Ο ρόλος της Οικολογικής Σχολής του Σικάγο στην εξέλιξη της εγκληματολογικής θεωρίας και έρευνας

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η ανθρώπινη οικολογία επιχειρεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει τους κοινωνικούς μηχανισμούς ως αποτέλεσμα ανταγωνισμού και επιβίωσης ανάμεσα στη φύση, τους ανθρώπους και τα άλλα έμβια όντα. Για την Οικολογική Σχολή του Σικάγου, υπάρχουν για τη ζωή των ανθρώπων «φυσικές περιοχές» αντίστοιχες με εκείνες των ζώων ή των φυτών και η πόλη, ως ενιαίο οργανικό σύνολο, αποτελεί τη «φυσική κατοικία» του ανθρώπου. Με αφετηρία το Σικάγο, το γνωστό μοντέλο των πέντε ομόκεντρων ζωνών, στο οποίο στηρίχθηκε στη συνέχεια η ερευνητική προσέγγιση της νεανικής παραβατικότητας, επεκτάθηκε σε πολλές αμερικανικές πόλεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν περιοχές στην πόλη όπου η εγκληματικότητα αναπτύσσεται με τη μορφή «κοινωνικής παράδοσης», αδιαχώριστης από τη ζωή της τοπικής κοινωνίας. Παρά την ασκηθείσα κριτική, η έρευνα αυτή αποτέλεσε «πιλότο» για όσες ακολούθησαν, καθώς και τη βάση για την εφαρμογή του πρώτου προγράμματος κοινοτικής πρόληψης (Chicago Area Project).

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Για την εισήγησή μου στο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας εις μνήμην του Ομότιμου Καθηγητή Ιάκωβου Φαρσεδάκη, επέλεξα το εν λόγω θέμα το οποίο αποτελεί την αφετηρία της ακαδημαϊκής μας γνωριμίας στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, όταν του συστήθηκα μέσω της διδακτορικής μου διατριβής «Criminalité violente en contexte urbain. À Athènes, produit d’urbanisation rapide», την οποία αναφέρει στο σύγγραμμά του «Η εγκληματολογική σκέψη» (σ.395), ως μοναδικό παράδειγμα ελληνικής βιβλιογραφίας στον τομέα αυτό. Με κοινό σημείο τις σπουδές αμφοτέρων στη Γαλλία (στο Στρασβούργο για εκείνον, στο Παρίσι για εμένα με διαφορά δύο δεκαετιών), την ανιδιοτελή αγάπη μας για την Εγκληματολογία και την προσήλωσή μας στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του, η εξέλιξη προοιώνιζε τη γόνιμη συμπόρευσή μας επί τρεις δεκαετίες, με στόχο την ανάπτυξη της επιστήμης μας στην Ελλάδα και τη σύνδεσή της με το διεθνές περιβάλλον.
Ι. Ο 20ός αιώνας χαρακτηρίσθηκε από την επιτάχυνση του ρυθμού της αστικοποίησης και η σύγχρονη κοινωνία ταυτίσθηκε με την αστεακή κοινωνία, δηλαδή, την κοινωνία η οποία απορρέει από τη διαδικασία της αστικοποίησης και χαρακτηρίζεται από την πληθυσμιακή συγκέντρωση στα αστικά κέντρα, την εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών, την επέκταση του ιστού της πόλης και την ολοκληρωτική εξάρτηση του αγροτικού τομέα από τον αστικό.

Η μελέτη της εγκληματικότητας σε σχέση με το χώρο/περιβάλλον ξεκίνησε ήδη από τον 19ο αιώνα και σήμερα, η πλειονότητα των σύγχρονων εγκληματολογικών ­προσεγγίσεων περιλαμβάνει τη μεταβλητή του μεγέθους οικισμού στην προβληματική της. Παράλληλα, αναπτύσσονται οι τεχνικές αποτύπωσης της εγκληματικότητας μέσα από τα σύγχρονα μοντέλα χαρτογράφησης και γεωγραφικής ανάλυσης, ενώ ιδιαίτερο βάρος αποδίδεται στο ρόλο των περιβαλλοντικών παρεμβάσεων στην πρόληψη του εγκλήματος.
Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, διαπιστώνουμε ότι πολλές από τις έννοιες αυτές αναδείχθηκαν μέσα από τη λεγόμενη οικολογική προσέγγιση της εγκληματικότητας και επανεξετάζονται μέσα από τη σύγχρονη εκφορά της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας.

Πρόδρομοι των οικολογικών ερευνών ήταν οι ιδρυτές της Γαλλοβελγικής Χαρτογραφικής Σχολής, A. Quételet και A.M. Guerry, οι οποίοι στις αρχές του 19ου αιώνα προέβησαν στη γεωγραφική κατανομή της εγκληματικότητας και τη χαρτογράφησή της, μέσα από τη δημιουργία της πρώτης εγκληματολογικής στατιστικής διεθνώς (Compte Général de la Justice Criminelle) στη Γαλλία, το 1825. Στο πλαίσιο αυτό, διερευνήθηκαν οι γεωγραφικές διακυμάνσεις της εγκληματικότητας σε συνδυασμό με μια σειρά κοινωνικο-οικονομικούς, πολιτισμικούς και λοιπούς παράγοντες. Τα ευρήματά τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικά και καινοτόμα, εφόσον συνέδεσαν τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας με
τις περισσότερο αστικοποιημένες περιοχές και τα εγκλήματα βίας κατά των προσώπων με τις αντίστοιχες αγροτικές. Έτσι, η Σχολή αυτή συνέβαλε σημαντικά στη θεμελίωση της επιστήμης της Εγκληματολογίας, ενώ επηρέασε την Οικολογική Σχολή του Σικάγου και γενικά τις επόμενες οικολογικές μελέτες της εγκληματικότητας.

Όμως, και στην Αγγλία υπήρξαν σχετικές μελέτες από τους Henry Mahew και Rawson, εφόσον ο μεν πρώτος εστίασε στις «εγκληματικές συνοικίες» (criminal neighborhoods) με έμφαση στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, ο δε δεύτερος στη γεωγραφική ανισοκατανομή του εγκλήματος.

Ωστόσο, η Σχολή του Σικάγου δέχθηκε επιρροές και από θεωρητικούς της εποχής, όπως ο Emile Durhkeim, με τη συνεισφορά της ολιστικής (aggregated) ανάλυσης και ο Louis Wirth, με τον προβληματισμό αναφορικά με τις επιπτώσεις της αστικοποίησης στην κοινωνική συνοχή και τη συνεπαγόμενη επίδρασή τους στο έγκλημα και την ανασφάλεια.

ΙΙ. Στο πλαίσιο των σημαντικών κοινωνικών αλλαγών που προηγήθηκαν και του επιστημονικού προβληματισμού που αναπτύχθηκε σχετικά με τις επιπτώσεις τους στο εγκληματικό φαινόμενο, οι Robert Ezra Park, Ernest W. Burgess & Roderick Dunkan Mackenzie διατύπωσαν, στις αρχές του 20ού αιώνα, την προσέγγισή τους για την οικολογική προσέγγιση της εγκληματικότητας στο κλασικό σύγγραμμά τους The City, που εκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1925.

Με αφετηρία τη θεωρία του Robert Ezra Park για την ανθρώπινη οικολογία, επιχειρήθηκε ένας παραλληλισμός μεταξύ του ζωϊκού και φυτικού οικοσυστήματος με την οργάνωση της ανθρώπινης ζωής στις κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικοί μηχανισμοί αναλύονται και ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα ανταγωνισμού και επιβίωσης ανάμεσα στη φύση, τους ανθρώπους και τα άλλα έμβια όντα. Συγκεκριμένα, ο Park θεωρούσε ότι οι ανθρώπινες κοινότητες συγγενεύουν πολύ με το φυσικό περιβάλλον τους και ότι η επέκτασή τους δεν ήταν τυχαία αλλά ακολουθούσε μια τυπολογία και μπορούσε να γίνει αντιληπτή με όρους ανάλογους με εκείνους που ισχύουν σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ακολουθείται και εν προκειμένω το συνεχές κάθε φυσικής οικολογίας, δηλαδή «εισβολή-κυριαρχία-διαδοχή».

Γι’ αυτόν, «η πόλη δεν είναι απλά ένας τεχνικός μηχανισμός και μια αυθαίρετη κατασκευή αλλά εμπλέκεται στις ζωτικές διαδικασίες των ανθρώπων που την συνθέτουν, είναι ένα προϊόν της φύσης και μάλιστα της ανθρώπινης φύσης». Είναι η ‘φυσική κατοικία’ του πολιτισμένου ανθρώπου και ως τέτοια, «είναι μια πολιτισμική περιοχή που χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο πολιτισμικό της τύπο». Αυτό το ‘οργανικό σύνολο’ διαμορφώνεται με όρια την εσωτερική δομή της και την ηθική της τάξη.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν για τη ζωή των ανθρώπων ‘φυσικές περιοχές’ αντίστοιχες με εκείνες των ζώων ή των φυτών, στις οποίες ο πληθυσμός κατανέμεται σε οικονομική και πολιτισμική βάση, έτσι ώστε κάθε περιοχή να χαρακτηρίζεται από έναν πληθυσμό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο διαχωρισμός αυτός της πόλης περιορίζει την ανάπτυξη προς ορισμένες κατευθύνσεις ενώ την αφήνει ελεύθερη προς άλλες. Δεδομένου ότι ο χώρος είναι αντικείμενο διεκδίκησης, στον έναν ή τον άλλο τομέα τείνουν να συγκεντρώνονται, εκούσια ή ακούσια, πολίτες που έχουν μεταξύ τους, αν όχι κοινούς στόχους, τουλάχιστον κοινά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται, επίσης, στις δραστηριότητες που εγκαθίστανται σε κάθε περιοχή.
Η έννοια του ανταγωνισμού αποκτά κεντρική σημασία στην προσέγγιση της ανθρώπινης οικολογίας και από τον Roderick Dunkan McKenzie, ενώ βάσει των παραπάνω, ο Ernest W. Burgess διατύπωσε το μοντέλο των ομόκεντρων ζωνών. Αρχής γενομένης από το Σικάγο και επεκτείνοντάς το και σε άλλες αμερικανικές πόλεις, το μοντέλο αυτό παρουσιάζει τη δομή της σύγχρονης πόλης, η οποία ξεκινάει από το κέντρο της και επεκτείνεται σύμφωνα με το παρακάτω σχήμα:
ΠΗΓΗ: E. Burgess, “La croissance de la ville. Introduction à un projet de recherche”, στο Y. Grafmeyer, I. Joseph (Dir.), L’ école de Chicago, Aubier, Res Champ urbain, Paris, 1984, σ. 131.
• Η 1η ζώνη περιλαμβάνει τον κεντρικό τομέα (the loop) των επιχειρήσεων και των εμπορικών δραστηριοτήτων.
• Η 2η ζώνη είναι η λεγόμενη μεταβατική ζώνη. Πρόκειται για μια περιοχή μικτής χρήσης, όπου οι κατοικίες παραχωρούν τη θέση τους στις βιομηχανίες ή τις επιχειρήσεις. Εξ αιτίας αυτού του μεταβατικού της χαρακτήρα είναι η πλέον υποβαθμισμένη περιοχή από άποψη ποιότητας κατοικίας.
• Στην 3η ζώνη τοποθετούνται οι κατοικίες των εργαζομένων στα εργοστάσια της 2ης ζώνης, ώστε να βρίσκονται κοντά στον τόπο εργασίας τους.
• Η 4η ζώνη είναι η ζώνη των ακριβών κατοικιών, και
• Στην 5η ζώνη τοποθετούνται τα προάστια, οι πόλεις-δορυφόροι και οι πόλεις-κοιτώνες, οι οποίες αποτελούνται από τεράστιες κτιριακές κατασκευές ικανές να στεγάσουν μεγάλο αριθμό ενοίκων.
Αν και το μοντέλο των ομόκεντρων ζωνών δεν έτυχε καθολικής αποδοχής, αποτέλεσε τη βάση στην οποία οι Clifford Shaw και Henry McKay, πραγματοποίησαν την πολύ γνωστή έρευνά τους Juvenile delinquency in urban areas. Πρόκειται για την πρώτη ερευνητική εφαρμογή της οικολογικής προσέγγισης του εγκλήματος, με ανάπτυξη προσιδιάζουσας, σύνθετης και ιδιαίτερα απαιτητικής μεθοδολογίας (σε μια εποχή που τα μέσα ήταν λιγοστά και πολλοί πίνακες και χάρτες έγιναν ιδιοχείρως), η οποία δικαίως θεωρείται ως και σήμερα, ‘πιλότος’ αυτού του τύπου ερευνών.
Οι έρευνές τους αφορούσαν συνολικά την παραβατικότητα 55.998 αγοριών ηλικίας 10-16 ετών, για το χρονικό διάστημα 1900-1927. Χρησιμοποίησαν, όπως προαναφέρθηκε, μια σύνθετη μεθοδολογία, χρησιμοποιώντας στατιστικές εγκληματικότητας, σχολικές καταγραφές, συνεντεύξεις και επιτόπια παρατήρηση, καθώς και οικονομικά και υγειονομικά στατιστικά δεδομένα. Υπολογίζοντας την πυκνότητα κατανομής της νεανικής παραβατικότητας (ανάλογα με τον τόπο κατοικίας των καταδικασθέντων) στις διάφορες περιοχές της πόλης, διαπίστωσαν ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας μειώνονταν από το κέντρο κατά ημικύκλια και ότι το υψηλότερο ποσοστό εντοπιζόταν στη μεταβατική ζώνη, η οποία περιέβαλε τον κεντρικό τομέα των επιχειρήσεων και ήταν η πιο υποβαθμισμένη από όλες, ενώ το χαμηλότερο στις κατοικήσιμες συνοικίες της περιφέρειας, σύμφωνα με το προαναφερθέν μοντέλο των πέντε ομόκεντρων ζωνών. Η μεταβατική ζώνη ήταν η παλαιότερη περιοχή της πόλης, με κτίρια κατεστραμμένα, ghettos, χωρίς προοπτική ανακαίνισής τους λόγω της γειτνίασης με το υπερφορτωμένο εμπορικό κέντρο. Στη ζώνη αυτή κατοικούσαν, προσωρινά τουλάχιστον, οι μετανάστες που έφθαναν για πρώτη φορά στην πόλη και οι οποίοι δεν είχαν, στο στάδιο αυτό, τη δυνατότητα για καλύτερες επιλογές κατοικίας. Δεν συνέδεσαν, ωστόσο, την εγκληματικότητα με την εθνική προέλευση αλλά με τις κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, στην οποία υποστήριξαν ότι απέτυχε η κοινοτική κοινωνικοποίηση και ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος. Μάλιστα, παρατήρησαν ότι τα ποσοστά παραβατικότητας των ανηλίκων που κατοικούσαν εκεί μειώνονταν όταν άλλαζαν ζώνη κατοικίας, επιβεβαιώνοντας τη θεωρητική τους προσέγγιση για την πολιτισμική μετάδοση αξιών από γενιά σε γενιά και την απόδοση εγκληματογόνων χαρακτηριστικών στις αντίστοιχες περιοχές εγκατάστασής τους μέσω των προαναφερθεισών διαδικασιών.

Σε μακρο-επίπεδο, ο συσχετισμός της εγκληματικότητας με τη γεωγραφική κατανομή της εκφράστηκε μέσα από την έννοια της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, ενώ σε επίπεδο ατομικής συμπεριφοράς, υιοθέτησαν τη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού του Sutherland, που αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο της κοινωνικοποίησης σε συνθήκες παρέκκλισης παρά συμμόρφωσης στο νόμο.

Το 1932, μάλιστα, ο Shaw εγκαινίασε το Chicago Area Project, που περιλάμβανε ποικίλα προγράμματα αναβάθμισης των υποδομών στις περιοχές που εφαρμόσθηκε και ενίσχυσης της έννοιας της κοινότητας στους κατοίκους
τους για την αντιμετώπιση των σχετικών με το έγκλημα προβλημάτων, θεμελιώνοντας έτσι την πρώτη μορφή κοινοτικής πρόληψης του εγκλήματος.

Η κριτική που έχει δεχθεί το μοντέλο αυτό -με ουσιωδέστερη τη λεγόμενη οικολογική πλάνη (ecological fallacy)- αφορά τόσο θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά ζητήματα ως προς την έννοια της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και τη σύνδεσή της με κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά καθώς και την προσέγγιση της εγκληματικότητας μέσα από επίσημα στατιστικά δεδομένα.

Ειδικά για την έννοια της αποδιοργάνωσης, αξίζει να αναφερθεί ότι ως όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τους Thomas & Znaniecki (1920) σε μια έρευνα για τους Πολωνούς μετανάστες στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις και η αρχική σημασία αφορούσε το επίπεδο θεσμικής οργάνωσης. Δευτερευόντως επεκτάθηκε η έννοια αυτή και στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η κοινωνική αποδιοργάνωση συνδέθηκε με την αδυναμία αυτορρύθμισης της κοινότητας εξ αιτίας της επίδρασης ισχυόντων συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς σε εξατομικευμένα μέλη της ομάδας. Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ του συλλογικού και του ατομικού, διαμεσολαβούμενη και μέσα από καταστασιακούς παράγοντες παραμένει στο επίκεντρο των σύγχρονων εγκληματολογικών προσεγγίσεων.
ΙΙΙ. Παρά τις όποιες κριτικές, η σημασία που διαδραμάτισε η Οικολογική Σχολή του Σικάγου είναι μεγάλη και στα τρία θεμελιώδη επίπεδα της επιστήμης της Εγκληματολογίας, μέσα και από την αλληλόδρασή τους: θεωρία-έρευνα-εφαρμογή.
Σε επίπεδο θεωρίας και έρευνας, η μελέτη του εγκλήματος σε σχέση με το χώρο-περιβάλλον ωφελήθηκε ιδιαίτερα από τις μελέτες της Σχολής του Σικάγου μέσα από την εισαγωγή νέων μεθόδων έρευνας και μελέτης του ρόλου των κοινωνικών διαδικασιών στην εξήγηση της κατανομής της ενδοαστεακής κατανομής της εγκληματικότητας. Όσον αφορά, ειδικότερα, το βασισμένο στην κοινωνική αποδιοργάνωση θεωρητικό πλαίσιο, η συνεισφορά της είναι σημαντική, μέσα από την απόδοση εξηγητικού ρόλου σε αυτήν και συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην εξέλιξη της εν λόγω έννοιας.
H μεγάλη σημασία της Σχολής αυτής αντανακλάται, σαφώς, στην ποσότητα και την ποιότητα των ερευνών που ακολούθησαν. Αρχής γενομένης από την έρευνα του Bernard Lander για την παραβατικότητα των ανηλίκων στη Βαλτιμόρη, καθώς και των πιο σύγχρονων ερευνών αυτής της κατηγορίας, που ακολούθησαν σε Ευρώπη και Αμερική, συνάγεται ενισχυμένος ο ρόλος της αστικοποίησης στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ευνοϊκού για την όξυνση των συγκρούσεων που συχνά μεταφράζονται με όρους εγκληματικότητας, καθώς και της ανασφάλειας που απορρέει στο έτσι διαμορφωμένο περιβάλλον.
Ενδεικτική, άλλωστε, η τάση αρχιτεκτονικού προσδιορισμού των εγκληματογόνων παραγόντων που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, τις δεκαετίες ’60-΄70, αποδίδοντας χαρακτηριστικά εγκληματογένεσης και ανασφάλειας σε ορισμένες μορφές δομημένου (κτισμένου) περιβάλλοντος.

Ωστόσο, η πιο ουσιαστική σύνθεση προκύπτει από τη σύγχρονη προσέγγιση της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας (Environmental Criminology) και ειδικότερα της Αστεακής Εγκληματολογίας (Urban Criminology), επειδή εν προκειμένω τίθεται το πλαίσιο μελέτης σύμφωνα με το οποίο «τα εγκληματικά περιστατικά πρέπει να γίνονται κατανοητά ως η συνισταμένη των δραστών, θυμάτων ή εγκληματικών στόχων και νόμων, σε ειδικά περιβάλλοντα και σε ιδιαίτερους χρόνους και τόπους». Στο πλαίσιο αυτό, η αναζήτηση εστιάζει στην τυπολογία του εγκλήματος και την εξήγησή της μέσα από όρους περιβαλλοντικής επίδρασης.

Η περιβαλλοντική οπτική βασίζεται σε τρεις κύριες θέσεις:
Α) Η εγκληματική συμπεριφορά επηρεάζεται σημαντικά από το χαρακτήρα του άμεσου περιβάλλοντος στο οποίο εκδηλώνεται.
Β) Η κατανομή της εγκληματικότητας στο χώρο και στο χρόνο δεν είναι τυχαία.
Γ) Η κατανόηση του ρόλου του περιβάλλοντος στην εγκληματικότητα είναι σημαντική για την πρόληψη και αντιμετώπισή του.
Ορθά, λοιπόν, θεωρείται ότι η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία αποτελεί έναν όρο ‘ομπρέλα’ που περιλαμβάνει ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις που εστιάζουν στην θεωρία των καθημερινών δραστηριοτήτων (routine activity theory), τη γεωμετρική θεωρία του εγκλήματος (geometric theory of crime), τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής (rational choice theory) και την τυπολογική ανάλυση του εγκλήματος (pattern theory), η οποία είναι μια μετα-θεωρία των τριών προηγούμενων. Αυτή η σχετικά νέα Σχολή εγκληματολογικής σκέψης εστιάζει, κατά κύριο λόγο, στο περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η εγκληματική συμπεριφορά και όχι στο δράστη της και αυτή είναι μια μεγάλη διαφοροποίηση συγκριτικά με την οικολογική Σχολή του Σικάγου.
Όλες οι παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις, βασίστηκαν σε εμπειρικές έρευνες μέσα από τη χρήση σύνθετων, σύγχρονων και δόκιμων μεθοδολογικών εργαλείων, με έμφαση στην τεχνική της χαρτογράφησης που έχει εξελιχθεί σε πολλά επίπεδα και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, ενώ σε επίπεδο εφαρμογής -και επειδή το ενδιαφέρον δεν εξαντλείται μόνο στο έγκλημα αλλά επεκτείνεται και στο φόβο του εγκλήματος και στην ανασφάλεια- συνδέονται με την πρόληψη σε τοπικό επίπεδο εστιάζοντας, κυρίως, σε συστηματοποιημένες και συντονισμένες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις που αντανακλώνται αφενός μέσα από σύγχρονες μορφές κοινοτικής πρόληψης και αφετέρου, μέσα από τα προγράμματα Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED).

Ενδεικτική η επίδραση των μελετών της Οικολογικής Σχολής του Σικάγου σε πολλά προγράμματα που εστίασαν στη μελέτη της χωρικής κατανομής του εγκλήματος, όπως ενδεικτικά στο Project on Human Development in Chicago Neighborhoods και το Peterborough Adolescent and Young Adult Development Study (Cambridge University). Όπως άλλωστε και σε όλα τα προγράμματα κοινοτικής πρόληψης σε τοπικό επίπεδο.

Εν κατακλείδι, η συμβολή της Οικολογικής Σχολής του Σικάγου είναι ιδιαίτερα σημαντική σε όλα τα επίπεδα και συνεχίζει να αποτελεί τη βάση για τις σύγχρονες μελέτες της σχέσης χώρου-περιβάλλοντος με το έγκλημα και την πρόληψή του, διότι εντάσσεται στην οπτική μιας σφαιρικής προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου, αναδεικνύοντας το ρόλο της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ατομικής συμπεριφοράς και του πλαισίου εντός του οποίου διαμορφώνεται και εκδηλώνεται.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα