επικράτεια.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θέτει ως εξής το πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς. Η επ' αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως είναι μια οικονομική δραστηριότητα η οποία εμπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, οσάκις η εν λόγω δραστηριότητα ασκείται από υπήκοο ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως εντός του τελευταίου αυτού κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η ESE, της οποίας η κύρια εγκατάσταση βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, διοργανώνει μαθήματα τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως μέσω δευτερευουσών εγκαταστάσεών της στην Ιταλία, και, εν προκειμένω, μέσω της εγκαταστάσεώς της στη Γένοβα, τα προδικαστικά ερωτήματα, κατά το μέτρο που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που προστατεύονται από τη Συνθήκη, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως της ESE. Το σχετικό άρθρο της Συνθήκης επιβάλλει την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ως τέτοιος περιορισμός πρέπει να θεωρείται κάθε μέτρο το οποίο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ως άνω ελευθερίας. Επί της επίμαχης πρακτικής, η απόφαση είναι σαφής: « Είναι πρόδηλο ότι μια διοικητική πρακτική, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία ορισμένα διπλώματα που χορηγούνται μετά την περάτωση των παρεχόμενων από την ESE μαθημάτων πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως δεν αναγνωρίζονται στην Ιταλία, είναι ικανή να αποτρέπει τους φοιτητές από το να παρακολουθούν τα μαθήματα αυτά και να παρακωλύει, κατ' αυτόν τον τρόπο, σοβαρά την άσκηση, εκ μέρους της ESE, της οικονομικής δραστηριότητάς της στο εν λόγω κράτος μέλος. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια διοικητική πρακτική όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως της ESE. Είναι ενδιαφέρουσα η σύνοψη από το Δικαστήριο των ισχυρισμών που πρόβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση. Κατά την απόφαση, η Ιταλική Κυβέρνηση φαίνεται να θέλει να δικαιολογήσει τον ως άνω περιορισμό λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ιταλική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει συμφωνίες, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη, στον τομέα της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, κατά το μέτρο που εμμένει στην αντίληψη ότι η εν λόγω εκπαίδευση είναι «δημόσιο αγαθό» μέσω του οποίου εκφράζονται οι πολιτιστικές και ιστορικές αξίες ενός κράτους. Κατά την ως άνω κυβέρνηση, μια τέτοια συμφωνία στον τομέα της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως εμποδίζει τον άμεσο ποιοτικό έλεγχο των ιδιωτικών φορέων από τις αρμόδιες αρχές τόσο στο κράτος καταγωγής όσο και στο κράτος υποδοχής.
Στα επιχειρήματα αυτά της Ιταλικής Κυβέρνησης, το Δικαστήριο απάντησε ως εξής. Καίτοι ο σκοπός της διασφαλίσεως ενός υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως είναι θεμιτός προκειμένου να δικαιολογηθούν περιορισμοί στις θεμελιώδεις ελευθερίες, οι εν λόγω περιορισμοί πρέπει να είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν πρέπει να υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Κατά την απόφαση, η επίμαχη διοικητική πρακτική δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως ενός υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως τον οποίο επικαλέστηκε η Ιταλική Κυβέρνηση, επειδή η ιταλική έννομη τάξη αναγνωρίζει, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του νόμου 341/90, συμφωνίες μεταξύ των ιταλικών πανεπιστημίων και άλλων ιταλικών ιδρυμάτων ανωτέρων ή ανωτάτων σπουδών, οι οποίες συμφωνίες είναι ανάλογες με τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του NTU και της ESE. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω πρακτική δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση της αναλογικότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, επειδή αποκλείει κάθε έλεγχο εκ μέρους των εθνικών αρχών και, επομένως, κάθε δυνατότητα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων που χορηγούνται υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη.Καταληκτικά η απόφαση, ενώ αναγνωρίζει ως θεμιτό σκοπό που δικαιολογεί εξαίρεση στην ελευθερία εγκατάστασης τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, κρίνει ότι ο τρόπος ρύθμισης του θέματος δεν είναι αναλογικός του σκοπού, επειδή απαγορεύει οποιοδήποτε έλεγχο της ποιότητας παροχής εκπαίδευσης από τους ιδιωτικούς φορείς, την οποία απλά απαγορεύει. Όσον αφορά το χαρακτηρισμό της εκπαίδευσης ως «δημόσιο αγαθό» μέσω του οποίου εκφράζονται οι πολιτιστικές και ιστορικές αξίες ενός κράτους, προσέγγιση που μας παραπέμπει στα σημερινά άρθρα 165 και 166 ΣΛΕΕ, και ευρύτερα στην αρχή της προστασίας της εθνικής ταυτότητας, η απόφαση του Δικαστηρίου επέλεξε να μην τοποθετηθεί, κάτι που έκανε, όσον αφορά τα εν λόγω άρθρα, με αφορμή την εφαρμογή της Οδηγίας 89/48/ ΕΟΚ.
Αξίζει να σημειωθεί μια ενδιαφέρουσα πτυχή της νομολογίας του Δικαστηρίου,όσον αφορά την έννοια της εγκατάστασης. Ενώ συνήθως με την ελευθερία εγκατάστασης νοείται η ίδρυση δευτερεύουσας εγκατάστασης, στην απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017 το Δικαστήριο έκρινε ότι άπτεται της ελευθερίας εγκατάστασης η περίπτωση στην οποία εταιρία συσταθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει την καταστατική έδρα της επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, έστω και αν η εταιρία αυτή συστάθηκε στο πρώτο κράτος μέλος με μοναδικό σκοπό να εγκατασταθεί στο δεύτερο, όπου πρόκειται να ασκεί το κύριο μέρος ή και το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε από την απόφαση της 6.10.2020, σύμφωνα με την οποία η απαίτηση παροχής υπηρεσιών διδασκαλίας στο κράτος της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύματος συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ. β) Η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ
Όπως ήδη σημειώθηκε η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 προβαίνει στη σύσταση ενός γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Η Οδηγία αυτή επιδίωκε να εξαλείψει τα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ενισχύει το δικαίωμα του ευρωπαίου πολίτη να αποκτά επαγγελματικές γνώσεις, όπου επιθυμεί και να τις χρησιμοποιεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Το σύστημα που καθιερώνει η Οδηγία αποσαφηνίστηκε μεταξύ άλλων στην απόφαση του Δικαστηρίου της 23.10.2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας. Εν συντομία, η σχετική υπόθεση έχει ως εξής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο τότε Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ζητώντας να διαπιστωθεί η μη τήρηση από την Ελλάδα της Οδηγίας 89/48, επειδή μεταξύ άλλων: 1) δεν αναγνώριζε τα διπλώματα που χορηγήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο σπουδών βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, 2) επέβαλε αντισταθμιστικά μέτρα σε περισσότερες περιπτώσεις από όσες επιτρέπει η Οδηγία. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία: 1) ένα κράτος μέλος υποδοχής δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει δίπλωμα που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όταν με το δίπλωμα αυτό πιστοποιούνται σπουδές οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, στο κράτος μέλος υποδοχής και οι οποίες, κατά τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, 2) κατά τα άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΣΕΚ), το περιεχόμενο της διδασκαλίας και η οργάνωση τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οπότε τυχόν υποχρέωση κράτους μέλους να αναγνωρίσει εκπαίδευση που πραγματοποιήθηκε στο έδαφός του ως πανεπιστημιακή ή τριτοβάθμια εν γένει, παρά την αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, θα αντέβαινε στην κατανομή των αρμοδιοτήτων κατά τα άρθρα 149 και 150 ΣΕΚ και 3) κατά το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος, η πανεπιστημιακή και τριτοβάθμια εν γένει εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικά και μόνον από δημόσια ιδρύματα, ενώ η ίδρυση σχολών τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως από ιδιώτες απαγορεύεται ρητώς.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε πως το Δικαστήριο απάντησε σε αυτούς τους ισχυρισμούς της Ελληνικής Κυβέρνησης, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση του νέου νόμου 5094/2024, υπό το πρίσμα τόσο του δικαίου της ΕΕ, όσο και του άρθρου 16 Σ. Κατά την απόφαση του Δικαστηρίου: 1) ούτε το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/48 ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Οδηγίας αυτής επιβάλλει περιορισμό όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών πρέπει να έχει αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα του. Συγκεκριμένα, από το εν λόγω άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, ρητώς προκύπτει ότι αρκεί η εκπαίδευση να έχει πραγματοποιηθεί «κατά το μεγαλύτερό της μέρος στην Κοινότητα». Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η φράση αυτή καλύπτει τόσο την εκπαίδευση που πραγματοποιήθηκε στο κράτος μέλος που χορήγησε τον οικείο τίτλο σπουδών όσο και αυτήν που πραγματοποιήθηκε εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε άλλο κράτος μέλος, 2) σύμφωνα με το σύστημα της Οδηγίας αυτής, ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα εντός του κράτους μέλους στο οποίο αυτό αποκτήθηκε ή αναγνωρίστηκε. Ως εκ τούτου, τυχόν διαφορές ως προς τη διάρκεια ή το περιεχόμενο μεταξύ της εκπαιδεύσεως σε άλλο κράτος μέλος και της εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν άρνηση της αναγνωρίσεως των οικείων επαγγελματικών προσόντων. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διαφορές αυτές είναι ουσιώδεις, μπορεί να δικαιολογηθεί, ως μέγιστη επιτρεπόμενη παρέκκλιση, η απαίτηση του κράτους μέλους υποδοχής να επιβάλει στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, κάποιο από τα αντισταθμιστικά μέτρα που προβλέπει η διάταξη αυτή, 3) το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που καθιερώθηκε με την Οδηγία 89/48 στηρίζεται, συγκεκριμένα, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν. Το σύστημα αυτό θέτει, κατ’ ουσία, τεκμήριο περί του ότι τα προσόντα αιτούντος ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε ένα κράτος μέλος είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στα λοιπά κράτη μέλη, 4) εγγενές στοιχείο του συστήματος αυτού, το οποίο δεν προβαίνει σε καμία εναρμόνιση των σπουδών που παρέχουν πρόσβαση στα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, είναι ότι εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που παρέχουν πρόσβαση στα επαγγέλματα αυτά να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημά τους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών. Επισημαίνεται συναφώς ότι, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της Οδηγίας 89/48, το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται ρητώς να δεχθεί, εν πάση περιπτώσει, ως απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση διπλώματος, τις βεβαιώσεις και τα συναφή έγγραφα που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν τα έγγραφα αυτά, δύναται όμως να προβεί σε έλεγχο σχετικά με τις προϋποθέσεις εκείνες του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της Οδηγίας 89/48 ως προς τις οποίες, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των εγγράφων αυτών, υφίστανται αμφιβολίες για το αν πληρούνται, 5) ως εκ τούτου, το ζήτημα αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος διπλώματος, είναι «πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της Οδηγίας 89/48, πρέπει να κρίνεται αποκλειστικώς βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως του κράτους μέλους του οποίου αρμόδια αρχή χορήγησε το δίπλωμα, 6) η άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς το ζήτημα αυτό, η οποία συνίσταται στην εφαρμογή των διατάξεων που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές, θα υποχρέωνε, τελικά, τις αρμόδιες αρχές που χορηγούν διπλώματα να αντιμετωπίζουν τους ενδιαφερομένους που πραγματοποίησαν σπουδές ισότιμου επιπέδου κατά διαφορετικό τρόπο, αναλόγως του κράτους μέλους εντός του οποίου πραγματοποίησαν τις σπουδές τους, 7) πρέπει να επισημανθεί εξάλλου ότι, κατά το γράμμα της Οδηγίας 89/48, οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, της Οδηγίας αυτής αρκεί να πρόκειται για «ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου». Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση που θέτει η διάταξη αυτή δεν σκοπεί να διασφαλίσει ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα πληροί τυπικές προϋποθέσεις ως προς το νομικό καθεστώς του, αλλά αφορά κατ’ ουσίαν το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως. Η προϋπόθεση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα χαρακτηριστικά του χορηγούμενου διπλώματος. Ως εκ τούτου, η σχετική κρίση εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής που χορηγεί το δίπλωμα, η οποία οφείλει να ελέγχει ότι το δίπλωμα απονέμεται μόνο σε άτομα που διαθέτουν επαρκή προσόντα για να ασκήσουν το νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, στο οποίο παρέχει πρόσβαση το δίπλωμα, 8) πρέπει να επισημανθεί ότι η ερμηνεία αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η Οδηγία 89/48 δεν αφορά την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά μόνον τα επαγγελματικά προσόντα τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα. Ομοίως, καθόσον χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών αποκλειστικά βάσει των κανόνων που διέπουν τα αντίστοιχα συστήματά τους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, τα διπλώματα που πιστοποιούν σπουδές που πραγματοποιήθηκαν βάσει συμφωνίας δικαιοχρήσεως δεν εντάσσονται, από απόψεως της Οδηγίας 89/48, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, ο σκοπός της διασφαλίσεως του υψηλού επιπέδου των ελληνικών πανεπιστημιακών σπουδών δεν τίθεται σε κίνδυνο από τις σπουδές αυτές, η διασφάλιση της ποιότητας των οποίων εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που πιστοποιούν τις εν λόγω σπουδές.
Αναμφίβολα, με αυτή την απάντησή του το Δικαστήριο οριοθετεί εκ νέου, στη βάση όμως της ρυθμιστικής αντίληψης του νομοθέτη της Κοινότητας/Ένωσης, τις σχέσεις μεταξύ του δικαίου της ΕΕ και του Συντάγματος. Το άρθρο 16 του Συντάγματος πρέπει να ερμηνευθεί έτσι ώστε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα που επέβαλε η ΣΛΕΕ και η Οδηγία 89/48. Καίτοι το άρθρο 16 του Συντάγματος αναφέρεται ρητώς και στην επαγγελματική εκπαίδευση, η παροχή αυτής πρέπει να γίνεται πλέον με τα κριτήρια της Οδηγίας. Η αφαίρεση της επαγγελματικής εκπαίδευσης από το πεδίο εφαρμογής του Συντάγματος ή η συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής του υπαγορεύεται από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, το οποίο θέτει ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο για την αναγνώριση των διπλωμάτων που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνει μια νέα διάσταση, υπό την άμεση επίδραση της Οδηγίας 89/48. Καίτοι η απόφαση επισημαίνει ότι «η ερμηνεία αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος», το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αφαιρεθεί ό,τι ρυθμίζει η Οδηγία 89/48 κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο βαθμό δε που η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την επαγγελματική εκπαίδευση, η διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκών τίτλων και επαγγελματικών προσόντων καθίσταται αμφίβολη και ελάχιστα πειστική.
Σε συνέχεια αυτής της ιδιαιτέρως σημαντικής απόφασης του Δικαστηρίου, αξίζει να αναφερθεί ότι η Οδηγία 89/48 αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Σύμφωνα με το άρθρο 50, παρ.3 της Οδηγίας 2005/36: «σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ), από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, το κράτος μέλος υποδοχής έχει το δικαίωμα να επαληθεύει με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου· β)κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου και γ)κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο. Πρόκειται αναμφίβολα για προσπάθεια βελτίωσης της Οδηγίας 89/48, επιτρέποντας στις αρχές του κράτους υποδοχής να προβούν σε ένα πιο εμπεριστατωμένο έλεγχο, από κοινού με τον αρμόδιο φορέα του κράτους καταγωγής του τίτλου, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη μιας εκπαιδευτικής πολιτικής bon pour l’orient μεταξύ των κρατών μελών.
Β. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΉΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Το άρθρο 207 ΣΛΕΕ που αναφέρεται στην κοινή εμπορική πολιτική προβλέπει ότι το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη συμφωνιών στον τομέα του εμπορίου κοινωνικών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών υπηρεσιών, όταν υπάρχει κίνδυνος οι συμφωνίες αυτές να επιφέρουν σοβαρή διατάραξη της οργάνωσης των υπηρεσιών αυτών σε εθνικό επίπεδο και να θιγούν οι ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή τους. Σημειωτέον ότι οι συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη. Ως γνωστόν, το Συμβούλιο ενέκρινε με την απόφαση 94/800/ΕΚ τη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία περιλαμβάνει στο παράρτημα 1 Β τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, γνωστότερη με τα αρχικά στην αγγλική ως GATS. Το ΔΕΕ ερμήνευσε τη συμφωνία αυτή σε μια σειρά αποφάσεων, ιδίως στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020. Κατά την απόφαση αυτή, εν συντομία παρουσιαζόμενη, κάθε διεθνής συμφωνία η οποία συνάπτεται από την Ένωση συνιστά, από την έναρξη της ισχύος της, αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης. Οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATS άπτονται της κοινής εμπορικής πολιτικής, όπου η Ένωση, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1 στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα. Αναφορικά με τις σχέσεις της συμφωνίας αυτής με την εκπαίδευση, το Δικαστήριο, παρ’ όλη την ύπαρξη του άρθρου 207, παράγραφος 6, υπογραμμίζει ως θέση αρχής τα εξής: «μολονότι από το άρθρο 6, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία αρμοδιότητα στον τομέα της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της Ένωσης σε θέματα εκπαίδευσης περιορίζεται στο να «αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών», οι δεσμεύσεις οι οποίες αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATS, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ελευθέρωση της εμπορίας των υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης». Χωρίς να προκύπτουν εκ πρώτης όψεως οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο συνάγει ότι αυτή η νομική κατάσταση καθιστά «εσφαλμένο τον ισχυρισμό» «ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είναι εκείνα που, στον τομέα της εμπορίας των υπηρεσιών εκπαίδευσης, λογοδοτούν ατομικώς για την ενδεχόμενη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο της GATS». Μια πρόσθετη συνέπεια φαίνεται να είναι η αρμοδιότητα του ΔΕΕ να αποφανθεί επί της αιτιάσεως περί παραβάσεως των διατάξεων της GATS, ένεκα της ύπαρξης συστήματος επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ, σε άσκηση προσφυγής κατά κράτους μέλους λόγω παραβάσεως του δικαίου της ΕΕ. Η θέση αυτή οδηγεί το Δικαστήριο να ερμηνεύσει κατ’ αρχάς ενδεχόμενους περιορισμούς ως προς τις δεσμεύσεις τις οποίες έχει αναλάβει ένα κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου XVII της GATS αναφορικά με την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Όσον αφορά την απαίτηση της Ουγγαρίας για παροχή υπηρεσιών διδασκαλίας στο κράτος της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύματος, απαίτηση που αντιτίθεται στο άρθρο XVII της GATS για διασφάλιση πλήρους εθνικής μεταχείρισης, όσον αφορά την εμπορική παρουσία παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η απόφαση θεωρεί ότι έτσι δημιουργείται ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε βάρος τους, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε ο σκοπός της διατήρησης της δημόσιας τάξης ούτε η πρόληψη απατηλών πρακτικών. Πράγματι, η Ουγγαρία δεν εξήγησε σε τι συνίσταται ο πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος ο οποίος απειλεί κάποιο από τα θεμελιώδη συμφέροντα της ουγγρικής κοινωνίας, ενώ δεν διευκρίνισε επιπλέον για ποιον λόγο η ως άνω απαίτηση μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της διατήρησης της δημόσιας τάξης, αν υποτεθεί ότι συντρέχει τέτοιος λόγος, ούτε γιατί δεν υφίσταται, στην προκειμένη περίπτωση, λιγότερο περιοριστική εναλλακτική λύση. Στο ερώτημα εάν εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκατάστασης, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού η περίπτωση στην οποία εταιρία συσταθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει την καταστατική έδρα της επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, έστω και αν η εταιρία αυτή συστάθηκε στο πρώτο κράτος μέλος με μοναδικό σκοπό να εγκατασταθεί στο δεύτερο, όπου πρόκειται να ασκεί το κύριο μέρος ή και το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της. Ως προς τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών, το Δικαστήριο επικαλείται κατ’ αρχάς τη σχετική πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία κανένας περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης δεν επιτρέπεται, εκτός αν, πρώτον, δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και, δεύτερον, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Εν συνεχεία, εξετάζοντας τα επιχειρήματα της Ουγγαρίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογούν τους επίδικους περιορισμούς. Αφενός, δεν υφίσταται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, αφετέρου, όσον αφορά τον πρόληψη ανάπτυξης απατηλών πρακτικών που συνιστά λόγο υπέρτερου γενικού συμφέροντος, καίτοι ο σκοπός της εξασφάλισης υψηλού ποιοτικού επιπέδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τον οποίο επικαλείται η Ουγγαρία, είναι ασφαλώς ικανός να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης, ο περιορισμός «δεν συνοδεύεται από καμία διευκρίνιση ως προς το απαιτούμενο επίπεδο ποιότητας της εκπαίδευσης την οποία παρέχει το αλλοδαπό ίδρυμα στο κράτος μέλος της έδρας του, ούτε προδικάζει, εξάλλου, με οποιονδήποτε τρόπο την ποιότητα της εκπαίδευσης που θα παρέχεται στην Ουγγαρία, όπερ σημαίνει ότι δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού αυτού». Η απόφαση του Δικαστηρίου επιλήφθηκε επίσης του θέματος εφαρμογής των άρθρων 13, 14.3 και 16 του Χάρτη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, τα οποία αφορούν αντίστοιχα το σεβασμό της ακαδημαϊκής ελευθερίας, την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την επιχειρηματική ελευθερία. Κατά την απόφαση, η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την ως άνω Συμφωνία εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το ίδιο συμβαίνει όταν τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που περιορίζουν θεμελιώδη ελευθερία την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, επικαλούμενα υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης. Ως προς την ακαδημαϊκή ελευθερία, το Δικαστήριο υιοθετεί ευρύτερη ερμηνεία εκείνης της ΕΣΔΑ, η οποία περιορίζεται στα της ελευθερίας γνώμης, έρευνας και διδασκαλίας, θεωρώντας ότι συμπεριλαμβάνει και την παροχή στο πανεπιστημιακό προσωπικό αυτόνομης υποδομής που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των επιστημονικών τους ερευνών και για την άσκηση των παιδαγωγικών τους δραστηριοτήτων. Το Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας ότι η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, πρέπει να τηρείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της, θεωρεί ότι, όπως προκύπτει από τις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η ελευθερία αυτή κατοχυρώνεται ως μία από τις πτυχές της επιχειρηματικής ελευθερίας. Δεχόμενο ότι η επίδικη ουγγρική νομοθεσία περιορίζει τις ελευθερίες αυτές, εξετάζει εάν οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που θέτει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, όπως ήδη είχε διαπιστωθεί με την αξιολόγηση των περιορισμών που υιοθέτησε η Ουγγαρία, τα επίδικα μέτρα δεν δικαιολογούνταν από κανέναν εκ των αναγνωριζόμενων από την Ένωση σκοπών γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται η Ουγγαρία. Επομένως, η Ουγγαρία, λαμβάνοντας τα επίδικα μέτρα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, το άρθρο 14, παράγραφος 3, και το άρθρο 16 του Χάρτη.Γ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 4.2 ΣΕΕ: « Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους». Το θέμα που τίθεται εν προκειμένω είναι εάν ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας επιτρέπει εξαίρεση από τις διατάξεις της ΕΕ, απάντηση που θα αναζητηθεί στη σχετική νομολογία του ΔΕΕ.
Με την απόφασή του, της 16.2.2024, σχετικά με το σεβασμό του κράτους δικαίου, το Δικαστήριο αναφέρθηκε κατ’αρχάς και εκτός λάθους για πρώτη φορά, στην ύπαρξη μιας «ενωσιακής» ταυτότητας, με τους εξής όρους: « Οι αξίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ έχουν προσδιοριστεί από τα κράτη μέλη και γίνονται από κοινού αποδεκτές από αυτά. Καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης. Επομένως, η Ένωση πρέπει να είναι σε θέση, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές προβλέπονται στις Συνθήκες, να προασπίζεται τις εν λόγω αξίες». Η ύπαρξη «ενωσιακής ταυτότητας» δεν καταργεί τις «διακριτές εθνικές ταυτότητες», ούτε όμως οι τελευταίες μπορούν να υπονομεύσουν την πρώτη. Προς αποφυγή προσβολής της ενωσιακής ταυτότητας, η απόφαση θεωρεί αναγκαίο όπως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη σχετικά με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της εθνικής ταυτότητας να μην οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα στα κράτη μέλη. Με άλλα λόγια, ενώ τα όργανα της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις και το ιδιαίτερο πλαίσιο κάθε διαδικασίας και ιδίως συνεκτιμώντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του νομικού συστήματος του οικείου κράτους μέλους και το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει το συγκεκριμένο κράτος μέλος προς διασφάλιση της εφαρμογής των αρχών του κράτους δικαίου, η απαίτηση αυτή ουδόλως είναι ασύμβατη με την εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων εκτιμήσεως.»
Όσον αφορά το σεβασμό της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, τον οποίον εγγυάται η αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η απόφαση αποφαίνεται ως ακολούθως: « κατά πάγια νομολογία, μολονότι τα κράτη μέλη ασκούν ελεύθερα τις εξουσίες τους σε όλους τους τομείς αρμοδιότητάς τους, υποχρεούνται, εντούτοις, να τις ασκούν σεβόμενα το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η απαλλαγή τους από τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης». Φαίνεται να προκύπτει από την απόφαση ότι ακόμη και σε τομείς όπου τα κράτη μέλη διατήρησαν τις αρμοδιότητες τους, εάν υφίσταται κανόνας της ΕΕ, αυτός πρέπει να τηρηθεί. Πράγματι, κατά την επόμενη σκέψη του Δικαστηρίου: «Επιπλέον, η Ένωση, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να τηρούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης, ουδόλως επιδιώκει να ασκήσει η ίδια τις εν λόγω αρμοδιότητες ούτε, επομένως, να τις οικειοποιηθεί». Η καταληκτική σκέψη ρίχνει περισσότερο φως στην προσέγγιση αυτή: « Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί της Δημοκρατίας της Πολωνίας περί παραβιάσεως της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και περί παραβάσεως της υποχρέωσης σεβασμού των ουσιωδών λειτουργιών των κρατών μελών είναι όλως αβάσιμοι». Η απόφαση του Δικαστηρίου της 7.9.2022 ενισχύει την κατανόηση του θέματος. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, είκοσι μέλη του λεττονικού Κοινοβουλίου υπέβαλαν αίτηση ενώπιον του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Λεττονία), με την οποία ισχυρίστηκαν ότι οι διατάξεις του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θίγουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν στα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προάγουν και να αναπτύσσουν την επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Λεττονίας, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις δυνατότητες των ιδρυμάτων αυτών να προσφέρουν προγράμματα σπουδών σε ξένη γλώσσα, θίγοντας έτσι και την αυτονομία τους καθώς και την ακαδημαϊκή ελευθερία του διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών τους. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκαν ότι με τη νέα ρύθμιση περιοριζόταν και το δικαίωμα των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ασκούν εμπορική δραστηριότητα και να παρέχουν, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με την άδεια που έχουν λάβει. Με όρους του δικαίου της ΕΕ, η νέα ρύθμιση έθιγε την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, που κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, καθώς και την επιχειρηματική ελευθερία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Κατά το λεττονικό Κοινοβούλιο το δίκαιο της Ένωσης δεν περιορίζει την εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν τους αναγκαίους κανόνες στον τομέα της εκπαίδευσης για την προστασία των συνταγματικών αξιών τους. Επομένως, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν υποχρεούται να διασφαλίζει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λεττονίας αποφάσισε να παραπέμψει τη διαφορά στο Δικαστήριο, ζητώντας
κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία καταρχήν επιβάλλει στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την υποχρέωση διδασκαλίας αποκλειστικά στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους αυτού.
Κατ’αρχάς, η απόφαση του Δικαστηρίου διατυπώνει ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις, στις οποίες οριοθετεί αφενός τις σχέσεις μεταξύ ελευθερίας εγκατάστασης και ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, επιλέγοντας τελικά ως κύρια θεμελιώδη ελευθερία, λόγω του αντικειμένου της επίμαχης ρύθμισης, τη ελευθερία εγκατάστασης,αφετέρου τις σχέσεις μεταξύ του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και των άρθρων 15 έως 17 του Χάρτη, η ταύτιση των οποίων καθιστά την εξέταση του Χάρτη περιττή. Εν συνεχεία, προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ σε σχέση με τον τομέα της παιδείας. Σύμφωνα με την απόφαση: «Κατά το άρθρο 6 ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της παιδείας. Μολονότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή των κρατών μελών όσον αφορά, αφενός, το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία και, αφετέρου το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 165, παράγραφος 1, και το άρθρο 166, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης». Προκύπτει ότι ακόμη και εάν η αρμοδιότητα για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος ανήκει στα κράτη μέλη, οι απαιτήσεις της ελευθερίας εγκαταστάσεως τροποποιούν τον τρόπο άσκησής της, υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μην τις θίγουν.
Τέλος, επικαλούμενο την έννοια της ελευθερίας εγκαταστάσεως η οποία είναι ασυμβίβαστη με κάθε μέτρο που την καθιστά λιγότερο ελκυστική, όπως είναι η υποχρέωση προσφοράς των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκλειστικά στην επίσημη γλώσσα ενός κράτους μέλους, διερευνά εάν ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη προστασίας ενός επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, η προάσπιση της επίσημης γλώσσας είναι σύμφωνη με το άρθρο 3.3, εδ.4, ΣΕΕ, το άρθρο 22 του Χάρτη και την αρχή της εθνικής ταυτότητας, στην οποία περιλαμβάνεται η προστασία της επίσημης γλώσσας. Επομένως, συνιστά θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει, καταρχήν, περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την ελευθερία εγκατάστασης. Ως προς την καταλληλότητα του επίμαχου περιορισμού για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο περιορισμός να εξυπηρετεί πραγματικά την επίτευξή του και να εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό. Στο πλαίσιο αυτό, δεν συνιστά ασυνέπεια η πρόβλεψη παρεκκλίσεων από διεθνείς πανεπιστημιακές συμφωνίες ή από προγράμματα της Ένωσης. Όσον αφορά την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του επίμαχου περιορισμού, που απαιτούν την επιδίωξη του σκοπού με λιγότερο περιοριστικά μέτρα, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η « ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί, χωρίς καμία εξαίρεση, να προσφέρονται τα προγράμματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους αυτού υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο και αναλογικό για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η ρύθμιση, ήτοι της προάσπισης και προώθησης της γλώσσας. Πράγματι, μια τέτοια ρύθμιση θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα να επιβάλλεται κατά τρόπο απόλυτο η χρήση της γλώσσας αυτής στο σύνολο των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης γλώσσας και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφορά διαφόρων προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε άλλες γλώσσες». Επιβάλλεται επομένως η πρόβλεψη εξαιρέσεων, οι οποίες «θα πρέπει, προκειμένου να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο, να καθιστούν δυνατή τη χρήση γλώσσας διαφορετικής από τη λεττονική, τουλάχιστον όσον αφορά σπουδές που προσφέρονται στο πλαίσιο ευρωπαϊκής ή διεθνούς συνεργασίας και σπουδές σχετικές με τον πολιτισμό και τις γλώσσες πλην της λεττονικής». Καταληκτικά, και σε συσχέτιση με την απόφαση για το σεβασμό του κράτους δικαίου, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, «βεβαίως, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά την επιλογή των μέτρων που μπορούν να λάβουν προς επίτευξη των σκοπών της πολιτικής τους για την προστασία της επίσημης γλώσσας, δεδομένου ότι μια τέτοια πολιτική αποτελεί έκφραση της εθνικής ταυτότητας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι αυτό το περιθώριο εκτίμησης δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από τις διατάξεις των Συνθηκών οι οποίες κατοχυρώνουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους».ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Από την προαναφερθείσα ανάπτυξη προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
1) στην περίπτωση πρόσβασης σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να αναγνωρίσει τους σχετικούς τίτλους σπουδών που χορηγήθηκα από ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, έστω και εάν οι σπουδές έγιναν στο κράτος μέλος υποδοχής. Η αμοιβαία αναγνώριση των εν λόγω τίτλων σπουδών συνιστά υποχρέωση που απορρέει από το δίκαιο της ΕΕ και κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του Συντάγματος. Η σχετική διάταξη του Συντάγματος για επαγγελματική εκπαίδευση πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ, ειδάλλως τυγχάνει ανεφάρμοστη.
2) Η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής υπάγεται στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, ιδίως στην ελευθερία εγκατάστασης, η οποία επιτρέπει να παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες το πρώτον στο κράτος μέλος υποδοχής. Υπό το πρίσμα αυτό ο νέος νόμος 5094/2024, στο βαθμό που φαίνεται να περιορίζεται στη ρύθμιση της αδειοδότησης της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ένωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ρύθμιση που αφορά τα παραρτήματα ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών, υπό την έννοια ότι και εν προκειμένω το δίκαιο της ΕΕ δεν απαιτεί παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο κράτος καταγωγής. 3)Οι αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο νέος νόμος 5094/2024 για την εγκατάσταση και λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, στο βαθμό που κινούνται εκτός των σχετικών διατάξεων των Οδηγιών και εν γένει είναι δυσανάλογες του σκοπού, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, προσκρούουν στο δίκαιο της ΕΕ, όπως είναι η απαίτηση για τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους, εκτός και εάν τίθενται αποκλειστικά για την περίπτωση ακαδημαϊκής αναγνώρισης των χορηγούμενων πτυχίων, κάτι που οδηγεί στη θέσπιση δύο νομικών συστημάτων αναγνώρισης, ένα για την επαγγελματική ισοτιμία που έχει αποσαφηνιστεί προ πολλού και ένα για την ακαδημαϊκή ισοτιμία που καθιερώνει το πρώτον ο νόμος 5094/2024. Στο πλαίσιο αυτό, οι όροι που τίθενται από το νόμο μπορούν να δικαιολογηθούν, εφόσον η ακαδημαϊκή αναγνώριση φαίνεται να συνιστά άσκηση αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπό τη μορφή του μη κρατικού και μη κερδοσκοπικού ιδρύματος, μέσω ενός νέου οργανωτικού σχήματος του Νομικού Προσώπου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ]. Ωστόσο, η παροχή υπηρεσιών από τα εν λόγω ΝΠΠΕ με αμοιβή οδηγεί στην ένταξή τους στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως με άμεσο αποτέλεσμα να εφαρμόζονται και επ’ αυτών όσα ισχύουν για τα ιδρύματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, οπότε οι νέοι αυστηροί όροι θα κριθούν, ιδίως υπό το πρίσμα της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. 4) Η ακαδημαϊκή αναγνώριση πτυχίων, σύμφωνα με το νέο νόμο 5094/2024, φαίνεται να μην απορρέει από απαίτηση του δικαίου της ΕΕ, καίτοι η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει ακόμη πλήρως αποσαφηνιστεί, στο βαθμό που σχετικοποιεί τις διατάξεις των άρθρων 165 και 166 ΣΛΕΕ, όπως και την αρχή της εθνικής ταυτότητας. Την ίδια προσέγγιση ακολουθεί το Δικαστήριο και όσον αφορά τη σχέση αυτών των άρθρων με τις απαιτήσεις της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS). Και στις δύο περιπτώσεις, δίνεται προβάδισμα στις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης: ακώλυτη παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, μη διάκριση, τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, στην περίπτωση προστασίας θεμιτού σκοπού, όπως είναι η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της αρχής της εθνικής ταυτότητας. 5) Στο κράτος εναπόκειται να οργανώσει το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης κατά εμπορικό ή μη τρόπο. Στην περίπτωση που το κράτος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα στο χώρο της παιδείας, μπορεί να χρηματοδοτεί το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, εκπληρώνοντας πλήρως την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μπορεί να διασφαλίζει πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, ήτοι παροχή δωρεάν υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, μέσω Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), και σεβόμενη πλήρως τις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Το εάν και τα ΝΠΠΕ μπορούν να ενταχθούν σε μια τέτοια αποστολή αμφισβητείται στο βαθμό που θα λειτουργούν έναντι αμοιβής. Υπό το πρίσμα αυτό, η συνταγματικότητά τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν θεωρηθούν ότι δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, κατ’ αντίστοιχο τρόπο με τα επαγγελματικά ιδρύματα, στα οποία περιλαμβάνονται και εμπορικές εταιρείες, με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 Σ να περιορίζεται έτι περαιτέρω και τελικά να αφορά μόνο τα ημεδαπά ΝΠΔΔ ή σε μια έντονα ενωσιακή προοπτική και τα αντίστοιχα των άλλων κρατών μελών.