Το σταθμιστικό ενέργημα στη νομολογία του ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) - Προκλήσεις για τον εθνικό δικαστή στο παράδειγμα της απόφασης ΑΠ 1252/2024

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται πρώτον στην εξέταση των σταθμίσεων στις οποίες το ΕΔΔΑ έχει προβεί προκειμένου να κρίνει εάν υφίστανται παραβιάσεις του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο στο στάδιο της έφεσης και δεύτερον στην επίδρασή τους στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 1252/2024. Ειδικότερα, αναλύεται το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και εντοπίζονται οι παράγοντες τους οποίους το ΕΔΔΑ σταθμίζει προκειμένου να κρίνει τους περιορισμούς του δικαιώματος ως σύμφωνους ή μη με την ΕΣΔΑ. Εν συνεχεία, αναγιγνώσκεται η απόφαση ΑΠ 1252/2024 υπό την οπτική του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Έτσι, αναδεικνύεται το γεγονός ότι το Ακυρωτικό απομακρύνεται από παλαιότερες φορμαλιστικές προσεγγίσεις και προβαίνει σε ουσιαστική αξιολόγηση και στάθμιση όλων των παραγόντων κατά την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ. Ωστόσο, παραμένει ζητούμενο η ρητή αναφορά στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, ώστε η λειτουργική σύνδεση της Σύμβασης και των διατάξεων του ΚΠΔ να εμπεδωθεί στην ελληνική έννομη τάξη.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Εισήγηση στο συνέδριο «50 χρόνια ΕΣΔΑ: αλληλεπιδράσεις με τους επιμέρους κλάδους του δικαίου», που διοργανώθηκε από τη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ και το ΙΜΔΑ, στην Αθήνα, 12-13.12.2024.
Ι. Εισαγωγικά
Συμπληρώνονται αυτή τη χρονιά 50 έτη από την επανακύρωση της ΕΣΔΑ από τη χώρα μας. Η σημασία της Σύμβασης για την εθνική έννομη τάξη αναδεικνύεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και τον τρόπο που το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει και τελικά εφαρμόσει τις προβλέψεις της Σύμβασης. Η αφομοίωση από τον εθνικό νομοθέτη και εφαρμοστή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και κατ’ επέκταση της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της πλήρους κανονιστικής εμβέλειάς της, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση που κρίνεται κάθε φορά, αλλά επιδρά στη διαμόρφωση του περιεχομένου των εθνικών κανόνων και στην εφαρμογή τους συνολικά. Αυτή όμως η αφομοίωση έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την κατανόηση των μεθόδων ερμηνείας της Σύμβασης που το ΕΔΔΑ εφαρμόζει, καθώς αυτές είναι εν μέρει διαφορετικές από εκείνες της εθνικής έννομης τάξης. Τούτο δε καθίσταται ιδιαίτερα αναγκαίο κατά την ερμηνεία των ποινικών δικονομικών κανόνων, που είναι συνήθως τυπική γραμματική, εξαιτίας της σημασίας τους για την διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να συμβάλει γενικότερα σε μια ερμηνεία των δικονομικών κανόνων που θα εγγυάται την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της Σύμβασης. Το αντικείμενο της ανάλυσης είναι πρώτον η εξέταση των σταθμίσεων στις οποίες το ΕΔΔΑ έχει προβεί προκειμένου να κρίνει εάν υφίστανται παραβιάσεις του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο στο στάδιο της έφεσης και δεύτερον η επίδρασή τους στην εθνική νομολογία στο παράδειγμα της πρόσφατης απόφασης ΑΠ 1252/2024.
ΙΙ. Μέθοδοι ερμηνείας της ΕΣΔΑ στη νομολογία του ΕΔΔΑ
Προκειμένου να αναλυθούν οι παράγοντες των σταθμίσεων στις οποίες το ΕΔΔΑ έχει προβεί προκειμένου να κρίνει εάν υφίστανται παραβιάσεις του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο στο στάδιο της έφεσης, είναι αναγκαία η σύντομη παρουσίαση των κυριότερων ερμηνευτικών μεθόδων που ακολουθεί το ΕΔΔΑ στις αποφάσεις του. Οι μέθοδοι αυτοί ανευρίσκονται στα άρθρα 31-33 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (Ν 1981/1991) και ισχύουν πλέον ως εθιμικό δίκαιο
Σελ. 1157 και για κράτη που δεν έχουν κυρώσει τη Σύμβαση. Στην απόφαση μάλιστα Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου έγινε και ρητή αναφορά στη Σύμβαση της Βιέννης.
Έτσι η ερμηνεία έχει ως σημείο αφετηρίας «τη συνήθη έννοια» μιας διάταξης. Η ακριβής όμως έννοια της διάταξης ανευρίσκεται σε σχέση με την έννοια που αποδίδεται στους όρους της Συνθήκης στο σύνολό τους (ordinary meaning in context). Αυτή μπορεί να βρίσκεται είτε στην ίδια διάταξη είτε σε άλλες διατάξεις της Σύμβασης. Εκτός όμως από τη συνήθη έννοια, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός της σχετικής διάταξης αλλά και της Σύμβασης συνολικά. Αυτονοήτως το ερμηνευτικό συμπέρασμα πρέπει να βρίσκεται εντός του πλαισίου του κειμένου της Σύμβασης. Επίσης, άλλες διεθνείς συνθήκες αξιοποιούνται ερμηνευτικά από το ΕΔΔΑ στο μέτρο που εκφράζουν consensus μεταξύ των κρατών της Σύμβασης για την προστασία δικαιωμάτων και μπορούν να καταστήσουν σαφέστερο το περιεχόμενο διατάξεων της Σύμβασης. Όσο ευρύτερη είναι η διατύπωση μιας διάταξης τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά η τελεολογική ερμηνεία. Από την τελεολογική ερμηνεία το ΕΔΔΑ έχει συναγάγει ότι στόχος της Σύμβασης είναι η παροχή πρακτικής και αποτελεσματικής έννομης προστασίας για τα δικαιώματα που αυτή εγγυάται. Σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο τοποθετείται και η σύλληψη των αυτόνομων εννοιών, οι οποίες διαμορφώνονται με βάση το αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης και αποτελούν μέσο για την παροχή αποτελεσματικής και πρακτικής έννομης προστασίας.

Εξάλλου το αντικείμενο και ο σκοπός της διάταξης είναι και η αφετηρία της δυναμικής ερμηνείας της Σύμβασης ως ζωντανού εργαλείου. Μέσω αυτής της ερμηνείας, το ΕΔΔΑ έχει αναλάβει να αναπτύξει περαιτέρω τα δικαιώματα της Σύμβασης και να τα καταστήσει αποτελεσματικά, μη δεσμευόμενο από την αρχική αντίληψη των συντακτών της Σύμβασης. Από την άλλη πλευρά όμως, το ΕΔΔΑ δεσμεύεται από την αρχή της επικουρικότητας, η οποία αναφέρεται ήδη στο Προοίμιο. Με δεδομένο ότι τα δικαιώματα στη Σύμβαση ήδη κατοχυρώνονται σε εθνικό επίπεδο, πολλά δε και σε συνταγματικό, η εθνική νομοθεσία παρέχει την ‘primary’ - πρωταρχική προστασία, ενώ η Σύμβαση την επικουρική. Στο πλαίσιο της εθνικής προστασίας τα κράτη έχουν περιθώριο διακριτικής ευχέρειας (margin of appreciation) διαμόρφωσής της. Με δεδομένο ότι η Σύμβαση εγγυάται το ελάχιστο επίπεδο προστασίας δικαιωμάτων, αυτό καθορίζει και το απώτατο όριο διακριτικής ευχέρειας του κράτους. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ δεν επεμβαίνει αν η εθνική νομοθεσία κινείται εντός αυτού του ορίου και, αντίστροφα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της Σύμβασης για να περιοριστεί δικαίωμα στο οποίο το εθνικό δίκαιο παρέχει αυξημένη προστασία σε σχέση με τη Σύμβαση.

Εν συνεχεία η ανάλυση θα επικεντρωθεί στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ.
ΙΙΙ. Οι ιδιαιτερότητες του άρθρου 6 ΕΣΔΑ
Το άρθρο 6 κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η σημασία του αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σχετικά. Το ΕΔΔΑ μάλιστα αποδίδει μεγάλη σημασία στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε μια δημοκρατική κοινωνία και αποκλείει μια συσταλτική ερμηνεία κατά την εφαρμογή του. Η έννοια της δικαιότητας της διαδικασίας δεν εξηγείται στο άρθρο 6 και η διατύπωση της διάταξης είναι σχετικά ανοικτή. Επίσης, η διάταξη δεν αναφέρει ρητά περιορισμούς του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (εκτός από τους λόγους αποκλεισμού της δημοσιότητας των δικών). Άλλο χαρακτηριστικό της διάταξης είναι η σύνθετη δομή της, που συνίσταται στην απαρίθμηση στην παρ. 3 ορισμένων μόνο πλευρών μιας δίκαιης δίκης, που αποτελεί όμως αντικείμενο εγγυήσεων συνολικά στην παρ. 1. Το βασικό ερώτημα είναι κάθε φορά εάν η διαδικασία είναι συνολικά δίκαιη. Έτσι, το ΕΔΔΑ εκτιμώντας τη συνολική δικαιότητα θα λάβει υπόψη τα ελάχιστα δικαιώματα του άρθρου 6 παρ. 3 που αποτελούν εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης και συγκεκριμένες πλευρές της σύλληψης της δίκαιης δίκης στην παρ. 1. Αυτά τα δικαιώματα δεν συνιστούν σκοπούς αλλά ο εσωτερικός σκοπός τους είναι να συμβάλλουν στη διασφάλιση της δικαιότητας της διαδικασίας συνολικά. Έτσι, κατ’ αποτέλεσμα συχνά εξετάζει ισχυρισμούς για δικαιώματα υπεράσπισης και υπό τις δύο παραγράφους, ενώ άλλες φορές η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 3 υπονοεί ότι παρέλκει η εξέταση της παρ.1 ή και το αντίστροφο. Στο πλαίσιο της εκτίμησης της δικαιότητας της διαδικασίας συνολικά και γενικότερα της εφαρμογής του άρθρου 6, το ΕΔΔΑ προβαίνει σε σταθμίσεις. Στην παρούσα ανάλυση θα παρουσιαστούν οι σταθμίσεις στις οποίες προβαίνει στο ΕΔΔΑ σε αποφάσεις που αφορούν στο δικαίωμα πρόσβασης ειδικά σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει ως σύμφωνους ή μη με το άρθρο 6 περιορισμούς του δικαιώματος αυτού, καθώς και την πολύ πρόσφατη απόφαση ΑΠ 1252/2024 ως παράδειγμα εφαρμογής αυτών των σταθμίσεων.
Σελ. 1158ΙV. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη νομολογία του ΕΔΔΑ
1. Περιεχόμενο
Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει. Το ΕΔΔΑ όμως ήδη από το έτος 1975, αρχικά για αστικές αξιώσεις, προέβη σε μια δυναμική ερμηνεία του άρθρου 6. Σύμφωνα με αυτή, θεώρησε ότι εφόσον το άρθρο 6 περιέχει διαδικαστικές εγγυήσεις σε εκκρεμείς διαδικασίες, αποτελεί λογικό προαπαιτούμενο για την εφαρμογή των εγγυήσεων αυτών να προστατεύεται και το δικαίωμα σε δικαστήριο, που αποτελεί και την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής τους. Σε αντίθετη περίπτωση οι εγγυήσεις του άρθρου 6 δεν θα είχαν αξία, αφού δεν θα υπήρχε δικαστική διαδικασία για να εφαρμοστούν. Συνεπώς, το άρθρο 6 κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα επιδίωξης των αστικών αξιώσεων ενώπιον δικαστηρίου, μια πτυχή του οποίου είναι το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό, δηλαδή το δικαίωμα εκκίνησης διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου για αστικές αξιώσεις. Άλλες πτυχές είναι οι ειδικότερες εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1. Εξάλλου, όπως ορθά έχει επισημάνει το Δικαστήριο, μια διαφορετική συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν θα αντιστοιχούσε στον σκοπό της διάταξης στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης κατέχει εξέχουσα θέση.

Το δικαίωμα σε δικαστήριο και ειδικότερα το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό ως πτυχή του όμως κατοχυρώνεται και στις ποινικές υποθέσεις, ως δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκδικαστούν οι κατηγορίες σε βάρος του από δικαστήριο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης εκτείνεται και σε δικαίωμα του αιτούντος να εκκινήσει ποινική διαδικασία σε βάρος τρίτου προσώπου, διότι το άρθρο 6 εφαρμόζεται όταν οι κατηγορίες σε βάρος προσώπου έχουν ήδη εγερθεί. Αυτονοήτως, όπως και για κάθε δικαίωμα, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο πρέπει να μπορεί να ασκηθεί με αποτελεσματικό τρόπο στην πράξη.

Το άρθρο 6 δεν υποχρεώνει τα κράτη να ιδρύσουν δικαστήρια δεύτερου βαθμού ή ακυρωτικά και βεβαίως δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα σε έφεση ή σε πρόσβαση σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Αυτό καλύπτεται από το άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου. Εάν όμως έχουν ιδρυθεί δικαστήρια δεύτερου βαθμού ή ακυρωτικά, το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ εγγυάται το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα δικαστήρια και όλα τα λοιπά διαδικαστικά δικαιώματα του άρθρου 6, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα σε δωρεάν νομική βοήθεια και το δικαίωμα παροχής των αναγκαίων ευκολιών για την προετοιμασία της υπεράσπισης. Ο τρόπος όμως εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπό κρίση διαδικασίας, αν δηλαδή πρόκειται για διαδικασία ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον ακυρωτικού και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των διαδικασιών στην εθνική έννομη τάξη.

2. Περιορισμοί
Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, που εντάσσονται όμως σε γενικό πλαίσιο.
Εφόσον το δικαίωμα ρυθμίζεται από το κράτος υπάρχει διακριτική ευχέρεια αυτού για διαμόρφωσή του και την ίδρυση σχετικών περιορισμών. Αυτοί ποικίλλουν αναλόγως των αναγκών και των διαθέσιμων πόρων της κοινότητας και των ατόμων, δεν πρέπει όμως να φτάνουν μέχρι την κατάργηση της ουσίας του δικαιώματος. Στο ΕΔΔΑ εναπόκειται να ελέγξει εάν η σχετική εθνική νομοθεσία καλύπτει τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ.
Οι περιορισμοί όμως αυτοί πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: να υπηρετούν έναν νόμιμο σκοπό, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του πρέπει να είναι ανάλογα με αυτόν και ο πυρήνας του δικαιώματος πρέπει να διασφαλίζεται αποτελεσματικά και να μην υπονομεύεται πλήρως.

Σελ. 1159 Ειδικά για το δικαίωμα πρόσβασης σε δευτεροβάθμιο ή ακυρωτικό δικαστήριο, οι περιορισμοί μπορούν να αφορούν στις προϋποθέσεις παραδεκτού της έφεσης ή της αναίρεσης. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι προθεσμίες άσκησης του ενδίκου μέσου και διάφορες τυπικές προϋποθέσεις που εξυπηρετούν την απονομή της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου. Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες ή ο τρόπος εφαρμογής τους δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τον κατηγορούμενο να χρησιμοποιήσει ένα διαθέσιμο ένδικο μέσο. Eάν η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων είναι πολύ τυπική-φορμαλιστική, τότε είναι πιθανό να αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, διότι θα εμποδίζει την εξέταση του ενδίκου μέσου στην ουσία του. Από την άλλη βεβαίως πλευρά θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική ευελιξία, η οποία θα οδηγούσε στην κατάργηση των δικονομικών προϋποθέσεων που προβλέπει ο νόμος.

Έτσι το ΕΔΔΑ ελέγχει εάν η τυπική φορμαλιστική ερμηνεία των διατάξεων που προβλέπουν περιορισμούς στο δικαίωμα πρόσβασης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προθεσμίες άσκησης ενδίκου μέσου, έχει οδηγήσει σε παραβίαση του δικαιώματος αυτού. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση την ορθή απονομή της δικαιοσύνης που υπηρετεί η τήρηση των προθεσμιών, σε σχέση με τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος εντός των προθεσμιών αυτών. Η δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης κρίνεται με κριτήρια την εφαρμογή των εγγυήσεων του άρθρου 6 και τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπό κρίση διαδικασίας.
Εν συνεχεία, θα δούμε πώς οι σταθμίσεις του ΕΔΔΑ για το δικαίωμα πρόσβασης έχουν επιδράσει στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 1252/2024 κατά την ερμηνεία των διατάξεων του ΚΠΔ που αφορούν στην προθεσμία άσκησης έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης ως προϋπόθεση του παραδεκτού της.
V. H επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην απόφαση ΑΠ 1252/2024
Στην απόφαση ΑΠ 1252/2024 τέθηκε το ζήτημα εάν η αδυναμία του κατηγορουμένου να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας για να προετοιμάσει την έφεσή του, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του αλλά σε μη προσκόμιση από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό της δικογραφίας στο δικαστικό γραφείο εντός της δεκαήμερης προθεσμίας για άσκηση έφεσης κατά ερήμην καταδικαστικής απόφασης, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης.
Υπό την οπτική του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, το ζήτημα ήταν εάν η τυπική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 473, 476 ΚΠΔ, που ορίζουν για την παραδεκτή άσκηση έφεσης προθεσμία 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης στον ερήμην καταδικασθέντα, παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περίπτωση που απορρίπτεται η εκπρόθεσμη έφεση ως απαράδεκτη, αν και ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του εντός της δεκαήμερης προθεσμίας.
Η απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται από το αποτέλεσμα της στάθμισης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η στάθμιση γίνεται μεταξύ των εξής μεγεθών: μεταξύ πρώτον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου που εξυπηρετεί η τήρηση των προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων, δηλαδή για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δεύτερον της δυνατότητας αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος αυτού υπό την έννοια της παροχής των αναγκαίων ευκολιών για την προετοιμασία της υπεράσπισης ενόψει της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, όταν δεν παρέχεται στον κατηγορούμενο η πρόσβαση στη δικογραφία.
Εν προκειμένω, ο ΑΠ έκρινε ότι η αδυναμία του κατηγορουμένου να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας εντός της δεκαήμερης προθεσμίας για να προετοιμάσει την άσκηση της έφεσης, δηλαδή την υπεράσπισή του, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας και συνεπώς είναι επιτρεπτή η άσκηση της έφεσης και μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας. Έτσι αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης και για αρνητική υπέρβαση εξουσίας.

Επιχειρώντας την ανάγνωση της απόφασης υπό την οπτική του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, διαπιστώνεται ότι ουσιαστικά εξετάζεται εάν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα πρόσβασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή να ασκήσει αποτελεσματικά έφεση. Ως κριτήρια χρησιμοποιούνται η εφαρμογή των εγγυήσεων του άρθρου 6 στην κατ’ έφεση δίκη σε σχέση με τα ειδικά χαρακτηριστικά της κατ’ έφεση δίκης.
Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω κριτηρίων πρώτον αναγνωρίζεται ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα του άρθρου 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη. Σε αυτά συγκαταλέγεται και το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προετοιμασία της υπεράσπισής του που στην κατ’ έφεση δίκη συνί
Σελ. 1160 σταται και στην προετοιμασία της έφεσής του, από το οποίο προκύπτει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία. Επίσης, ο ΑΠ εξετάζει τα χαρακτηριστικά της κατ’ έφεσης δίκης στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή εάν για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έφεσης αρκούσε η επίδοση του αποσπάσματος απόφασης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Καταλήγει δε ότι απαιτείται η δυνατότητα πρόσβασης στη δικογραφία για την αποτελεσματική άσκηση της έφεσης ανεξαρτήτως του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματός της, διότι εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων έφεσής του, οι οποίοι μπορεί να προϋποθέτουν την ανάλυση του αποδεικτικού υλικού.
Έτσι ο ΑΠ, αφού δέχθηκε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος σε έφεση εντός της δεκαήμερης προθεσμίας, προέβη σε ερμηνεία των διατάξεων 473, 476 ΚΠΔ αξιοποιώντας την έννοια της ανωτέρας βίας που δικαιολογεί εξαίρεση από τις ανωτέρω διατάξεις. Δι’ αυτής της οδού στάθμισε την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου από τη μια πλευρά και τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος άσκησης της έφεσης από την άλλη. Έτσι αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση που είχε απορρίψει την εκπρόθεσμη έφεση ως απαράδεκτη αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
VI. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Επί σειρά ετών το Ακυρωτικό μας υιοθετούσε τυπολατρικές ερμηνείες διατάξεων του ΚΠΔ για τις διατυπώσεις άσκησης ενδίκων μέσων, παλαιότερα ιδίως για τις διατυπώσεις της άσκησης αναίρεσης, ουσιαστικά αξιολογώντας άκαμπτα μόνο την προστασία της απονομής δικαιοσύνης και μη ενσωματώνοντας σταθμίσεις με την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Αυτές οι ερμηνείες είχαν οδηγήσει σε καταδίκες της χώρας από το ΕΔΔΑ.

Η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί ένα παράδειγμα απομάκρυνσης από αυτές τις ερμηνείες και υιοθέτησης οπτικής ουσιαστικής αξιολόγησης όλων των κρίσιμων παραγόντων. Έτσι, πρώτον αναγνωρίζει τη σημασία της δυνατότητας αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος της έφεσης, δεύτερον τη συνδέει με το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία, τρίτον προσαρμόζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο σε σχέση με το ειδικό χαρακτηριστικό του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και τέταρτον προκρίνει ερμηνεία των άρθρων 473, 476 ΚΠΔ που αποκλίνει από το γράμμα των διατάξεων αυτών λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της ανωτέρας βίας. Έτσι, κατ’ αποτέλεσμα εν προκειμένω διασφαλίζει ουσιαστικά το δικαίωμα πρόσβασης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ωστόσο, δεν γίνεται ρητή αναφορά στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και δεν αξιοποιείται η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ. Με δεδομένο ότι η ΕΣΔΑ μετρά στη χώρα μας ήδη 50 χρόνια αδιάλειπτης εφαρμογής, είναι αναγκαία η λειτουργική σύνδεση των εννοιών του ΚΠΔ με τα δικαιώματα της Σύμβασης, και ιδίως του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, μέσω της ερμηνείας των διατάξεων του ΚΠΔ. Μόνο έτσι οι σχετικές σταθμίσεις θα αποκτήσουν σαφή και στέρεη βάση, ώστε να μην αποτελούν εξαιρέσεις αλλά να υιοθετηθούν από τα κατώτερα δικαστήρια και τελικά να εμπεδωθούν στην ελληνική έννομη τάξη.
References
• Aranguena Fanego C., Initial Approach to the Right to a Fair Trial and to the Demands of Article 6.1 ECHR, in Particular, the Right of Access to a Court (Art. 6 ECHR), in JG. Roca, P. Santolaya (eds), Europe of Rights: A Compendium on the European Convention of Human Rights, Brill, 2012, 160
• Dalakouras Th., In-depth study of Criminal Procedural Law, P.N. Sakkoulas 2024
• Esser R., Art.6 EMRK, in Löwe-Rosenberg StPO Kommentar online-EMRK, De Gruyter, 2024
• Goss R., Criminal Fair Trial Rights, Hart Publishing, 2014
• Hirvelä P., Heikkilä S., Right to a Fair Trial, Intersentia, 2021
• Jämsä J., Fair Trial Rules of Evidence, Routledge, 2022
• Karras A., Criminal Procedural Law, 8th ed, Nomiki Bibliothiki, 2024
• Margaritis L./Chatziioannou K./Vasileiadis N. In Margaritis L./Zachariadis A., Article 510 in The new Code of Criminal Procedure, Nomiki Bibliothiki, 2024, p. 4614 et seq.
• Papadamakis A., Criminal Procedure, 11th ed, Sakkoulas Pub, 2024
• Sisilianos L-A., European Convention of the Human Rights, 2nd end, Nomiki Bibliothiki, 2017
• Villiger M., Handbook on the European Convention on Human Rights, Brill, 2023
• Zachariadis A., Comments on Boulougouras v. Greece, Case of 27.05.2004, in Criminal Justice 2004, p. 960
• Zachariadis A., Comments on Supreme Court’s decision 8/2008, ­Armenopoulos, 2008, p. 622
• Zachariadis A., The reference of the status of the appearing counsel (Article 465 paragraph 2 of the Code of Criminal Procedure) in the Statement of Appeal, in Criminal Chronicles 2010, p. 169
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα