Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών από πλευράς Δικαίου του Ανταγωνισμού - Αξιολόγηση και προκλήσεις

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να καταδείξει τις συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνουν χώρα οι Συγκεντρώσεις Επιχειρήσεων στην αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μελέτη επικεντρώνεται στην ανάλυση υποθέσεων συγκεντρώσεων επιχειρήσεων με ειδική αναφορά σε επιπτώσεις συντονισμένης και μη συντονισμένης συμπεριφοράς (coordinated and non-coordinated effects) και στην περιγραφή δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αναληφθεί από τα συμμετέχοντα μέρη, στο πλαίσιο αξιολόγησης των πράξεων συγκέντρωσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η μελέτη ολοκληρώνεται με εξέταση ex-post αναλύσεων επί υποθέσεων συγκεντρώσεων οι οποίες εγκρίθηκαν από την Επιτροπή και συγκριτική επισκόπηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σε σχέση με τα αναληφθέντα διορθωτικά μέτρα. Τέλος, διατυπώνονται συμπερασματικές παρατηρήσεις και επιχειρείται η ανάδειξη πιθανών προκλήσεων, οι οποίες σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κλάδου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Η παρούσα μελέτη αποτελεί επικαιροποιημένο μέρος της διπλωματικής εργασίας με τίτλο «Συγκεντρώσεις Επιχειρήσεων στον Τομέα των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών από Πλευράς Δικαίου του Ανταγωνισμού. Αξιολόγηση και Προκλήσεις», η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ Εμπορικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών, με επιστημονική ειδίκευση «Άυλα Αγαθά και Ανταγωνισμός» (Industrial Property and Competition Law), με επιβλέπουσα την Καθηγήτρια του Τομέα Β´ Ιδιωτικού Δικαίου, κ. Αλεξάνδρα Μικρουλέα.
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η αξιολόγηση των γνωστοποιηθεισών συγκεντρώσεων, οι οποίες άγονται ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περιλαμβάνει τόσο την εκτίμηση των αποτελεσματικοτήτων, τις οποίες ενδέχεται να επικαλούνται τα μέρη, όσο και της πιθανότητας σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Ο συνδυασμός της δυναμικής, των περιουσιακών στοιχείων, της πελατείας και της τεχνογνωσίας των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, ενδέχεται να οδηγήσει στη δημιουργία οικονομιών κλίμακος. Με τον τρόπο αυτό, η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα έχει τη δυνατότητα να μειώσει το κόστος παραγωγής της και, άρα, τις τιμές των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, προς όφελος των τελικών καταναλωτών. Πέρα από τα οφέλη που πιθανόν θα επέλθουν στην αγορά, ως αποτέλεσμα μιας πράξης συγκέντρωσης, η Επιτροπή, κατά τη διενέργεια της σχετικής αξιολόγησης, ενδέχεται να διατυπώσει ορισμένες αμφιβολίες, αναφορικά με τη συμβατότητα ή μη της συναλλαγής με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, ενδέχεται να διαπιστωθεί ότι η συναλλαγή τείνει να επιφέρει επιπτώσεις συντονισμένης ή μη συντονισμένης συμπεριφοράς, κατά τρόπο που να προκαλείται σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην εκάστοτε οριζόμενη σχετική αγορά. Σε αυτό το στάδιο, αποτελεί υποχρέωση των συμμετεχόντων μερών, να προβούν στην υποβολή κατάλληλων διορθωτικών μέτρων, προκειμένου να εξαλείψουν τις ανησυχίες της Επιτροπής, σχετικά με την πιθανή βλάβη που ενδέχεται να προκληθεί στον ανταγωνισμό, συνεπεία της συγκέντρωσης.
Η σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης μιας γνωστοποιηθείσας συγκέντρωσης, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμβατότητά της με την
Σελ. 1022 εσωτερική αγορά. Η δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, η οποία αποτελούσε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης μιας συγκέντρωσης κατά το προϊσχύσαν, προ της θέσπισης του Κανονισμού 139/2004, καθεστώς του Κανονισμού 4064/1989, αποτελεί πλέον μία μόνο περίπτωση αρνητικών επιπτώσεων μιας πράξης συγκέντρωσης στην αγορά. Δικαιολογητικό λόγο για τη μετάβαση από το καθεστώς αξιολόγησης με βάση την πιθανότητα δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, στην αξιολόγηση με βάση την πιθανότητα σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, αποτελεί η ανεπάρκεια της παλαιάς πρακτικής όσον αφορά στη δυνατότητα πρόβλεψης όλων των πιθανών αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων, τα οποία θα ανέκυπταν από τη διενέργεια μιας πράξης συγκέντρωσης. Η αξιολόγηση καταστρώνεται, συνεπώς, γύρω από δύο πιθανά σενάρια, καθώς συνεπεία της πράξης συγκέντρωσης ενδέχεται να επέλθουν είτε μονομερή – μη συντονισμένα αποτελέσματα (non coordinated – unilateral effects), είτε συντονισμένα αποτελέσματα (coordinated effects).

2. Αξιολόγηση συγκεντρώσεων - Σημαντική παρακώλυση του Αποτελεσματικού Ανταγωνισμού (SIEC TEST)
2.1. Επιπτώσεις μη συντονισμένης συμπεριφοράς (non coordinated – unilateral effects)
Όσον αφορά στον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ολιγοπωλίου της σύγχρονης οικονομίας, η μεγάλη συχνότητα διενέργειας συγκεντρώσεων, οφείλεται κυρίως στην έντονη τεχνολογική πρόοδο, σε συνδυασμό με τη στρατηγική αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων που δρουν σε αυτές, γεγονός το οποίο έχει ως περαιτέρω συνέπεια τη διαμόρφωση της ακολουθούμενης από κάθε οντότητα στρατηγικής, με γνώμονα όχι αποκλειστικά τα δικά της κίνητρα, αλλά κατόπιν συνεκτίμησης των επιλογών των λοιπών δραστηριοποιούμενων στην ίδια σχετική αγορά επιχειρήσεων. Παρά το γεγονός ότι αυτού του είδους οι αγορές χαρακτηρίζονται από υψηλά εμπόδια εισόδου και αυξημένα επίπεδα συγκέντρωσης, ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, κυμαίνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Η δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, αποτελεί μία μόνο περίπτωση μονομερών – μη συντονισμένων αποτελεσμάτων, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα της απόκτησης εκ μέρους της επίμαχης επιχείρησης του αθροίσματος των μεριδίων αγοράς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, και τη συνεπεία αυτής εγκαθίδρυση δεσπόζουσας θέσης ή ενίσχυση της θέσης την οποία ήδη κατείχε. Με τον τρόπο αυτό, η επίμαχη επιχείρηση αποκτά ικανό μερίδιο αγοράς, το οποίο της επιτρέπει να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της και τελικά τους καταναλωτές. Το κενό που καταλείπεται όσον αφορά στις περιπτώσεις συγκεντρώσεων όπου το μερίδιο αγοράς της προκύπτουσας οντότητας, δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, ούτε σε συντονισμό των δραστηριοποιούμενων στην αγορά επιχειρήσεων, καλύπτεται από την κατηγορία των αρρύθμιστων – «κενών» περιπτώσεων (“gap” cases). Δικαιολογητικό λόγο της πρόβλεψης αυτής, αποτελεί το γεγονός ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις είναι τόσο στενοί ανταγωνιστές, ώστε οι επιπτώσεις της συναλλαγής στη διαμόρφωση των τιμών είναι ιδιαίτερα σημαντικές και εξ αυτού του λόγου χρήζουν ρύθμισης, παρά το γεγονός ότι δεν οδηγούν στη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης.

Περιπτώσεις “gap” cases παρατηρούνται σε ολιγοπωλιακές αγορές δικτύου, όπως αυτές των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπου η μείωση του αριθμού των παικτών οδηγεί στην εξασθένιση της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκείται στην αγορά και, ακολούθως, στην αύξηση των τιμών των προσφερόμενων προϊόντων. Σημείο – σταθμό για την αξιολόγηση των συγκεντρώσεων με βάση το κριτήριο της σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, αποτελεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση CK Telecoms. Το ιστορικό της υπόθεσης ξεκίνησε τον Σεπτέβριο του 2016, με τη γνωστοποίηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Επιτροπή της συγκέντρωσης, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία Hutchison 3G UK Investments Limited, θυγατρική της εταιρείας CK Hutchison Holdings Limited, θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας Telefónica Europe Plc. Ύστερα από σχετική ανάλυση και αξιολόγηση των συνθηκών αγοράς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η υπό κρίση συγκέντρωση θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, κηρύσσοντάς την ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, παρά τα πακέτα δεσμεύσεων, τα οποία είχαν προταθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ασκηθείσα από την εταιρεία CK Telecoms UK προσφυγή ενώπιον του ΓΔΕΕ, είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής.
Επικαλούμενο την αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθμόν 25 του Κανονισμού 139/2004 περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων, το ΓΔΕΕ διατύπωσε την κρίση ότι προκειμένου να στοιχειοθετηθεί
Σελ. 1023 σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, απαιτείται η σωρευτικη πλήρωση δύο προϋποθέσεων, ήτοι η εξάλειψη αφενός των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούνται μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά το πρότερο (pre-merger) της συγκέντρωσης χρονικό διάστημα και αφετέρου των πιέσεων που ασκούνται από τις λοιπές δραστηριοποιούμενες στην αγορά επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, το ΓΔΕΕ διατύπωσε την κρίση ότι κατά την αξιολόγηση μιας συγκέντρωσης που άγεται ενώπιον της, η Επιτροπή απαιτείται να λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά μέσα και ενδείξεις, οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ισχυρή πιθανότητα (strong probability) σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Το ΔΕΕ από τη μεριά του, στην προσφάτως εκδοθείσα απόφασή του, επί της αίτησης αναίρεσης η οποία είχε ασκηθεί από την Επιτροπή κατά της απόφασης του ΓΔΕΕ, διατύπωσε την κρίση ότι η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί με όμοιο τρόπο τις υποθέσεις συγκεντρώσεων, οι οποίες άγονται ενώπιόν της και εξ αυτού του λόγου για την έκδοση απορριπτικής απόφασης επί μιας γνωστοποιηθείσας πράξης συγκέντρωσης, δεν απαιτείται η επίκληση ισχυρότερων αποδεικτικών στοιχείων, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται για την έκδοση εγκριτικών αποφάσεων, καθώς τα επίπεδα απόδειξης είναι συμμετρικά και δεν παραλλάσσουν ανάλογα με το εάν εκδίδεται απορριπτική ή εγκριτική απόφαση εκ μέρους της Επιτροπής.

Κατά την ex-ante αξιολόγηση της συμβατότητας ή μη μιας συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, τα στοιχεία, τα οποία έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή είναι περιορισμένα. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στον προληπτικό χαρακτήρα της διαδικασίας αξιολόγησης, η οποία λαμβάνει χώρα σε στάδιο προγενέστερο της ολοκλήρωσης της συγκέντρωσης, βασιζόμενη σε υποθετικά σενάρια και προβλέψεις, αναφορικά με την επικείμενη διαμόρφωση των συνθηκών της αγοράς, συνεπεία της συναλλαγής. Τα μερίδια αγοράς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, αποτελούν βασικό κριτήριο εκτίμησης των αποτελεσμάτων μιας συγκέντρωσης στην αγορά μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής (post-merger). Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη διαθέτουν σημαντικά μερίδια και, συνεπώς, υπάρχει τάση για υψηλή συγκέντρωση στην αγορά, αυτό δεν είναι επαρκές για την κατάφαση της ύπαρξης αντιανταγωνιστικών επιπτώσεων. Η φύση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων αναφοράς και η συνεπεία αυτής αμεσότητα του μεταξύ τους ανταγωνισμού, αποτελούν θεμελιώδη κριτήρια, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και εκτιμώνται σε συνάρτηση με τη δυνατότητα υποκατάστασης των προσφερόμενων από αυτές προϊόντων. Εφόσον τα προϊόντα που προσφέρονται από τις εμπλεκόμενες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, είναι μεταξύ τους στενά υποκατάστατα, πιθανή αύξηση των τιμών μιας εξ αυτών, θα είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να στραφούν στην αγορά των προϊόντων της έτερης συμμετέχουσας επιχείρησης, γεγονός που θα είχε ως περαιτέρω συνέπεια την ενίσχυση σε κάθε περίπτωση της κερδοφορίας της προκύπτουσας από τη συγκέντρωση οντότητας, καθώς με τον τρόπο αυτό αποκτά κίνητρο να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων της, χωρίς να υποστεί ζημία.

Η αύξηση των τιμών των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών αποτελεί κύρια συνέπεια της αύξησης των επιπέδων συγκέντρωσης στην αγορά, λόγω της συνένωσης δύο προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η ποσοτική ανάλυση (Upward Pricing Pressure Analysis), στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, προκειμένου να προβλέψει την ενδεχόμενη ανοδική τάση των τιμών συνεπεία της συγκέντρωσης, παρέχει τη δυνατότητα εξεύρεσης των κινήτρων της προκύπτουσας από τη συγκέντρωση οντότητας, όσον αφορά στην τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθήσει κατά το χρονικό διάστημα μετά τη συναλλαγή (post-merger). Κατά την αξιο
Σελ. 1024 λόγηση των πιθανών επιπτώσεων, που θα επέλθουν στην αγορά συνεπεία της συγκέντρωσης, η Επιτροπή απαιτείται να θέτει κάποια κατώτατα όρια τιμών, η υπέρβαση των οποίων να υποδηλώνει ότι η τιμολογιακή πολιτική μιας επιχείρησης ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη της πιθανής αύξησης των τιμών, στην οποία ενδέχεται να επιδοθεί η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα, αλλά και στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής της εν γένει, διαδραματίζει η ύπαρξη τυχόν κόστους μετακίνησης (switching costs), με το οποίο ενδέχεται να επιβαρύνονται οι καταναλωτές. Σε αγορές όπως οι τηλεπικοινωνιακές, στις οποίες η παροχή υπηρεσιών προϋποθέτει τη σύναψη συμβολαίων μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών τηλεφωνίας και των συνδρομητών, τα υψηλά πάγια κόστη με τα οποία επιβαρύνονται οι τελευταίοι, αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα για την αλλαγή παρόχου. Συνεπεία τούτου, η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα, ενδέχεται να εκμεταλλευθεί την αδυναμία των καταναλωτών να στραφούν στις λοιπές δραστηριοποιούμενες στην αγορά επιχειρήσεις, προβαίνοντας σε αύξηση των τιμών της. Αντιστρόφως, σε περίπτωση ανυπαρξίας κόστους μετακίνησης, μια πιθανή αύξηση τιμών από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, δεν θα ήταν απαραίτητα επικερδής, καθώς οι καταναλωτές διαθέτουν ευελιξία και δυνατότητα να στραφούν σε εναλλακτικούς παρόχους.

Από την άλλη, η επίδραση που ασκείται από ορισμένες επιχειρήσεις στη διαμόρφωση των συνθηκών ανταγωνισμού, ενδέχεται να είναι ανεξάρτητη από τα μερίδια αγοράς που κατέχουν, οφειλόμενη κυρίως στην ισχυρή δυναμική και προοπτική εξέλιξής τους. Η παρουσία τέτοιων επιχειρήσεων σε δυναμικούς και συνεχώς εξελισσόμενους κλάδους της οικονομίας, έναν από τους οποίους αποτελεί και αυτός των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενδέχεται να μεταβάλει τις ισορροπίες της αγοράς, καθώς η παραγωγή καινοτόμων προϊόντων και η εισαγωγή εναλλακτικών τεχνολογιών από μια επιχείρηση, μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες ικανούς να την καταστήσουν σημαντικό παίκτη της αγοράς. Η Επιτροπή από τη μεριά της, παρά τις σοβαρές αμφιβολίες της, όσον αφορά στη μείωση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, συνεπεία της εξόδου μιας επιχείρησης με σημαντική ανταγωνιστική δύναμη προβαίνει σε έγκριση του συνόλου των συγκεντρώσεων, κατόπιν συνεκτίμησης των αναληφθεισών από τα συμμετέχοντα μέρη δεσμεύσεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κρίση του ΓΔΕΕ, στην υπόθεση CK Telecoms, όπου διαπιστώθηκε σφάλμα στην κρίση της Επιτροπής, αναφορικά με το χαρακτηρισμό της επιχείρησης H3GI ως σημαντικού παράγοντα του ανταγωνισμού. Κατά το ΓΔΕΕ, ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως σημαντικού παράγοντα του ανταγωνισμού, προϋποθέτει ότι ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζει στην αγορά είναι ιδιαίτερος και καθοριστικός για τη διαμόρφωση των συνθηκών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό της θέσης της από τους ανταγωνιστές της, σε βαθμό που της επιτρέπει να ασκεί σοβαρές πιέσεις και να επηρεάζει την ανταγωνιστική διαδικασία. Υπό το φως αυτής της ερμηνείας, το ΓΔΕΕ διαπίστωσε την πλάνη, στην οποία κατά την κρίση του υπέπεσε η Επιτροπή χαρακτηρίζοντας την H3GI σημαντικό παράγοντα του ανταγωνισμού, χωρίς να πληρούται η προϋπόθεση του διαχωρισμού της από τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (“stand out from its competitors”), προσέγγιση η οποία κατά το ΓΔΕΕ ήταν – μεταξύ άλλων – ασυμβίβαστη με τους κανόνες που διέπουν τις ολιγοπωλιακές αγορές, στις οποίες εκ των πραγμάτων όλες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν δυναμική και μπορούν να επηρεάζουν την ανταγωνιστική διαδικασία, ασκώντας πίεση στους λοιπούς συμμετέχοντες. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σε προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, η επιθετική τιμολογιακή πολιτική μιας επιχείρησης αποτέλεσε στοιχείο προσδιοριστικό της ικανότητάς της να αναπτύσσεται ταχύτερα από άλλους ανταγωνιστές της, δεν συνεπάγεται ότι αποτελεί μοναδικό κριτήριο, για το χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως σημαντικής ανταγωνιστικής δύναμης, καθώς δεν πρέπει να λησμονείται ότι η τιμή αποτελεί μία μόνο από τις διάφορες παραμέτρους, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της δυναμικής μιας επιχείρησης.
Καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση της συγκέντρωσης στην υπόθεση CK Telecoms, διαδραμάτισαν οι δύο προϋπάρχουσες συμφωνίες κοινής χρήσης του δικτύου, στις οποίες ήταν ανά δύο συμβαλλόμενοι οι τέσσερις πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, H3GI και O2, συμμετείχαν η καθεμία χωριστά, σε καθεμία από τις δύο συμφωνίες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα, θα ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αμφότερες τις συμφωνίες κοινής χρήσης του δικτύου και, εξ αυτού του λόγου, θα διαταράσσονταν τα συμφέροντα των συμβαλλομένων, εξέλιξη η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση μη συντονισμένων αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, η Επιτροπή διατύπωσε την κρίση ότι η διατήρηση αμφότερων των συμφωνιών σε μακροπρόθεσμο επίπεδο θα ήταν ιδιαίτερα κοστοβόρα και αναποτελεσματική για την προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα, η οποία, εκ των πραγμάτων, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει κάποια εκ των δύο, προκειμένου να προβεί σε επενδύσεις σε μία εξ αυτών. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το γεγονός αυτό, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσίων σε βάρος των καταναλωτών, καθώς οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις δεν θα είχαν κίνητρο να προβούν σε επενδύσεις για τη βελτίωση του δικτύου τους, λόγω της αυξημένης διαφάνειας που θα επικρατούσε στην αγορά, συνεπεία της παρουσίας της νέας οντότητας ως συμβαλλόμενου μέρους και στις δύο συμφωνίες.

Σελ. 1025 Από όσα αναλύονται ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει τη θεμελιώδη σημασία των συμφωνιών κοινής χρήσης του δικτύου, στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στην υπόθεση CK Telecoms, η απόφαση της Επιτροπής, να κηρύξει την εν λόγω συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, είναι σύμφωνη με την ανάγκη διαφύλαξης των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, εντός του εδάφους της ΕΕ, καθώς οι συμφωνίες κοινής χρήσης του δικτύου αποτελούν μέσο διευκόλυνσης της δραστηριοποίησης περισσότερων παρόχων υπηρεσιών κινητής στην αγορά και, εξ αυτού του λόγου, απαιτείται να προτάσσεται η διατήρησή τους. Επιπλέον, η παραδοχή ότι προαπαιτούμενο για την ευδοκίμηση συμφωνιών αυτού του είδους, αποτελεί η σύγκλιση των συμφερόντων των συμβαλλομένων, οδηγεί στη διαπίστωση ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη δομή της αγοράς πιθανώς να είναι καθοριστική για την εξέλιξη αυτών, καθώς τα κίνητρα των μερών ύστερα από τη διενέργεια μιας πράξης συγκέντρωσης και οι μεταξύ τους σχέσεις, ενδέχεται να μεταβληθούν ριζικά. Από άποψη δικαίου των συγκεντρώσεων, ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι συμφωνίες κοινής χρήσης του δικτύου αποτελούν μεν έναν εναλλακτικό τρόπο συνεργασίας των επιχειρήσεων, συμβάλλοντας στην εξοικονόμηση κόστους και στη βελτίωση της ποιότητας του δικτύου, πλην όμως ενδέχεται να αποτελέσουν και μέσο διευκόλυνσης της συμπαιγνιακής συμπεριφοράς αυτών, μέσα από τη διαμόρφωση συνθηκών διαφάνειας στην αγορά.
Στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πέρα από τις επιχειρήσεις οι οποίες είναι φορείς εκμετάλλευσης κινητών δικτύων (MNOs), δηλαδή διαθέτουν δικό τους δίκτυο, προκειμένου να εξασφαλίζουν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους για τους συνδρομητές τους, δραστηριοποιούνται και επιχειρήσεις οι οποίες, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν δικό τους δίκτυο, φιλοξενούνται από φορείς εκμετάλλευσης κινητών δικτύων. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τους φορείς εκμετάλλευσης εικονικών κινητών δικτύων (MVNOs), οι οποίοι προμηθεύονται από τους ΦΚΔ πρόσβαση στο δίκτυό τους, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο υπηρεσίες στους τελικούς καταναλωτές, όχι μέσω του δικού τους δικτύου, αλλά μέσω των δικτύων των ΦΚΔ. Συνεπώς, οι ΦΕιΚΔ αποτελούν και αυτοί παρόχους υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, χωρίς όμως να έχουν κάποιο δίκτυο στην κυριότητά τους, γεγονός το οποίο έχει ως περαιτέρω συνέπεια την περιορισμένη δυναμική τους στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, ο βαθμός εξάρτησής τους από τους ΦΚΔ είναι μεγάλος, καθώς απαιτείται η μεταξύ τους σύναψη συμβάσεων προμήθειας υπηρεσιών χονδρικής και η ανάλογη ενσωμάτωση του κόστους, με το οποίο επιβαρύνονται, στις τιμές λιανικής των τελικών καταναλωτών. Το γεγονός αυτό, καθιστά τους ΦΕιΚΔ μη ελκυστικούς για τους τελικούς καταναλωτές, καθώς η ποιότητα του δικτύου τους ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να τίθεται εν αμφιβόλω και οι τιμές των υπηρεσιών τους να μην είναι ιδιαίτερα ελκυστικές, σε σύγκριση με τις παροχόμενες υπηρεσίες από τους ΦΚΔ.
Η αξιολόγηση της Επιτροπής, όσον αφορά στις επιπτώσεις μη συντονισμένης συμπεροφοράς στη χονδρική αγορά πρόσβασης και εκκίνησης κλήσεων, επικεντρώνεται στη διαπίστωση ότι συνεπεία της συγκέντρωσης, ο αριθμός των ΦΚΔ θα μειωθεί, γεγονός που θα έχει ως περαιτέρω συνέπεια τον περιορισμό της ανταγωνιστικής θέσης των ΦΕιΚΔ, συνεπεία της μείωσης του αριθμού των παρόχων από τους οποίους δύνανται να προμηθεύονται κατά τα άνω υπηρεσίες χονδρικής. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της σχετικής αξιολόγησης η Επιτροπή συνεκτιμά την παρουσία των ΦΕιΚΔ στην εκάστοτε οριζόμενη σχετική αγορά, με σκοπό την εξαγωγή των σχετικών με τη δημιουργία επιπτώσεων μη συντονισμένης συμπεριφοράς πορισμάτων της, εντούτοις στην πλειονότητα των υποθέσεων αναγνωρίζει την περιορισμένη δυναμική των εν λόγω παρόχων στην αγορά. Στην ιταλική υπόθεση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η δημιουργία κοινής επιχείρησης μεταξύ των H3G Italy και WIND, θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των κινήτρων της νέας οντότητας για την φιλοξενία ΦΕιΚΔ με εμπορικά ελκυστικούς όρους, σε σχέση με αυτούς που θα επικρατούσαν απουσία της συγκέντρωσης. Ομοίως, και στις υποθέσεις της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση του αριθμού των παρόχων χονδρικής πρόσβασης, συνεπεία της συγχώνευσης δύο εξ αυτών, θα επέφερε την αποδυνάμωση της ανταγωνιστικής θέσης των ΦΕιΚΔ στην αγορά. Σε κάθε περίπτωση, η ισχυρή παρουσία των ΦΕιΚΔ στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να συνεκτιμάται, καθώς ακόμη αν η διατήρηση επαρκούς αριθμού ΦΚΔ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και δύναται να επιτευχθεί μέσω των αναληφθέντων από τα μέρη διορθωτικών μέτρων, η διασφάλιση των συμφερόντων των ΦΕιΚΔ δεν είναι δεδομένη και απαιτείται, προκειμένου να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η συνεχής πρόσβασή τους στις υπηρεσίες χονδρικής.
2.2. Επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς (coordinated effects)
Η μείωση του αριθμού των δραστηριοποιούμενων σε μια αγορά επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα μιας διενεργηθείσας συγκέντρωσης, ενδέχεται να επιφέρει συντονισμένα αποτελέσματα, καθώς στην περίπτωση των τηλεπικοινωνιακών αγορών, η σταθερότητα των συνθηκών και η αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων, οφειλόμενες στην ολιγοπωλιακή οργάνωση, καθιστούν ευκολότερη τη διαμόρφωση κοινής στρατηγικής. Κατά την εξέταση της εγκριθείσας συγκέντρωσης H3G Italy/WIND/JV, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συναλλαγή ήταν πιθανό να επιφέρει οριζόντιες επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς, καθώς θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της δομής της αγοράς με συμμετρικούς παίκτες και υψηλή συγκέντρωση και εξ αυτού του λόγου οι δραστηριοποιούμενες στη σχετική αγορά επιχειρήσεις, θα ήταν ευκολότερο να συντονιστούν, καθώς η δυναμική και τα μερίδια αγοράς τους, θα ήταν παρόμοια
Σελ. 1026 και ο εντοπισμός οποιασδήποτε παρέκκλισης από τη συμπαιγνία ευκολότερος. Όσον αφορά στην ιρλανδική υπόθεση, η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά, αφού προηγουμένως έλαβε υπόψη τις προτεινόμενες από τα μέρη δεσμεύσεις. Κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων της συγκέντρωσης στην αγορά κινητής, διαπιστώθηκε ότι η μείωση του αριθμού των παρόχων, θα είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη δύο ισχυρών επιχειρήσεων, με παρόμοια μερίδια αγοράς, οι οποίες θα ήταν ευκολότερο να συντονιστούν, δεδομένης και της διαφάνειας στην τιμολογιακή πολιτική τους. Στην υπόθεση Telia Sonera/Telenor/JV, διατυπώθηκε η κρίση ότι η συγκέντρωση θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της αγοράς υπό τη μορφή δυοπωλίου, καθώς το άθροισμα των μεριδίων αγοράς των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών και της δεσπόζουσας επιχείρησης θα ξεπερνούσε το 80%, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την ικανότητα και τα κίνητρα των παρόχων για συντονισμό. Ωστόσο, τα μέρη φοβούμενα την έκδοση απορριπτικής απόφασης από την Επιτροπή, λόγω της προγενέστερης μεταχείρισης εκ μέρους της παρόμοιων υποθέσεων, απέσυραν τη γνωστοποίηση της πράξης συγκέντρωσης, συμπεριφορά μη συμβιβαζόμενη με τη λογική της ad hoc εξέτασης των υποθέσεων συγκεντρώσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, συνάγεται ότι η επελθούσα μεταβολή στη δομή της αγοράς, ως αποτέλεσμα μιας συγκέντρωσης, ενδέχεται να οδηγήσει στη διαμόρφωση συνθηκών κατάλληλων για την δημιουργία και διατήρηση συμπαιγνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και στην περαιτέρω δημιουργία εστιακών σημείων (focal points), κατά τέτοιο τρόπο ώστε η παρακολούθηση της τιμολογιακής πολιτικής μεταξύ των μερών, καθώς και των τυχόν παρεκκλίσεών τους να καθίσταται ευκολότερη. Η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση των συγκεντρώσεων απαιτείται, μεταξύ άλλων, να προβαίνει σε σύγκριση των επιπτώσεων που θα επέλθουν στην αγορά συνεπεία της συγκέντρωσης, σε σχέση με αυτές που θα επέρχονταν σε περίπτωση διατήρησης της ενδεχόμενης προϋπάρχουσας της συγκέντρωσης συμπαιγνίας. Στην ειδική περίπτωση των αγορών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι πιθανές αποτελεσματικότητες συνεπεία της συγκέντρωσης, όπως η βελτίωση της ποιότητας του δικτύου, τα πακέτα συνδυασμένων υπηρεσιών ή οι ευνοϊκότερες τιμές, συνεπεία των δημιουργούμενων οικονομιών κλίμακος, απαιτείται σε κάθε περίπτωση να συνεκτιμώνται. Αυτή είναι, άλλωστε, και η λογική που διαπνέει τη διαδικασία της αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής, καθώς – όπως προκύπτει και από την ανάλυση που ακολουθεί – στην πλειοψηφία των υπό εξέταση περιπτώσεων, τα πιθανά συντονισμένα αποτελέσματα αντισταθμίζονται από τις αναληφθείσες από τα μέρη δεσμεύσεις.
3. Αξιολόγηση συγκεντρώσεων στις αγορές κινητής τηλεφωνίας (mobile-only mergers)
Η παρούσα ανάλυση, αφορά σε αξιολόγηση υποθέσεων συγκεντρώσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα σε αγορές υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, δεδομένου του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν από άποψη τόσο αναληφθέντων από τα μέρη διορθωτικών μέτρων, όσο και πιθανών επιπτώσεων συντονισμένης ή μη συντονισμένης συμπεριφοράς στην αγορά. Η ανάληψη καθηκόντων από την Επίτροπο Vestager το 2014, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, καθώς παρατηρήθηκε μεταβολή στη διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιηθεισών συγκεντρώσεων, όσον αφορά στις αναληφθείσες από τα μέρη δεσμεύσεις, σε σχέση με το καθεστώς που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της θητείας του Επιτρόπου Almunia. Στις σχετικές δηλώσεις της το Σεπτέβριο του 2015, η Επίτροπος τόνισε ότι κύριο στόχο της Επιτροπής αποτελεί η διαφύλαξη της καινοτομίας και των προσιτών τιμών των υπηρεσιών τηλεφωνίας για τους τελικούς καταναλωτές, ενώ όσον αφορά στις αναληφθείσες από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεσμεύσεις, η Επίτροπος υπογράμμισε, ότι αυτές θα πρέπει να είναι εφάμιλλες των αναφυόμενων ζητημάτων ανταγωνισμού. Σε συνέδριο το οποίο έλαβε χώρα το ίδιο έτος, η Επίτροπος Vestager δήλωσε, ότι όσον αφορά στις διενεργούμενες συγχωνεύσεις στις τηλεπικοινωνιακές αγορές, δεν υπάρχουν «μαγικοί αριθμοί» των δραστηριοποιούμενων στην αγορά επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ότι οι προταθείσες από τα μέρη δεσμέυσεις, οι οποίες έχουν κριθεί επαρκείς για μια υπόθεση, δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι το ίδιο αποτελεσματικές κατά την εφαρμογή τους σε μια έτερη υπόθεση συγκέντρωσης.

Από όσα εκτίθενται ανωτέρω, συνάγεται ότι ο ρόλος των δεσμεύσεων είναι καθοριστικός, τόσο κατά το στάδιο αξιολόγησης των συγκεντρώσεων, όσο κατά τη μετέπειτα διαδικασία έκδοσης εγκριτικής ή απορριπτικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της ουσιώδους διαφοροποίησης των συνθηκών και των πραγματικών δεδομένων των επιμέρους υποθέσεων που άγονται ενώπιον της Επιτροπής, ο εκ των προτέρων καθορισμός κριτηρίων για τη διατύπωση δεσμεύσεων, είναι αδύνατος και μη συμβιβάσιμος με τη μεθοδολογία της ad hoc εξέτασης κάθε υπόθεσης. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συνέπειες μιας συναλλαγής αυτού του είδους στην αγορά είναι ιδιαίτερα ουσιώδεις και ικανές να προκαλέσουν ραγδαίες μεταβολές, η παρακολούθηση της διαμόρφωσης της τιμολογιακής πολιτικής και της δομής της αγοράς, κατά το μεταγενέστερο της ολοκλήρωσης της πράξης συγκέντρωσης χρονικό διάστημα, αποτελεί πρόκληση. Ειδικότερα, η συνδρομή των εκ των υστέρων (ex-post) αναλύσεων των συγκεντρώσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς συμβάλλει στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με την επάρκεια και την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων να αποκαταστήσουν την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, αλλά και την ικανότητα των μερών να προβούν εν τέλει στην πλήρη υλοποίησή τους.
Σελ. 10273.1. Αναληφθείσες δεσμεύσεις επί γνωστοποιηθεισών συγκεντρώσεων
Στο πλαίσιο των διενεργούμενων υπό το πρίσμα του δικαίου των συγκεντρώσεων συναλλαγών, τα αναληφθέντα από τα μέρη διορθωτικά μέτρα, αποσκοπούν κυρίως στην αποκατάσταση του ανταγωνισμού, μέσω της εξάλειψης των πιθανών βλαπτικών συνεπειών που ενδέχεται να προκληθούν στη δομή της αγοράς συνεπεία της συναλλαγής. Η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση των υποθέσεων συγκεντρώσεων, συνεκτιμά τις τυχόν υπάρχουσες βελτιώσεις αποτελεσματικότητας που θα επέλθουν στην αγορά και προβαίνει σε στάθμιση, προκειμένου να μην περιορίζονται αυτές από τις αναληφθείσες δεσμεύσεις. Η ανάλυση που ακολουθεί, επικεντρώνεται στην περιγραφή και αξιολόγηση δεσμεύσεων, οι οποίες προτάθηκαν από τα μέρη, στο πλαίσιο της διενεργούμενης από την Επιτροπή έρευνας επί υποθέσεων συγκεντρώσεων σε αγορές κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες ήχθησαν ενώπιόν της.
3.1.1. Η αυστριακή υπόθεση T-Mobile Austria/tele.ring Τον Σεπτέβριο του 2005, γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή η συγκέντρωση, σύμφωνα με την οποία η T-Mobile Austria, θα αποκτούσε το σύνολο του ελέγχου της tele.ring. Βασικός πυρήνας των υποβληθέντων από τα μέρη διορθωτικών μέτρων, ήταν η ανάληψη εκ μέρους της T-Mobile της υποχρέωσης να εκποιήσει τις δέσμες συχνοτήτων για τις οποίες είχε ήδη άδεια εκμετάλλευσης η tele.ring, τη μία τουλάχιστον στη Hutchison και την έτερη είτε στην ΟΝΕ, είτε σε κάποιον νεοεισερχόμενο πάροχο. Συμπληρωματικά, η T-Mobile θα υποχρεωνόταν να μεταφέρει στην Hutchison και δυνητικά στην ONE, τις εγκαταστάσεις κινητής τηλεφωνίας, τις οποίες διέθετε η tele.ring. Η διαμόρφωση βιώσιμων συνθηκών, με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των παρόχων με μικρότερα μερίδια αγοράς, ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τόσο των κοινοποιούντων μερών, όσο και της Επιτροπής. Στην προκειμένη περίπτωση, η Hutchison αποτελούσε έναν από τους τέσσερις παρόχους κινητής τηλεφωνίας στην αυστριακή αγορά, με περιορισμένη δυναμική και συνεπώς, μέσω των προβλεπόμενων διευκολύνσεων, θα είχε τη δυνατότητα να καταστεί σε έναν ανεξάρτητο ΦΚΔ, με επαρκή κάλυψη δικτύου. Επιπλέον, τo γεγονός ότι η εκποίηση αφορούσε στις δέσμες συχνοτήτων της εξαλειφθείσας συνεπεία της συγκέντρωσης tele.ring, θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των συνθηκών της αγοράς σε παρόμοια, προ της συναλλαγής (pre-merger) επίπεδα, καθώς η Hutchison θα είχε τη δυνατότητα να καταστεί διάδοχος της tele.ring, με την απόκτηση εκ μέρους της κυριότητας της ενός δικτύου πλήρως λειτουργικού, χωρίς να επιβαρυνθεί με οποιουδήποτε είδους κόστος επένδυσης. Έτι περαιτέρω, η εκ των προτέρων σύναψη της εν λόγω συμφωνίας μεταξύ των T-Mobile και Hutchison, αποτελούσε μια συνθήκη διασφαλιστική για τα συμφέροντα της τελευταίας και ταυτόχρονα ικανή να άρει τις σχετικές με τη συμβατότητα της εν λόγω συναλλαγής με τον ανταγωνισμό αμφιβολίες της Επιτροπής.
3.1.2. Η αυστριακή υπόθεση Hutchison
3G Austria/Orange Austria Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή προέβη στην έγκριση της συγκέντρωσης, η οποία αφορούσε στην απόκτηση της Orange από τη Hutchsion 3G Austria. Η πρώτη υποβληθείσα δέσμευση, αφορούσε στην εκ των προτέρων σύναψη συμφωνίας παροχής χονδρικής πρόσβασης από την H3G σε έναν ΦΕιΚΔ (την UPC), ύστερα από σχετική έγκριση της Επιτροπής. Η δεύτερη δέσμευση σχετιζόταν με την παροχή, εκ μέρους της H3G, χονδρικής πρόσβασης σε ποσοστό έως 30% του δικτύου της, σε έως 16 ΦΕιΚΔ, για χρονική περίοδο δέκα ετών, υπό την αίρεση μη εξαγοράς της H3G από κάποιον άλλον πάροχο, καθώς επίσης και υπό την αίρεση μη εισόδου στην αγορά ενός νέου ΦΚΔ. Τέλος, με την τρίτη διαρθρωτικής φύσης δέσμευση, η H3G αναλάμβανε την υποχρέωση να διευκολύνει την είσοδο ενός νέου παρόχου (ΦΚΔ) στην αυστριακή αγορά, προβαίνοντας σε εκποίηση του φάσματος και των πρόσθετων δικαιωμάτων της σε αυτόν. Η Επιτροπή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή δεν θα προκαλούσε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η σύνθετη σχέση μεταξύ των ΦΚΔ και των ΦΕιΚΔ είναι καθοριστική, τόσο για τη διαμόρφωση των προτεινόμενων από τα μέρη δεσμεύσεων, όσο και για την αξιολόγησή τους από την Επιτροπή. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί, ότι τα κοινοποιούντα μέρη προέβησαν στην υποβολή δεσμεύσεων, ανάλογων με τις προταθείσες και στην έτερη εγκριθείσα αυστριακή υπόθεση, όσον αφορά στην εκ των προτέρων σύναψη της συμφωνίας για την παροχή διευκολύνσεων σε ΦΕιΚΔ, καθώς επρόκειτο για ένα πακέτο δεσμεύσεων με ευρεία κάλυψη και ικανό να επιλύσει τα ανακύπτοντα προβλήματα του ανταγωνισμού, τόσο σε επίπεδο λιανικής όσο και σε επίπεδο χονδρικής αγοράς.
3.1.3. Η ιρλανδική υπόθεση Hutchison
3G UK/Telefónica Ireland Η πράξη συγκέντρωσης στην παρούσα υπόθεση, αφορούσε στην απόκτηση ελέγχου της Telefónica Ireland, με εξαγορά των μετοχών της από την Hutchison 3G UK. Η σχετική με την είσοδο ΦΕιΚΔ στην ιρλανδική αγορά δέσμευση, αφορούσε σε δύο συμφωνίες, με αντικείμενο την προσφορά χονδρικής πρόσβασης για συγκεκριμένη χωρητικότητα και για χρονική διάρκεια πέντε ετών, με δυνατότητα παράτασης. Επιπρόσθετα, τα συμμετέχοντα μέρη δεσμεύθηκαν να παραχωρήσουν συχνότητα ραδιοφάσματος, σε κάποιον ΦΕιΚΔ, διευκολύνοντάς τον
Σελ. 1028 με αυτόν τον τρόπο να εξελιχθεί σε ΦΚΔ. Τέλος, δεδομένης της διαπίστωσης της Επιτροπής ότι η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα θα είχε κίνητρο να προβεί σε κατάργηση της υφιστάμενης συμφωνίας κοινής χρήσης του δικτύου Mosaic, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ των Eircom και Telefónica, το κοινοποιούν μέρος δεσμεύθηκε να προβεί σε ενίσχυση ή τροποποίηση της υφιστάμενης συμφωνίας κοινής χρήσης του δικτύου, διαβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι η πρώτη θα διατηρούσε σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα πρόσβασης που διέθετε κατά το πριν από τη συγκέντρωση διάστημα με δυνατότητα να επιλέξει, είτε τη διατήρηση της υφιστάμενης συμφωνίας με την προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα, είτε τη σύναψη νέας εμπορικής συμφωνίας χρήσης του δικτύου με τη Vodafone, η οποία αποτελούσε τον έτερο πάροχο κινητής τηλεφωνίας στην ιρλανδική αγορά. Όπως διαπιστώθηκε και από την Επιτροπή, η διατήρηση της υφιστάμενης συμφωνίας κοινής χρήσης του δικτύου, ήταν καθοριστική για τη διατήρηση της ανταγωνιστικής δομής της αγοράς, διότι η τυχόν κατάργηση της συμφωνίας αυτής, θα είχε ως αποτέλεσμα την περιέλευση της Eircom σε δυσμενή θέση, καθώς θα υποχρεωνόταν να προβεί σε σημαντικές επενδύσεις με σκοπό τη διασφάλιση της δυνατότητας να προσφέρει αυτοτελώς τις υπηρεσίες δικτύου της. Έτι περαιτέρω, το όφελος και για τους δραστηριοποιούμενους ΦΕιΚΔ ήταν μεγάλο, καθώς θα είχαν την ευκαιρία να διατηρήσουν τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε τρεις εναλλακτικούς παρόχους, από τους οποίους θα μπορούσαν να προμηθεύονται χονδρική πρόσβαση στο δίκτυό τους και να διαπραγματεύονται για την πρόσβαση στις υποδομές τους, με ελκυστικούς όρους.

3.1.4. Η γερμανική υπόθεση Telefónica Deutschland/E-Plus Η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης, στην προκειμένη περίπτωση, αφορούσε στην απόκτηση του ελέγχου της E-Plus εκ μέρους της Telefónica, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη λειτουργία τριών ΦΚΔ στη γερμανική αγορά, με παρόμοιο μέγεθος και δυναμική (four-to-three merger). Με τα αναληφθέντα διορθωτικά μέτρα, η Telefónica δεσμεύθηκε να διευκολύνει την είσοδο ενός τέταρτου ΦΚΔ ή διαζευκτικά ενός ΦΕιΚΔ στην γερμανική αγορά, μέσω της προσφοράς φάσματος, εθνικής περιαγωγής και πώλησης καταστημάτων και της σύναψης σύμβασης παθητικής κοινής χρήσης του δικτύου της με αυτόν. Επιπλέον, το κοινοποιούν μέρους δεσμεύθηκε να προβεί στην επέκταση των υφιστάμενων συμφωνιών χονδρικής, οι οποίες είχαν ήδη συναφθεί σε προγενέστερο της συγκέντρωσης διάστημα, μεταξύ των μερών της συγκέντρωσης και ΦΕιΚΔ, καθώς επίσης και σε παραχώρηση δυνατότητας στους ΦΕιΚΔ να μεταφέρουν συνδρομητές από το ένα δίκτυο στο άλλο, χωρίς περιορισμούς και κυρώσεις, δεδομένου του γεγονότος, ότι συνεπεία της συγκέντρωσης, τα προϋφιστάμενα ξεχωριστά δίκτυα των μερών θα συνενώνονταν. Ως εκ τούτου, η είσοδος ΦΚΔ και ΦΕιΚΔ στην αγορά κινητής τηλεφωνίας, θα εξασφάλιζε τον απαραίτητο βαθμό σταθερότητας, για τη διαμόρφωση επαρκώς ανταγωνιστικών συνθηκών, ενώ η επέκταση των υφιστάμενων συμφωνιών χονδρικής πρόσβασης στα δίκτυα των συγχωνευόμενων εταιρειών, θα συνέβαλε στη βελτίωση της θέσης των ΦΕιΚΔ, μέσω της διατήρησης των προϋφιστάμενων της συναλλαγής συνθηκών.

3.1.5. Η βρετανική υπόθεση Hutchison 3G/Telefónica UK Η παρούσα υπόθεση έχει απασχολήσει αρκετά τόσο τα Δικαστήρια της Ένωσης, όσο και τους θεωρητικούς του δικαίου του ανταγωνισμού, διότι ενώ η Επιτροπή απαγόρευσε την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης, το ΓΔΕΕ προέβη σε ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, ύστερα από προσφυγή των ενδιαφερομένων μερών και εν συνεχεία το ΔΕΕ, με την αναιρετική απόφασή του, ακύρωσε την ανωτέρω απόφαση του ΓΔΕΕ. Από την απόφαση της Επιτροπής, συνάγεται ότι στο χώρο της βρετανικής αγοράς τηλεπικοινωνιών δραστηριοποιούνταν ως ΦΕιΚΔ, μεταξύ άλλων και η Tesco Mobile, η οποία αποτελούσε κοινή επιχείρηση (joint venture), της οποίας τα ποσοστά συμμετοχής κατείχαν ισομερώς οι Tesco Plc και η Telefónica (50/50). Η πρώτη από τις προταθείσες από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεσμεύσεις, αφορούσε στη μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της Tesco Mobile, καθώς συνεπεία της συναλαγής η Hutchison θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο της Telefónica. Ως εκ τούτου, η Hutchison δεσμεύθηκε να προβεί στην εκποίηση του μεριδίου της στην Tesco Mobile, καθώς επίσης και να διατηρήσει την υφιστάμενη σύμβαση χονδρικής, την οποία είχε συνάψει η τελευταία με την Telefónica, μέχρι να αποκτήσει η Tesco Mobile, δικό της δίκτυο κορμού. Σε δεύτερο χρόνο και υπό την προϋπόθεση ότι η η Tesco Mobile θα είχε αναπτύξει δικό της δίκτυο, η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα θα προέβαινε σε σύναψη νέας σύμβασης χονδρικής με αυτήν, δέσμευση η οποία ήταν καταρχήν σύμφωνη με τη προβαλλόμενη από την Επιτροπή ανάγκη να εξελιχθεί η Tesco Mobile σε έναν ανεξάρτητο ΦΕιΚΔ.

Κατά τη σχετική αξιολόγηση, η Επιτροπή διατύπωσε την κρίση, ότι η υλοποίηση της ως άνω δέσμευσης ήταν αβέβαιη, διατυπώνοντας σχετικές επιφυλάξεις, καθώς η μεταβολή των ισορροπιών στην αγορά συνεπεία της εξόδου της Telefónica, θα έπρεπε να αποκατασταθεί, προκειμένου να μην περιέλθουν σε δυσμενή θέση οι καταναλωτές και οι ΦΕιΚΔ. Προκειμένου να άρει τις αμφιβολίες της Επιτροπής αναφορικά με την εκπλήρωση της εν λόγω δέσμευσης, το κοινοποιούν μέρος δεσμεύθηκε να προβεί σε σύναψη χονδρικής συμφωνίας με ρητώς καθορισμένο ΦΕιΚΔ, τη Virgin Media. Η Επιτροπή από τη μεριά της κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η μη πρόβλεψη σαφούς χρονοδιαγράμματος για την εκπλήρωση της συμφωνίας, καθώς επίσης και η απουσία ακριβούς καθορισμού της προσφερόμενης χωρητικότητας στο δίκτυο της προκύπτουσας από τη συγκέντρωση οντότητας, καθιστούσαν μη ρεαλιστικό το σενάριο τήρησης της υπόψη δέσμευσης. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της εν λόγω υπόθεσης διαδραμάτισε το γεγονός, ότι
Σελ. 1029 οι τέσσερις ΦΚΔ οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη βρετανική αγορά κινητής τηλεφωνίας, είχαν προβεί ανά ζεύγη σε σύναψη δύο συμφωνιών κοινής χρήσης του δικτύου, κατά το πρότερο της συγκέντρωσης χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό, η επερχόμενη συνεπεία της συγκέντρωσης παρουσία της συγχωνευόμενης οντότητας ως συμβαλλόμενο μέρος σε αμφότερες τις συμφωνίες, ήγειρε ανησυχίες όσον αφορά στη δυνατότητα απόκτησης εκ μέρους της πρόσβασης σε εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, παρά την προσπάθεια του κοινοποιούντος μέρους να διατηρήσει την ανταγωνιστική δομή της αγοράς μέσω του πολυδιάστατου χαρακτήρα των διορθωτικών μέτρων, η έκδοση απορριπτικής απόφασης εκ μέρους της Επιτροπής, ήταν – κατά το μάλλον ή ήττον – αναμενόμενη, καθώς η επικινδυνότητα της συναλλαγής ήταν εν προκειμένω αυξημένη.
3.1.6. Η ιταλική υπόθεση Hutchison 3G Italy/WIND/JV Η πράξη συγκέντρωσης στην παρούσα υπόθεση, αφορούσε στη σύσταση νέας κοινής επιχείρησης (joint venture), στην οποία θα μεταβιβάζονταν πλήρως οι μετοχές των συμμετεχόντων μερών, ήτοι της Hutchison 3G και της WIND, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι τελευταίες να καθίσταντο θυγατρικές της. Τα συμμετέχοντα μέρη υπέβαλαν σειρά δεσμεύσεων, βασικό πυρήνα των οποίων αποτελούσε η διευκόλυνση της εισόδου ενός νέου ΦΚΔ στην ιταλική αγορά, μέσω της προσφοράς φάσματος και δυνατότητας εξαγοράς ή συνεγκατάστασης σε τοποθεσίες πρόσβασης εξωτερικού δικτύου, καθώς επίσης και τη σύναψη συμφωνιών κοινής χρήσης του δικτύου και υπηρεσιών εθνικής περιαγωγής. Επιπλέον, τα μέρη προκειμένου να διασφαλίσουν την υλοποίηση της εν λόγω δέσμευσης, προέβησαν σε υπόδειξη της γαλλικής εταιρείας Iliad S.A., ως δυνητικού αγοραστή των προτεινόμενων διορθωτικών μέτρων. Ύστερα από υπόδειξη της Επιτροπής, τα μέρη προχώρησαν με την υποβολή αναθεωρημένης σειράς διορθωτικών μέτρων, στην εξάλειψη της αρχικώς προβλεφθείσας δέσμευσης, η οποία αφορούσε στην απαγόρευση του νέου ΦΚΔ να παρέχει υπηρεσίες χονδρικής πρόσβασης σε ΦΕιΚΔ. Άλλωστε, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, το γεγονός ότι η υπόψη πράξη συγκέντρωσης θα ανέτρεπε τις ισορροπίες των αγορών τόσο λιανικής όσο και χονδρικής, συνομολογεί στη διαπίστωση ότι για την επάρκεια της δέσμης διορθωτικών μέτρων, θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί η διαμόρφωση της θέσης των ΦΕιΚΔ στην ιταλική αγορά. Ως εκ τούτου, η πρόταση εισόδου της Iliad S.A. στην ιταλική αγορά, ναι μεν ήταν σύμφωνη με τη στόχευση περί επαναφοράς του αριθμού ΦΚΔ σε αυτήν, πλην όμως η απαγόρευση για παροχή εκ μέρους της υπηρεσιών χονδρικής σε ΦΕιΚΔ, ήταν ιδιαίτερα βλαπτική για τα συμφέροντα των τελευταίων. Συνεπώς, η Επιτροπή ύστερα από τη διαπίστωση, ότι η επίμαχη συναλλαγή, δεν επρόκειτο να δημιουργήσει προβλήματα ανταγωνισμού, προέβη στην έγκριση της πράξης συγκέντρωσης.

3.2. Ex-post ανάλυση των αποτελεσμάτων των συγκεντρώσεων στην Αγορά
Η προηγηθείσα ad hoc ανάλυση, καταδεικνύει ότι η ανάληψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων, συμβάλλει στην τελική έγκριση των συγκεντρώσεων, διαφυλάττοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστική διαδικασία. Η διαδικασία αξιολόγησης μιας συγκέντρωσης από την Επιτροπή, καθώς επίσης και η συνδιαλλαγή με τα μέρη, λαμβάνουν χώρα σε χρόνο προγενέστερο της ολοκλήρωσης της συναλλαγής και εξ αυτού του λόγου η ύπαρξη ορισμένων αβεβαιοτήτων είναι αναπόφευκτη. Η συμβολή της εκ των υστέρων (ex-post) εκτίμησης των αποτελεσμάτων μιας εγκριθείσας συγκέντρωσης στην αγορά, υπό το πρίσμα των αναληφθεισών από τα μέρη δεσμεύσεων, είναι καθοριστική για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με την διαμόρφωση των συνθηκών ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός ότι η ex-post ανάλυση υποθέσεων συγκεντρώσεων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, επικεντρώνεται κυρίως στην ποσοτική αξιολόγηση ευρημάτων σχετικών με τη διαμόρφωση των τιμών, σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται να συνεκτιμώνται και τα επερχόμενα αποτελέσματα στην καινοτομία και την ποιότητα των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται δυνατή η πολυπαραγοντική εκτίμηση όσον αφορά στη διαμόρφωση της δομής της αγοράς, καθώς επίσης και η παρακολούθηση των επιπτώσεων της συναλλαγής στη λειτουργία των λοιπών δραστηριοποιούμενων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Η μέθοδος που ακολουθείται κατά την ex-post αξιολόγηση, περιλαμβάνει τη σύγκριση των συνθηκών της επίμαχης αγοράς της χώρας όπου διενεργήθηκε η συναλλαγή (affected country), σε σχέση με αγορές χωρών, στις οποίες δεν έλαβαν χώρα παρόμοιες μεταβολές (control countries). Αυτή η υιοθετούμενη μέθοδος, η οποία βασίζεται στη λογική του αντιπαραδείγματος (counterfactual price developement absent the merger), έχει κριθεί ότι παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα δομικές διαφοροποιήσεις και τις καταναλωτικές συνήθειες, που επικρατούν σε κάθε εθνική αγορά, γεγονός που επηρεάζει την ακρίβεια των εξαγόμενων απο
Σελ. 1030 τελεσμάτων. Η ανάλυση που ακολουθεί, επικεντρώνεται σε ex-post μελέτες υποθέσεων συγκεντρώσεων, στον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες έχουν ήδη αναλυθεί ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξέτασης των αναληφθεισών δεσμεύσεων και οι οποίες εγκρίθηκαν εν τέλει από την Επιτροπή, αλλά και μιας πράξης συγκέντρωσης, η οποία εγκρίθηκε χωρίς την ανάληψη διορθωτικών μέτρων από τα μέρη.
3.2.1. Η ολλανδική υπόθεση T-Mobile/Orange Netherlands
Η πράξη συγκέντρωσης στην παρούσα υπόθεση, αφορούσε στην απόκτηση του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της Orange από την T-Mobile και εγκρίθηκε από την Επιτροπή, χωρίς την ανάληψη δεσμεύσεων από τα μέρη. Η Επιτροπή προέβη σε σχετική αξιολόγηση και διαπίστωσε, ότι η εν λόγω συγκέντρωση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, καθώς επίσης και ότι μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η T-Mobile θα αποτελούσε το δεύτερο μεγαλύτερο πάροχο στην ολλανδική αγορά, μετά την KPN. Το γεγονός ότι η έγκριση της συγκέντρωσης KPN/Telfort έλαβε χώρα μόλις δύο χρόνια πριν την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης T-Mobile/Orange, είχε ως συνέπεια τη σύντμηση της περιόδου αναφοράς του προγενέστερου της συναλλαγής χρονικού διαστήματος (pre-merger period), γεγονός που επηρέασε την ακρίβεια των εξαγόμενων αποτελεσμάτων αναφορικά με τις επιπτώσεις της συναλλαγής στη διαμόρφωση των τιμών. Από τη σχετική ex-post ανάλυση διαπιστώθηκε, ότι οι τιμές των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας παρουσίασαν αυξητική τάση, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης T-Mobile/Orange, σε σύγκριση με αγορές άλλων χωρών, στις οποίες δεν διενεργήθηκαν παρόμοιες συναλλαγές (unaffected control countries). Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή, κατά τη διενέργεια αξιολόγησης υποθέσεων, οι οποίες άγονται ενώπιόν της, οφείλει να συνεκτιμά τις επιπτώσεις που ενδεχομένως έχουν προκληθεί στην αγορά, ως αποτέλεσμα της διενέργειας προγενέστερων συναλλαγών στο έδαφος της ίδιας αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται αλληλεξάρτηση των προκαλούμενων επιπτώσεων συνεπεία των δύο συγκεντρώσεων (KPN/Telfort και T-Mobile/Orange) και, συνεπώς, τα αποτελέσματα δεν είναι δυνατό να ιδωθούν μεμονωμένα, καθώς η διαπιστωθείσα αύξηση των τιμών, οφείλεται σε αμφότερες τις συναλλαγές, οι οποίες έλαβαν χώρα στην ολλανδική αγορά.

3.2.2. Η αυστριακή υπόθεση T-Mobile Austria/tele.ring
Η υπόψη συγκέντρωση εγκρίθηκε από την Επιτροπή, κατόπιν ανάληψης από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεσμεύσεων σχετικών με τη διευκόλυνση της λειτουργίας των μικρότερων παρόχων κινητής, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στην αυστριακή αγορά. Από την ex-post ανάλυση της εν λόγω υπόθεσης, διαπιστώθηκε ότι περίπου τρία χρόνια μετά την έγκριση της συγκέντρωσης, τα μερίδια αγοράς της συγχωνευθείσας οντότητας μειώθηκαν, ενώ όσον αφορά στην εταιρεία Mobilkom, αυτά αυξήθηκαν αισθητά. Αναφορικά με τους δύο έτερους ΦΚΔ, τα μερίδια της Orange παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθερά, ενώ της Hutchison παρουσίασαν συνεχή αύξηση, εξέλιξη η οποία ενδεχομένως οφείλεται στις ουσιώδεις διευκολύνσεις, οι οποίες παρασχέθησαν στην τελευταία με τις αναληφθείσες δεσμεύσεις και συνέβαλαν στη βελτίωση της θέσης της στην αυστριακή αγορά. Όσον αφορά στη διαμόρφωση των τιμών των προσφερόμενων υπηρεσιών, παρατηρήθηκε σε γενικές γραμμές πτωτική τάση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι καθένας από τους παρόχους προέβη σε μειώσεις τιμών διαφορετικού ύψους, η ακολουθούμενη τιμολογιακή πολιτική τους υποδηλώνει, ότι συνολικά οι τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών κινητής, μειώθηκαν σε σχέση με την εκτιμώμενη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής, η οποία θα λάμβανε χώρα απουσία της συγκέντρωσης. Η εν λόγω εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί στις δημιουργούμενες συνεπεία της συγκέντρωσης οικονομίες κλίμακος και στις δομικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στη σχετική αγορά, σε συμμόρφωση με τα αναληφθέντα διορθωτικά μέτρα. Ειδικότερα, οι διαρθρωτικές δεσμεύσεις, συνέβαλαν στη δημιουργία ελκυστικών όρων για τους παρόχους της οικείας αγοράς και αποδείχθηκαν κατάλληλες να βελτιώσουν τη θέση των μικρότερων ΦΚΔ, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του κοινοποιούντος μέρους και συμβάλλοντας στη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

3.2.3. Η αυστριακή υπόθεση Hutchison
3G Austria/Orange Austria Από την ex-post αξιολόγηση της συγκέντρωσης, προέκυψε ότι τα αναληφθέντα διορθωτικά μέτρα δεν εκπληρώθηκαν στο σύνολό τους, καθώς κανένας νέος ΦΚΔ δεν κατάφερε να εισέλθει στην αυστριακή αγορά κινητής και, όσον αφορά στη διευκόλυνση της εισόδου ΦΕιΚΔ, η εταιρεία UPC, με την οποία η H3G είχε ήδη προβεί σε σύναψη σχετικής συμφωνίας, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, κατάφερε να εισέλθει στην αγορά δύο χρόνια μετά την έγκριση της συγκέντρωσης από
Σελ. 1031 την Επιτροπή. Από την ποσοτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, διαπιστώθηκε ότι η επίδραση της συγκέντρωσης στη διαμόρφωση των τιμών ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς επίσης και ότι οι διακυμάνσεις των τιμών διαφοροποιούνταν, σε μεσοπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση των τιμών λιανικής στο έδαφος της αυστριακής αγοράς κατά τα δύο επόμενα της συγκέντρωσης έτη, η οποία στη συνέχεια παρουσίασε πτωτική τάση. Καθοριστική για την εν λόγω εξέλιξη, ήταν η είσοδος του νέου ΦΕιΚΔ (UPC) στην αγορά, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση των τιμών κινητής στην αγορά της Αυστρίας, λόγω της άσκησης σημαντικής πίεσης στους λοιπούς δραστηριοποιούμενους παρόχους. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι οι προκύπτουσες συνεπεία της συγκέντρωσης βελτιώσεις αποτελεσματικότητας, με απώτερο σκοπό το όφελος των συνδρομητών, έλαβαν χώρα εν προκειμένω μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, οι οποίες είχαν ήδη αναληφθεί από τα μέρη, συμβάλλοντας στην έστω και καθυστερημένη βελτίωση της ανταγωνιστικής διαδικασίας, γεγονός που οδηγεί στη διαπίστωση ότι η τήρηση των αναληφθεισών δεσμεύσεων από τα συμμετέχοντα μέρη, μετά την έγκριση της συγκέντρωσης, είναι επιβεβλημένη και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκατάσταση της δομής της αγοράς.
3.2.4. Η ιρλανδική υπόθεση Hutchison
3G UK/Telefónica Ireland Για την εξαγωγή αποτελεσμάτων, αναφορικά με την επίδραση της παρούσας πράξης συγκέντρωσης στη διαμόρφωση των τιμών, ακολουθήθηκε η διαδικασία σύγκρισης των τιμολογιακών δεδομένων της ιρλανδικής αγοράς, με αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών . Από τη σχετική έρευνα όσον αφορά στην επίδραση της συναλλαγής στη διαμόρφωση των τιμών προέκυψε, ότι το επίπεδο τιμών στην αγορά κινητής τηλεφωνίας της Ιρλανδίας, ήταν είτε ανώτερο, είτε αντίστοιχο με αυτό που επικρατούσε στις υπό σύγκριση αγορές, πριν από τη συγκέντρωση. Αναφορικά με τις διακυμάνσεις των τιμών, κατά το χρονικό διάστημα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επίμαχης συναλλαγής, παρατηρήθηκε σχετική αύξηση των τιμών στην αγορά κινητής, η οποία εν συνεχεία αποκλιμακώθηκε, με μικρές παρ’ όλα αυτά διαφοροποιήσεις, με βάση τις διαφορετικές κατηγορίες των συνδρομητών. Το γεγονός ότι η σχετική με τους ΦΕιΚΔ δέσμευση, περιορίστηκε χρονικά από το κοινοποιούν μέρος, ώστε να προβεί στη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, σε κάθε περίπτωση πριν από την έγκριση της πράξης συγκέντρωσης από την Επιτροπή, αποτέλεσε παράγοντα ικανό να συμβάλει στη διασφάλιση της τήρησης των αναληφθεισών υποχρεώσεων από τα μέρη. Ως εκ τούτου, κατέστη δυνατή η πρόβλεψη της διαμόρφωσης των συνθηκών της αγοράς, κατά το μεταγενέστερο της συναλλαγής χρονικό διάστημα, κατά τρόπο δεσμευτικό για τη συγχωνευθείσα οντότητα. Ωστόσο, η υλοποίηση μιας εκ των προτέρων συναφθείσας συμφωνίας, δεν είναι βέβαιο ότι θα λάβει χώρα, ακόμη και αν τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δεσμευθεί σχετικώς. Όπως διαπιστώθηκε και στην ανωτέρω αναλυθείσα αυστριακή υπόθεση Hutchison 3G Austria/Orange, παρά το γεγονός ότι τα μέρη προέβησαν σε εκ των προτέρων σύναψη συμφωνίας προς επιβεβαίωση της εισόδου ΦΕιΚΔ στην αγορά, η εν λόγω δέσμευση υλοποιήθηκε με σημαντική καθυστέρηση, καθώς η είσοδος της UPC στην αγορά, έλαβε χώρα δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Τα προκαλούμενα οφέλη στον ανταγωνισμό, ωστόσο, ήταν σε κάθε περίπτωση εμφανή καθώς - όπως προέκυψε από τη σχετική ex-post ανάλυση - οι αρχικά παρατηρούμενες αυξημένες τιμές κατά το διάστημα μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης, αποκλιμακώθηκαν με την είσοδο της UPC στην αγορά, ακόμα και με την καθυστερημένη εκπλήρωση της δέσμευσης, δύο έτη μετά την ανάληψη αυτής.
3.2.5. Η γερμανική υπόθεση Telefónica
Deutschland/E-Plus Η ex-post ανάλυση της παρούσας υπόθεσης, επικεντρώθηκε στη διαμόρφωση των τιμών στη γερμανική αγορά κινητής τηλεφωνίας, σε σχέση με τις παρατηρούμενες αυξήσεις τιμών σε δέκα διαφορετικές ευρωπαϊκές αγορές. Η συνολική αξιολόγηση των επιπτώσεων της εν λόγω συναλλαγής κατέδειξε, ότι παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των τιμών των προσφερόμενων υπηρεσιών στο έδαφος της γερμανικής αγοράς, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, ενώ η σχετική με τη διευκόλυνση της πρόσβασης ΦΕιΚΔ δέσμευση, επιτεύχθηκε ένα χρόνο μετά την έγκριση της εν λόγω συγκέντρωσης, όταν το 2015 ο ΦΕιΚΔ Drillisch, απέκτησε πρόσβαση στο δίκτυο της Telefónica. Με τον τρόπο αυτό, η Drillisch είχε τη δυνατότητα να καταστεί πάροχος ικανός να συμπεριφέρεται και να τοποθετείται στην αγορά κατά τρόπο παρόμοιο με τους ΦΚΔ. Τα αποτελέσματα της ex-post ανάλυσης, δεν παραλλάσσουν σε σχέση με τις αρχικώς διατυπωθείσες αμφιβολίες εκ μέρους της Επιτροπής, σχετικά με τις προκαλούμενες επιπτώσεις στη διαμόρφωση των τιμών κινητής, συνεπεία της συγκέντρωσης. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η ανάληψη δεσμεύσεων διαρθρωτικής φύσης από τα κοινοποιούντα μέρη, ενδέχεται να μην επαρκούσε μόνη αυτή για την εξάλειψη των πιθανών αντιανταγωνιστικών επιπτώσεων της συναλλαγής, καθώς η Επιτροπή, ήδη από το στάδιο αξιολόγησης, εξέφρασε τις αμφιβολίες της αναφορικά με το κατά πόσο η εκπλήρωση των εν λόγω δεσμεύσεων, θα αποτελούσε μια ρεαλιστική και επιτεύξιμη λύση, ικανή
Σελ. 1032 να οδηγήσει στην εξάλειψη των αναφυόμενων προβλημάτων ανταγωνισμού.

4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η προηγηθείσα ανάλυση καταδεικνύει, ότι μια πράξη συγκέντρωσης περατώνεται μεν τυπικά, με μόνη την έγκρισή της από την Επιτροπή, ωστόσο, ζητήματα συμβατότητας με την αγορά είναι πιθανό να εγερθούν και μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Η ανάληψη υποχρεώσεων από τα μέρη, σχετικών με την τήρηση διορθωτικών μέτρων, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, μετά την ολοκλήρωση της πράξης συγκέντρωσης. Από την άλλη, η έγκριση μιας συγκέντρωσης από την Επιτροπή, χωρίς την προηγούμενη ανάληψη από τα συμμετέχοντα μέρη δεσμεύσεων, ενδέχεται να οδηγήσει στην επέλευση βλαπτικών για τον ανταγωνισμό συνεπειών, κατά το ύστερο της συγκέντρωσης χρονικό διάστημα. Από την ex-post ανάλυση της ανωτέρω περιγραφείσας ολλανδικής υπόθεσης T-Mobile/Orange Netherlands, η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή χωρίς την προηγούμενη ανάληψη δεσμεύσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, προέκυψε ότι συνεπεία της συναλλαγής οι τιμές των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας παρουσίασαν αύξηση, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης. Ωστόσο, αυτή η διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής των παρόχων στο έδαφος της ολλανδικής αγοράς, δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα και μόνο υπό το πρίσμα της απουσίας διορθωτικών μέτρων, καθώς καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή, διαδραμάτισε η έγκριση της συγκέντρωσης KPN/Telfort στην ολλανδική αγορά, δύο μόλις έτη πριν από τη συγκέντρωση T-Mobile/Orange Netherlands.
Στον αντίποδα, δεν είναι λίγες οι υποθέσεις συγκεντρώσεων, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, λόγω της προηγούμενης ανάληψης επαρκών δεσμεύσεων από τα κοινοποιούντα μέρη, αυτές είτε δεν τηρήθηκαν, είτε τηρήθηκαν μερικώς ή ύστερα από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, από την έγκριση της συναλλαγής. Ειδικότερα, στην αυστριακή υπόθεση Hutchison 3G Austria/Orange Austria, η αρχικά παρατηρούμενη αυξητική τάση των τιμών κινητής τηλεφωνίας, οφείλεται στη μη εκπλήρωση από τα ενδιαφερόμενα μέρη του συνόλου των δεσμεύσεων, ενώ η μετέπειτα παρατηρούμενη πτώση των τιμών, επήλθε ως αποτέλεσμα της εισόδου στην αγορά της UPC (ΦΕιΚΔ), κατά τις επιταγές των διορθωτικών μέτρων. Όσον αφορά στη γερμανική υπόθεση Telefónica Deutschland/E-Plus, η παρατηρούμενη σημαντική αύξηση των τιμών κινητής τηλεφωνίας, οφείλεται στη μερική τήρηση των αναληφθεισών δεσμεύσεων από το κοινοποιούν μέρος. Συγκεκριμένα, παρά την εκπλήρωση της σχετικής με την είσοδο του ΦΕιΚΔ Drillisch δέσμευσης, κανένας ΦΚΔ δεν κατάφερε να εισέλθει στη γερμανική αγορά, γεγονός το οποίο θα είχε ως συνέπεια την αποκατάσταση της δομής της αγοράς και την επαναφορά των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι μετά την έγκριση μιας πράξης συγκέντρωσης από την Επιτροπή, η τήρηση των υποχρεώσεων από τα μέρη, τίθεται εν αμφιβόλω, ακόμη και στην περίπτωση που έχουν δεσμευθεί συμβατικώς για αυτό, εξέλιξη η οποία είναι προβληματική, καθώς η απαίτηση παρακολούθησης της πολιτικής των επιχειρήσεων μετά την έγκριση της συναλλαγής, υπό το πρίσμα της τήρησης εκ μέρους τους των αναληφθέντων διορθωτικών μέτρων, δεν συμβιβάζεται με τον προληπτικό (ex-ante) χαρακτήρα της δράσης της Επιτροπής, κατά την αξιολόγηση των συγκεντρώσεων.
Στην Ανακοίνωση της Επιτροπής για τα αποδεκτά προτεινόμενα διορθωτικά μέτρα, προβλέπεται η δυνατότητα παρέμβασης εκ μέρους της, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των κοινοποιούντων μερών με τις αναληφθείσες δεσμεύσεις τους. Ειδικότερα, η παραβίαση εκ μέρους των συμμετεχουσών επιχειρήσεων των υποχρεώσεών τους, ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάκληση της εγκριτικής απόφασης εκ μέρους της Επίτροπης ή σε υποχρέωση των μερών για λήψη επαρκών μέτρων με σκοπό την επαναφορά των συνθηκών στην προτέρα κατάσταση. Από την άλλη, η πλημμελής εκπλήρωση ορισμένων όρων των διορθωτικών μέτρων, όπως για παράδειγμα η εκπλήρωσή τους κατά παράβαση του εγκεκριμένου και σαφώς προσδιορισμένου χρονοδιαγράματος, συνεπάγεται τη δυνατότητα της Επιτροπής για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου με σκοπό τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικής διαδικασίας . Τα εν λόγω κυρωτικά μέτρα, τα οποία έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επιβολής εκ μέρους της προστίμων στους παραβάτες, συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η μη συμμόρφωση των κοινοποιούντων μερών με τα αναληφθέντα διορθωτικά μέτρα, αποτελεί μια εξέλιξη η οποία είναι δυνατό να προβλεφθεί από την Επιτροπή και δικαιολογεί τον κατασταλτικό έλεγχο εκ μέρους της. Ως εκ τούτου, θα ήταν σκόπιμη η εξεύρεση της χρυσής τομής, μεταξύ αφενός της μετατροπής της Επιτροπής σε θεματοφύλακα τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και αφετέρου της πλήρους αποξένωσής της από την υπόθεση, μετά την έγκρισή της από αυτήν. Για παράδειγμα, η αυστηροποίηση της διαδικασίας αξιολόγησης των προτεινόμενων διορθωτικών μέτρων, σε συνδυασμό με την απειλή επιβολής ποινών στις μη συμμορφούμενες με αυτά επιχειρήσεις, διατηρώντας πάντοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την ασφάλεια των συναλλαγών, μετά την ολοκλήρωση της πράξης συγκέντρωσης, θα αποτελούσε μια ικανοποιητική λύση.
Ο ρόλος των ex-post αναλύσεων των εγκριθεισών συγκεντρώσεων στις αγορές κινητής, είναι σε κάθε περίπτωση παρακολουθηματικός και συμπληρωματικός της ex-ante αξιολόγησης της Επιτροπής. Με τον τρόπο αυτό, αξιολογείται κατά πόσο η έγκριση της συγκέντρωσης από την Επιτροπή αποτελούσε μια ορθή απόφαση, υπό το πρίσμα των τυχόν αναληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Η αξιοποίηση των ήδη διενεργηθεισών ex-post αναλύσεων, δύναται να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση μελλοντικών υποθέσεων, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να έχει μια πιο σαφή εικόνα, αναφορικά με την πρακτική εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων. Ωστόσο, η Επιτροπή οφείλει να είναι φειδωλή και να τηρεί μια κριτική στάση, καθώς κάθε υπόθεση χρήζει διαφορετικής μεταχείρισης, οφειλόμενη κυρίως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Από την ανωτέρω εξέταση των ex-post αναλύσεων προέκυψε, ότι η σύγκριση των επιπέδων τιμών μεταξύ διαφορετικών αγορών της ΕΕ, επηρεάζει την ακρίβεια των εξαγόμενων αποτελεσμάτων. Συνεπώς, η αποδέσμευση της διαδικασίας από στοιχεία, τα οποία ανά
Σελ. 1033 γονται στη διαφοροποίηση των αγορών σε εθνικό επίπεδο, θα αποτελούσε μια λύση ικανή να συμβάλλει στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων των αναλύσεων.

Όσον αφορά στην ελληνική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η ολιγοπωλιακή οργάνωσή της, έγκειται στη δραστηριοποίηση τριών παικτών στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας. Η πρόσφατη εξαγορά της WIND από τη UNITED GROUP, η οποία έλαβε χώρα περί τα τέλη του έτους 2021, δεν επέφερε ουσιώδεις μεταβολές στην ισορροπία της αγοράς, όσον αφορά στα μερίδια των δραστηριοποιούμενων παρόχων. Καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση των επιπτώσεων της πράξης συγκέντρωσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαδραμάτισε η ηγετική θέση της COSMOTE, μέλους του ομίλου εταιρειών ΟΤΕ, στην ελληνική αγορά. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα υψηλά μερίδια αγοράς της τελευταίας, ως παρόχου υπηρεσιών κινητής, σταθερής, διαδικτύου και συνδρομητικής τηλεόρασης στην ελληνική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είχαν ως αποτέλεσμα την έγκριση της πράξης συγκέντρωσης, χωρίς την προηγούμενη ανάληψη δεσμεύσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα μικρότερα μερίδια αγοράς του έτερου παρόχου, ήτοι της εταιρείας Vodafone, καθώς επίσης και της προκύπτουσας από τη συγκέντρωση οντότητας, οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα, ότι η εν λόγω συναλλαγή δεν ήγειρε ζητήματα συμβατότητας με τον ανταγωνισμό.

Η προοπτική εισόδου ενός νέου – τέταρτου – παρόχου στην ελληνική αγορά, η οποία ευρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση. Η αύξηση του αριθμού των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, θα επέφερε ορισμένες βελτιώσεις αποτελεσματικότητας, καθώς η ασκούμενη πίεση των υφιστάμενων παρόχων συνεπεία αυτής, ενδεχομένως θα απέβαινε προς όφελος των συνδρομητών, μέσω της πιθανής βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και της προσφοράς ελκυστικότερων πακέτων τιμολόγησης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι συναλλαγές του κλάδου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι ιδιαίτερα απαιτητικό. Το γεγονός αυτό, οφείλεται κυρίως στην ανάγκη για συνεχή εξέλιξη και καινοτομία, οι οποίες είναι σύμφυτες με τις αγορές παροχής υπηρεσιών τεχνολογίας, όπως οι επίμαχες. Ως εκ τούτου, η παρατηρούμενη τάση ορισμένων επιχειρήσεων, για επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε αγορές μη σχετιζόμενες με τον κύριο πυρήνα δραστηριοποίησής τους (core business), δεν συμβιβάζεται με τη φύση του τομέα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η διαπίστωση αυτή, οφείλεται στο γεγονός, ότι για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υψηλής ποιότητας, απαιτούνται πέρα από σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές δικτύου και η κατοχή της απαραίτητης τεχνογνωσίας, με σκοπό τη συνεχή τεχνολογική πρόοδο, σε συμμόρφωση με τις αυξημένες απαιτήσεις του κλάδου. Επιπλέον, η πιθανότητα εισόδου ενός νέου παίκτη στην ελληνική αγορά με τη μορφή ΦΕιΚΔ, είναι αμφίβολο αν θα είναι προς όφελος του ανταγωνισμού, καθώς – όπως έχει ήδη διαπιστωθεί και ανωτέρω – η δυναμική των ΦΕιΚΔ είναι περιορισμένη, οφειλόμενη κυρίως στην εξάρτησή τους από τους ΦΚΔ.
Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η πρόταση εκ μέρους των κοινοποιούντων μερών διορθωτικών μέτρων, τα οποία έχουν ως συνέπεια τη μεταβολή της δομής της αγοράς, αποτελεί μια εκ πρώτης όψεως ικανοποιητική λύση, η οποία, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι εύκολα επιτεύξιμη. Το γεγονός αυτό, οφείλεται κυρίως στο υψηλό κόστος που απαιτείται για επενδύσεις σε δίκτυα, σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα, η οποία χαρακτηρίζει τον εν λόγω κλάδο. Επομένως, η ανάληψη δεσμεύσεων σχετικών με τη διευκόλυνση εισόδου στην αγορά ΦΚΔ, αποτελεί μεν ένα μέτρο δραστικό και ικανό να συμβάλλει στην επαναφορά του ανταγωνισμού σε προγενέστερα της πράξης συγκέντρωσης επίπεδα, πλην όμως η εκπλήρωσή του δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα. Από την άλλη, η παροχή διευκολύνσεων για τη δραστηριοποίηση ΦΕιΚΔ, αποτελεί μια πιο εύκολα πρακτικά εφαρμόσιμη λύση, ωστόσο, εν προκειμένω ελλοχεύει ο κίνδυνος της δημιουργίας μιας οντότητας πλήρως εξαρτημένης, όσον αφορά στην προμήθεια των υπηρεσιών της και πιο αδύναμης από άποψη ποιότητας του δικτύου της, σε σχέση με το παρεχόμενο από τους ΦΚΔ. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι στην πλειοψηφία των συγκεντρώσεων στις αγορές κινητής, περιλαμβάνονται δεσμεύσεις σχετικές με την είσοδο ΦΚΔ και ΦΕιΚΔ στις επίμαχες αγορές, πλην όμως οι επικρατούσες συνθήκες σε κάθε σχετική αγορά ενδέχεται να μην τις καθιστούν αντικειμενικά υλοποιήσιμες. Ως εκ τούτου, η αξιοποίηση των ex-post αναλύσεων στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, θα μπορούσε να παράσχει επαρκή δεδομένα στην Επιτροπή με σκοπό την τήρηση μιας πιο κριτικής στάσης όσον αφορά στις εν λόγω δεσμεύσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το ΔΕΕ, καθώς στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση στην υπόθεση CK Telecoms, προέβη στη διατύπωση της κρίσης ότι ο εκ των προτέρων (ex-ante) χαρακτήρας της ανάλυσης των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς, καθιστά το εν λόγω εγχείρημα ιδιαίτερα περίπλοκο και σε κάθε περίπτωση τα πορίσματά του πιο αβέβαια σε σχέση με αυτά των ex-post αναλύσεων.

Επίλογος
Η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει διέλθει από πολλά στάδια, δεδομένης της εξέλιξης του κλάδου, από το καθεστώς των κρατικών μονοπωλίων, στην πλήρη απελευθέρωση. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή τόσο των ρυθμιστικών παρεμβάσεων, όσο και των κανόνων του δικαίου του
Σελ. 1034 ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, η ρυθμιστική παρέμβαση σε ορισμένους κλάδους των αγορών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οδηγεί στη διαπίστωση, ότι οι εν λόγω αγορές δεν είναι το ίδιο ώριμες, σε σχέση με άλλες. Το γεγονός αυτό οφείλεται, αφενός μεν στην κατοχή εκ μέρους του ιστορικού παρόχου των υποδομών δικτύου, γεγονός που τον καθιστά ισχυρότερο σε σχέση με τους εναλλακτικούς παρόχους και, αφετέρου, στα περιορισμένα κίνητρα των τελευταίων για επενδύσεις σε δίκτυα, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να καταστούν πιο ανταγωνιστικοί και ελκυστικοί για τους συνδρομητές. Σε κάθε περίπτωση, οι ιδιαιτερότητες του κλάδου και της κάθε επιμέρους σχετικής αγοράς, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τόσο κατά την ex-ante αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής, όσο και κατά τη διενέργεια ex-post αναλύσεων συγκεντρώσεων. Απαιτείται, συνεπώς, ad hoc εξέταση κάθε υπόθεσης συγκέντρωσης, με σκοπό την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων και προσαρμογή των διορθωτικών μέτρων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε σχετικής αγοράς. Η διενέργεια συγκεντρώσεων μεταξύ των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, αποτελεί όχημα για την διαμόρφωση μιας ανταγωνιστικής αγοράς, με επαρκή αριθμό παικτών και συνθήκες κατάλληλες να συνδράμουν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός, ότι μια πράξη συγκέντρωσης, ενδέχεται να υποκρύπτει τη βούληση των συμμετεχόντων μερών να δημιουργήσουν συνθήκες διαφάνειας μεταξύ τους, γεγονός το οποίο θα είχε ως περαιτέρω συνέπεια την αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης στην αγορά.
Κατά την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων μιας συγκέντρωσης στην αγορά, θεμελιώδες στάδιο της διαδικασίας έρευνας αποτελεί η διαπίστωση, κατά πόσο κάποια από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση οντότητες, συνιστά επιχείρηση με σημαντική ανταγωνιστική δύναμη (important competitive force). Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων, αναφορικά με την πιθανότητα εξάλειψης ενός σημαντικού παράγοντα του ανταγωνισμού από την αγορά, καθώς παρά τα σχετικά μικρά μερίδια συμμετοχής των εν λόγω επιχειρήσεων, η πίεση που ασκούν στους λοιπούς παρόχους εξαιτίας των καινοτόμων προϊόντων και των ανταγωνιστικών πακέτων που προσφέρουν είναι ιδιαίτερα σημαντική και η εξάλειψή τους από την αγορά ως αποτέλεσμα μιας πράξης συγκέντρωσης, αποτελεί βλαπτική συνέπεια για τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, η συνδυαστική εκτίμηση των συνεπειών μιας συναλλαγής, τόσο σε επίπεδο ανταγωνισμού, όσο και σε επίπεδο καινοτομίας, αποτελεί πρόκληση για τις αρχές ανταγωνισμού. Αυτή η κατεύθυνση είναι αναγκαίο να υιοθετηθεί και κατά διενέργεια ex-post αναλύσεων ήδη εγκριθεισών συγκεντρώσεων στο έδαφος της ΕΕ, οι οποίες λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια και επικεντρώνονται στη συνεπεία της συναλλαγής διαμόρφωση των τιμών, χωρίς αναφορά στις πιθανές επιπτώσεις στην καινοτομία και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών εν γένει. Πιο συγκεκριμένα, με την παροδοχή ότι βασική στόχευση των αναληφθέντων διορθωτικών μέτρων αποτελεί η διατήρηση των συνθηκών ανταγωνισμού σε επίπεδα ανάλογα με αυτά που θα υπήρχαν απουσία της πράξης συγκέντρωσης (absent the merger), η διενέργεια ex-post αναλύσεων απαιτείται να λαμβάνει υπόψη και ποιοτικά κριτήρια, προσανατολιζόμενη στη λογική της διατήρησης συνθηκών καινοτομίας στην αγορά, πέρα από την παρακολούθηση της τιμολογιακής πολιτικής.

Όσον αφορά στην ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών, από τα πορίσματα σχετικής έρευνας προέκυψε, ότι αποτελεί περίπτωση κλειστού ολιγοπωλίου παρόχων τηλεφωνίας. Κατά την άποψη της διενεργούσας τη σχετική έρευνα εταιρείας, η αποκατάσταση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την είσοδο ενός τετάρτου παρόχου στην ελληνική αγορά. Αυτό το διαρθρωτικής φύσης μέτρο, αποτελεί έναν δραστικό τρόπο, ικανό να οδηγήσει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενδεχομένως και προς όφελος των καταναλωτών. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται, ότι η διενέργεια δομικών μεταβολών αυτού του είδους στην αγορά, δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα. Ειδικότερα, όπως καταδεικνύεται και ανωτέρω, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις υποθέσεων συγκεντρώσεων, στις οποίες τα μέρη είτε δεν κατάφεραν με κανένα τρόπο να εκπληρώσουν παρόμοιες δεσμεύσεις, είτε τις εκπλήρωσαν μεν, αλλά μερικώς ή ύστερα από ουσιώδεις τροποποιήσεις των όρων τους. Άλλωστε, η παροχή διευκολύνσεων, με σκοπό την είσοδο στην αγορά ενός νέου παρόχου, δεν συνεπάγεται ότι αποτελεί ένα άνευ ετέρου αποτελεσματικό μέτρο. Η δραστηριοποίηση στην αγορά επιχειρήσεων μικρότερης δυναμικής, τόσο από άποψη ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, όσο και από άποψη δυνατότητας προσφοράς ελκυστικών πακέτων τιμολόγησης, δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς η είσοδος και παραμονή στην αγορά μη αποδοτικών επιχειρήσεων, δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις του κλάδου για συνεχή εξέλιξη και καινοτομία. Ως εκ τούτου, η οικονομική ενίσχυση των υφιστάμενων παρόχων, με σκοπό την αναβάθμιση του δικτύου τους και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενδεχομένως να αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις μια πιο αποτελεσματική λύση, με μικρότερο τίμημα για τη μεταβολή των ισορροπιών της αγοράς.
Σημείο – σταθμό για το δίκαιο ελέγχου των συγκεντρώσεων κατά τη διάρκεια του έτους 2023, αποτέλεσε η έκδοση της αναιρετικής απόφασης του ΔΕΕ επί της υπόθεσης CK Telecoms, η οποία όπως προαναφέρθηκε, συνέβαλε – μεταξύ άλλων – στη διασαφήνιση των σχετικών με την ακολουθούμενη από την Επιτροπή ex-ante διαδικασία αξιολόγησης εννοιών. Το 2023 το ενδιαφέρον στράφηκε και στην ισπανική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής η συγκέντρωση Orange/
Σελ. 1035 MasMovil/JV, η οποία ήγειρε ζητήματα συμβατότητας με τον ανταγωνισμό, καθώς αφορούσε στη δημιουργία κοινής επιχείρησης (joint venture) με τα συμμετέχοντα κατ’ ισομοιρίαν (50/50) μέρη να αποτελούν άμεσους ανταγωνιστές, οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, σταθερής ευρυζωνικής πρόσβασης και multiple-play πακέτων και δύο από τους μεγαλύτερους παρόχους στο έδαφος της ισπανικής αγοράς. Οι διατυπωθείσες από την Επιτροπή ανησυχίες, όσον αφορά στην πιθανότητα πρόκλησης σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην ισπανική αγορά, σχετίζονταν αφενός μεν με τη μείωση του αριθμού των ΦΚΔ και την συνεπεία αυτής αύξηση των τιμών και υποβιβασμό της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και αφετέρου με τις επιπτώσεις της συναλλαγής στη χονδρική αγορά υπηρεσιών κινήτης και σταθερής σύνδεσης, συνεπεία του περιορισμού της παρεχόμενης πρόσβασης στους ΦΕιΚΔ. Οι προταθείσες από τα κοινοποιούντα μέρη δεσμεύσεις τον Δεκέμβριο του 2023, αφορούσαν στην παροχή διευκολύνσεων υπέρ της Digi, η οποία αποτελούσε τον μεγαλύτερο ΦΕιΚΔ στην ισπανική αγορά, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δραστηριοποίησή της να επαναφέρει τις επικρατούσες πριν από την επίμαχη συναλλαγή ισορροπίες στην ανταγωνιστική διαδικασία. Η Επιτροπή, θεώρησε τις εν λόγω δεσμεύσεις ικανές να άρουν τα ανακύπτοντα προβλήματα ανταγωνισμού και προέβη σε έκδοση εγκριτικής απόφασης, συμμορφώμενη με την προγενέστερη μεταχείριση εκ μέρους της παρόμοιων υποθέσεων, όσον αφορά στην παροχή διευκολύνσεων για την είσοδο ΦΕιΚΔ στην αγορά.
Κλείνοντας και λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω εκτεθέντα, πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι κύριο στόχο της Επιτροπής αλλά και των εθνικών αρχών, αποτελεί η διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ροή της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η απαγόρευση διενέργειας ορισμένων συγκεντρώσεων δεν πρέπει να οράται ως μια παρεμβατική πρακτική εκ μέρους της Επιτροπής, αλλά ως αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής ad hoc εξέτασης κάθε υπό κρίση υπόθεσης. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι στόχευση της Επιτροπής και όλων των αρμοδίων αρχών εν γένει, δεν αποτελεί η παρακώλυση της εξέλιξης της αγοράς, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκονται αντιμέτωπες με οποιοδήποτε οργανωτικό μετασχηματισμό, αλλά η διασφάλιση της διατήρησης συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, με γνώμονα πάντοτε τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κλάδου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για συνεχή εξέλιξη. Έχοντας κατά νου την άποψη της Επιτρόπου Vestager, ότι δεν υπάρχουν «μαγικοί αριθμοί», όσον αφορά στις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι απαιτείται ad hoc αξιολόγηση κάθε επιμέρους υπόθεσης. Ως εκ τούτου, η στάθμιση των ειδικών συνθηκών και των επιπέδων ωρίμανσης που επικρατούν σε κάθε αγορά, είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η είσοδος ενός νέου παίκτη αποτελεί ρεαλιστική και βιώσιμη λύση. Σε αυτό το μήκος κύματος πρέπει να κινείται και η διαδικασία διεξαγωγής ex-post αναλύσεων, οι οποίες προσαρμοζόμενες στις εκάστοτε συνθήκες κάθε σχετικής αγοράς, μπορούν να αποτελέσουν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο παρέχοντας στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να εκτιμήσουν την εγκυρότητα ορισμένων αποφάσεών τους, υπό το πρίσμα των επερχόμενων αποτελεσμάτων.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα