Κείμενο
Ι. Εισαγωγικά
Στο πλαίσιο του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, ρυθμίσεις που κατατείνουν στην προστασία ευάλωτων μαρτύρων συναντάει κανείς στις διατάξεις των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ. Λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εγκλημάτων του 19ου Κεφαλαίου του ΠΚ, ο νομοθέτης παρεκκλίνει από τον γενικό κανόνα του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων, προϋποθέτοντας για τη διεξαγωγή αυτής, τον διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων (παιδοψυχίατρων ή παιδοψυχολόγων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων αντίστοιχα). Σκοπός αυτών των διατάξεων είναι να προστατεύσει τα ανήλικα (227 ΚΠΔ) ή τα ενήλικα θύματα (228 ΚΠΔ) των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν.
Πλέον, με το άρθρο 80 του Ν 5090/2024 ορίζεται ότι και τα ανήλικα θύματα των ποινικών αδικημάτων του Ν 3500/2006 «περί αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», εξετάζονται με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 227 ΚΠΔ. Αξιοσημείωτο βέβαια είναι το γεγονός ότι, παρόλο που η εξέταση πλέον των ανήλικων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, διενεργείτο με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 227 ΚΠΔ, ο νομοθέτης δεν κατήργησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν 3500/2006, η οποία προέβλεπε την εξέταση των ανήλικων θυμάτων στο ακροατήριο, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 ΚΠΔ που την απαγόρευε ρητά. Με το άρθρο 19 του Ν 5172/2025 τροποποιήθηκε το άρθρο 19 του Ν 3500/2006, προκειμένου να διορθωθεί αυτή η αστοχία και να εναρμονιστεί με τη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ. Έτσι πλέον και στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας κατά ανηλίκου, το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να καλέσει το ανήλικο θύμα στο ακροατήριο, αφού πλέον θα εφαρμοστεί το άρθρο 227 παρ. 6 ΚΠΔ που την απαγορεύει ρητά.
Σήμερα με τον νόμο 5172/2025 - ΦΕΚ Α΄ 10/29.01.2025, διευρύνεται ακόμα πιο πολύ το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 227 ΚΠΔ, αφού προστίθενται στον κατάλογο αδικημάτων για τα οποία εφαρμόζεται και άλλα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, προστίθενται η παρ. 2Α του άρθρου 184, το άρθρο 312 (σωματική βλάβη κατά αδύναμων ατόμων), το άρθρο 315 (ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων), η παρ. 3 όπως προστέθηκε στο άρθρο 330 (παράνομη βία-καταναγκασμός σε γάμο), το άρθρο 333 παρ. 1β (απειλή), το άρθρο 337 παρ. 3 και 5, το άρθρο 346 (εκδικητική πορνογραφία) ΠΚ καθώς και οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 24 και το άρθρο 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (5038/2023).
Αρχικά σημαντικό είναι να δούμε τις διαφορές μεταξύ της πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 227 ΚΠΔ και της «κλασικής» πραγματογνωμοσύνης των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, στην ιδιώνυμη πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 227 ΚΠΔ, το πόρισμα των επιστημόνων αποκαλείται έκθεση, ενώ αντίθετα στην πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 183 επ., το πόρισμα αποκαλείται γνωμοδότηση. Στη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ, ο ειδικός επιστήμονας απαντά μόνο στα ζητήματα που ορίζει ο νόμος και προετοιμάζει τον ανήλικο να εξεταστεί από το προανακριτικό όργανο ή από τον ανακριτή. Αντίθετα, στην κοινή πραγματογνωμοσύνη, τα υπό εξέταση ζητήματα τα θέτει ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής και με τη γνωμοδότηση ο πραγματογνώμων δύναται, εκτός των τασσόμενων ζητημάτων, να προβεί και σε περαιτέρω έρευνα προς διάγνωση της αλήθειας.
Η πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 227 ΚΠΔ δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Αν και στη διαδικασία αυτή μετέχει πραγματογνώμονας δεν πρόκειται για πραγματογνωμοσύνη με τη στενή έννοια του όρου, γι’ αυτό άλλωστε το άρθρο 227 ΚΠΔ εντάχθηκε στο κεφάλαιο για την εξέταση των μαρτύρων και όχι στο κεφάλαιο για τους πραγματογνώμονες και τους τεχνικούς συμβούλους. Επίσης, έχει τον
Σελ. 115 ρόλο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται για την προστασία των ευάλωτων μαρτύρων (vulenarable witnesses). Ο όρος αυτός περιγράφει μάρτυρες – συνήθως ανηλίκους ή θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων – τους οποίους ο νομοθέτης κρίνει ότι λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, θα πρέπει να τους εξαιρέσει από την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας τους. Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην έρθει σε επαφή ο θύτης με το θύμα, έχοντας ως βασικό στόχο να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και η ψυχική του υγεία.
Η διαδικασία εφαρμογής της ιδιώνυμης πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 227 ΚΠΔ, είναι επιγραμματικά η ακόλουθη:
Α) Διορισμός πραγματογνώμονα από τον ανακριτικό υπάλληλο ή τον ανακριτή (ανάλογη εφαρμογή διατάξεων 183 επ. ΚΠΔ). Αρκεί η απλή γνωμοδότηση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών όταν τον διορίζει ο ανακριτής, χωρίς να χρειάζεται σύμφωνη γνώμη (αρ. 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 και 227 παρ. 2 ΚΠΔ).
Β) Κοινοποίηση διάταξης για διορισμό πραγματογνώμονα στους διαδίκους σύμφωνα με τον νΚΠΔ (δικαίωμα εξαίρεσης 191-192 ΚΠΔ, διορισμό τεχνικών συμβούλων 204 ΚΠΔ αποκλείοντας το 207 ΚΠΔ, ήτοι την προσωπική επαφή του τεχνικού συμβούλου με το θύμα-ανήλικο).
Γ) Προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση και κρίση περί της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής του κατάστασης.
Δ) Υποβολή της έκθεσης (γνωμοδότησης) από τον ειδικό επιστήμονα.
Ε) Κατάθεση ανηλίκου παρουσία του παιδοψυχολόγου/παιδοψυχίατρου, η οποία έχει εγγυητικό ρόλο. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ή τους δικαστικούς λειτουργούς μέσω του διορισθέντος παιδοψυχολόγου/παιδοψυχίατρου.
Η σύνταξη πραγματογνωμοσύνης τέθηκε για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του περιεχομένου της κατάθεσης. Επομένως, αν η πραγματογνωμοσύνη παραλειφθεί ή δεν απαντά στα ερωτήματα που θέτει ο νόμος, απαγορεύεται αυτόματα η αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης στην ακροαματική διαδικασία. Συνεπώς, η μαρτυρική κατάθεση είναι άκυρη και ως εκ τούτου, η ανάγνωση της άκυρης κατάθεσης προκαλεί νέα απόλυτη ακυρότητα. Συμπερασματικά, η αξιολόγηση της άκυρης κατάθεσης ως άκυρο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του δικαστηρίου δεν φαίνεται ορθή.
Σ’ αυτό το πνεύμα κινήθηκε και η ΑΠ 884/2022, η οποία έκρινε ότι «έχει ως συνέπεια να προσβάλλονται και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου και ιδίως αυτά του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, περί προσήκουσας εξέτασης - λήψης καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κάθε αντίστοιχης ληφθείσας κατάθεσης - διενεργούμενης εξέτασης εκάστου των ανηλίκων, οι οποίες πρέπει να αποσπαστούν από το αποδεικτικό υλικό, σύμφωνα με το άρθρο 171 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 δ΄ ΕΣΔΑ. Κατά το σύστημα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το δικαίωμα του άρθρου 6 παρ. 3 δ΄ ΕΣΔΑ είναι υπερασπιστικό δικαίωμα, του οποίου η παραβίαση προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη κατά τον τρόπο αυτό, δεν θα πρέπει να συνεκτιμάται με άλλα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό δικαιοδοτικής κρίσης, αλλά θα πρέπει να αποχωρίζεται από το αποδεικτικό υλικό». Mε το σκεπτικό αυτό κρίθηκε ότι η επαναξιολόγηση των άκυρων προανακριτικών καταθέσεων των ανηλίκων παθόντων κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο προκαλεί απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο.
Αρχικά, το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει έναν διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος, όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος διορισθείς πραγματογνώμονας από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου· εν συνέχεια δια μέσου αυτού λαμβάνει χώρα η εξέταση του ανήλικου θύματος, είτε από τον προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή. Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα συνίσταται στην προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση, δηλαδή στη δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, στην ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και στην ενημέρωσή του για τη σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται είτε από τους ψυχολόγους ή ψυχιάτρους που υπηρετούν στην αρμόδια Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση είτε από τον πίνακα πραγματογνωμόνων. Η προτεινόμενη προσθήκη στην παρ. 1 του άρθρου 227 ΚΠΔ, όσον αφορά την επιλογή ειδικών από τη γενική περιφερειακή αστυνομική διεύθυνση, κρίθηκε σκόπιμη, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5072/2025, προκειμένου να είναι εφικτή η εξέταση των ανηλίκων υπό την ανωτέρω προστατευτική και υποστηρικτική συνθήκη, ακόμα και στις έδρες των πρωτοδικείων, όπου είτε δεν υφίσταται αυτοτελή γραφεία προστασίας ανήλικων θυμάτων, είτε δεν περιλαμβάνονται τέτοιες ειδικότητες στους πίνακες πραγματογνωμόνων. Δυστυχώς, αυτό που πετυχαίνει ο νομοθέτης με την προσθήκη αυτή είναι έμμεσα να αναιρέσει το επόμενο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 227 ΚΠΔ, όπου ορίζει ρητά ότι ο χώρος εξέτασης των ευάλωτων μαρτύρων πρέπει να είναι ειδικά σχεδιασμένος και διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Άρα εύλογα διατυπώνεται το ερώτημα πώς ο χώρος ενός αστυνομικού τμήματος θεωρείται κατάλληλος έτσι ώστε να αποφευχθεί η δευτερογενής θυματοποίηση ενός ευάλωτου μάρτυρα.
Σελ. 116 Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι με το άρθρο 120 του Ν 4855/2021, απαλείφθηκε το «υποχρεωτικά» από τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 ΚΠΔ που υποχρέωνε να διενεργηθεί η εξέταση του μάρτυρα από διορισθέντα ειδικό επιστήμονα που υπηρετεί στα αυτοτελή γραφεία ανηλίκων. Επομένως δίνεται η δυνατότητα όπου δεν υφίστανται αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων, η δικανική εξέταση των ανηλίκων να διενεργείται είτε από ψυχολόγο ή ψυχίατρο που υπηρετεί στην αρμόδια Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση, είτε από ειδικά εκπαιδευμένο παιδοψυχίατρο ή παιδοψυχολόγο που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων (185 ΚΠΔ), σε ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους χώρους (άρθρα 68 και 69α, παρ. 2, 3 Ν 4478/2017), που οργανώνονται στα δικαστικά κτήρια ή εντός των υπηρεσιών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής, με τρόπο που να εξασφαλίζεται η αποτροπή δευτερογενούς θυματοποίησης και η εν γένει φροντίδα προς το ανήλικο θύμα. Ο νομοθέτης με αυτόν τον τρόπο ήθελε να προβλέψει την πρόκληση απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρο 171 παρ.1 δ΄ ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί η εξέταση στα αυτοτελή γραφεία ανηλίκων, δεδομένου ότι σε λειτουργία βρίσκονται αυτή τη στιγμή τα γραφεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Παρατηρούμε επομένως ότι ο νομοθέτης θέλοντας να «καλύψει» την αδράνεια του κράτους που όφειλε να προχωρήσει στη σύσταση αυτοτελών γραφείων ανηλίκων σ’ όλη την επικράτεια, κάνει ένα βήμα πίσω, καταργώντας την υποχρεωτικότητα της εξέτασης στα αυτοτελή γραφεία και επί της ουσίας, επανέρχεται σιωπηρά στην προτέρα κατάσταση. Ποιος ο λόγος λοιπόν, αφού δίνεται η δυνατότητα διορισμού είτε από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση είτε από τον πίνακα, να προσέρχεται για εξέταση ο δικαστικός λειτουργός στα αυτοτελή γραφεία ανηλίκων;
Καθίσταται επιτακτική ανάγκη, κατά τη γνώμη της γράφουσας, να επανέλθει η υποχρεωτικότητα εξέτασης του ανήλικου θύματος από ειδικό επιστήμονα που υπηρετεί στα αυτοτελή γραφεία ανηλίκου, τα οποία διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές όπως αυτές ορίζονται με σαφήνεια στην ΥΑ 7320/2019, αλλά και το έμψυχο δυναμικό αποτελούμενο από ειδικούς επιστήμονες, έτσι ώστε να διασφαλίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η όσον το δυνατόν πιο «ανώδυνη» εξέταση του ανήλικου θύματος. Ούτως ή άλλως, ο διορισμός μέσω πίνακα καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, πολλές φορές και ανέφικτος, είτε γιατί ο πίνακας δεν είναι επικαιροποιημένος, περιλαμβάνοντας επιστήμονες που δεν επιθυμούν να διοριστούν, είτε γιατί ένας μεγάλος αριθμός αυτών αρνείται να προσέλθει λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Αλλά και η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση, πλην αυτής της Αττικής (Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής - Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, που εδράζεται στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας), είναι πολύ πιθανό να μην διαθέτει τα κατάλληλα τεχνολογικά μέσα που απαιτούνται, έτσι ώστε να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 227 παρ. 4 ΚΠΔ και συγκεκριμένα η καταγραφή της κατάθεσης με οπτικοακουστικά μέσα. Άρα ο νομοθέτης επί της ουσίας καταργεί σιωπηρά την υποχρεωτικότητα της καταγραφής, διότι γνωρίζει ότι πλην των αυτοτελών γραφείων ανηλίκων, κανένας άλλος χώρος είτε ιδιωτικός (γραφείο διορισμένου ψυχιάτρου ή ψυχολόγου) είτε δημόσιος (γενική αστυνομική διεύθυνση) δεν διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές. Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι για την υποχρεωτικότητα της καταγραφής της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο έχει προβλέψει η οδηγία 2011/93ΕΕ (άρθρο 20).
ΙΙ. Ερμηνεία του άρθρου 227 ΚΠΔ
Ειδικότερα, για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων ενώπιον του εισαγγελέα, των ανακριτικών υπαλλήλων ή του ανακριτή, ακολουθείται η εξής διαδικασία: Διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο ή το ενήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, όπου θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάστασή του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμονας ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητά του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης και την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο). Ο επιστήμονας ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης. Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα, ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του.
Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε, ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους ειδικούς επιστήμονες από τους συνηγόρους υπεράσπισης, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει, γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση την κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης.
Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει: α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς τον δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότη
Σελ. 117τα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων». Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια), προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας).
Η γραπτή έκθεση με την οποία διαπιστώνεται η ψυχική και αντιληπτική ικανότητα του ανήλικου θύματος, η οποία είναι ουσιαστικά πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ στην περίπτωση που, ενώ οι συνεδρίες για την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν από την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011 (ΝΟΜΟΣ) και ΑναθΔικ 4/2012 (ΠοινΧρον 2013, 232) έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προϊσχύον δίκαιο (άρθρο 226Α παρ. 2) ούτε και στο ισχύον (άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ), συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο.
Όμως στην πράξη, δημιουργούνται δύο ζητήματα, αφενός ως προς το πώς θα περατωθεί η ανάκριση και ο Ανακριτής θα διαβιβάσει τα έγγραφα της δικογραφίας στον Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 308 ΚΠΔ - εφόσον για να συμβεί αυτό, πρέπει κατά ρητή αναφορά στο νόμο να έχει γίνει και η τελευταία ανακριτική πράξη πριν την απολογία του κατηγορουμένου, αφού η ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από τον παιδοψυχολόγο/παιδοψυχίατρο δεν θα έχει ολοκληρωθεί - και αφετέρου αν θα παρακαμφθεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του συνόλου της δικογραφίας σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 308 παρ.1 ΚΠΔ, μετά το πέρας της ανάκρισης.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε έναν ακόμα προβληματισμό που προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 227 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης αναφέρει ότι η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από προανακριτικούς υπαλλήλους διά του παριστάμενου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Με την πρώτη ανάγνωση της διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλει ενδεχομένως να ορίσει, χρησιμοποιώντας την πρόθεση «διά», ότι η εξέταση θα πραγματοποιείται από τον ειδικό επιστήμονα, ο οποίος θα είναι αυτός που θα μεταφέρει στο ανήλικο θύμα τις ερωτήσεις των δικαστικών λειτουργών ή των προανακριτικών υπαλλήλων. Παρόλα αυτά στην πράξη, βλέπουμε ότι η εξέταση λαμβάνει χώρα από τους ανακρίνοντες είτε δικαστικούς λειτουργούς είτε προανακριτικούς υπαλλήλους, με την παρουσία βέβαια του ειδικού επιστήμονα κατά τη διάρκεια αυτής. Άρα, ίσως αυτή η νομοθετική επιταγή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι ο διενεργών την ανάκριση απαγορεύεται να υποβάλλει απευθείας ερωτήσεις στον ανήλικο, αλλά τονίζει τον ουσιώδη διαμεσολαβητικό ρόλο του επιστήμονα ψυχικής υγείας μεταξύ του ανηλίκου και του ανακρίνοντος. Επομένως, ίσως θα ήταν ιδανική μια ορθότερη επαναδιατύπωση της διάταξης, έτσι ώστε να μην προκαλούνται αμφιβολίες ως προς την τήρηση της διαδικασίας, η οποία πρέπει να είναι συγκεκριμένη, δηλαδή η εξέταση να γίνεται από τον ειδικό επιστήμονα και μόνο, με τις ερωτήσεις που θέτει ο ανακρίνων.
Στη συνέχεια, ο προανακριτικός υπάλληλος ή ο ανακριτής οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επί ποινή δε ακυρότητας και στον κατηγορούμενο, οι οποίοι δικαιούνται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στον διορισμό τεχνικών συμβούλων (204 ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης της ανήλικης στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανάκρισης, η γνωστοποίηση στον ύποπτο του διορισμού πραγματογνώμονα, προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 204 παρ. 2 ΚΠΔ.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι ο τεχνικός σύμβουλος δεν έχει και πολλές δυνατότητες. Συγκεκριμένα, δεν έχει δικαίωμα προσωπικής επαφής με το ανήλικο θύμα (να υποβάλει ερωτήσεις, παρατηρήσεις, διευκρινίσεις), απλά μπορεί να παρακολουθεί την εξέταση του ανήλικου θύματος, να λάβει γνώση της έκθεσης του παιδοψυχιάτρου ή παιδοψυχολόγου και να αντικρούσει το περιεχόμενό τους μέσω της υποβληθείσας έκθεσής του. Επομένως η κατάθεση που έχει καταχωρηθεί σε οπτικοακουστικό μέσο αποκτά βαρύνουσα σημασία.
Έτσι τίθεται το εύλογο ερώτημα, αν τελικά θα πρέπει ο τεχνικός σύμβουλος που διόρισε ο κατηγορούμενος, να έχει το δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις, δια μέσου του ειδικού επιστήμονα στο ανήλικο θύμα. Το δικαίωμα όμως αυτό παρέχεται ούτως ή άλλως στον συνήγορο του κατηγορουμένου με τον νΚΠΔ και δη το άρθρο 227 παρ. 3 αυτού, ο οποίος μπορεί να θέσει τις ερωτήσεις του δια μέσου του ειδικού επιστήμονα που θα εξετάσει το ανήλικο θύμα. Κατά την εξέταση ο συνήγορος δεν επιτρέπεται να είναι παρών. Μήπως θα έπρεπε ενδεχομένως να δοθεί στον συνήγορο υπεράσπισης το δικαίωμα να παρακολουθήσει από άλλο χώρο την εξέταση του ανήλικου θύματος και στον τεχνικό σύμβουλο το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις; Η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις θα ήταν θετική στην περίπτωση που αμφότεροι θα είχαν την δυνατότητα να παρευρίσκονται έμμεσα στην εξέταση μέσω συνδέσμου βίντεο ή μονόδρομου καθρέπτη. Παρόλα αυτά, ο νομοθέτης θα μπορούσε να δώσει την δυνατότητα στον τεχνικό σύμβουλο ο οποίος είναι ειδικός επιστήμονας (ψυχολόγος ή παιδοψυχολόγος), να υποβάλει τις ερωτήσεις τόσο τις δικές του όσο και του συνηγόρου του εντολέα του, δια μέσου του ειδικού επιστήμονα που εξετάζει, στο ανήλικο θύμα.
Σύμφωνα με το άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (επί ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος).
Επιπλέον, με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης ή στους συνηγόρους του δηλούντα προς υποστήριξη κατηγορίας, να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις
Σελ. 118 οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Στην περίπτωση άρνησης του ανακριτή να υποβληθούν οι ερωτήσεις, δίνεται το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο κατ’ άρθρο 307 ΚΠΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας, έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ.
Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχώρισής της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής. Ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ των ως άνω διατάξεων του Ν 4478/2017 επισημαινόταν στη νομολογία μας ότι, μέσω της καταχώρισης της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο κι εν συνεχεία της ηλεκτρονικής προβολής της στο ακροατήριο, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και το δικαστήριο έχουν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις του ανηλίκου στις ερωτήσεις που του τέθηκαν και να σχηματίσουν προσωπική άποψη σχετικά με την αξιοπιστία του. Αυτονόητο είναι ότι η εξωλεκτική επικοινωνία και οι σωματικές αντιδράσεις του ανηλίκου έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση της κατάθεσής του (λ.χ. ο χρόνος αντίδρασης στις ερωτήσεις, αν προβαίνει σε κινήσεις που καταδεικνύουν νευρικότητα, δυσκολία ή αμηχανία, αν κοκκινίζει, αν πειράζει ή δείχνει κάποιο σημείο του σώματός του, αν συνοφρυώνεται, βουρκώνει, δακρύζει, χαμογελά ή γελά κ.ά.). Κρίσιμη είναι επίσης η ηλεκτρονική καταγραφή προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος εκφοράς των ερωτήσεων, δεδομένου ότι ακόμα και ο τόνος μιας ερώτησης και το ύφος με το οποίο τίθεται, μπορούν να επηρεάσουν τον ανήλικο.
Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας την παρ. 4, ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ’ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ΄ ΚΠΔ). Μέχρι και σήμερα λόγω αδυναμίας καταγραφής της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, λόγω της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, όσον αφορά τις δικογραφίες που έχουν σχηματισθεί για πράξεις του 2020 και πριν, δύναται να θεωρηθεί στην πράξη ότι αρκεί η προσκόμιση βεβαίωσης από την υπηρεσία που θα διενεργήσει την προβλεπόμενη διαδικασία ότι δεν υφίσταται υλικοτεχνική υποδομή. Παρόλα αυτά από το 2021 λειτουργεί όπως αναφέραμε στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος για την εξέταση του ανηλίκου θύματος, όπου υπάρχει η δυνατότητα πλέον καταγραφής και βέβαια τα αυτοτελή γραφεία ανηλίκων Αθηνών και Θεσσαλονίκης διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές για τη βιντεοσκοπημένη εξέταση των ανήλικων μαρτύρων. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα, τι γίνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου είτε δεν λειτουργούν τα αυτοτελή γραφεία ανηλίκων ακόμα (Πάτρα, Κρήτη), είτε δεν προβλέπονται αυτοτελή γραφεία ανηλίκων.
Η καταγραφή σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο (CD, DVD, USB κ.λπ.) της κατάθεσης του ανηλίκου που θα συνοδεύει την έκθεση εξέτασής του ως στοιχείο της δικογραφίας, συνιστά έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ΄ του ΠΚ, επομένως θα χορηγείται αντίγραφο αυτού στους διαδίκους, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρα 100,105,106,107,108,147 και 244 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά δεν είναι σύννομη η τήρηση αντιγράφου, υπό την έννοια της τήρησης αρχείου στην Υπηρεσία της Διεύθυνσης Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων, όπως αυτό προβλέπεται στην παρ. 1 εδάφιο στ΄ του άρθρου 7 της ΥΑ 7320/2019. Από τη διαδικασία αυτή εξαιρείται η κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή τους με τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι η θέασή του είναι δυνατόν να προκαλέσει ψυχική αναστάτωση και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας του ανηλίκου.
Σύμφωνα με το άρθρο 227 παρ. 4 εδ. β΄ ΚΠΔ σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέτασή του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από την υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα [άρθρα 19 παρ. 4 και 20 παρ. 3-6 της Οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας (4267/2014), άρθρα 9 παρ. 4, 12 παρ. 4 και 15 παρ. 3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 εδ. α΄ ΚΠΔ, η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα (226Α παρ. 4α και 226Β παρ. 4 προϊ
Σελ. 119 σχύσαντος ΚΠΔ). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι’ αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεσή του, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ΄ ΚΠΔ.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το υποχρεωτικό ή μη της καταγραφής κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, διότι ο νομοθέτης έτσι όπως έχει διατυπώσει τη διάταξη έχει επιτρέψει να εμφιλοχωρήσουν αμφιβολίες σε σχέση με την υποχρεωτικότητα ή μη καταγραφής. Ειδικότερα, ο Χ. Νάιντος επισημαίνει ότι στην περίπτωση παράλειψης της ως άνω προδικαστικής καταγραφής δεν φαίνεται να είναι αυτονόητη υπό το ισχύον δίκαιο η κατάφαση της απόλυτης ακυρότητας του άρθρ. 171 παρ. 1 δ΄ KΠΔ. Δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή μιας κατάθεσης που δεν έχει καταγραφεί ηλεκτρονικά για οποιονδήποτε λόγο. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, «στην περίπτωση αυτή αναγιγνώσκεται η κατάθεσή του (ενν. ανηλίκου) στο ακροατήριο και δεν είναι άκυρη και αυτή, καθώς οι δύο τρόποι υποκατάστασης (η έγγραφη και η ηλεκτρονική καταγραφή) πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτοτελώς». Μάλιστα επισημαίνεται ότι η λύση αυτή είναι εναρμονισμένη και με τη δικαστηριακή πρακτική στο πλαίσιο της οποίας δεν προβάλλονται συχνά ηλεκτρονικές καταγραφές. Αντίθετη άποψη έχει καταγραφεί στη νομολογία (βλ. ΑΠ 1332/2019, ΤΝΠ QUALEX), αλλά και στη θεωρία όπως ανέφερε ο κ. Α. Τριανταφύλλου, στην εισήγησή του στο συνέδριο «Ζητήματα απόδειξης στην Ποινική Διαδικασία» της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, ο οποίος αναφέρει ότι η ηλεκτρονική καταγραφή είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης αλλά και κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε εξέταση του παιδιού θύματος θα πρέπει να μπορεί να καταγράφεται οπτικοακουστικά και οι μαγνητοσκοπημένες αυτές εξετάσεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία κατά την ποινική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 24 Οδηγίας 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, τόσο για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανήλικου θύματος, όσο και του κατηγορουμένου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και η απόφαση ΑΠ 997/2023, σύμφωνα με την οποία επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 του ΚΠΔ είναι ειδική και υπερισχύει της γενικής διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 363 του ΚΠΔ, επομένως το Δικαστήριο δύναται να αναγνώσει τις καταθέσεις του παθόντος, εφόσον κατά τον χρόνο (λήψης τους) δεν κατέστη εφικτή η καταχώρησή τους σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο λόγω έλλειψης κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής.
Στη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ ορίζεται ότι αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 228 ΚΠΔ με το άρθρο 121 του Ν 4855/2021 και τον εμπλουτισμό του καταλόγου των αδικημάτων, τίθεται το εύλογο ερώτημα αν όταν ενηλικιωθεί το ανήλικο θύμα θα εφαρμοστεί το άρθρο 227 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ ή η ειδική διαδικασία της διάταξης του άρθρου 228 ΚΠΔ.
Κατά την άποψη της γράφουσας, ορθότερο φαίνεται να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 228 παρ. 5 ΚΠΔ. Με το άρθρο 121 του Ν 4855/2021 τροποποιήθηκε η παρ. 5 του άρθρου 228 ΚΠΔ και προστέθηκε το εδ. β΄ που αναφέρει «σε κάθε περίπτωση, στις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1 πλην εκείνης του άρθρου 323 Α ΠΚ, το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, μπορεί να ζητήσει την εξέταση με φυσική παρουσία του ενήλικου παθόντα, με την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 330 ΚΠΔ, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η ανεύρεσh της αλήθειας. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές».
Ο νομοθέτης με την προσθήκη αυτή, θέλησε να δώσει στο δικαστήριο την ευχέρεια να καλέσει τον ενήλικο παθόντα ενώπιόν του, αφού η προσθήκη αυτή αφορά μόνο τους ενηλίκους (προβλέπεται μόνο στο άρθρο 228 ΚΠΔ και όχι στο 227 ΚΠΔ που αφορά ανηλίκους) και στην περίπτωση που ο ανήλικος κατά τη διεξαγωγή της δίκης ενηλικιωθεί (αντί για τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5β ΚΠΔ), όταν αυτό θεωρείται ανα
Σελ. 120γκαίο, αφού απαιτεί την έκδοση ειδικά αιτιολογημένης απόφασης, ώστε να εξασφαλίζεται όσο γίνεται η προστασία του μάρτυρα-παθόντα από ανώφελη προσαγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά επιπροσθέτως και για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που δικαιολογούν την ενοχή του και απαιτείται η εκ νέου κατάθεση του θύματος. Το δικαστήριο δύναται, είτε να διακόψει όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής ή ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος, είτε να αναβάλει για «κρείσσονες αποδείξεις» σύμφωνα με το άρθρο 352 ΚΠΔ έτσι ώστε να κλητεύσει τον παθόντα στο ακροατήριο, τηρώντας πάντα τις ιδιαίτερες διατυπώσεις, υπό τις οποίες πρέπει να γίνει η εξέταση του.
Ίσως η πρόβλεψη αυτή να είναι μια ελάχιστη ικανοποίηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 3 α περ. δ΄ ΕΣΔΑ.
Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ, ορίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εμφάνιση και εξέταση του ανηλίκου θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου από τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης, αλλά αυτή μπορεί να διενεργηθεί κατ’ εξαίρεση μόνον κατόπιν αιτήματος από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα. Τότε μόνο, όταν γίνει δηλαδή δεκτό το αίτημα από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, μπορούν να τεθούν ερωτήματα στο ανήλικο θύμα ενόσω όμως αυτό βρίσκεται σε άλλο χώρο και όχι ενώπιον του δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων, μέσω ανακριτικού υπαλλήλου που διορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, παρουσία ειδικού επιστήμονα της παρ. 1 εδ. α΄ του αρ. 227 ΚΠΔ, επερχόμενης τοιουτοτρόπως κάμψης της θεμελιώδους αρχής της αμεσότητας, που απαιτεί προσωπική και άμεση επικοινωνία του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα.
Στο άρθρο 227 παρ. 6α΄ ΚΠΔ ορίζεται ότι «[μ]ετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου (/παθόντα), αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 227 παρ. 6β΄ ΚΠΔ: «Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου».
Παρατηρούμε την ομοιότητα της διάταξης με αυτή του άρθρου 328 ΚΠΔ - εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν καθώς και με τη διάταξη του άρθρου 354 ΚΠΔ - μάρτυρες που είναι αδύνατον να εμφανιστούν. Άρα ο δικαστήριο δεν έχει τη δικονομική δυνατότητα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ανήλικο μάρτυρα (αφού για τον ενήλικο προστέθηκε η δεύτερη παράγραφος με το άρθρο 121 του Ν 4855/2021), να τον καλέσει ενώπιόν του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατ’ εφαρμογή των άρθρων 352 παρ. 3, 353 ή 354 ΚΠΔ κατά την κύρια διαδικασία και σύμφωνα με το άρθρο 328 ΚΠΔ κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία και όταν κρίνεται απολύτως αναγκαία. Εάν γίνει δεκτό το αίτημα οι ερωτήσεις καθορίζονται με σαφήνεια και υποστηρίζεται ότι μ’ αυτή τη διαδικασία αναπληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η παρουσία του ανηλίκου στο ακροατήριο.
Ζήτημα τίθεται όμως αν παρόλα αυτά επιλύεται το πρόβλημα επικίνδυνης συρρίκνωσης δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 3δ΄ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε΄ ΔΣΑΠΔ. Το ζήτημα αυτό δεν επιλύεται διότι ο συνήγορος δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέες ερωτήσεις με βάση τις απαντήσεις του ανήλικου μάρτυρα. Θα ήταν ορθότερο ενδεχομένως η παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις απευθείας στο μάρτυρα πάρα μόνο υποβάλλοντας τα εγγράφως στον ανακρίνοντα. Η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΕΔΔΑ να βασισθεί αποκλειστικά σε μια κατάθεση χωρίς να παρασχεθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλλει ερωτήσεις.
Συνοπτικά κλείνοντας να αναφέρουμε ότι η διαδικασία του άρθρου 228 ΚΠΔ είναι όμοια με αυτή του άρθρου 227 ΚΠΔ. Επιπλέον, με το άρθρο 121 του Ν 4855/2021 επεκτείνεται η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ σχετικά με την εξέταση ως μαρτύρων των θυμάτων του άρθρου 323Α ΠΚ περί εμπορίας ανθρώπων και στα άρθρα 336 ΠΚ περί βιασμού, 337 παρ. 4 ΠΚ περί προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε εργασιακό χώρο, 338 ΠΚ περί κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, 343 ΠΚ περί κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, 345 ΠΚ περί γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και 349 παρ. 3 ΠΚ περί μαστροπείας. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξασφάλιση της ανεπηρέαστης και αντικειμενικής κατάθεσης των ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή. Όπως παρατη
Σελ. 121 ρούμε από την αιτιολογική έκθεση, εμπλουτίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων, για τα οποία προβλέπεται αυτή η ειδική διαδικασία εξέτασης ως ειδικών μαρτύρων και ο λόγος είναι διότι ο νομοθέτης θέλει να προστατέψει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως πολίτες τρίτων χωρών, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης που λόγω της κακοποίησης που έχουν υποστεί, αδυνατούν να καταθέτουν χωρίς την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, αλλά και στην αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων που προέρχονται από την επανειλημμένη εξέτασή τους από τις αρχές.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι ο τίτλος της διάταξης αυτής παρέμεινε ο ίδιος. Θεωρούμε ότι αυτό συνέβη λόγω προφανούς παραδρομής, διότι πλέον μετά και την προσθήκη με τον νόμο 4855/2021 και άλλων αδικημάτων στη διαδικασία του άρθρου 228 ΚΠΔ, o τίτλος αυτός δεν προσδιορίζει με ακρίβεια το περιεχόμενό του, αφού δεν αφορά μόνο μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων. Επομένως, κατά τη γνώμη της γράφουσας, ορθότερο θα ήταν το άρθρο 228 ΚΠΔ να μετονομαστεί «ενήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας», αφού πλέον η διαδικασία εξέτασης των ανήλικων μαρτύρων προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ.
ΙΙΙ. Εξέταση ανήλικου παθόντος
στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης στα πλαίσια αυτοφώρου
Στην πράξη μπορούν τα αντισταθμιστικά μέτρα του άρθρου 227 ΚΠΔ να εφαρμοστούν στην αστυνομική προανάκριση με την παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, παρισταμένου ως πραγματογνώμονα;
Η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση των ανήλικων παθόντων συχνά χαρακτηρίζεται προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη, οπότε κατ’ άρθρο 187 ΚΠΔ, δεν είναι απαραίτητη η γνωστοποίηση στον ύποπτο της επικείμενης διενέργειάς της και των οριζόμενων από τον νόμο στοιχείων (τόπος, χρόνος, θέμα διεξαγωγής και διορισμός πραγματογνωμόνων). Όπως αναφέρει ο Πλαγάκος, ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας αυτής ως προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης ενίοτε είναι αμφίβολης ορθότητας, διότι εκφεύγει του σκοπού της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση στο μέτρο του δυνατού της διατήρησης των αντικειμένων που πρόκειται να εξετασθούν. Επομένως, αν η διαδικασία του άρθρου 227 χαρακτηριστεί προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη, τότε πρέπει αμέσως μετά να ακολουθήσει νέα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 187γ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με αυτές της τακτικής πραγματογνωμοσύνης, στο πλαίσιο δε της νέας διαδικασίας δεν θα υπάρχει έρεισμα για τη μη γνωστοποίηση της επικείμενης διαδικασίας στον κατηγορούμενο, ώστε να ζητήσει την εξαίρεση του διορισθέντος πραγματογνώμονα και να διορίσει τεχνικό σύμβουλο και συνήγορο για την άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 227 παρ. 2α και 3 ΚΠΔ.
Στην πράξη, όταν ο ανήλικος προσέρχεται στην αρμόδια αστυνομική αρχή, συνήθως συνοδευόμενος από έναν γονέα ή άλλον συγγενή του, τα στοιχεία του προσώπου, που θα κατονομάσει ο ανήλικος ως δράστη των εις βάρος του αξιόποινων πράξεων, δεν έχουν ακόμη καταγραφεί σε καμία έκθεση της προανακριτικής διαδικασίας. Επομένως, ακόμη δεν υπάρχει ύποπτος ή κατηγορούμενος και γι’ αυτό δεν είναι δυνατή η γνωστοποίηση σε αυτόν της διαδικασίας του άρθρου 227 παρ.1, 2 ΚΠΔ, η οποία θα διεξαχθεί. Έτσι, είναι νομότυπη η μη γνωστοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 204 παρ.1 ΚΠΔ, διότι είναι άγνωστο το πρόσωπο, το οποίο λίγο αργότερα θα καταστεί κατηγορούμενος.
Πρόκειται για έλλειμμα ως προς την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, το οποίο αιτιολογείται αφενός με τη διαπίστωση ότι κατά τον χρόνο διενέργειας της εξέτασης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ δεν υπάρχει ακόμη ύποπτος ή κατηγορούμενος αλλά θα προκύψει από το περιεχόμενο της κατάθεσης και αφετέρου δυνάμει της παραδοχής ότι η διαδικασία του άρθρου αυτού δεν αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά του παθόντος. Αξιολογώντας τα ανωτέρω, σύμφωνα με τη γνώμη της γράφουσας, η επανάληψη της κατάθεσης του ανηλίκου στο στάδιο της κύριας ανάκρισης καθίσταται επιβεβλημένη, όταν στην αυτεπάγγελτη προανάκριση δεν χορηγήθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα άσκησης των κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ δικαιωμάτων του. Ούτως ή άλλως ο ανακριτής, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε ο δικονομικός τύπος του άρθρου 227 παρ.1 και 4 ΚΠΔ κατά την προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση πρέπει να επαναλάβει τη λήψη της μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 248 παρ. 2α΄ ΚΠΔ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του να του εγχειρίσουν γραπτό κατάλογο ερωτήσεων προς τον μάρτυρα, δυνατότητα που δίνεται πλέον μετά τον νΚΠΔ, ώστε να διασφαλιστούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρο 227 παρ. 3) (ΣυμβΠλημΚερκ 23/2014). Αλλά και το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με τη σειρά του, που διαπιστώνει κατά την κρίση του επί της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης (άρθρο 308 παρ.1 ΚΠΔ) μη νομότυπη λήψη της κατάθεσης κατά την προδικασία πρέπει να διατάσσει τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (άρθρο 310 παρ.1δ και 3 ΚΠΔ) για την ορθή επανάληψη της λήψης της μαρτυρικής κατάθεσης από τον ανακριτή.
Αν όμως πριν την κατάθεση του ανήλικου θύματος, προηγείται κατάθεση άλλου προσώπου, π.χ. γονέα, συγγενή και στην κατάθεση αυτή κατονομάζεται συγκεκριμένο πρόσωπο ως δράστης αξιοποίνων πράξεων από αυτές του άρθρου 227 παρ.1α΄ ΚΠΔ, τότε, εάν δεν συντρέχει περίπτωση άμεσης διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να γνωστοποιηθεί (άρθρο 204 παρ.1 ΚΠΔ) στο υποδειχθέν πρόσωπο ότι πρόκειται να ακολουθήσει η εξέταση του ανηλίκου κατά το άρθρο 227 ΚΠΔ, ώστε να δύναται να διορίσει συνήγορο υπεράσπισης και τεχνικό σύμβουλο και πιθανόν να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα.
Η ίδια διαδικασία (γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο κατ’ άρθρο 204 παρ.1α΄ ΚΠΔ) πρέπει να τηρείται, όταν αρχικά η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου διενεργείται χωρίς να είναι ήδη γνωστό το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, αλλά αργότερα λαμβάνεται, πάλι στην προανάκριση, νέα συμπληρωματική κατάθεση του ανηλίκου. Τότε, για τη
Σελ. 122 λήψη αυτής της συμπληρωματικής κατάθεσης πρέπει να τηρείται όχι μόνο η διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ αλλά και αυτή του άρθρου 204 παρ.1α΄ ΚΠΔ, αφού πλέον, μετά τη λήψη της αρχικής κατάθεσης, είναι γνωστή η ταυτότητα του κατηγορουμένου. Το αντίθετο νοείται, αν στην αρχική κατάθεσή του ο ανήλικος δεν κατονόμασε ορισμένο πρόσωπο ως δράστη. Ομοίως, στην περίπτωση, κατά την οποία επαναλαμβάνεται στην προανάκριση η κατάθεση του ανηλίκου, επειδή η πρώτη κατάθεση ήταν άκυρη, για τον λόγο ότι ελήφθη χωρίς την παρουσία παιδοψυχιάτρου, παιδοψυχολόγου, ψυχιάτρου ή ψυχολόγου.
Η δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 352Α ΠΚ θεσπίζει διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασης τόσο του κατηγορουμένου όταν το θύμα είναι ανήλικο και όχι ενήλικο, όσο και των ανήλικων και όχι των ενήλικων θυμάτων στις περιπτώσεις των ανωτέρω εγκλημάτων. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εντοπιστεί όσον αφορά τον κατηγορούμενο, έγκαιρα τυχόν γενετήσια διαστροφή ή παιδοφιλία των προβλεπόμενων στο Κεφάλαιο 19ο του Ποινικού Κώδικα εγκλημάτων. Επομένως, πρόκειται για την καλούμενη ψυχολογική-ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή την ειδική εξέταση τόσο του κατηγορουμένου όσο και του ανήλικου θύματος, που αποσκοπεί στην υποβολή θεραπείας αυτών, δηλαδή του μεν κατηγορουμένου ως προς τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν γενετήσιας διαστροφής του με τη λήψη μέτρων κατάλληλης θεραπείας σε περίπτωση καταδίκης (352Α παρ. 2 ΠΚ), τον αποκλεισμό επανάληψης στο μέλλον και την διευκόλυνση της οικογενειακής του επανένταξης, του δε θύματος ως προς την επίβλεψη και την αντιμετώπιση του μετατραυματικού συνδρόμου και την υποβολή αυτού σε θεραπεία. Κατά συνέπεια, η πραγματογνωμοσύνη αυτή έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα, όπως προβλέπεται από τη διάταξη και δεν διενεργείται γιατί αποσκοπεί στη διεύρυνση της υπόθεσης και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ως προς την τέλεση ή μη των προαναφερόμενων αδικημάτων εις βάρος των ανηλίκων, ούτε ως προς την ύπαρξη λόγου άρσης ή μείωσης του καταλογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 34 ή 36 ΠΚ.
Η διαδικασία αυτή διατάσσεται είτε στην προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα είτε στην κυρία ανάκριση από τον αρμόδιο ανακριτή. Η εξέταση αυτή συνιστά πραγματογνωμοσύνη, υπαγόμενη στις διατάξεις των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ. Στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, την εν λόγω ψυχοδιαγνωστική εξέταση του κατηγορουμένου διατάσσει ο ανακριτής, με την έκδοση διάταξης, αφού υποχρεωτικά ακουστεί ο εισαγγελέας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 2 και 4 και 138 παρ. 1 ΚΠΔ. Δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Η εξέταση αυτή δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αντιθέτως διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου και μόνο κατόπιν συναίνεσής του. Αν δεν συναινέσει ο κατηγορούμενος, δεν δύναται ο ανακριτής να προχωρήσει στη διενέργειά της. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι παρόλο που δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου, η συναίνεση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι γραπτή και να εγχειρίζεται στη δικογραφία. Η συναίνεση δύναται να περιλαμβάνεται είτε στην προφορική απολογία του ενώπιον του ανακριτή είτε στο υπόμνημα που υποβάλλει σ’ αυτόν ή πριν απ’ αυτήν, σε χωριστό έγγραφο το οποίο και θα συμπεριληφθεί στη δικογραφία. Το λογικό είναι να δίνεται η συναίνεση στην αρχή της διαδικασίας ώστε να μην χρειάζεται μετά νέα συμπληρωματική απολογία, όπως απαιτείται μετά την τελευταία ανακριτική πράξη. Σε περίπτωση άρνησης του ανακριτή να προχωρήσει στη διενέργεια αυτής της εξέτασης, απαιτείται η έκδοση διάταξης η οποία θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο, όπως προβλέπουν τα άρθρα 102 και 274 ΚΠΔ. Επί της διάταξης αυτής ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Μετά τη συναίνεση του φερόμενου ως δράστη και τη γνωμοδότηση του αρμόδιου Εισαγγελέα, επιστρέφει η δικογραφία στον ανακριτή, όπου προβαίνει στην έκδοση διάταξης με την οποία διορίζει πραγματογνώμονα ψυχίατρο από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που καταρτίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Στην ανωτέρω ανακριτική διάταξη παρατίθενται οι ερωτήσεις που απευθύνονται στον πραγματογνώμονα, η εισαγγελική γνωμοδότηση που δεν απαιτείται να είναι σύμφωνη, καθώς και η συναίνεση του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει τη διάταξη αυτή στον εισαγγελέα, στον κατηγορούμενο και στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας, ήτοι τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανήλικου θύματος, διότι δεν προκύπτει καμία εξαίρεση από τον νόμο όσον αφορά την κοινοποίηση της διάταξης στον τελευταίο. Επομένως, ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας νομιμοποιείται εν προκειμένω, στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από τα άρθρα 191 και 192 ΚΠΔ και στον διορισμό τεχνικού συμβούλου σύμφωνα με το άρθρο 204 ΚΠΔ, δικαίωμα το οποίο έχει και ο κατηγορούμενος αντίστοιχα. Αν μετά την έκδοση της διάταξης ο κατηγορούμενος ανακαλέσει τη δήλωση συναίνεσής του για τη διενέργεια της ψυχοδιαγνωστικής του εξέτασης, τότε αυτός δεν δύναται να εξαναγκαστεί και ως εκ τούτου, ματαιώνεται η διενέργεια αυτής.
Όσα λεπτομερώς περιγράφονται ανωτέρω για τη διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν και σ’ αυτήν όσον αφορά την ορκοδοσία και την ανάληψη καθηκόντων, μετά δε την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης αυτός υποβάλλει την έκθεσή του στον ανακριτή (αρ. 198 και 148 ΚΠΔ). Σε περίπτωση που το πόρισμα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης κατατείνει υπέρ του εντοπισμού τυχόν γενετήσιας διαστροφής του κατηγορουμένου, δύναται στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο να επιβάλει στον καταδικασθέντα την παρακολούθηση προγράμματος ψυχογενετήσιας θεραπείας του, η οποία εκτελείται κατά τον χρόνο έκτισης της ποινής ή ανεξάρτητα απ’ αυτήν.
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και όσον αφορά τα ανήλικα θύματα όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, προκειμένου να κριθεί αν χρήζουν θεραπείας. Κατά τα λοιπά καθώς και για τη διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν όσα λεπτομερώς εκτίθενται ανωτέρω στις οικείες παραγράφους περί πραγματογνωμοσύνης και διορισμού τεχνικού συμβούλου από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας. Κατά την κρίση του γράφοντος ο νομοθέτης θα ήταν σκόπιμο να επεκτείνει την ιδιώνυμη πραγματογνωμοσύνη αυτή και στους δράστες των ενήλικων θυμάτων αλλά και στα ενήλικα θύματα, δεδομένου ότι πρόβλεψε και γι’ αυτούς μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του Ν 4855/2021 μια ειδική διαδικασία εξέτασής τους σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ.
Σημαντικό είναι ότι με το άρθρο 120 του Ν 4855/2021 εισήλθε στο άρθρο 227 παρ. 7 ΚΠΔ, η ατομική αξιολόγηση του θύματος, η οποία προβλέφθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 68 Ν 4478/2017 (με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 22 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ). Κατά την παρ. 2 της παραπάνω διάταξης παρέχεται το περιεχόμενο της ατομικής αξι
Σελ. 123ολόγησης και περιγράφονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει, τα οποία συνίστανται:
α) στα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως η ηλικία, η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, η εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή η αναπηρία, το καθεστώς διαμονής ή κατοικίας, οι δυσκολίες επικοινωνίας, η σχέση συγγένειας ή έτερης άλλης εξάρτησης με τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης θυματοποίησης,
β) ο βαθμός της βλάβης που υπέστη το θύμα, το είδος, η σοβαρότητα και η φύση του εγκλήματος, ιδίως, τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, εμπορία ανθρώπων, βία λόγω φύλου, ρατσιστική βία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία ή εκμετάλλευση ή έγκλημα μίσους,
γ) οι περιστάσεις του εγκλήματος.
Επομένως, επειδή στις περιπτώσεις που δεν τηρηθεί η κατά τα παραπάνω διαδικασία της ατομικής αξιολόγησης, ελλοχεύει ο κίνδυνος θεμελίωσης λόγου απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ ενδεχομένως ο νομοθέτης θα ήταν προτιμότερο να συμπεριλάβει στο άρθρο 352Α παρ. 3 ΠΚ, μαζί με την εξέταση του ανήλικου θύματος, από ειδικό επιστήμονα, έτσι ώστε να αποφανθεί αν χρήζει θεραπείας να συμπεριλάβει και τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στην ατομική αξιολόγηση, έτσι ώστε το ανήλικο θύμα να υποστεί την εξέταση αυτή κατά το ελάχιστο δυνατό.
Τέλος, με την παράγραφο 4 του άρθρου 352Α ΠΚ δίνεται η δυνατότητα στον εισαγγελέα, στον ανακριτή ή στο δικαστήριο την απομάκρυνση του υπαίτιου από το περιβάλλον. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην πράξη όσο θα έπρεπε, παρόλο που εξασφαλίζει την ασφάλεια του ανήλικου θύματος.
Αναφέρουμε κλείνοντας, ότι ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διάταξη του άρθρου 352Β ΠΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής του ανήλικου θύματος. Στην πράξη η διάταξη αυτή παραμένει σχεδόν ανενεργή, διότι τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, κοινοποιούν τις περισσότερες φορές ακόμα και τη φωτογραφία του ανήλικου θύματος, θυματοποιώντας το εκ νέου, προκαλώντας το διασυρμό της οικογένειάς του, ειδικότερα στις μικρές κοινωνίες.
Ο Έλληνας νομοθέτης έχει τρεις υποχρεώσεις: α) να προστατεύσει το θύμα κρατώντας το μακριά από τον θύτη στην ακροαματική διαδικασία, β) να εισαγάγει την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης με οπτικοακουστικά μέσα και γ) να διασφαλίσει το δικαίωμα ακρόασης του θύματος σε πραγματικό χρόνο στην ακροαματική διαδικασία ιδίως μέσω της κατάλληλης τεχνολογίας.
IV. ΕΔΔΑ, απόφ. της 7/2/2023, Β κατά Ρωσίας, αριθμ. αιτ. 36328/20
Στην υπόθεση Β. κατά Ρωσίας το Δικαστήριο κλήθηκε να ελέγξει κατά πόσον συμβιβάζεται με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων) η πρακτική της λήψης επαναλαμβανόμενων μαρτυρικών καταθέσεων ανήλικου θύματος αδικήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας, από τις ρωσικές αρχές. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να καταθέσει επανειλημμένως ενώπιον ανακριτικών υπαλλήλων και ψυχολόγων. Παράλληλα, είχε ήδη υποβληθεί σε ιατρική και ψυχιατρική εξέταση. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 3 ΕΣΔΑ εμπίπτει και η προστασία του θύματος κατά την ποινική διαδικασία. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις ευάλωτων, ανήλικων θυμάτων δέον να καταγράφονται οι μαρτυρικές καταθέσεις τους μια φορά, προκειμένου να αποφευχθεί η πρακτική των επαναλαμβανόμενων καταθέσεων. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3 ΕΣΔΑ.
References
• Anastasopoulou I., Concerns about the process of examining minor witnesses victims of violations of personal and sexual freedom and the right to appoint a technical advisor, Criminal Justice, 11/2022, p. 1501.
• Ellison L., The Adversarial Process and the Vulnerable Witness, 2001, p. 11
• Gaki E., Specific expert reports of articles 227, 228 CPC and 352A PC of minor and adult victims of crimes against sexual freedom and crimes of economic exploitation of sexual life, i.e. for the crimes of chapter 19 of the PC in https:// antimolia.gr
• Gaki E., Comments in Armenopoulos 10/2023, 1343.
• Naintos Ch., The principle of immediacy in criminal proceedings, 2021, pp. 306 et seq.
• Panagos K., Juvenile Witnesses in Sexual Abuse Cases: The Role of Mental Health Scientists in Their Examination, 11/2021, p. 1515.
• Panagos K., The second pandemic - Sexual abuse of minors in the age of Covid-19, Criminology, 2023, p. 34.
• Papadimitrakis G., The treatment of victims in the English criminal trial, criminal justice, 2009, p. 1014.
• Plagakos G., The investigator, Sakkoulas, 2022, p. 307.
• Sevastidis Ch., Code of Criminal Procedure, 2011, p. 2688.
• Themeli, Truth or lies? The search for the essential truth and the risk of legal error when investigating the allegations of minor victims of sexual abuse.
• Triantafillou A., issues of testimonial evidence in criminal proceedings, 2014, p. 257.
• Tsakos S. in Margariti, The New Code of Criminal Procedure, Nomiki Vivliothiki, 2020, p. 1103.