Περίληψη

Η μελέτη απαντά στο ερώτημα με ποια κριτήρια χαρακτηρίζουμε ένα αγαθό ως πολιτιστικό. Ξεκινά από την επεξεργασία της έννοιας του πολιτιστικού αγαθού, της ιδιαίτερης φύσης και της μοναδικότητάς του. Η σύγκριση με ένα κοινό καταναλωτικό αγαθό είναι αναπόφευκτη και δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι το πολιτιστικό αγαθό είναι αναντικατάστατο και η αξία του δεν είναι οικονομική αλλά πολιτιστική, οπότε η αποζημίωση ως μέσο αποκατάστασης δεν ισοσταθμίζει την απώλεια. Ακολουθεί ανάλυση, μέσα από παραδείγματα, του συμβολισμού του πολιτιστικού αγαθού για ένα κοινωνικό σύνολο και της σύνδεσής του με το ανθρώπινο στοιχείο. Οι έννοιες πολιτιστικό αγαθό και πολιτιστική κληρονομιά εξετάζονται συγκριτικά. Στη συνέχεια εξετάζεται η έννοια του πολιτιστικού αγαθού και της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά νομικά κείμενα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

I. Έννοια και φύση των πολιτιστικών αγαθών
Ο όρος «πολιτιστικό αγαθό» αναφέρεται σε κάθε αντικείμενο ή στοιχείο που έχει πολιτιστική, ιστορική, αρχαιολογική, καλλιτεχνική ή επιστημονική αξία, και το οποίο συμβάλλει στην κατανόηση και την διατήρηση της ανθρώπινης κληρονομιάς. Τα πολιτιστικά αγαθά περιλαμβάνουν έργα τέχνης, αρχαιολογικά ευρήματα, κτίρια, μνημεία και φυσικά τοπία, καθώς και παραδόσεις και έθιμα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Η προστασία τους είναι ουσιώδης για τη διατήρηση της ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών, ενώ η αναγνώριση τους ως πολιτιστικά αγαθά επιτρέπει την εφαρμογή ειδικών νομικών πλαισίων για την αποτροπή της καταστροφής ή της παράνομης διακίνησής τους. Το δίκαιο των πολιτιστικών αγαθών χαρακτηρίζεται από μία βασική κατηγοριοποίηση των πολιτιστικών αγαθών ανάμεσα σε υλικά (ενσώματα) και άυλα (μη ενσώματα) πολιτιστικά αγαθά. Δυνάμει της βασικής κατηγοριοποίησης των πολιτιστικών αγαθών σε υλικά και άυλα, τα μεν υλικά πολιτιστικά αγαθά (υλικές μαρτυρίες) αντιστοιχούν σε πράγματα υπό την έννοια του αστικού δίκαιου ενώ τα άυλα πολιτιστικά αγαθά αναφέρονται κατ’ αρχήν σε μη ενσώματες μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, οι οποίες παρέχουν πληροφορίες για όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, από τις οποίες απουσιάζει, κατ’ αρχήν, η υλική διάσταση (π.χ. δρώμενα, συνήθειες, τεχνογνωσίες κ.λπ.). Στην παρούσα αναλύεται η φύση και οι ιδιαιτερότητες των υλικών πολιτιστικών αγαθών.
Η έννοια του πολιτιστικού αγαθού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη φύση του λόγω της μοναδικότητάς του. Η σύγκριση με ένα κοινό καταναλωτικό αγαθό είναι αναπόφευκτη αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι το πολιτιστικό αγαθό είναι αναντικατάστατο και η αξία του δεν είναι οικονομική αλλά πολιτιστική οπότε η αποζημίωση ως μέσο αποκατάστασης δεν ισοσταθμίζει την απώλεια. Το πρώτο, λοιπόν, χαρακτηριστικό της φύσης του πολιτιστικού αγαθού είναι η μοναδικότητα του.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της φύσης του πολιτιστικού αγαθού είναι το ανθρωποκεντρικό στοιχείο. Τα πολιτιστικά αγαθά δεν μπορούν να υπάρξουν
ανεξάρτητα από το ανθρωποκεντρικό στοιχείο. Το αντικείμενο θα πρέπει να έχει έναν σύνδεσμο με το ανθρώπινο είδος. Οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες σε ένα σπήλαιο δεν αποτελούν πολιτιστικά αγαθά καθώς δεν συνδέονται με το ανθρώπινο στοιχείο, είναι τυχαίοι σχηματισμοί της φύσης. Μπορεί να χρήζουν της ίδιας προστασίας με τα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν, ωστόσο, μέρος της φυσικής κληρονομιάς. Αντίθετα τα πρώτα εργαλεία, οι ζωγραφιές και οι χαράξεις που βρέθηκαν μέσα στο σπήλαιο αποτελούν πολιτιστικά αγαθά καθώς συνδέονται άμεσα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ακόμη τα ανθρώπινα υπολείμματα, τα λείψανα, οι οστεολογικές συλλογές μουσείων δεν αποτελούν πολιτιστικά αγαθά παρόλο που μπορεί να διέπονται από τις ίδιες προστατευτικές διατάξεις. Υπάρχει και η άποψη ότι μια αιγυπτιακή μούμια σε ένα μουσείο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτιστικό αγαθό καθώς συνδέεται με την τεχνική ταρίχευσης των Αρχαίων Αιγύπτιων, η οποία παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις ταφικές πρακτικές, τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν και τον τρόπο ζωής των αρχαίων Αιγύπτιων εν γένει, καθιστώντας τες κρίσιμες για την κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συχνά χρησιμεύουν ως κεντρικά ευρήματα για έρευνες στην ανθρωπολογία, την ιατρική και την ιστορία. Ένα παράδειγμα είναι η απόφαση του Michael C. Carlos Museum of Emory University of Atlanta να επιστρέψει τη μούμια του Ραμψή του Β΄, η οποία βασίστηκε περισσότερο στον ιστορικό σύνδεσμο και την επιθυμία να επιστρέψει στον τόπο προέλευσης της παρά στους λόγους σεβασμού προς τον νεκρό. Στη διαμάχη μεταξύ της κοινότητας των Αβορίγινων της Τασμανίας με το Βρετανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, η οποία αφορούσε ανθρώπινα υπολείμματα, το Μουσείο επέμεινε να διατηρήσει τα οστά σαν υλικό έρευνας για μελλοντική χρήση. Το ίδιο ισχύει και για τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αρχαιολογικές ανασκαφές, γνωστά και ως αρχεία εδάφους.

Το τρίτο χαρακτηριστικό της φύσης του πολιτιστικού αγαθού είναι η ιδιαίτερη σημασία και ο συμβολισμός του για ένα κοινωνικό σύνολο. Ένα πολιτιστικό αγαθό θα πρέπει να διαθέτει ιστορική, καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική, επιστημονική, αρχαιολογική ή οποιαδήποτε άλλη πολιτιστική αξία διαφορετικών διαστάσεων. Η αξία ενός αντικειμένου που του αποδίδει μια κοινωνία αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο στον ορισμό της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ένα παράδειγμα είναι τα χειρόγραφα και τα αρχεία, όπως τα Ισλανδικά μυθιστορήματα Icelandic Sagas της Κοπεγχάγης. Πρόκειται για μεσαιωνικά χειρόγραφα ενός μελετητή ο οποίος τα κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο της Δανίας το 1730 και επιστράφηκαν το 1956 από τη Δανία στην Ισλανδία. Τα αρχεία αποτελούσαν το μοναδικό γραπτό διασωθέν κείμενο εκείνης της περιόδου και εξιστορούσαν την ιστορία της Ισλανδίας. Ακόμη ένα παράδειγμα συμβολισμού και αξίας των πολιτιστικών αγαθών είναι η απόφαση του Αμερικάνικου Δικαστηρίου που έκρινε υπέρ της επιστροφής των Ψηφιδωτών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κανακαρίας στην Κύπρο καθώς, πέρα από τις αξιόποινες πράξεις της κλοπής, τα ψηφιδωτά είχαν ιερή και θρησκευτική αξία για τους Κύπριους. Τέλος η ηθική και πολιτιστική αξία του τοτέμ G’psgolox για τη φυλή Haisla της Βόρειας Ακτής της Καναδικής Επαρχίας, που ονομάζεται Βρετανική Κολομβία ήταν αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα για την επιστροφή της από τους εκπροσώπους του Εθνογραφικού Μουσείου μετά από 77 έτη παραμονής στο Μουσείο Εθνογραφίας της Στοκχόλμης. Η ξύλινη στήλη αποτελούσε σύμβολο της φυλής Haisla συμβολίζοντας την ιστορία, το παρελθόν και το μέλλον της φυλής, τις δοκιμασίες, τα δεινά καθώς και τις τελετές τους.

Συνεπώς το αποφασιστικό κριτήριο για το αν ένα αγαθό χαρακτηρίζεται πολιτιστικό ή όχι δεν είναι ένα έμφυτο και ενυπάρχον χαρακτηριστικό του αντικειμένου αλλά επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες. Στοιχεία όπως η ηλικία, η προέλευση, η μοναδικότητα, η αυθεντικότητα, η αισθητική ή η οικονομική αξία ενός αντικειμένου δεν αποτελούν αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του ως πολιτιστικό αγαθό. Σαν μια εξωτερική αντικειμενική διαδικασία η αντιστοιχία της πολιτιστικής αξίας με ένα αντικείμενο μπορεί να υπόκειται σε αλλαγές: ένα αντικείμενο σε μια χρονική περίοδο μπορεί να θεωρείται ένα απλό εργαλείο και αργότερα ως πολιτιστικό αγαθό
ιδιαίτερης αξίας. Ομοίως, η πολιτιστική αξία που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο μπορεί να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Είναι αδιάφορο για το χαρακτηρισμό ως πολιτιστικό αγαθό αν ένα αντικείμενο έχει αξία μόνο για μια συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού, ένα έθνος, μια ήπειρο ή ολόκληρη την υφήλιο. Συνεπώς εδαφικοί και ποιοτικοί παράγοντες είναι άσχετοι με το χαρακτηρισμό ενός αγαθού ως πολιτιστικού. Γίνονται σχετικοί όταν προκύπτει το ερώτημα αν ένα αντικείμενο βρίσκεται στο πεδίο εφαρμογής ενός συγκεκριμένου νομικού κανόνα.
Ως προς τη χρησιμότητα των πολιτιστικών αγαθών θα πρέπει να σημειωθεί ότι περιέχουν και διατηρούν πληροφορίες. Είναι μια πηγή γνώσης και σοφίας και αυτό είναι το τέταρτο στοιχείο της φύσης τους. Ειδικότερα τα χειρόγραφα και οι επιγραφές αλλά ακόμη και τα έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής και τα αντικείμενα τελετουργικής ή καθημερινής χρήσης. Η μελέτη τους αποκαλύπτει πληροφορίες για τον τρόπο ζωής και τις αξίες των ανθρώπων. Κάθε ανθρώπινη κοινωνία έχει καταφέρει να βάλει τη μοναδική της σφραγίδα στα έργα τέχνης που παράγει, τα οποία αποκαλύπτουν το χαρακτήρα της. Τα Μουσεία είναι ένας τόπος που μαθαίνεις από και για το παρελθόν και τα πολιτιστικά αγαθά είναι η βάση των όσων γνωρίζουμε και πιστεύουμε στη σύγχρονη εποχή.
II. Πολιτιστική κληρονομιά και πολιτιστικά αγαθά
Η έννοια του όρου πολιτιστική κληρονομιά σε σχέση με τον όρο πολιτιστικά αγαθά είναι πιο περιορισμένη και χρησιμοποιείται κυρίως στις εγχώριες δραστηριότητες που έχουν σκοπό την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπου γίνεται λόγος για παράνομη διεθνή συναλλαγή χρησιμοποιείται αποκλειστικά ο όρος πολιτιστικό αγαθό. Αν μια τέτοια διχοτόμηση είναι απαραίτητη και χρήσιμη, είναι ένα ζήτημα που μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ο ευρύς όρος πολιτιστικό αγαθό χρησιμοποιείται σε διεθνείς συναλλαγές και ο στενότερος σε ερμηνεία πολιτιστική κληρονομιά χρησιμοποιείται σε εσωτερικές πράξεις. Ωστόσο τις περισσότερες φορές οι όροι χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι στα Διεθνή Κείμενα.
Στη θεωρία δεν υπάρχει ένας παγκοσμίως έγκυρος και αποδεκτός ορισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά κοινά σημεία στο διεθνές, το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο των Κρατών. Οι Αγγλοσαξωνικές Xώρες συνήθως αποφεύγουν τον όρο πολιτισμός περιορίζοντας τη χρήση του σε επίπεδο επιστημονικό, εθνολογικό και καλλιτεχνικό. Ο υπόλοιπος νομικός κόσμος χρησιμοποιεί τον όρο συχνότερα, αποδίδοντας του ένα γενικό περιεχόμενο χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια στο τι συνιστά «πολιτισμό». Διαδεδομένη είναι και η άποψη ότι τα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν συστατικά της πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα πολιτιστικά αγαθά καλύπτουν στην έννοια τους τόσο ενσώματα όσο και άϋλα αγαθά. Ενώ ο όρος κληρονομιά σημαίνει κάτι που διαφυλάσσεται με προσοχή για να παραδοθεί στις επόμενες γενεές.
III. Έννοια και ορισμός των πολιτιστικών αγαθών με βάση τα Διεθνή Κείμενα
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η έννοια του πολιτιστικού αγαθού είναι ελαστική. Η έννοια των πολιτιστικών αγαθών σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης της Unesco του 1970 είναι η παρακάτω:
“Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης θεωρούνται πολιτιστικά, τα αγαθά εκείνα τα οποία θρησκευτικά ή κοσμικά καθορίζονται από κάθε Κράτος χωριστά και έχουν σπουδαιότητα για την αρχαιολογία, την προιστορία, την ιστορία, τη φιλολογία την τέχνη ή την επιστήμη”.
Οι έξι προαναφερόμενες κατηγορίες επεξηγούνται σε περαιτέρω έντεκα κατηγορίες. Λαμβάνοντας υπόψιν το ευρύ φάσμα της κάθε κατηγορίας, η απαίτηση να ανήκει ένα αντικείμενο σε μια από αυτές δεν είναι περιοριστική. Στην πράξη η λίστα είναι περισσότερο επεξηγηματική παρά περιοριστική. Ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί περαιτέρω συζήτηση είναι το ερώτημα αν ο ορισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτεί ειδική σχέση μεταξύ του αντικειμένου και του Κράτους στο οποίο βρίσκεται. Από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της Σύμβασης μόνο το στοιχείο β κάνει ειδική αναφορά στον εθνικό δεσμό μεταξύ του αντικειμένου και του Κράτους. Όλες οι άλλες κατηγορίες δεν απαιτούν ειδικό δεσμό μεταξύ του αντικειμένου και του Κράτους. Συνεπώς η προέλευση των πολιτιστικών αγαθών από το ίδιο το Κράτος δεν είναι κριτήριο απαραίτητο για να χαρακτηριστούν ως πολιτιστική κληρονομιά. Δεν υπάρχει νομικό ή ηθικό μέσο δοκιμής που να καθορίζει το δεσμό μεταξύ αντικειμένου και Κράτους προέλευσης.
Τα αντικείμενα τα οποία δεν έχουν ανακαλυφθεί ή δεν έχουν ανασκαφεί κατά μία άποψη δεν υπάγονται στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης. Όταν η Σύμβαση αναφέρεται σε διεθνείς συναλλαγές κάνει χρήση του ευρύτερου όρου πολιτιστικό αγαθό ενώ όταν αναφέρεται σε δραστηριότητες εθνικού επιπέδου κάνει λόγο για πολιτιστική κληρονομιά. Οι διατάξεις που αναφέρονται σε παράνομες διατάξεις χρησιμοποιούν τον όρο πολιτιστικό αγαθό ενώ ο όρος πολιτιστική κληρονομιά αναφέρεται στα άρθρα 2, 5 α -β και 14.
Στη συνέχεια στο άρθρο 2 της Σύμβασης Unidroit για τα Κλεμμένα και τα Παρανόμως Εξαχθέντα Πολιτιστικά 1995, σε σχέση με τον ορισμό του πολιτιστικού αγαθού αναφέρεται ότι:
“Με τον όρο πολιτιστικά αγαθά κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης νοούνται τα αγαθά τα οποία για λόγους θρησκευτικούς ή μη έχουν σημασία για την αρχαιολογία, την προϊστορία, την ιστορία τη λογοτεχνία, την τέχνη ή την επιστήμη και ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας Σύμβασης.”
Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος της αναφέρεται στα πολιτιστικά αγαθά και δεν χρησιμοποιεί την ορολογία της Σύμβασης της Unesco, η οποία κάνει λόγο για πολιτιστική κληρονομιά. Ωστόσο δεν υπάρχει εννοιολογική διαφορά μεταξύ των όρων πολιτιστική κληρονομιά όπως αναφέρεται στο κείμενο της Unesco και πολιτιστικά αγαθά, όπως ορίζονται στη Σύμβαση του Unidroit. Όσο πιο περιεκτικά προσδιορίζεται η έννοια πολιτιστική κληρονομιά τόσο λιγότερο αποτελεσματική προστασία θα παρέχεται σε αντικείμενα, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, καθώς μία κατηγορία πολιτιστικών αγαθών μπορεί να παραλειφθεί.
Ο τελικός ορισμός του πολιτιστικού αγαθού που υιοθέτησε η Σύμβαση του Unidroit, ο οποίος είναι ίδιος με αυτόν του Προσχεδίου της Σύμβασης, αποδεικνύει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκερασθούν διιστάμενες απόψεις και συμφέροντα πολλών χωρών με σκοπό την υιοθέτηση ενός διεθνούς συμβατικού κειμένου. Στην Unidroit ο ορισμός των πολιτιστικών αγαθών είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των Κρατών εισαγωγής και εξαγωγής. Τόσο οι γενικοί ορισμοί όσο και οι εξαντλητικοί προκαλούν προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής. Και στην περίπτωση αυτήν ο προσδιορισμός της έννοιας των πολιτιστικών αγαθών αποτέλεσε προϊόν συμβιβασμού καθώς στη Σύμβαση υπάρχει και γενικός ορισμός και αναλυτικός κατάλογος στο Παράρτημα.
Όσον αφορά στον χώρο της Ε.Ε., η Συνθήκη ιδρύσεως της ΕΚ δεν αναφέρεται ειδικά στα πολιτιστικά αγαθά. Μόνο η διάταξη του άρθρου 36, η οποία έκανε αναφορά στη δυνατότητα περιορισμών και απαγορεύσεων σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέσα στην Κοινότητα έκανε μνεία των εθνικών θησαυρών. Η ίδια διάταξη παρέμεινε και στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, στη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 και στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Οι δύο τελευταίες συνθήκες έθεσαν τον πολιτισμό ως προτεραιότητα της ΕΕ και το άρθρο 128 της Συνθήκης για την ΕΕ είναι η πρώτη διάταξη πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου που θεμελιώνει τον πολιτισμό ως στόχο της ΕΕ. Η διάταξη αποδεικνύει ότι δεν επιδιώκει την ομοιομορφοποίηση των πολιτισμών των Κρατών Μελών και διαθέτει επικουρικό χαρακτήρα. Η Σύμβαση της Ρώμης δεν ασχολείται με τα πολιτιστικά αγαθά. Αγνοεί αυτήν την κατηγορία αγαθών εγκαθιδρύοντας την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών στο άρθρο 36 της ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
«Οι διατάξεις των άρθρων 30 ως 34 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεις των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δε δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσον αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των Κρατών μελών.»
Το παραπάνω άρθρο δεν άλλαξε ούτε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ούτε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992. Αυτή που
άλλαξε είναι η πολιτική της ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 113§1 της Σύμβασης της Ρώμης θα πρέπει να ενισχυθεί η κοινή εμπορική πολιτική για την εξαγωγή στα Κράτη μη Μέλη και η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών μεταξύ των Κρατών της ένωσης δε θα πρέπει να παρεμποδίζεται από σύνορα. Το άρθρο 8 Α(2) της Συνθήκης της Ρώμης αναφέρει ότι:
«Η ενιαία αγορά θα αποτελεί έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των προσώπων και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης.»
Αυτή η νέα πολιτική σε συνδυασμό με την ενιαία αγορά προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες ότι η εθνική πολιτιστική κληρονομιά θα μπορεί ελεύθερα να κυκλοφορεί στην Ευρώπη προκαλώντας έτσι κύμα μεταφοράς αγαθών από το Νότο στο Βορρά. Σε απάντηση σε αυτούς τους φόβους κρίθηκε απαραίτητη η υιοθέτηση δύο πράξεων, ενός Κανονισμού για την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών σε τρίτες χώρες και μιας Οδηγίας για το εσωτερικό εμπόριο των πολιτιστικών αγαθών. Η πρώτη είναι ο Κανονισμός 116/2009 της 18ης Δεκεμβρίου του 2008 για την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το έτος 2009 και ρυθμίζει την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών από τα Κράτη Μέλη της ΕΕ σε τρίτα Κράτη. Επίσης εισάγει μια ενιαία κοινή πολιτική όσον αφορά στα πολιτιστικά αγαθά, η οποία συνδυάζεται με διατάξεις που περιέχουν κανόνες διοικητικού δικαίου και νομικής βοήθειας (Συμπληρωματικά λειτουργεί και ο Κανονισμός του Συμβουλίου 752/93 της 30ης Μαρτίου του 1993, ο οποίος παρέχει κάποιες ρυθμίσεις για την εκτέλεση του Κανονισμού 116/2009 ειδικότερα σε σχέση με τις αιτήσεις για άδεια εξαγωγής ή για την ίδια την άδεια).
Ο Κανονισμός στο Παράρτημα παρέχει μια λεπτομερή λίστα, η οποία αποτελείται από 14 διαφορετικές κατηγορίες αγαθών με βάση την αξία και την ηλικία τους. Η ιδέα των ορίων ηλικίας για τα πολιτιστικά αγαθά δεν είναι καινούρια. Τέτοιος περιορισμός έχει εφαρμοστεί ήδη στην Σύμβαση Unesco 1970. Πολλές νομοθεσίες έχουν θέσει όρια στην σύγχρονη και τη μοντέρνα τέχνη για να περιορίσουν το εμπόριο τέχνης εις βάρος των εν ζωή καλλιτεχνών και των κληρονόμων τους. Η καινοτομία του Κανονισμού είναι η διαίρεση με κριτήριο την αξία των πολιτιστικών αγαθών. Αυτή η πολιτική που διαχωρίζει τα αντικείμενα με βάση την αξία τους έχει επικριθεί. Ωστόσο είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την αξία κάποιων αντικειμένων. Επίσης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο χρόνος προσδιορισμού της αξίας τους και το ποιος θα προσδιορίσει αυτήν την αξία. Τέλος υπάρχει η διαφωνία ότι τα αντικείμενα μικρότερης αξίας κάποιες φορές μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αξία για την πολιτιστική κληρονομιά. Για αυτούς τους λόγους μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι ο διαχωρισμός πολιτιστικών αγαθών μικρής ή μεγαλύτερης αξίας πρέπει να εγκαταληφθεί. Η οικονομική αξία ενός πολιτιστικού αγαθού δεν έχει καμία σχέση με την πολιτιστική του αξία και αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα που διαφοροποιεί τα πολιτιστικά αγαθά από τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά.
Το δεύτερο κείμενο είναι η Οδηγία 2014/60/ΕΕ σχετικά με την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος Κράτους Μέλους. Πολιτιστικό αγαθό υπό την έννοια που ορίζει η Οδηγία είναι το αντικείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα Κράτος Μέλος ως εθνικός θησαυρός με καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία σύμφωνα με το άρθρο 30 της ΣΕ με την προϋπόθεση είτε ότι ανήκει σε μια από τις κατηγορίες του Παραρτήματος της Οδηγίας είτε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος δημόσιας συλλογής και είναι καταγεγραμμένο σε ειδικό κατάλογο.

IV. Συμπέρασμα
Στα εθνικά δίκαια διαφόρων Κρατών ποικίλα αντικείμενα απολαύουν ειδικής προστασίας χωρίς απαραίτητα να χαρακτηρίζονται ρητά με τον όρο πολιτιστικά αγαθά ενώ ταυτόχρονα στα διεθνή κείμενα περιέχονται ορισμοί συνθετικοί ή αναλυτικοί όπως αυτοί αναπτύχθηκαν παραπάνω. Οι ορισμοί εκφράζουν τις δύο τάσεις: της πρώτης που θέλει να συμπεριλάβει όλα τα αντικείμενα τα οποία έχουν κάποια πολιτιστική αξία και της δεύτερης που περιορίζει την ειδική προστασία στα αντικείμενα ιδιαίτερης σπουδαιότητας αφήνοντας τα υπόλοιπα να ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις του νόμου. Όσο πιο περιεκτικοί είναι οι ορισμοί τόσο λιγότερη προστασία παρέχεται στα πολιτιστικά αγαθά καθώς υπάρχει η περίπτωση να μην συμπεριληφθούν κάποιες κατηγορίες αντικειμένων. Σε κάθε περίπτωση για να χαρακτηρισθεί ένα αντικείμενο ως πολιτιστικό αγαθό θα πρέπει να είναι κάποιας σπουδαιότητας. Οι όροι πράγμα, κινητό, αγαθό, αντικείμενο χρησιμοποιούνται με την ίδια εννοιολογική σημασία και εφόσον κινούνται διασυνοριακά. Πριν από τη μετακίνηση το αγαθό μπορεί να αποτελούσε συστατικό ή παράρτημα άλλου ακινήτου. Οι αδυναμίες των ορισμών είναι προφανείς. Η εγγενής αοριστία που ενέχει ο όρος πολιτιστικό αγαθό καταβάλλεται προσπάθεια να συγκεκριμενοποιηθεί με εξίσου αόριστες έννοιες. Από την άλλη οι λίστες δεν είναι δυνατόν να είναι εξαντλητικές καθώς είναι ένα μερικό μέτρο που δε λύνει το πρόβλημα. Η έννοια του πολιτισμού τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο διευρύνεται συνεχώς οπότε δεν υπάρχει μία έννοια του πολιτισμού. Συμπερασματικά οι γενικοί ορισμοί με τις αόριστες έννοιες είναι αναπόφευκτοι διαφορετικά η προστασία δεν μπορεί να συμπεριλάβει μεγάλο αριθμό πολιτιστικών αγαθών.
Basic References List
1. Chechi Alessandro, Repairing Historic Injustice: The Return of Indigenous Peoples’ Ancestral Human Remains Through Transitional Justice, 30 International Journal of Cultural Property, Cambridge University Press 2024, 439-418.
2. Vigneron Sophie, From Cultural Property to Cultural Heritage, 31 International Journal of Cultural Property, Cambridge University Press 2024, 1-3.
3. Galanis Panagiotis, Cultural Law, Nomiki Vivliothiki 2023. (in Greek).
4. Chrisohoidou Anna, Return and Restitution of Cultural Objects, Nomiki Vivliothiki 2019. (in Greek).
5. Ethical Approaches to Human Remains, A Global Challenge in Bioarchaeology and Forensic Anthropology, Editors: Kirsty Squires, David Errickson, Nicholas Marquez-Grant, Springer 2019.
6. Chiou Theodoros, How ‘intangible’ is intangible cultural heritage after all? Contribution in favor of the legal protection of Xerolithic monuments under Laws 3521/2006 and 3028/2002, APPLICATIONS OF CIVIL LAW & CIVIL PROCEDURE, 4/2021, 417 – 435.( in Greek).
7. Cornelius Holtorf, Perceiving the Past: From Age Value to Pastness, 24 International Journal of Cultural Property (2017) 497–515.
8. Marie Cornu, Marc-Andre Renold, New Developments in the Restitution of Cultural Property: Alternative Means of Dispute Resolution, 17 International Journal of Cultural Property 2010, 1-37.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα