Κείμενο
Ι. Αφετηρία: Η διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ
Η άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων παιδιών, από κοινού και εξίσου από τους γονείς τους, καθιερώνεται ως κανόνας, ακόμα και στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης ή λύσης του γάμου με διαζύγιο. Η σχετική ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 1510 έως και 1519 του Αστικού Κώδικα καθορίζει το νομοθετικό πλαίσιο της συνάσκησης της γονικής μέριμνας (συνεπιμέλειας), με σκοπό την ισότιμη συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Οι πιο πάνω διατάξεις δεν αποκλείουν την περίπτωση να αποφασίσει το δικαστήριο διαφορετική ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της από κοινού άσκησής της, στις περιπτώσεις που η κοινή μέριμνα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά προς το συμφέρον του παιδιού. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1514 Αστικού Κώδικα ορίζει στην παράγραφο 2 αυτής, ότι «αν δεν είναι δυνατή η άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη ή ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο».
Στόχος της νομοθετικής ρύθμισης, όπως αυτή αποτυπώνεται στην διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν 4800/2021, να καθιερωθεί ο θεσμός της διαμεσολάβησης για ζητήματα που αφορούν την γονική μέριμνα, ώστε να ενισχυθεί ο διάλογος και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των γονέων και να αποφεύγεται η προσφυγή ενώπιον δικαστηρίων.
Σελ. 22Κατά συνέπεια, σε κάθε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, σχετικά με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και όχι μόνον στις περιπτώσεις που αναφέρει ενδεικτικά («ιδίως») η πιο πάνω διάταξη, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας γίνεται από το Δικαστήριο, εφόσον η προηγούμενη προσφυγή στην διαμεσολάβηση, δεν καταλήξει σε συμφωνία των γονέων.
ΙΙ. Επισκόπηση της νομολογίας
Η αρχική ερμηνευτική εκδοχή της νομολογίας ήταν, η θεώρηση της προβλεπόμενης στην διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ «προσφυγής στην διαμεσολάβηση», ως υποχρέωσης των γονέων να υπαχθούν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 5 Ν 4640/2019 και εφόσον αυτή δεν κατέληγε σε συμφωνία, τότε μόνον θα μπορούσαν να ασκήσουν αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο. Η ερμηνεία αυτή δεν βασιζόταν σε ενιαία λεκτική αποτύπωση, ήταν ασαφής και αντιφατική, σε κάποιες δε περιπτώσεις δεν εναρμονιζόταν με τον εκούσιο χαρακτήρα της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, ώστε να έχει οδηγήσει σε παραδοχές άτοπες, που κατέληγαν ακόμα και σε απόρριψη λόγω αοριστίας σχετικών αγωγών.
Ειδικότερα:
α) Οι παραδοχές στις οποίες κατέληξαν οι με αριθμό 6214/2023 και 6769/2023 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας οικογενειακών διαφορών), κρίνοντας επί αγωγών με αίτημα την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας ανήλικων παιδιών στον ένα γονέα, ήταν οι εξής:
- Ότι με το άρθρο 1514 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν 4800/2021 και ισχύει από 16-09-2021, εισάγεται παρέκκλιση από τον κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, η οποία λαμβάνει χώρα με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, μόνον εφόσον συντρέξουν δύο βασικές προϋποθέσεις, που παρατίθενται στην παρ. 2 του άρθρου 1514, ήτοι (α) αδυναμία λειτουργίας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας για έναν από τους λόγους που αναφέρονται ενδεικτικά στο νόμο και (β) η προηγούμενη αποτυχημένη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης.
- Ότι, εφόσον διαπιστώνεται αδυναμία από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, οι γονείς δεν μπορούν να προσφύγουν απευθείας στο δικαστήριο, αλλά πρέπει πρώτα να επιχειρήσουν την επίλυση των ζητημάτων που έχουν ανακύψει μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης.
- Ότι, η υπό κρίση αγωγή, κατά το αίτημά της για ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων στον ενάγοντα γονέα, πρέπει να απορριφθεί λόγω αοριστίας, διότι, αν και η αγωγή έχει κατατεθεί μετά την ισχύ του Ν 4800/2021, ο ενάγων γονέας δεν αναφέρει στο δικόγραφό του ότι έλαβε χώρα προηγούμενη αποτυχημένη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ, μη αρκούντος του γεγονότος ότι έλαβε χώρα η υποχρεωτική αρχική συνεδρία του άρθρου 6 του Ν 4640/2019. Και αυτό διότι ο νομοθέτης με τον Ν 4800/2021 θέλησε να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, προσθέτοντας την εκ του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ υποχρέωση προς διαμεσολάβηση, χωρίς να αναιρείται η υποχρέωση αυτή από την τυχόν τήρηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας του άρθρου 6 του Ν 4640/2019.
β) Περαιτέρω, τον χαρακτηρισμό της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής πριν την προσφυγή στο δικαστήριο στις περιπτώσεις του άρθρου 1514 ΑΚ, συναντάμε σε δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και συγκεκριμένα τις με αριθμούς 54/2023 Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης και 246/2023 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Οι πιο πάνω αποφάσεις α) κατέληξαν σε κατανομή προσωρινά της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου μεταξύ των γονέων του και ειδικότερα σε χρονική κατανομή της σε οριζόμενα χρονικά διαστήματα εντός εκάστου ημερολογιακού μηνός και β) όρισαν στο διατακτικό τους ότι, για κάθε διαφωνία που θα προκύψει από τον ρυθμιζόμενο δικαστικά τρόπο κατανομής της επιμέλειας, πριν την δικαστική προσφυγή, ακόμα και προς χορήγηση προσωρινής διαταγής, είναι υποχρεωτική η διενέργεια διαμεσολάβησης.
Από τις πιο πάνω νομολογιακές παραδοχές, είναι προφανής η σύγχυση σχετικά με την έννοια της προσφυγής στην διαμεσολάβηση, η οποία εναπόκειται πάντα και χωρίς καμία εξαίρεση στην ελεύθερη βούληση
Σελ. 23των μερών, ακόμα κι όταν η διαμεσολάβηση προβλέπεται, όπως στην διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, ως υποχρεωτικό προστάδιο της δίκης. Από την διατύπωση των παραδοχών διαφαίνεται, έστω και χωρίς σαφήνεια, ότι προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1514 ΑΚ είναι η «αναγκαστική» διεξαγωγή διαμεσολάβησης μεταξύ των γονέων και η αποτυχημένη της κατάληξη χωρίς επίτευξη συμφωνίας και συνεπώς η προσκόμιση στο Δικαστήριο πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας κατά την διαμεσολάβηση, μη αρκούντος του πρακτικού διεξαγωγής της ΥΑΣ διαμεσολάβησης. Θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή οφείλεται αφενός σε παραγνώριση του καθιερούμενου από τον Ν 4640/2019 εκούσιου χαρακτήρα της διαδικασίας και αφετέρου στην έλλειψη επαρκούς γνώσης σχετικά με την λειτουργία στην πράξη του σχετικά νέου για την χώρα μας θεσμού της διαμεσολάβησης.
ΙΙΙ. Ερμηνευτική προσέγγιση – Η έννοια της «προσφυγής στην διαμεσολάβηση», με βάση τον Ν 4640/2019 για την διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
Η ερμηνεία, γραμματική και τελολογική, της διάταξης του άρθρου 1514 Αστικού Κώδικα, σε ό,τι αφορά την «προσφυγή στην διαμεσολάβηση» στις περιπτώσεις που η ίδια ορίζει, δεν μπορεί παρά να έχει ως βάση τις διατάξεις του Νόμου 4640/2019 (για την διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), ο οποίος προσδιορίζει την έννοια, την φύση και τον σκοπό της διαμεσολάβησης και επιπλέον ρυθμίζει την σχετική διαδικασία.
Αξιοσημείωτες είναι οι εξής διατάξεις του Ν 4640/2019:
Άρθρο 2 παρ. 2: Ως διαμεσολάβηση, νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
Άρθρο 4 παρ. 1: Προσφυγή στη διαμεσολάβηση για τις υπαγόμενες σε αυτή διαφορές του παρόντος επιτρέπεται:
α) αν τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά
β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Πρόκειται για την περίπτωση που το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά που δύναται να υπαχθεί στην διαδικασία της διαμεσολάβησης καλεί τα μέρη να προσφύγουν σε αυτήν (άρθρο 4 παρ. 2). Συνεπώς, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, η προσφυγή στην διαμεσολάβηση προϋποθέτει την συναίνεση (συμφωνία) των μερών της διαφοράς.
Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφώς και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ο εκούσιος χαρακτήρας της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, η οποία μπορεί να διεξαχθεί μόνον εφόσον την επιλέξουν και τα δύο (ή περισσότερα) μέρη της διαφοράς και εγγράφως συμφωνήσουν σε αυτήν. Τόσο η προσφυγή στην διαμεσολάβηση, όσο και η συμμετοχή των μερών στην διαδικασία μετά την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωσή της, έγκειται αποκλειστικά στην ελεύθερη βούληση των μερών της διαφοράς. Πρόκειται για θεμελιώδη αρχή της διαδικασίας, αποτελεί δε και τον τίτλο του άρθρου 15 του Ν 4640/2019 (Αρχή της ελεύθερης βούλησης) στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: «Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να διεξάγει τη διαμεσολάβηση με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών….. και ενημερώνει τα μέρη ότι είναι ελεύθερα ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από τη διαδικασία χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση ή ποινή».
Εξάλλου, ακόμα και μετά την διεξαγωγή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης, η οποία επιβάλλεται στις οικογενειακές διαφορές, πριν ή μετά την άσκηση της αγωγής και πάντως το αργότερο μέχρι την συζήτησή της (άρθρο 6 παρ. 1α Ν 4640/2019), οι γονείς προσφεύγουν στην διαμεσολάβηση μόνον εφόσον συμφωνήσουν σε αυτήν, οπότε συντάσσεται έγγραφο για την συμφωνία υπαγωγής στην διαμεσολάβηση και ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 5 του Ν 4640/2019 (άρθρο 7 παρ. 7 Ν 4640/2019). Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 5 Ν 4640/2019, γίνεται από και με την υπογραφή από τους γονείς, της έγγραφης συμφωνίας τους για την υπαγωγή σε αυτήν.
Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ καθιερώνεται, στις περιπτώσεις που η ίδια ορίζει, αυτοτελές δικαίωμα κάθε γονέα να προσφύγει σε διαμεσολάβηση και να επιδιώξει την συμμετοχή του άλλου γονέα στη διαδικασία, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή. Η προσφυγή κάθε γονέα στην διαμεσολάβηση γίνεται, όπως άλλωστε η ίδια η διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ αναφέρει, κατά τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, δηλαδή ο Νόμος 4640/2019. Δεν αλλοιώνεται συνεπώς ο εκούσιος χαρακτήρας της διαδικασίας, ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι αυτή αποτελεί υποχρεωτικό προστάδιο της δίκης, στις περιπτώσεις του άρθρου 1514 ΑΚ.
Σελ. 24 Με βάση όλα τα παραπάνω, κατά την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, τόσο την γραμματική όσο και την τελολογική, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Νόμου 4640/2019 για την διαμεσολάβηση, υποχρεωτική προσφυγή στην διαμεσολάβηση και υποχρεωτική διεξαγωγή της δεν είναι νοητή ούτε δυνατή.
Κατά συνέπεια, η, κατά την έννοια του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, προσφυγή στην διαμεσολάβηση οποιουδήποτε γονέα επιδιώκει διαφορετική ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας από την από κοινού άσκηση αυτής, που καθιερώνει ως κανόνα ο Αστικός Κώδικας, ώστε να εκπληρώνεται η προϋπόθεση της «προηγούμενης αποτυχημένης προσπάθειας εξεύρεσης λύσης μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης», εξαντλείται α) είτε στην διεξαγωγή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης των άρθρων 6 παρ. 1α και 7 Ν 4640/2019, εφόσον προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι οι γονείς δεν συμφώνησαν να προσφύγουν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης ή β) με έγγραφη πρόσκληση (έστω και ηλεκτρονική) του γονέα προς τον έτερο γονέα σε διαμεσολάβηση, απευθείας ή διαμέσου διαμεσολαβητή, στην οποία ο άλλος γονέας δεν ανταποκρίθηκε με οποιονδήποτε τρόπο (δεν απάντησε στην πρόσκληση, δεν προσήλθε ενώπιον διαμεσολαβητή, δεν αντιπρότεινε διαμεσολαβητή κλπ.), με αποτέλεσμα να μην μπορεί εκ των πραγμάτων να διεξαχθεί διαμεσολάβηση.
Προς την ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση κινούνται ορθά οι αποφάσεις 64/2024 Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και 1687/2024 Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας οικογενειακών διαφορών).
Ειδικότερα, η 64/2024 Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας αρκείται, για την εκπλήρωση της προϋπόθεσης της προσφυγής στην διαμεσολάβηση του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, στην διεξαγωγή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας διαμεσολάβησης, στην οποία οι γονείς δεν συμφώνησαν να προσφύγουν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Περαιτέρω, η 1687/2024 Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της ανωτέρω αναφερόμενης με αριθμό 6214/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε στο σύνολό της την διατυπωθείσα πιο πάνω ερμηνευτική προσέγγιση της, κατά την διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, έννοιας της «προσφυγής στην διαμεσολάβηση», καταλήγοντας ότι αυτή η τελευταία εξαντλήθηκε με την περάτωση της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης και την σύνταξη του σχετικού πρακτικού, από το οποίο προέκυπτε ότι οι γονείς δεν συμφώνησαν την υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση. Με βάση αυτή την αιτιολογία, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1514 παρ. 2 ΑΚ, 2 παρ. 2, 4 παρ. 1 και 2, 5, 6 παρ. 1α , 7 και 15 Ν 4640/2019, δέχθηκε ότι η προσφυγή σε διαμεσολάβηση κατά την διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, έχει την έννοια της διεξαγωγής διαμεσολάβησης του άρθρου 5 Ν.4640/2019, η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία επίλυσης της διαφοράς.
IV. Τελικές εκτιμήσεις – Εφαρμογή στην πράξη
Είναι γεγονός ότι η νομολογία των δικαστηρίων μας υιοθετεί σταθερά και ορθά την άποψη της προηγούμενης προσφυγής στην διαμεσολάβηση, ως υποχρεωτικού προσταδίου της δίκης στις περιπτώσεις του άρθρου 1514 Αστικού Κώδικα και γενικότερα σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφωνίας των γονέων κατά την συνάσκηση της γονικής μέριμνας, με ή χωρίς χρονική κατανομή της και εναλλασσόμενη ή μη διαμονή του παιδιού με κάθε γονέα.
Η υποχρεωτική προσφυγή στην διαμεσολάβηση σε αυτές τις περιπτώσεις δεν σημαίνει και διεξαγωγή της διαμεσολάβησης. Η τελευταία είναι δυνατή, μόνον εφόσον συμφωνήσουν σε αυτήν και οι δύο γονείς. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ λειτουργεί ενισχυτικά για τον θεσμό της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές και δίνει μία ακόμη ευκαιρία – πέρα από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης – στην ειρηνική επίλυσή τους.
Στην πράξη, η μεταφορά μέσω διαμεσολαβητή της πρότασης του ενός προς τον άλλο γονέα για την επίλυση των διαφορών τους στο πλαίσιο του άρθρου 1514 ΑΚ, είναι η πλέον ενδεδειγμένη για την εποικοδομητική επικοινωνία μεταξύ των γονέων. Η προσέγγιση του διαμεσολαβητή, με τα χαρακτηριστικά της ισότιμης και χωρίς διάκριση στάσης του προς τους γονείς, της ουδετερότητας, του σεβασμού και της ενσυναίσθησης, είναι εκείνη που μπορεί πιο εύκολα να ωθήσει τους γονείς προς τον διάλογο για τα θέματα της άσκησης της γονικής μέριμνας, ώστε να αποφευχθεί η δικαστική αντιδικία και έτσι να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ.