Κείμενο
Η ρητορική μίσους είναι μια έννοια που απασχολεί τα εθνικά και τα διεθνή δικαστήρια όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια. Παρά ταύτα, μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός για την ρητορική μίσους ούτε στο διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε στα εθνικά δίκαια των ευρωπαϊκών κρατών. Τα όρια της έννοιας είναι ρευστά και υπό συζήτηση, ιδίως όσον αφορά τους συσχετισμούς της με το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, την ισότητα και την απουσία διακρίσεων. Στον πυρήνα της ρητορικής μίσους (ή, κατ’ άλλη ορολογία, του μισαλλόδοξου λόγου) εντοπίζονται πεποιθήσεις που αποδέχονται τις διακρίσεις, με τη συντήρηση προκαταλήψεων ή κατασκευή ψευδών αντιλήψεων για τους άλλους, οι οποίοι θεωρούνται φορείς δεινών και κατά των οποίων ενθαρρύνονται πράξεις διάκρισης ή και βίας. Η κατάφαση της ρητορικής μίσους από τα δικαστήρια και η συνακόλουθη επιβολή κυρώσεων συνδέεται στενά με τη διερεύνηση των ορίων της ελεύθερης έκφρασης αφενός και την αποφυγή των διακρίσεων αφετέρου.
I. Ορισμοί σε διεθνή κείμενα
Η απαγόρευση της ρητορικής μίσους είτε αποτυπώνεται ευθέως είτε συνάγεται από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις και των διατάξεων που προστατεύουν την ελευθερία στην έκφραση. Λόγω της απουσίας ενός καθολικά αποδεκτού ορισμού, όπως προαναφέρθηκε, στη συνέχεια παρατίθενται οι κρισιμότερες διατάξεις που οριοθετούν την έννοια.
Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Άρθρο 2: Κάθε άνθρωπος δικαιούται να επικαλείται όλα τα δικαιώματα και όλες τις ελευθερίες που προκηρύσσει η παρούσα Διακήρυξη, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ειδικότερα ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση.....
Σελ. 106Άρθρο 19 : Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, που σημαίνει το δικαίωμα να μην υφίσταται δυσμενείς συνέπειες για τις γνώμες του, και το δικαίωμα να αναζητεί, να παίρνει και να διαδίδει πληροφορίες και ιδέες, με οποιοδήποτε μέσο έκφρασης, και από όλο τον κόσμο.
Στη «Στρατηγική και Σχέδιο Δράσης κατά της Ρητορικής Μίσους των Ηνωμένων Εθνών» ως ρητορική μίσους ορίζεται κάθε είδος γραπτού ή προφορικού λόγου ή συμπεριφοράς που επιτίθεται ή μειώνει με οποιοδήποτε είδος προφορικής ή γραπτής επικοινωνίας ή συμπεριφοράς που επιτίθεται ή χρησιμοποιεί γλώσσα υποτιμητική ή με διακρίσεις απέναντι σε άτομο ή ομάδα με βάση τη θρησκεία, την εθνοτική καταγωγή, την ιθαγένεια, τη φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, το φύλο ή άλλους παράγοντες της ταυτότητας του εν λόγω ατόμου ή της ομάδας. Το διεθνές δίκαιο δεν απαγορεύει αφ’ εαυτής τη ρητορική μίσους αλλά την υποκίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα και βία. Η υποκίνηση ειδικότερα θεωρείται ως η πλέον επικίνδυνη μορφή μισαλλόδοξου λόγου διότι αποσκοπεί ευθέως στην πρόκληση διακρίσεων, εχθρότητας και βίας, μέχρι του σημείου διάπραξης τρομοκρατικών ενεργειών ή θηριωδιών (εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία). Η ρητορική μίσους που δεν υπερβαίνει το όριο της υποκίνησης σε βία (incitement to violence) δεν δημιουργεί στα κράτη την υποχρέωση απαγόρευσής της με βάση το διεθνές δίκαιο. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ακόμη και όταν δε εμπίπτει στο πεδίο των απαγορεύσεων η ρητορική μίσους παύει να είναι βλαπτική.
Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Φυλετικών Διακρίσεων (ΝΔ 494/1970 A΄ 77).
Στο άρθρο 4 της σύμβασης ορίζεται ότι τα κράτη - μέλη καταδικάζουν κάθε προπαγανδιστική ενέργεια και όσες οργανώσεις βασίζονται σε ιδέες ή θεωρίες περί ανωτερότητος μιάς φυλής ή ομάδος προσώπων ενός χρώματος ή εθνολογικής προελεύσεως ή όσες προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή προάγουν το φυλετικό μίσος και κάθε μορφής διάκριση, και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν άμεσα και θετικά μέτρα ενδεδειγμένα για την εξάλειψιν κάθε παρότρυνσης ή ενέργειας που αποσκοπεί σε τέτοιες διακρίσεις.
Στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 2462/1997) στο μεν άρθρο 19 ορίζεται ότι «1. Κανείς δεν πρέπει να υπόκειται σε διακριτική μεταχείριση και να παρενοχλείται για τις απόψεις του. 2. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζήτησης, της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, γραπτά, σε έντυπα, σε κάθε μορφή τέχνης ή με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του. 3. Η άσκηση των δικαιωμάτων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, συνεπάγεται ειδικά καθήκοντα και ευθύνες. Μπορεί, επομένως, να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι όμως πρέπει να προβλέπονται με σαφήνεια από το νόμο και να είναι απαραίτητοι: α. Για το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της υπόληψης των άλλων β. Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών.» στο δε άρθρο 20 ότι «1. Κάθε προπαγάνδα υπέρ του πολέμου απαγορεύεται από το νόμο. 2. Κάθε επίκληση εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους, που αποτελεί υποκίνηση διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας απαγορεύεται από το νόμο.»
II. Ορισμοί σε ευρωπαϊκά κείμενα
Η απαγόρευση της ρητορικής μίσους στο ευρωπαϊκό δίκαιο απορρέει πρωτίστως από την απαγόρευση των διακρίσεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που προστατεύουν το δικαίωμα της ελευθερίας στην έκφραση. Οι Συνθήκες και τα θεμελιώδη κείμενα (Χάρτης, ΕΣΔΑ) περιλαμβάνουν ρητές διατάξεις για την απαγόρευση των διακρίσεων, εν γένει. Στη συνέχεια εκδόθηκαν νεότερες πράξεις που απαγορεύουν ειδικά τη ρητορική μίσους.
Έτσι, το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει ρητά «κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. 2. Απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών των εν λόγω συνθηκών», ενώ το άρθρο 11 κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης ως εξής «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. 2. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές.». Επίσης, στο άρθρο 13 προστατεύεται η ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης.
Η απαγόρευση της ρητορικής μίσους από την ΕΣΔΑ προκύπτει από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 (απαγόρευση διακρίσεων), 10 (ελευθερία της έκφρασης) και 17 (κατάχρηση δικαιώματος).
Στο άρθρο 14 της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του ΝΔ/τος 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), όπως μεταγλωττίστηκε στη δημοτική με το ΠΔ 76/2022 «Μεταγλώττιση-απόδοση στη δημοτική γλώσσα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της» (Α΄ 205/1.11.2022) με τίτλο απαγόρευση διακρίσεων προβλέπεται ρητά ότι «η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χω
Σελ. 107ρίς καμία διάκριση που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση.- την προσέγγιση της θέσπισης περιορισμών στην προστασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2 της Σύμβασης (αυτή η προσέγγιση υιοθετείται όταν η εν λόγω ομιλία, αν και εμπίπτει στην έννοια του μισαλλόδοξου λόγου δεν θεωρείται ως εν γένει παραβιάζουσα τις θεμελιώδεις αξίες που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ). Περαιτέρω, το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το «δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης», το οποίο περιλαμβάνει και «την ελευθερία γνώμης, καθώς και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς παρέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Κατά τα οριζόμενα δε στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου 10, η άσκηση των επί μέρους ελευθεριών, που συναπαρτίζουν την ελευθερία έκφρασης της παραγράφου 1, «δεδομένου ότι συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες», δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν «αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων, την παρεμπόδιση κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». Τέλος, στο άρθρο 17 προβλέπται ότι «Καμία από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευτεί έτσι ώστε να συνεπάγεται για ένα Κράτος, μια ομάδα ή ένα άτομο οποιοδήποτε δικαίωμα να επιδοθεί σε δραστηριότητα ή να προβεί σε πράξη που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, ή σε περιορισμούς των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών ευρύτερους από αυτούς που προβλέπει η Σύμβαση αυτή».
Οι θεμελιώδεις αυτές διατάξεις αποτελούν οδηγό για τα ευρωπαϊκά κράτη. Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως δεν έμειναν σε αυτά, αλλά εκδίδουν μεγάλο αριθμό δεσμευτικών και μη κειμένων προκειμένου να οριοθετηθεί η έννοια του μισαλλόδοξου λόγου, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να θεσμοθετηθεί η καταπολέμησή του και η προστασία των θυμάτων του, αλλά και να μην παραβιάζεται το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας στην έκφραση.
Παρατίθενται ορισμένα εκ των σημαντικότερων κειμένων για τον προσδιορισμό της έννοιας της ρητορικής μίσους (hate speech, discours de haine).
Απόφαση Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28.11.2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (ELL328)
Σύμφωνα με το προοίμιο της απόφασης πλαίσιο τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας απαιτεί τη λήψη ποικίλων μέτρων εντός συνολικού πλαισίου και δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε ποινικά ζητήματα. Στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαίσιο εμπίπτει η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου, δεδομένου ότι κατά το χρόνο κατάρτισής της δε θεωρήθηκε δυνατή η πλήρης εναρμόνιση των ποινικών δικαίων, λόγω των διαφορετικών παραδόσεων των κρατών μελών.
Στο άρθρο 1 της απόφασης πλαίσιο ως αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας ορίζονται τα ακόλουθα: α) η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, β) η τέλεση πράξης που αναφέρεται στο στοιχείο α) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού, γ) η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας και δ) η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 της Οδηγίας επισημαίνεται η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις, ή, εναλλακτικά, ότι τα κίνητρα αυτά λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Στο προοίμιο της απόφασης πλαίσιο διευκρινίζεται εξάλλου ότι ο όρος «γενεαλογικές καταβολές» αναφέρεται κυρίως σε πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων που κατάγονται από πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να προσδιορισθούν βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών (όπως φυλή ή χρώμα), χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εξακολουθούν να υπάρχουν. Παρά το γεγονός αυτό, λόγω των γενεαλογικών καταβολών τους, τα εν λόγω πρόσωπα ή ομάδες προσώπων μπορούν να αποτελέσουν στόχο μίσους ή βίας. Περαιτέρω, ο όρος «θρησκεία» θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος γενικά σε πρόσωπα τα οποία προσδιορίζονται βάσει θρησκευτικής πίστης ή πεποιθήσεων.
Την εφαρμογή της απόφασης πλαισίου από τα κράτη μέλη παρακολουθεί ο FRA, δηλαδή η υπηρεσία της ΕΕ που λειτουργεί
Σελ. 108 ως ανεξάρτητο κέντρο αναφοράς και αριστείας για την προαγωγή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1 έως 24
Άρθρο 3 «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ελευθερία λήψεως και δεν περιορίζουν την αναμετάδοση στο έδαφός τους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν στα πεδία τα οποία διέπει η παρούσα οδηγία.....4. Όσον αφορά τις κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 1 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) τα μέτρα: i) είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους: δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, εξιχνίαση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα» και άρθρο 6 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν με τα ενδεδειγμένα μέσα ώστε οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται από παρόχους υπό τη δικαιοδοσία τους να μην περιέχουν οποιαδήποτε πρόκληση μίσους βάσει φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας».
Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σελ. 57–73).
Στο σημείο 9 του προοιμίου οριζεται ότι τα θύματα της εγκληματικότητας θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία και επαγγελματισμό και χωρίς κανενός είδους διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών ή άλλων φρονημάτων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσιακής κατάστασης, καταβολών, αναπηρίας, ηλικίας, φύλου, έκφρασης ή ταυτότητας φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, καθεστώτος διαμονής και υγείας. Σε όλες τις επαφές με τις αρμόδιες αρχές που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις υπηρεσίες που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, όπως υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων ή αποκαταστατικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η προσωπική κατάσταση και οι άμεσες ανάγκες των θυμάτων, καθώς και η ηλικία, το φύλο, η ενδεχόμενη αναπηρία και η ωριμότητα των θυμάτων της εγκληματικότητας, με πλήρη σεβασμό της σωματικής, νοητικής και ηθικής τους ακεραιότητας. Τα θύματα της εγκληματικότητας θα πρέπει να προστατεύονται από δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, από εκφοβισμό και από αντεκδικήσεις, να λαμβάνουν κατάλληλη υποστήριξη η οποία να διευκολύνει την αποκατάστασή τους και να έχουν επαρκή πρόσβαση στις υπηρεσίες της δικαιοσύνης. Η Οδηγία αυτή αποσκοπεί στην προστασία των θυμάτων της βίας λόγω φύλου, δηλαδή της βίας που στρέφεται κατά προσώπου λόγω φύλου, ταυτότητας ή έκφρασης του φύλου ή θίγει δυσανάλογα πρόσωπα συγκεκριμένου φύλου.
Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ («Πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες», L 277, εφεξής Πράξη).
Στο άρθρο 35 του Κανονισμού με τίτλο Περιορισμός των κινδύνων ορίζεται ότι «1. Οι πάροχοι πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών και πολύ μεγάλων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης εφαρμόζουν εύλογα, αναλογικά και αποτελεσματικά μέτρα περιορισμού, τα οποία προσαρμόζονται στους ειδικούς συστημικούς κινδύνους που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των μέτρων στα θεμελιώδη δικαιώματα. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τα εξής: ....γ) προσαρμογή των διαδικασιών ελέγχου περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων της ταχύτητας και της ποιότητας της διεκπεραίωσης των ειδοποιήσεων που αφορούν συγκεκριμένους τύπους παράνομου περιεχομένου και, κατά περίπτωση, της ταχείας αφαίρεσης του αναφερόμενου περιεχομένου ή της απενεργοποίησης της πρόσβασης σε αυτό, ιδίως όσον αφορά την παράνομη ρητορική μίσους ή την κυβερνοβία· καθώς και προσαρμογή όλων των σχετικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των πόρων που προορίζονται για τον έλεγχο του περιεχομένου·»
Ο Κανονισμός έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με το νόμο 5099/2024 (Α’48).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI -EUROPEAN COMMISSION against RACISM and INTOLERANCE) εστιάζει στα ακόλουθα χαρακτηριστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό της έννοιας της ρητορικής μίσους: Η ρητορική μίσους καλύπτει πολλές μορφές εκφράσεων που υποστηρίζουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν το μίσος, τη βία και τις διακρίσεις εναντίον ενός ατόμου ή μιας ομάδας προσώπων για διάφορους λόγους. Θέτει σοβαρούς κινδύνους για τη συνοχή μιας δημοκρατικής κοινωνίας, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε πράξεις βίας και συγκρούσεις σε ευρύτερη κλίμακα. Υπό αυτή την έννοια, η ρητορική μίσους είναι μια ακραία μορφή μισαλλοδοξίας που συμβάλλει στο έγκλημα μίσους. Παρά ταύτα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρέπει να τηρείται μια ισορροπία μεταξύ της καταπολέμησης της ρητορικής μίσους αφενός και της προστασίας της ελευθερίας του λόγου αφετέρου. Τυχόν περιορισμοί στη ρητορική μίσους δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να φιμωθούν οι μειονότητες και να καταστείλουν την κριτική των επίσημων πολιτικών, της πολιτικής αντιπολίτευσης ή των θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Σελ. 109Σε πολλές περιπτώσεις, η ECRI έχει διαπιστώσει ότι μια αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους, ιδιαίτερα του κυβερνομίσους, είναι η αυτορρύθμιση από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, μέσα ενημέρωσης και τη βιομηχανία του Διαδικτύου, όπως η υιοθέτηση κωδίκων συμπεριφοράς που συνοδεύονται από κυρώσεις για μη συμμόρφωση. Η εκπαίδευση και οι (δημόσιες) ομιλίες με αντίθετο (στο μισαλλόδοξο) περιεχόμενο είναι επίσης εξίσου σημαντικές για την καταπολέμηση των παρανοήσεων και της παραπληροφόρησης που αποτελούν τη βάση της ρητορικής μίσους. Ως εκ τούτου, η ECRI θεωρεί ότι η αποτελεσματική δράση κατά της χρήσης ρητορικής μίσους απαιτεί την ευαισθητοποίηση του κοινού για τη σημασία του σεβασμού του πλουραλισμού και των κινδύνων που εγκυμονεί η ρητορική μίσους.
Σύσταση CM/Rec(2022)16 της Επιτροπής των Υπουργών προς στα κράτη μέλη και επεξηγηματικό μνημόνιο Ο ορισμός της ρητορικής μίσους στις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες διαφέρει στον παρόν στάδιο και αντανακλά την κλίμακα, επικράτηση και επίδραση συγκεκριμένων τύπων ρητορικής μίσους σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια. Αυτή η στάση απηχεί και τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας για τον περιορισμό των μέτρων ποινικοποίησης της ρητορικής μίσους, στο βαθμό που που είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση παράνομης βλάβης.
Ο ορισμός καλύπτει λοιπόν ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών εκφράσεων μισαλλόδοξου λόγου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαριθμούνται στις §§ 11 και 13 της Σύστασης, πολλές από τις οποίες έχουν οριστεί σε ευρωπαϊκές ή/και διεθνείς νομικά δεσμευτικές και μη δεσμευτικές πράξεις (βλ. §§ 55-57, 61,63 του επεξηγηματικού μνημονίου). Πρόκειται για μια έννοια-ομπρέλα που καταλαμβάνει την άμεση και δημόσια υποκίνηση για διάπραξη γενοκτονίας. υποκίνηση μίσους, βία ή διακρίσεις· ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές και LGBTI-φοβικές απειλές και προσβολές· άρνηση της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου που έχουν διαπιστωθεί από τα δικαστήρια, καθώς και την εξύμνηση προσώπων που καταδικάστηκαν για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων· την υπεράσπιση, προώθηση ή υποκίνηση, με οποιαδήποτε μορφή, της δυσφήμησης, του μίσους ή της εξύβρισης ενός ατόμου ή μιας ομάδας προσώπων· καθώς και οποιαδήποτε παρενόχληση, αρνητικό στερεότυπο ή στιγματισμό σε σχέση με αυτά τα άτομα ή ομάδα προσώπων· τη δικαιολόγηση όλων των προηγούμενων τύπων έκφρασης· και τη σκόπιμη διάδοση υλικού που περιέχει τέτοια έκφραση (βλ. σχετικά και προοίμιο της ECRI GPR No. 15 για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους).
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ (COM(2021) 777 final, 9.12.2021) -Μια πιο συμπεριληπτική και προστατευτική Ευρώπη: επέκταση του καταλόγου των εγκλημάτων της ΕΕ ώστε να περιλαμβάνει τη ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακηρύσσει ότι η καταπολέμηση της ρητορικής μίσους και των εγκλημάτων μίσους αποτελεί μέρος της δράσης της Επιτροπής για την προώθηση των βασικών αξιών της ΕΕ και τη διασφάλιση της τήρησης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Όλες οι μορφές και εκδηλώσεις μίσους και μισαλλοδοξίας είναι ασυμβίβαστες με τις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, αξίες στις οποίες βασίζεται η Ένωση, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Επιτροπή αναγνωρίζει το γεγονός ότι στο ευρωπαϊκό δίκαιο αφενός απαγορεύεται κάθε μορφή διάκρισης λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, (άρθρο 19 ΣΛΕΕ). Ταυτόχρονα, η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί έναν από τους πυλώνες μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας και πρέπει να προστατεύεται σθεναρά. Διαπιστώνει εντούτοις ότι η ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους δεν θίγουν μόνο τα μεμονωμένα θύματα και τις κοινότητές τους αλλά και την κοινωνία γενικότερα, δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί απότομη αύξηση της ρητορικής μίσους και των εγκλημάτων μίσους στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την επιτροπή η ρητορική μίσους στοχοποιεί άτομα και ομάδες ατόμων που έχουν ή εκλαμβάνεται ότι έχουν κάποιο «κοινό χαρακτηριστικό», (όπως η φυλή, η εθνοτική καταγωγή, η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνικότητα, η ηλικία, το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός κλπ), το οποίο ως εύκολα αντιληπτό από τους άλλους καθιστά το εκάστοτε θύμα εύκολο στόχο για τους δράστες. Κατά την Επιτροπή τα φαινόμενα της ρητορικής μίσους επιτάθηκαν αφενός από την αύξηση της χρήσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς η υποτιθέμενη ανωνυμία στο διαδίκτυο και η αίσθηση ατιμωρησίας μειώνουν τις αναστολές των ανθρώπων να διαπράξουν αυτά τα αδικήματα, ενώ παράλληλα οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για τον περαιτέρω εξάπλωση του φαινομένου. Με τα δεδομένα αυτά, η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει την επέκταση του καταλόγου των τομέων εγκληματικότητας ώστε να περιλαμβάνει τη ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους, δεδομένου ότι υπάρχει ήδη πλαίσιο για μια ισχυρή κοινή απάντηση στη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική μίσους και στα εγκλήματα μίσους μέσω της απόφασης-πλαισίου 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
ΚΟΙΝΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -Το μίσος δεν έχει θέση εδώ: η Ευρώπη ενωμένη ενάντια στο μίσος (JOIN(2023) 51 final, 6.12.2023).
Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας και πάλι την αύξηση των εγκλημάτων μίσους, προχώρησε την παραπάνω ανακοίνωση, υπογραμμίζοντας ότι συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την ανάπτυξη ενός συνόλου νομικών μέσων και πρωτοβουλιών πολιτικής για την προώθηση και την προστασία των κοινών αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες μας και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, πέρα από την
Σελ. 110προαναφερόμενη απόφαση-πλαίσιο του 2008 για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Προς το σκοπό αυτό καταβήθηκαν έντονες προσπάθειες προκειμένοτ να εξασφαλιστεί η πλήρης και ορθή μεταφορά της απόφασης-πλαισίου, ιδίως μέσω της κίνησης διαδικασιών επί παραβάσει κατά δεκατριών κρατών μελών από τον Οκτώβριο του 2020, που οδήγησαν στην ανάληψη δράσης από δέκα κράτη μέλη. Απαιτείται επιπλέον δράση από τα άλλα κράτη μέλη για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων αυτών σε πλήρη ισχύ.
Η Επιτροπή υπενθύμισε την πρότασή της (σ.σ. η αμέσως ανωτέρω) για διεύρυνση του περιεχομένου του ισχύοντος καταλόγου «εγκλημάτων της ΕΕ» που ορίζεται στις Συνθήκες ώστε να συμπεριλάβει τη ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους, διαδικασία που απαιτεί ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου, με τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία θα επιτρέψει στην Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για την ενίσχυση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου σχετικά με την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους και των εγκλημάτων μίσους σε ολόκληρη την ΕΕ.
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Μαρτίου 2013 σχετικά με την ενίσχυση του αγώνα κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των εγκλημάτων μίσους (2013/2543(RSP), ΕΕ C 36 της 29.1.2016, σελ. 81–84.
Το Ψήφισμα στηρίζεται στις διατάξεις της προαναφερθείσας Σύμβασης του ΟΗΕ για την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων, στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και στα άρθρα 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τα άρθρα 10, 19 και 67 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και ορίζει ως διακρίσεις και εγκλήματα μίσους τη βία και τα εγκλήματα με κίνητρο τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντιαθιγγανισμό, τον αντισημιτισμό ή τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, ή λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού ενός ατόμου, της ταυτότητας φύλου ή της ιδιότητας μέλους μειονότητας, ή για έναν από τους λόγους που περιλαμβάνονται στη μη εξαντλητική απαρίθμηση του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. Σημείο ΣΤ του προοιμίου)
Σύσταση CM/Rec(2022)16[1] της Επιτροπής των Υπουργών στα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους Στη Σύσταση αυτή αναφέρεται ότι η ρητορική μίσους ορίζεται και κατανοείται με διαφορετικούς τρόπους σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και ότι είναι ζωτικής σημασίας να αναπτυχθεί μια κοινή κατανόηση της έννοιας, της φύσης και των επιπτώσεων αυτού του φαινομένου και να επινοηθούν πιο αποτελεσματικές πολιτικές και στρατηγικές για την αντιμετώπιση της. Επισημαίνεται ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους πρέπει να είναι κατάλληλα και ανάλογα με το επίπεδο σοβαρότητας της έκφρασής της· Ορισμένες εκφράσεις ρητορικής μίσους δικαιολογούν επιβολή ποινών (ποινικών μέτρων), ενώ άλλες μπορούν να αντιμετωπιστούν με αστικού ή διοικητικού δικαίου μέτρα ή στις περιπτώσεις λίγο επιβλαβών ή προσβλητικών τρόπων έκφρασης ακόμη και με μη νομικά μέσα, όπως για παράδειγμα εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη οφείλουν να αντιμετωπίσουν τη ρητορική μίσους και να εξασφαλίσουν ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον για δημόσιο διάλογο και επικοινωνία, ακόμη και όταν αυτές λαμβάνουν χώρα σε πλατφόρμες ή μέσω άλλων υπηρεσιών που διαχειρίζονται ιδιωτικοί φορείς.
Εξάλλου, υπογραμμίζεται ο κρίσιμος ρόλος που διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι και άλλα είδη δημόσιας εποπτείας στις δημοκρατικές κοινωνίες και το γεγονός ότι μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην καταπολέμηση της ρητορικής μίσους με την έκθεση, την αναφορά, την κριτική και την καταδίκη της ρητορικής μίσους, καθώς και με την παροχή βήματος διαλόγου, ώστε να προωθείται ο πλουραλισμός και η κοινωνική συνοχή.
Πάντως, η ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας και των διαδικτυακών υπηρεσιών και, ευρύτερα, οι ψηφιακές τεχνολογίες και η επιρροή τους στις ροές πληροφοριών και επικοινωνιών στη σύγχρονη εποχή δημοκρατικές κοινωνίες επιβάλλουν την υποχρέωση των κρατών μελών να αναθεωρούν τακτικά τα μέτρα που προβλέπει η κάθε έννομη τάξη για την καταπολέμηση του μισαλλόδοξου λόγου.
Η ανωτέρω Σύσταση εκλαμβάνει ως ρητορική μίσους κάθε τύπο έκφρασης που υποκινεί, προωθεί, διαδίδει ή δικαιολογεί βία, μίσος ή διακρίσεις εναντίον ενός ατόμου ή ομάδας προσώπων ή που τα δυσφημεί λόγω της πραγματικής ή αποδίδονται προσωπικά χαρακτηριστικά ή κατάσταση όπως «φυλή», χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα, εθνική ή εθνική καταγωγή, ηλικία, αναπηρία, φύλο, ταυτότητα φύλου και σεξουαλικός προσανατολισμός. Δεδομένου ότι η ρητορική μίσους καλύπτει μια σειρά από εκφράσεις μίσους που ποικίλλουν ως προς τη σοβαρότητά τους, τη βλάβη που προκαλούν και τον αντίκτυπό τους σε μέλη συγκεκριμένων ομάδων σε διαφορε
Σελ. 111τικά πλαίσια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι υπάρχει μια σειρά προοδευτικά αυστηρότερων μέτρων για την αποτελεσματική πρόληψη και την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους. Μια τέτοια συνολική προσέγγιση θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται πλήρως με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το Δικαστήριο) και, κατά συνέπεια, να επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση για α) την ρητορική μίσους που απαγορεύεται από το ποινικό δίκαιο· β) την ρητορική μίσους που δεν φθάνει το επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για την ποινική ευθύνη, αλλά υπόκειται ωστόσο σε μέτρα αστικής ή διοικητικής φύσης· γ) προσβλητικούς ή επιβλαβείς όρους/τύπος έκφρασης που δεν είναι αρκετά αυστηροί ώστε να περιοριστούν νόμιμα βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά χρήζουν αντιμετώπισης με μη καταναγκαστικές μεθόδουυς όπως π.χ. μέτρα για την προώθηση του διαπολιτισμικού διαλόγου και της κατανόησης, μεταξύ άλλων μέσω των μέσων ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σχετικές δραστηριότητες εκπαίδευσης, ανταλλαγής πληροφοριών και ευαισθητοποίησης.
Η Σύσταση επιπλέον καθιστά το Δικαστήριο του Στρασβούργου οδηγό των κρατών μελών για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της ρητορικής μίσους και τον προσδιορισμό του είδους ευθύνης. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (αναλυτικά κατωτέρω), παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι οι ακόλουθοι: το περιεχόμενο της έκφρασης. το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο κατά τη στιγμή της έκφρασης· την πρόθεση του ομιλητή· ο ρόλος και η θέση του ομιλητή στην κοινωνία· πώς διαδίδεται ή ενισχύεται η έκφραση· την ικανότητα της έκφρασης να οδηγεί σε επιβλαβείς συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της επικείμενης τέτοιων συνεπειών· τη φύση και το μέγεθος του κοινού και τα χαρακτηριστικά της ομάδας-στόχου.
Η Σύσταση προτάσσει ρητά την υποχρέωση διασφάλισης ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού νομικού πλαίσιο, το οποίο θα αποτελείται από κατάλληλα διαβαθμισένες διατάξεις αστικού, διοικητικού και ποινικού δικαίου, έχοντας υπόψη ότι ποινικές κυρώσεις πρέπει να εφαρμόζονται μόνο ως έσχατη λύση και για τις πιο σοβαρές εκφράσεις μίσους. Εξάλλου, εφόσον το νομικό πλαίσιο επιτρέπει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η νομοθεσία πληροί πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως επίσης και της πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου και ότι επιτρέπει στις δικαστικές και άλλες αρχές να την εφαρμόζουν σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της προσβασιμότητας, της προβλεψιμότητας και της ακρίβειας του νόμου, και να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της ρητορικής μίσους.
III. Ορισμοί στο ελληνικό δίκαιο
Σύνταγμα
Άρθρο 5 παρ. 2 «2.Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο».
Άρθρο 14 «1. Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους. 2. O τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται. 3....»
Άρθρο 15 «1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης. 2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. ...».
Άρθρο 16 «1. H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. H ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα».
Νόμος 4285/2014 (Α΄ 191)
Άρθρο 1 - Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους
1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 - 20.000) ευρώ. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.....
Ο νομοθέτης έχοντας επίγνωση των ενίοτε ασαφών ορίων μεταξύ της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας από τη μία και της διαφύλαξης της ελευθερίας της έκφρασης επισημαίνει ότι «οι προσπάθειες ποινικοποίησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» ενέχουν τον κίνδυνο παραβίασης του ατομικού δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση που τυποποιείται στα άρθρα 14-16 του ελληνικού Συντάγματος και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Για τούτο το περιεχόμενο των ποινι
Σελ. 112κών τυποποιήσεων έχει ως όριο τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 , 14 και 17 της ΕΣΔΑ, 19 παρ. 2, 3 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και, φυσικά, τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2, 16 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Κατά τα λοιπά, με το νόμο αυτό διερευνώνται και διώκονται πλέον αυτεπάγγελτα εγκλήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, ενώ παράλληλα θεσπίστηκε η διοικητική ευθύνη νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων που εμπλέκονται σε εκδηλώσεις ρατσισμού ή ξενοφοβίας ή στη διάπραξη εγκλημάτων με τέτοια κίνητρα. Τέλος, τυποποιήθηκαν ως ποινικά κολάσιμες και ρατσιστικές ή ξενοφοβικές εκδηλώσεις όχι μόνο απέναντι σε πρόσωπα ή ομάδες, αλλά και σε τυχόν σύμβολα ή αντικείμενα που τους ανήκουν (π.χ. θρησκευτικά σύμβολα, σημαίες, τόποι λατρείας κ.λπ.).
Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων αυτών εξάλλου δεν αρκεί αφηρημένη πιθανολόγηση αλλά απαιτείται να γίνεται κάθε φορά εκτίμηση της προσφορότητας του συγκεκριμένου κινδύνου, ενόψει των ειδικότερων συνθηκων κάθε περίπτωσης, αλλά και της τυχόν προσβολής που κατευθύνεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εναντίον της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης μεταξύ των διάφορων ομάδων ή προσώπων.
άρθρο 4 ΠΔ 77/2003 (Α΄ 75)
1. Δεν επιτρέπεται η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να ενθαρρύνει, τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση ή τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους από μέρος του κοινού βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ηλικίας, της ασθένειας ή αναπηρίας, του γενετήσιου προσανατολισμού ή του επαγγέλματος.
2. Δεν επιτρέπεται η προβολή μειωτικών, ρατσιστικών, ξενοφοβικών ή σεξιστικών μηνυμάτων και χαρακτηρισμών καθώς και μισαλλόδοξων θέσεων και γενικά δεν πρέπει να θίγονται εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες και άλλες ευάλωτες ή ανίσχυρες πληθυσμιακές ομάδες.
άρθρο 7 του ΠΔ 109/2010 «Εναρμόνιση της ελληνικής ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2010/13/ΕΕ (ΕΕ L 95 της 15.4.2010) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ...» (Α΄ 190)
«1.Οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι παρεχόμενες από αυτούς υπηρεσίες να μην προκαλούν μίσος λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας, πεποιθήσεων, εθνικότητας, αναπηρίας, ηλικίας και σεξουαλικού προσανατολισμού. ...»
άρθρο 8 Ν 4779/2021 (άρθρο 6 της οδηγίας 2010/13)
Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ευθέως ότι η ελευθερία του λόγου υπόκειται σε περιορισμούς, συνήθως προβλεπόμενους στα ίδια τα κανονιστικά κείμενα που την κατοχυρώνουν, όπως ακριβώς το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. H άσκησή της είναι συνεπώς επιτρεπτή εφόσον δεν θίγει δικαιώματα και ελευθερίες άλλων προσώπων, στοιχείο που υποχρεώνει τον νομοθέτη και τον εφαρμοστή του δικαίου σε στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών και συμφερόντων. Οι περιορισμοί που τίθενται αφορούν τόσο το δημόσιο συμφέρον όσο και τα δικαιώματα των άλλων και ισχύουν υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το Δικαστήριο του Στρασβούργου σχετικά με τους κανόνες που τίθενται σε μια δημοκρατική κοινωνία: ο περιορισμός πρέπει να προβλέπεται στον νόμο, να αποβλέπει στην προστασία ενός αγαθού (δικαιώματα τρίτων κ.ά.) και να συνιστά αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπηρετώντας μια πιεστική κοινωνική ανάγκη (pressing social need) κατά τρόπο που να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Επισημαίνεται επίσης ότι στις 25 Ιανουαρίου 2017, η Ελλάδα επικύρωσε το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικού και ξενοφοβικού χαρακτήρα που διαπράττονται μέσω υπολογιστικών συστημάτων. Το Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2017.
και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 11) και την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 21) τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως βάση για την προστασία από τη ρητορική μίσους.
IV. Νομολογία ΕΔΔΑ
Όπως ήδη κατέστη σαφές, η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι ο βασικός οδηγός για τα κράτη-μέλη ως προς την επιφυλασσόμενη μεταχείριση σε φαινόμενα μισαλλόδοξου λόγου, καθώς- το σημαντικότερο- και στη διάκρισή τους από λόγο ο οποίος μπορεί να είναι πολεμικός, εχθρικός ή επιβλαβής, αλλά δεν εμπίπτει στην παραπάνω έννοια και συνεπώς προστατεύται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Το ίδιο το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τον ρόλο του αυτό δεχόμενο ότι «η λειτουργία επίβλεψης του Δικαστηρίου το υποχρεώνει να αφιερώνει τη μέγιστη προσοχη στις αρχές που χαρακτηρίζουν μια “δημοκρατική κοινωνία”. Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αφού αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο και την ανάπτυξη τόσο των κοινωνιων, όσο και των πολιτών».
Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ, όταν ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν υποκίνηση μίσους και ελευθερία έκφρασης, ακολουθεί, ανάλογα με την περίπτωση, μία από τις δύο προσεγγίσεις που προβλέπονται από το Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πρώτη είναι η προσέγγιση του αποκλεισμού από το προστατευτικό πεδίο της Σύμβασης, που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 17 (απαγόρευση κατάχρησης δικαιωμάτων). Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο λόγος ή τα σχόλια για τα οποία ζητείται προστασία ισοδυναμούν με ρητορική μίσους σε τέτοιο σημείο ώστε να εκφεύγουν των ορίων του άρθρου 10, δεδομένου ότι αναιρούν τις θεμελιώδεις αξίες της Σύμβασης, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 17, διότι δεν υπάρχει έδαφος για στάθμιση μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων από τα άρθρα 14 και 10 της Σύμβασης. Το άρθρο 17 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο φορέας της αποψης
Σελ. 113 εκφράστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αναμφίβολη η εκ βάθρων ανατροπή των αξιών που προστατευει η Σύμβαση. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Λένης κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγής 47833/20, απόφαση της 31.8.2023) το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι το άρθρο 17 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που καθίσταται άμεσα σαφές ότι οι υπό εξέταση δηλώσεις επιδίωκαν να καλυφθούν με το μανδύα της ελευθερίας της έκφρασης για σκοπούς σαφώς αντίθετους με τις επιδιωκόμενες από τη Σύμβαση αξίες: η κατάφωρη άρνηση της αξίας της ανθρώπινης φύσης των LGBT ατόμων οδήγησαν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, δεδομένου ότι οι επίμαχες δηλώσεις εκφεύγουν πλήρως από τον πραγματικό σκοπό του άρθρου 10.
Η αποδοχή της θέσης αυτής καθίσταται ολοφάνερη στη νεότερη νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με τη διάδοση λόγου μίσους μέσω του διαδικτύου. Ειδικότερα, διαδικτυακές πύλες ειδήσεων που, για εμπορικούς και επαγγελματικούς σκοπούς, παρέχουν πλατφόρμες σχολίων, τα οποία δημιουργούνται από τους χρήστες, αναλαμβάνουν τα «καθήκοντα και τις ευθύνες» που σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2 της Σύμβασης για τις περιπτώσεις που οι χρήστες διαδίδουν ρητορική μίσους ή σχόλια που εξισώνονται με άμεση υποκίνηση σε βία. «[Δεν] υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε παρατήρηση στρέφεται κατά των βασικών αξιών της Σύμβασης θα αφαιρεθεί από την προστασία του άρθρου 10 [ελευθερία της έκφρασης] με το άρθρο 17 [απαγόρευση κατάχρησης δικαιωμάτων] (...)» (Seurot κατά Γαλλίας, απόφαση για το παραδεκτό της 18ης Μαΐου 2004).
Στη δεύτερη περίπτωση, εφόσον κριθεί ότι τα υπό εξέταση περιστατικά εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 10, εξετάζεται η δυνατότητα επιβολής περιορισμών στην προστασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 2 της Σύμβασης. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι η εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 2 άγει κατ’ αποτέλεσμα στην κρίση ότι ο εξεταζόμενος λόγος δεν είναι μισαλλόδοξος, αλλά ότι δεν υπερβαίνει τα όρια εκείνα που καταλύουν το ίδιο το πνεύμα της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ δέχεται παγίως ότι στο πλαίσιο μιας υγιούς δημοκρατικής κοινωνίας ο πολιτικός διάλογος και η έκφραση πολιτικών απόψεων αποτελούν απαρέκλιτο όρο ενίσχυσης της δημοκρατίας. Υπό την σταθερή επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γίνεται γενικώς δεκτό από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ότι η ελευθερία αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευνοϊκά αποδεκτές ή θεωρούνται ως αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, συγκλονίζουν, σοκάρουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού (unpopular speech, polemical speech).). Αυτή είναι η απαίτηση του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρύτητας πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει «δημοκρατική κοινωνία». Το ΕΔΔΑ έχει διευκρινίσει ωστόσο ότι δεν προστατεύονται εκφράσεις που είναι αμιγώς υβριστικές. H αποδοχή του μη δημοφιλούς λόγου αποτελεί άλλωστε γνώρισμα του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρείας σκέψης, χωρίς την οποία δε νοείται «δημοκρατική κοινωνία». Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε «τυποποίηση», «προϋπόθεση», «περιορισμός» ή «ποινή» που επιβάλλεται σε αυτόν τον τομέα πρέπει να είναι ανάλογη με τον νόμιμο στόχο που επιδιώκεται». Η ανοχή και ο σεβασμός για την ίση αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων αποτελούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Ως ζήτημα αρχής μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο σε ορισμένες δημοκρατικές κοινωνίες να επιβληθούν κυρώσεις ή ακόμα και να αποτραπούν όλες οι μορφές έκφρασης με τις οποίες διαδίδεται, υποκινείται, προωθείται ή δικαιολογείται μίσος που βασίζεται στη μισαλλοδοξία, υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν «διατυπώσεις», «προϋποθέσεις», «περιορισμοί» ή «κυρώσεις» που επιβάλλονται είναι ανάλογες με τον νόμιμο επιδιωκόμενο σκοπό». Εξάλλου, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δεν προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης κατά τρόπο απόλυτο. Η ελευθερία αυτή μπορεί να περιοριστεί, όμως οι περιορισμοί πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και να δικαιολογούνται. Ειδικότερα, για να είναι συμβατός κάποιος περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης θα πρέπει (α) να είναι νόμιμος, (β) να εξυπηρετεί κάποιον από τους σκοπούς που αναφέρονται περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου και (γ) να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η αναφορά σε «αναγκαιότητα» κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 2, συνεπάγεται την ύπαρξη «επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης».
Το Δικαστήριο επίσης αξιολογεί εάν οι προσφυγές που έρχονται ενώπιόν του κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 10, συνιστούν στην παραγματικότητα απειλή για τη δημοκρατική τάξη των κρατών μελών. Για παράδειγμα, προσφυγές που εκφράζουν θαυμασμό προς ολοκληρωτικά καθεστώτα ή απειλούν ευθέως το δημοκρατικό πολίτευμα απορρίπτονται ως ασυμβίμβαστες με τις θεμελιώδεις αξίες της Σύμβασης.
Aπό την επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ αναδύονται εξάλλου τα βασικά ερμηνευτικά εργαλεία και προσεγγίσεις, όπως και οι γενικές αρχές που εφαρμόζει το δικαστήριο προκειμένου να αχθεί σε συμπέρασμα σχετικά με το αν η διερευνώμενη περίπτωση συνιστά ρητορική μίσους ή εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 10.
Το Δικαστήριο εξετάζει πάντοτε (και καλεί και τα εθνικά δικαστήρια να πράττουν το ίδιο) όχι μόνο το περιεχόμενο της ομιλίας (π.χ. δηλώσεις με αρνητικό περιεχόμενο για τη ζωή μια ομάδας ανθρώπων, δηλώσεις που καταφέρονται κατά πλήρως απαξιωτικό τρόπο κατά ομάδων με εθνοτικά, θρησκευτικά, ή άλλα χαρακτηριστικά ή δηλώσεις που ισοδυναμούν
Σελ. 114 με επίκληση στη βία ή εξυμνούν την τρομοκρατία, αλλά και την πρόθεση του ομιλητή και το πλαίσιο στο οποίο δόθηκε (π.χ. τεταμένο πολιτικό κλίμα, προεκλογική περίοδος κ.λ.π). Τα στοιχεία αυτά είναι κρίσιμα προκειμένου να καθοριστεί εάν είναι νόμιμη και δικαιολογημένη η παρέμβαση του κράτους (με ποινικού, διοικητικού ή αστικού χαρακτήρα μέτρα) στη σφαίρα της ελευθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο επίσης εξετάζει την πιθανότητα επίτευξης υποκίνησης σε βία που έχει η επίμαχη δήλωση (Surek κατά Τουρκίας 1999 παρ. 58), και άρα την πιθανότητα πρόκλησης βλάβης στην ομάδα ή τα πρόσωπα κατά των οποίων απευθύνεται. Η έρευνα αυτή συνδέεται και με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Ως προς την παρέμβαση των κρατών στην σφαίρα της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία θεωρείται ως ένα από τα προπύργια μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης κοινωνίας, το ΕΔΔΑ εφαρμόζει τα ακόλουθα βασικά κριτήρια: α) η παρέμβαση να είναι νόμιμη, να έχει δηλαδή διατυπωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια σε νομική διάταξη , ώστε να μην καταλείπεται στο κράτος μεγάλη διακριτική ευχέρεια για ευρεία (ή και κατ’ επιλογή) παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος αυτού· η παρέμβαση του κράτους να επιτελεί νόμιμο ή θεμιτό σκοπό (δημόσια ασφάλεια, προστασία ευπαθούς ομάδας, εθνική ασφάλεια, πρόληψη τρομοκρατικών εγκλημάτων κ.α.)· εξέταση του συνδέσμου μεταξύ της κρατικής παρέμβασης και του θεμιτού σκοπού, αν δηλαδή η επιχειρούμενη παρέμβαση έχει όντως τη δυνατότητα να προστατεύσει τα υπό διακινδύνευση έννομα συμφέροντα.
Ακολουθεί σταχυολόγηση των σημαντικότερων αποφάσεων του ΕΔΔΑ σε υποθέσεις ρητορικής μίσους. Προκαταρκτικά πάντως, πρέπει να αναφερθεί ότι το ΕΔΔΑ παγίως κρίνει ότι η διαπίστωση σχετικά με την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης αδικημάτων υποκίνησης μίσους, βίας και διακρίσεων, επαφίεται στις εθνικές αρχές, και ιδίως στα δικαστήρια, τα οποία οφείλουν να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο και τα οποία, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ είναι σε ευχερέστερη θέση να γνωρίζουν και να αποτιμούν τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, απολαμβάνοντας ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Ο ρόλος του Δικαστηρίου του Στρασβούργου είναι περισσότερο να επανεξετάζει, σύμφωνα με το άρθρο 10, τις αποφάσεις που εκδίδουν τα εθνικά δικαστήρια βάσει της εξουσίας τους για εκτίμηση, το δε ΕΔΔΑ ελέγχει εάν στήριξαν τις αποφάσεις τους σε αποδεκτή , ακτά το πνεύμα της Σύμβασης, αξιολόγηση των σχετικών γεγονότων (Belkacem κατά Βελγίου, 34367/2014, απόφαση της 20.7.2017, παρ. 29.
Jersild κατά Δανίας (15890/1989, απόφαση της 23.9.1994)
Ο προσφεύγων ήταν δημοσιογράφος, ο οποίος, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής του έρευνας, βιντεοσκόπησε ντοκιμαντέρ με αποσπάσματα από τηλεοπτική συνέντευξη που του παραχωρησαν τρία μέλη μιας ομάδας νεαρών (τα Πράσινα Γιλέκα) γνωστής για την εχθρική της στάση απέναντι στους μετανάστες. Οι τρεις νεαροί έκαναν υβριστικά και υποτιμητικά σχόλια σχετικά με τους μετανάστες και τις εθνοτικές ομάδες στη Δανία στην κάμερα και τα αποσπάσματα αυτά μεταδόθηκαν τηλεοπτικά.
Το Δικαστήριο επιφύλαξε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της συμπεριφοράς των μελών των «Πράσινων Γιλέκων», οι οποίοι έκαναν απροκάλυπτα ρατσιστικά σχόλια, και του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε προσπαθήσει να εκθέσει, να αναλύσει και εξηγήσει τη συμπεριφορά αυτής τη συγκεκριμένη ομάδα νέων και να ασχοληθεί με «συγκεκριμένες πτυχές ενός θέματος που ήδη τότε προκαλούσε μεγάλη δημόσια ανησυχία». Αναγνώρισε ως δεδομένη την παραδοχή των εθνικών δικαστηρίων ότι ο προσφεύγων επέλεξε να διατηρήσει στο ντοκιμαντέρ τα τμήματα της συνέντευξης με τα ρατσιστικά σχόλια των νεαρών, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό, στη διάδοσή τους σε ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων, μέσω των τηλεοπτικών δεκτών. Από την άλλη πλευρά όπως εκίμησε το γεγονός ότι ο προσφεύγων διευκρίνιζε στην αρχή του ντοκιμαντέρ ότι αφορμή στάθηκαν πρόσφατες δημόσιες συζητήσεις για το ρατσισμό στη Δανία και αποσκοπούσε στην παρουσίαση του φαινομένου στο κοινό, με τον εντοπισμό ατόμων εμφορούμενων από ρατσιστικά ιδεώδη και την διερεύνηση του υποβάθρου και της νοοτροπίας τους. Δεν είχε δηλαδή ως στόχο να συμβάλει στη διάδοση των ιδεωδών τους, αλλά να αναλύσει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά της συγκεκριμένης ομάδας νέων, σε συνδυασμό με την κοινωνική τους κατάσταση, το ποινικό τους μητρώο και τυχόν βίαιες συμπεριφορές, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό συγκεκριμένες πτυχές ενός θέματος που προκαλούσε μεγάλη δημόσια ανησυχία. Ενόψει τούτου, κρίθηκε ότι το ντοκιμαντέρ στο σύνολό του δεν αποσκοπούσε στη διάδοση ρατσιστικών απόψεων και ιδεών, αλλά στην ενημέρωση του κοινού για ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης.
Soulas και λοιποί κατά Γαλλίας (2008)
Η υπόθεση αυτή αφορούσε ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά των προσφευγόντων, μετά από την έκδοση βιβλίου με τίτλο «Η αποικιοποίηση της Ευρώπης» και υπότιτλο «Αληθινές παρατηρήσεις για τη μετανάστευση και το Ισλάμ» και κατέληξε στην καταδίκη τους για υποκίνηση μίσους και βίας κατά των μουσουλμανικών κοινοτήτων από τα βόρεια και κεντρική Αφρική. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου
Σελ. 11510 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης. Σημείωσε, ειδικότερα, ότι, κατά την καταδίκη των προσφευγόντων, τα εθνικά δικαστήρια είχαν υπογραμμίσει ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν στο βιβλίο είχαν σκοπό να ενισχύσουν ένα αίσθημα απόρριψης και ανταγωνισμού, στους αναγνώστες που επιδεινώνεται από τη χρήση στρατιωτικής γλώσσας, όσον αφορά τις εν λόγω κοινότητες, που χαρακτηρίστηκαν ως ο κύριος εχθρός και να οδηγήσει τους αναγνώστες του βιβλίου να μοιραστούν τη λύση που προτείνει ο συγγραφέας, δηλαδή ένας πόλεμος εθνικής ανακατάκτησης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του τελευταίου στην ελευθερία της έκφρασης ήταν «απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία». Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα επίμαχα αποσπάσματα του βιβλίου δεν υπερέβαιναν το κατώφλι για την εφαρμογή του άρθρου 17
Feret κατά Βελγίου (2009)
Ο προσφεύγων ήταν Βέλγος βουλευτής και πρόεδρος του πολιτικού κόμματος Εθνικό Μέτωπο στο Βέλγιο. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας διανεμήθηκαν φυλλάδια που έφεραν συνθήματα όπως «Σταθείτε ενάντια στον εξισλαμισμό του Βελγίου», «Σταματήστε την ψευδή πολιτική ολοκλήρωσης» και «Στείλτε πίσω τους μη Ευρωπαίους που αναζητούν εργασία». Ο προσφεύγων δικάστηκε για το αδίκημα της υποκίνησης σε φυλετικές διακρίσεις, καταδικάστηκε σε κοινωφελή εργασία και αποκλείστηκε από τη βουλευτική του έδρα για 10 χρόνια. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10. Τούτο διότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος προορίζονταν να προκαλέσουν αισθήματα δυσπιστίας, απόρριψης ή ακόμα και μίσους προς τους ξένους ιδιαίτερα μάλιστα μεταξύ των λιγότερο ενημερωμένων μελών του κοινού. Το μήνυμά του, που μεταδόθηκε στο πλαίσιο προεκλογικής διαδικασίας (στοιχείο στο οποίο παγίως αποδίδει μείζονα σημασία η νομολογία του Στρασβούργου), είχε αυξημένη απήχηση και σαφώς ισοδυναμούσε με υποκίνηση σε φυλετικό μίσος.
H απόφαση έχει δεχθεί κριτική ως προς την παραδοχή του Δικαστηρίου ότι η υποκίνηση σε μίσος δεν προϋποθέτει αναγκαίως μία παρακίνηση σε πράξη βίας ή σε άλλες εγκληματικές πράξεις. Προσωπικές λεκτικές επιθέσεις, που αποσκοπούν στο χλευασμό ή στη διαπόμπευση μπορούν να θεωρηθούν επαρκές έρεισμα για τις αρχές ώστε να «προκρίνουν την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους στο πρόσωπο της ελευθερίας της έκφρασης που ασκείται με έναν μη υπεύθυνο τρόπο».
Λεπέν κατά Γαλλίας (2010)
Ο προσφεύγων ήταν πρόεδρος του γαλλικού κόμματος «Εθνικό Μέτωπο». Καταδικάστηκε για το αδίκημα της υποκίνηση διακρίσεων, μίσους και βία εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων λόγω της καταγωγής τους ή της ιδιότητάς τους ως μέλους ή μη σε συγκεκριμένη εθνική ομάδα, έθνος, φυλή ή θρησκεία, λόγω δηλώσεων είχε μιλήσει για τους μουσουλμάνους στη Γαλλία σε μια συνέντευξη στην καθημερινή εφημερίδα Le Monde – είχε υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι «την ημέρα που δεν υπάρχουν πλέον 5 εκατομμύρια αλλά 25 εκατομμύρια μουσουλμάνοι στη Γαλλία, αυτοί θα είναι επικεφαλής» – είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη.
Perincek κατά Ελβετίας (2015, Μείζων Σύνθεση)
Η απόφαση αυτή αποτελεί σταθμό στη νομολογία του ΕΔΔΑ για την αξιολόγηση των κριτηρίων σχετικά με το πότε μια δήλωση μπορεί να θεωρηθεί μισαλλόδοξος λόγος ή όχι. Αφορά ποινική καταδίκη Τούρκου πολιτικού, για τη δημόσια έκφραση της άποψης, στην Ελβετία, ότι οι μαζικές εκτοπίσεις και σφαγές που υπέστησαν οι Αρμένιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915 και τα επόμενα χρόνια δεν ισοδυναμούσε με γενοκτονία. Τα ελβετικά δικαστήρια έκριναν ότι τα κίνητρά του ήταν εθνικιστικά και ρατσιστικά και οι δηλώσεις αυτές δεν συνέβαλαν στη δημόσια συζήτηση γύρω από την ιστορική διαμάχη. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι παραβιάστηκε η ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος: Αναγώρισε μεν τη σημασία που αποδίδει η κοινότητα των Αρμενίων στην αναγνώριση των μαζικών σφαγών των Αρμενίων ως γενοκτονία, δέχθηκε όμως ότι η αξιοπρέπεια των θυμάτων και η αξιοπρέπεια και η ταυτότητα των σημερινών Αρμενίων προστατεύονταν από το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να βρει μια ισορροπία μεταξύ των δύο δικαιωμάτων –το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής–, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και την αναλογικότητα μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και του στόχου που επιδιώκεται να επιτευχθεί. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν απαραίτητο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, να επιβληθεί στον προσφεύγοντα ποινική κύρωση για την προστασία των δικαιωμάτων της αρμενικής κοινότητας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: α)οι δηλώσεις του προσφεύγοντος αφορούσαν θέμα δημοσίου συμφέροντος και δεν ισοδυναμούσαν με έκκληση για μίσος ή μισαλλοδοξία. η περίοδος κατά την οποία εκφράστηκαν αυτές οι απόψεις δεν χαρακτηριζόταν από αυξημένες εντάσεις στην Ελβετία· δεν θεωρήθηκε ότι οι δηλώσεις θίγουν την αξιοπρέπεια των Αρμενίων σε σημείο που να επιτάσσει επιβολή ποινικής κύρωσης· δεν υπήρχε υποχρέωση του διεθνούς δικαίου για την Ελβετία να ποινικοποιεί τέτοιες δηλώσεις· τα ελβετικά δικαστήρια επέκριναν τον προσφεύγοντα απλώς επειδή εξέφρασε γνώμη που διέφερε από τα γενικώς παραδεδεγμένα στην Ελβετία.
Simunic κατά Κροατίας (2019)
Κροάτης ποδοσφαιριστής, καταδικάστηκε γιατί φώναζε ρατσιστικά συνθήματα στους θεατές που μπορούσαν να υποκινήσουν μίσος με βάση τη φυλή, την εθνικότητα και την πίστη. Το Δικαστήριο έκρινε την καταγγελία του προσφεύγοντος προδήλως αβάσιμη, αφού έλαβε υπόψη ότι η παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης εδραζόταν σε επαρκείς λόγους, ότι του επιβλήθηκε ήπια κύρωση (πρόστιμο) καθώς και το πλαίσιο στο οποίο είχε φώναξει τις επίμαχες φράσεις. Περαιτέρω απέφάνθη ότι οι κροατικές αρχές πέτυχαν μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμά του για ελεύθερη έκφραση αφενός, και τα συμφέροντα της κοινωνίας για την προώθηση της ανεκτικότητας στις αμοιβαίες σχέσης και τον σεβασμό στις αθλητικές εκδηλώσεις, λόγω και του ρόλου του ως προτύπου για τη νέα γενιά.
Σελ. 116Zemmour κατά Γαλλίας (2022)
Γνωστός πολιτικός δημοσιογράφος και ειδήμονας, ο οποίος δημοσίευσε πολλά βιβλία για την πολιτική πριν ξεκινήσει τη δική του πολιτική καριέρα το 2021 – για το αδίκημα της υποκίνησης διακρίσεων και θρησκευτικών μίσος κατά της γαλλικής μουσουλμανικής κοινότητας λόγω δηλώσεων που έγιναν σε τηλεοπτική εκπομπή το 2016.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 διότι η παρέμβαση στην το δικαίωμα του στην ελευθερία της έκφρασης ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων που διακυβεύονταν στην υπόθεση. Όπως και τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο επεσήμανε ειδικότερα ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος περιείχαν υποτιμητικούς και μεροληπτικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις σχέσεις μεταξύ των Γάλλων και της μουσουλμανικής κοινότητας στο σύνολό της. Θεώρησε ότι οι επίμαχες δηλώσεις δεν ανήκαν σε κατηγορία που θα απολάμβανε ενισχυμένης προστασίας βάσει του άρθρου 10 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γαλλικές αρχές είχε επομένως ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης για να επιβάλουν περιορισμούς. Το Δικαστήριο επίσης σημείωσε ότι οι δηλώσεις είχαν γίνει σε ζωντανή τηλεόραση, στην prime-time και είχαν παρατηρηθεί ότι ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος και ειδήμονας, δεν είχε εξαιρεθεί, αν και μιλούσε ως συγγραφέας τότε, από τα «καθήκοντα και τις ευθύνες» του ως δημοσιογράφος. Το Δικαστήριο ήταν της γνώμης ότι οι παρατηρήσεις του δεν είχαν περιοριστεί σε κριτική στο Ισλάμ αλλά, ενόψει του πλαισίου τρομοκρατικής βίας που επικρατούσε, έγιναν με πρόθεση να στρέψουν τους θεατές κατά της μουσουλμανικής κοινότητας. Κατέληξε ότι η καταδίκη σε πρόστιμο, το ύψος του οποίου ήταν δεν ήταν υπερβολικό, ήταν επαρκής και σχετική με το αδίκημα.
Surek κατά Τουρκίας (1999 Μείζων Σύνθεση)
Ο προσφεύγων ήταν ιδιοκτήτης μιας εβδομαδιαίας επιθεώρησης που δημοσίευσε επιστολές δύο αναγνωστών που καταδίκαζαν έντονα τις στρατιωτικές ενέργειες των αρχών στα νοτιοανατολικά Τουρκία, κατηγορώντας τους για βάναυση καταστολή του κουρδικού λαού στον αγώνα του για ανεξαρτησία και ελευθερία. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για «διάδοση προπαγάνδας ενάντια στο αδιαίρετο του κράτους και πρόκληση εχθρότητας και μίσους μεταξύ του λαού».
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης). Σημείωσε ότι οι προσβαλλόμενες επιστολές ισοδυναμούσαν με έκκληση για αιματηρή εκδίκηση και ότι περιείχε ονομαστικές αναφορές σε πρόσωπα, υποκίνησε το μίσος για αυτά και τα εξέθετε σε πιθανό κίνδυνο σωματικής βίας. Αν και ο προσφεύγων δεν ταυτίστηκε με τις προβληθείσες απόψεις παρόλα αυτά διέθεσε ένα μέσο για τη διάδοσή τους.
Erbakan κατά Τουρκίας 6 Ιουλίου 2006
Ο προσφεύγων, ήταν πολιτικός και μάλιστα υπήρξε πρωθυπουργός της Τουρκίας. Την εποχή εκείνη ήταν πρόεδρος του Refah Partisi (το Κόμμα της Πρόνοιας), το οποίο διαλύθηκε το 1998 για συμμετοχή σε δραστηριότητες αντίθετες με τις αρχές της κοσμικότητας. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η καταδίκη του για σχόλια που έγιναν σε δημόσια ομιλία, τα οποία θεωρήθηκε ότι συνιστούσαν υποκίνηση μίσους και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης, διότι σχόλια τέτοιας φύσης, από γνωστό πολιτικό σε μια δημόσια συγκέντρωση, ήταν απλώς ενδεικτικά του οράματος που είχε για μια κοινωνία δομημένη αποκλειστικά γύρω από τις θρησκευτικές αξίες. Αφού επεσήμανε ότι η καταπολέμηση κάθε μορφής μισαλλοδοξίας ήταν αναπόσπαστο μέρος της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ζωτικής σημασίας οι πολιτικοί στις ομιλίες τους να αποφεύγουν σχόλια που ευνοούν τη μισαλλοδοξία. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη φύση του ελεύθερου πολιτικού διαλόγου σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που δόθηκαν για να δικαιολογηθεί η δίωξη του προσφεύγοντος δεν επαρκούσαν για να βεβαιωθεί ότι η παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Tagiyev and Huseynov κατά Αζερμπαϊτζάν 5 Δεκεμβρίου 2019
Αυτή η υπόθεση αφορούσε την καταδίκη των προσφευγόντων –γνωστού συγγραφέα και αρθρογράφου και εκδότη– για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους και εχθρότητας με τις παρατηρήσεις τους για το Ισλάμ σε άρθρο που είχαν δημοσιεύσει το 2006. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης, διαπιστώνοντας ότι η καταδίκη των προσφευγόντων ήταν υπερβολική και είχε παραβιάσει την ελευθερία της έκφρασης. Σημείωσε ειδικότερα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αιτιολογήσει γιατί η καταδίκη των προσφευγόντων ήταν απαραίτητη όταν το άρθρο σαφέστατα συνέκρινε μόνο δυτικές και ανατολικές αξίες και είχε συμβάλει σε μια συζήτηση για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τον ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία. Πράγματι, τα δικαστήρια είχαν απλώς επικυρώσει μια έκθεση που διαπίστωνε ότι ορισμένες παρατηρήσεις ισοδυναμούσαν με υποκίνηση θρησκευτικού μίσους και εχθρότητας, χωρίς να τις βάλουν στο πλαίσιο ή ακόμη και να προσπαθήσουν να εξισορροπήσουν το δικαίωμα των προσφευγόντων να μεταδώσουν στο κοινό τις απόψεις τους για τη θρησκεία με το δικαίωμα οι θρησκευόμενοι να σέβονται τις πεποιθήσεις τους.
Δικαίωση της τρομοκρατίας Leroy κατά Γαλλίας 2 Οκτωβρίου 2008
Ο προσφεύγων, σκιτσογράφος, παραπονέθηκε για την καταδίκη του για δημόσια δικαίωση της τρομοκρατίας μετά τη δημοσίευση σε μια βασκική εβδομαδιαία εφημερίδα στις 13 Σεπτεμβρίου 2001 ενός σχεδίου που αναπαριστά την επίθεση στους δίδυμους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου με λεζάντα που μιμείται το διαφημιστικό σλόγκαν μιας διάσημης μάρκας: «Όλοι το ονειρευόμουν... το έκανε η Χαμάς». Υποστήριξε ότι είχε παραβιαστεί η ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης σε σχέση με την καταδίκη του προσφεύγοντος για συνέργεια στην αποδοχή της τρομοκρατίας. Θεώρησε, ειδικότερα, ότι το σχέδιο δεν περιοριζόταν στην κριτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά υποστήριξε και δόξασε τη βίαιη καταστροφή του τελευταίου. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο στήριξε το πόρισμά του στη λεζά
Σελ. 117ντα που συνόδευε το σχέδιο και σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε εκφράσει την ηθική του υποστήριξη σε όσους θεωρούσε ότι ήταν οι δράστες των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μέσω της επιλογής γλώσσας, ο προσφεύγων σχολίασε επιδοκιμαστικά τη βία που διαπράχθηκε κατά χιλιάδων πολιτών και μείωσε την αξιοπρέπεια των θυμάτων.
Stomakhin κατά Ρωσίας 9 Μαΐου 2018
Αυτή η υπόθεση αφορούσε την καταδίκη του προσφεύγοντος σε πέντε χρόνια φυλάκιση για άρθρα σε ενημερωτικά δελτία που είχε γράψει σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση στην Τσετσενία, τα οποία σύμφωνα με τα εθνικά δικαστήρια υποκινούσαν τη βία και το μίσος, την οποία είπαν τα εθνικά δικαστήρια είχε δικαιολογήσει την τρομοκρατία και τη βία και υποκίνησε το μίσος. Διαμαρτυρήθηκε για την καταδίκη του για απόψεις που εκφράζονται στα ενημερωτικά δελτία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης. Διαπίστωσε ειδικότερα ότι ορισμένα από τα άρθρα είχαν ξεπεράσει τα όρια της αποδεκτής κριτικής και ισοδυναμούσαν με εκκλήσεις για βία και τη δικαιολόγηση της τρομοκρατίας. Άλλες δηλώσεις, ωστόσο, ήταν εντός αποδεκτών ορίων κριτικής. Συνολικά, δεν υπήρξε επιτακτική κοινωνική ανάγκη να παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος, τιμωρώντας τον για ορισμένα από τα σχόλιά του, η δε αυστηρότητα της ποινής είχε παραβιάσει τα δικαιώματά του. Το Δικαστήριο πρόσθεσε επίσης ότι ήταν ζωτικής σημασίας για τα κράτη να υιοθετήσουν μια προσεκτική προσέγγιση κατά τον καθορισμό του εύρους των εγκλημάτων ρητορικής μίσους, δεδομένου ότι η ίδια η φύση του πολιτικού λόγου είναι αφ’ εαυτής αμφιλεγόμενη, ακόμη και τοξική και ότι μόνο το γεγονός ότι οι επίμαχες δηλώσεις περιλαμβάνουν σκληρή κριτική στη δημόσια πολιτική που ακολουθείται και προάγουν μια μονομερή θεώρηση της προέλευσης και της ευθύνης για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν δεν αρκεί, από μόνη της, για να δικαιολογήσει μια παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης για τις αιτίες της (σκ. 113-4). Το ΕΔΔΑ κάλεσε μάλιστα τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύσουν αυστηρά τη νομοθεσία προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική παρέμβαση υπό το πρόσχημα της δράσης ενάντια σε τέτοια ομιλία, όταν το εν λόγω ζήτημα ήταν στην πραγματικότητα η κριτική των αρχών ή των πολιτικών τους.
Erkizia Almandoz κατά Ισπανίας, 22 Ιουνίου 2021
Αυτή η υπόθεση αφορούσε τη συμμετοχή Βάσκου αυτονομιστή πολιτικού σε τελετή απότισης φόρου τιμής σε πρώην μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης ETA και την καταδίκη του για δημόσια υπεράσπιση της τρομοκρατίας, ποινή φυλάκισης ενός έτους και επταετής αδυναμία επιλεξιμότητας. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης λόγω της καταδίκης του για δημόσια υπεράσπιση της τρομοκρατίας, ενώ, κατά την άποψή του, η ομιλία του αποσκοπούσε αποκλειστικά στην κίνηση μιας αποκλειστικά δημοκρατικής και ειρηνικής διαδικασίας για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των Βάσκων Χώρα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης, διαπιστώνοντας ότι η παρέμβαση των δημοσίων αρχών στο δικαίωμα του αιτούντος στην ελευθερία έκφρασης δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Έχοντας αναλύσει την εφαρμογή των διαφόρων παραγόντων που χαρακτηρίζουν τη ρητορική μίσους και τις δηλώσεις που αποδοκιμάζουν ή υπερασπίζονται την τρομοκρατία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρόλο που ο προσφεύγων είχε κάνει τις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια τελετής στη μνήμη ενός πρώην μέλους της ΕΤΑ σε τεταμένο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, το περιεχόμενο και η διατύπωση των σχολίων του αιτούντος έδειξε ότι δεν είχε σκοπό να υποκινήσει ανθρώπους σε βία ή να συγχωρήσει ή να υπερασπιστεί την τρομοκρατία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν είχε διαπιστωθεί άμεση ή έμμεση υποκίνηση τρομοκρατικής βίας και η ομιλία του προσφεύγοντος στην τελετή, αντιθέτως, υποστήριζε την επιδίωξη ενός δημοκρατικού μέσου για την επίτευξη των συγκεκριμένων πολιτικών στόχων της αριστεράς.
Rouillan κατά Γαλλίας 23 Ιουνίου 2022
Ο προσφεύγων, πρώην μέλους της τρομοκρατικής ομάδας Action directe, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής 10 μηνών με αναστολή, μετά την καταδίκη του ως βοηθού στο αδίκημα της δημόσιας υπεράσπισης τρομοκρατικών πράξεων για σχόλια που είχε κάνει σε ραδιοφωνική εκπομπή το 2016 και οι οποίες στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν σε ιστότοπο των μέσων ενημέρωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης λόγω της αυστηρότητας της ποινικής ποινής που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα. Θεώρησε, ειδικότερα, ότι η καταδίκη προσφεύγοντος ως συμπληρωματική στο αδίκημα της υπεράσπισης τρομοκρατικών πράξεων ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και αναγνώρισε ότι η παρέμβαση είχε προδιαγραφεί από το νόμο και επιδίωκε τον θεμιτό στόχο της πρόληψης της αταξίας και του εγκλήματος.
Sanchez κατά Γαλλίας της 16.05.2023 (αρ. προσφ. 45581/15, απόφαση Ευρείας Σύνθεσης της 16.5.2023).
Ο προσφεύγων, που ήταν τοπικός σύμβουλος, υποψήφιος για εκλογή Βουλής, καταδικάστηκε για το αδίκημα της υποκίνησης μίσους ή βίας κατά ομάδας ή ατόμου για θρησκευτικούς λόγους, μετά την αποτυχία του να λάβει έγκαιρα μέτρα για τη διαγραφή σχόλιων που αναρτήθηκαν από τρίτους στον «τοίχο» του λογαριασμού του στο Facebook. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10. Η απόφαση του ΕΔΔΑ, η οποία έχει δεχθεί έντομη κριτική, θεωρείται σταθμός, καθώς έθεσε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της κοινής ευθύνης των διαφόρων εμπλεκομένων με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το εσω
Σελ. 118τερικό νομικό πλαίσιο, προβλέπει επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, για τους σκοπούς του άρθρου 10, για να μπορέσει ο προσφεύγων να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του υπό τις περιστάσεις. Κατόπιν τούτου, συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι τα επίμαχα σχόλια είχαν αναρτηθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο επικείμενων εκλογών και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ρητορική μίσους, ερμηνευόμενα ως προς τον άμεσο αντίκτυπο που είχαν, και ως εκ τούτου ήταν παράνομα. Τέλος, κρίθηκε ότι η ανωτέρω παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος δεν επιδίωξε μόνο την επίτευξη ενός θεμιτού στόχου (προστασία της φήμης ή των δικαιωμάτων των άλλων) αλλά συνέβαλε στην πρόληψη μετάδοσης του αδικήματος της ρητορικής μίσους: Αφού ο προσφεύγων είχε αποφασίσει να κάνει τον «τοίχο» του στο Facebook δημόσια προσβάσιμο και είχε εξουσιοδοτήσει τους φίλους του να δημοσιεύουν σχόλια, κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να αγνοεί, ενόψει των τοπικών εντάσεων και της συνεχιζόμενης προεκλογικής εκστρατείας εκείνη την εποχή, ότι η επιλογή του μπορούσε να έχει ορισμένες δυνητικά σοβαρές συνέπειες.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του κράτους, ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων βασίστηκαν σε συναφείς και επαρκείς λόγους, όσον αφορά τόσο την ευθύνη του προσφεύγοντος ως πολιτικού, για τα παράνομα σχόλια που δημοσιεύτηκαν από τρίτα μέρη, τα οποία είχαν ταυτοποιηθεί και διώχθηκαν ως συνεργοί και την ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος. Η εν λόγω παρέμβαση θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).
Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ είχε απεναντίας δεχθεί ότι εφόσον οι επίμαχες εκφράσεις ήταν προφορικές δηλώσεις τρίτου κατά τη διάρκεια ζωντανής εκπομπής, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων στερούσε από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να τις αφαιρέσει «στο αέρα», η ευθύνη του δημοσιογράφου-συντονιστή δεν συνέπιπτε με την ευθύνη του προσώπου το οποίο χρησιμοποίησε φράσεις διατυπωμένες ενδεχομένως υπό μορφή οξείας λεκτικής επιθέσεως, εξυβριστικές ή συκοφαντικές, δηλαδή δεν κατέστησε τον προσφεύγοντα υπόλογο για τις δηλώσεις του καλεσμένου του.
V. Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων
Η ρητορική μίσους έχει απασχολήσει, προς το παρόν, κυρίως τα ποινικά δικαστήρια στον ελληνικό χώρο κατά την εφαρμογή του λεγόμενου «αντιρατσιστικού» νόμου ( Ν 4285/2014, ο οποίος αντικατέστησε το νόμο 927/1979 (Α΄ 139). Υπενθυμίζεται ότι ο Ν 4285/2014 θεσπίστηκε προκειμένου να προσαρμοστεί το νομοθετικό πλαίσιο που είχε τεθεί ήδη με τον Ν 927/1979 στην προαναφερόμενη απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28.11.2008. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές δηλώσεις συνιστούν απειλή για τις ομάδες ή τα (μεμονωμένα) πρόσωπα που γίνονται στόχος τους, για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο το κράτος δικαίου να παρέχει αυξημένου βαθμού προστασία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα μέσα του ποινικού δικαίου.
Από τις πλέον χαρακτηριστικές αποφάσεις, στις οποίες έγινε χρήση των διατάξεων των Ν 927/1919 και 4285/2014, ήταν οι ακόλουθες:
α) ΑΠ Ολ 3/2010
Η απόφαση ασχολήθηκε με βιβλίο συγγραφέα γνωστού για τις αντισημιτικές απόψεις του, στον οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη δυνάμει των διατάξεων του Ν 927/1979, «με το οποίο προέτρεψε [ο συγγραφέας] σε πράξεις και ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος και βία κατά προσώπων και ομάδων προσώπων, εκ μόνου του λόγου της φυλετικής και εθνικής καταγωγής αυτών και δη των Εβραίων γενικώς», μετά από αναίρεση που άσκησε υπέρ του νόμου ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση παραθέτει κρίσιμα χωρία από το βιβλίο, τα οποία απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα, καθώς και τον αυτοχαρακτηρισμό του ως «εθνικιστή», αλλά και τη δήλωσή του στον πρόλογο του βιβλίου ότι «σκοπεύει να γράψει μόνο την αλήθεια, ότι αν κάπου, παρά τη θέλησή του κάνει λάθος υπόσχεται στην επόμενη έκδοση να περιλάβει την ορθή άποψη που θα του προτείνουν οι Εβραίοι, ότι δέχεται δημόσια συζήτηση με τους Εβραίους όποτε θέλουν, όπου θέλουν, ακόμη και μέσα στο Ισραήλ είναι έτοιμος να μεταβεί, για να υποστηρίξει την αλήθεια, να πείσει ή να πεισθεί για την αντίθετη γνώμη.». Το Εφετείο είχε κρίνει ότι κατά την έννοια του Ν 927/1979, η “προτροπή” για άσκηση βίας πρέπει να είναι δημόσια, με την έννοια ότι μπορεί να εισακουστεί και να επηρεάσει οποιονδήποτε δέκτη, ανεξαιρέτως αν τελείται σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με δημόσιο ή ιδιωτικό μέσο, όπως είναι ο έντυπος τύπος. Δεν συνιστά “προτροπή” η απλή έκφραση γνώμης επιστημονικής κριτικής, έστω και δυσάρεστης ή επικριτικής για τα μέλη μίας φυλής ή εθνικότητας. Η “προτροπή”, ενέχει παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση και παρακίνηση για την τέλεση πράξεων ή ενέργειας, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν αποβλέπει δι` αυτής το υποκείμενο της προτροπής στην αποδοχή και μόνον των απόψεών του. Οι πράξεις και ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες να προκαλέσουν “διακρίσεις, μίσος ή βία”, χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν. Το αποτέλεσμα της προσφόρου προκλήσεως “διακρίσεων, μίσους ή βίας” πρέπει
Σελ. 119να έχει ως μοναδική αιτία και λόγο και να συνδέσει αποκλειστικά με τη φυλετική ή εθνική καταγωγή των προσώπων που αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος. Επιπλέον απαιτείται δόλος για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, η οποία πληρούται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως. Το Εφετείο προέκρινε την συσταλτική ερμηνεία των διατάξεων του Ν 927/1979 έχοντας υπόψη τα όρια που τίθετντα από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 και 16 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο προστασίας των οποίων εμπίπτει τόσο η ελευθερία του επιστήμονα (ιστορικού) να συγγράψει και να κυκλοφορήσει έργο στο οποίο θα καταγράφει, ερμηνεύει και αξιολογεί ιστορικά γεγονότα, όσο και το δικαίωμα κάθε πολίτη στην απρόσκοπτη και ελεύθερη πληροφόρηση, μέσω και γραπτών κειμένων, για τα ιστορικά γεγονότα, καθώς και την αξιολόγηση αυτών από τον συγγραφέα, ενώ δέχτηκε περαιτέρω ότι ο ιστορικός στα πλαίσια άσκησης των ως άνω συνταγματικών δικαιωμάτων του δικαιούται να ερμηνεύει και να αξιολογεί τα ιστορικά γεγονότα και τις πράξεις προσώπων που συμμετείχαν στη διαμόρφωση των γεγονότων αυτών, κατά τρόπο υποκειμενικό και σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του και τις εν γένει πολιτικές και κοινωνικές του αντιλήψεις, καταφεύγοντας και σε οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς των ιστορικών προσώπων και των πράξεών τους, υπό τους περιορισμούς όμως που θέτουν τα άρθρα 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και τα συναφή άρθρα των ποινικών εν γένει νόμων. Όπως σημειώνεται στην 3/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η απαλλακτική για τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις κρίση του δικαστηρίου της ουσίας οικοδομείται και θεμελιώνεται στην περί πραγμάτων κυρίαρχη παραδοχή του ότι “δεν καταφέρεται συλλήβδην κατά των Εβραίων, αλλά κατά των εβραιωνιστών”, οι οποίοι προφανές είναι ότι δεν αποτελούν ομάδα προσώπων που εντάσσεται στην έννοια της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής. Ο ΑΠ δέχτηκε κατά πλειοψηφία ότι ήταν ανέλεγκτες αναιρετικά οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η αποσπασματική αναφορά των επίμαχων (σ.σ. αναφερόμενων στο κατηγορητήριο) χωρίων του βιβλίου, χωρίς δηλαδή νοηματική και λογική σύνδεση με τα προηγούμενα και επόμενα εδάφια οδηγεί σε μη πιστή απόδοση, και πολλές φορές σε παρερμηνεία και αλλοίωση του περιεχομένου του σχετικού τμήματος του βιβλίου και ότι ο συγγραφέας δεν είχε την πρόθεση να προτρέψει τον αναγνώστη σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά των Εβραίων, ή να εκφράσει προσβλητικές κατά των Εβραίων ιδέες εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους.
β) 2383/2015 ΜονΠλημμελειοδικείο Ρεθύμνης
Η απόφαση αυτή είναι η δεύτερη που ασχολείται με απόψεις που εκφράζει ιστορικός στο βιβλίο του. Πρόκειται για Γερμανό καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 2014 δημοσίευσε το βιβλίο του με τίτλο «Επιχείρηση Ερμής - Η κατάκτηση της Κρήτης», με τίτλο στα Ελληνικά «Η Μάχη της Κρήτης». Αντικείμενο του βιβλίου ήταν τα ιστορικά γεγονότα της Μάχης της Κρήτης από τον Μάιο του έτους 1940 έως και τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου γινόταν αναφορά στην ιστορία της Μάχης της Κρήτης, με παρουσίαση μαχών, τακτικών πολέμου και καταλήψεων θέσεων μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται γεγονότα που συνέβησαν από την δράση των Γερμανών στην Κρήτη το ίδιο χρονικό διάστημα με αναφορές στη μεταχείριση που επεφύλαξε ο ντόπιος πληθυσμός και οι αντάρτες στους Γερμανούς στρατιώτες. Μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Οι άμαχοι διέπραξαν απίστευτες κτηνωδίες εις βάρος των νεκρών. Οι τραυματίες δεν υπέστησαν τέτοιου είδους κακοποίηση χάρη στη θαρραλέα επέμβαση των Βρετανών» και«ο Bedding (Τχης ΝΖ) έσωσε τους επιζήσαντες Γερμανούς αλεξιπτωτιστές από το λιντσάρισμα των ανταρτών, μεταφέροντάς τους στο κρατητήριο του τοπικού αστυνομικού σταθμού με τη βοήθεια των ανδρών του και μερικών ανδρών της Χωροφυλακής» και ότι οι νεκροί βρέθηκαν... φρικτά ακρωτηριασμένοι. Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του συγγραφέα βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν 4285/2014. Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά και ερμηνεία τόσο των διατάξεων του νόμου και της Απόφασης -Πλαίσιο, όσο και των διατάξεων που προστατεύουν την ελευθερία έκφρασης γνώμης και της ελευθερίας της διατύπωσης επιστημονικής γνώμης ειδικότερα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της, το δικαίωμα στην επιστημονική και ακαδημαϊκή ελευθερία, το οποίο, λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητάς του κατοχυρώνεται ξεχωριστά στις ανωτέρω διατάξεις των άρ. 16 Συντ. και 13 του Χάρτη αποτελεί ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης και δεν επιδέχεται άλλους περιορισμούς πέραν εκείνων που απορρέουν από την υποχρέωση σεβασμού εκ μέρους του πανεπιστημιακού διδασκάλου ή ερευνητή των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ 519/2015, ό.π., ΣτΕ Ολ 520/2015, ό.π., ΣτΕ Ολ 2786-8/1984, ό.π.) και όσων επιβάλλονται από τους συνταγματικούς σκοπούς που καθορίζουν το νόημα του ιδίου του δικαιώματος, η υπέρβαση των οποίων ελέγχεται κατά το άρ. 25 παρ. 3 Συντ. Εάν, κατά την ενάσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, σημειώνονται προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας δεν θεωρούνται καταρχήν παράνομες, διότι κατά τη στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών η θιγόμενη η προσωπικότητα έχει υποδεέστερη σημασία σε σχέση με το αγαθό των ως άνω ελευθεριών, εκτός βέβαια αν προσβάλλεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου (ΑΠ Ολ 13/1999). Από την άλλη πλευρά, η απόφαση δέχτηκε ότι «αυταπόδεικτα αντικοινωνικές εκδηλώσεις που προκαλούν ή δικαιολογούν τη βία, το μίσος, την ξενοφοβία ή άλλη μορφή μισαλλοδοξίας και έτσι βλάπτουν τα δικαιώματα των θίγόμενων προσώπων συνιστούν, καταρχήν,
Σελ. 120 καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό της πεδίο» . Η απόφαση ερμηνεύοντας τις διατάξεις του προηγούμενου Ν 927/19179 και του νυν ισχύοντος 4285/2014 υπό το φως των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (ΝΔ 494/70) δέχτηκε ότι είναι καταδικαστέα και μη ανεκτή από τη διεθνή και την εσωτερική δικαιοταξία κάθε άποψη που ερείδεται στις φυλετικές διαφοροποιήσεις, είτε αυτή παρουσιάζεται ως απλή έκφραση γνώμης είτε ως επιστημονικό πόρισμα και, επομένως, η υποστήριξη, η επίκληση, η διάδοση και η ανάπτυξη τέτοιων θέσεων ή απόψεων εκφεύγει σαφώς από την ελευθερία του λόγου ή την ακαδημαϊκή ελευθερία και είναι τιμωρητέα. Απηχώντας την αιτιολογική έκθεση του Ν 4285/2014 δέχεται περαιτέρω ότι για λόγους αποφυγής προσβολής του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης θα πρέπει ωστόσο να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων που δεν θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν σε δίωξη ή υποκίνηση βίας κατά ομαδας προσώπων βάσει των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους ( φυλή, χρώμα, θρησκεία κ.λπ.). Στη συνέχεια η απόφαση δίδει την ερμηνεία για την υποκίνηση σε βία («η συμπεριφορά της «υποκίνησης», κατά την έννοια του άρ. 2 του Ν 4285/2014, είναι ταυτόσημη με την έννοια της «πρόκλησης», όπως αυτή οριοθετείται στα άρ. 135 παρ. 1 και 192 ΠΚ, καθώς και με τις έννοιες της «διάδοσης», της «προώθησης», της «προτροπής», της «παρότρυνσης», της «παρόρμησης», της «ενθάρρυνσης» και της «παρακίνησης», κι αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο δράστης επιχειρεί να προκαλέσει σε άλλον ή άλλους την απόφαση τέλεσης πράξεων βίας ή συναισθημάτων μίσους, κ.λπ., κατά ομάδας ή μέλους της που προσδιορίζονται βάσει των ανωτέρω προβλεπόμενων στον νόμο χαρακτηριστικών (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM [2014] 27 final, ό.π., σ. 4, σχετ. ΑΠ Ολ 3/2010, ό.π.)» και για την έννοια του μίσους («εδομένης της ευρύτητας και υποκειμενικότητας του όρου «μίσους» που αφορά σε μια ενδιάθετη βούληση, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο ποινικοποίησης per se, κατά την αρχή n.c.n.p.s.l. και την ειδικότερη έκφανση της απαγόρευσης ποινικού κολασμού του φρονήματος, αντικειμενικού ποινικού ενδιαφέροντος δεν μπορεί να τυγχάνει η απλή ιδεολογική διαφωνία ή η έκφραση ιδεών που στηρίζονται στη φυλετική, εθνική, εθνοτική, πολιτισμική ανωτερότητα κ.λπ. ή οι συγκεκαλυμμένες ρατσιστικές απόψεις, αλλά μόνον η πρόληψη και η καταστολή άδικων και παράνομων πράξεων, στην υποκίνηση ή πρόκληση των οποίων κατευθύνεται η τυποποιούμενη συμπεριφορά και είναι δυνατό να προκαλέσει .... Ως εκ τούτου, ως «μίσος» κατά τα ανωτέρω νοείται εκείνο που συνιστά την απαραίτητη ψυχολογική προϋπόθεση των πράξεων «βίας» και είναι αντικειμενικά πρόσφορο να κατατείνει αιτιωδώς στην τέλεσή τους». Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την απόφαση, συμπεριφορές ή εκδηλώσεις που προκαλούν αισθήματα αντιπάθειας ή δυσαρέσκειας ή ακόμη και αντιπαλότητας, όπως η έκφραση δυσάρεστης ή επικριτικής επιστημονικής κριτικής για τα μέλη μιας φυλετικής ή εθνικής ομάδας, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως μίσος. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. αναλυτικά ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία ο έντονα σατιρικός λόγος, ή ο πολεμικός λόγος εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Προκειμένου συνεπώς ο εκπεφρασμένος ρατσιστικός λόγος να υπερβεί το κατώφλι του ποινικού κολασμού θα πρέπει να αποτελεί έκφραση πολιτιστικής βαρβαρότητας, δηλαδή να μειώνει, ταπεινώνει ή ευτελίζει το πρόσωπο ή την ομάδα των προσώπων για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ρατσιστικός λόγος που όμως τηρεί έστω και προσχηματικά τη λεκτική ευπρέπεια δεν αποτελεί, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, ποινικά κολάσιμη πράξη κατά το άρθρο 2 του Ν 4285/2014. Απεναντίας, εξετάζεται η προσφορότητα του μισαλλόδοξου λόγου να δυναμιτίσει την ειρηνική κοινωνική συμβίωση. Η «προσφορότητα» εξετάζεται κατά ερίπτωση, βάσει όλων των συνθηκών και περιστάσεων του εγκλήματος (τόπος, χρόνος, μορφή εκδηλούμενης συμπεριφοράς κ.λπ.), του προσώπου του δράστη και της διακριτής ομάδας ή των μελών της εναντίον των οποίων στρέφεται. Έτσι, λοιπόν, λαμβάνονται υπόψη το τυχόν τεταμένο πολιτικό ή κοινωνικό περιβάλλον, η βαρύτητα ή μη του δράστη ως δημοσίου προσώπου και η τυχόν επιρροή του στο ευρύ κοινό, τα κίνητρά του, η τυχόν συμμετοχή του σε ρατσιστικές οργανώσεις, το περιεχόμενο καθαυτό της εκδηλούμενης συμπεριφοράς, η χρησιμοποιούμενη φρασεολογία, το ύφος και ο τόνος του λόγου, η τυχόν αδιάκριτη εκφορά λόγου ή άλλου είδους συμπεριφοράς έναντι των μελών μιας ομάδας, το είδος, ο τρόπος, έμμεσος ή άμεσος, και το μέσο της εκδηλούμενης συμπεριφοράς, το ειδικότερο δικαίωμα ή έννομο συμφέρον κατά του οποίου στρέφεται.
Εν τέλει η ανωτέρω απόφαση έκρινε ότι το άρθρο 2 του Ν 4285/2014 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε «αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι ανεφάρμοστο, ως αντικείμενο στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου αφού υπονομεύει τη εφαρμογή της Απόφασης Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ.
γ) ΑΠ 858/2020
Η απόφαση έκρινε επί αίτησης αναίρεσης του τέως Μητροπολίτη Καλαβρύτων κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του Αιγίου, με την οποία είχε καταδικαστεί για παραβίαση του άρθρου 1 του Ν 4285/2014. Ο ΑΠ δέχτηκε ότι το πλημμέλημα της δημόσιας πρόκλησης σε πράξεις δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος και βία κατά προσώπων εκ μόνου του λόγου του προσδιορισμού τους από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους τελείται όταν κάποιος δημόσια προτρέπει άλλον ή άλλους σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία εναντίον των ως άνω προσώπων. Η “προτροπή” αυτή πρέπει να είναι δημόσια, με την έννοια ότι μπορεί να εισακουστεί και να επηρεάσει οποιονδήποτε δέκτη, ανεξαρτήτως αν τελείται σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο με δημόσιο ή ιδιωτικό μέσο, οπωσδήποτε μπορεί να συμβεί μέσω του διαδικτύου. Δεν συνιστά “προτροπή” η απλή έκφραση γνώμης, κριτικής έστω δυσάρεστης ή επικριτικής για τα ως άνω πρόσωπα. Η “προτροπή” ενέχει παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση και παρακίνηση για την τέλεση ενεργειών, προϋπόθεση που δεν συντρέχει όταν αποβλέπει κάποιος με αυτή στην αποδοχή και μόνον των απόψεών του. Οι πράξεις και οι ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες
Σελ. 121να προκαλέσουν “διακρίσεις, μίσος ή βία”, χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν. Το αποτέλεσμα της πρόσφορης πρόκλησης “διακρίσεων, μίσους, βίας”, πρέπει να έχει ως μοναδική αιτία και λόγο και να συνδέσει αποκλειστικά με τα ως άνω πρόσωπα που διαχωρίζονται από την σεξουαλική τους προτίμηση, στα οποία περιλαμβάνονται οι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι έλκονται ερωτικά από τα άτομα του ιδίου φύλου. Η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης αυτής πράξης πληρώνεται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ.
δ) ΑΠ 1691/2022
Η απόφαση επελήφθη υπόθεσης εκδότη εφημερίδας, που καταφέρθηκε με υβριστικούς και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς κατά των βουλευτών που ψήφισαν το νομοσχέδιο για τη δήλωση μεταβολής φύλου και προέτρεψε ευθέως τους αναγνώστες της εφημερίδας σε πράξεις βίας κατά των ομοφυλόφιλων, μέσω του τίτλου του φύλλου της εφημερίδας. Η απόφαση, ενόψει του τίτλου και του περιεχομένου του επίμαχου φύλλου, απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο εκδότης εξέφρασε την άποψή του για το σχετικό νομοσχέδιο και άσκησε κριτική στα δημόσια πράγματα και πρόσωπα, στο πλαίσιο της άσκησης της ελευθερίας έκφρασης γνώμης και ενημέρωσης του αναγνωστικού κοινού. Τούτο διότι έκρινε ότι ο επιλεγείς τίτλος όχι μόνο υπερέβαινε το όριο της λεκτικής και δημοσιογραφικής ευπρέπειας, αλλά περιείχε ευθέως απειλητικό και βίαιο περιεχόμενο, στρεφόμενο κατά ομάδας ανθρώπων με κοινό χαρακτηριστικό τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
ε) ΣτΕ 1278/2021
Η μοναδική μέχρι σήμερα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία τέθηκε το ζήτημα της μετάδοσης «ρητορικής μίσους» από τηλεοπτική εκπομπή. Το Δικαστήριο απασχόλησε υπόθεση επιβολής προστίμου σε τηλεοπτικό σταθμό από το ΕΣΡ. Η εκπομπή ασχολήθηκε με τη ζωή των τραβεστί και τις συνέπειες της σεξουαλικής τους επιλογής σε κοινωνικό, προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ο καλεσμένος της εκπομπής είχε υπάρξει στο παρελθόν τραβεστί και είχε αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δράση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των τραβεστί. Κατά τη συμμετοχή του στην εκπομπή έκανε έναν απολογισμό της ζωής του και, με αφορμή τις πληροφορίες και τα γεγονότα που αναφέρθηκαν, επιχειρήθηκε κριτική και σχολιασμός από την παρουσιάστρια της εκπομπής, τόσο του συμμετέχοντος, όσο και γενικότερα της συγκεκριμένης ομάδας ατόμων. Στη συζήτηση παρενέβη τηλεφωνικώς κοινωνιολόγος και τηλεθεατής καθώς και συνεργάτης της εκπομπής. Το ΕΣΡ δέχτηκε ότι η εκπομπή δεν προσέβαλε την προσωπικότητα του καλεσμένου σ’ αυτήν προσώπου, ωστόσο η παρουσιάστρια ήταν ιδιαίτερα επικριτική και αποδοκιμαστική ως προς τους τραβεστί εν γένει και, επομένως, οι θέσεις της, σε συνδυασμό με τη συχνή και κατ’ επανάληψη διατύπωσή τους, ισοδυναμούσαν με ρητορική μίσους. Τούτο διότι τα σχόλιά της μπορούσαν να προκαλέσουν συναισθήματα δυσπιστίας, απόρριψης ακόμα και μίσους απέναντι στους τραβεστί, ιδιαίτερα σε άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, και άρα προκάλεσαν διακρίσεις βάσει φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Αξιολογήθηκαν σχετικώς από το ΕΣΡ απαξιωτικές εκφράσεις και φράσεις της παρουσιάστριας για τους τραβεστί τις οποίες μάλιστα παρουσίασε ως κοινά αποδεκτές. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως νομίμως αιτιολογημένη την κρίση του ΕΣΡ και δέχτηκε ότι τα επαναλαμβανόμενα σχόλια και χαρακτηρισμοί της παρουσιάστριας της εκπομπής για τους τραβεστί ήταν ικανά να προκαλέσουν μίσος ή δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του ΠΔ 77/2003.
Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν συζητηθεί και άλλες υποθέσεις στις οποίες έχουν τεθεί παρόμοια ζητήματα και αναμένεται η έκδοση απόφασης.
Πάντως, η διαδικασία επιβολής κυρώσεων από το ΕΣΡ σε περιπτώσεις ρητορικής μίσους έχει θεωρηθεί ως «καλή πρακτική» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), η οποία αξιολόγησε ως θετικό στοιχείο της δράσης του ΕΣΡ ότι «το ΕΣΡ μπορεί να ενεργεί γρήγορα για να αποτρέπει περαιτέρω βλάβη. Οι αποφάσεις του δημοσιοποιούνται» και ότι προκειμένου να αποτραπεί η ρητορική μίσους και να αποφευχθεί η επιβολή κυρώσεων από το ΕΣΡ, πολλοί ελληνικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς χρησιμοποιούν μια λειτουργία τεχνικής καθυστέρησης, σύμφωνα με την οποία η πραγματική μετάδοση «ζωντανών» εκπομπών γίνεται με μικρή καθυστέρηση προκειμένου οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί να έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν τυχόν δηλώσεις που ενδέχεται να συνιστούν ρητορική μίσους πριν μεταδοθούν στον αέρα.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθούν και οι υποθέσεις κυπριακού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, στον οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου για προβολή εικόνων που θεωρήθηκε ότι προωθούσαν το ρατσισμό και τις διακρίσεις. Ο σταθμός προσέφυγε στο ΕΔΔΑ το οποίο συντάχθηκε με τη θέση της Αρχής ότι η επίμαχη τηλεοπτική σειρά περιείχε υποτιμητικές αναφορές στις γυναίκες και εξευτελιστικά σχόλια και για τα δύο φύλα, σημειώνοντας πάντως στην απόφαση ότι επρόκειτο για μυθοπλασία και ότι ο προσφεύγων σταθμός δεν κατέθεσε σαφείς και λεπτομερείς παρατηρήσεις για τη φύση και το περιεχόμενο του προγράμματος ούτε εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίο η επίδικη κύρωση παραβίασε την ελευθερία έκφρασης και μάλιστα ούτε ενώπιον της Αρχής αλλά ούτε και του ΕΔΔΑ.
VI. Επίλογος
Η έννοια της ρητορικής μίσους εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση τόσο για τα εθνικά όσο και για τα διεθνή δικαστήρια. Από τη μία πλευρά αναδεικνύεται ο σεβασμός και η ύψιστη αξία που οι δημοκρατικές κοινωνίες αποδίδουν στην ελευθερία της έκφρασης. Από την άλλη πλευρά, οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες με τις διαφορετικές αξίες αλλά και η ταχύτατη ανάπτυξη των τεχνολογικών μέσων, που πλέον παρέχουν τη δυνατότητα στις μεταδιδόμενες απόψεις να να φτάνουν και να επηρεάζουν απεριόριστο και μη δυνάμενο να προβλεφθεί εκ των προτέρων αριθμό παραληπτών, θέτουν νέες ανάγκες
Σελ. 122 που πρέπει να σταθμιστούν. Στο παραπάνω, ολοένα αναδιαμορφούμενο πλαίσιο, τα δικαστήρια καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα πότε η ελεύθερη έκφραση, που μπορεί να καθίσταται προσβλητική, ακόμη και επιβλαβής, υπερβαίνει τα ανεκτά από την έννομη τάξη όρια και πρέπει να περιοριστεί. Το δεύτερο ζήτημα είναι εάν είναι τελικώς εφικτή μια καθολικά αποδεκτή οριοθέτηση της ρητορικής μίσους, ιδίως ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ που ακόμη δεν έχει θέσει σαφή και αδιαμφισβήτητα κριτήρια διαφοροποίησης μεταξύ του μισαλλόδοξου και του λόγου που είναι δυσάρεστος ή σοκαριστικός, αλλά πάντως γίνεται ανεκτός σε μια δημοκρατία. Η σημαντικότερη απόπειρα καταγραφής τέτοιων κριτηρίων απαντάται στην υπόθεση Lilliendahl κατά Ισλανδίας. Για πρώτη φορά το Δικαστήριο έθεσε το άμεσο ερώτημα πότε μία ομιλία ισοδυναμεί με ρητορική μίσους, υπό το πρίσμα της νομολογίας του: το ΕΔΔΑ επέλεξε να υιοθετήσει μια ιεραρχική κατηγοριοποίηση, αντί να αξιολογήσει την ουσία της έκφρασης που μπορεί πραγματικά να εμπίπτει στο πλαίσιο της ρητορικής μίσους. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι «βαρύτερες μορφές της ρητορικής μίσους», που βέβαια αποκλείονται από οποιαδήποτε προστασία της Σύμβασης μέσω της διάταξης του άρθρου 17. Στη δεύτερη εμπίπτουν οι «λιγότερο σοβαρές μορφές ρητορικής μίσους», που καταρχήν προστατεύονται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, παρά ταύτα το Δικαστήριο θεώρησε «επιτρεπτό» να μπορούν τα κράτη μέλη να τις πειριορίζουν. Κατά το ΕΔΔΑ στην κατηγορία αυτή ανήκουν όχι μόνο οι εκκλήσεις για βία ή άλλες εγκληματικές πράξεις αλλά και προσβολές, γελοιοποίηση και συκοφαντία, προκειμένου να καταπολεμηθεί για την καταπολέμηση των προκαταλήψεων στο πλαίσιο των επιτρεπόμενων περιορισμών ελευθερία της έκφρασης». Δυστυχώς δεν διευκρίνισε ποιοι είναι οι επιτρεπόμενοι περιορισμοί, κάτι που θα ήταν αναμενόμενο δεδομένης της θεμελιώδους φύσης της ελευθερίας του λόγου. Παραμένει λοιπόν ανοιχτό το πεδίο προσπάθειας εύρεσης μιας ιδανικής ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της αποφυγής μετάδοσης μισαλλόδοξου λόγου που καλύπτεται κάτω από το μανδύα του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.