Κείμενο
Ι. Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη έχει ως αντικείμενο τον ανθρώπινο πόνο, σωματικό και ψυχικό, στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας. Αφορμή για τη συγγραφή αποτέλεσε η τροποποίηση του Ν. 3500/2006 με τον Ν. 5090/2024 και η απροθυμία του Έλληνα νομοθέτη να ποινικοποιήσει αυτοτελώς την πρόκληση πόνου ως μορφή ενδοοικογενειακής βίας. Η αυτοτελής πρόκληση πόνου (σωματικού ή ψυχικού) από μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας, εάν δεν εμπίπτει στη νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006 μένει ατιμώρητη. Απέναντι στον πόνο (σωματικό και ψυχικό) η ποινική δικαιοσύνη παραμένει σιωπηλή.
Κατά πρώτο λόγο, τα ποινικά δικαστήρια δείχνουν απρόθυμα να εντάξουν τον πόνο στην έννοια της «σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας» του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3500/2006. Απρόθυμα δείχνουν και να τιμωρήσουν δυνάμει του ίδιου άρθρου τα δυνατά χαστούκια, τις εκδορές, τους μώλωπες στα χέρια και στα πόδια, ακόμη και όταν προκαλούν στο μέλος της οικογένειας παρατεταμένο ή αφόρητο πόνο, διότι διαχρονικά η νομολογία έχει χαρακτηρίσει τις ως άνω βλάβες εντελώς ελαφρές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό στην ποινικοποίηση αυτών, όταν δεν συντρέχει το στοιχείο της συνεχούς συμπεριφοράς. Κατά δεύτερο λόγο, απογοητευτική κρίνεται η εφαρμογή από τα δικαστήρια της ποινικής ρύθμισης για την πρόκληση βασανιστηρίων εντός της οικογένειας. Η απροθυμία των δικαστηρίων να εφαρμόσουν το άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 3500/2006, η οποία είναι προφανής από την επισκόπηση της νομολογίας και τη δικαστηριακή πρακτική, καθιστούν την σχετική πρόβλεψη στον νόμο γράμμα κενό.
Στη μελέτη αναλύεται η ποινική αξιολόγηση του πόνου. Δυο είναι τα ερωτήματα που επιχειρείται να απαντηθούν: Το πρώτο έχει σχέση με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο πόνος μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της «σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας» του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3500/2006. Το δεύτερο ερώτημα έχει σχέση με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μία αξιόποινη συμπεριφορά υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006, που τυποποιείται ως κακούργημα.
ΙΙ. Η εννοιολογική προσέγγιση του «πόνου»
Η αντίληψη για την έννοια του πόνου συνιστά μια νευροφυσιολογική διαδικασία με τις δικές της δομικές, ανατομικές, λειτουργικές και αισθητικές ιδιότητες που επιτυγχάνεται με ανάλογους νευρικούς, αισθητικούς και μεταβιβαστικούς μηχανισμούς. Η επιστημονική προσέγγιση του πόνου είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, όποια κι αν είναι η αφετηρία.
Αρχικά, δόθηκε ένας κλινικός ορισμός του πόνου που συνέδεε την αντιστοιχία πόνου (δυσάρεστης αίσθησης) και ιστικής βλάβης. Έτσι, ο πόνος ορίσθηκε ως «μια δυσάρεστη εμπειρία την οποία συνδέουμε πρωτίστως με ιστική βλάβη ή την περιγράφουμε με όρους ιστικής βλάβης ή και τα δύο». Ωστόσο, συνέπεια αυτού του στενά οριοθετημένου ορισμού ήταν να εξοβελίζονται καταστάσεις αμιγώς ψυχογενούς χαρακτήρα, όπου δεν υφίσταται αυτή η αντικειμενική αντιστοιχία πόνου και ιστικής βλάβης. Για τον λόγο αυτό, σταδιακά αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη και ψυχογενών καταστάσεων, χωρίς να προσαπαιτείται πλέον και η αντικειμενική αντιστοιχία πόνου και ιστικής βλάβης για την κατάφαση πόνου. Σχετικά, έγινε προσπάθεια κάλυψης και αυτών των καταστάσεων με πληρέστερο ορισμό που περιέχει τον όρο «ως εάν». Έτσι, το 1979 η Διεθνής Οργάνωση Μελέτης του Πόνου (International Association for the Study of Pain, IASP) όρισε τον πόνο ως «μια δυσάρε
Σελ. 1059 στη αισθητική και συναισθηματική εμπειρία, που συνδέεται με πραγματική ή δυνητική βλάβη ιστών ή περιγράφεται με ορολογία τέτοιας βλάβης». Ο ορισμός αυτός αποδέχεται την ισοδύναμη ύπαρξη αισθητηριακού και συναισθηματικού στοιχείου αλλά και την ύπαρξη πόνου και όταν ο ασθενής περιγράφει την εμπειρία του σαν να υπήρχε ιστική βλάβη. Δηλαδή ο πόνος μπορεί να οφείλεται και μόνο σε ψυχική ή συναισθηματική διαταραχή. Χαρακτηριστική περίπτωση συνιστά ο ψυχογενής πόνος, που χαρακτηρίζεται από απουσία οργανικού υποστρώματος ή είναι δυσανάλογα ισχυρός σε σχέση με το υπάρχον οργανικό υπόστρωμα. Μάλιστα ο ψυχογενής πόνος μπορεί να κάνει το άτομο να υποφέρει το ίδιο, όπως ο οργανικός πόνος. Από νευροβιολογική άποψη, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μηχανισμοί που δημιουργούν ψυχικό πόνο είναι οι ίδιοι με εκείνους που προκαλούν σωματικές αισθήσεις πόνου, δηλαδή σωματικό πόνο.
Πλέον η έννοια έχει επεκταθεί, ώστε να επιτρέπεται η ταξινόμηση και άλλων επώδυνων καταστάσεων. Το 2019 ο χρόνιος πόνος συμπεριλήφθηκε στη Διεθνή Ταξινόμηση των Νοσημάτων (ICD). Στην ισχύουσα 11η αναθεώρηση αυτής (ICD-11) o πόνος απαντάται με επτά υποκατηγορίες. Ο ορισμός αναθεωρήθηκε το 2020 κατά τον οποίο ο πόνος συνιστά «μια δυσάρεστη αισθητική και συναισθηματική εμπειρία, που συνδέεται, ή μοιάζει με εκείνη που συνδέεται, με πραγματική ή δυνητική βλάβη των ιστών». Ο ορισμός αυτός συμπληρώνεται από έξι επεξηγηματικές σημειώσεις που καταλήγουν να απαρτίζουν έναν κατάλογο στοιχείων που περιλαμβάνουν την ετυμολογία του πόνου.
Από τα ανωτέρω καταδεικνύεται η πολυδιάστατη φύση του πόνου. Υπάρχουν διακρίσεις του πόνου ανάλογα με την αιτία (π.χ. μετεγχειρητικός, καρκινικός, πόνοι της γέννας), την περιοχή εντοπισμού (π.χ. κοιλιακός, θωρακικός), την διάρκεια (οξύς, χρόνιος), την παθοφυσιολογία (π.χ. αλγαισθητικός, νευροπαθητικός, ψυχολογικός ή ψυχογενής) και την ένταση (ήπιος, μέτριος, ισχυρός).
ΙΙΙ. Η ενσωμάτωση της έννοιας του «πόνου» στο ποινικό δίκαιο
Η έννοια του πόνου δεν είναι άγνωστη στο ποινικό δίκαιο, καθώς απαντάται σε αρκετές ποινικές διατάξεις, όπως στο άρθρο 137 A ΠΚ, στο άρθρο 312 παρ. 2 ΠΚ και στο άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 3500/2006. Επιπρόσθετα, το στοιχείο του πόνου συναξιολογείται στο αδίκημα της ληστείας στην εκ της νομολογίας περιγραφή του στοιχείου της «ιδιαίτερης σκληρότητας».
Όσον αφορά τον Ν. 3500/2006, όπως ισχύει μετά τον Ν. 5090/2024, νομική σημασία αποκτά η ταξινόμηση τριών σημαντικών κατηγοριών πόνου: (α) πόνος συναξιολογούμενος με άλλες προσβολές (π.χ. όταν συνιστά μία δευτερεύουσα παράμετρο μίας ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, στο μέτρο που συνυπάρχει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας), (β) πόνος ως αυτοτελής προσβολή (π.χ. όταν ο πόνος υπερβαίνει ένα ελάχιστο βαθμό έντασης και διάρκειας και συνιστά αυτοτελή ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη) και (γ) πόνος βασανιστικός (όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 3500/2006).
Ωστόσο, ο πόνος (σωματικός και ψυχικός) δεν ορίζεται εννοιολογικά στον νόμο. Ο ανωτέρω ορισμός που δόθηκε από τη Διεθνή Ένωση για την Μελέτη του Πόνου δίδει έμφαση στον υποκειμενικό χαρακτήρα του πόνου, γεγονός που δυσκολεύει τη δικαϊκή αξιολόγηση των πράξεων πρόκλησης πόνου τόσο από ουσιαστική όσο και από διαδικαστική άποψη, διότι καθίστα
Σελ. 1060 ται δύσκολη η απόδειξή του. Ένας ορισμός που εξαρτά τη διαπίστωση του πόνου μεμονωμένα από τον υποκειμενικό παράγοντα της ψυχικής κατάστασης του υποκειμένου, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί από την επιστήμη του ποινικού δικαίου αυτούσια, παρά μόνο με την προσθήκη όρων, για την αντικειμενική διαπιστωσιμότητα αυτού. Ορθότερη, λοιπόν, προβάλλει η υποκειμενική εκτίμηση του πόνου με μια ελάχιστη, όμως, βάση, η οποία θα προκύπτει αντικειμενικά. Η αντικειμενικότητα του πόνου θα κριθεί από το είδος της σωματικής βλάβης ή κάκωσης με την οποία αιτιωδώς συνδέεται.
Κατά πρώτο λόγο, ο σωματικός πόνος στο ποινικό δίκαιο, παρά τα υποκειμενικά του στοιχεία, εμπεριέχει ένα σαφές αντικειμενικό υπόβαθρο: Η πρόκλησή του προϋποθέτει διέγερση των αλγοϋποδοχέων του ανθρώπινου οργανισμού, οι οποίοι κωδικοποιούν τις διεγέρσεις με μορφές νευρικών ώσεων και τις μεταφέρουν διαδοχικά στον εγκέφαλο για αποκωδικοποίηση και επεξεργασία. Η ένταση του πόνου προκύπτει από την ένταση αυτών ακριβώς των διεργασιών. Στο μέτρο, λοιπόν, που με τον πόνο τίθενται σε λειτουργία τέσσερις διαδικασίες του οργανισμού, ήτοι: μετατροπή, μεταβίβαση, τροποποίηση και αντίληψη, τελικά ο πόνος έχει (και) υλική υπόσταση.
Κατά δεύτερο λόγο, η έννοια του ψυχικού πόνου είναι ευρεία και ασαφής. Απαντάται επίσης στο άρθρο 1 της Διεθνούς Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων και στο άρθρο 137Α ΠΚ χωρίς οποιαδήποτε ειδικότερη διευκρίνιση ως προς το περιεχόμενό της. Ακόμη και στην επιστήμη της ψυχιατρικής δεν δίδεται ένας συγκεκριμένος ορισμός της έννοιας του ψυχικού πόνου, παρά τις αρκετές προσπάθειες που έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα, εκάστη των οποίων περιγράφει την έννοια του ψυχικού πόνου διαφορετικά. Γενικά γίνεται αποδεκτό ότι ο ψυχικός πόνος συνιστά ένα δυσάρεστο συναίσθημα ψυχολογικής, μη σωματικής προέλευσης. Με την έννοια του ψυχικού πόνου ασχολείται η επιστήμη της Ψυχοτραυματολογίας κάνοντας λόγο για «ψυχικά τραύματα». Κατά τη νομολογία, πάντως, ψυχικό πόνο συνιστά κάθε ψυχολογική μέθοδος και τεχνητή μεταχείριση, η οποία, έχοντας την αφετηρία της στη θεωρία της μάθησης και στην επιστήμη της συμπεριφοράς, αποσκοπεί στην άσκηση ψυχολογικής πίεσης με την πρόκληση ανώμαλων τρόπων ψυχικής βίωσης και αντιδράσεων. Έτσι, στην ευρεία αυτή έννοια μπορούν να υπαχθούν όλες εκείνες οι αμιγώς ψυχικές καταστάσεις - άνευ οργανικού υποβάθρου ή νοσηρής κατάστασης του σώματος - που προκαλούν στον παθόντα ψυχικό τραυματισμό, ανεξαρτήτως οργανικού υποβάθρου.
Ο προκληθείς αιτιωδώς από τη συμπεριφορά του δράστη ψυχικός πόνος δεν απαιτείται να ταυτίζεται με τη σοβαρότητα των ψυχικών νόσων των σύγχρονων ταξινομικών συστημάτων ICD, DSM, δηλαδή να πληρούνται όλα τα διαγνωστικά κριτήρια έκαστης ψυχιατρικής διαταραχής (χωρίς ωστόσο αυτό να αποκλείεται), ώστε να δύνανται να υπαχθούν στην έννοια ακόμη και η πρόκληση ψυχικών τραυμάτων, ο ισχυρός ψυχικός κλονισμός, οι αναβιώσεις του τραύματος (αναμνήσεις, εφιάλτες, αποσυνδετικές αναμνημονεύσεις), ο τρόμος, το άγχος και οι διαταραχές του ύπνου, οι διαταραχές προσαρμογής, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, στο μέτρο που οι καταστάσεις δεν είναι απλώς αμελητέες, εφόσον πληρούν ένα minimum σοβαρότητας. Έπειτα, με τον τρόπο αυτό αποκλείονται οι περιπτώσεις ήπιων ψυχικών διαταράξεων ή συναισθημάτων. Ειδικά
Σελ. 1061 στους ανηλίκους ο ψυχικός πόνος εκδηλώνεται συμπεριφορικά, μεταξύ άλλων με εφιαλτικά όνειρα, επαναβιώσεις του τραύματος, σύνδρομα πρώιμων παροξυσμικών κραυγών, ανεξήγητες αποβολές της τροφής που δίνουν την εντύπωση πάθησης του οισοφάγου, απάθεια, υπερδιέγερση και κενή συμπεριφορά, ανεπάρκεια χωρο-χρονικής οργάνωσης, εκρήξεις θυμού και επιθετικότητα, μαθησιακές δυσκολίες, ψυχοσωματικές αποδιοργανώσεις ή ακόμα και με αναπτυξιακές δυσλειτουργίες. Η πρόκληση ψυχικού πόνου στον παθόντα μπορεί να αποδειχθεί με ιατρική πραγματογνωμοσύνη, ιατρικές γνωματεύσεις, ψυχολογικές εκθέσεις κτλ..
ΙV. Πόνος και ενδοοικογενειακή βία: Η πρόκληση πόνου ως ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη
Α. Το πλημμέλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρ. 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006)
Στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 ποινικοποιείται το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης με την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος αυτής σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά σε μορφή πλημμελήματος. Το αδίκημα διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τέλεσής του εντός του οικογενειακού πλαισίου και γι’ αυτόν τον λόγο τιμωρείται αυστηρότερα. Με τη διάταξη αυτή αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιώνυμου εγκλήματος, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Από τη διατύπωση του άρθρου 308 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο παραπέμπει ευθέως το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης συμπεριφοράς απαιτείται είτε η πρόκληση σωματικής κάκωσης είτε η βλάβη της υγείας με τη διαφοροποίηση ότι στον Ν. 3500/2006 η όλως ελαφρά σωματική βλάβη τιμωρείται μόνο εάν τελείται με συνεχή συμπεριφορά. Για το περιεχόμενο των εννοιών, λοιπόν, γίνεται ρητή παραπομπή στο άρθρο 308 ΠΚ.
Ο πόνος, μολονότι συνήθης κατά την πρόκληση σωματικών κακώσεων, δεν αποτελεί ο ίδιος σωματική κάκωση, αλλά ένα σύμπτωμα που μπορεί να συνοδεύει τη σωματική κάκωση, μία απλή πρώτη ένδειξη, που πολύ απέχει από το να αναβαθμιστεί σε κριτήριο, αφού σωματική βλάβη μπορεί να γίνει και σε όσους δεν έχουν ευαισθησία στον πόνο ή σε αναίσθητο άτομο. Όπως υποστηρίζεται αυτό προκύπτει ευθέως από το άρθρο 137Α παρ. 6 ΠΚ, όπου η πρόκληση πόνου εξομοιώνεται με πράξεις διακινδύνευσης -και όχι βλάβης- της σωματικής ακεραιότητας. Συνεπώς, ο πόνος και η σωματική βλάβη δεν συνδέονται αναπόδραστα, αλλά μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα, χωρίς το ένα στοιχείο να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ή αναγκαία συνέπεια του άλλου. Αυτή είναι η απολύτως κρατούσα άποψη στο χώρο του ελληνικού και γερμανικού ποινικού δικαίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αυτοτελής πρόκληση πόνου (αν δεν συμπίπτει στα βασανιστήρια) να μένει ατιμώρητη. Έτσι, εάν δεν προκαλείται σωματική βλάβη ο πόνος επί παραδείγματι από έναν ξυλοδαρμό, ακόμη και αν είναι αφόρητος, μένει ατιμώρητος.
Κατά τη νομολογία, «σωματική κάκωση» συνιστά κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος. Στη θεωρία, ως σωματική κάκωση οριζόταν παλαιότερα «κάθε ανάρμοστη κακομεταχείριση με την οποία επηρεάζεται η σωματική ευεξία ή σωματική ακεραιότητα». Η θέση αυτή επικρίθηκε, διότι η χρήση εννοιών που δε μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν, όπως η «ανάρμοστη κακομεταχείριση» και «ευεξία» δύσκολα συμβιβάζονται
Σελ. 1062 με την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου. Ορθότερα, λοιπόν, η σωματική κάκωση προϋποθέτει επέμβαση στην μορφική ακεραιότητα, δηλαδή απώλεια ή αλλοίωση της ύλης του σώματος. Βλάβη της υγείας συνιστά κάθε επενέργεια στο ανθρώπινο σώμα που προκαλεί ή επιτείνει μία αποκλίνουσα προς το χειρότερο «ανώμαλη» κατάσταση της λειτουργίας των ανθρώπινων οργάνων. Αποφασιστικός παράγοντας για μια τέτοια «επιδείνωση της υγείας» είναι η σύγκριση της κατάστασης της υγείας του θύματος κατά τον προηγούμενο χρόνο με εκείνη που προκύπτει μετά την συμπεριφορά του δράστη. Και στις δύο περιπτώσεις διαταράσσεται η ομαλή λειτουργία του οργανισμού και απαιτείται η ενεργοποίηση κάποιας έκτακτης διαδικασίας για την αποκατάστασή της. Κατά τη νομολογία η σωματική κάκωση ενδέχεται να αποτελεί ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο και αντίστοιχα βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς σωματική κάκωση, ενώ μπορεί επίσης είτε να εμφανισθούν αυτές χωριστά είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης.
Στην έννοια της «σωματικής κάκωσης» εντάσσονται τα εγκαύματα, οι εξαρθρώσεις, οι μώλωπες, η αποκοπή δακτύλων και ο ακρωτηριασμός, η τύφλωση κ.λπ., χωρίς να αρκούν πράξεις που επηρεάζουν μόνο την εμφάνιση του σώματος, όπως το σπρώξιμο, το κόψιμο των μαλλιών, της γενειάδας ή των νυχιών και το φτύσιμο, εκτός εάν μέσω αυτού μεταδίδεται μολυσματική νόσος, οπότε και θα συνιστά βλάβη της υγείας. Στην έννοια της «βλάβης της υγείας» εντάσσονται η μετάδοση μολυσματικής νόσου, η χορήγηση δηλητηρίων ή αναβολικών, η πρόκληση μέθης, η πρόκληση νευρικού κλονισμού, η ψυχική νόσος κτλ.. Εδώ υπάγονται και περιπτώσεις βλάβης της ψυχικής υγείας, ήτοι αμιγώς ψυχικές διαταραχές, χωρίς να απαιτείται μετάθεση του σώματος σε νοσηρή κατάσταση. Αρκεί οποιαδήποτε πρόκληση βλάβη της υγείας, έστω και «έμμεση», χωρίς άμεση επαφή με το σώμα του βλαπτόμενου, ακόμη και μέσω ψυχικής επενέργειας. Έτσι, εδώ εντάσσονται η πρόκληση νευρικού κλονισμού, η πρόκληση ψυχικού κλονισμού λόγω ψευδούς αναγγελίας θανάτου στενού συγγενούς, η νευρική διαταραχή, η καταθλιπτική διάθεση, η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, η ψυχική νόσος, η λιποθυμία λόγω πρόκλησης ισχυρού τρόμου. Από μέρος της θεωρίας υποστηρίζεται ότι εδώ συγκαταλέγεται και ο πόνος, διότι συνιστά χειροτέρευση ορισμένης κατάστασης της υγείας και ο ψυχικός πόνος, η ψυχική οδύνη ή ο τρόμος σε οριακές περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύονται από σωματικές συνέπειες κυρίως όταν επιφέρουν διατάραξη του κεντρικού νευρικού συστήματος και κατά συνέπεια τη δημιουργία παθολογικής κατάστασης. Στην υπό κρίση έννοια πάντως δεν εντάσσεται οποιαδήποτε ψυχική επιβάρυνση ή η αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, εάν δεν προκαλούνται παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές.
Να σημειωθεί ότι στη γερμανική έννομη τάξη, σύμφωνα με τη νομολογία και την επικρατούσα θέση στη θεωρία (ψυχικές) καταστάσεις χωρίς συγκεκριμένο οργανικό υπόβαθρο δεν συνιστούν σωματική βλάβη υπό την έννοια της βλάβης της υγείας
Σελ. 1063 (π.χ. η εμφάνιση μίας διαταραχή προσαρμογής), έστω και αν αυτό οδηγεί ουσιαστικά σε πρακτικές δυσκολίες οριοθέτησης, καθώς παρατηρούνται τακτικά αλληλεπιδράσεις μεταξύ σωματικών και ψυχολογικών τραυμάτων, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κυρίως εφόσον είναι ορατή ως αποτέλεσμα η διατάραξη του κεντρικού νευρικού συστήματος ή αν προκαλείται μια αποκλίνουσα επί τα χείρω παθολογική, σωματικά/οργανικά διαπιστώσιμη κατάσταση. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, σε ψυχοσωματικές διαταραχές ως αποτέλεσμα ενοχλητικών τηλεφωνημάτων, αποστολής ενός τρομακτικού μηνύματος αλλά δεν αρκεί η απλή πρόκληση συναισθημάτων φόβου ή πανικού. Έτσι, δεν συγκαταλέγεται στη βλάβη της υγείας το αίσθημα άγχους, που ο πατέρας προκαλεί στα δύο παιδιά του με την προσπάθειά του να τα σκοτώσει ρίχνοντας ένα ενεργοποιημένο πιστολάκι μαλλιών στη γεμάτη μπανιέρα. Ομοίως δεν συνιστούν σωματική βλάβη ούτε οι (μη σωματικά εκδηλωμένες) ψυχικές ασθένειες, κάτι που κρίνεται αντιφατικό, αφού οι ψυχικές ασθένειες συνιστούν κάτι πολύ περισσότερο από μια «διαταραχή των σωματικών λειτουργιών». Για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του αδικήματος δεν απαιτείται η ύπαρξη πόνου.
Συγκεκριμένα, ως προς την ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη τα δικαστήρια διαφοροποιούν την απλή σωματική βλάβη με την όλως ελαφρά περιπτωσιολογικά. Ωστόσο, απαιτείται ένα σαφές κανονιστικό κριτήριο διάκρισης μέσα από την ένταση της βλάβης κατ’ αναλογία με το άρθρο 308 παρ. 1 ΠΚ. Έτσι, η τελευταία τιμωρείται όταν, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες, μόνο όμως όταν τελείται με συνεχή συμπεριφορά.
Ενδεικτικά, λοιπόν, τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι (α) η κάκωση κεφαλής που προκλήθηκε στην παθούσα δεν ήταν ασήμαντη ή εντελώς ελαφρά, καθόσον αυτή αναγκάστηκε, μετά το πλήγμα που δέχτηκε στο πρόσωπο, να μεταβεί στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών για την αντιμετώπισή της, όπου και καταγράφηκε από τον ιατροδικαστή ως απλή σωματική βλάβη, με χρόνο νόσησης τριών ημερών από τον τραυματισμό της, (β) η κάκωση σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως όλως ελαφρά σωματική βλάβη, διότι δεν επρόκειτο απλώς για μία ερυθρότητα στο μάτι της, αλλά για μία έντονη κοκκινίλα, η οποία μάλιστα θα μπορούσε, λόγω του ευαίσθητου μέρους του σώματος που επλήγη να έχει δυσμενείς εξελίξεις για την υγεία της και (γ) τα χτυπήματα με σφαλιάρες στο πρόσωπο και οι εκδορές των χειλιών της παθούσας σε συνδυασμό με χτυπήματα στο υπόλοιπο σώμα συνιστούν απλές σωματικές κακώσεις. Από την άλλη πλευρά, οι εντελώς ελαφρές σωματικές βλάβες που δεν είναι συνεχείς, δεν συνιστούν ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και συνεπώς δεν ποινικοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006. Από την επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας προκύπτει ότι ανά περιπτώσεις έχουν χαρακτηριστεί εντελώς ελαφρές σωματικές βλάβες τα ραπίσματα, οι κακώσεις, οι εκχυμώσεις, οι θλάσεις, τα οιδήματα, οι εκδορές, η ζάλη και η ναυτία, η ερυθρότητα, η κεφαλαλγία και η εγκεφαλική διάσειση, καθώς και τα χτυπήματα με γυμνά χέρια στο κεφάλι και τα λακτίσματα, οι μώλωπες, οι εκχυμώσεις και αμυχές στο σώμα του ανηλίκου, η εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού, ενώ ασήμαντες σωματικές βλάβες συνι
Σελ. 1064 στούν το χτύπημα που προκάλεσε κοκκίνισμα και η επιδερμική γρατσουνιά.
Μήπως, όμως, υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν οι ανωτέρω να υπαχθούν στην έννοια του «σωματικού πόνου»; Δε μπορεί να προκληθεί λ.χ. έντονος σωματικός πόνος στο λεπτεπίλεπτο μέλος της οικογένειας, όταν ο δράστης υπερτερεί δυσανάλογα σε σωματική ρώμη και το χτύπημα με γυμνά χέρια στο σώμα του παθόντος είναι ιδιαίτερης έντασης; Δεν συνιστά πρόκληση σωματικού πόνου στο θύμα η συμπεριφορά του δράστη που δένει σφιχτά το θύμα σε σταθερά αντικείμενα με σκοινί αφήνοντάς το σε αυτή τη θέση για πολλή ώρα, ώστε να προκαλούνται μώλωπες στα χέρια ή τα πόδια;
Ο Άρειος Πάγος με την ΑΠ 446/2022 διεύρυνε την έννοια της «σωματικής κάκωσης» στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, ώστε πλέον μεταξύ των ενδεικτικά αναφερόμενων σωματικών κακώσεων να συγκαταλέγεται ρητά και ο πόνος [«(…) κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις, πόνος κ.λπ. (…)]» χωρίς να προσαπαιτείται η επαναλαμβανόμενη τέλεση της πράξης, όπως συμβαίνει στην όλως ελαφρά ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006. Έτσι, κατά τα αναιρετικώς ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη (άρθρο 6 Ν 3500/2006 σε συνδ. με άρθρο 308 § 1 εδ. α΄ ΠΚ) υπό την μορφή πρόκλησης ισχυρού πόνου σε βάρος της συζύγου του, διότι αυτός «βίαια έβαλε την παλάμη του γύρω από το λαιμό της και την έσφιξε με δύναμη, προκαλώντας της σωματική κάκωση στην περιοχή, καθόσον της προκάλεσε φραγή της αναπνευστικής της οδού και ισχυρό πόνο εκεί». Η ενδεικτική απαρίθμηση του πόνου μεταξύ των λοιπών σωματικών κακώσεων επαναλαμβάνεται και στην ΑΠ 682/2023.
Έτσι και η πρόκληση σωματικού πόνου, πλην των περιπτώσεων του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006, δύναται να συνιστά ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη στην πλημμεληματική του μορφή υπό τον όρο όμως να μην πρόκειται για κάθε ασήμαντο σωματικό πόνο, αλλά να διαθέτει ένα minimum σοβαρότητας. Η αξιολόγηση της σοβαρότητας του πόνου για την υπαγωγή ή μη στις ποινικές διατάξεις είναι έργο του εφαρμοστή του δικαίου και μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί με ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Η σοβαρότητα, πάντως, θα μπορούσε να προκύψει από τη διάρκεια ή και την ένταση του πόνου. Επί παραδείγματι, στην έννοια του σωματικού πόνου θα μπορούσε να ενταχθεί η περίπτωση του πόνου από ένα δυνατό χαστούκι, που καίτοι δεν παρουσιάζει μεγάλη χρονική διάρκεια, μπορεί να συνιστά σωματική βλάβη λόγω της έντασής του. Ήδη στο άρθρο 308 ΠΚ το χαστούκι συνιστά σωματική βλάβη (εντελώς ελαφρά) και παγίως θεωρείται τέτοια, γιατί ένα δυνατό χαστούκι προκαλεί υπεραιμία στην περιοχή και απαιτείται πλέον χρόνος ίασης μέχρι ο οργανισμός να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Ωστόσο, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη δεν συνιστά η πράξη αυτή ελλείψει συνεχούς συμπεριφοράς και μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 308 παρ.1 εδ. β΄ ΠΚ μπορεί να υπαχθεί, μολονότι τελείται εντός της οικογένειας. Περαιτέρω, εδώ θα μπορούσαν να ενταχθούν περιπτώσεις έντονου πόνου από πρόκληση σοβαρών εγκαυμάτων ή κάψιμο του δέρματος με τσιγάρο ή αναπτήρα, η πρόκληση πόνου στον αυχένα από «κεφαλοκλείδωμα» ή από γροθιά στο μάτι, πόνου από δυνατό χτύπημα με αιχμηρό αντικείμενο ή ζώνη στο πρόσωπο και το κεφάλι, δυνατή κλωτσιά σε ευαίσθητα μέρη του σώματος, επίπονο χτύπημα στα γεννητικά όργανα, κουτουλιά στο πρόσωπο, άσκηση επίμονης πίεσης στο λαιμό με πρόκληση αισθήματος ασφυξίας, το παρατεταμένο δέσιμο των χεριών ή ποδιών από σταθερά αντικείμενα και η απόφραξη της στοματικής κοιλότητας με ταινία, η απόπειρα στραγγαλισμού, το κρέμασμα από τα χέρια από μεγάλο ύψος.
Εξ αντιδιαστολής ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη υπό τη μορφή πρόκλησης σωματικού πόνου δεν δύναται να συνιστά ένα χτύπημα χωρίς ιδιαίτερη δύναμη. Πλην της πρόκλησης σωματικού πόνου, στη νομοτυπική μορφή του αδικήματος θα μπορούσε να υπαχθεί και η διατήρηση σημαντικού προϋφιστάμενου πόνου. Αυτό διότι, σύμφωνα με την ιατρική, ο πόνος δεν συνιστά μία επίμονη, σταθερή και αμετάβλητη κατάσταση, αλλά επανεμφανίζεται συνεχώς μέσω νέων νευρικών διεγέρσεων και συνεχούς νευρικής σηματοδότησης στα εγκεφαλικά κέντρα. Έτσι, η «διατήρηση» του πόνου συνιστά τη συνεχή πρόκληση νέου πόνου ή αντίστοιχα την αποτυχία αποτροπής αυτού. Εδώ θα μπορούσε να υπαχθεί η περίπτωση της παράλειψης χορήγησης θεραπείας κατά του πόνου, π.χ. μέλος της οικογένειας παρακρατεί παυσίπονα που είχε συνταγογραφήσει γιατρός από τον παθόντα που υπέφερε από σωματικούς πόνους.
Η ως άνω νομολογιακή προσέγγιση με τη συμπερίληψη και του πόνου μεταξύ των τρόπων τέλεσης ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κρίνεται ορθή. Στη δε ιατρική καταφάσκεται ότι πόνος μπορεί να υπάρχει ακόμη και χωρίς έκδηλη σωματική κάκωση ή ιστική βλάβη (“syndrome of pain”). Ο πόνος, άλλωστε είναι μια αντίληψη και όχι μόνο μια αντικειμενική κατάσταση του σώματος, και η άποψη ότι για κάθε σωματική αλγεινή αίσθηση υπάρχει μια αναγνωρίσιμη βιολογική αιτία ουσιαστικά δεν ισχύει. Ενδεχομένως βάσει αυτού και έχοντας υπόψη ότι ο πόνος είναι μία κατάσταση εξελισσόμενη με ετερογενείς εκδηλώσεις να κρίθηκε απαραίτητη η νομολογιακή διάπλαση της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 με τη συμπερίληψη και της πρόκλησης του πόνου ως εκείνης της «οριακής» πάθησης που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ των μη τιμωρητέων μη συνεχών εντελώς ελαφρών ενδοοικογενειακών σωματικών βλαβών και των υπόλοιπων μορφών ενδοοικογενειακής
Σελ. 1065 σωματικής βλάβης, που συνιστά μία ήσσονος βαρύτητας -συγκριτικά με το επίπεδο σοβαρότητας του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006- ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Ορθότερα πάντως θα έπρεπε ο πόνος να υπαχθεί στη βλάβη της υγείας και να συμπεριλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις του (σωματικό, ψυχικό).
Σε κάθε περίπτωση, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κακώσεως ή της βλάβης της υγείας του παθόντος προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως (π.χ. «αδιευκρίνιστες σωματικές κακώσεις-βλάβες» εις βάρος συζύγου), αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε. Άλλως οι προσβαλλόμενες δικαστικές αποφάσεις πρέπει να αναιρούνται ελλείψει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
B. Το κακούργημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρ. 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006)
Εάν οι παραπάνω πράξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 3500/2006 συνιστούν μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, το αδίκημα ανάγεται σε κακούργημα και ποινικοποιείται βάσει του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006. Κρίσιμη αναφορικά με την υπαγωγή μιας συμπεριφοράς στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 Ν. 3500/2006 αντί της παρ. 1, τυγχάνει η κατάφαση ενός πρόσθετου στοιχείου, πέραν της προκληθείσας σωματικής βλάβης, ήτοι του βασανισμού του θύματος. Ουσιαστικά εδώ επαναλαμβάνεται η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 137Α ΠΚ για την ποινικοποίηση των βασανιστηρίων.
i. Η πρόκληση «έντονου σωματικού πόνου»
Εδώ η έννοια του σωματικού πόνου θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον ορισμό του πόνου που δόθηκε στην αρχή, ήτοι τη διέγερση των αλγοϋποδοχέων του ανθρώπινου οργανισμού. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως κάθε σωματικός πόνος δεν αποτελεί βασανισμό, αλλά μόνο εκείνος που προκαλείται μεθοδευμένα και είναι τόσο έντονος. Ο όρος «έντονος», ως αξιολογικό στοιχείο στην αντικειμενική υπόσταση των βασανιστηρίων, σημαίνει τον εντεταμένο, τον σφοδρό και γενικότερα τον σωματικό πόνο, που έχει ισχυρή επίδραση επί των αισθήσεων του ανθρώπου. Η έννοια του έντονου σωματικού πόνου ερμηνεύεται σε σύνδεση με την επίδραση επί των αισθήσεων του ανθρώπου. Έτσι, κείνται εκτός της προστατευτικής εμβέλειας του άρθρου κάθε ελαφρύς ή και ασήμαντος σωματικός πόνος. Με αυτόν τον τρόπο τα δικαστήρια φαίνεται να διαβαθμίζουν τον πόνο ως μια προς τα πάνω κλιμάκωση σε ένταση («έντονου πόνου»). Σκοπό του νομοθέτη συνιστά η ποινικοποίηση της χρήσης βίας ως μέσο βασανισμού για την υποταγή της βούλησης του παθόντος στη διάθεση εξουσίασης του δράστη και την εξουδετέρωση της όποιας προβαλλόμενης ψυχικής αντίστασης. To εγκληματικό αποτέλεσμα του έντονου σωματικού πόνου θα πρέπει να προέρχεται αιτιωδώς από το άμεσο αποτέλεσμα του τετελεσμένου αδικήματος της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 ειδάλλως δεν στοιχειοθετείται η υπό κρίση κακουργηματική ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη.
Κατά τη νομολογία των Δικαστηρίων είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης με μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου (άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 3500/2006) στο αδίκημα της απλής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 3500/2006). Έτσι, στην ΜΟΔΘεσ 345-351/2015 το δικαστήριο έκρινε πως η σωματική βλάβη που υπέστη το ανήλικο τέκνο της κατηγορουμένης (κάψιμο δακτύλων χεριού με αναπτήρα) φέρει τον χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης, καθώς το εν λόγω περιστατικό αποτελούσε ένα μεμονωμένο ατυχές συμβάν, και όχι παγιωμένη πρακτική συμπεριφοράς της μητέρας προς το ανήλικο τέκνο της, ούτε δε προέκυψε εσκεμμένα και με προγραμματισμένο τρόπο πρόκληση στο ανήλικο τέκνο της σωματικού πόνου τόσο έντονου που να έχει ισχυρή επίδραση επί των αισθήσεών του. Ωστόσο, ως προς την «παγιωμένη τακτική» για την οποία έκανε λόγο η παραπάνω απόφαση, πρέπει να σημειωθεί ότι για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του αδικήματος δεν απαιτείται η πράξη για να προσλάβει κακουργηματικό χαρακτήρα να επαναλαμβάνεται και να έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, αλλά αρκεί ο σωματικός πόνος να είναι έντονος και να προκύπτει αιτιωδώς αφ’ ενός από την πράξη της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 3500/2006 αφ’ ετέρου από τη μεθοδευμένη τέλεση αυτής. Μεθοδευμένα τελείται μία πράξη ακόμα και όταν ο σχεδιασμός διαμορφώνεται την ίδια τη στιγμή της τέλεσής της. Σε κάθε περίπτωση η μεθόδευση προϋποθέτει «επιλογή συμπεριφοράς» και επομένως μία εσκεμμένη τέλεση της μυϊκής ενέργειας ή παράλειψης, ασχέτως αν εξαντλείται σε μία φορά ή αν επανα
Σελ. 1066 λαμβάνεται περισσότερες φορές. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με την ιστορικοβουλητική ερμηνεία του νομοθέτη.
Στις αποφάσεις ΑΠ 1189/2020 και ΑΠ (Συμβ) 338/2017 οι δράστες καταδικαστήκαν μεταξύ άλλων και για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη υπό τη μορφή της πρόκλησης έντονου σωματικού πόνου. Εξ αντιδιαστολής το ΣυμβΠλημΡοδ (βούλευμα υπ’αριθμ. 37/2015) έκρινε ότι στην έννοια του «έντονου σωματικού πόνου» δεν εντάσσονται οι προκληθείσες σε ανήλικο εκχυμώσεις στο πρόσωπο, στις παρειές και στον τράχηλο σε συνδυασμό με μώλωπα κάτω του αριστερού οφθαλμού, διότι έλαβαν χώρα στο πλαίσιο σωφρονισμού του από τη μητέρα του, ωστόσο κατά πρόδηλη παραβίαση των άρθρων 2 και 4 του Ν. 3500/2006.
ii. Η πρόκληση «ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη»
Το εγκληματικό αποτέλεσμα της πρόκλησης ψυχικού πόνου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006 εμπεριέχει την ασαφή, όπως επισημάνθηκε, έννοια του «ψυχικού πόνου». Επειδή, κατά τον χρόνο θέσπισης του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006 η ψυχιατρική δεν μπορούσε να βαθμονομήσει ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά τον «ψυχικό πόνο» με αντικειμενικά κριτήρια, ο ποινικός νομοθέτης επέλεξε να προσδιορίσει το περιεχόμενό της αφ’ ενός μέσω του τρόπου τέλεσης της άδικης πράξης («μεθοδευμένη πρόκληση») αφ’ ετέρου μέσω της επίδρασης που μπορεί να έχει η συμπεριφορά στον ψυχικό κόσμο του παθόντος. Ποινική σημασία αποκτά, λοιπόν, η πρόκληση ψυχικών τραυμάτων, που αιτιωδώς συνδέονται με την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη μέλους της οικογένειας θέτοντας έναν κίνδυνο για τη συναισθηματική και ψυχική υγεία του παθόντος υπό την έννοια ότι η πρόκληση ψυχικού πόνου είναι ικανή να επιφέρει μια σημαντική υποβάθμιση του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου του θύματος, ικανή δε να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό την ποιότητα της ζωής του, ώστε αυτή, συγκρινόμενη με την ποιότητα της ζωής του, αφαιρουμένης της συμπεριφοράς του δράστη, να καταδεικνύει μια χειροτέρευση, που συνεπάγεται και καθιστά αναγκαία την κινητοποίηση μιας διαδικασίας ίασης. Και εδώ η μεθόδευση εννοείται με την έννοια της σχεδιασμένης, με προγραμματισμένο τρόπο τέλεσης της πράξης. Ήδη στο άρθρο 137Α νΠΚ για την ποινικοποίηση των βασανιστηρίων έχει επέλθει αντικατάσταση του όρου «μεθοδευμένη πρόκληση» με τον αντίστοιχο «εσκεμμένη πρόκληση», ώστε να αποσαφηνιστεί ότι από την έννοια των βασανιστηρίων αποκλείεται μόνον η «απαράσκευη» πρόκληση πόνου.
Ωστόσο, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου η μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου τιμωρείται μόνο όταν έχουν ήδη διαπιστωθεί σωματικές βλάβες. Πρόκειται για νομοθετική αστοχία. Η νομοθετική αυτή επιλογή έρχεται σε ευθεία αντίθεση (i) με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, όπου στο άρθρο 33 ποινικοποιείται η εκ προθέσεως συμπεριφορά που κατατείνει στη «σοβαρή πρόκληση βλάβης στην ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου» ανεξαρτήτως σωματικής επενέργειας και τον Ν. 4531/2018 με τον οποίο αυτή κυρώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, (ii) με τη θέση της θεωρίας, κατά την οποία ο πόνος, ακόμα και αν δεν επιφέρει παθολογική μεταβολή του σώματος, έχει την ποιότητα βλάβης της υγείας κατά το ποινικό δίκαιο, χωρίς να απαιτείται να επηρεάζεται η ύλη του σώματος, αρκούντος να επηρεάζεται είτε η λειτουργία κάποιου οργάνου του σώματος είτε η ψυχική υγεία του ατόμου, (iii) με το άρθρο 312 παρ. 2 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 5090/2024 και (iv) με άλλες διατάξεις του ποινικού κώδικα όπου βλάβη της υγείας συνιστά και η ψυχική βλάβη ανεξαρτήτως οργανικού υποβάθρου. Άλλωστε, σύμ
Σελ. 1067 φωνα και με τον πρόσφατα αναθεωρημένο ορισμό της έννοιας του πόνου από τη Διεθνή Ένωση για τη Μελέτη του Πόνου («IASP») ήδη ο πόνος δε μπορεί να συναχθεί αποκλειστικά από τη δραστηριότητα των αισθητήριων/αισθητικών νευρώνων, άρα από το οργανικό στοιχείο.
Συνεπώς η ενδοοικογενειακή μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου έπρεπε να τύχει αυτοτελούς ποινικοποίησης, όπως ισχύει στο άρθρο 312 παρ. 2 ΠΚ για τη σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων. Η μη τιμώρηση του ψυχικού πόνου αυτοτελώς, αλλά αντιθέτως ο συσχετισμός του με την αποτύπωση σωματικών συμπτωμάτων, ως προϋπόθεση για την ποινικοποίησή του από τα ελληνικά δικαστήρια, καθίσταται προβληματική. Ορθότερη, στο σημείο αυτό υπήρξε η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη στο άρθρο 312 παρ. 2 ΠΚ , που επαναλαμβάνει ουσιαστικά την καταργηθείσα παρ. 4 του άρθρου 312 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 5090/2024, όπου για την επιβολή ποινής δεν είναι αναγκαία η προγενέστερη πρόκληση σωματικών βλαβών. Το γεγονός αυτό δείχνει να είναι νομικά οξύμωρο, αφού αναφορικά με την τιμώρηση της πρόκλησης ψυχικού πόνου για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κακουργηματικής μορφής (άρθρ. 6 παρ. 4 Ν. 3500/2006) θα πρέπει πρώτα να διαπιστώνεται η πρόκληση σωματικών βλαβών, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της σωματικής βλάβης αδυνάμων ατόμων (άρθρ. 312 παρ. 2 ΠΚ) όχι.
Από την επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας αποδεικνύεται ότι δύνανται να συνιστούν μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη (α) οι πράξεις παρατεταμένης απομόνωσης εις βάρος ανηλίκου (ο κατηγορούμενος «προέβαινε σε παρατεταμένη απομόνωσή του, κλειδώνοντας αναίτια τον ανήλικο για ώρες στο δωμάτιό του…με αποτέλεσμα να του προκαλεί σοβαρά ψυχικά τραύματα») και οι πράξεις εγκλεισμού, (β) το μελαγχολικό συναίσθημα με καταθλιπτικόμορφα στοιχεία ανασφάλειας, φόβου και η ιδιαίτερη ανησυχητική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα συνεχιζόμενης κακοποιητικής συμπεριφοράς και αφόρητης πίεσης, (γ) η χρόνια σωματική και ψυχική κακοποίηση του θύματος («ο κατηγορούμενος τοποθέτησε διά της βίας στο στόμα της το εσώρουχο της, την κούρεψε με ένα ψαλίδι παρά τη θέλησή της, τη χτύπησε με κλωτσιά») σε συνδυασμό με πράξεις εγκλεισμού («τοποθέτησε στα σύνορα του αγροκτήματος πανιά και λαμαρίνες προκειμένου να αποκοπεί κάθε επαφή της οικογένειας με τον υπόλοιπο κόσμο»), (δ) η πρόκληση ψυχολογικής κατατρομοκράτησης της ανήλικης (εικόνα ταραχής και σοκ) σε συνδυασμό με εκδηλωμένες ειδικές μαθησιακές δυσκολίες συνεπεία χρόνιας κακοποίησης από τη μητέρα της («συνήθιζε από μικρή ηλικία να την χτυπάει με τα χέρια της ή με λωρίδα στο σώμα της και μάλιστα πολλές φορές είχε προκαλέσει σημάδια στα πόδια της ανήλικης, άλλοτε δε φέρεται ότι την είχε δαγκώσει και δη επανειλημμένα στο πόδι καθώς και ότι της είχε τραβήξει με δύναμη τα μαλλιά, με αποτέλεσμα να εμφανισθεί αραίωση στο τριχωτό της κεφαλής του παιδιού»), (ε) η πρόκληση ψυχικών πόνων και βασάνων, διαταραχών στον ευαίσθητο κόσμο των παιδιών, με εμφάνιση νυκτερινών τρομακτικών ονείρων, μόνιμου αισθήματος άγχους και τρόμου (η μητέρα και ο παππούς «έσχισαν με μαχαίρι τα δάκτυλα των παιδιών σε σχήμα σταυρού για να «προστατευθούν από τα μάγια τρίτων», λέγοντάς τους ότι το αίμα που έτρεχε το «ρουφάει ο σατανάς», ενώ έκαψαν με τσιγάρο το χέρι του ενός παιδιού και έριχναν χώμα από το νεκροταφείο στα κρεβάτια τους για να «διώξουν τον σατανά»), (στ) η πρόκληση έντονου φόβου και αισθήματος πανικού, συναισθημάτων ανασφάλειας έως και η εκδήλωση αυτοκτονικού ιδεασμού του ανηλίκου («αναφέροντας ότι θα ήθελε να πεθάνει ή να τον σκοτώσει κάποιος για να ησυχάσει και την επιθυμία «να πάρει ένα όπλο να σκοτωθεί να ησυχάσει»), συνεπεία της συνεχούς, επαναλαμβανόμενης και διαρκούς κακοποιητικής συμπεριφοράς του δράστη πατέρα (πρόκληση σωματικών βλαβών από χτυπήματα στο πρόσωπο με τα χέρια και με λακτίσματα, πρόκληση εγκαυμάτων με τη χρήση αναμμένου τσιγάρου, πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών από τοποθέτηση ως μέσο τιμωρίας του χεριού πάνω στην πυρακτωμένη επιφάνεια της σόμπας, πρόκληση εκχυμώσεων οσφυϊκής χώρας κ.ά.).
Εξ αντιδιαστολής τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι (α) δεν υφίσταται παρατεταμένη απομόνωση κι άρα δεν στοιχειοθετείται το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006 με μόνη την επιμονή της μητέρας, στην οποία έχει ανατεθεί αποκλειστικά η επιμέλεια του τέκνου, για επιβολή των όρων της κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του εγκαλούντος πατέρα με το κοινό ανήλικο τέκνο τους καθώς, επίσης, και η παραμέληση της υποχρέωσής της να ενθαρρύνει την επικοινωνία αυτού με τον εγκαλούντα πατέρα, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, ιδίως μετά τη μόνιμη εγκατάστασή της εκτός Ελλάδας διότι «δεν υφίσταται απομόνωση αυτού από τον ανήλικο γιο του καθόσον η επικοινωνία του μαζί του, έστω και με προσκόμματα, είναι υπαρκτή», (β) ο προκληθείς συνεπεία των πράξεων των κατηγορουμένων ψυχικός πόνος στον ανήλικο, διότι «πέραν του ότι δεν πληρούται το στοιχείο της μεθόδευσης στην πρόκλησή του, δεν οδήγησε στη συγκεκριμένη περίπτωση σε σοβαρή διακινδύνευση της ψυχικής του υγείας, καθόσον δεν ήταν ικανός να επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση σοβαρή ψυχική βλάβη», (γ) δεν αρκεί η αφόρητη ψυχική ταλαιπωρία του θύματος, διότι δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αυτήν παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές, δηλαδή βλάβη της υγείας, αλλά μόνο κίνδυνο της ψυχικής υγείας της και
(δ) δεν αρκεί μία ήσσονος σημασίας ψυχική ταλαιπωρία, η οποία δεν δύναται να έχει καθοριστική και μακροπρόθεσμη
Σελ. 1068 επίδραση στην ομαλή συναισθηματική και ψυχική υγεία του προσώπου (εν προκειμένω ανηλίκου).
V. Συμπεράσματα
Η νομολογία οφείλει να αναγνωρίζει την πρόκληση του πόνου που υφίστανται τα μέλη της οικογένειας ως ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη χαράσσοντας ταυτόχρονα σαφή όρια ποινικοποίησης.
Ο πόνος, εφόσον παρουσιάζει ένα minimum σοβαρότητας, δηλαδή υπερβαίνει έναν ελάχιστο βαθμό έντασης και δεν είναι εντελώς ελαφρύς, μπορεί να αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006). Προς την κατεύθυνση αυτή φαίνεται να κινείται και η πρόσφατη νομολογία του ΑΠ, που συγκαταλέγει τον πόνο στην ενδεικτική απαρίθμηση των ενδοοικογενειακών σωματικών βλαβών. Από την επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας καταδεικνύεται ότι οι περισσότερες δικαστικές υποθέσεις αφορούσαν χαστούκια, κακώσεις, εκχυμώσεις, οιδήματα, εκδορές, δυνατά χτυπήματα με γυμνά χέρια, γροθιές τα οποία ελλείψει συνεχούς συμπεριφοράς, αν και λάμβαναν χώρα εντός της οικογένειας, δεν ποινικοποιούνταν με τον Ν. 3500/2006. Επιφέρουν, όμως, στον αποδέκτη πόνο, ο οποίος ενίοτε είναι αφόρητος, ακόμη και όταν δεν προκαλείται με συνεχή συμπεριφορά, με αποτέλεσμα η παρέμβαση του ποινικού δικαίου να καθίσταται επιβεβλημένη.
Έτσι, όταν οι παραπάνω όλως ελαφρές σωματικές βλάβες προκαλούν στον παθόντα πόνο ελάχιστης έντασης και διάρκειας φρονούμε ότι μπορούν να ενταχθούν στο άρθρο 6 παρ.1 του Ν. 3500/2006 χωρίς να προσαπαιτείται συνεχής συμπεριφορά. Εξ αντιδιαστολής, όταν δεν αποδεικνύεται πόνος ελάχιστου βαθμού έντασης και διάρκειας οι παραπάνω όλως ελαφρές σωματικές βλάβες μπορούν να ενταχθούν στο άρθρο 6 παρ.1 του Ν. 3500/2006 αρκεί να είναι αποτέλεσμα συνεχούς συμπεριφοράς. Στην περίπτωση αυτή η ύπαρξη πόνου συνιστά μία δευτερεύουσα παράμετρο της τελεσθείσας προσβολής. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να εισέλθουν στον χώρο της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης συμπεριφορές που δεν είναι καθόλου αξιόποινες (π.χ. πόνοι διάρκειας ολίγων δευτερολέπτων, επιδερμική γρατσουνιά) τόσο ο πόνος όσο και οι σωματικές βλάβες θα πρέπει να διαπιστώνονται αντικειμενικά και να αποδεικνύονται.
Τέλος, η προσφυγή στο άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006, όπου απειλούνται αυξημένες για τον δράστη ποινές, είναι εφικτή μόνο όταν -εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006- ο πόνος συνιστά βασανισμό κατά τις νομικές προϋποθέσεις. Εάν ο πόνος δεν έχει την περιγραφόμενη κατ’ άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 3500/2006 ένταση και σοβαρότητα προσφυγή στο εν λόγω άρθρο δεν δικαιολογείται. Η τιμώρηση της πράξης θα περιορισθεί στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006.
References
• Aggelopoulos N., Medical Psychology and Psychopathology (A Modern Psychiatry), 2017, p. 263-265, 284 [in Greek]
• Androulakis N., Criminal Law-Special Part, 1974, p. 110-111, 126-127, 132 [in Greek]
• Bekas I., The protection of life and health in the Criminal Code, in S.Pavlou/ I.Beka/A.Apostolidou (Ed.), Criminal Law - Special Part, 2021, p. 709-710 [in Greek]
• Bolger E., Grounded theory analysis of emotional pain, Psychotherapy Research, 1999;(9):342-362 [in English]
• Bourmas G., Comments on Judicial Council of Chania, 136/2018, in Criminal Justice 2020, p. 828 [in Greek]
• Bublitz C., Der (straf-)rechtliche Schutz der Psyche. Vom Körperverletzungstatbestand zum Grundrecht auf mentale Selbstbestimmung, RW-Heft 1, 2011, p. 28 [in German]
• Charalambakis A., The Greek legal framework concerning torture, in Yperaspisi, 1995, p. 660 [in Greek]
• Chioni-Chotouman Ch., Law 3500/2006 on domestic violence, in Ch. Satlanis/L. Margaritis/Ι. Naziris (Ed.), Special Criminal Laws, 2024, p.163-184 [in Greek]
• Eschelbach R., StGB § 223 Körperverletzung, in von Heintschel-Heinegg/H.Kudlich (Hrsg.),BeckOK StGB, 62. Aufl., 2024, Rn. 19 [in German]
• Feinberg J., The moral limits of the Criminal Law: Harm to Others, Vol I, 1984, p.46-51 [in English]
• Filippidis T., Criminal Law Courses-Special Part, 1981, p. 178 [in Greek]
• Finch M., Law and the Problem of Pain. University of Cincinnati Law Review. 2005;74(2):285-325 [in English]
• Fischer Th., StGB § 223, 67. Aufl. 2020, Rn. 12 [in German]
• Fouscarinis G., Do mental health insults constitute bodily injury? The Art of Crime, 2018 [in Greek]
• Fytrakis Ef., Comments on Greek Supreme Court decision 1068/2022: Domestic bodily injury, in Criminal Justice 2023, p. 420 [in Greek]
• Fytrakis Ef., Pain as bodily injury, in Criminal Chronicles 2022, p. 406 [in Greek]
• Gafos E., Criminal Law-Special Part, 1963, p.96-97 [in Greek]
• Gbandi R., Pain and its modern medical treatment, in M. Kaiafa-Gbandi/E. Kounougeri-Manoledaki/E. Symeonidou-Kastanidou (Ed.), The human who suffers: The pain in medicine, law and literature, Publications for Medical Law and Bioethics, Vol.5, 2007, p.7-29 [in Greek]
• Harrison P./Cowen Ph./Burns T./Fazel M., Oxford Psychiatry-Basic Principles [TEP Ch. Kalaitzi], 2020, p. 12-15 [in Greek]
• Hardtung B., StGB § 223 Körperverletzung: (bb) «Psychische Beeinträchtigungen ohne Krankheitswert, aber mit körperlichen Auswirkungen?», in Münch. Komm-StGB, 4. Aufl., 2021, Rn. 58 [in German]
• Heger M., StGB § 223 Körperverletzung, in K. Lackner/K.Kühl/M.Heger (Hrsg.), StGB 30. Aufl. 2023, Rn. 5 [in German]
• IASP, Subcommitee on Taxonomy, Pain 1979/6, p. 263 [in English]
• Isa AS./Chetty S., Physiology and pathophysiology of chronic pain (Part I). South Afr J Anaesth Analg 2021;27(6):266–270 [in English]
• Kamberou E., Art. 308: Bodily Injury, in A. Charalambakis (Ed.), The new Penal Code-Commentary of L. 4619/2019, 2020, p. 2267-2268 [in Greek]
• Kosek E./Cohen M./Baron R./Gebhart GF./Mico JA./Rice ASC./Rief W./Sluka KA., Do we need a third mechanistic descriptor for chronic pain states? Pain 2016;157(7):1382-1386 [in English]
• Kresler L., Psychoanalytic library for the child and adolescent-The modern psychosomatic of the infant and child [TEP S. Leonidi], 2001, p. 249-251 [in Greek]
• Margaritis L., Bodily injuries, 1991, p. 127, 150-160 [in Greek]
• Margaritis M./Margariti A., Criminal Code: Commentary-Application, 2020, p. 880 [in Greek]
• Mersky H./Spear F., Pain: Psychological and Psychiatric aspects, 1967, p.21 [in English]
• Michopoulos I./Kontoaggelos K./Lykouras E., The concept of pain in Interdisciplinary Psychiatry, in G.N. Papadimitriou/I. Liappas/E. Lykouras (Ed.), Modern Psychiatry, 2013, p. 816 [in Greek]
• Paeffgen H.-U./Böse M./Eidam L., StGB § 223 Körperverletzung, in Urs. Kindhäuser/U. Neumann/H.-U. Paeffgen/F. Saliger (Hrsg.), Strafgesetzbuch, 6. Aufl., 2023, Rn. 8-13 [in German]
• Panagopoulos P.-P., Domestic violence: Criminological dimensions and the treatment of the phenomenon with the provisions of substantive criminal law of Law 3500/2006, PhD Thesis (unpublished), 2017, p. 205, 753 [in Greek]
Σελ. 1069• Papageorgiou Ch./Thelerity Ch./Daskalopoulou E., The emotion, in G.N Papadimitriou/I. Liappas/E. Lykouras (Ed.), Modern Psychiatry, 2013, p. 168 [in Greek]
• Paraskevopoulos N., Law and Pain, in M. Kaiafa-Gbandi/E. Kounougeri-Manoledaki/E. Symeonidou-Kastanidou (Ed.), The human who suffers: The pain in medicine, law and literature, Publications for Medical Law and Biothics, Vol.5, 2007, p.31-40 [in Greek]
• Petry D./Zöller M. StGB§ 223, in K.Leipold/M.Tsambikakis/M.Zöller (Hrsg.), Anwaltkommentar StGB, 3. Aufl. 2020, Rn. 14 [in German]
• Raja SN. et. al., The revised International Association for the Study of Pain definition of pain: concepts, challenges, and compromises. Pain 2020;161(9):1976-1982 [in English]
• Sánchez ΜΑ./Marković Ι./Strand S., Gender Competent Criminal Law, in D. Vujadinović/Th.Giegerich/M.Fröhlich,(Ed.), Gender-Competent Legal Education, 2023, p.447-448 [in English]
• Sgantzou V., The criminalization of harassment in «close» interpersonal relationships: In the workplace and within the family, 2022 [in Greek]
• Shneidman ES., Aphorisms of suicide and some implications for psychotherapy, American Journal of Psychotherapy, 1984;(38):319-328 [in English]
• Soldatos K., Pain: clinical pictures and treatment, 1991 [in Greek]
• Soldatos K./Sakkas P./Bergiannaki I., Psychological reactions of cancer patients and doctor-patient communication, in Greek Oncology 1986, p. 96-102 [in Greek]
• Soumani A./Damigos D./Oulis P./Masdrakis V./Ploumpidis D./Mavreas V./ Konstantakopoulos G., Mental pain and suicide risk: Application of the greek version of the Mental Pain and the Tolerance of Mental Pain scale, PSYCHIATRIKI, 2011;22(4):330-340 [in English]
• Stefanidou A., Domestic Violence: The concept of family and the process of criminal mediation, 2010 [in Greek]
• Sternberg-Lieben D., StGB § 223 Körperverletzung, in Schönke/Schröder(Hrsg.) Strafgesetzbuch, 30. Aufl. 2019, Rn. 6 [in German]
• Symeonidou-Kastanidou E., Crimes against personal legal interests, 5th ed., 2023, p. 127-132, 146-153, 163-164 [in Greek]
• Symeonidou-Kastanidou E., The concept of torture and other attacks on human dignity in the Criminal Code, in Criminal Chronicles 2009, p.3 [in Greek]
• Tossani Ε., The concept of mental pain, Psychoter Psychosom 2013;(82):67-73 [in English]
• Treede RD. et al., A classification of chronic pain for ICD-11. Pain 2015;156(6):1003-1007 [in English]
• Ulsenheimer K. /Gaede K., Der objektive Tatbestand der Körperverletzung (§§ 223, 229 StGB), in K. Ulsenheimer/K. Gaede(Hrsg.), Arztstrafrecht in der Praxis, 6 Aufl., 2020, Rn. 598 [in German]
• Ventouratou D., Introduction to psychotraumatology and trauma therapy. The EMDR method, 2009, p. 31-87 [in Greek]
• Wessels J./Hettinger M. /Engländer A, Strafrecht, BT I, 2023, Rn. 268 [in German]
• Woessner J., Overview of pain: Classification and concepts, in MV. Boswell/ BE. Cole (Ed.), Weiner’s Pain Management: A Practical Guide for Clinicians, 2006, p. 35 [in English]
• Zheng Q./Dong X./Green D./Dong X., Peripheral mechanisms of chronic pain. Med Rev 2022;2(3):251-270, pubmed. [in English]