ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη - Η προσωρινή δικαστική προστασία στις ακυρωτικές διοικητικές διαφορές

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Στην ελληνική έννομη τάξη το κύριο μέσο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας στις ακυρωτικές διοικητικές διαφορές είναι η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης επί ακυρώσει διοικητικής πράξης. Παρουσιάζεται συνοπτικώς το νομικό καθεστώς της αιτήσεως αναστολής, με έμφαση στη συνταγματική κατοχύρωσή της, στον παρεπόμενο χαρακτήρα της, στις προϋποθέσεις ευδοκίμησης, στη χορηγούμενη προσωρινή διαταγή για τη διασφάλιση ταχύτερης προστασίας και στην εξουσία του δικαστή της αναστολής να διατάξει τα κατά την κρίση του κατάλληλα μέτρα ανεξαρτήτως των προτάσεων των διαδίκων. Τέλος, επιχειρείται σύντομη αποτίμηση της αποτελεσματικότητας της αίτησης αναστολής σε σύγκριση, ιδίως, με τις δικονομικές δυνατότητες του Γάλλου δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Το παρόν Αφιέρωμα περιλαμβάνει μελέτες που εκφωνήθηκαν στο Συνέδριο που αφιερώθηκε στη μνήμη του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου (1925-2022) Καθηγητή ΕΚΠΑ και Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών και έλαβε χώρα στο Αμφιθέατρο UNESCO Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις 16-17 Φεβρουαρίου 2024.
Η ανά χείρας εργασία αποτελεί επεξεργασμένη και επικαιροποιημένη μορφή της εισήγησης που παρουσίασε η συγγραφέας στο συνέδριο με τίτλο «Προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη», το οποίο διοργάνωσε στις 16 και 17 Φεβρουαρίου 2024 το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ήταν δε αφιερωμένο στη μνήμη του Καθηγητή Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου. Πρόκειται για την κεντρική ομιλία στο συνέδριο, η οποία αποσκοπούσε στην παρουσίαση του βασικού ένδικου βοηθήματος προσωρινής προστασίας στην ακυρωτική δίκη. Στηρίζεται εν πολλοίς στην εξαιρετική συμβολή του κ. Β. Γκέρτσου, Η αίτηση αναστολής (άρθρα 52-52Α του ΠΔ 18/1989), στο έργο Α. Ράντος/Ε. Πρεβεδούρου, Η Αίτηση Ακυρώσεως. Το κύριο ένδικο βοήθημα του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023, σ. 727 επ., στον οποίο οφείλονται θερμές ευχαριστίες.
Το 2022 άφησε τον μικρό κόσμο των δημοσιολόγων πιο φτωχό, αφού τα δύο μεγάλα ονόματα του κλάδου μας εγκατέλειψαν: ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος και ο Πρόδρομος Δαγτόγλου. Αν και οι δύο αυτοί μείζονες θεωρητικοί του δικαίου συνόδευσαν με το έργο τους πολλές γενιές πανεπιστημιακών και εφαρμοστών του δημοσίου δικαίου, το έργο του Σπηλιωτόπουλου σημάδεψε αδιαμφισβήτητα το διοικητικό δίκαιο των τελευταίων δεκαετιών. Θα ήθελα να διατυπώσω λίγες σκέψεις που διαπνέονται, πρωτίστως, από την ευγνωμοσύνη της μαθήτριας και, δευτερευόντως, από την εκτίμηση και τον θαυμασμό της ομότεχνης στο έργο και την προσωπικότητα του Δασκάλου.
Ο καθηγητής Σπηλιωτόπουλος καθόρισε την ιστορία του ελληνικού διοικητικού δικαίου. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν προς επίρρωση της διαπίστωσης αυτής. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι για πέντε δεκαετίες τα εγχειρίδιά του συγκεντρώνουν την προτίμηση όχι μόνο των φοιτητών και των ερευνητών του διοικητικού δικαίου, αλλά και των βασικών ερμηνευτών και εφαρμοστών του, των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν είναι, επομένως, υπερβολή να πει κανείς ότι αποτελούν τη βίβλο του διοικητικού δικαίου, όπως το περί
φημο Droit du contentieux administratif του René Chapus για το γαλλικό Conseil d’Etat.
Τα βιβλία αυτά αποτυπώνουν ιδανικά τη φύση του διοικητικού δικαίου, ενός δικαίου πυκνού, νομολογιακού και ως εκ τούτου περίπλοκου και ενίοτε αποσπασματικού. Σε λιτό και απέριττο ύφος και σε αυστηρό δωρικό στυλ, ο Σπηλιωτόπουλος συστηματοποίησε τη νομολογία, διαμορφώνοντας ένα σύστημα εννοιών του διοικητικού δικαίου, στιβαρό και ταυτόχρονα ευέλικτο, που διατηρεί την επικαιρότητά του γιατί μπορεί να απορροφήσει τις συνεχείς εξελίξεις του κλάδου. Όπως κάποιοι μεγάλοι Γάλλοι ομότεχνοί του, ανέπτυξε ένα είδος «τεχνολογικού θετικισμού», αφού περιγράφει και ερμηνεύει το θετικό δίκαιο μέσω της ανάλυσης της διοικητικής νομολογίας και το συστηματοποιεί με αυστηρή λογική συνέπεια. Ακριβώς η τέλεια γνώση του θετικού δικαίου, η δύναμη της πειθούς και η ικανότητα ουσιαστικής και οξυδερκούς κριτικής του χάρισαν τον σεβασμό και του Συμβουλίου της Επικρατείας. «Θα μάθετε το διοικητικό δίκαιο διαβάζοντας το βιβλίο μου», μας έλεγε «και θα το καταλάβετε συζητώντας στους διαδρόμους του ΣτΕ με τους εισηγητές των υποθέσεών σας». Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά το δωρικό στυλ του λόγου του, ο άνθρωπος δεν εξαφανιζόταν πίσω από το έργο. Προσεκτική ανάγνωση των βιβλίων του αποκαλύπτει έντονες πεποιθήσεις και προσωπικές απόψεις που υποστήριζε με πάθος και δυνατά επιχειρήματα, όπως ο ατομικός κανόνας δικαίου που περιέχει η ατομική διοικητική πράξη. Και βασικό χαρακτηριστικό των προσεγγίσεών του είναι η εντυπωσιακή σαφήνεια και καθαρότητα της ανάλυσης των εννοιών του δικαίου. Κάθε πρόταση του κειμένου του εισφέρει κάτι ουσιώδες, είναι αναγκαία για την κατανόηση της συλλογιστικής του, δεν υπάρχει τίποτα περιττό, καμία επανάληψη, καμία σχετικοποίηση, καμία βερμπαλιστική ανάλυση.
Τα βιβλία του καθοδηγούν ιδανικά τον αναγνώστη στη μαγευτική πολιτεία του διοικητικού δικαίου, αποκαλύπτοντάς του τόσο τις μεγάλες λεωφόρους των θεμελιωδών εννοιών και θεσμών όσο και τα πιο μικρά και δύσβατα δρομάκια. Οι υποσημειώσεις των κειμένων του είναι θησαυρός λεπτομερειών και ο ερευνητής είναι βέβαιο ότι θα εντοπίσει την απάντηση σε κάθε νομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, ανεξαρτήτως του τεχνικού χαρακτήρα του. Και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος αντιπαθούσε τον όρο δόγμα του διοικητικού δικαίου, υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη νομική δογματική με την έννοια και το διπλό πρόσωπο, θεωρητικό και πρακτικό, που της αποδίδει ο καθηγητής Απόστολος Γεωργιάδης: τεκμηριωμένη διδασκαλία σχετικά με το περιεχόμενο και τον εσωτερικό συσχετισμό των κανόνων του ισχύοντος δικαίου με σκοπό τη διευκόλυνση του έργου των εφαρμοστών του δικαίου.
Πέρα από τα εγχειρίδιά του, ο καθηγητής Σπηλιωτόπουλος ήταν πρότυπο ακαδημαϊκού δασκάλου, ανοικτό πνεύμα, με ουσιαστική φροντίδα για τους φοιτητές του, στους οποίους μπόρεσε να μεταλαμπαδεύσει την αγάπη για το δίκαιο που υπηρετούσε, ιδίως δε το ενδιαφέρον για το γαλλικό διοικητικό δίκαιο. Θυμάμαι το επιφώνημα θαυμασμού και έκπληξης του ακροατηρίου των δευτεροετών φοιτητών, όταν συνέστησε τη συγκριτική νομική μέθοδο, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος γνώριζε τέσσερις γλώσσες και μπορούσε να παρακολουθήσει μόνον τις αντίστοιχες έννομες τάξεις. Φοβάμαι ότι οι επόμενες γενιές πανεπιστημιακών όχι μόνο δεν τον ξεπεράσαμε αλλά ούτε καν τον φτάσαμε. Είναι συγκινητικές οι σοφές συμβουλές του για εκείνους που συνέχιζαν τις σπουδές στη Γαλλία, όσον αφορά την προσαρμογή στις απαιτήσεις του τότε DEA και ιδίως τη μοναδική μέθοδο συγκέντρωσης και αξιοποίησης του υλικού για την εκπόνηση της διατριβής. Πάντα πρακτικός, συνιστούσε την ολοκλήρωση του εγχειρήματος σε εύλογο χρόνο : καλύτερα μια μέτρια και ολοκληρωμένη διατριβή, έλεγε, παρά ένα ημιτελές αριστούργημα. ΄Ηταν εντυπωσιακή η διαθεσιμότητά του για τους μαθητές του σε όλα τα στάδια της διαδρομής τους, οι πολύτιμες συστάσεις του, η ενθουσιώδης ενθάρρυνση αλλά και η αυστηρή κριτική του, που, ακόμη και αν δυσαρεστούσε, γινόταν ασμένως αποδεκτή, αφού τη νομιμοποιούσε το ουσιαστικό ενδιαφέρον του.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι για δύο πράγματα μπορεί να είναι κανείς βέβαιος. Πρώτον, ότι τα εγχειρίδια του Σπηλιωτόπουλου είναι τα έργα που ο Έλληνας δημοσιολόγος ακόμη συμβουλεύεται συχνότερα από κάθε άλλο βιβλίο. Δεύτερον, ότι ο καθηγητής Σπηλιωτόπουλος άσκησε το λειτούργημα του Δασκάλου όχι μόνο μέσα από τις πανεπιστημιακές αίθουσες, αλλά μέσω του πρωτότυπου, ουσιαστικού και σοφού νομικού λόγου και, ίσως ακόμη περισσότερο, μέσω της αδιάλειπτης προσφοράς στους μαθητές του.
Ι. Οι σκοποί της προσωρινής δικαστικής προστασίας
1. Στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο η δικαστική προσβολή των διοικητικών πράξεων δεν συνεπάγεται, πλην συγκεκριμένων νομοθετικών εξαιρέσεων, την αναστολή εκτέλεσής τους. Η άμεση εκτέλεση μιας διοικητικής πράξης μπορεί, όμως, να επιφέρει δυσμενείς για τον διοικούμενο συνέπειες, οι οποίες θα ήταν αδύνατον ή έστω δύσκολο να αρθούν σε περίπτωση τελικής δικαίωσής του στην κύρια ακυρωτική δίκη. Ανακύπτει, επομένως, η ανάγκη παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία αποσκοπεί, πρωτίστως, στην αποτροπή τετελεσμένων από την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης που προσεβλήθη δικαστικά, προκειμένου να διατηρηθεί προσωρινά η υπάρχουσα πραγματική κατάσταση και να μην απολέσει η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης την ωφέλεια για τον διοικούμενο κατά τον χρόνο δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης. Προσέτι, η έννομη τάξη δεν ανέχεται να εξακολουθεί να εκτελείται μια προσβληθείσα επί ακυρώ
σει διοικητική πράξη, η οποία είναι προδήλως παράνομη. Εν προκειμένω είναι κατά τον νόμο αδιάφορο το αν η εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης θα προκαλέσει ή όχι στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, διότι η αναστολή δεν χορηγείται προς προστασία του αιτούντος από βλάβη. Για τον λόγο αυτόν, η διάγνωση της πρόδηλης παρανομίας της πράξης πρέπει να είναι εφικτή για τον αιτούντα και πριν από την κύρια ακυρωτική δίκη και να συνεπάγεται την αδυναμία εκτέλεσης της πράξης.
ΙΙ. Η συνταγματική κατοχύρωση
2. Η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης είναι τόσο σημαντική, ώστε η νομολογία, εγκαταλείποντας την αρχική της προσέγγιση, δέχεται πλέον ότι «κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος η αξίωση για παροχή έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών εκτείνεται και στην προσωρινή έννομη προστασία, τη λήψη δηλαδή του κατάλληλου μέτρου για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη που κατά περίπτωση συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης». Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι, «ως «ανεπανόρθωτη» ... βλάβη, η αποσόβηση της οποίας καθιστά, ..., συνταγματικά επιβεβλημένη την παροχή προσωρινής προστασίας, νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξίαν μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει». Τέλος, «κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό προς την αρχή της χρηστής διοίκησης εν όψει και της συνταγματικής κατοχύρωσης της προσωρινής δικαστικής προστασίας ....., εφόσον εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση περί αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης, η Διοίκηση υποχρεούται να μην προβεί σε εκτέλεση της πράξεως αυτής ή σε ενέργειες που θα ήταν ικανές να ματαιώσουν ή να καταστήσουν αλυσιτελή την επιδιωκόμενη από τον αιτούντα παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, αλλά οφείλει να αναμείνει την κρίση της Επιτροπής Αναστολών».

3. Επίσης, με την απόφαση του ΕΔΔΑ Micallef κατά Μάλτας, γίνει δεκτό ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και οι εγγυήσεις περί «δίκαιης δίκης» που κατοχυρώνει το άρθρο αυτό τυγχάνουν εφαρμογής και σε δικαστικές διαδικασίες παροχής προσωρινής προστασίας υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) το διακυβευόμενο δικαίωμα τόσο στην προσωρινή δικαστική προστασία όσο και στην κυρία διαδικασία πρέπει να είναι «αστικού χαρακτήρα», υπό την αυτόνομη έννοια του όρου αυτού στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και β) το ασφαλιστικό μέτρο πρέπει να θεωρείται, λόγω της φύσης, του αντικειμένου, του σκοπού και των αποτελεσμάτων του, καθοριστικό για το δικαίωμα ή την υποχρέωση αστικού χαρακτήρος που διακυβεύεται, ανεξαρτήτως της διάρκειας ισχύος του. Η δεύτερη προϋπόθεση φαίνεται να συντρέχει στην περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών διατάσσει, για λόγους πρόδηλης βασιμότητας του κύριου ένδικου βοηθήματος, την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης.

4. Ο καθορισμός τόσο της μορφής που θα προσλαμβάνει η προσωρινή δικαστική προστασία σε κάθε περίπτωση όσο και των επί μέρους προϋποθέσεων που θα πρέπει να συντρέχουν για τη χορήγησή της επαφίεται στον κοινό νομοθέτη. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να θίγουν τον πυρήνα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και οι τυχόν περιορισμοί δεν θα πρέπει να αντιβαίνουν στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Δεδομένου ότι η αίτηση αναστολής αφορά το σύνολο των ακυρωτικών διαφορών, ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει ορισμένη κατηγορία αυτών από την προσωρινή δικαστική προστασία.

ΙΙΙ. Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας της αίτησης αναστολής
5. Η αίτηση αναστολής έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν αποτελεί αυθύπαρκτο ένδικο βοήθημα, αλλά συνοδεύει πάντοτε την άσκηση της αίτησης ακύρωσης. Κατά συνέπεια, η αίτηση ακύρωσης πρέπει να προηγείται της αίτησης αναστολής, δηλαδή να έχει κατατεθεί πριν ή συγχρόνως με αυτήν. Η μεταγενέστερη άσκηση της αίτησης ακύρωσης δεν
θεραπεύει το απαράδεκτο της προηγούμενης αίτησης αναστολής. Επιπλέον, πρέπει να ασκείται από το ίδιο πρόσωπο που ζητεί την αναστολή και να στρέφεται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης ή του αυτού κεφαλαίου της πράξης. Περαιτέρω, η αίτηση ακύρωσης πρέπει να είναι εκκρεμής κατά τον χρόνο που η Επιτροπή Αναστολών επιλαμβάνεται της αίτησης αναστολής, διαφορετικά η τελευταία στερείται αντικειμένου. Τέλος, η αίτηση ακύρωσης πρέπει να ανήκει στη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο ασκήθηκε, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν 2479/1997, «αρμόδιο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως ή οποιασδήποτε συνέπειας που η πράξη αυτή έχει κατά νόμο είναι, αποκλειστικά και μόνο, το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η ακύρωση της πράξεως αυτής». Δεν προβλέπεται αυτοτελής παραπομπή της αίτησης αναστολής στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, χωρίς παράλληλη παραπομπή του κύριου ένδικου βοηθήματος.

6. Η διακράτηση της αναρμοδίως ασκηθείσας αίτησης αναστολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι δυνατή μόνο κατ’ εξαίρεση, για λόγους οικονομίας της δίκης και ενιαίας εκδίκασης της διαφοράς επί της ακυρωτικής δίκης, στις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις: α) Όταν η διαφορά ανήκει μεν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, αλλά είναι εκκλητή ενώπιον του ΣτΕ ή όταν σε αυτήν τίθενται σπουδαία ζητήματα. β) Όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι συναφής με άλλη επίσης προσβαλλόμενη που ανήκει στην αρμοδιότητα του ΣτΕ ή με πράξη η οποία έχει προσβληθεί με άλλο ένδικο μέσο που εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ και ανήκει στην αρμοδιότητά του. γ) Όταν η έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας του ΣτΕ δεν είναι πρόδηλη. Πράγματι, κατά πάγια σχετική νομολογία, η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν κωλύει την Επιτροπή Αναστολών να επιληφθεί αίτησης για τη χορήγηση προσωρινής δικαστικής προστασίας.

7. Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας της αίτησης αναστολής αποτυπώνεται και στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 7 εδ. β του ΠΔ 18/1989, σύμφωνα με την οποία «η αίτη- ση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχε- ρώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη». Πράγματι, η Επιτροπή Αναστολών προβαίνει σε μια πρώτη εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης ακύρωσης και, σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι συντρέχουν πρόδηλοι λόγοι απόρριψης σε επίπεδο παραδεκτού ή και βασίμου, απορρίπτει για τον λόγο αυτό την αίτηση αναστολής, χωρίς να προχωρεί στην εξέταση της προβαλλόμενης από τον αιτούντα βλάβης.

8. Η Επιτροπή Αναστολών έχει αρμοδιότητα να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης. Η υποχρέωση συμμόρφωσης που υπέχει η Διοίκηση λόγω της συνταγματικής κατοχύρωσης της προσωρινής δικαστικής προστασίας, έγκειται, κατ’ αρχήν, στην αποχή της από κάθε ενέργεια που θα ήταν αντίθετη προς το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών η οποία αναστέλλει την εκτέλεση της διοικητικής πράξης. Επομένως, η αναστολή εκτέλεσης της πράξης δεν θίγει καθαυτή τη διοικητική πράξη, η οποία όχι μόνο δεν αποβάλλεται από την έννομη τάξη, αλλά εξακολουθεί να είναι εξοπλισμένη, μέχρι την απόφαση επί της αίτησης ακύρωσης, με το τεκμήριο νομιμότητας. Κατά πάγια σχετική νομολογία, η αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης δεν συνεπάγεται παύση ή αναστολή της ισχύος της πράξης αυτής, ούτε επεκτείνεται και στις λοιπές έννομες συνέπειες που συνδέονται με την ύπαρξη της εν λόγω πράξης. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση: α) δεν υποχρεούται, σε συμμόρφωση προς την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, να ανακαλέσει την πράξη της οποίας έχει ανασταλεί η εκτέλεση ή να εκδώσει πράξη αντίθετου προς αυτήν περιεχομένου, β) δεν κωλύεται να τροποποιήσει ή αναθεωρήσει ή ανανεώσει ή να αντικαταστήσει την ανασταλείσα πράξη με άλλη πράξη ομοί
ου περιεχομένου, αλλά ερειδομένη σε διαφορετική πραγματική βάση, γ) δεν κωλύεται να λάβει υπόψη την ανασταλείσα διοικητική πράξη ως κατά νόμον προϋπόθεση για την έκδοση άλλης διοικητικής πράξης, διότι διαφορετικά η απόφαση περί αναστολής εκτέλεσης θα οπλίζονταν ανεπιτρέπτως κατά νόμον με προσωρινό ακυρωτικό αποτέλεσμα. Πάντως δεν επιτρέπεται η έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η οποία αποβλέπει απλώς στην εξουδετέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η αναστολή αυτή ισχύει. Επίσης, όσον αφορά τα ανακύψαντα διοικητικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν στο στάδιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσμεύεται, μέχρι την οριστική τους επίλυση στο στάδιο της εκδίκασης της ακυρωτικής διαφοράς, από τα γενόμενα δεκτά, έστω και ως σοβαρώς πιθανολογούμενα, με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών. Τέλος, η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης του νόμιμου τίτλου ορισμένης απαίτησης του Δημοσίου (όπως είναι οι καταλογιστικές πράξεις) συνεπάγεται την αδυναμία έκδοσης διοικητικών πράξεων που ανάγονται στο επόμενο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη του ποσού της απαίτησης, όπως η αποστολή στον οφειλέτη ατομικής ειδοποίησης.

9. Όπως έχει κριθεί, σκοπός θέσπισης της αίτησης αναστολής είναι η προσωρινή διατήρηση της υφιστάμενης πραγματικής κατάστασης, δηλαδή η αποτροπή μεταβολής της. Υπό το πρίσμα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος, η Επιτροπή Αναστολών δεν έχει την εξουσία να επιβάλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να προβεί σε θετική ενέργεια ούτε να υποκαταστήσει τα διοικητικά όργανα στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Επομένως, η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης αποσκοπεί στην αποτροπή μεταβολής της κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης με την αίτηση ακύρωσης πράξης, η οποία δημιούργησε το πρώτον ή τροποποίησε μια έννομη σχέση διοικητικού δικαίου.
10. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο κανόνας της αδυναμίας αναστολής εκτέλεσης αρνητικών πράξεων. Πράγματι, αν πρόκειται για αρνητική πράξη, όπως η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αιτήματος ιδιώτη για την έκδοση διοικητικής άδειας, δεν υφίσταται δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, διότι η Επιτροπή Αναστολών δεν διαθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989, την εξουσία είτε να εξαναγκάσει τη Διοίκηση να προβεί στην προσωρινή έστω έκδοση της πράξης, την οποία αρνείται, είτε, καθ’ υποκατάσταση της Διοίκησης, να εκδώσει η ίδια την πράξη αυτή, ικανοποιώντας πλήρως το αίτημα του διοικουμένου. Έτσι λοιπόν, οι αρνητικές πράξεις χαρακτηρίζονται ως, κατ’ αρχήν, ανεπίδεκτες αναστολής εκτέλεσης.

11. Δύο εξαιρέσεις έχουν γίνει δεκτές στον παραπάνω κανόνα. Η πρώτη αφορά τις λεγόμενες «νόθες αρνητικές πράξεις», δηλαδή τις πράξεις που δεν περιορίζονται στην αμιγώς αρνητική συνέπεια της μη δημιουργίας ή και της μη τροποποίησης υφιστάμενης έννομης σχέσης, αλλά διακόπτουν μια προϋφιστάμενη υπέρ του διοικουμένου νομική και πραγματική κατάσταση που χρήζει προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, η αναστολή εκτέλεσης δεν συνιστά εξαναγκασμό της Διοίκησης να προβεί σε θετική ενέργεια, αλλά επαναφορά στην προτέρα κατάσταση (status quo ante). Η κατάσταση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε μια προηγούμενη διοικητική πράξη με θετικό περιεχόμενο για τον διοικούμενο, η οποία θα βρισκόταν σε ισχύ, αν δεν είχε μεσολαβήσει το διακοπτικό γεγονός. Επίσης, πρέπει να έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, ώστε να έχει παγιωθεί πραγματική κατάσταση που χρήζει προστασίας. Αντιθέτως, η αυθαιρέτως δη
μιουργηθείσα πραγματική κατάσταση, όπως η λειτουργία καταστήματος αλλοδαπού ο οποίος κατείχε άδεια διαμονής για παροχή εξηρτημένης εργασίας και όχι για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι, κατά κανόνα, δεκτική προστασίας. Επιπλέον, για να θεωρηθεί ότι συντρέχει ανοχή εκ μέρους της Διοίκησης μίας παρανόμως δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, για την οποία είναι δυνατόν να χορηγηθεί προσωρινή δικαστική προστασία (υπό την μορφή της διαταγής μέτρου εκ μέρους της Επιτροπής Αναστολών), πρέπει να υπάρχουν πολύ ασφαλή τεκμήρια προγενέστερα της έκδοσης της πράξης, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, από τα οποία να αποδεικνύεται, ή έστω να πιθανολογείται σε βαθμό που προσεγγίζει τη βεβαιότητα, ότι η αρμόδια διοικητική αρχή γνώριζε ότι είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν μία πραγματική κατάσταση και να μη συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.

12. Η δεύτερη εξαίρεση από τον κανόνα της μη χορήγησης αναστολής εκτέλεσης των αρνητικών πράξεων αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται ότι, αντί της αναστολής εκτέλεσης, συντρέχουν οι προϋποθέσεις να διαταχθούν κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 52 του ΠΔ 19/1989. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχει μεν μία από τις προϋποθέσεις παροχής προσωρινής προστασίας στον αιτούντα, πλην όμως η προσβαλλομένη πράξη δεν είναι, όπως συμβαίνει με τις πράξεις αρνητικού περιεχομένου, δεκτική αναστολής εκτέλεσης. Το διατασσόμενο κατάλληλο μέτρο προσαρμόζεται στις συνθήκες της εκάστοτε περίπτωσης και δίνει μια προσωρινή λύση μέχρι την οριστική επίλυση της διαφοράς, χωρίς ταυτόχρονα να επηρεάζει το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης, Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιου μέτρου συνιστά η αναγνώριση της δυνατότητας του αποκλεισθέντος υποψηφίου να συμμετάσχει στην περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, χωρίς όμως να χορηγούνται εκ της συμμετοχής αυτής άλλα δικαιώματα, τα οποία θα οδηγούσαν στη δημιουργία νέας πραγματικής κατάστασης, όπως δικαίωμα διορισμού.

ΙV. Οι προϋποθέσεις ευδοκίμησης της αίτησης αναστολής
13. Οι προϋποθέσεις ευδοκίμησης της αίτησης αναστολής ρυθμίζονται στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989. Ειδικότερα, η αίτηση γίνεται δεκτή α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης ή β) αν η Επιτροπή Αναστολών εκτιμά ότι η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη. Αντιθέτως, η αίτηση απορρίπτεται α) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος ή β) αν η Επιτροπή Αναστολών εκτιμά ότι η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης του αιτούντος.
Α. Ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη από την άμεση εκτέλεση της πράξης σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης
14. Η επέμβαση Επιτροπής Αναστολών αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον εκτιμάται ότι ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη αν ευδοκιμήσει η αίτηση ακύρωσης που έχει ασκήσει. Εξετάζεται δηλαδή κατά πόσον απειλείται το ατομικό συμφέρον που θίγεται από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και αν, υπό το πρίσμα αυτό, είναι σκόπιμο να προχωρήσει η άμεση εκτέλεσή της ή ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης. Περαιτέρω, η Επιτροπή Αναστολών σταθμίζει, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989, τη βλάβη αυτή με τα συμφέροντα τρίτων προσώπων και με το δημόσιο συμφέρον.

α) Χαρακτηριστικά της βλάβης
15. Κατά πάγια σχετική νομολογία, η βλάβη είναι «ανεπανόρθωτη», όταν μετά το πέρας της ακυρωτικής δίκης και κατά το στάδιο συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ακυρωτική απόφαση υφίσταται ουσιαστική αδυναμία επανόδου στην ίδια κατάσταση με αυτή που υφίστατο πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης, οπότε η αναστολή εκτέλεσης είναι αναγκαία για να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται το κύριο ένδικο βοήθημα. «Δυσχερώς επανορθώσιμη» χαρακτηρίζεται η βλάβη, που δεν είναι μεν κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά της οποίας η αποκατάσταση υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και άλλες συνθήκες είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί να την επιτύχει. Στην ουσία, η έννοια της «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης είναι ισοδύναμη της «ανεπανόρθωτης».
16. Η βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης πρέπει να είναι προσωπική, να επέρχεται, δηλαδή, στον ίδιο τον αιτούντα. Ισχύουν, συνεπώς, οι πρόνοιες του άρθρου 47 του ΠΔ 18/1989 για το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης. Η πρόδηλη έλλειψη έννομου συμφέροντος καθιστά την αίτηση ακύρωσης προδήλως απαράδεκτη και δικαιολογεί, συνακολούθως, την απόρριψη της αίτησης αναστολής, κατά το εδάφιο β΄ της παρ. 7 του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989, ενώ η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη συνδρομή έννομου συμφέροντος έχει ως δικονομική συνέπεια να αποκλείεται η εξέταση της πρόδηλης βασιμότητας της αίτησης ακύρωσης ως λόγου αναστολής. Λόγο δημόσιου συμφέροντος που είτε επιβάλλει είτε κωλύει την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης είναι αρμόδιο να επικαλεσθεί μόνον το ίδιο Δημόσιο και όχι ο αιτών την αναστολή.

17. Περαιτέρω, η βλάβη πρέπει να είναι άμεση, να επέρχεται δηλαδή, ευθέως από την προσβαλλόμενη πράξη και να μην πηγάζει από άλλη πράξη ή από νομοθετική ρύθμιση.

18. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η κανονιστική πράξη, λόγω του γενικού, απρόσωπου και αφηρημένου χαρακτήρα της, δεν είναι, κατ’ αρχήν, δεκτική αναστολής εκτέλεσης παρά μόνον όσον αφορά τον αιτούντα, ο οποίος πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι θα υποστεί ευθεία και άμεση βλάβη από την εφαρμογή της. Κατά την πάγια σχετική νομολογία, η αναστολή της εκτέλεσης κανονιστικής πράξης ή η διαταγή άλλου κατάλληλου μέτρου σε σχέση με κανονιστική πράξη προς αποτροπή βλάβης του αιτούντος δεν είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή. Συγχωρείται κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση που η ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη, καθώς και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ότι από την εφαρμογή της κανονιστικής πράξης θα υποστεί ευθεία και άμεση βλάβη, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης, οπότε -και εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος περί του αντιθέτου- χορηγείται αναστολή της εκτέλεσης μόνο ως προς τον αιτούντα. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989, ερμηνευομένων ενόψει της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος με την οποία κατοχυρώνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία, είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης κανονιστικής πράξης ή και η λήψη του κατάλληλου μέτρου, στην περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας των προβαλλομένων με την αίτηση ακύρωσης λόγων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αντισυνταγματικότητα της διάταξης τυπικού νόμου στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη. Εξάλλου, όταν η κανονιστική πράξη συμπληρώνει τη ρύθμιση του εξουσιοδοτικού νόμου, είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης αυτής ή ορισμένων διατάξεών της, υπό την προϋπόθεση ότι η βλάβη που επικαλείται ο αιτών επέρχεται από αυτοτελή ρύθμιση της κανονιστικής πράξης, δηλαδή από ρύθμιση που δεν περιέχεται στον νόμο, δεδομένου ότι η Επιτροπή Αναστολών δεν έχει αρμοδιότητα να αναστέλλει την εφαρμογή του νόμου.

19. Η βλάβη πρέπει να είναι επικείμενη από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Εάν έχει ήδη επέλθει από την πράξη αυτή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει πεδίο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, συνιστάμενο σε επαναφορά της προγενέστερης κατάστασης, η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση να διατάξει κάθε άλλο, πλην της αναστολής εκτέλεσης, μέτρο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 8 του ΠΔ 18/1989. Εάν όμως δεν είναι δυνατή η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, η αίτηση αναστολής είναι απορριπτέα, διότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της υπόθεσης. Τέλος, η βλάβη πρέπει να μην είναι μελλοντική ή υποθετική.

β) Μορφές βλάβης
20. Η ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη μπορεί να είναι περιουσιακή – υλική, όπως στις περιπτώσεις διοικητικών πράξεων που έχουν ως άμεση συνέπεια υλικές επεμβάσεις, που επιφέρουν την οριστική καταστροφή ή απώλεια ή ουσιώδη μεταβολή στην κατά προορισμό χρήση πράγματος που ανήκει στην περιουσία του αιτούντος την αναστολή εκτέλεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συναφώς αποτελεί η πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά το μέρος που συνεπάγεται την κατάληψη του ακινήτου του αιτούντος και τις συνακόλουθες υλικές επεμβάσεις σε αυτό.

21. Στην κατηγορία της οικονομικής βλάβης εντάσσονται περιπτώσεις ισχυρού κλονισμού επιχείρησης, η οποία αναγνωρίζεται κατ’ αρχάς επί διακοπής λειτουργίας επιχείρησης, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής λόγων δημόσιου συμφέροντος που υπαγορεύουν την άμεση εκτέλεση της πράξης. Περιπτώσεις στέρησης μέσων βιοπορισμού αναγνωρίζονται επί διοικητικών μέτρων που έχουν ως συνέπεια την απώλεια του μισθού ή τη διακοπή λειτουργίας ατομικής επιχείρησης ή την αδυναμία άσκησης επαγγέλματος. Και οι περιπτώσεις αυτές τελούν υπό την επιφύλαξη συνδρομής λόγων δημόσιου συμφέροντος.

22. Για επαγγελματική βλάβη γίνεται λόγος όταν ο αιτών υφίσταται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη κατά την πρόσβαση σε ένα επάγγελμα, όπως από συγκεκριμένη διάταξη της προκήρυξης που δεν του παρέχει τη δυνατότητα συμμετοχής σε διαδικασία για την πλήρωση θέσης του δημόσιου τομέα, ή κατά την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, όπως με μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα τη διακοπή λειτουργίας επαγγελματικής δραστηριότητας. Στην πρώτη περίπτωση, θεωρείται ότι η βλάβη είναι ανεπανόρθωτη, δεδομένου ότι ο αιτών στερείται της δυνατότητας συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία και, για τον λόγο αυτόν, κατά κανόνα γίνεται δεκτή η αίτηση αναστολής και η Διοίκηση διατάσσεται να επιτρέψει στον αιτούντα να συμμετέχει στη διαδικασία αυτή, υπό την επιφύλαξη ότι δεν θα αποκτήσει περαιτέρω δικαιώματα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ευδοκίμηση της αίτησης αναστολής αποτελεί συνάρτηση της έντασης του λαμβανομένου μέτρου και της συνδρομής ή μη λόγων δημόσιου συμφέροντος που επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση της πράξης.

23. Η εκτέλεση διοικητικής πράξης μπορεί να συνεπάγεται σοβαρή ηθική βλάβη στον αιτούντα. Συνήθως, η ηθική βλάβη που υφίσταται ο αιτών από διοικητικά μέτρα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, όπως επί επιβολής πειθαρχικών ή διοικητικών κυρώσεων, είναι πλήρως επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης και δεν δικαιολογεί την αποδοχή της αίτησης αναστολής. Αναστολή δεν χορηγήθηκε ακόμη και σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής ηθικής βλάβης, αναγόμενης σε περιορισμό ατομικής ελευθερίας, από διοικητικά μέτρα. Η Επιτροπή Αναστολών προέβη στην προβλεπόμενη στο άρθρο 52 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 στάθμιση της βλάβης αυτής με λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, όπως του εξαιρετικώς επιτακτικού λόγου που συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας από τη διασπορά του κορωνοϊού.

24. Πιο γενναιόδωρη είναι η Επιτροπή Αναστολών του Ε΄ Τμήματος στην περίπτωση της περιβαλλοντικής βλάβης που προκύπτει από την εκτέλεση έργων, την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων και τη λειτουργία επιχειρήσεων, οι οποίες προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στο φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η σχετική πλουσιότατη νομολογία περιλαμβάνει την προστασία του δασικού πλούτου, των περιοχών ιδιαίτερης οικολογικής αξίας, όπως των περιοχών
NATURA, της άγριας πανίδας, των ρεμμάτων και των παραρεμμάτιων περιοχών, των ακτών, των υδατικών πόρων και του υδροφόρου ορίζοντα. Επίσης, περιλαμβάνει την προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος από παρεμβάσεις που συνεπάγονται επιβάρυνση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων μιας περιοχής και αλλοίωση της φυσιογνωμίας της, όπως επίσης και την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως οι παραδοσιακοί οικισμοί, τα διατηρητέα κτήρια, τα ιστορικά μνημεία και οι αρχαιότητες. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η προσέγγιση της Επιτροπής Αναστολών ως προς τα μεγάλα έργα υποδομής, όπως είναι οι εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπου γίνονται ανεκτές ορισμένες θυσίες στο περιβάλλον, όπως καταστροφή δασικής βλάστησης ή απώλεια γεωργικής γης, σε σχέση με τον μακροπρόθεσμο στόχο της προστασίας του περιβάλλοντος, μέσω των έργων και των δραστηριοτήτων αυτών. Περαιτέρω, δέχεται ότι, στην ειδική περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη εντάσσεται στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης ορισμένης δραστηριότητας, η οποία υπόκειται, κατά τον νόμο, στη διαδικασία αυτή ακριβώς διότι εγκυμονεί κινδύνους για το περιβάλλον, ως ανεπανόρθωτη βλάβη που θα δικαιολογούσε την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης δεν είναι δυνατόν να νοούνται οι συνήθεις περιβαλλοντικές συνέπειες που εξ ορισμού συνεπάγεται η άσκηση της οικείας δραστηριότητας, για τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των οποίων, άλλωστε, θεσπίζεται η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης και η επιβολή των κατάλληλων περιβαλλοντικών όρων, αλλά ιδιαιτέρως δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι οποίες πιθανολογείται ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη κατά τη διοικητική διαδικασία και τείνουν, λόγω της σοβαρότητάς τους, να επιφέρουν σ’ αυτό αλλοιώσεις δυσχερώς αναστρέψιμες ή μη αναστρέψιμες.

B. Στάθμιση λόγων δημοσίου συμφέροντος
25. Το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί, κατ’ αρχήν, στο πεδίο των διοικητικών πράξεων που συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας, η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών και της διοικητικής αποτελεσματικότητας. Κατά πάγια σχετική νομολογία, πράξεις που αφορούν την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας δεν αναστέλλονται, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, οπότε δύναται, κατ’ εξαίρεση, να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι πράξεις α) συγκρότησης και λειτουργίας συλλογικών οργάνων διοίκησης ή ΝΠΔΔ ή ανεξάρτητων αρχών, β) εκλογής, διορισμού, αντικατάστασης, παύσης οργάνων διοίκησης ΝΠΔΔ ή δημοσίων υπηρεσιών, γ) υπηρεσιακής κατάστασης δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων ή, εν γένει, του προσωπικού του Δημοσίου, ανεξαρτήτως της σχέσεως με τη οποία αυτό υπηρετεί, στην οποία περιλαμβάνεται και η πειθαρχική ευθύνη, δ) οργάνωσης - λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας. Τα αυτά ισχύουν και προκειμένου περί των ΝΠΙΔ, τα οποία έχουν ιδρυθεί με νόμο ή διοικητική πράξη και είτε είναι επιφορτισμένα με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας με λειτουργική έννοια είτε επιδιώκουν σκοπούς δημοσίου ενδιαφέροντος και μάλιστα συμμετέχουν, διατυπώνοντας σχετική γνώμη, κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων ή, κατά μείζονα λόγο, κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου.

26. Το δημόσιο συμφέρον εμφανίζεται επίσης υπέρτερο κατά την προστασία δημόσιων αγαθών, τα οποία τελούν υπό την άμεση κρατική μέριμνα, όπως η δημόσια υγεία και η δημόσια τάξη και ασφάλεια. Άλλοι επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί επίσης να υπαγόρευσαν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και να επιβάλλουν την άμεση εκτέλεσή της, ανεξαρτήτως βλάβης του αιτούντος, όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς. Η Επιτροπή Αναστολών ερευνά αν όντως συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος που κωλύουν τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης, χωρίς να δεσμεύεται από την αόριστη επίκληση των λόγων αυτών εκ μέρους της Διοίκησης. Μόνον η Διοίκηση, ως φορέας του δημόσιου συμφέροντος, μπορεί να επικαλεστεί λόγους δημόσιου συμφέροντος για την απόρριψη της αίτησης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να δικαιολογούν την αποδοχή της αίτησης αναστολής.

Γ. Η πρόδηλη βασιμότητα της αίτησης ακύρωσης ως λόγος αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης
27. Η πρόδηλη βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται με την αίτηση ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης πράξης αποτελεί αυτοτελή λόγο χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης του αιτούντος. Δεδομένου, πάντως, ότι η Επιτροπή Αναστολών δεν αποτελεί το δικαστήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ούτε περιβάλλεται με τα εχέγγυα της δίκης (δημοσιότητα της διαδικασίας, αντιμωλία), δυσχερώς μπορεί να διαγνώσει την πρόδηλη βασιμότητα. Αν η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει λόγος περί πρόδηλης βασιμότητας του εν λόγω ένδικου βοηθήματος. Ευστόχως επισημάνθηκε ότι τυχόν διασταλτική ερμηνεία της σχετικής εξουσίας της Επιτροπής θα δημιουργούσε τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων από την Επιτροπή Αναστολών και τον ακυρωτικό δικαστή, μια κατάσταση που θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

28. Η αποδοχή λόγων περί πρόδηλης αντισυνταγματικότητας ορισμένης διάταξης, η οποία δεν έχει ακόμη κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα προσέκρουε στο άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001. Ωστόσο, εάν η αντισυνταγματικότητα ορισμένης διάταξης έχει ήδη κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομελείας ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή Αναστολών δεν κωλύεται να κρίνει ως προδήλως βάσιμο λόγο περί αντισυνταγματικότητας της ίδιας διάταξης. Η μοναδική περίπτωση που διάταξη νόμου κρίθηκε, το πρώτον, σε απόφαση επί αναστολής, ως αντισυνταγματική αναφέρεται στις αποφάσεις ΕΑ 158/2004 και 244-6/2004.

29. Η πρόδηλη βασιμότητα απαιτεί υψηλότερου βαθμού δικανική πεποίθηση από τη σοβαρή πιθανολόγηση, η οποία, υπό το καθεστώς του Ν. 2522/1997 και του Ν. 3886/2010, ρύθμιζε την εξέταση των διαφορών από ασφαλιστικά μέτρα που εγείρονται κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων και διέπονται από την οδηγία 89/665/ΕΟΚ. Η πρόδηλη βασιμότητα της αίτησης ακύρωσης γίνεται δεκτή, ιδίως, όταν αυτή βασίζεται σε πάγια νομολογία ή νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάντως όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή της. Περαιτέρω, λόγοι ακύρωσης που βασίζονται σε ερμηνεία διατάξεων που δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας δεν θεωρούνται προδήλως βάσιμοι. Ωστόσο, ευστόχως επισημάνθηκε ότι η απαίτηση ύπαρξης πάγιας νομολογίας ως προϋπόθεση της πρόδηλης βασιμότητας καθίσταται άτοπη, λαμβανομένων υπόψη των διαρκών μεταβολών της νομοθεσίας.

V. Προσωρινή διαταγή
30. Η προσωρινή διαταγή αποτελεί τη δραστικότερη και ταχύτερη μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι προηγείται της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών επί της αίτησης αναστολής και έχει ως σκοπό να αποτρέψει άμεσα τη δημιουργία κατάστασης, η οποία δεν θα μπορούσε να ανατραπεί αν αναμενόταν η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών. Επί του αιτήματος προσωρινής διαταγής, το οποίο μπορεί να περιέχεται και σε ξεχωριστή αίτηση από την αίτηση αναστολής, αποφαίνεται ο Πρόεδρος του αρμόδιου σχηματισμού. Η προσωρινή διαταγή αποτελεί δικαστική απόφαση, διότι προϋποθέτει -συνοπτική έστω- εξέταση των πραγματικών περιστατικών και της συνδρομής των λόγων αναστολής εκτέλεσης και εκδίδεται ύστερα από στάθμιση όλων των αντικρουομένων συμφερόντων που εξετάζονται και από την Επιτροπή Αναστολών. Μπορεί να περιέχει συνοπτική αιτιολογία και, σε περίπτωση που γίνεται δεκτή, έχει ως περιεχόμενο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης ή/και τη διαταγή των κατάλληλων μέτρων κατ’ αναλογική εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989 ή την επιβολή όρων ή υποχρεώσεων. Η προσωρινή διαταγή ισχύει έως την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής και πάντως
έως την περάτωση της εκκρεμοδικίας επί της αίτησης ακύρωσης αν δεν μεσολαβήσει απόφαση επί της αίτησης αναστολής, ενώ μπορεί να έχει ισχύ και για πιο περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η Διοίκηση οφείλει, όταν της κοινοποιηθεί προσωρινή διαταγή, να απόσχει από κάθε ενέργεια, η οποία θα ήταν ικανή να ματαιώσει την επιδιωκόμενη από τον αιτούντα παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η προσωρινή διαταγή περιλαμβάνεται στις δικαστικές αποφάσεις που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης κατά τις διατάξεις του Ν. 3068/2002.

VΙ. Διεύρυνση των εξουσιών της Επιτροπής Αναστολών – Κατάλληλα μέτρα
31. Με το άρθρο 35 του Ν 2721/1999, το οποίο αντικατέστησε την παρ. 8 του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989, διευρύνθηκαν οι εξουσίες της Επιτροπής Αναστολών με την παροχή της δυνατότητας να διατάσσει, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. Ειδικότερα, η Επιτροπή Αναστολών έχει δύο δυνατότητες: α) να διατάσσει, όταν χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της προσβληθείσης ενώπιόν της πράξης, επί πλέον μέτρα προς αποτελεσματικότερη προστασία του αιτούντος και β) να διατάσσει άλλα, πλην της αναστολής εκτέλεσης, μέτρα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχει μεν μία από τις προϋποθέσεις παροχής προσωρινής προστασίας στον αιτούντα, πλην η προσβαλλομένη πράξη δεν είναι δεκτική αναστολής εκτέλεσης. Τούτο συμβαίνει κυρίως επί πράξεων αρνητικού περιεχομένου.

32. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αξιοποίησης της διάταξης αυτής από την Επιτροπή Αναστολών εντοπίζονται στις περιβαλλοντικές διαφορές (όπου το διατασσόμενο ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να συνίσταται στην απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης ή ολοκλήρωσης των εργασιών για την εκτέλεση ή λειτουργία ένος έργου ή της μη επέμβασης σε μια περιοχή ή της διαταγής εκτέλεσης ορισμένης εργασίας για την προστασία του περιβάλλοντος), στις υποθέσεις αλλοδαπών (στις οποίες, επί πράξεων απόρριψης αιτήματος παραμονής αλλοδαπού στη χώρα, διατάσσεται η Διοίκηση να απόσχει από κάθε ενέργεια, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την εξαναγκασμένη αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα και να του επιστρέψει τα έγγραφα που απαιτούνται για την νόμιμη παραμονή του στη χώρα), στις υποθέσεις από την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων (όπου, προς αποτροπή της ζημίας προσώπου που μετείχε στο διαγωνισμό, διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα που ανάγονται σε επόμενα στάδια της διαγωνιστικής διαδικασίας), καθώς επίσης και κατά τη χορήγηση προσωρινής διαταγής.
33. Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί της αίτησης αναστολής εκδίδεται σε συμβούλιο, κατά κανόνα, χωρίς να ακουστούν προηγουμένως οι διάδικοι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί, κατόπιν αίτησης των διαδίκων, να τους δοθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν τις προτάσεις τους ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών. Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών είναι δικαστική απόφαση και, ως εκ τούτου, παράγει υποχρέωση συμμόρφωσης, κατ’ άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος καθώς και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3068/2002. Τέλος, οι αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών παράγουν προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο διαρκεί έως την έκδοση απόφασης του δικαστικού σχηματισμού επί του κύρι
ου ένδικου βοηθήματος ή μέχρι την ανάκλησή τους κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 52 παρ. 9.

VΙΙ. Αποτίμηση – συγκριτική επισκόπηση
34. Η αποτελεσματικότητα της αίτησης αναστολής εξαρτάται από το κατά πόσον επιτελεί τις λειτουργίες της, δηλαδή διασφαλίζει την έγκαιρη, αφενός, και προσωρινή, αφετέρου, επίλυση της διαφοράς. Όσον αφορά το έγκαιρο της προσωρινής προστασίας, αυτή αποσκοπεί στο να αποτρέψει τη δημιουργία υπέρ ή κατά ενός από τους διαδίκους, τετελεσμένων καταστάσεων, πράγμα που θα αποδυνάμωνε την απόφαση –ακυρωτική ή απορριπτική– επί του κύριου ένδικου βοηθήματος και, συνακολούθως, θα υπέσκαπτε την ίδια τη νομιμοποιητική της βάση. Επομένως, η έγκαιρη επέμβαση της Επιτροπής Αναστολών είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης έννομης προστασίας.

35. Όσον αφορά την προσωρινότητα της αναστολής εκτέλεσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι η οριστική δικαστική κρίση οφείλει να ακολουθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, διότι διαφορετικά, η τελευταία αποκτά οριστικότητα, τόσο έναντι των διαδίκων όσο και έναντι των τρίτων. Ο Β. Γκέρτσος αναφέρει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη δικαστηριακή εμπειρία. Ο υπάλληλος, που πέτυχε την αναστολή εκτέλεσης της απόλυσής του, παραμένει για χρόνια στη θέση του μέχρι να δικαστεί η υπόθεσή του· τα ακριβά υλικά που παραγγέλθηκαν για την κατασκευή ορισμένης παραγωγικής μονάδας, της οποίας η κατασκευή ανεστάλη, σκουριάζουν σε κάποια προβλήτα λιμένα, μέχρι τη μακρινή, μετά από συνεχείς αναβολές, δικάσιμο. Σε πολλές αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών αναγράφεται η ακροτελεύτια «ευχή» για εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης σε σύντομη δικάσιμο, η οποία, τις περισσότερες φορές, δεν (ελέγχεται εάν) τηρείται. Έτσι όμως, η προσωρινή δικαστική προστασία φαίνεται να αποκτά χαρακτηριστικά που δεν της έχει προσδώσει το Σύνταγμα. Θα πρέπει να είναι σαφές εξ αρχής ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Επιτροπή Αναστολών δεν λύνουν επί της ουσίας τις διαφορές, ούτε προδικάζουν το αποτέλεσμα του κύριου ένδικου βοηθήματος. Επιπλέον, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών έως την οριστική κρίση της υπόθεσης «εκθέτει» τον δικαστή, ιδίως όταν το διατακτικό της οριστικής κρίσης είναι διαφορετικό από αυτό της προσωρινής.

36. Κάποια ελλείμματα και αδυναμίες της αναστολής εκτέλεσης στην ελληνική έννομη τάξη κατέστησαν εμφανή κατά την περίοδο της πανδημίας, ιδίως σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις της γαλλικής νομολογίας. Η νομολογία του γαλλικού Conseil d’Etat της περιόδου της υγειονομικής κρίσης ήταν ποσοτικά πλουσιότερη και ποιοτικά πολύ πιο διαφοροποιημένη σε σύγκριση με την ελληνική της ίδιας περιόδου. Η έγκαιρη επέμβαση του Γάλλου διοικητικού δικαστή οφείλεται στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων που διαθέτει εδώ και είκοσι χρόνια, οι οποίες απέδειξαν ακόμη μια φορά την αποτελεσματικότητά τους. Η πρώτη διαδικασία είναι η γνωστή αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης (référé-suspension), που επιτρέπει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αναστείλει την εκτέλεση μιας διοικητικής απόφασης, ακόμη και απορριπτικής, όταν υφίσταται σοβαρή αμφιβολία ως προς τη νομιμότητά της. Η διαδικασία αυτή είναι αποτελεσματική όταν υποβάλλονται στον δικαστή ζητήματα νομιμότητας: στο πλαίσιο τέτοιου ένδικου βοηθήματος, το Conseil d’État ανέστειλε την εκτέλεση των διατάξεων μιας οrdonnance που προέβλεψε την επέμβαση μονομελούς δικαστικού σχηματισμού και όχι συλλογικής σύνθεσης, όπως είναι ο κανόνας, για την εκδίκαση όλων των προσφυγών ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου του δικαιώματος ασύλου (Cour nationale du droit d’asile). Το Conseil d’État έκρινε ότι οι δυσχέρειες της λειτουργίας του δικαστηρίου ασύλου που προκάλεσε η πανδημία δεν αρκούσαν για να δικαιολογήσουν, ενόψει του συσταλτικού χαρακτήρα της εξουσιοδότησης που δόθηκε στην κανονιστική εξουσία, μια τόσο γενική παρέκκλιση από τη συλλογική αρχή.

37. Ευρύτερης εφαρμογής έτυχε, ωστόσο, το περίφημο δικονομικό εργαλείο του référé-liberté, αντίστοιχο του οποίου δεν προβλέπεται στην ελληνική δικονομική τάξη. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως επείγουσα διαδικασία προστασίας των θε
μελιωδών ελευθεριών. Σύμφωνα με το άρθρο L.521-2 CJA, το εν λόγω ένδικο βοήθημα ασκείται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υπό συνθήκες επείγοντος σε περίπτωση βαριάς και προδήλως παράνομης προσβολής θεμελιώδους ελευθερίας εκ μέρους νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού ιδιωτικού δικαίου επιφορτισμένου με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα χαρακτηριστικά του référé-liberté παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνιστά αυτόνομο ένδικο βοήθημα, σε αντίθεση με τα ασφαλιστικά μέτρα αναστολής εκτέλεσης (référé-suspension) του άρθρου L.521-1 CJA, αλλά και με τα προβλεπόμενα στην ελληνική διοικητική δικονομία βοηθήματα των άρθρων 52 του ΠΔ 18/1989 και 200 επ., 210 και 211 ΚΔΔ, τα οποία έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα, αφού προϋποθέτουν την άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής ή της αγωγής. Ως εκ τούτου, παρόλο που το υπό εξέταση ένδικο βοήθημα σκοπεί, κατ’ αρχήν, στην παροχή προσωρινής προστασίας, συχνά τα μέτρα που διατάσσονται αποβαίνουν εν τοις πράγμασι οριστικά. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώθηκε ρητώς από το Conseil d’État σε όλες σχεδόν τις αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, με την εξής διατύπωση: «τα προστατευτικά μέτρα που διατάσσει το δικαστήριο κατά τη διαδικασία του référé-liberté πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι προσωρινού χαρακτήρα, εκτός αν η αποτελεσματική άσκηση της προσβαλλόμενης θεμελιώδους ελευθερίας δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί με προσωρινά μέτρα».

38. Αντικείμενο του référé ­ liberté είναι ο ευθύς έλεγχος νομιμότητας (συμπεριλαμβανομένης της συνταγματικότητας, εφόσον δεν παρεμβάλλεται νόμος) διοικητικών πράξεων, ατομικών ή κανονιστικών, παραλείψεων ή και υλικών ενεργειών, και όχι ο έλεγχος της συνταγματικότητας νόμων, ο οποίος στη Γαλλία ασκείται συγκεντρωτικά, προληπτικά και κατασταλτικά από το Conseil Constitutionnel. Στο πλαίσιο αυτής της ειδικής διαδικασίας, η οποία εξαρτάται από τη συνδρομή επείγοντος, το δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της στοιχειοθέτησης βαριάς και προδήλως παράνομης προσβολής θεμελιώδους ελευθερίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο ασκούμενος έλεγχος είναι κατ’ ανάγκην οριακός και στηρίζεται σε προφανείς διαπιστώσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τη δικογραφία και από τη συνοπτική αποδεικτική διαδικασία που μπορεί να ακολουθηθεί. Ο δικαστής δεν επιλαμβάνεται μόνο διοικητικής απόφασης, αλλά οποιασδήποτε συμπεριφοράς της διοίκησης, ενέργειας ή αποχής. Το δικαστήριο δύναται, εντός 48 ωρών, να διατάξει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει απαραίτητο για τη διαφύλαξη της προσβαλλόμενης ελευθερίας και, ιδίως, να απευθύνει διαταγή (injonction) προς τη Διοίκηση για τη λήψη ή τη μη λήψη μέτρων ή να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης ληφθέντων διοικητικών μέτρων.

39. Με την εφαρμογή της παραπάνω διαδικασίας, το Conseil d’État όχι μόνον ήταν παρόν σε όλη τη διάρκεια της κρίσης αλλά μπόρεσε και να εξετάσει τα ένδικα βοηθήματα που του υποβλήθηκαν, να ακούσει τους διαδίκους και να ελέγξει ενδελεχώς τη διοικητική δράση. Χάρη στις επείγουσες διαδικασίες ήταν «ο προνομιούχος, αν όχι ο μοναδικός συνομιλητής» όλων των πολιτών που θέλησαν να αμφισβητήσουν διάφορες πτυχές της διαχείρισης της πανδημίας από την Κυβέρνηση. Επιπλέον, συχνά άσκησε πίεση στη Διοίκηση, κατά τις συνεδριάσεις όπου αναζήτησε μαζί της τα μέσα αποτελεσματικότερης δράσης, ώστε να μην περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματική καταπολέμηση της πανδημίας. Προσπάθησε, επίσης, να διασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους δικαίου, παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι οι διαδικασίες και οι μέθοδοι ελέγχου του διοικητικού δικαστή δεν άλλαξαν και ταυτόχρονα απέδειξαν την ανθεκτικότητα και την ευελιξία τους.

40. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής του άρθρου 52 του ΠΔ 18/1989 παρουσιάζει εγγενή όρια που εμπόδιζαν την Επιτροπή Αναστολών να είναι αρκούντως δραστική κατά τον έλεγχο των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας. Ειδικότερα, ήταν δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι αιτήσεις αναστολής, για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι τα προσβαλλόμενα μέτρα ήταν, κατά κανόνα, μέτρα προσωρινής ισχύος, λαμβανόμενα κατ’ επίκληση των υγειονομικών δεδομένων, οπότε δεν ήταν ευχερής η απόδειξη ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης. Δεύτερον, διότι επρόκειτο για μέτρα κανονιστικού χαρακτήρα και, κατά πάγια νομολογία, η κανονιστική πράξη δεν είναι, κατ’ αρχήν, δεκτική αναστολής εκτέλεσης παρά μόνον όσον αφορά τον αιτούντα, ο οποίος πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι θα υποστεί ευθεία και άμεση βλάβη από
την εφαρμογή της. Τρίτον, δεν ήταν δυνατόν να πληρωθεί η προϋπόθεση της πρόδηλης παρανομίας, ελλείψει νομολογιακής επεξεργασίας των νέων διατάξεων στις οποίες στηρίζονταν τα μέτρα. Στη Γαλλία, η εντατική χρήση της πιθανολόγησης σχετικά με την αξιολόγηση της πρόδηλης παρανομίας των προσβαλλόμενων πράξεων δεν συνάπτεται με πάγια νομολογία επί του θέματος. Περαιτέρω, η στενή συνεργασία του δικαστηρίου κατ’ αντιμωλία με όλους τους διαδίκους μέσω ενίσχυσης της προφορικότητας επιτρέπει τον προσδιορισμό κατάλληλων μέτρων, λαμβανομένων υπόψη και των πραγματικών δυνατοτήτων της Διοίκησης. Τέλος, η ταχύτητα εκδίκασης ενισχύει την αποτελεσματικότητα της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Σε πολλά σημεία, οι ρυθμίσεις της γαλλικής διοικητικής δικονομίας, σε συνδυασμό με τη σχετική νομολογία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη και τον δικαστή, λαμβανομένων, βεβαίως, υπόψη των συνταγματικών δεσμεύσεων του τελευταίου.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα