Ο Θεσμός της τακτικής άδειας των κρατουμένων και το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη διαρθρώνεται με κεντρικό άξονα την ανάδειξη του θεσμού της τακτικής άδειας των κρατουμένων, αφενός μεν ως θεμελιακού στοιχείου της κοινωνικής τους επανένταξης, αφετέρου δε ως μέσου άμβλυνσης των δεινών της ποινής. Συγχρόνως δε, εξετάζεται η τάση εργαλειοποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής, με στόχο την ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος, ως αποτέλεσμα επικράτησης φαινομένων ποινικού λαϊκισμού. Παραμένει πάντοτε επίκαιρο το αίτημα: Ο νομοθέτης να αντέχει στις πιέσεις της κοινής γνώμης, εργαζόμενος σταθερά προς ενίσχυση και εμπέδωση φιλελεύθερων και δικαιοκρατικών επιλογών.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

I. Εισαγωγή
Η ποινική επιστήμη ερευνά το «ποινικό φαινόμενο», τη μορφή δηλαδή κοινωνικής παθολογίας που συνδέεται, αφενός με την προσβολή εννόμων αγαθών από τους κοινωνούς και αφετέρου με την αντίδραση στην προσβολή αυτή από την οργανωμένη κοινωνία. Τα στοιχεία, επομένως, που συναπαρτίζουν το φαινόμενο αυτό είναι: Πρώτον τα κοινωνικά αγαθά, δεύτερον το έγκλημα που συνιστά προσβολή των αγαθών αυτών και τρίτον η ποινή ως απάντηση σε αυτήν την προσβολή. Το τελευταίο αυτό στοιχείο της ποινής και η δικαιολογητική της βάση, αποτελούν εκ των κεντρικότερων ζητημάτων, όχι μόνο του ποινικού δικαίου, αλλά και της εγκληματολογίας.

Η ποινή δεν ενέχει χαρακτήρα ανταπόδοσης και τιμωρίας, αλλά ανθρωπιστικό· αποσκοπεί, τόσο στη γενική πρόληψη, στην αποτροπή δηλαδή των κοινωνών από την τέλεση εγκλημάτων λόγω του παραδειγματισμού που ασκεί στους τελευταίους η απειλή, η επιβολή και η εκτέλεσή της, όσο και στην ειδική πρόληψη, στην αποτροπή δηλαδή του ήδη εγκληματία από την τέλεση μελλοντικών εγκλημάτων. Θα μπορούσε, επομένως, να ειπωθεί πως ο συνδυασμός γενικής και ειδικής πρόληψης δικαιολογεί την κοινωνική αναγκαιότητα της ποινής.

Σε αντίθεση με τη θεωρία της γενικής πρόληψης που αναφέρεται στο σύνολο του κοινού, η ειδική πρόληψη αφορά αποκλειστικά σε αυτούς που έχουν ήδη τελέσει το έγκλημα. Με τον όρο «ειδική πρόληψη» νοείται το σύνολο των επιδράσεων τις οποίες ασκεί η ποινή στον εγκληματία, με σκοπό την παρεμπόδισή του από την τέλεση περαιτέρω εγκλημάτων ή όπως εύστοχα διατυπώνεται, με σκοπό την «αποτροπή της υποτροπής».

Περαιτέρω, με την εξατομίκευση της ποινής, στο πλαίσιο της ειδικής πρόληψης, επιδιώκεται ό,τι σημαντικότερο μπορεί να επιτύχει η ποινική αντίδραση της Πολιτείας: η κοινω
Σελ. 227νική επανένταξη του δράστη. Η τελευταία υπαγορεύεται από τον σεβασμό στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και ενισχύει την ηθική νομιμοποίηση του ποινικού δικαίου, αποτελώντας αντίβαρο στον σοβαρό περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνεπάγεται η έκτιση της ποινής. Επομένως, η ποινή δεν στοχεύει στην απομόνωση του προσώπου, αλλά οφείλει να μεριμνά για τη μελλοντική του επάνοδο στον κοινωνικό βίο. Σε τελική ανάλυση, ο σκοπός της ποινής και του δικαίου εν γένει είναι η εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης.

II. Ο θεσμός της τακτικής άδειας των κρατουμένων
A. Κοινωνική επανένταξη
Η έκτιση των ποινών είναι αναγκαίο να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη των δραστών. Ο όρος «κοινωνική επανένταξη» είναι πολυσήμαντος. Ορίζεται ως η υποχρέωση της πολιτείας να υποβοηθήσει τον δράστη να επανέλθει στην κοινωνική ζωή με τη δυνατότητα να δημιουργήσει τις οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές του σχέσεις με ίσες ευκαιρίες με τον μη εγκληματήσαντα, θέση που βρίσκει απήχηση και στην πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ . Είναι, επομένως, η οδός που λαμβάνουν οι παραβάτες της ποινικής νομοθεσίας, για να επιστρέψουν στην κοινωνία ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα, έχοντας εκπληρώσει το «χρέος» που υπέχουν έναντι της πολιτείας λόγω της εγκληματικής τους δράσης . Πρόκειται για την «ηθική αποστολή της φυλακής» .
Η σημασία της κοινωνικής επανένταξης έγκειται, αφενός μεν στο ότι επιτάσσει την διεξαγωγή εργασιακών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δράσεων στα καταστήματα κράτησης για την επαγγελματική, εκπαιδευτική και ηθική ανάπτυξη των εγκλείστων, αφετέρου δε στο ότι οδηγεί στην πρόληψη της υποτροπής του δράστη, οπότε και γίνεται λόγος για επιτυχημένη επανείσοδο στην κοινωνία . Αν, επομένως συνδέσουμε την αξίωση για επανένταξη με τη γενική αρχή για επιβολή δίκαιης (ανάλογης) ποινής, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι: «Δίκαιη ποινή είναι αυτή που τιμωρεί, αλλά και επανεντάσσει» .
Β. Επικοινωνία με το κοινωνικό περιβάλλον
Το ζητούμενο της κοινωνικής επανένταξης δεν αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικά της μετασωφρονιστικής μέριμνας της πολιτείας με τις δράσεις υποδοχής και μέριμνας που χρειάζεται να αναλάβει, αλλά ξεκινάει από την κράτηση στη φυλακή, στην οποία ο κρατούμενος πρέπει να προετοιμάζεται για την ελευθερία που θα διαδεχτεί τον εγκλεισμό. Ευθυγραμμιζόμενη, επομένως, με τον σκοπό της ειδικής πρόληψης, η σωφρονιστική μας νομοθεσία, εμπλουτίζεται με ολοένα και περισσότε
Σελ. 228 ρες ρυθμίσεις για την διατήρηση και ενίσχυση των δεσμών του κρατουμένου με τον «έξω κόσμο», προβλέποντας θεσμούς που ανοίγουν ένα παράθυρο προς το μέλλον και την πρόοδο.

Έτσι, στο έβδομο κεφάλαιο του ΣωφρΚ (αρ. 51-58), κατοχυρώνεται η επικοινωνία του κρατουμένου με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, η οποία πραγματοποιείται κυρίως με την υποδοχή επισκεπτών, την ανταλλαγή επιστολών, την τηλεφωνική επικοινωνία, τις άδειες εξόδου ή απουσίας από το κατάστημα και τους θεσμούς ημιελεύθερης διαβίωσης των κρατουμένων (αρ. 51 παρ. 2 ΣωφρΚ). Γίνεται δε δεκτό, ότι η επικοινωνία αυτή αποτελεί συστατικό όρο της σωφρονιστικής νομοθεσίας, γεγονός που αποτυπώνεται σε όλα τα διεθνή κείμενα (πρβλ. τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες- Σύσταση Νο R (87) 3 του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίοι τονίζουν την διατήρηση των δεσμών του κρατουμένου με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον).

Επιπλέον, είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι θεσμοί που την υλοποιούν δεν έχουν τον χαρακτήρα προνομίων ή χαρισμάτων προς τους κρατούμενους, αλλά αποτελούν εκφάνσεις ατομικών τους δικαιωμάτων και δικλείδες ομαλής λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος. Έτσι, η επικοινωνία επιτελεί έναν διττό σκοπό που επικεντρώνεται, αφ’ ενός στην ομαλή διαβίωση του κρατουμένου στο κατάστημα κράτησης και αφ’ ετέρου στην ταχύτερη προσαρμογή του στην κοινωνική ζωή, μετά την απόλυσή του. Σε τελική ανάλυση, η ενίσχυσή της εξυπηρετεί την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Γ. Προϋποθέσεις χορήγησης τακτικής άδειας
Στις διατάξεις που ρυθμίζουν την επικοινωνία με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον εντάσσεται και ο θεσμός των αδειών των κρατουμένων, ο οποίος εισήλθε στο ελληνικό σωφρονιστικό δίκαιο με το άρθρο 6 του Ν 3312/1955, αποσκοπώντας στο «να εντάξει κλιμακωτά το άτομο που εξέρχεται από τη φυλακή στο αξιακό σύστημα της ελεύθερης κοινωνίας». Προβλέπονται τριών ειδών άδειες: οι τακτικές, οι έκτακτες και οι εκπαιδευτικές (αρ. 54 παρ. 1 ΣωφρΚ). Ως προς τις τακτικές, οι οποίες αποτελούν οργανικό τμήμα των στερητικών της ελευθερίας ποινών, ο ΣωφρΚ κατοχυρώνει ένα σύστημα τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγησή τους. Με τον πρόσφατο δε Ν 4985/2022 «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός Σωφρονιστικού Κώδικα - Τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 203/27.10.2022), τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη χορήγησή τους, το οποίο είχε μάλιστα ήδη τροποποιηθεί αισθητά και στο πρόσφατο παρελθόν με τον Ν 4670/2020.

Σύμφωνα με τον νέο νόμο (ΣωφρΚ, αρ. 55 παρ. 1), οι τακτικές άδειες χορηγούνται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
«1) Ο κατάδικος:
α) εκτίει ποινή φυλάκισης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα όγδοο (1/8) της ποινής του,
β) εκτίει ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα έκτο (1/6) της ποινής του,
γ) εκτίει ποινή κάθειρξης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής του πλην των περιπτώσεων των κακουργημάτων του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 105Β του Ποινικού Κώδικα, ακόμα και αν αυτά περιλαμβάνονται σε συνολική ποινή, όπου απαιτείται η πραγματική έκτιση των πέντε έκτων (5/6) του χρόνου πραγματικής έκτισης που προβλέπεται για την υπό όρο απόλυσή του με την εξαίρεση του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 54,
δ) εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά δώδεκα (12) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά επιπλέον τρία (3) έτη για κάθε, πέραν της μίας, ποινή ισόβιας κάθειρξης, και σε κάθε περίπτωση εφόσον εκτίσει πραγματικά είκοσι δύο (22) έτη. […]
2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος, άλλη εκτός από αυτή για την οποία κρατείται, ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του. […]».
Επομένως, ο ΣωφρΚ προβλέπει τη συνδρομή τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, την ύπαρξη των οποίων κρίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΣωφρΚ, αρ. 55 παρ. 2), που συγκροτείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, δηλαδή τον οικείο εισαγγελέα-επόπτη, τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης και τον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται, αφενός μία θετική, δηλαδή ο κατάδικος να έχει εκτίσει ορισμένο μέρος της ποινής, ανάλογα με το είδος της, καθώς και το είδος του εγκλήματος, και αφετέρου μία αρνητική, δηλαδή να μην εκκρεμεί σε βάρος του ποινική διαδικασία για κακούργημα ή πλημμέλημα που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγ
Σελ. 229μάτων ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
Εφόσον η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων επιβεβαιωθεί, σειρά έχει η εξέταση των αντίστοιχων ουσιαστικών. Ως προς αυτές, δέον λεχθεί ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη περί μη ύπαρξης κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων ή κινδύνου φυγής και κακής χρήσης της άδειας στηρίζεται σε στοιχεία αναγόμενα στην υποκειμενική στάση του αιτούντος, όπως αυτό της καλής διαγωγής του. Σχετικά με το τελευταίο, πρέπει να τονιστεί ότι ως καλή διαγωγή, κατά πάγια θέση της νομολογίας, δεν νοείται απλώς και μόνο η εξωτερικά καλή συμπεριφορά, δηλαδή η έλλειψη πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, αλλά πρωτίστως η θετική συμπεριφορά, δηλαδή η αληθής συμπεριφορά «που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας συμπεριφοράς που πρέπει να επιδεικνύει ο κρατούμενος και η οποία συνιστά θεμέλιο της καλής διαγωγής, αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του καταδίκου». Με άλλα λόγια, η πειθήνια προσαρμογή του κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή (η προσαρμογή) μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως αυτού της χορήγησης άδειας εξόδου), ως αντάλλαγμα της φερομένης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής.
Τέλος, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εντάσσονται στα στοιχεία που αξιολογούνται για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου το είδος του εγκλήματος (ανά έννομο αγαθό), η βαρύτητά του (κακούργημα τιμωρούμενο με απλή ή ισόβια κάθειρξη) και ο εναπομείνας χρόνος κράτησης, στοιχεία τα οποία, άλλωστε, έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιβολή της ποινής σε βάρος του. Ομοίως, δεν αποτελούν αντικείμενο εκτίμησης το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο κρατούμενος βρίσκεται στο σωφρονιστικό κατάστημα, αλλά και η ιδιότητα του αλλοδαπού.

Δ. Υφ’ όρον απόλυση
Ο θεσμός της χορήγησης τακτικής άδειας πρέπει να διακρίνεται από τον συναφή, πλην όμως διαφορετικό θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης. Από την άποψη της φύσης, του σκοπού και του περιεχομένου τους, οι άδειες αποτελούν «προηγούμενο» της απόλυσης υπό όρο ή, κατ’ άλλη διατύπωση, η απόλυση υπό όρο αποτελεί εύλογη και φυσική συνέχεια των αδειών, και πρέπει να θεωρηθούν από κοινού ως ένα ενιαίο πλαίσιο διευκόλυνσης της επανόδου του καταδίκου στην κοινωνική ζωή εν ελευθερία. Πρόκειται για έναν προοδευτικό θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (εντάσσεται, άλλωστε, στις ουσιαστικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα: 105Β-110Α), που δε συνιστά «χάρισμα» του υπολοίπου της επιβαλλόμενης ποινής, αλλά διαφορετικό τρόπο έκτισής της, σε καθεστώς ελευθερίας με περιορισμούς, με ειδικοπροληπτικό σκοπό, ήτοι την «κοινωνική του αποκατάσταση».

Σε καμία περίπτωση ο απολυθείς δεν τερματίζει την ποινή του, αλλά συνεχίζει να την εκτίει υπό το καθεστώς δοκιμαστικής ελευθερίας, και αυτό διότι σκοπός του νομοθέτη με τον θεσμό της απόλυσης με όρους είναι να αποτελέσει αυτός ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο στον κατάδικο για την επιδιωκόμενη ηθική βελτίωσή του, διότι κατά τον χρόνο μεν της παραμονής του έχει συμφέρον να ζει φιλόνομα, προσδοκώντας την απόλυσή του με όρους, κατά δε τον χρόνο της δοκιμασίας επίσης έχει συμφέρον να ζει φιλόνομα, φοβούμενος τον επανεγκλεισμό του στη φυλακή. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η ηθική του αναμόρφωση και βελτίωση, καθόσον εθίζεται στο φιλόνομο βίο και γίνεται δημιουργός της δικής του έντιμης ζωής.

Ε. Σημασία του θεσμού της τακτικής άδειας
Ο θεσμός της χορήγησης τακτικής άδειας είναι κατάκτηση του φιλελεύθερου και ανθρωπιστικού πνεύματος που διέπει τα σωφρονιστικά συστήματα των προηγμένων κρατών και ένας εκ των βασικών μηχανισμών ομαλής κοινωνικής επανένταξης που συμβάλλει στην «ανθρωπιστικότερη» έκτιση των ποινών, αποτελώντας, συγχρόνως, θεμελιακό στοιχείο για την
Σελ. 230 ουσιαστική επικοινωνία του κρατουμένου με το οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Αμφότερα τα στοιχεία της μείωσης των δεινών της ποινής και της κοινωνικής επανένταξης αποτελούν παράλληλες συνιστώσες της σωφρονιστικής κράτησης.

Τον τελευταίο αυτό σκοπό της κοινωνικής ενσωμάτωσης επιτυγχάνει ο θεσμός προετοιμάζοντας σταδιακά την αποφυλάκιση του κρατουμένου, γεγονός που τον καθιστά ευνοϊκό, τόσο για τον ίδιο τον κρατούμενο, όσο και για την ευρύτερη κοινωνία που αντλεί συμφέρον από την ομαλή επανένταξη του κρατουμένου. Με τον τρόπο αυτό, οι οικογενειακοί και οι λοιποί κοινωνικοί δεσμοί του κρατουμένου διασώζονται από την φθοροποιό επίδραση του εγκλεισμού στο περιβάλλον της φυλακής, ενώ ταυτόχρονα παρέχεται η δυνατότητα ανάπτυξης ενός υποστηρικτικού δικτύου που θα ενισχύσει την ομαλή επάνοδο και υποδοχή του κρατουμένου στον ελεύθερο βίο. Μάλιστα, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης [Σύσταση No R (82) 16] προτείνεται να χορηγούνται άδειες «όσο πιο σύντομα και όσο πιο συχνά είναι δυνατό», αφού αυτές «διευκολύνουν την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων».

Ως προς τον έτερο σκοπό της μείωσης των δεινών της ποινής, γίνεται δεκτό ότι ο θεσμός των αδειών διασφαλίζει ότι, πέραν του αγαθού της προσωπικής ελευθερίας που πλήττεται από την ποινή, δεν θα βλαφθεί και εκείνο της ψυχικής υγείας του κρατουμένου, καθώς ο θεσμός λειτουργεί ως μέσο προληπτικής εκτόνωσης της δυσαρέσκειας των κρατουμένων, αμβλύνοντας σημαντικά τα δεινά του εγκλεισμού. Στο σημείο αυτό, η ευεργετική λειτουργία του καθίσταται ακόμη πιο ευκρινής αν αναλογιστεί κανείς την καταστροφική επίδραση του φαινομένου του υπερπληθυσμού των φυλακών, όπως μάλιστα αναδεικνύει η τελευταία έκθεση της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του Σεπτεμβρίου του 2022. Επομένως, ο θεσμός των αδειών δεν αποτελεί απλώς ένα «πρώτο κατώφλι» ηµιελευθερίας, αλλά και ένα βασικό κίνητρο οµαλής διαβίωσης στο κατάστηµα κράτησης.

III. Ποινικός λαϊκισμός
Α. Ορισμός
Ωστόσο, παρά τα ευεργετικά αποτελέσματα των αδειών, τόσο για τους κρατούμενους, όσο και για την κοινωνία συνολικά, η κατεύθυνση που επιλέγει να ακολουθήσει ο νομοθέτης τα τελευταία έτη δείχνει πως ο τελευταίος επιλέγει να αποδυναμώσει, αντί να ενισχύσει τον θεσμό. Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο οι τροποποιήσεις της ποινικής νομοθεσίας να διαπνέονται από ένα πνεύμα «πολύπλευρου τιμωρητισμού», στο πλαίσιο μίας αγοράς ασφάλειας και ικανοποίησης του κοινού. Όπως παρατηρούσε ο Νικόλαος Χωραφάς, το ποινικό δίκαιο βρίσκεται «εις στενωτέραν επαφήν με την λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν, όσον προκαλεί το άμεσον ενδιαφέ
Σελ. 231 ρον παντός κοινωνού» και αυτό διότι από τους τρεις κλάδους της δικαιοσύνης, η ποινική δικαιοσύνη είναι η πλέον «λαϊκή». Δίχως να υπάρχει ένας κοινός ορισμός για το φαινόμενο του «ποινικού λαϊκισμού», όπως αυτό αποκαλείται, γίνεται δεκτό ότι αφορά στον ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων για το ποια θα φανεί σκληρότερη στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, έτσι ώστε να γίνει αρεστή στο ευρύ κοινό. Πρόκειται για μία τάση που αξιοποιεί την αντεγκληματική πολιτική για την αύξηση της πολιτικής - εκλογικής επιρροής ενός κόμματος δίνοντας έμφαση στο να κερδηθούν ψήφοι, χωρίς να υπολογίζει την ποινική αποτελεσματικότητα. Ως πολιτική πρακτική ήκμασε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με την νομοθετική υιοθέτηση της αρχής “three strikes and you are out” («τρία χτυπήματα και είσαι εκτός»). Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, οι δράστες βίαιων εγκλημάτων, μετά την τέλεση της τρίτης πράξης βίας, καταδικάζονταν υποχρεωτικά σε ισόβια στέρηση της ελευθερίας τους, χωρίς την δυνατότητα κάποτε να απολυθούν.

Βασικό στοιχείο του ποινικού λαϊκισμού αποτελεί η εργαλειοποίηση της ποινικής νομοθεσίας, με σκοπό τη χρήση της για τη θεραπεία της ασύµβατης µε το «λαϊκό αίσθηµα» ασθένειας της επιείκειας που την χαρακτηρίζει. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζεται η αυστηροποίηση των ποινών, παρουσιάζεται η φυλακή ως ένα αποτελεσματικό μέσο αντίδρασης στο έγκλημα, με την αιτιολογία ότι δήθεν έτσι αποσύρονται οι εγκληματίες από την ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ παράλληλα προβάλλεται ότι οι κρατούμενοι ευνοούνται σε βάρος των θυμάτων και των νομοταγών πολιτών, φέρνοντας ως παράδειγμα περιστατικά ιδίως ειδεχθών εγκλημάτων, ώστε η συζήτηση για το έγκλημα και την ποινή να γίνεται με όρους συναισθηματικής φόρτισης και χωρίς λογικές κρίσεις.

Με τον τρόπο αυτό, οι κρατούμενοι οδηγούνται σε όσο γίνεται πιο μακροχρόνιο εγκλεισμό και στην μέσω αυτού απομάκρυνσή τους από την κοινωνία και την προοπτική ομαλούς κοινωνικής επανένταξης. Σωρευτικό δε αποτέλεσμα είναι και η σημαντική επιβάρυνση του πληθυσμού των φυλακών ως απόρροια ενός πολιτικά καλλιεργούμενου κλίματος λαϊκιστικής τιμωρητικότητας και αυταρχικού λαϊκισμού. Ως εκ τούτου, η ανθρωποκεντρική στόχευση που εστιάζει στην περιφρούρηση των δικαιωμάτων και των θεσμικών εγγυήσεων των κρατουμένων περνάει σε δεύτερη μοίρα, με την ασφάλεια και την καταστολή να βρίσκονται σε απόλυτη προτεραιότητα.

Β. Το παράδειγμα του «νέου» ποινικού κώδικα
Ένα πρόσφατο παράδειγμα, όπου παρατηρεί κανείς ότι «η ποινική επιστήμη εξοβελίζεται και στη θέση της υπεισέρχεται ο ποινικός λαϊκισμός», αποτελεί και ο πλέον πρόσφατος Ν 5090/2024 με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας» (ΦΕΚ Α΄ 30/23.02.2024).

Σελ. 232 Με θεωρητικό άξονα την μηδενική ανοχή και στόχο την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, στο όνομα της δήθεν αντιμετώπισης φαινομένων ατιμωρησίας και δίχως καμία επιστημονική και στατιστική τεκμηρίωση, με τον νέο νόμο προτείνονται «παρεμβάσεις» συμβολισμού στο πεδίο της ποινής που επιχειρούν να στείλουν ένα μήνυμα περί δήθεν αποτελεσματικής πάταξης της εγκληματικότητας. Ενδεικτικές της «τιμωρητικής φιλοσοφίας» του νέου νομοθετήματος είναι οι παρεμβάσεις που αφορούν στην πρόβλεψη της δυνατότητας επιβολής πλήρους ποινής επί απόπειρας και (απλής) συνέργειας, στην αύξηση του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης στα είκοσι έτη, στην αύξηση επίσης του ανώτατου ορίου της συνολικής ποινής επί συρροής εγκλημάτων, στη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων για την αναστολή εκτέλεσης των μικρών ποινών, στην αύξηση των προϋποθέσεων για χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης, καθώς και του πραγματικού χρόνου κράτησης, στην προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στο αδίκημα του εμπρησμού, καθώς επίσης και στη δημιουργία μίας ιδιότυπης κατηγορίας «εγκλημάτων μείζονος ποινικής απαξίας», που απειλούνται με αυξημένες ποινές.

Οι «παρεμβάσεις» αυτές, εκτός από το ότι θα έχουν δυσμενείς συνέπειες για την διαβίωση των κρατουμένων, αυξάνοντας κατακόρυφα τον πληθυσμό των ελληνικών φυλακών, είναι φανερό ότι ανατρέπουν τον φιλελεύθερο χαρακτήρα και τη δικαιοκρατική φυσιογνωμία που πρέπει να χαρακτηρίζει τις ποινικές κυρώσεις, χωρίς να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού και η αποτελεσματική εφαρμογή του ποινικού νόμου ξεκινά πρώτα απ’ όλα από μια αποτελεσματική εξιχνίαση των εγκλημάτων, και όχι από τυχόν υπέρμετρα βαριές απειλούμενες ποινές. Αποτελεί, επομένως, ο νέος νόμος ένα ακόμη παράδειγμα προσέγγισης του ποινικού φαινομένου με όρους πολιτικής επικοινωνίας, όπου ο τιμωρητισμός αναγάγεται σε ιδεολογία άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής και ο ποινικός λαϊκισμός σε «νομοθέτη».

Γ. Τακτικές άδειες κρατουμένων
Η τιμωρητική υπερβολή των τελευταίων ετών, εκτός από το ότι εμποδίζει την νηφάλια και έλλογη συζήτηση των κεντρικών παραμέτρων της εγκληματικής συμπεριφοράς, (περιβάλλον και αιτίες που αυτή αναπτύσσεται, μηχανισμοί πρόληψης
Σελ. 233 και κοινωνικού ελέγχου, σωφρονιστική και µετασωφρονιστική μέριµνα για τους παραβάτες κ.α.), οδηγεί και στην παραμόρφωση σημαντικών σωφρονιστικών θεσμών. Στους τελευταίους συμπεριλαμβάνεται και αυτός των τακτικών αδειών, για τον οποίο η κοινή γνώμη, η οποία συχνά εμφανίζεται ως φορέας αδικαιολόγητα κατασταλτικών θέσεων, είναι επιφυλακτική έως δύσπιστη, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται, αφενός στην άγνοια του κοινού, αφετέρου στην επιρροή των ΜΜΕ και στις αιχμηρές περιγραφές που χρησιμοποιούν, για να περιγράψουν κρατούμενους που διέπραξαν εγκλήματα κατά τη διάρκεια της άδειάς τους.

Πιο συγκεκριμένα, ο νομοθέτης φαίνεται πως αντιμετωπίζει τον θεσμό ως ένα μέτρο υπερβολικής επιείκειας και ως ευκαιρία απόδρασης που εκμεταλλεύονται οι κρατούμενοι για την συνέχιση της «εν παρανομία» ζωής τους, προσθέτοντας στην πληθυσμιακή συμφόρηση των φυλακών έναν «θεσμικό συνωστισμό» περισσοτέρων χρονικών προϋποθέσεων, αντίληψη που εκφράστηκε ήδη με τον προϊσχύσαντα Ν 4760/2020. Ο τελευταίος, όχι μόνο αύξησε τον πραγματικό χρόνο κράτησης, αλλά μείωσε και τον χρόνο κάθε άδειας, υποτιμώντας τον θεσμό των αδειών ως βασικό στοιχείο της ουσιαστικής επικοινωνίας των κρατουμένων με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Αποτελεί, βεβαίως, πραγματικότητα ότι στο παρελθόν υπήρξαν κρατούμενοι που εκμεταλλεύτηκαν τη χορήγηση άδειας και απέδρασαν κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναιρέσει την σπουδαιότητα του θεσμού, καθώς επίσης και τον νηφάλιο λόγο και την γνώση που πρέπει να χαρακτηρίζουν την κριτική που του ασκούμε.

Δυστυχώς, τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία τείνουν να εκλείψουν, γεγονός που κατέστη σαφές και με την ψήφιση του Ν 4985/2022. Στον τελευταίο παρατηρεί κανείς το εξής: ενώ για το σύνολο των κακουργημάτων η λήψη άδειας χορηγείται όταν ο κρατούμενος έχει εκτίσει το 1/6 της ποινής του, για τα αδικήματα του άρ. 105Β ΠΚ, απαιτείται πραγματική έκτιση των πέντε έκτων (5/6) του χρόνου πραγματικής έκτισης που προβλέπεται για την υφ’ όρο απόλυσή του, δηλαδή πραγματική έκτιση των 5/6 των 2/5 της ποινής στην οποία καταδικάστηκε (άρ. 55 ΣωφρΚ). Έτσι, ενώ ένας κρατούμενος που εκτίει ποινή κάθειρξης 15 ετών για οποιοδήποτε αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο άρ. 105Β ΠΚ, δικαιούται άδεια μόλις εκτίσει 2 έτη, ένας κατηγορούμενος που εκτίει την ίδια ποινή για το αδίκημα του βιασμού δικαιούται άδεια μόλις εκτίσει τα 5/6 των 9 ετών, δηλαδή 4 έτη· αυτή η διάκριση βασίζεται σε μία λογική επιλεκτικής αχρήστευσης δραστών συγκεκριμένων αδικημάτων και στηρίζεται στην παραδοχή αδυναμίας «βελτίωσής» τους.

Συνεπώς, είναι φανερό ότι με το να προσθέτει αυτές τις χρονικές προϋποθέσεις, το μόνο που καταφέρνει ο ως άνω νόμος είναι να παραβλέπει την ωφέλεια του θεσμού των τακτικών αδειών, τόσο για τους κρατούμενους, όσο και για την κοινωνία, συρρικνώνοντας το δικαίωμα χορήγησής τους και δημιουργώντας, παράλληλα, μία ξεχωριστή κατηγορία κρατουμένων (καταδικασμένοι για σεξουαλικά εγκλήματα κ.ά.), για τους οποίους έθεσε ακόμη πιο αυστηρές προϋποθέσεις.

IV. Επίλογος
Οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες στο πεδίο της άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής και, ειδικότερα, της χορήγησης τακτικών αδειών φανερώνουν μία τάση επιβάρυνσης του πληθυσμού στις φυλακές, με τη γεωμετρικά αυξανόμενη διάρκεια του χρόνου παραμονής σε αυτές, αλλά και απομάκρυνσης από τον στόχο της λειτουργικής επανένταξης των κρατουμένων στον κοινωνικό ιστό. Ειδικότερα, ο νομοθέτης φαίνεται να παραβλέπει πως μία ισορροπημένη σωφρονιστική πολιτική οφείλει να στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: «Ασφάλεια – Ανθρωπισμός – Επανένταξη» και όχι να υποτάσσεται σε μία λαϊκιστική αντεγκληματική πολιτική που κερδίζει μόνο στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Είναι, όμως, αναγκαίο η έκτιση του ποινικού εγκλεισμού να εγγυάται την λειτουργία του θεσμικού πλαισίου για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κρατουμένων, αναπτύσσοντας και ενισχύοντας τις δράσεις που λειτουργούν εξισορροπητικά απέναντι στις εξουσιαστικές σχέσεις του θεσμού της φυλακής.

Συνεπώς, είναι σημαντικό ο νομοθέτης να αντέχει στις πιέσεις της κοινής γνώμης και να μη λυγίζει υπό το βάρος της άδικης και υπερβολικής κριτικής που υφίσταται συχνά ο θεσμός, εργαζόμενος σταθερά προς ενίσχυση και εμπέδωση φιλελεύθερων και δικαιοκρατικών επιλογών. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν δύναται να κατανοήσει το αυτονόητο, ότι δη
Σελ. 234 λαδή: «τίποτε δεν κερδίζει η έννομη τάξη, αν ο κατάδικος για κακούργημα μείνει στη φυλακή ένα χρόνο περισσότερο, αλλά βγει πιο αποδιοργανωμένος κοινωνικά, πιο ευάλωτος από τον “υπόκοσμο” και εξαγριωμένος».

References
• Alexiadis S., European Criminal Policy, 5th Ed., 2006.
• Anagnostopoulos I., In the Land of Felonies, Nova Criminalia 2021, pp. 1-2.
• Anagnostopoulos I., Criminal Justice and the “Common Sense of Justice”, Criminal Justice 2024, pp. 111-115.
• Anagnostopoulos I., Penal Colony?, Nova Criminalia 2023, pp. 1-2.
• Apostolos K., The Pandemic as a Justification for Reforming the Institutional Framework of Sentence Execution, Criminal Justice 2022, pp. 868-872.
• Austin J./Clark J./Hardyman P./Henry A., The impact of “three strikes and you’ re out”, Punishment & Society, pp. 131-162.
• Bitzilekis N., The Inherent Weaknesses of Yet Another Penal Code Amendment: The Case of Accomplice Liability (Article 47 PC), Criminal Justice 2024, Special Issue, QUALEX.
• Brakoumatsos P., The Institution of Prison Furloughs Under Law 2776/1999, Criminal Justice 2002, pp. 1193-1196.
• Charalampakis A., Criminal Law, Volume ΙΙ: Punishment, 2022.
• Chorafas N., Criminal Law, 9th Ed., 1978.
• Demesticha T., The Art of Crime, 2018.
• Dimitrainas G., Amendments to the Penal Code and the Code of Criminal Procedure and the “Acceleration and Qualitative Enhancement of Criminal Proceedings”, Criminal Justice 2024, Special Issue.
• Falcón y Tella M.-J./Falcón y Tella F., Punishment and Culture: A Right to Punish?, 2006.
• Fitrakis E., Neoliberal Correctional Policy and Social Reintegration, Criminologists 2023, pp. 14-18.
• Fitrakis E., Law 4985/2022 as a Shift in (Correctional) Paradigm, Criminologists 2023, pp. 1-3.
• Fitrakis E., Penal Populism and (New) Correctional Policy, Criminologists 2021, pp. 1-6.
• Garland D., What’s Wrong with Penal Populism? Politics, the Public, and Criminological Expertise, Asian Journal of Criminology 2021, pp. 257-277.
• Giannoulis G., Preventing Recidivism through Contemporary Rehabilitation Models: The RNR and GL Models, Criminology 2019, pp. 103-118.
• Giannoulis G., The Modernization of the Greek Sentencing System, Criminal Chronicles 2018, pp. 506-514.
• Jones T./Newburn T., Three strikes and you’ re out: Exploring symbol and substance in American and British crime control policies, British Journal of Criminology, 2006, pp. 781-802.
• Kaiafa-Gbandi M., The Ministry of Justice Bill and the Proposed Amendments to the General Part of the Penal Code, Criminal Justice 2024, Special Issue.
• Kaiafa-Gbandi M./Bitzilekis N./Symeonidou-Kastanidou E., Law of Criminal Sanctions, 3rd Ed., 2020.
• Karydis V./Koulouris N., Conditional Release: A Rudderless Ship Without Destination?, Criminal Justice 2002, pp. 504-506.
• Kasapoglou A./Koros D., Penal Populism and Sexual Crime, Criminologists 2023, pp. 1-6.
• Kosmatos K., Prison Furloughs under Law 4670/2020, Nova Criminalia 2021, pp. 6-7.
• Kosmatos K., The Treatment of Sexual Crimes Against Minors, Criminologists 2023, pp. 7-9.
• Kosmatos K., The Impact of the Draft Law on Penal Code Amendments on the Correctional System, Criminal Justice 2024, Special Issue, QUALEX.
• Kosmatos K., Reflections on the Temporal Scope of Prison Law, Nova Criminalia 2021, pp. 5-6.
• Koulouris N., Furloughs and Conditional Release of “Drug Traffickers”: Legislative Inconsistencies and General-Preventive Distortions in Sentence Execution, Criminal Justice 2013, pp. 799-804.
• Koulouris N., The Treatment of Prisoners on Trial for Security Reasons and the Erosion of the Institutional Space for Their Social Reintegration, Criminologists 2021, pp. 19-24.
• Koulouris N./Gasparinatou M./Vidali S., Memorandum and Comments on the Draft Law “Interventions in the Penal Code and the Code of Criminal Procedure for the Acceleration and Qualitative Enhancement of Criminal Proceedings, Criminologists 2024, pp. 1-8.
• Kourakis N., Criminal Justice Theory, 2008.
• Kourakis N., Penal Repression, 5th Ed., 2009.
• Kourakis N./Cheliotis L., The Institution of Granting Regular Furloughs to Prisoners: Findings from Research at Korydallos Judicial Prison, Poinikos Logos 2002, pp. 2137-2152.
• Manoledakis I., Criminal Law, 7th Ed., 2005.
• Milioni F., Possibilities for Preventing Recidivism Among Released Offenders Through Reintegration Programs, Criminology 2019, pp. 119-126.
• Morozinis I., “Interventions in the Penal Code and the Code of Criminal Procedure for the Acceleration and Qualitative Enhancement of Criminal Proceedings” in Light of the Constitution and the ECHR, The Art of Crime 2023.
• Mylonopoulos Chr., Criminal Law, 2nd Ed., 2020.
• Panagos K., Sentence Execution Standards and Greek Correctional Law, Criminal Justice 2019, pp. 13-34.
• Panousis G., Prisons Without “Guards”?, Criminal Chronicles 2017, pp. 481-490.
• Papadamakis A., The Presumption of Innocence and Negative “Ambient Atmosphere”, Criminal Justice 2021, pp. 169-171.
• Papadamakis A., Criminal Law at the Limits of the Rule of Law Test, Criminal Justice 2023, pp. 2-6.
• Paraskevopoulos N., The Suppression of Drug Trafficking in Greece, 4th Ed., 2014.
• Pavlou S./Dimitrainas G./Kosmatos K., Sanctions in the New Penal Code, 2nd Ed., 2023.
• Petsas I., The “Sacrifice” of Prisoners’ Rights, Criminologists 2021, pp. 15-16.
• Pitsela A., The Criminal Treatment of Juvenile Delinquency, 8th Ed., 2022.
• Pratt J., Penal Populism, 2007.
• Psarouda-Benaki A., Problems of Criminal Justice in Greece and the New Penal Codes, Criminal Chronicles 2020, pp. 3-9.
• Roberts J./Stalans L./Indemaur D./Hough M., Penal populism and public opinion: Lessons from Five Countries, 2002.
• Shichor D., Three strikes as a public policy: The convergence of the new penology and the McDonaldization of punishment, Crime & Delinquency, 1997, pp. 470-492.
• Skandamis M., Current Issues in Criminal Procedure, Criminal Justice 2016, pp. 461-466.
• Skandamis M., New Correctional Regulations and the Threat of the End of Correctional Policy, Criminologists 2021, pp. 14-18.
• Spinelli K./Kourakis N./Kranidioti M., Criminology Dictionary, 2018.
• Sylikos G., Key Axes of an Effective and Practically Functional Strategy for the Vocational Training of Prisoners, Theory & Practice of Criminal Law 2004, pp. 623-629.
• Symeonidis D., Amendments to the Code of Criminal Procedure Based on the Ministry of Justice’s Draft Law, Criminal Justice 2024, Special Issue, QUALEX.
• Symeonidou-Kastanidou E., The New Ministry of Justice Bill, Criminal Justice 2024, Special Issue, QUALEX
• Tzannetakis T., Pathology of the Current Penal Sentencing System, Criminal Chronicles 2006, pp. 590-594.
• Tzannetakis T., The Correctional System and the New Sentencing System of the Penal Code, Criminal Chronicles 2019, pp. 409-417.
• Tzannetis A., Negative Publicity, Media Defense, and the “Common Sense of Justice”, Nova Criminalia 2023, pp. 2-4.
• Tsavdari E., Criminal Law Theories According to G. Jakobs, Criminal Justice 2014, pp. 436-449.
• Tsounakou-Roussia E., Prison Furloughs in Greece and Norway, The Art of Crime 2020.
• Vidali S., Criminology in Greece: “Step Right Up?”, Criminologists 2023, pp. 24-28.
• Zimianitis D., Prison Furloughs as a Means of Mitigating the Adverse Consequences of Incarceration, Yperaspisi 1999, pp. 1357-1376.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα