Περίληψη

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει δια του δικαίου ένα καθορισμένο οικονομικό πρότυπο στα κράτη μέλη της. Οι τέσσερις οικονομικές ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς (εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων), ως αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού οικονομικού συντάγματος, επιτάσσουν τη μείωση των διασυνοριακών εμποδίων προς διασφάλιση της οικονομικής προόδου και της ευημερίας εν γένει. Παρότι τα οφέλη της ελεύθερης κυκλοφορίας -σε κάθε έκφανσή της- είναι αδιαμφισβήτητα, η δυνατότητα ελεγχόμενης επιβολής εθνικών περιορισμών είναι σημαντική, και δη εν καιρώ κρίσεων. Στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ δικαίου, πολιτικής και οικονομίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, οι βασικές αρχές του «ταξιφιλελευθερισμού», με έμφαση ως προς την ικανότητα του συστήματος να αποτρέπει τις ισχυρές συγκεντρώσεις της εξουσίας καθώς και να προβαίνει σε διορθώσεις οριακών δυσλειτουργιών της αγοράς, εξακολουθούν να είναι η πυξίδα που μπορεί να βελτιώσει το κοινό μας μέλλον. Θα μπορούσε η Ένωση να στραφεί προς μια πιο ταξιφιλελεύθερη κατεύθυνση, αντιμετωπίζοντας καλύτερα τις συνθήκες στις οποίες ευδοκιμεί ο κρατικός προστατευτισμός ή ο αχαλίνωτος καπιταλισμός;

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

I. Οι «τέσσερις ελευθερίες» της εσωτερικής αγοράς
1. Η μείωση των εμποδίων επί της ελεύθερης κυκλοφορίας
Η ελευθερία της κυκλοφορίας είναι αυτή που γέννησε ιστορικά την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά. Ως προς την -πλέον, μόνο κατ’ εξαίρεση- νόμιμη δικαιολόγηση περιορισμών επί των οικονομικών ελευθεριών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί ένα καθεστώς πιο εύκολης επιβολής τους δεν αποτελεί την κοινή ενωσιακή πρακτική, και, εν πάση περιπτώσει, αν αυτή η προσπάθεια ελαχιστοποίησης -κατά το δυνατόν- των φραγμών σε κάθε έκφανση της ελεύθερης κυκλοφορίας επηρεάζεται από μια αντίληψη περί αέναης οικονομικής προόδου των κρατών μελών και τη συνολική ενωσιακή στρατηγική περί αποτελεσματικού ανοίγματος της εσωτερικής αγοράς. Σημειωτέον δε ότι η ενιαία αγορά, που έπρεπε -σύμφωνα με τα σχέδια που εκπονήθηκαν τη δεκαετία του 1980- να είχε ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 1992, είναι ένα εξελισσόμενο έργο.

Διερωτάται κανείς γιατί οι συντάκτες της Συνθήκης της Ρώμης έθεσαν, εξαρχής, κανόνες διευκόλυνσης της ελεύθερης κυκλοφορίας στην (τότε) κοινή αγορά, με ποιο όφελος, καθώς και ποιος ήταν ο στόχος αυτής της πορείας προς μια σχεδόν πλήρη άρση των σχετικών περιορισμών. Εάν ο κρατικός απομονωτισμός ήταν προς το συμφέρον της διατήρησης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ακεραιότητας των κρατών μελών, θα έπρεπε, ενδεχομένως, ακόμη στις οικείες χώρες να σφραγίζονται τα εθνικά σύνορα, να μην εισάγονται αφειδώς ξένα προϊόντα, να ελέγχονται αυστηρά οι εκροές κεφαλαίων και να προστατεύονται αποκλειστικώς οι εγχώριες βιομηχανίες. Ενόψει των απαιτητικών προκλήσεων που προέκυψαν κατά τον σχηματισμό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, η ΕΕ αποτέλεσε ρυθμιστή τάσεων και παράγοντα αλλαγής παγκοσμίως, όχι απλώς «μια αγορά, χωρίς κράτος». Στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, οι σύγχρονες ρυθμιστικές τεχνικές εδραιώνονται επί τη βάσει ενός συνδυασμού κεντρικής και αποκεντρωμένης ρύθμισης, δια της συμμετοχής ευρέος φάσματος δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Οι «τέσσερις ελευθερίες» (εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων) διασφαλίζουν την εξέλιξη της εσωτερικής αγοράς, ενός εκ των σπουδαιότερων εγχειρημάτων σε όλη την ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου, καθόσον δημιούργησε και προσέφερε, μεταξύ άλλων, νέες ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες (προάγοντας την παγκόσμια ανταγωνιστικότητά τους), αλλά και νέες θέσεις εργασίας, περισσότερες και ποιοτικότερες επιλογές σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, επιτρέποντας στους Ευρωπαίους πολίτες να ζήσουν, να σπουδάσουν και να εργαστούν στον τόπο της επιλογής τους .
Η ύπαρξη της «Ευρωπαϊκής Πολιτείας»,, όπου η ένταξη των κρατών μελών της γίνεται αυτοβούλως, συνεπάγεται την απομάκρυνση από το έθνος-κράτος και την «αποδυνάμωση» της (θεωρητικά απόλυτης) κρατικής κυριαρχίας -μέσω του οριστικού περιορισμού μέρους κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών μελών- από τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης, στην οποία αυτά παραχώρησαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε ολοένα και περισσότερους τομείς,. Θα πρέπει, εντούτοις, να τονισθεί ότι και η αγορά αποτελεί ισχυρό παράγοντα περιορισμού της κρατικής κυριαρχίας, καθιστώντας ως αλληλοεξαρτώμενες τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές, όπως, εξάλλου, διαπιστώθηκε κατά την αντιμετώπιση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-09, καθώς και κατά τη μετέπειτα δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη. Ως γνωστόν, το ευρωπαϊκό εγχείρημα, εκ των εμπνευστών του, είχε ως αφετηρία τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς, διότι οι χώρες της Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αποζητούσαν τόσο την εδραίωση της ειρήνης, όσο και την ολική ανασυγκρότηση των οικονομιών τους. Συνεπώς, το δίκαιο της ΕΕ είναι άμεσα συνυφασμένο με την αποτελεσματική λειτουργία και την ανταγωνιστικότητα της εσωτερικής αγοράς, στο πλαίσιο των κοινών στόχων που έχουν τεθεί στην Ένωση, επιτρέποντας μόνο υπό προϋποθέσεις τις όποιες αναγκαίες παρεμβάσεις σε αυτή, ενώ διορθώνει σε κάποιο βαθμό τις ανισότητες και τις ανεπιθύμητες πρακτικές που προκύπτουν από την αγορά προκειμένου να προστατεύσει τους πολίτες, τους καταναλωτές, τους παραγωγούς, τους δημιουργούς και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες εν γένει. Ο δε τρόπος ανάπτυξης της ενιαίας αγοράς βασίζεται κυρίως σε δύο παράγοντες: α) στην ύπαρξη ισχυρών θεσμικών οργάνων που προστατεύουν τις συναλλαγές από τον κρατικό παρεμβατισμό, β) στη διατήρηση ενός αποτελεσματικού δικαιοδοτικού συστήματος που διασφαλίζει τη δίκαιη επίλυση των διαφορών και την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων.

Οι διατάξεις που αφορούν την εσωτερική αγορά της ΕΕ περιλαμβάνουν ένα τεράστιο σύνολο νομικών κανόνων. Οι κανόνες αυτοί περιορίζουν, καταρχήν, τη δράση που είναι εχθρική προς τη δημιουργία και τη διατήρηση της ενιαίας ελεύθερης αγοράς, η οποία εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας όλων των κρατών μελών της ΕΕ, καθόσον παραμένει ως βασική ιδέα ότι οι αγορές δεν θα πρέπει να διαχωρίζονται τεχνητά κατά μήκος των εθνικών γραμμών. Σημειωτέον δε ότι το δίκαιο της εσωτερικής αγοράς διαθέτει βαθιές ρίζες και, εν αντιθέσει προς πολλούς από τους λοιπούς λεπτομερείς κανόνες που διέπουν τις διευρυνόμενες ενωσιακές δραστηριότητες, δεν έχει ξεπεραστεί κατά τα διαστήματα περιοδικής αναθεώρησης των Συνθηκών. Κατ’ επέκταση, ένα από τα βασικά καθήκοντα της Ένωσης είναι η προαγωγή της αρμονικής, ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολό της.
Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 3 παρ. 3 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ), «η ΕΕ εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά». Ειδικότερα, η ΕΕ διαθέτει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη όσον αφορά την εσωτερική αγορά (βλ. άρθρο 4 παρ. 2 περίπτ. α’ της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ)). Κατ’ άρθρο 26 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η ΕΕ έχει αναλάβει την υποχρέωση να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση και τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δίχως να αναφέρονται συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την τελική υλοποίησή της. Η πραγμάτωση της αγοράς διέπεται από νομικούς κανόνες αρνητικής και θετικής ενοποίησης, μέσω της εισαγωγής ελευθεριών και απαγορεύσεων των εμποδίων στη διακίνηση των συντελεστών της παραγωγής ή/και με την καθιέρωση παρεμβατικών ρυθμίσεων στοχεύοντας στην εν γένει εναρμόνιση και προσέγγιση των διαφορών στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών,. Κατά το ισχύον άρθρο 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά αποτελεί, δυνάμει των διατάξεων των Συνθηκών, «χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων». Συνακολούθως, το ενωσιακό δίκαιο απαγορεύει εθνικά μέτρα και κανόνες που παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές, διότι εισάγουν διακρίσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών κ.ο.κ. από άλλα κράτη μέλη ή επειδή δυσχεραίνουν την πρόσβαση στην αγορά. Τούτος είναι ο κλασικός τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι τέσσερις οικονομικές ελευθερίες.

Στην ΕΕ ακολουθήθηκε διαχρονικά μια πορεία μέσω της ενοποίησης δια του δικαίου και της συνακόλουθης εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, που οδήγησε στην κατάργηση των φραγμών στη διακίνηση των συντελεστών της παραγωγής και στην κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων, των υπηρεσιών και των προσώπων. Οι τέσσερις ελευθερίες συνιστούν τον θεμέλιο λίθο της οικονομικής ενοποίησης στην Ένωση, καθώς η ενιαία αγορά βασίζεται στην υπόθεση ότι τα εμπόδια στις διασυνοριακές οικονομικές δραστηριότητες παρακωλύουν την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταργούνται για την προάσπιση του κοινού συμφέροντος.

2. Η κατ’ εξαίρεση επιβολή εθνικών περιορισμών
Η εφαρμογή περιορισμών επί των θεμελιωδών ελευθεριών συμβαδίζει με ένα εξίσου ευρύ φάσμα πιθανών δικαιολογιών. Η ελεύθερη κυκλοφορία δεν είναι απόλυτη· οι περιορισμοί της δεν είναι και αυτοί από την πλευρά τους ανέλεγκτοι και απεριόριστοι. Ως προς τους εθνικούς περιορισμούς, κατά το μέτρο των ρητών παρεκκλίσεων της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, τα άρθρα 36, 45 παρ. 3, 52 παρ. 1, 62 και 65 παρ. 1 ΣΛΕΕ αποτελούν κατά κανόνα τη νομική βάση επιβολής μέτρων στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, που δύνανται να δικαιολογηθούν κατ’ εξαίρεση, μεταξύ άλλων, για την προστασία της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας κ.ο.κ.. Οι εν λόγω περιορισμοί ερμηνεύονται στενά από τον ενωσιακό δικαστή. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη που επιδιώκουν να δικαιολογήσουν περιοριστικά μέτρα, για τους λόγους που αναφέρονται στα σχετικά άρθρα της Συνθήκης, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τα οικεία μέτρα συνιστούν το κατάλληλο μέσο για την προστασία αυτών των συμφερόντων και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την προστασία τους, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ. Επιπλέον, τυχόν φραγμοί επί της ελεύθερης κυκλοφορίας δύνανται να γίνουν δεκτοί και εάν δικαιολογούνται, χωρίς να δημιουργούν διακρίσεις, από τους νομολογιακής προέλευσης «επιτακτικούς λόγους γενικού δημοσίου συμφέροντος» (η λίστα των οικείων δικαιολογητικών λόγων είναι, επί της ουσίας, μη εξαντλητική και ευρεία), εφόσον τούτοι είναι κατάλληλοι να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Όλες οι ως άνω παρεκκλίσεις/εξαιρέσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία αφήνουν σημαντικό περιθώριο ελιγμών στα κράτη μέλη, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να υπερασπιστούν τα κρίσιμα εθνικά συμφέροντα τους κατά τη δράση που αναπτύσσουν εντός του ρυθμιστικού πεδίου του ενωσιακού δικαίου. Ας μη λησμονήσουμε επίσης ότι, εντός της ΕΕ, οι ελευθερίες γενικά, και δη η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των εμπορευμάτων, δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την πρώτη φάση της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού. Ωστόσο, η επιβολή ενός εθνικού περιοριστικού μέτρου δεν δύναται να θεωρηθεί δικαιολογημένη σε κάθε περίπτωση (π.χ. εάν το κράτος μέλος παραλείψει να το δικαιολογήσει επαρκώς), ενώ τίθενται όρια ως προς την ένταση και την έκταση των περιορισμών. Μολονότι οι παρεκκλίσεις παρέχουν στα κράτη μέλη έναν τρόπο διατήρησης της εθνικής ρυθμιστικής αυτονομίας τους, στην πράξη ο ενωσιακός δικαστής κρίνει συχνά, λόγου χάριν, ότι το εθνικό μέτρο, αν και μπορεί να είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένο, δεν είναι αναλογικό. Επομένως, το εκάστοτε εθνικό περιοριστικό μέτρο δύναται να δικαιολογηθεί -μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις- με σεβασμό των αναγκαίων ορίων. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι νοητή η κατάργηση ή αναστολή ισχύος κάποιας έκφανσης της ελεύθερης κυκλοφορίας σε μόνιμη βάση που θα επηρέαζε καταλυτικά τον «ταξιφιλελεύθερο» (ordoliberal) χαρακτήρα της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ.
II. Η μορφή του ευρωπαϊκού οικονομικού προτύπου
1. Μεταξύ δικαίου, πολιτικής και οικονομίας
Παρότι έχει επικρατήσει ο όρος «ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα», ήδη από τα πρώιμα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το περίγραμμά του παραμένει σχετικά ασαφές. Σε ένα γενικό σχήμα, αναφέρεται, αφενός, στο νομικό πλαίσιο που προκύπτει από το συνδυασμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον ενωσιακό κανόνα (υπεροχή, άμεσο αποτέλεσμα κ.ο.κ.) και, αφετέρου, της ουσιαστικής σημασίας που προσδίδεται στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς οι οποίοι επιβάλλονται σθεναρά στα κράτη μέλη.

Κατ’ επέκταση, η έμφαση που δίδεται στους στόχους περί της ολοκλήρωσης της αγοράς, καθώς και στο αποκαλούμενο ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα, αναδεικνύει τη σχέση μεταξύ δικαίου, πολιτικής και οικονομίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η θέση του δικαίου και της πολιτικής ανταγωνισμού στην ΕΕ, και συνεπώς ο ρόλος του κράτους μέλους στην αγορά, εξακολουθούν να εγείρουν ερωτήματα. Η διαπραγμάτευση των σχέσεων μεταξύ του κράτους και της αγοράς, που μπορεί να τεθεί ως «ρύθμιση έναντι ανταγωνισμού» ή «δημόσιο έναντι ιδιωτικού», προβληματίζει όσον αφορά τη μορφή του καπιταλισμού που υιοθετεί η Ένωση. Το προαναφερόμενο ζήτημα διαθέτει πολλαπλές διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης της αγοράς και του βαθμού στον οποίο οι κυβερνήσεις δύνανται να παράσχουν βοήθεια σε συγκεκριμένες βιομηχανίες ή γεωγραφικές περιοχές.
2. Η οικονομία της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό
Το ενωσιακό οικονομικό σύνταγμα αποτυπώνεται ιδιαίτερα στην «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό». Τούτη η αρχή, η οποία έχει ρητώς ενσωματωθεί στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο στα άρθρα 119 παρ. 1 και 2, 120 και 127 παρ. 1 ΣΛΕΕ, εκφράζει το φιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο της Ένωσης, στο πλαίσιο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, που τίθεται συντακτικά δεσμεύοντας τα κράτη μέλη και την Ένωση, κυρίως εν σχέσει προς τα πεδία της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής και της κοινής δράσης τους. Καθιερώνεται έτσι ρητά η οικονομική απελευθέρωση των υποκειμένων της οικονομίας και της αγοράς, δίχως να αποκλείεται εξ ολοκλήρου η δυνατότητα ενωσιακού και κρατικού ελέγχου υπό προϋποθέσεις.
Το οικονομικό σύνταγμα της Ένωσης επιβάλλει κατ’ ουσίαν το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, όπου οι εθνικές αγορές συγχωνεύονται όσο το δυνατόν περισσότερο σε μια ενιαία εσωτερική αγορά. Η Ένωση είναι επιφορτισμένη με το καθήκον εγγύησης και εφαρμογής πολιτικών ανοικτών αγορών και ανόθευτου ανταγωνισμού, ενώ τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διατηρούν νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες που είναι συμβατές με το εν λόγω μοντέλο. Παρ' όλα αυτά, αν και φαίνεται ότι οι ενωσιακοί κανόνες ανταγωνισμού πληρούν γενικώς τις απαιτήσεις περί ουσιαστικής δημοκρατίας, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι μερικές πτυχές τούτου του συστήματος αποκλίνουν από την ουσία της δημοκρατικής κυριαρχίας, δεδομένου ότι η έκταση της δημόσιας παρέμβασης δεν θεωρείται πάντοτε κατάλληλη για την ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων. Βέβαια, ο κύριος σκοπός του εφικτού ανταγωνισμού, της εσωτερικής αγοράς και της δημοκρατικής αρχής είναι, καταρχήν, η εξισορρόπηση και η μείωση των υπαρχουσών ανισοτήτων, παρά η θέση υπέρμετρα φιλόδοξων και ανεδαφικών στόχων περί οριστικής εξάλειψή τους.
Η κύρια αναφορά στο οικονομικό σύνταγμα της Ένωσης εντοπίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 ΣΕΕ, όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η Ένωση εργάζεται με γνώμονα την «κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας». Ο ανταγωνισμός, υπό συνθήκες ομαλής λειτουργίας, συνιστά ουσιώδες γνώρισμα της εσωτερικής αγοράς, δίχως να παραγνωρίζεται το ιδιαίτερο βάρος της κοινωνικής προστασίας που απαιτείται εν προκειμένω σε ανάλογο βαθμό. Συναφώς, το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης αναφέρεται στην επιχειρηματική ελευθερία, η οποία αναγνωρίζεται στο ενωσιακό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, καθόσον νοείται ως ελευθερία άσκησης εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, ως συμβατική ελευθερία και ως ελεύθερος ανταγωνισμός.

Περαιτέρω, η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού αποτυπώνεται και στο άρθρο 3 παρ. 1 περίπτ. β’ ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ως προς τη «θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Σε κάθε περίπτωση, οι Συνθήκες διασφαλίζουν με αποτελεσματικό τρόπο την ελευθερία του ανταγωνισμού (καθώς δεν τον προσδιορίζουν ως έννοια) σε όλα του τα επίπεδα. Η εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού συνιστά το μέσο προς εκπλήρωση των θεμελιωδών ενωσιακών σκοπών. Ειδικότερα, τα άρθρα 101-109 ΣΛΕΕ αναφέρονται στους ρυθμιστικούς κανόνες ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, καθιστώντας απαγορευτικό οτιδήποτε κρίνεται ως ασυμβίβαστο με αυτήν, με την απαγόρευση των καρτέλ, των κρατικών ενισχύσεων που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και των λοιπών αντι-ανταγωνιστικών καταχρήσεων (π.χ. καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης επιχείρησης κ.ο.κ.). Επομένως, οι κανόνες αυτοί ενισχύουν και διασφαλίζουν την ομοιομορφία στην εσωτερική αγορά, ως εγγύηση της ευρύθμως λειτουργούσας αγοράς και της ευρωπαϊκής ενότητας εν γένει, καθώς ο ανταγωνισμός συνιστά απαραίτητο παράγοντα ενοποίησης. Η προστασία από τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, η οποία διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή ενός πραγματικά ανταγωνιστικού συστήματος, αντικατοπτρίζεται ιδίως από το γεγονός ότι ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά. Άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατή η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, εάν δεν είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των συμμετεχόντων εντός του.
3. Η «Ευρωκρίση» και η ασυμμετρία της ΟΝΕ
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, γεννημένη από την ιδέα της επιδίωξης μιας συνολικής και διαρκούς ειρήνης, βασίστηκε διαχρονικά σε πολιτικές που αποσκοπούσαν, πρωτίστως, να καταστήσουν την ΕΕ ισχυρή και ανθεκτική από οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής άποψης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 4 ΣΕΕ, «η Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ». Συναφώς, όπως προκύπτει και από τη θεσμική ασυμμετρία που απορρέει από τη διατύπωση του άρθρου 119 ΣΛΕΕ, παρατηρούνται ατέλειες στην οικονομική πτυχή και, αντιθέτως, πληρότητα στη νομισματική πτυχή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) . Ωστόσο, η οικονομική ενοποίηση της Ένωσης κινδυνεύει βαθιά όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανασχηματίζουν τους κινδύνους που προκαλούν οι δυσλειτουργίες των οικονομικών πολιτικών, αντί να αντιμετωπίζουν με αποφασιστικό τρόπο τις ρίζες των ασθενειών τους . Σημειωτέον ότι η πολυετής δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης , από τις αρχές έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010, καθώς και οι επιπτώσεις των μέτρων που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκειά της, επέφεραν ορισμένους μετασχηματισμούς στους βασικούς κανόνες του οικονομικού συντάγματος της Ένωσης, ήτοι την αποδοχή της δημόσιας χρηματοδοτικής συνδρομής στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και την αντικατάσταση της πειθαρχίας -μέσω της αγοράς- των εγχώριων οικονομιών από τη γραφειοκρατική πειθαρχία .
Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, η Ένωση κατέβαλε έντονες προσπάθειες, τόσο για να βοηθήσει μεμονωμένα τα κράτη μέλη που αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όσο και για να σταθεροποιήσει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ εφαρμόζοντας μέτρα με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης στον ευρωπαϊκό χώρο. Εντούτοις, με το ξέσπασμα της κρίσης φανερώθηκαν εγγενείς αδυναμίες στην ΟΝΕ , που οδήγησαν σε αλλαγές -σε κανόνες και δομές- οι οποίες είχαν αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην εν γένει διαχείριση της κρίσης . Πρέπει να τονιστεί, πάντως, ότι ο ενωσιακός δικαστής διαδραμάτισε κομβικό ρόλο σε σημαντικές οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις εκείνης της περιόδου .
4. Περί αγοράς και κρατικής συμπεριφοράς
Η γενική θεώρηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος προξενεί δυσχέρειες όσον αφορά τη μορφή των επιχειρούμενων μετασχηματισμών, καθώς και την τομή μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής οργάνωσης που συνεργούν εντός του. Στον ενωσιακό χώρο, άλλωστε, απαλείφεται μια σειρά μονομερών μορφών ασκήσεως της εθνικής κυριαρχίας σε ένα σημαντικό φάσμα σχέσεων, που διευρύνεται σταθερά, εκτός από την οικονομία, και στους υπόλοιπους τομείς. Όπως έχει πολύ εύστοχα παρατηρηθεί από τον Ν. Σκανδάμη, «η σχέση μεταξύ “κυριαρχίας” και “αγοράς” , εστιών γενεσιουργών ισχύος στις αγοραίες κοινωνίες, αναδεικνύεται κεντρική, εντέλει δε, παραδειγματική για τη μορφή που προσλαμβάνει σήμερα η ενωμένη Ευρώπη», που σημαίνει, εν άλλοις λόγοις, ότι η σχέση της οικονομικής και της πολιτικής οργάνωσης στο ευρωπαϊκό παράδειγμα εγκλείει την πολιτική ουσία του ενοποιητικού εγχειρήματος .
Καταρχάς, η ισορροπημένη κατανομή των πόρων αποκλείει τόσο σε εθνικό, όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, την οργάνωση ενός συστήματος μιας πλήρους διευθυνόμενης οικονομίας με κρατικά μέσα παραγωγής. Έπειτα, η ιδέα της απόλυτα αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, με την προσπάθεια εφαρμογής κάποιας μορφής «αυταρχικού» νεοφιλελευθερισμού που θα λειτουργεί δίχως εξωτερικές παρεμβολές, ο μηχανισμός της οποίας θα συνιστά τον μοναδικό παράγοντα καθορισμού του μέλλοντος των πολιτών στην Ένωση και του φυσικού τους περιβάλλοντος, δεν θα είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πιθανώς θα οδηγούσε στην ολική κατάρρευση των κοινωνικών σχέσεων, εάν οι οικονομίες έφταναν στο σημείο να διευθύνονται αποκλειστικά από τις τιμές της αγοράς, χωρίς καμία απολύτως ενωσιακή ή κρατική ρύθμιση και εποπτεία. Οι ίδιες οι ατέλειες των αυτορρυθμιζόμενων αγορών απαιτούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρεμβάσεις. Κατά τη σημερινή εποχή, άλλωστε, αναγνωρίζεται τόσο η ισχύς των αγορών, όσο και οι περιορισμοί τους, καθώς και ο κρίσιμος ρόλος των κυβερνήσεων στην οικονομία, παρότι τα όρια παραμένουν ασαφή. Σύμφωνα δε με γνωστούς οικονομολόγους, όπως ο J. E. Stiglitz, «ο μύθος της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς είναι πλέον δυνητικά νεκρός» .

Ας σημειωθεί ότι πολλές έννοιες δύνανται να στεγαστούν στον όρο «φιλελευθερισμός», καθώς τούτο το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, το οποίο εν ολίγοις αποβλέπει στη μέγιστη δυνατή ατομική, οικονομική και πολιτική ελευθερία, παρότι διαθέτει ιστορία αιώνων, παραμένει εν ζωή και εξελίξει , και είναι καταρχήν εχθρικό απέναντι στον κρατικό παρεμβατισμό. Το βασικό πνεύμα είναι ότι η κρατική εξουσία δεν δύναται να επιτάσσει αποκλειστικά τις διαδικασίες παραγωγής, μετακίνησης και συναλλαγών εντός της «ανοιχτής αγοράς», καθώς τα ζητήματα αυτού του είδους κρίνονται πρωτίστως από την ίδια την αγορά και τις εκάστοτε ανάγκες και απαιτήσεις που προκύπτουν. Γενικώς, κατά τα φιλελεύθερα οικονομικά ρεύματα, τα οποία στηρίζουν τις ανοιχτές αγορές σε συνδυασμό με τις ελεύθερες συναλλαγές, ενώ παράλληλα αντιτάσσονται στην άσκηση πολιτικών περί εθνικού προστατευτισμού και θεωρούν κατά κανόνα τον κρατισμό ως υπεύθυνο για αποτυχημένες εγχώριες πολιτικές, οι όποιες αναγκαίες κρατικές παρεμβάσεις θα πρέπει πάντοτε να δικαιολογούνται επαρκώς.
Όσον αφορά τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού, η ελευθερία συνιστά τη βασική αρχή, ο δε περιορισμός την εξαίρεση. Το ενωσιακό δίκαιο, και δη οι Συνθήκες, αναμφίβολα έθεσαν σημαντικούς περιορισμούς στην κρατική συμπεριφορά, οι οποίοι δικαιολογούνται από την ανάγκη εξασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και των ίσων όρων ανταγωνισμού. Τα ενωσιακά όργανα κλήθηκαν δε να επιτύχουν μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας των κρατών μελών να οργανώνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες και του αντίκτυπου που θα μπορούσε να έχει αυτή η ελευθερία στην ενιαία εσωτερική αγορά .
III. Τα γερά θεμέλια του «Ορντολιμπεραλισμού»
1. Η σύνδεση της «τάξης» με την «ελευθερία»
Ο όρος «οικονομικό σύνταγμα» (“wirtschaftsverfassung”) αρχικώς διατυπώθηκε από τους W. Eucken, F. Böhm και H. Großmann-Doerth, συνδυάζοντας νομικές και οικονομικές προοπτικές, αποτελώντας πρωτίστως γερμανική επινόηση. Η έννοια και η χρήση του εν λόγω όρου παραμένουν, μέχρι και σήμερα, κάπως ασαφείς στον επιστημονικό κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δομήθηκε βάσει των αρχών του «ταξιφιλελευθερισμού», ή συχνότερα αποκαλούμενου «ορντολιμπεραλισμού» (“ordoliberalism”), που συνιστά θεωρητικό πολιτικοοικονομικό ρεύμα με ευρωπαϊκή σφραγίδα, παραλλαγή του καπιταλισμού, κατά το οποίο δεν παραβλέπεται μεν η ανάγκη ανάληψης των ευθυνών ενός κράτους σε περιστατικά κακοδιαχείρισης της εθνικής οικονομίας, ούτε όμως αγνοείται και ο σημαντικός παρεμβατικός ρόλος του σε περιπτώσεις έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Παρότι το δίκαιο του ανταγωνισμού γεννήθηκε στις ΗΠΑ, όσον αφορά τον ευρωπαϊκό χώρο η «Σχολή του Φράιμπουργκ» έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Πράγματι, η γερμανική νομοθεσία για τον ανταγωνισμό του 1956 είχε επηρεαστεί έντονα από τις ιδέες περί ενός συστήματος που θα συνέδεε την τάξη με την ελευθερία . Η θεωρία που προέκυψε, ως εκ τούτου, είχε ως βασικό σκοπό την προστασία της ατομικής οικονομικής ελευθερίας , περιορίζοντας την αθέμιτη οικονομική εξουσία . Η οικονομική αποδοτικότητα ως γενικός όρος για την ανάπτυξη, την ενθάρρυνση, τη βελτίωση της τεχνικής προόδου και την κατανεμητική αποδοτικότητα είναι ένας έμμεσος και παράγωγος στόχος. Απορρέει γενικά από την εκπλήρωση της ατομικής ελευθερίας δράσης σε ένα σύστημα της αγοράς . Ο ορντολιμπεραλισμός ανέδειξε την έννοια της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», η οποία προάγει τον ισχυρό ρόλο του κράτους σε σχέση με την αγορά. Αυτή η γερμανική παραλλαγή του κοινωνικού φιλελευθερισμού επινοήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας ενός πιο λειτουργικού οικονομικού συστήματος . Σε ένα τέτοιο σύστημα, ισχυρές κυβερνήσεις επιβάλλουν την τάξη (“ordo” στα λατινικά) μέσω ρυθμίσεων και αντιμονοπωλιακών πολιτικών, όπως απαιτεί η εύρυθμη λειτουργία των ελεύθερων αγορών για την παραγωγή αποτελεσμάτων κοντά στο θεωρητικό τους δυναμικό, ούτως ώστε να αμβλύνονται οι προσπάθειες σχηματισμού καρτέλ στην οικονομία, η ενδυνάμωση των οποίων μπορεί να φτάσει στο σημείο αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας. Συνάγεται δε ότι η πολιτική ανταγωνισμού δεν είναι απομονωμένη, αλλά μέρος του πλαισίου ενός γενικού οικονομικού συστήματος .
2. Η αποτροπή ισχυρών συγκεντρώσεων της εξουσίας
Αναμφιβόλως, είναι διαχρονικές οι επιστημονικές διαμάχες όσον αφορά τις σχέσεις οικονομίας και δικαίου , το ζήτημα των κρατικών παρεμβάσεων και του χειρισμού της οικονομίας της αγοράς. Ο ορντολιμπεραλισμός εστιάζει στην ικανότητα του συστήματος να αποτρέπει τις ισχυρές συγκεντρώσεις τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής εξουσίας , και να προβαίνει σε διορθώσεις οριακών δυσλειτουργιών της αγοράς. Συνακολούθως, ο σκοπός αυτός δύναται να επιτευχθεί μέσω της ιδέας ενός οικονομικού συντάγματος , όπου τα χαρακτηριστικά και η αποτελεσματικότητα της οικονομίας εξαρτώνται από τη σχέση της με τα πολιτικά και νομικά συστήματα . Οι ορντολιμπεραλιστές , αρκετοί εκ των οποίων υπήρξαν φανατικοί υποστηρικτές της εγκαθίδρυσης μιας ενιαίας κοινοτικής αγοράς, διέθεταν μια ευρέως νοούμενη φιλελεύθερη αντίληψη, διαισθανόμενοι παράλληλα τις εξελισσόμενες κοινωνικές ανάγκες, ιδίως όσον αφορά τη ρύθμιση της δημόσιας και της ιδιωτικής εξουσίας, καθώς και την ανωτερότητα των αγορών σε σχέση με άλλους τρόπους κοινωνικού συντονισμού για τον σκοπό της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Προσπάθησαν, μεταξύ άλλων, να εκφράσουν τις ιδέες τους για τον σχεδιασμό του κατάλληλου οικονομικού και νομικού συστήματος, καθόσον ασχολήθηκαν -τόσο σε πρακτικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο- με ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, όπως τον έλεγχο των μονοπωλίων, το ζήτημα του κράτους πρόνοιας και την ανάγκη για αυτοβοήθεια, τον ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις βιομηχανικές κοινωνίες κ.ο.κ. Αναζητώντας τις συνταγματικές και κοινωνιολογικές βάσεις του φιλελευθερισμού, αλλά και τη «διάγνωση της κρίσης» στην εποχή τους, υπήρξαν εκ διαμέτρου αντίθετοι σε κάθε είδους κολεκτιβισμό και οποιαδήποτε μορφή τυραννίας, ενώ οι βασικές οικονομικές αρχές τους ήταν η ύπαρξη ελεύθερου ανταγωνισμού και νομισματικής σταθερότητας . Η δε επιμονή τους με το δίκαιο του ανταγωνισμού και τις οικονομικές ελευθερίες είναι, από ιστορικής απόψεως τουλάχιστον, αντανάκλαση της έντονης ανησυχίας τους σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις της απόλυτης συγκέντρωσης της ιδιωτικής οικονομικής εξουσίας, καθώς και της ενδεχόμενης υποταγής του πολιτικού συστήματος στα οικονομικά συμφέροντα . Είναι, εν πάση περιπτώσει, βέβαιο ότι άσκησαν μεγάλη επιρροή ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο διαμορφώθηκαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αφήνοντας ταυτοχρόνως ένα καθαρό αποτύπωμα στον κόσμο των ιδεών και την εν γένει διαμόρφωση των αντιλήψεων για την Ευρώπη, επεξηγώντας με σαφήνεια πώς οι ιδέες τους μπορούσαν να μεταφραστούν στην πολιτική. Ο φιλελευθερισμός τους υποστήριξε θερμά τον ρόλο του κράτους και τον μετασχημάτισε.
Η σταθερή επιδίωξη της εγκαθίδρυσης μιας κοινής αγοράς που λειτουργεί δίχως αθέμιτους φραγμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία και τον ανταγωνισμό, μαζί με την προάσπιση της κοινωνικής προόδου, υπήρξαν βασικοί στόχοι της Κοινότητας, ήδη από τα πρώιμα στάδιά της. Παρότι φαίνεται ότι σε ορισμένες οικονομικοπολιτικές συγκυρίες η ευρωπαϊκή ενοποίηση επικεντρώθηκε περισσότερο στην οικονομική της διάσταση, υποτάσσοντας την κοινωνική της στις εντολές των αγορών, τελικώς, στην Ένωση υπερίσχυσε ένα πολυεπίπεδο σύστημα εξασφάλισης της ισορροπημένης κατανομής των πόρων, όσον αφορά την εσωτερική αγορά. Πάντως, η συνολική εξέλιξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ιδίως σε εποχές βαθιάς αναταραχής και ριζικών αλλαγών, δεν υπήρξε ούτε ομαλή, ούτε εύκολη. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτής της ενοποιητικής διαδικασίας αντιπροσωπεύει μια μοναδική κατανομή της κυριαρχίας μεταξύ των περισσότερων χωρών της Ευρώπης, ως μελών ή υποψήφιων μελών της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Ένωση αντικατοπτρίζει τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες και την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, ενώ διαθέτει ισχυρή κοινωνική διάσταση. Δεν συνιστά -απλώς και μόνο- μια ενιαία αγορά, αλλά εν τέλει έναν κοινό πολιτικό χώρο στον οποίο συμβιώνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, όπου απώτερος στόχος είναι (θα πρέπει να είναι) να βελτιώνεται η ζωή και το περιβάλλον τους.
Το οικονομικό πρότυπο της Ένωσης διαθέτει, αναμφισβήτητα, φιλελεύθερο θεμέλιο . Αποτελεί πλέον δε κυρίαρχη αντίληψη ότι οι υγιείς, αναπτυσσόμενες αγορές είναι προς το συμφέρον όλων. Κατ’ επέκταση, υπό το πρίσμα του ενωσιακού οικονομικού προτύπου δεν δύνανται να εφαρμοστούν τα μοντέλα των απολύτως διευθυνόμενων οικονομιών -με τον έντονο κρατικό επεμβατισμό ή/και τον πλήρη έλεγχο των μέσων παραγωγής από το ίδιο το κράτος-, όπου σχεδόν κάθε οικονομική απόφαση διαμορφώνεται από τη βούληση του κράτους . Οι ελευθερίες που εγγυήθηκε, καταρχήν, η Συνθήκη ΕΟΚ, με το άνοιγμα των οικονομιών, τις απαγορεύσεις των διακρίσεων και τη δέσμευση για τη δημιουργία ενός συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως κατεύθυνση υπέρ ενός οικονομικού συντάγματος σύμφωνα με τις ορντολιμπεραλιστικές ιδέες της εποχής, ενός συστήματος βασισμένου στην αγορά. Άλλωστε, η Κοινότητα βρισκόταν τότε σε πορεία μιας, κατά κύριο λόγο, οικονομικής ενοποίησης. Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δια του δικαίου, επιβάλλοντας εν τοις πράγμασι έναν απόλυτο μονισμό, αντέκρουσε πολλαπλές κρίσεις, προχωρώντας όμως, αρχικά, με σχετικά αργούς ρυθμούς. Αυτό συνέβη τουλάχιστον μέχρι το 1985, όταν ο Jacques Delors, ο τότε χαρισματικός Πρόεδρος της Επιτροπής, πυροδότησε μια πρωτοφανή δυναμική με τη «Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς», η ατζέντα της οποίας επιδοκιμάστηκε σθεναρά από τους ορντολιμπεραλιστές.
Με την απομυθοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού εκ μέρους της κρατικής εξουσίας και την επικράτηση του δόγματος «εν αρχή ην το άτομο», οι ευρωπαϊκές πολιτικές φέρουν πλέον πολλά φιλελεύθερα στοιχεία· σπανίως, όμως, είναι εντελώς απαλλαγμένες από αντιφάσεις που αποπροσανατολίζουν μια αμιγώς φιλελεύθερη κατεύθυνση. Η δράση των κρατών μελών και της Ένωσης βασίζεται στην εσωτερική αγορά, ενώ ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, υπό το πρίσμα της συναρμογής και ιεράρχησης των εννόμων τάξεων (ενωσιακής και εθνικών) και των κανόνων τους, ούτως ώστε να μην παραβλάπτεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Τα κράτη μέλη της Ένωσης αποχώρησαν σε μεγάλο βαθμό από την άμεση παρέμβαση στην οικονομική ζωή , καθώς περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, η παροχή των οποίων θεωρούνταν κάποτε «δημόσια», στη σημερινή εποχή παρέχονται σε αφθονία μέσω των μηχανισμών της αγοράς. Σημειωτέον ότι η κατάργηση των εμποδίων στην κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής μεταξύ των κρατών μελών συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση περί ενοποίησης των εθνικών αγορών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, όπου επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας μέσω της πλήρους ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και εξαλείφονται οι διακρίσεις.
Η καθιέρωση της ελευθερίας του ανταγωνισμού στις Συνθήκες της ΕΕ αποτελεί τον κεντρικό παράγοντα της ορθής λειτουργίας του ελεύθερου εμπορίου, επηρεάζοντας με θετικό τρόπο τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Η προάσπιση τούτης της ελευθερίας, άλλωστε, θεωρείται το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος της φιλελεύθερης οικονομίας. Με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, η σύγχρονη ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού δύναται να ευδοκιμήσει αποκλειστικά σε ένα σύστημα οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Από την άλλη μεριά, όμως, ιδίως σε εποχές που ακολουθούν των έντονων οικονομικών κρίσεων που ξέσπασαν εντός της ΕΕ, επιβάλλεται τόσο η διενέργεια των αναγκαίων εθνικών ή/και ενωσιακών ελέγχων, όπου προβλέπεται από το πρωτογενές και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, όσο και η άνθιση ενός πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για να ενισχυθεί η διαφάνεια των αγορών. Είναι αλήθεια δε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβάλλει μεγάλα πρόστιμα, έως και πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, ακόμη και σε εταιρίες κολοσσούς, για αντιμονοπωλιακές δράσεις ή αθέμιτες πρακτικές σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
IV. Επίλογος: Προς μια πιο ταξιφιλελεύθερη κατεύθυνση της ΕΕ;
H Ένωση επιβάλλει δια του δικαίου ένα καθορισμένο οικονομικό πρότυπο στα κράτη μέλη της, ήτοι αυτό της αγοραίας οικονομίας μέσα σε μια ενωσιακή/κρατική ομπρέλα στοχευμένης ρύθμισης και εποπτείας. Οι οικονομικές ελευθερίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ενωσιακής ενοποίησης, η οποία απαιτεί τη μείωση των εθνικών περιοριστικών ρυθμίσεων προκειμένου να επιτραπεί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, και, επομένως, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του οικονομικού συντάγματος της Ένωσης, διότι παρέχουν -δίχως διακρίσεις- άμεσα εφαρμοστέο δικαίωμα διακρατικής οικονομικής δραστηριότητας στον ιδιώτη και απαγορεύουν την παρεμπόδιση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων από ένα κράτος, ή τους ενωσιακούς ή ιδιωτικούς φορείς, εκτός εάν αυτή δικαιολογείται από νομικής άποψης ενόψει εξαιρετικών περιστάσεων.
Οι εγχώριοι περιορισμοί πριν την ίδρυση της ΕΟΚ, εποχής έντονου προστατευτισμού και συνεχών κρατικών παρεμβάσεων στις αγορές, όχι μόνο δεν αποτελούσαν την εξαίρεση, αλλά κατ’ ουσίαν θεωρούνταν ο κανόνας προκειμένου τα κράτη μέλη να διαφυλάξουν -λαμβάνοντας υπόψη τις τότε κυρίαρχες αντιλήψεις- την οικονομική τους θέση. Υπό το πρίσμα της εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς, η νομοθετική και νομολογιακή «χαλάρωση» του καθεστώτος των περιορισμών/ελέγχων στις διασυνοριακές μετακινήσεις που επετεύχθη, δεδομένης μάλιστα της συγκρουσιακής κατάστασης που επικρατούσε μεταξύ της τάσης περαιτέρω ενοποίησης αφενός, και του εθνικού προστατευτισμού αφετέρου, ήταν ένας φιλόδοξος και δύσκολος στόχος. Και ενώ τα οφέλη από τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας είναι πράγματι καθοριστικής σημασίας για τα κράτη μέλη, η δυνατότητα ελεγχόμενης επιβολής εθνικών περιορισμών είναι σημαντική και δη εν καιρώ κρίσεων.
Σήμερα, η Ένωση, κάποιες φορές, εμφανίζεται αδύναμη μπροστά στην κατάλληλη αντιμετώπιση της εγγενώς άνισης φύσης των ολοένα αυξανόμενων νεοφιλελεύθερων πρακτικών, άλλοτε δε αμήχανη στον εκτροχιασμό των ανελεύθερων καθεστώτων σε ορισμένα κράτη μέλη. Στις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες, στη σπουδαία αυτή κατάκτηση που απαιτεί όμως συνεχή εγρήγορση, η ισχυρή οικονομία είναι συστατικό στοιχείο για να διατηρείται η κοινωνική συνοχή. Φαίνεται ότι η Ένωση του μέλλοντος, προκειμένου να ενδυναμωθεί περαιτέρω, θα πρέπει να στραφεί σε μια πιο ταξιφιλελεύθερη κατεύθυνση αποτροπής των υπερβολικά ισχυρών συγκεντρώσεων τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής εξουσίας (και δη της «ολιγαρχίας» των τεχνολογικών γιγάντων). Στο επόμενο κεφάλαιο της ΕΕ, στο πλαίσιο μιας ξέφρενης παγκοσμιοποίησης, δεν θα πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν να ανοιχθεί πεδίον δόξης λαμπρό στον ασύδοτο καπιταλισμό, στο όνομα μιας δήθεν αύξησης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, με τραγικές συνέπειες για την αγορά εργασίας, το κοινωνικό κράτος, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, σε βάρος εν τέλει της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων. Έπειτα, είναι σαφές ότι ο κρατικός προστατευτισμός είναι ασύμβατος με την εσωτερική αγορά της ΕΕ, καθώς -σε συνδυασμό με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού- προφυλάσσει τεχνητά μη αποδοτικούς οικονομικούς τομείς από τον υγιή ανταγωνισμό, μετατοπίζει πόρους από παραγωγικότερους τομείς, αυξάνει τις τιμές, οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεργία, βαθύνει και παρατείνει τις οικονομικές κρίσεις κ.ο.κ.
Τα κράτη μέλη οφείλουν να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς χωρίς συχνές και αδικαιολόγητες παρεμβάσεις. Η κρατική παρέμβαση είναι όμως αναγκαία όσον αφορά τη διόρθωση των αδυναμιών της αγοράς και την αποκατάσταση τυχόν επακόλουθων ζημιών, ιδίως δε όταν γίνεται κατάχρηση της δύναμης της αγοράς σε βάρος άλλων οικονομικών παραγόντων ή δημιουργούνται συνθήκες που απειλούν τη συνολική κοινωνική σταθερότητα.
Το μοντέλο της ελεύθερης οικονομίας βασίζεται και στην ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να διασφαλίζουν την τάξη επί της ελευθερίας. Το κράτος δύναται ορισμένες φορές να παρεμβαίνει προς εξασφάλιση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στις οποίες στηρίζεται ο ανταγωνισμός αποδοτικότητας. Οι δε οικονομικές κρίσεις εκφράζουν τρόπον τινά την ίδια την αποτυχία της πολιτικής παρέμβασης, η οποία απέτυχε στον περιορισμό συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης ή στη συγκράτηση του άκρατου ανταγωνισμού (όταν η ιδιωτική εξουσία αποτρέπει επί της ουσίας τον υγιή ανταγωνισμό και προσβάλλει βάναυσα την ελευθερία του επιχειρείν) ή στην αποτροπή της φτωχοποίησης των πολιτών και της διεύρυνσης των ανισοτήτων. Το ερώτημα είναι αν στη σύγχρονη εποχή θα έπρεπε να γίνεται λόγος μόνο για κρίση του καπιταλισμού ή και για κρίση του -καλώς νοούμενου- στοχευμένου παρεμβατισμού. Ζούμε άραγε απλώς σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον σκληρών και ανάλγητων αγορών ή μήπως και οι πολιτικοί ιθύνοντες καμιά φορά κλείνουν τα μάτια σε κρίσιμα προβλήματα της οικονομίας, της κοινωνίας και εν τέλει της δημοκρατίας; Σε κάθε περίπτωση, «νεοφιλελεύθερες» ιδέες που υποστηρίζουν ότι οι ανεμπόδιστες δυνάμεις της αγοράς είναι η μόνη λύση για την επίλυση των οικονομικών κλυδωνισμών στις εθνικές οικονομίες είναι παραπλανητικές, η δε απαίτηση για ισχυρή ΕΕ θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απαίτηση αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς.

Αν η ΕΕ, που χαρακτηρίζεται ενίοτε ως «αργοκίνητο υπερωκεάνιο», αγνοήσει την ιδιαίτερη συμβολή, την ουσία και τη δυναμική του ταξιφιλελεύθερου μοντέλου, θα βρεθεί ξαφνικά μεσοπέλαγα χωρίς πυξίδα. Παρότι είναι όντως δύσκολο να χαρακτηρίσουμε την ΕΕ στο σύνολό της ως ένα -εν στενή εννοία- ταξιφιλελεύθερο εγχείρημα, οι βασικές αρχές του ορντολιμπεραλισμού εξακολουθούν να παρατηρούνται στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και, ως εκ τούτου, η ορθή κατανόησή του είναι τουλάχιστον ένας καλός τρόπος κατανόησης της Ένωσης του σήμερα και του αύριο, η οποία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη, σοβαρή κρίση ταυτότητας.
Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει την παραδοχή ότι, παρά τα διάφορα εμπόδια και παρ’ όλες τις ατέλειές της, η ΕΕ συνιστά το προοδευτικότερο ιστορικό γεγονός της Ευρώπης και οι οικονομικοκοινωνικές επιτυχίες της αποδείχτηκαν εντυπωσιακές σε βάθος χρόνου. Βεβαίως, οι εφησυχασμοί μάλλον βλάπτουν, παρά ωφελούν. Ένα βιώσιμο μέλλον για την Ένωση είναι το κλειδί, όπου θα εξασφαλίζεται η ισορροπία της πολιτικής και οικονομικής επιβίωσης των κρατών μελών και θα υφίσταται ουσιαστική πρόοδος δίχως διακρίσεις. Η ευρωπαϊκή ενότητα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για το σκοπό αυτό, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν, δίχως κανένα από αυτά να αντιμετωπίζει καθεστώς «κλειστής πόρτας». Σαφώς, έχει διαφοροποιηθεί αρκετά η μορφή διακυβέρνησης στην Ένωση από την εποχή των οραματιστών ηγετών που ενέπνευσαν τη δημιουργία της. Εντούτοις, η πρωταρχική αυτή σύλληψή της συνεχίζει να αποτελεί την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού οράματος και πιθανόν καταδεικνύει ότι θα πρέπει να προαχθούν λύσεις στο σήμερα, βασισμένες σε άξονες μεγαλύτερης όσο το δυνατόν δημοκρατικής νομιμοποίησης εντός της Ένωσης, με προοδευτική κατεύθυνση που θα οδηγήσει σε μια πιο ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος όλων των κρατών µελών, αλλά με τελικό στόχο την εξασφάλιση της ευημερίας των πολιτών, αμβλύνοντας δραστικά τις ανισότητες.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα