Κείμενο
I. Με τον Ν 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις» καταργήθηκε ο προγενέστερος Πτωχευτικός Κώδικας (Ν 3588/2007), καθώς και μια σειρά λοιπών νομοθετικών κειμένων που αφορούσαν επιμέρους διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι οποίες προηγουμένως ήταν διασπασμένες και διασκορπισμένες σε ειδικότερα νομοθετήματα (βλ. ενδ. Ν 4469/2017, Ν 3869/2010, Ν 4307/2014 κλπ.). Ο Ν 4738/2020 πρόκειται για ένα ενιαίο και ολιστικό νομοθετικό κείμενο, υπό την «στέγη» του οποίου έχουν συμπεριληφθεί και ομαδοποιηθεί πλέον όλες οι επιμέρους διαδικασίες αφερεγγυότητας (εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, εξυγίανση, πτώχευση κλπ.), αλλά και λοιπές ρυθμίσεις που σχετίζονται με τις διαδικασίες αυτές, όπως π.χ. οι διατάξεις για τους διαχειριστές αφερεγγυότητας, για τους ευάλωτους οφειλέτες κλπ.
Όπως προβλεπόταν και στο προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 3588/2007), έτσι και στον Νέο Κώδικα Αφερεγγυότητας, ήτοι στον Ν 4738/2020, και συγκεκριμένα στο άρθρο 79 παρ. 1 αυτού, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης για την κήρυξη σε καθεστώς πτώχευσης ενός οφειλέτη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για λόγους δημόσιου συμφέροντος («1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη...»). Η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, που διέπει την Πτωχευτική δίκη, και του ανακριτικού συστήματος που την χαρακτηρίζει. Συγκεκριμένα, μολονότι σκοπός της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η διαφύλαξη και η προάσπιση Ιδιωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, ο Εισαγγελέας έχει την εξουσία να κινήσει την διαδικασία με δική του πρωτοβουλία, αλλά μόνο για εκείνες τις περιπτώσεις όπου η πολιτεία έχει πράγματι ενδιαφέρον, ήτοι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να ληφθεί το ρυθμιστικό μέτρο που ζητεί ο εισαγγελέας, που εν προκειμένω δεν είναι άλλο από την κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης του οφειλέτη, του οποίου η μη κήρυξη ενδέχεται να προκαλέσει παθολογικές και άκρως μεταδοτικές καταστάσεις αφερεγγυότητας, απειλώντας άμεσα την ασφάλεια των συναλλαγών και την σταθερότητα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη δικονομική δυνατότητα που προσφέρει ο νόμος στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, συνάδει με το δημόσιο και κοινωνικό σκοπό που εξυπηρετεί η πτώχευση, ως θεσμός συλλογικής εκτελεστικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, που κηρύσσεται από το δικαστήριο και στοχεύει στην αναγκαστική ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας για τη σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών του πτωχού.
Από την γραμματική και τελεολογική ερμηνεία της ως άνω διάταξης, προκύπτει ότι είναι δύο οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά προκειμένου ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών να δύναται να κινήσει την πτωχευτική διαδικασία εις βάρος ενός οφειλέτη: (Α) Να συντρέχουν πράγματι εκείνες οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την υπαγωγή του προσώπου σε καθεστώς πτώχευσης, ήτοι το τελευταίο να διαθέτει πτωχευτική ικανότητα, να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών και να διαθέτει επαρκή περιουσία για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Ειδικά ως προς την παύση πληρωμών, αυτή ορίζεται από το νόμο ως αδυναμία του οφειλέτη «να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο». Και (Β) Η υποβολή της αίτησης για την κήρυξη σε καθεστώς πτώχευσης του οφειλέτη από τον Εισαγγελέα, στο πλαίσιο της νόμιμης ευχέρειας του, να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι να μην αποφεύγεται η πτωχευτική διαδικασία, όταν οι συνθήκες και οι περιστάσεις την επιβάλλουν, δεν την ζητούν όμως ούτε οι πιστωτές ούτε ο ίδιος ο οφειλέτης, επιδεικνύοντας προς τούτο αμέλεια και αδράνεια. Ας εξετάσουμε παρακάτω πιο αναλυτικά τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
II. Όπως προαναφέρθηκε, βασική προϋπόθεση για να εκκινήσει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών την πτωχευτική διαδικασία εις βάρος συγκεκριμένου οφειλέτη, με την άσκηση της σχετικής αίτησης, αποτελεί η διαπίστωση ότι ως προς το πρόσωπο αυτό πληρούνται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος αναφορικά με την κήρυξη της πτώχευσης. Χαρακτηριστικά, θα πρέπει ο οφειλέτης να έχει πτωχευτική ικανότητα, να έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών και να διαθέτει επαρκή περιουσία για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Ως σύμπτωμα και λόγο για την κήρυξη της πτώχευσης ο Ν 4738/2020 διατήρησε την παύση πληρω
Σελ. 126μών. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η παύση πληρωμών ορίζεται από το νόμο ως αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές του υποχρεώσεις κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. «Ληξιπρόθεσμες» είναι όλες εκείνες οι υποχρεώσεις, τις οποίες ο πιστωτής δεν κωλύεται να επιδιώξει, άρα όλες εκείνες που δεν τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, έστω και αν η προθεσμία συνάγεται από κάποιο ρητό ή σιωπηρό pactum de non petendo ή από απλή ανοχή της μη πληρωμής εκ μέρους του πιστωτή. Η αδυναμία δε πληρωμών, προκειμένου να στοιχειοθετήσει την παύση πληρωμών, πρέπει να είναι γενική και μόνιμη. Η αδυναμία είναι γενική όταν η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις του οφειλέτη, τουλάχιστον «κατά κανόνα». Κρίσιμη είναι η διαπίστωση, εάν ο οφειλέτης, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, εκπληρώνει γενικά, κατά κύριο λόγο τις υποχρεώσεις του ή όχι. Ως προς το στοιχείο της μονιμότητας, αξίζει να σημειωθεί ότι η μη πληρωμή πρέπει να μην οφείλεται σε παροδικά και μεταβατικά αίτια.
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που πρέπει να λάβει υπόψιν του ο Εισαγγελέας ασκώντας την σχετική αίτηση πτώχευσης, είναι ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της τελευταίας στην συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι υποκειμενικές. Αυτό σημαίνει ότι ο Εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα υποβολής της σχετικής αίτησης μόνο αν κατά την κρίση του πληρούνται σωρευτικά οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις κήρυξης της πτώχευσης (η διάθεση πτωχευτικής ικανότητας του οφειλέτη, η περιέλευση του σε κατάσταση παύσης πληρωμών, η ύπαρξη επαρκούς ενεργητικού της περιουσίας του για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας κλπ.).
Ο Εισαγγελέας δεν δύναται να ζητήσει την κήρυξη της πτώχευσης όταν δεν πληρούνται οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις. Αν για παράδειγμα μια επιχείρηση χρησιμοποιεί αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές, ή παραβιάζει τους όρους της αγοράς, ή η δραστηριότητά της έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ή δεν διαθέτει τις απαραίτητες άδειες λειτουργίας κλπ., αλλά παρόλα αυτά δεν πληροί τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος (άρθρα 76 και 77 του Ν 4738/2020) - για την κήρυξη της πτώχευσης -, ο Εισαγγελέας σε καμία περίπτωση δεν διαθέτει την ευχέρεια να ασκήσει αίτηση για την κήρυξη της σε καθεστώς πτώχευσης, καθώς η περιέλευση σε κατάσταση πτώχευσης δεν αποτελεί κάποιου είδους ποινή αλλά ούτε και έχει κυρωτικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, η πτώχευση είναι η νομική κατάσταση εκείνη στην οποία μεταπίπτει κάποιο πρόσωπο όταν αδυνατεί να ικανοποιήσει τους πιστωτές του, η οποία μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών που προβλέπονται στον νόμο, αποβλέπει στην συλλογική ικανοποίηση τους.
III. Η δεύτερη βασική προϋπόθεση, η οποία πρέπει να πληρούται, για την υποβολή αίτησης με αίτημα την κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης ενός οφειλέτη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτή θα πρέπει να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί μια αόριστη νομική έννοια που σχετίζεται με την προάσπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Χαρακτηριστικά, προκειμένου να καταστεί εφικτή και ρεαλιστική η διαφύλαξη των συμφερόντων όλων των μελών της κρατικής κοινωνίας, τα οποία εντοπίζονται σε διάφορες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εκφάνσεις, το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να προσανατολίζει και καθορίζει το συγκροτημένο πολιτειακό σχεδιασμό της νομοθετικής πρωτοβουλίας, την δράση της δημόσιας διοίκησης και τη δικαιοδοτική κρίση της δικαστικής λειτουργίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την υποβολή αίτησης πτώχευσης από τον Εισαγγελέα, σχετίζονται με την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της αγοράς και της οικονομίας, την διασφάλιση της οικονομικής δημόσιας τάξης και απασχόλησης, αλλά και την προάσπιση του ευρύτερου συμφέροντος της κοινωνίας για υγιή πίστη και συναλλαγή. Έτσι, ο εισαγγελέας ασκώντας την αίτησή του αποσκοπεί στην προστασία των εύρυθμων συναλλαγών από περιστατικά αθέμιτων συμπεριφορών, όπως η φυγή του οφειλέτη ή η συμπαιγνία του με ορισμένους πιστωτές. Επίσης, τέτοιο δημόσιο συμφέρον συντρέχει, όταν έχει περιέλθει εις γνώσιν του συνέχιση της δραστηριότητας οφειλέτη, παρά την παύση πληρωμών, δια της της διενέργειας ακόμα και αξιοποίνων πράξεων (π.χ. διενέργειας αδικημάτων υπεξαίρεσης ή απάτης για την απόσπαση εμπορευμάτων ή πιστώσεων), έτσι ώστε να υφίσταται κίνδυνος να υποστούν ζημία ευρύτερες κατηγορίες προσώπων ή και να παρασυρθούν σε κατάρρευση και λοιποί τρίτοι.
Από όλα τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα προκύπτει ότι, πέραν της κρίσης του Εισαγγελέα ότι πληρούνται άπασες οι προϋποθέσεις κήρυξης της πτώχευσης, προκειμένου να υποβάλει την σχετική αίτηση εις βάρος κάποιου οφειλέτη, κάτι τέτοιο θα πρέπει να δικαιολογείται και από λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι σκιαγραφούνται ανωτέρω. Εάν λείπουν τέτοιοι λόγοι, τότε ο Εισαγγελέας δεν δύναται ασκήσει την αίτηση πτώχευσης. Άλλωστε, ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι «Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη....», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η υποβολή της αίτησης από τον Εισαγγελέα βρίσκει έρεισμα στην προάσπιση υπέρτερων συμφερόντων με έντονο κοινωνικοοικονομικό πρόσημο, υπό το πρίσμα συνταγματικών επιταγών, και όχι στην διαφύλαξη - αποκλειστικώς - έτερων συμφερόντων, όπως αυτά των πιστωτών, ήτοι μιας περιορισμένης εμβέλειας προσώπων με ιδιωτικά συμφέροντα, τα οποία δεν σχετίζονται, τουλάχιστον όχι άμεσα, με τους σκοπούς που υπηρετεί το Δημόσιο Συμφέρον, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου αποτελεί η διασφάλιση των συμφερόντων όλων των μελών της κοινωνίας ανεξαιρέτως. Η απομάκρυνση, παραδείγματος χάριν, μιας αφερέγγυας επιχείρησης από την αγορά, μέσω της διαδικασίας της πτώχευσης, λειτουργεί προς όφελος όχι μόνον των πιστωτών της, αλλά πρωτίστως προς όφελος ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου, λαμβάνοντας υπόψιν ότι μια επιχείρηση που βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών με συσσωρευμένα χρέη, αποτελεί απειλή για το οικονομικό σύστημα και τις συναλλαγές εν γένει. Τα προβλήματα, συνεπώς, που δημιουργεί η μαζική μη εκπλή
Σελ. 127ρωση των χρεών ενός αφερέγγυου οφειλέτη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στις οικονομικές συναλλαγές, στην απασχόληση, στην τοπική και εθνική οικονομία, αναδεικνύουν πως η κήρυξη της πτώχευσης του και η κατ’ επέκταση απομόνωση του από την αγορά, εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, προεχόντως, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Ουσιαστικά, γίνεται αντιληπτό πως η εκκίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας από τον Εισαγγελέα, μέσω της συγκεκριμένης δικονομικής δυνατότητας που του προσφέρει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, εις βάρος ενός οικονομικά αφερέγγυου οφειλέτη, στοχεύει πρωτίστως στην προάσπιση του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος (στην προστασία της εθνικής οικονομίας, στην διασφάλιση της οικονομικής δημόσιας τάξης κλπ.) και δευτερευόντως, παρεμπιπτόντως θα τολμούσαμε να πούμε, στην ικανοποίηση έτερων συμφερόντων, όπως αυτά των πιστωτών.
Και ναι μεν στα πλαίσια του Ν 4738/2020 διαπιστώνουμε πως η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη αποτελεί τον κύριο σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας, παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τον ιδιάζουσας σημασίας κοινωνικό παράγοντα στον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης της αφερεγγυότητας, ο οποίος μας υποδεικνύει ότι το πτωχευτικό δίκαιο έχει οπωσδήποτε ρίζες δημοσίου συμφέροντος αναφορικά με την ανάγκη θέσπισης και λειτουργίας του. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, κατά την γνώμη του γράφοντος, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 4738/2020, δεν θα πρέπει να ταυτίζονται, αλλά ούτε και να συγχέονται, με την αποκλειστική ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των πιστωτών, δεδομένου ότι οι πρώτοι εξυπηρετούν υπέρτερους σκοπούς με κοινωνικό χαρακτήρα, οι οποίοι θεμελιώνονται στο Σύνταγμα, ενώ τα δεύτερα συνδέονται άρρηκτα με την προάσπιση και την επιδίωξη ιδιωτικών συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, αν ο νομοθέτης επιδίωκε την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος ενός οφειλέτη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για λόγους που σχετίζονται αμιγώς με την προάσπιση των συμφερόντων των πιστωτών, θα το αποτύπωνε με πανηγυρικό τρόπο στο νόμο. Εν προκειμένω καθίσταται σαφές ότι η πραγματική βούληση του νομοθέτη είναι ο Εισαγγελέας να υποβάλει την σχετική αίτηση πτώχευσης, μόνο αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι μόνο στην περίπτωση που η κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης ενός συγκεκριμένου οφειλέτη ικανοποιεί τις συλλογικές ανάγκες ολόκληρης της κρατικής κοινωνίας (π.χ. για λόγους προστασίας της εθνικής οικονομίας, προαγωγής της οικονομικής ανάπτυξης, διασφάλισης και εξασφάλισης της απασχόλησης κλπ.). Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» δεν προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 79. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια είναι αρκούντως ευρύχωρη και διευρυμένη, ώστε να καταλείπει στον εφαρμοστή του Δικαίου ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής, υπό την έννοια ότι διαλαμβάνει έναν ευρύτατο κύκλο γενικότερων κοινωνικών αναγκών, όπως λ.χ. αυτών της εθνικής οικονομίας, της αγοράς, της δημόσιας τάξης, της απασχόλησης και του ανταγωνισμού.
Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι, σχετικά με την επιχείρηση του προηγούμενου παραδείγματος που αναφέρθηκε ανωτέρω (βλ. παραπάνω, §ΙΙ.), αν υποθετικά αυτή, πέραν των έκνομων και αντισυναλλακτικών συμπεριφορών της (αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές, παραβίαση των όρων της αγοράς κλπ.) πληροί και τις προϋποθέσεις για να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, ήτοι βρίσκεται σε παύση πληρωμών, διαθέτει πτωχευτική ικανότητα κλπ., τότε εφόσον ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών κινήσει την πτωχευτική διαδικασία εις βάρος της και υποβάλλει την σχετική αίτηση, αναφέροντας σε αυτήν, ως προς την στοιχειοθέτηση και απόδειξη των λόγων δημοσίου συμφέροντος – οι οποίοι επιτάσσουν την κήρυξη της πτώχευσης - και όλες αυτές τις αθέμιτες εταιρικές πρακτικές, οι τελευταίες σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αξιολογηθούν επιβαρυντικά για την επιχείρηση, καθότι ενέχουν αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο και να συνεκτιμηθούν από το αρμόδιο πτωχευτικό Δικαστήριο κατά την συζήτηση της υπόθεσης, συμβάλλοντας μάλιστα καθοριστικά στην ευδοκίμηση της αίτησης πτώχευσης, με σκοπό την διαφύλαξη των συμφερόντων των μελών του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου!
IV. Με την εισαγγελική παρέμβαση εκκίνησης της πτωχευτικής διαδικασίας αναδύονται επίσης ζητήματα περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα. Χαρακτηριστικά, με την υποβολή της αίτησης πτώχευσης από τον Εισαγγελέα, θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία του οφειλέτη, προς χάριν της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Η σημασία, λοιπόν, των λόγων δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την άσκηση αίτησης πτώχευσης από τον Εισαγγελέα, σε βάρος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, αναδεικνύεται, ιδίως, στο πλαίσιο των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων του οφειλέτη και, πιο συγκεκριμένα, κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συναφώς, το Πτωχευτικό Δικαστήριο, για την κήρυξη της πτώχευσης, καλείται αφενός να ελέγξει αν η υποβολή της αίτησης από τον Εισαγγελέα, η οποία αποτελεί μια διαδικαστική πράξη που περιορίζει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του Οφειλέτη, ιδίως αυτό της οικονομικής του ελευθερίας, στηρίζεται σε υπαρκτούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που είναι άξιοι συνταγματικής προστασίας και, αφετέρου, εάν ο περιορισμός αυτός είναι συναφής/κατάλληλος, αναγκαίος και, ενόψει της συγκεκριμένης εκτίμησης κόστους−οφέλους, stricto sensu αναλογικός ως προς την εξυπηρέτηση των παραπάνω αναφερόμενων λόγων δημοσίου συμφέροντος.
V. Ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει την αίτηση με αφορμή οποιαδήποτε πληροφορία, που περιήλθε σε αυτόν, όπως π.χ. από αίτηση πιστωτή που απορρίφθηκε, αίτηση από την οποία παραιτήθηκε ο πιστωτής, πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε στο πλαίσιο της πτωχευτικής δίκης και απορρίφθηκε ή ακόμα και από τον ίδιο τον Οφειλέτη, καθώς και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Μάλιστα η άσκηση των αιτήσεων αυτών και η ενδεχόμενη απόρριψή τους δεν κωλύουν τον Εισαγγελέα να ασκήσει αυτός νέα αίτηση, καθώς η δεσμευτικότητα
Σελ. 128 της απορριπτικής δικαστικής απόφασης (778 ΚΠολΔ) δεν καλύπτει τον λόγο δημοσίου συμφέροντος που δεν είχε αποτελέσει κριθέντα λόγο και που μόνο ο εισαγγελέας υποχρεούται να επικαλεστεί.
Οι λόγοι «δημόσιου συμφέροντος» πρέπει να εξειδικεύονται στην αίτηση από τον εισαγγελέα καθώς λειτουργεί νομιμοποιητικά, ο δε οφειλέτης πρέπει να γνωρίζει τον επακριβή λόγο που επιβάλλει την κήρυξή του σε πτώχευση, ώστε να μπορεί να αμυνθεί ευχερώς και προσηκόντως.
VI. Δέον σημειωθεί πως η ανωτέρω δυνατότητα που παρέχει ο νόμος στον Εισαγγελέα να εκκινήσει ο τελευταίος την πτωχευτική διαδικασία εις βάρος συγκεκριμένου οφειλέτη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με την άσκηση της σχετικής αίτησης, έχει μέχρι σήμερα, μάλλον περισσότερο θεωρητική αξία και λιγότερο πρακτική, μιας και δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως την δικαστηριακή εφαρμογή και νομολογία.
Καταλήγοντας, το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 4738/2020, σε κάθε περίπτωση, προσφέρει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών την δυνατότητα υποβολής αίτησης για την κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης ενός οφειλέτη, για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Προκειμένου όμως να τύχει εφαρμογής η εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη, θα πρέπει οι βασικές προϋποθέσεις της, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω και αφορούν: α) την περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση παύσης πληρωμών, πληρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων κήρυξης της πτώχευσης, υποκειμενικών και αντικειμενικών, και β) την ύπαρξη λόγων δημοσίου συμφέροντος, να πληρούνται σωρευτικά, όπως αυτό προκύπτει από το γράμμα αλλά και το γενικότερο πνεύμα της διάταξης.
Σίγουρα, από όσα διαλαμβάνονται ανωτέρω, κρίνεται ότι θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πρακτική εφαρμογή της συγκεκριμένης δυνατότητας του Εισαγγελέα, αναφορικά με την υποβολή αίτησης εκ μέρους του για την κήρυξη σε καθεστώς πτώχευσης ενός οφειλέτη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Μένει να δούμε με ποιον τρόπο το Πτωχευτικό Δικαστήριο θα προσεγγίσει ερμηνευτικά το ζήτημα της πτώχευσης του οφειλέτη, μετά από σχετική αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης Ιδιωτικού και Δημόσιου Δικαίου, Ιδιωτικών συμφερόντων και Δημοσίου συμφέροντος, αλλά και του περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων προς διασφάλιση υπέρτερων αγαθών, τα οποία είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα.