1. Οι ημέρες δικαιούμενης ετήσιας κανονικής άδειας μισθωτών1.1. Γενικό πλαίσιοΣύμφωνα με τις ρυθμίσεις του A.N. 539/1945 όπως ισχύουν με τις τροποποιήσεις του άρθρου 1 , του Ν. 3302/2004 έπαψε πλέον να είναι σε ισχύ ο βασικός χρόνος εργασίας-αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον Α.Ν. 539/1945 ή 10 μήνες κατά την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του έτους 2002), τον οποίο έπρεπε να συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης άδειας.
Ειδικότερα, η ετήσια κανονική άδεια, ειδικά κατά το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στην επιχείρηση. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας για τους νεοπροσλαμβανόμενους (που δεν έχουν συμπληρώσει ένα εργασιακό έτος απασχόλησης σε συγκεκριμένο εργοδότη) και έχουν προϋπηρεσία μικρότερη των δώδεκα (12) ετών υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας:
· 20 εργάσιμων ηµερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και
· 24 εργάσιμων ηµερών, επί εξαηµέρου,
η οποία αντιστοιχεί σε δώδεκα (12) µήνες συνεχούς απασχόλησης. Ταυτόχρονα καθορίζεται το όλο πλαίσιο χορήγησης της άδειας τόσο κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού όσο και για το τρίτο και τα πέραν του τρίτου ημερολογιακά έτη απασχόλησης. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του
άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 (Φ.Ε.Κ. Α΄229), καθώς και την αρ. πρωτ. 3392/01.03.2005 εγκύκλιο του Υπουργού Απασχόλησης, κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησης του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό.
Με βάση τις ρυθμίσεις του A.N. 539/1945 όπως ισχύουν με τις τροποποιήσεις του άρθρου 1 , του Ν. 3302/2004, η ένταξη του μισθωτού στο τρίτο καθώς και στα επόμενα του τρίτου ημερολογιακά έτη υπηρεσίας υπό τη σκέπη του ίδιου εργοδότη, του παρέχει το δικαίωμα να λαμβάνει την κανονική του άδεια από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου.
Επιπρόσθετα, από το τρίτο και τα επόμενα του τρίτου ημερολογιακά έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται στο ακέραιο το ποσό του επιδόματος άδειας (1/2 μισθό ή 13 ημερομίσθια) είτε η σχέση εργασίας του διαρκέσει καθ’ όλο το έτος είτε διακοπεί.
Ως βάση υπολογισμού του χρόνου χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας λαμβάνεται από 28.12.2004 και εφεξής, το ημερολογιακό έτος .
Όσον αφορά τον υπολογισμό των ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας ενός μισθωτού, λαμβάνεται υπ’ όψη το σύνολο του χρόνου διάρκειας της εργασιακής σχέσης (ο μη υπολογισμός του χρόνου προϋπηρεσίας από 14.2.2012 και μέχρι την 31.12.2023 ,σύμφωνα με το
άρθρο 4, της Π.Υ.Σ. 6/2012 σε συνδυασμό με το
άρθρο 33 του Ν. 5053/2023, αφορά μόνο τις μισθολογικές ωριμάνσεις και ειδικότερα το χρόνο βάσει του οποίου υπολογίζονται τα επιδόματα προϋπηρεσίας) ανεξαρτήτως ειδικότητας του εργαζόμενου.
Ως ημέρες άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες(παρ.1 ,3, του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945). Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή στις ημέρες άδειας οι Κυριακές και αργίες και οι ημέρες ασθενείας. Για τους μισθωτούς που απασχολούνται με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου (π.χ. το Σάββατο).
Οι ημέρες άδειας που δικαιούται ο μισθωτός, όπως αυτές ορίζονται κατά τα ανωτέρω με τον Ν. 1346/1983 και το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, ποικίλουν ανάλογα με την προϋπηρεσία που αυτός έχει, καθώς και ανάλογα με τις ημέρες που απασχολείται εβδομαδιαία, όπως αναλυτικά εμφαίνεται στους σχετικούς πίνακες.
Πίνακας 1
Ημέρες άδειας μισθωτών με συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία μέχρι 10 έτη μη συμπληρωμένα στον ίδιο εργοδότη ή μέχρι 12 έτη μη συμπληρωμένα σε οποιονδήποτε εργοδότη
Ημερολογιακό έτος απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση
| Ημέρες άδειας υπολογιζόμενες επί εργασίμων ημερών και χορηγούμενες επί τη βάσει του ημερολογιακού έτους απασχόλησης των μισθωτών
|
Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 5νθήμερο εβδομαδιαία
| Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 6ήμερο εβδομαδιαία
| |
1ο έτος
| 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης x 5/6 (ή 20/12 x μήνες απασχόλησης)
| 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)
|
2 έτος - Διακοπή σχέσης εργασίας πριν τη συμπλήρωση 1ου εργασιακού έτους
| 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης x 5/6 (ή 20/12 x μήνες απασχόλησης)
| 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)
|
2ο έτος - Διακοπή σχέσης εργασίας μετά τη συμπλήρωση 1ου εργασιακού έτους
| 21/12 x μήνες απασχόλησης
| 25/12 x μήνες απασχόλησης
|
3ο έτος – Διακοπή σχέσης εργασίας πριν τη συμπλήρωση 2 ετών απασχόλησης
| 21 ημέρες
| 25 ημέρες
|
3ο έτος έως και 9ο έτος
| 22 ημέρες
| 26 ημέρες
|
Με βάση τις ρυθμίσεις της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. αυξήθηκαν οι ημέρες άδειας των μισθωτών που εμφανίζουν πολυετή υπηρεσία ή προϋπηρεσία ως ακολούθως:
- Υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες που συμπληρώνουν υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται:
άδεια 30 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή άδεια 25 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (άρθρο 6, της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 23.5.2000).
-Από 1.1.2008, μετά από τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 31 και 26 εργάσιμες ημέρες, αντίστοιχα (Άρθρο 3, ΕΓΣΣΕ 2008-2009).
Πίνακας 2
Ημέρες άδειας μισθωτών με συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία 10 ετών συμπληρωμένων και άνω στον ίδιο εργοδότη ή 12 ετών συμπληρωμένων και άνω σε οποιονδήποτε εργοδότη
Έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας
| Ημέρες άδειας υπολογιζόμενες επί εργασίμων ημερών και χορηγούμενες επί τη βάσει του ημερολογιακού έτους απασχόλησης των μισθωτών
|
Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 5νθήμερο εβδομαδιαία
| Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 6ήμερο εβδομαδιαία
| |
10 έτη συμπληρωμένα στον ίδιο εργοδότη και άνω
| 25 ημέρες
| 30 ημέρες
|
1ο ημερολογιακό έτος (υπερ12ετής προϋπηρεσία)
| 25/12 x μήνες απασχόλησης
| 30/12 x μήνες απασχόλησης
|
2ο ημερολογιακό έτος - υπερ12ετής προϋπηρεσία (περίπτωση διακοπής εργασίας)
| 25/12 x μήνες απασχόλησης
| 30/12 x μήνες απασχόλησης
|
2ο ημερολογιακό έτος και άνω - υπερ12ετής προϋπηρεσία (μη διακοπή σχέσης εργασίας)
| 25 ημέρες
| 30 ημέρες
|
Εργαζόμενοι μετά τη συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας στον ίδιο ή σε οποιοδήποτε εργοδότη
δικαιούνται:
Ø - άδεια 31 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα 6ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή
Ø - άδεια 26 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2008-2009).
Πίνακας 3
Ημέρες άδειας μισθωτών με υπηρεσία ή προϋπηρεσία 25 ετών συμπληρωμένων και άνω στον ίδιο εργοδότη ή και σε οποιονδήποτε εργοδότη
Έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας
| Ημέρες άδειας υπολογιζόμενες επί εργασίμων ημερών και χορηγούμενες επί τη βάσει του ημερολογιακού έτους απασχόλησης των μισθωτών
|
Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 5νθήμερο εβδομαδιαία
| Μισθωτοί απασχολούμενοι επί 6ήμερο εβδομαδιαία
| |
1ο ημερολογιακό έτος (υπερ25ετής προϋπηρεσία)
| 26/12 x μήνες απασχόλησης
| 31/12 x μήνες απασχόλησης
|
2ο ημερολογιακό έτος – υπερ25ετής προϋπηρεσία (περίπτωση διακοπής εργασίας)
| 26/12 x μήνες απασχόλησης
| 31/12 x μήνες απασχόλησης
|
2ο ημερολογιακό έτος και άνω – υπερ25ετής προϋπηρεσία (μη διακοπή σχέσης εργασίας)
| 26 ημέρες
| 31 ημέρες
|
Ως εκ του λόγου ότι ο Ν. 3302/2004 θεμελιώνει δικαίωμα τμηματικής καταβολής της κανονικής άδειας κατά το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο νεοπροσλαμβανόμενος μισθωτός με προϋπηρεσία άνω των δώδεκα (12) ετών δικαιούται να ζητήσει και να λάβει την τμηματική χορήγηση της άδειας των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) ημερών κατά το πρώτο και το δεύτερο έτος της απασχόλησής του στο νέο εργοδότη.
Επίσης ο νεοπροσλαμβανόμενος μισθωτός με προϋπηρεσία άνω των είκοσι πέντε (25) ετών στον ίδιο ή σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούται να ζητήσει και να λάβει την τμηματική χορήγηση της άδειας των είκοσι έξι (26) ή τριάντα (31) ημερών κατά το πρώτο και το δεύτερο έτος της απασχόλησής του στο νέο εργοδότη.
1.2. Άδεια πρώτου ημερολογιακού έτους απασχόλησηςΟ εργοδότης υποχρεούται, μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσλήφθηκε ο μισθωτός, να χορηγεί σε αυτόν μέρος της κανονικής άδειας, με αποδοχές, κατ’ αναλογία με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση.
Στο πλαίσιο αυτό , χορηγείται τμηματικά η ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων (24) εργασίμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
Έστω μισθωτός που προσλαμβάνεται την 1.4.2025 με καθεστώς εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και απασχολείται καθ’ όλο το διάστημα από την πρόσληψή του έως την 31.12.2025, δικαιούται δεκαοκτώ (18) ημέρες άδειας στο χρονικό διάστημα από 1.4-31.12.2025 : (24/12) x 9 μήνες = 18 ημέρες άδεια.
Ο μισθωτός που προσλαμβάνεται με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας την 1.4.2025, δικαιούται 15 ημέρες άδειας στο διάστημα από την πρόσληψή του μέχρι την 31.12.2025 : (20/12) x 9 μήνες = 15 ημέρες άδεια.
Επισημαίνεται ότι οι 18 ημέρες άδειας με καθεστώς εξαημέρου ανάγονται σε 15 ημέρες άδειας με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Συγκεκριμένα, 18 ημέρες x (6 ώρες + 40 λεπτά) ισοδυναμούν με 15 ημέρες οκτάωρης ημερήσιας εργασίας.
Επίσης, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει, εκτός από τις αποδοχές άδειας, και επίδομα άδειας.
Το επίδομα άδειας, εν προκειμένω, ισούται και αυτό με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του ή με δύο (2) ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής του, με τον περιορισμό όμως ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό (1/2) του μισθού του ή τα δεκατρία (13) ημερομίσθια.
Για απασχόληση μικρότερη από ένα (1) μήνα, ως αποζημίωση άδειας και επίδομα άδειας καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα.
Κατά συνέπεια, ο μισθωτός του ανωτέρω παραδείγματος, ο οποίος εμφανίζει υπηρεσία 6 μηνών στο υπό εξέταση έτος, δικαιούται επίδομα άδειας ίσο με τα 12/25 του μηνιαίου μισθού του ή 12 ημερομίσθια, ανάλογα με το αν είναι υπάλληλος ή εργάτης, αντίστοιχα.
1ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης
|
Προϋπηρεσία
| Ημέρες αδείας
|
5νθήμερο
| 6ήμερο
|
προϋπηρεσία < 12 ετών
| (20/12) x μήνες απασχόλησης
| (24/12) x μήνες απασχόλησης
|
προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών
| (25/12) x μήνες απασχόλησης
| (30/12) x μήνες απασχόλησης
|
προϋπηρεσία > 25 ετών
| (26/12) x μήνες απασχόλησης
| (31/12) x μήνες απασχόλησης
|
Παράδειγμα 1οΟ μισθωτός Νικολαΐδης που αμείβεται με μηνιαίο μισθό, προσλήφθηκε στις 16.4.2025 με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και με μικτό μηνιαίο μισθό 1.400,00 ευρώ. Επισημαίνεται ότι η σχέση εργασίας του παρέμεινε ενεργός καθ’ όλο το διάστημα από την πρόσληψή του έως την 31η Δεκεμβρίου 2025.
Το διάστημα απασχόλησης από 16.4.2025 έως 31.12.2025 είναι ίσο με οκτώ (8) μήνες και το 1/2 του μήνα ήτοι 8,5 μήνες.
Α1. Ο έμμισθος Νικολαΐδης διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < 12 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με (20/12) x 8,50=14,167 ημέρες ήτοι 14 ημέρες άδειας.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (14,167/25) x 1,2 x 1.400,00 = 952,02 €.
Α2. Ο έμμισθος Νικολαΐδης διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025 , είναι ίσο με (25/12) x 8,50 = 17,71 ημέρες , ήτοι 18 ημέρες άδεια.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (17,71/25) x 1,2 x 1400,00 = 1.190,12 €.
Α3. Ο έμμισθος Νικολαΐδης διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025 , είναι ίσο με (26/12) x 8,50=18,42 ημέρες ήτοι 18 ημέρες άδεια.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (18,42/25) x 1,2 x 1.400,00 = 1.237,83 €.
Β. Επίδομα αδείας Νικολαΐδη Το επίδομα άδειας ισούται με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε μήνα απασχόλησής του, με τον περιορισμό όμως ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1/2 του μισθού του. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω μισθωτός, ο οποίος εμφανίζει υπηρεσία 8,5 μηνών στο ημερολογιακό έτος 2025, δικαιούται επίδομα άδειας ίσο με το 1/2 του μηνιαίου μισθού του ήτοι 700,00 €.
Σημείωση :
- Οι ημέρες άδειας που δικαιούνται οι μισθωτοί στρογγυλοποιούνται. Αντίθετα οι αποδοχές αδείας υπολογίζονται κανονικά χωρίς στρογγυλοποίηση.
Για παράδειγμα, οι 14,167 ημέρες άδειας στρογγυλοποιούνται σε 14 , οι αποδοχές αδείας όμως υπολογίζονται στα (14,167/25) x 1,2 x Μικτό μισθό.
-Οι αποδοχές αδείας πολλαπλασιάζονται επί (x) 1,2 γιατί με τον τρόπο αυτό γίνεται αναγωγή της πενθήμερης σε εξαήμερη απασχόληση.
Παράδειγμα 2οΟ ημερομίσθιος Πάνου, προσλήφθηκε στις 13/4/2025 με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και με μικτό ημερομίσθιο 42,00 ευρώ. Επισημαίνεται ότι η σχέση εργασίας του παρέμεινε ενεργός καθ’ όλο το διάστημα από την πρόσληψή του έως την 31η Δεκεμβρίου 2025.
Το διάστημα απασχόλησης από 13/4/ 2025 έως 31/12/2025 είναι ίσο με οκτώ (8) μήνες και τα 18/30 του μήνα ήτοι 8,6 μήνες.
Α1. Ο ημερομίσθιος Πάνου διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < 12 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με (20/12) x 8,60=14,333 ημέρες, ήτοι 14 ημέρες άδειας.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 14,333 x 1,2 x 42,00 = 722,38 € .
Α2. Ο ημερομίσθιος Πάνου διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025 , είναι ίσο με (25/12)
x 8,60=17,9166 ημέρες ήτοι 18 ημέρες άδειας.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 17,91666 x 1,2 x 42,00 = 903,00 €
Α3. Ο ημερομίσθιος Πάνου διανύει το 1ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με (26/12) x 8,60=18,633 ημέρες, ήτοι 19 ημέρες άδειας.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 18,6333 x 1,2 x 42,00 = 939,12 € .
Β. Επίδομα αδείας ΠάνουΤο επίδομα άδειας ισούται με δυο (2) ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής του, με τον περιορισμό όμως ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το 13 ημερομίσθια.
Κατά συνέπεια, ο ημερομίσθιος αυτός , ο οποίος εμφανίζει υπηρεσία 9,6 μηνών στο υπό εξέταση έτος, δικαιούται επίδομα άδειας 2025 ίσο με 13 ημερομίσθια =13 x 42,00= 546,00 €.
1.3. Άδεια δεύτερου ημερολογιακού έτους απασχόλησηςΚατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια, η οποία αναλογεί στον χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται κατ’ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του, στην περίπτωση που η σχέση εργασίας διακόπτεται εντός του ημερολογιακού αυτού έτους. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου ήτοι προκειμένου για το δεύτερο ημερολογιακό έτος απασχόλησης οι εργάσιμες ημέρες αδείας ορίζονται σε είκοσι έξι (26) σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή σε είκοσι δύο (21) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας υπό την προϋπόθεση η εργασιακή σχέση να παραμείνει ενεργός καθ’ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος .
Όταν η εργασιακή σχέση διαρκεί καθ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος το σύνολο των ημερών αδείας που δικαιούται ένας μισθωτός ανέρχεται σε:
- 21 εργάσιμες ημέρες όταν ο μισθωτός έχει προϋπηρεσία μικρότερη των 12 ετών ,
- 25 εργάσιμες ημέρες όταν ο μισθωτός έχει προϋπηρεσία > των 12 & < των 25 ετών,
- 26 εργάσιμες ημέρες όταν ο μισθωτός έχει προϋπηρεσία μεγαλύτερη των 25 ετών.
2ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης. Ενεργός σχέση εργασίας
|
Προϋπηρεσία
| Ημέρες αδείας
|
5νθήμερο
| 6ήμερο
|
προϋπηρεσία < 12 ετών
| 21 ημέρες
| 25 ημέρες
|
προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών
| 25 ημέρες
| 30 ημέρες
|
προϋπηρεσία > 25 ετών
| 26 ημέρες
| 31 ημέρες
|
Παράδειγμα 1οΟ μισθωτός Παπανικολάου που προσλήφθηκε την 10η Απριλίου 2024, απασχολείται καθ’ όλο το δεύτερο, από της πρόσληψης του, ημερολογιακό έτος (το έτος 2025). Εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και αμείβεται καθ’ όλο το έτος 2025, με μηνιαίο μισθό ύψους 1.280,00 ευρώ .
Α1. Ο έμμισθος Παπανικολάου διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < των 12 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας εργαζόμενου με συνολική προϋπηρεσία μικρότερη των 12 ετών, με δεδομένο ότι η εργασιακή σχέση διήρκεσε καθ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος, ανέρχεται σε 21 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με (21/25) x 1,2 x 1.280,00 = 1.290,24 € .
Α2. Ο έμμισθος Παπανικολάου διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας εργαζόμενου με συνολική προϋπηρεσία μεγαλύτερη των 12 ετών, με δεδομένο ότι η εργασιακή σχέση διήρκεσε καθ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος (2025), ανέρχεται σε 25 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (25/25) x 1,2 x 1.280,00= 1.536,00 €.
Α3. Ο έμμισθος Παπανικολάου διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας εργαζόμενου με συνολική προϋπηρεσία μεγαλύτερη των 25 ετών, με δεδομένο ότι η εργασιακή σχέση διήρκεσε καθ’ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος (2025), ανέρχεται σε 26 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (26/25) x 1,2 x 1.280,00 = 1.597,44 €.
Β. Επίδομα αδείας ΠαπανικολάουΟ ανωτέρω μισθωτός, με δεδομένο ότι η εργασιακή σχέση διήρκεσε καθ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος δικαιούται επίδομα άδειας 2025 ίσο με το 1/2 του μηνιαίου μισθού του ήτοι 640,00 €.
Σημείωση :
-Οι αποδοχές αδείας πολλαπλασιάζονται επί (x) 1,2 γιατί με τον τρόπο αυτό γίνεται αναγωγή της πενθήμερης σε εξαήμερη απασχόληση.
Παράδειγμα 2οΟ ημερομίσθιος Δημητριάδης που προσλήφθηκε την 15η Ιουνίου 2024 απασχολείται καθ’ όλο το δεύτερο ,από της πρόσληψης του, ημερολογιακό έτος (2025). Εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και αμείβεται καθ’ όλο το έτος 2025 , με μικτό ημερομίσθιο 45,00 ευρώ.
Α1. Ο ημερομίσθιος Δημητριάδης διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < των 12 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με 21 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 21 x 1,2 x 45,00 = 1.134,00 € .
Α2. Ο ημερομίσθιος Δημητριάδης διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με 25 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 25 x 1,2 x 45,00 = 1.350,00 € .
Α3. Ο ημερομίσθιος Δημητριάδης διανύει το 2ο ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το ημερολογιακό έτος 2025, είναι ίσο με 26 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 26 x 1,2 x 45,00 = 1.404,00 €.
Β. Επίδομα αδείας ΔημητριάδηΟ ανωτέρω μισθωτός, με δεδομένο ότι η εργασιακή σχέση διήρκεσε καθ όλο το 2ο ημερολογιακό έτος δικαιούται σε κάθε περίπτωση επίδομα άδειας ίσο με το 13 ημερομίσθια του ήτοι 13 x 45,00= 585,00 €.
Σημείωση :
-Οι αποδοχές αδείας πολλαπλασιάζονται επί (x) 1,2 γιατί με τον τρόπο αυτό γίνεται αναγωγή της πενθήμερης σε εξαήμερη απασχόληση.
1.4. Άδεια τρίτου και πέραν αυτού ημερολογιακών ετών απασχόλησηςΗ ένταξη του μισθωτού στο τρίτο καθώς και στα επόμενα του τρίτου ημερολογιακά έτη υπηρεσίας υπό τη σκέπη του ίδιου εργοδότη, του παρέχει το δικαίωμα να λαμβάνει την κανονική του άδεια από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου.
Επισημαίνεται ότι κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Οι εργάσιμες ημέρες άδειας ανέρχονται :
· Σε είκοσι δύο (22) ημέρες επί πενθημέρου και σε είκοσι έξι (26) επί εξαημέρου, αν ο μισθωτός δεν έχει συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή έχει προϋπηρεσία μικρότερη των 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.
· σε είκοσι πέντε (25) ημέρες επί πενθημέρου και σε τριάντα (30) επί εξαημέρου, αν ο μισθωτός έχει συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.
· σε είκοσι έξι (26) ημέρες επί πενθημέρου και σε τριάντα (31) επί εξαημέρου, μετά τη συμπλήρωση από το μισθωτό 25 ετών υπηρεσίας στον ίδιο ή σε οποιοδήποτε εργοδότη.
Άδεια 3ου & πλέον ημερολογιακών ετών
|
Προϋπηρεσία
| Ημέρες αδείας
|
Πενθήμερο
| Εξαήμερο
|
< των 12 ετών. Μη συμπληρωμένα 2 εργασιακά έτη
| 21
| 25
|
<10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή < των12 ετών ανεξαρτήτως εργοδότη . Συμπληρωμένα 2 εργασιακά έτη
| 22
| 26
|
> των 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή > των 12 ετών ανεξαρτήτως εργοδότη & < των 25 ετών
| 25
| 30
|
> των 25 ετών
| 26
| 31
|
Επιπρόσθετα, δικαιούται στο ακέραιο το ποσό του επιδόματος άδειας (1/2 μισθό ή 13 ημερομίσθια) είτε η σχέση εργασίας του διαρκέσει καθ’ όλο το έτος είτε διακοπεί.
Παράδειγμα 1οΟ μισθωτός Παπαδόπουλος εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως , προσλήφθηκε την 10η Απριλίου 2023 και αμείβεται καθ’ όλο το έτος 2025 που λογίζεται ως 3ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης , με μηνιαίο μισθό ύψους 1.250,00 ευρώ.
Α1. Ο έμμισθος Παπαδόπουλος διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < των 12 ετών ή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη < των 10 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας εργαζόμενου κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025), ανέρχεται εν προκειμένω σε 22 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (22/25) x 1,2 x 1.250,00 = 1.320,00 € .
Α2. Ο έμμισθος Παπαδόπουλος διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών ή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη > των 10 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας του εργαζόμενου κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025), ανέρχεται εν προκειμένω σε 25 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (25/25) x 1,2 x 1.250,00 = 1.500,00 €.
Α3. Ο έμμισθος Παπαδόπουλος διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος με συνολική προϋπηρεσία > 25 ετώνΤο σύνολο των ημερών αδείας εργαζόμενου κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025) με συνολική προϋπηρεσία μεγαλύτερη των 25 ετών , ανέρχεται εν προκειμένω σε 26 εργάσιμες ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με (26/25) x 1,2 x 1.250,00 = 1.560,00 €.
Β. Επίδομα αδείας Παπαδόπουλου.Ο ανωτέρω μισθωτός, δικαιούται σε κάθε περίπτωση επίδομα άδειας το έτος 2025 , ίσο με το 1/2 του μηνιαίου μισθού του ήτοι 625,00 €.
Παράδειγμα 2οΟ ημερομίσθιος Αγγέλου εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως προσλήφθηκε την 20η Αυγούστου 2023 και αμείβεται καθ’ όλο το έτος 2025, που λογίζεται ως 3ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης , με μικτό ημερομίσθιο 46,00 ευρώ,
Α1. Ο ημερομίσθιος Αγγέλου διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος (με προϋπηρεσία < των 12 ετών ή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη < των 10 ετών)Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025) , είναι ίσο με 22 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 22 x 1,2 x 46,00 = 1.214,40 € .
Α2. Ο ημερομίσθιος Αγγέλου διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 12 ετών ή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη >των 10 ετών & < 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025), είναι ίσο με 25 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 25 x 1,2 x 46,00 = 1.380,00 € .
Α3. Ο ημερομίσθιος Αγγέλου διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος με προϋπηρεσία > 25 ετών Το σύνολο των ημερών αδείας κατά το 3ο ημερολογιακό έτος (2025), είναι ίσο με 26 ημέρες.
Το σύνολο των αποδοχών αδείας είναι ίσο με 26 x 1,2 x 46,00 = 1.435,20 € .
Β. Επίδομα αδείας ΑγγέλουΟ ανωτέρω μισθωτός, δικαιούται σε κάθε περίπτωση επίδομα άδειας το έτος 2025 ίσο με το 13 ημερομίσθια του ήτοι 13 x 46,00 =598,00 €.
2. Το Χρονικό όριο εξάντλησης της ετήσιας άδειας Με τη διάταξη του
άρθρου 61 του Ν.4808/19.6.2021 , προβλέπεται ότι το υπόλοιπο της ετήσιας άδειας αναψυχής του μισθωτού που δεν έχει χορηγηθεί εντός του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους, πρέπει να εξαντληθεί το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους. Στο πλαίσιο αυτό τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945 , ως προς την υποχρέωση σε παροχή άδειας από τον εργοδότη στον μισθωτό μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη κι αν δεν ζητηθεί από τον εργαζόμενο και προστέθηκε τέταρτο εδάφιο που προβλέπει πλέον τη δυνατότητα εξάντλησης της δικαιούμενης ετήσιας άδειας εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, τάσσεται επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής , η 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους ( αντί της τελευταίας ημέρας του ημερολογιακού έτους που όριζαν οι προϊσχύουσες ρυθμίσεις) , ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης.
Η παρ. 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945 , όπως ισχύει μετά την τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 61 του Ν. 4808/19.6.2021, έχει ως εξής:
«1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού. Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.».
3. Αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας3.1. Αποδοχές αδείας Σύμφωνα με το
άρθρο 3 του ΑΝ 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας του ο μισθωτός δικαιούται τις «συνήθεις αποδοχές» τις οποίες θα έπαιρνε αν απασχολείτο στην υποκείμενη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο (Άρειος Πάγος 427/1993), δηλαδή αυτών που του καταβάλλονται συνεχώς, σταθερά και μόνιμα.
Στην έννοια των ως άνω αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές, όπως π.χ. το αντίτιμο της τροφής, επιδόματα κ.λπ. Στις αποδοχές αδείας μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακές, εορτές και νύκτα (Άρειος Πάγος 273/1993, 540/1985, 1318/1984, Εφ. Αθηνών 16/1983 κ.λπ.), η αμοιβή για υπερεργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά (Άρειος Πάγος 588/1993, Εφετείο Θεσσαλονίκης 1038/1993, Εφετείο Αθηνών 371/1985 κ.λπ.), η αμοιβή για νόμιμη τακτική υπερωριακή απασχόληση που θα λάμβανε ο μισθωτός κατά το διάστημα της άδειας του αν εργαζόταν (Άρειος Πάγος 911/1986, Εφετείο Θεσσαλονίκης 1038/1993 κ.λπ.). Αντίθετα δεν περιλαμβάνεται η αναλογία των επιδομάτων εορτών, γιατί οι αποδοχές αδείας σχετίζονται με τις αποδοχές του διαστήματος της αδείας και όχι αορίστως με τις τακτικές αποδοχές (Εφετείο Αθηνών 371/1985), καθώς και η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία. Κατά τον ίδιο παραπάνω τρόπο υπολογίζεται και το επίδομα αδείας (Έγγραφα Υπ. Εργασίας 1339/1997
και 1360/14.5.1998).
Με βάση τα ανωτέρω, η ερμηνεία του όρου «συνήθεις αποδοχές» σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στην ερμηνεία ότι οι αποδοχές αδείας ισούνται με τις αποδοχές ενός μισθού (για εργαζόμενους που διανύουν από το τρίτο έως και το δέκατο μη συμπληρωμένο ημερολογιακό έτος στον ίδιο εργοδότη ή το δωδέκατο μη συμπληρωμένο ανεξαρτήτως εργοδότη), αντίθετα η πρόθεση του νομοθέτη με την αναφορά στον όρο αυτό, σκοπό είχε να συμπεριλάβει στις αποδοχές αδείας τις πρόσθετες συμπληρωματικές τακτικές παροχές (Κυριακών, νυχτερινών κ.λπ.).
Επιπρόσθετα, τα δικαστήρια (Άρειος Πάγος 96/1977, 89/1972, Εφετείο Αθηνών 6723/77) έχουν δεχθεί ότι ο μισθός αποτελείται από 25 ημερομίσθια, γιατί αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες του μήνα, οι οποίες κατά μέσο όρο είναι 25 (Γνωμ. Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 739/1962). Όμως όσον αφορά τις αποδοχές αδείας δεν ισχύει κάτι ανάλογο, με δεδομένο ότι οι ημέρες άδειας που αποτελούν τη βάση υπολογισμού των αποδοχών αδείας διαφοροποιούνται ανάλογα με το ημερολογιακό έτος απασχόλησης των μισθωτών καθώς και ανάλογα με το χρόνο προϋπηρεσίας τους κατά τα οριζόμενα στον Α.Ν 539/1945 , στο άρθρο 1, του Ν. 3302/2004, στο άρθρο 6, της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 23.5.2000 και το άρθρο 3, ΕΓΣΣΕ 2008-2009.
Η αξίωση λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, καθώς και της προσαυξήσεως 100% (επί αρνήσεως χορηγήσεως της αδείας) υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδάφιο 17 του Αστικού Κώδικα.
3.2. Χρόνος καταβολής των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας στους μισθωτούς Σύμφωνα με το
άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, την Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας 3321/1.3.2005 και το άρθρο 61 του Ν.4808/2021, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Μαρτίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας κατά το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας (Άρειος Πάγος 1549/2011, 97/2009) που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής. Συνεπώς δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας του επί λύσης της σχέσης εργασίας εργαζόμενου, αποτελεί ο χρόνος λύσης αυτής και όχι η 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Η αξίωση λήψης των αποδοχών και του επιδόματος άδειας, καθώς και της προσαύξησης 100% επί άρνησης χορήγησης της άδειας υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδάφιο 17 του Α.Κ.
Κατά τα οριζόμενα στο
άρθρο 3 παρ. 8 του A.N. 539/1945, καθώς και τις ρυθμίσεις της παρ. 3, του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4547/1966 «Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας». Κατά συνέπεια, οι αποδοχές και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας. Για την καταβολή του επιδόματος αδείας δεν καθορίζεται από την κείμενη νομοθεσία ορισμένο χρονικό σημείο εντός του έτους. Ειδικότερα το επίδομα αδείας καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας κατά τον χρόνο έναρξης της αδείας , ολόκληρης η κάθε τμήματος αυτής στην περίπτωση που η άδεια χορηγείται κατατετμημένη σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν. 3846/2010 και την περίπτωση 3, της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, καθώς και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπ’ αριθμ’ 26352/839/28.11.2012 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας στην περίπτωση λύσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της εργασιακής σχέσης, αποτελεί ο χρόνος λύσης αυτής και όχι το τέλος του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου διακόπτεται η εργασιακή σχέση (Άρειος Πάγος 97/2009).
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 61 του Ν. 4808/19.6.2021 , τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, ως προς την υποχρέωση σε παροχή άδειας από τον εργοδότη στον μισθωτό μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη κι αν δεν ζητηθεί από τον εργαζόμενο και προστέθηκε τέταρτο εδάφιο σχετικά με την εξάντληση της δικαιούμενης ετήσιας άδειας εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους. Κατά συνέπεια με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται ότι το υπόλοιπο της ετήσιας άδειας αναψυχής του μισθωτού που δεν έχει χορηγηθεί εντός του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους, πρέπει να εξαντληθεί το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους.
Συνεπώς χρόνος καταβολής του επιδόματος αδείας (μαζί με τις αποδοχές της αδείας) είναι το χρονικό σημείο χορηγήσεως της αδείας ολόκληρης ή τμήματος αυτής. Πιο συγκεκριμένα, το επίδομα αδείας, όπως και οι αποδοχές αδείας, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται σε συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας, κατά την έναρξη της κανονικής του άδειας.
Από τη διασταλτική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η άδεια χορηγείται κατά τμήματα, τόσο κατά το πρώτο όσο και κατά το δεύτερο ημερολογιακά έτη απασχόλησης του μισθωτού, πρέπει κατά την έναρξη κάθε τμήματος αδείας, η επιχείρηση να χορηγεί και ανάλογο προς τον αριθμό των χορηγουμένων ημερών τμήμα των αποδοχών αδείας, καθώς επίσης και ανάλογο τμήμα του επιδόματος αδείας με τον περιορισμό ότι το ανώτατο ποσό χορήγησης του επιδόματος αδείας ανέρχεται στο μισό (½) των μηνιαίων αποδοχών ή των 13 ημερομισθίων προκειμένου για υπαλλήλους και εργάτες αντίστοιχα.
Αλλά και κατά το τρίτο και τα μεταγενέστερα αυτού έτη εργασίας του μισθωτού, όπου καθίσταται δυνατή η κατάτμηση της αδείας κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. 3 της Υποπαραγράφου IA.14 του άρθρου πρώτου του N. 4093/2012 , του
άρθρου 6 του Ν. 3846/2010, καθώς και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπ’ αριθμ.
26352/839/28.11.2012 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, η επιχείρηση οφείλει να χορηγεί ανάλογο προς τον αριθμό των χορηγουμένων ημερών τμήμα των αποδοχών αδείας, καθώς και ανάλογο τμήμα του επιδόματος αδείας με τον περιορισμό του μισού (½) μισθού ή των 13 ημερομισθίων .
Στην περίπτωση που υποβληθεί η ΑΠΔ με συμπληρωμένο τον τύπο αποδοχών 05 - Επίδοµα Αδείας , οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στις αποδοχές της μισθολογικής περιόδου του επιδόματος αδείας, για να είναι εμπρόθεσμες, θα πρέπει να καταβληθούν εντός του επόμενου μήνα από αυτόν που δόθηκε το επίδομα και το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε στην ΑΠΔ.
Συμπερασματικά , για τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, τάσσεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, και το άρθρο 61 του Ν. 4808/2021 , επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής το αργότερο η 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους ή σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ο χρόνος λύσης, για την χορήγηση της άδειας και το επίδομα αδείας, η οποία και θεωρείται ως δήλη ημέρα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες.
Οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της άδειάς του, δεν συμψηφίζονται δε με ανώτερες των νόμιμων καταβαλλόμενες αποδοχές (Εφετείο Αθηνών 8662/1996).
Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την ημέρα ενάρξεως της αδείας ή κατά τη λύση της εργασιακής σχέσεως, κατά κάθε περίπτωση δε μέχρι της 31ης Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Στην περίπτωση τμηματικής λήψης της άδειας κατά το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού, σύμφωνα με το Ν. 3144/2003, προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος των αποδοχών και του επιδόματος άδειας.
Εξάλλου ,κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια αδείας απασχόληση μισθωτού με έμμισθη εργασία. Στον μισθωτό που ο ίδιος κατά τη διάρκεια της άδειας του απασχολείται σε μια τέτοια εργασία , ο νέος εργοδότης δικαιούται να μην καταβάλει αμοιβή.
3.3. Αποδοχές μη ληφθείσας άδειας και ασφαλιστικές εισφορέςΟι ημέρες για τις οποίες καταβάλλονται αποδοχές στους μισθωτούς λόγω λήψης κανονικής αδείας, όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί , θεωρούνται ως χρόνος ασφάλισης λόγω της μη διακοπής της εργασιακής σχέσης. Συνεπώς , στην περίπτωση μη χορήγησης της άδειας στο δικαιούχο μισθωτό από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λπ.), επί ενεργού εργασιακής σχέσης και παρέλευσης της δήλης ημέρας χορήγησης της (της 31ης Μαρτίου του επόμενου έτους), οι αποδοχές μη ληφθείσας άδειας υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές. Άρα οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας που καταβάλλονται σε εργαζόμενο (του οποίου η εργασιακή σχέση είναι σε ισχύ) , ενώ έχει απολεσθεί το δικαίωμα λήψης ημερών άδειας , υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές τέως ΙΚΑ – ΕΦΚΑ.
Αντίθετα δεν θεωρείται χρόνος ασφάλισης σε περίπτωση απόλυσης ή οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, η αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, η οποία δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές και τούτο διότι η χορηγούμενη αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν αφορά εν προκειμένω, ενεργό χρόνο υπηρεσίας.
Επίσης η εκ μέρους του εργοδότη μη χορήγηση στους εργαζομένους του συνόλου ή μέρους της δικαιούμενης αδείας λόγω αντικειμενικής αδυναμίας χορήγησής της, όπως για παράδειγμα λόγω μακροχρόνιας ασθένειας, ειδικών αδειών που οφείλονται σε εγκυμοσύνη, μητρότητα, άδειας άνευ αποδοχών, στράτευσης κ.λπ. και μετατροπής της σε χρηματική αξίωση, δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές με το αιτιολογικό ότι δεν αφορά ενεργό χρόνο υπηρεσίας τους.
3.4. Αποδοχές άδειας που αντιστοιχούν για τις Κυριακές και την αργίες που συμπεριλαμβάνονται στις ημέρες άδειας και συμπίπτουν με εργάσιμη ημέραΣύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας του ο μισθωτός δικαιούται τις «συνήθεις αποδοχές» τις οποίες θα έπαιρνε αν απασχολείτο στην υποκείμενη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο (βλ. και ΑΠ 427/1993), δηλαδή αυτών που του καταβάλλονται συνεχώς, σταθερά και μόνιμα.
Στην έννοια των ως άνω αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές, όπως π.χ. το αντίτιμο της τροφής, επιδόματα κ.λπ. Στις αποδοχές αδείας μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακές
, εορτές και νύκτα (ΑΠ 273/93, ΑΠ 540/85, ΑΠ 1318/84, Εφ. Αθηνών 16/83 κ.λπ.).
Οι Κυριακές και αργίες για τις επιχειρήσεις του άρθρου 7 του Β.Δ. 748/1966 ( όπου εντάσσονται για παράδειγμα τα επισιτιστικά καταστήματα, τα ξενοδοχεία , οι κλινικές , τα πρατήρια υγρών καυσίμων κλπ) θεωρούνται κανονικές εργάσιμες ημέρες , οπότε και μπορεί να χορηγηθεί άδεια σε ημέρα Κυριακής και αργίας. Με βάση τα ανωτέρω, για την Κυριακή και την ημέρα αργίας που συμπίπτουν με εργάσιμη ημέρα και κατόπιν τούτου συμπεριλαμβάνονται στις ημέρες άδειας , θα καταβληθούν στον εργαζόμενο ως αποδοχές αδείας για κάθε μια από τις ημέρες αυτές , τα ωρομίσθια που θα πραγματοποιούσε αν εργαζόταν προσαυξημένα κατά 75% του νόμιμου μισθού τους .
4. Χρόνος χορήγησης της άδειας 4.1. Νομοθετικό πλαίσιοΕξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ, και μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 61 του Ν. 4808/2021,
όλες οι σχετικές προστατευτικές διατάξεις που αφορούν στην χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων και ειδικότερα συνεχίζουν να είναι σε ισχύ οι κατωτέρω διατάξεις:
4.1.1. Ο χρόνος κατά τον οποίο χορηγείται η άδεια διακανονίζεται μεταξύ των μισθωτών και των εργοδοτών. Το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς που απασχολούνται σε μία επιχείρηση πρέπει να λαμβάνουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από 1/5 έως 30/9 εκάστου έτους. Συνεχίζει να απαιτείται συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για την χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας. Υπογραμμίζεται ότι πριν από τη χορήγηση της άδειας, ο εργαζόμενος οφείλει να υποβάλει εγγράφως στη διεύθυνση προσωπικού ή σε εξουσιοδοτημένο από τον εργοδότη πρόσωπο, σχετική αίτηση (χορήγησης άδειας) στην οποία θα αναφέρει το χρονικό διάστημα διάρκειας της και τις εργάσιμες ημέρες άδειας που αιτείται . Ο εργοδότης εγκρίνει ή απορρίπτει κινούμενος στα όρια που τίθενται εν προκειμένω από τον ΑΝ 539/1945. Επισημαίνεται ότι η σχετική αυτή αίτηση, καθώς και το εγκριτικό της αίτησης αποτελεί αποδεικτικό χορήγησης της άδειας , ειδικά μετά τη θέση σε ισχύ της περ.2, της υποπαραγράφου ΙΑ5 του άρθρου 1ου του Ν. 4254/2014, δεν προκύπτει υποχρέωση υπογραφής του Βιβλίου Αδειών από τον εργαζόμενο.
4.1.2. Η άδεια πρέπει να χορηγείται το αργότερο εντός διμήνου από την υποβολή σχετικού αιτήματος, το οποίο ωστόσο δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την λήψη της κανονικής άδειας από τον εργαζόμενο.
Ειδικότερα, η προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω A.N. 539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/66, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψης αυτής (Άρειος Πάγος 1174/2014 , 1683/2012).
4.1.3. Κατά τα δυο (2) πρώτα ημερολογιακά έτη εργασίας είναι δυνατή η χορήγηση της άδειας τμηματικά και κατ’ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του μισθωτού (άρθρο 6 Ν. 3144/2003 & άρθρο 1 Ν. 3302/2004).
4.1.4. Απόκλιση από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 επιτρέπεται μόνο εφόσον οι εφαρμοζόμενες άλλης πηγής διατάξεις είναι ευμενέστερες προς τον εργαζόμενο (Άρειος Πάγος 227/2019).
4.1.5. Η άδεια πρέπει όχι μόνο να χορηγείται, αλλά και να εξαντλείται ο αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους.
4.1.6. Δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας, που δεν χορηγήθηκαν, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρως την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να προβεί στη χορήγηση παραπάνω ημερών αδείας και στο συμψηφισμό αυτών (Άρειος Πάγος 1180/2017).
4.2 Άδεια κατά το χρόνο προειδοποίησης επί καταγγελίας μισθωτού με προμήνυσηΣύμφωνα με το
άρθρο 4 παρ.1 του Α.Ν. 539/1945 , η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, κατά συνέπεια δεν δύναται ο εργοδότης μονομερώς να επιβάλει στον εργαζόμενο να λάβει την άδεια του ακόμη και στην περίπτωση που έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του με προειδοποίηση και διανύει ο εργαζόμενος το χρόνο της προμήνυσης (προειδοποίησης).
5. Κατάτμηση της άδειας 5.1. Κατάτμηση της άδειας χωρίς έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς την επιχείρησηΚατά τα 2 πρώτα ημερολογιακά έτη εργασίας ενός μισθωτού , επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας χωρίς γραπτή αίτηση του μισθωτού με δεδομένο ότι κατά τα δύο αυτά ημερολογιακά έτη , η άδεια χορηγείται τμηματικά και κατ’ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του μισθωτού (άρθρο 6 Ν. 3144/2003 & άρθρο 1 Ν. 3302/2004).
Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που ένας εργαζόμενος διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος απασχόλησης και δεν έχει υποβάλλει έγγραφη αίτηση για κατάτμηση της άδειας του , παρέχεται στον εργοδότη η δυνατότητα κατάτμησης του χρόνου αδείας του εργαζόμενου σε δυο περιόδους εντός του αυτού ημερολογιακού έτους εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
(άρθρο 8 Ν. 549/1977). Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. Στην περίπτωση αυτή η χορήγηση των δυο περιόδων της άδειας συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου χωρίς πλέον να απαιτείται προς τούτο έγκριση της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Ν. 4093/2012 και της ερμηνευτικής Εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας 26352/839/28.11.2012).
5.2.Κατάτμηση της άδειας με έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου Δίνεται η δυνατότητα κατάτμησης της άδειας σε περισσότερες των 2 περιόδων μόνον μετά από γραπτή αίτηση των εργαζομένων προς τον εργοδότη τους με καθορισμό του 10ημέρου ή 12ημέρου από τον εργαζόμενο (άρθρο 6 Ν.3846/2010). Στο πλαίσιο αυτό υφίσταται ένα σταθερό τμήμα αδείας 10 ή 12 ημερών επί πενθήμερης & εξαήμερης εργασίας αντίστοιχα ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών , εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο, το οποίο λαμβάνεται υποχρεωτικώς και αυτούσιο από τον εργαζόμενο, χωρίς αυτό το σταθερό τμήμα της άδειας να ορίζεται κατ’ ανάγκην ως η πρώτη άδεια του μισθωτού. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται από τον εργαζόμενο προς τον εργοδότη, χωρίς τη μεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί, στο πλαίσιο της κατάτμησης της άδειας σε περισσότερες των 2 περιόδων, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας εργαζόμενου ( επί πενθήμερης ή εξαήμερης εργασίας αντίστοιχα), σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους (ή και εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους), εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας (Εγκύκλιος ΥΕΚΑ 26352/839/28.11.2012). Επεξηγηματικά αναφέρεται ότι σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτακτο-εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους, δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας, επί πενθημέρου ή εξαημέρου αντίστοιχα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια (και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους), και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας. Η συγκεκριμένη απόφαση του εργοδότη για τη χορήγηση του τμήματος αδείας των δυο (2) εργάσιμων εβδομάδων, καθώς και η αίτηση του εργαζομένου για κατάτμηση αδείας δεν απαιτούν έγκριση από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά διατηρούνται επί πέντε (5) έτη στην επιχείρηση και είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας. Η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης προϋποθέτει: α) την ύπαρξη επιχειρήσεων που απασχολούν τόσο τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου όσο και έκτακτο-εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους και β) την έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη για κατάτμηση της άδειας σε περισσότερα των δυο τμημάτων. Κατά συνέπεια , εφόσον πληρούνται οι δυο ως άνω προϋποθέσεις , η εν λόγω διάταξη δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη , με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας, επί πενθημέρου ή εξαημέρου αντίστοιχα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας. Ευνόητο είναι ότι σε κάθε περίπτωση τα ανωτέρω υπάγονται σε όλες τις σχετικές ρυθμίσεις της νομοθεσίας για την άδεια (απαντητικό Έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας στο ερώτημα με αρ. πρωτ. 31705/27.12.2012). H αίτηση του εργαζόμενου για κατάτμηση της αδείας θα πρέπει να είναι ελέγξιμη από τους Επιθεωρητές Εργασίας, διατηρούμενη επί πενταετία, στην επιχείρηση, για τον σκοπό αυτό. Σε περίπτωση που η αίτηση του εργαζόμενου, καθώς και η έγκριση του εργοδότη λαμβάνουν χώρα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, θα πρέπει η σχετική αλληλογραφία, με την ημερομηνία πραγματοποίησής της, να εκτυπώνεται, σε περίπτωση ελέγχου, από τα αρμόδια όργανα του ΣΕΠΕ , ούτως ώστε με τον τρόπο αυτό να πληρούται ο σκοπός της σχετικής νομοθετικής διάταξης (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 37506/730/3.11.2014).
5.3. Παραβίαση διατάξεων για την κατάτμηση του χρόνου της άδειας Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων για την κατάτμηση του χρόνου της άδειας επιβάλλεται πρόστιμο 600,00 € ανά θιγόμενο εργαζόμενο.
6. Λύση εργασιακής σχέσης και άδειαΑν λυθεί η σχέση μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο, προτού ο εργαζόμενος λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο, προτού ο εργαζόμενος λάβει την οφειλόμενη σ’ αυτόν άδεια ή τις αποδοχές άδειας, χορηγείται από τον εργοδότη και επίδομα άδειας ίσο με της αποδοχές της άδειας, με τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τα δέκα τρία (13) ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ή το μισό (1/2) μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό.
Οι αποδοχές άδειας μαζί με το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της άδειάς του. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο εργαζόμενος, εφόσον κατά το χρόνο έναρξης της κανονικής του άδειας, κατά το υπό εξέταση ημερολογιακό έτος, είχε λάβει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειάς του με τη δήλωση παραίτησής του από την εργασία του, δεν δικαιούται άλλες αποδοχές άδειας και επιδόματος άδειας.
Σε περίπτωση, λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού (όπως ιδίως, καταγγελία σύμβασης ή οικειοθελή αποχώρηση) με οποιονδήποτε τρόπο πριν χορηγηθεί το σύνολο της αδείας, εκτός της συμπλήρωσης των σχετικών στηλών του εντύπου Ε11, θα πρέπει να αναγράφεται στη στήλη των παρατηρήσεων, ο λόγος της μη χορήγησης του συνόλου της δικαιούμενης άδειας (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης Πρόνοιας 3631/87/27.1.2015).
7. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου και άδειαΟι διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές. Άρα οι Εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια. Πιο συγκεκριμένα, με το Προεδρικό Διάταγμα 81/2003, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 180/2004 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 του Ν. 3986/2011 προβλέπονται προστατευτικές διατάξεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα όσον αφορά στους όρους εργασίας το
άρθρο 4 του ΠΔ81/2003, ορίζει ότι δεν επιτρέπεται οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκ του λόγου και μόνο ότι η σύμβαση ή σχέση εργασίας τους είναι ορισμένου χρόνου.· Στην Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας 3392/2005 ορίζονται τα εξής: «Με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του Ν. 1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 13 τον Ν. 3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού. Ειδικότερα, με τη νέα παράγραφο 1α στον Α.Ν. 539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Κατά συνέπεια και επί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να χορηγείται η ετήσια κανονική άδεια υπολογιζόμενη κατ’ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του εργαζόμενου. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η μη χορήγηση της κανονικής άδειας στους εργαζόμενους με σύμβαση ορισμένου χρόνου , συνιστά παράβαση , σύμφωνα με την Υ.Α. 80016 (ΦΕΚ Β΄ 4629/1.9.2022) που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του Ν. 3996/2.8.2011.
Σε περίπτωση που η συναφθείσα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συμπίπτει κατά το χρονικό της μέρος σε δύο (2) ημερολογιακά έτη (π.χ. πρόσληψη μισθωτού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου την 1.10.2024, με ημερομηνία λήξης της σύμβασης την 30.6.2025 και καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας), τότε ο εν λόγω μισθωτός με συνολική προϋπηρεσία μικρότερη των 12 ετών, δικαιούται αναλογία ημερών αδείας κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος απασχόλησής του το έτος 2024 ίση με 20/12 x 3 μήνες, δηλαδή πέντε (5) ημέρες άδεια με τις ανάλογες αποδοχές αδείας των πέντε ημερών της πενθήμερης εργασίας που ανάγονται σε έξι (6) ημέρες σε καθεστώς εξαήμερης εργασίας (6/25 του μηνιαίου του μισθού), καθώς επίσης και 6/25 του μηνιαίου του μισθού επίδομα άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος το έτος 2025 και για τους έξι (6) μήνες απασχόλησης (από 1.1 έως 30.6.2025) δικαιούται δέκα ημερών αδείας (20/12 x 6 μήνες) που ανάγονται στην εξαήμερη απασχόληση στα 12/25 του μηνιαίου μισθού του εν λόγω εργαζόμενου, καθώς επίσης και επιδόματος αδείας που κυμαίνεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό των αποδοχών αδείας.
Κατά συνέπεια το διάστημα της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια που εμπίπτει σε 2 ημερολογιακά έτη από την ημερομηνία πρόσληψης έως την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους λογίζεται εν προκειμένω ως 1ο ημερολογιακό έτος.
Το διάστημα της σύμβασης από την 1η Ιανουαρίου του επομένου από την πρόσληψη έτους έως την ημέρα λήξης της σύμβασης λογίζεται ως 2ο ημερολογιακό έτος.
8. Αποδοχές άδειας και επίδομα αδείας μερικώς και εκ περιτροπής απασχολούμενων Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του Α.Ν. 539/1945, κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσης του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.).
Ειδικότερα, ως αποδοχές άδειας οι μερικώς και οι εκ περιτροπής απασχολούμενοι, δικαιούνται τις ανάλογες προς το χρόνο απασχόλησής τους αποδοχές που θα ελάμβαναν αν κατά τον αντίστοιχο χρόνο εργάζονταν για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ΑΝ.539/1945 , όπως ισχύει.
Οι μερικώς απασχολούμενοι δικαιούνται επιδόματος άδειας το οποίο υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο με αυτόν που υπολογίζονται οι αποδοχές άδειας, με τον περιορισμό όμως ότι το επίδομα άδειας δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό μισθό ή τα δεκατρία (13) ημερομίσθια.
Στην Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας 1219/ 8.2.1983 ορίζονται τα εξής
: «… Οι μισθωτοί που δικαιούνται κανονική άδεια δικαιούνται και επίδομα αδείας το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές αδείας αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει το μισό μηνιαίο μισθό ή τα δεκατρία (13) ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με άλλο τρόπο (πλην του μηνιαίου μισθού). (Σχετικά
άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ της 26.1.1977, που κυρώθηκε με το άρθρο 8, του Ν.549/1977). Επί παραδείγματι , o αμειβόμενος με ημερομίσθιο που εργάζεται τρεις (3) φορές την εβδομάδα και έχει πραγματοποιήσει μέχρι την παραμονή της λήψης της άδειας 145 ημερομίσθια και έχει 12 μήνες σχέσης εργασίας δικαιούται άδεια (145/300)x 24 = 11,6 = 12 εργάσιμες ημέρες και άλλα τόσα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας. Υπάρχει η άποψη ότι ως επίδομα αδείας θα πρέπει να καταβληθεί στον εργατοτεχνίτη μισός μηνιαίος μισθός δηλαδή 6 ημερομίσθια γιατί αμείβεται με μηνιαίο μισθό. Η άποψη αυτή νομίζουμε ότι δεν είναι σωστή για τους εξής λόγους: Πρώτον γιατί οι διατάξεις που αναφέρονται στο επίδομα αδείας (παρ.16 του άρθρου 3 του Ν.4504/1966 και το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ της 26.1.1977 που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 549/1977) όταν καθορίζουν τον αριθμό των ημερών του επιδόματος της αδείας αναφέρονται στους μισθωτούς που έχουν πλήρη απασχόληση (25/25 για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και 26 ή 27 ημερομίσθια, ανάλογα για τους εργατοτεχνίτες). Επομένως , όταν αναφέρεται ότι το επίδομα δεν μπορεί να υπερβαίνει το μισό μηνιαίο μισθό νοείται ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στα 12,5 ημερομίσθια και φυσικά στην περίπτωση εργατοτεχνίτη στο παράδειγμα μας, το επίδομα που δικαιούται (12 ημερομίσθια) δεν υπερβαίνει τα 12,5 ημερομίσθια ή τα δεκατρία (13). Δεύτερον , γιατί δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν ένας μισθωτός αμείβεται με μηνιαίο μισθό ή με ημερομίσθιο, προκειμένου να υπολογίσουμε τον αριθμό των ημερών της άδειας και του επιδόματος της άδειας και τούτο γιατί οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν για τους μισθωτούς που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις, ίδιο αριθμό ημερών αδείας και επιδόματος αδείας , τόσο για εκείνους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, όσο και για εκείνους που αμείβονται με ημερομίσθιο. Το μισό ημερομίσθιο διαφορά που υπάρχει μόνο στο ύψος του επιδόματος της άδειας (12,5 και 13 ημερομίσθια αντίστοιχα) οφείλεται στο γεγονός ότι ο αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό, παίρνει αποδοχές ίσες προς είκοσι πέντε (25) ημερομίσθια και ο μισός μηνιαίος μισθός είναι πάντα 12,5 ημερομίσθια, ενώ ο μισθωτός που αμείβεται με ημερομίσθιο μπορεί μέσα σε ένα μήνα να πραγματοποιήσει 26 ή και 27 ημερομίσθια, γι’ αυτό ο νομοθέτης θέλοντας να είναι δίκαιος καθόρισε το ανώτατο όριο επιδόματος τα 13 ημερομίσθια. Επομένως δυο (2) μισθωτοί , από τους οποίους ο ένας αμείβεται με μηνιαίο μισθό και ο άλλος με ημερομίσθιο και που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις , παίρνουν τον ίδιο αριθμό ημερών κανονικής αδείας και ίδιες αποδοχές για επίδομα αδείας. Παράδειγμα ένας μισθωτός που αμείβεται με μηνιαίο μισθό και ένας μισθωτός που αμείβεται με ημερομίσθιο και που οι δυο εργάζονται τρεις (3) φορές την εβδομάδα και έχουν δωδεκάμηνη σχέση εργασίας με τον εργοδότη τους και έχουν πραγματοποιήσει και οι δυο (2) μέχρι την έναρξη της άδειας τους 145 ημερομίσθια και οι δυο στην περίπτωση αυτή δικαιούνται κανονική άδεια ίση προς 12 εργάσιμες ημέρες και για επίδομα αδείας 12 ημερομίσθια. Αν ακολουθήσουμε, όμως την άποψη, ότι ο αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό πρέπει να πάρει μισό μηνιαίο μισθό ως επίδομα αδείας, θα πάρει έξι (6) ημερομίσθια ενώ ο αμειβόμενος με ημερομίσθιο δώδεκα (12) ημερομίσθια, καταλήγουμε έτσι σε άδικη και άνιση μεταχείριση, ενώ όπως προαναφέραμε πρόθεση του νομοθέτη είναι η ίση μεταχείριση».
Παράδειγμα 1ο Μισθωτός προσελήφθη την 1.3.2025 με μερική απασχόληση (4ωρη ημερήσια απασχόληση επί πενθήμερο εβδομαδιαία) χωρίς προϋπηρεσία. Ο μικτός μηνιαίος μισθός σε συνθήκες μερικής απασχόλησης ,ανέρχεται σε 600,00 € (ο συγκρίσιμος εργαζόμενος αμείβεται με μηνιαίο μισθό 1.200,00 €) και η σύμβαση εργασίας του, παραμένει ενεργός μέχρι 31 Αυγούστου 2025. Ημέρες Άδειας 2025 = ;
Αποδοχές αδείας 2025 = ;
Επίδομα αδείας 2025 = ;
Ο συγκρίσιμος εργαζόμενος ( ο πλήρως απασχολούμενος) αμείβεται με μηνιαίο μισθό 1.200,00 €.
Ωρομίσθιο = 1.200,00 x 0,006 = 7,20 €.
Ημερομίσθιο 4ώρου = 7,20 x 4 ώρες= 28,80 €.
Μήνες απασχόλησης = 6 μήνες ( 1/3/2025 – 31/8/2025)
• Ημέρες αδείας 2025 = (20/12) x 6 μήνες = 10 ημέρες
• Αποδοχές αδείας 2025 = 10 ημέρες x 28,80 = 288,00 €.
• Επίδομα αδείας 2025 = 2 x [(Ημέρες εργασίας την εβδομάδα)/6 ] x μήνες απασχόλησης = [2x (5/6 )x 6 μήνες] x ημερομίσθιο = 10 ημερομίσθια = 10 x 28,80 = 288,00 €.
Παράδειγμα 2Μισθωτός που προσελήφθη την 1.2.2025 , απασχολείται με 6ωρη ημερήσια απασχόληση επί τριήμερο εβδομαδιαία. Ο μικτός μηνιαίος μισθός σε συνθήκες μερικής απασχόλησης, ανέρχεται σε 675,00 € (ο συγκρίσιμος εργαζόμενος αμείβεται με μηνιαίο μισθό 1.500,00 €) και η σχέση εργασίας του παραμένει ενεργός μέχρι την 15η Οκτωβρίου 2025.
Ημέρες Άδειας 2025 = ;
Αποδοχές αδείας 2025 = ;
Επίδομα αδείας 2025 = ;
Ο συγκρίσιμος εργαζόμενος ( ο πλήρως απασχολούμενος) αμείβεται με μηνιαίο μισθό 1.500,00 € .
Ωρομίσθιο = 1.500,00 x 0,006 = 9,00 €.
Ημερομίσθιο 6ώρου = 9,00 x 6 ώρες= 54,00 €.
Μήνες απασχόλησης = 8,5 μήνες ( 1/2/2025 – 15/10/2025).
• Ημέρες αδείας 2025 = (20/12) x 8,5 μήνες x (Ημέρες εργασίας εβδομαδιαία / 5) = (20/12) x 8,5 μήνες x (3 / 5) = 8,5 ημέρες που στρογγυλοποιούνται σε 9 ημέρες.
• Αποδοχές αδείας 2025 = 8,5 ημέρες x 54,00 = 459,00 €.
• Επίδομα αδείας 2025 = 2 x [(Ημέρες εργασίας την εβδομάδα)/6 ] x μήνες απασχόλησης = [2x (3/6) x 8,5 μήνες] x ημερομίσθιο = 8,5 ημερομίσθια =8,5 x 54,00 = 459,00 €.
Παράδειγμα 3ο Μισθωτός προσελήφθη την 1.6.2023, με 10ετή προϋπηρεσία ,με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εκ περιτροπής απασχόλησης (8ωρη ημερήσια απασχόληση επί διήμερο
εβδομαδιαία). Ο μικτός μηνιαίος μισθός σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης του συγκρίσιμου εργαζόμενου κατά το έτος 2025 (3ο ημερολογιακό έτος) ανέρχεται σε 1.250,00 € .
Ημέρες Άδειας 2025 (τρίτου ημερολογιακού έτους) = ;
Αποδοχές αδείας 2025 = ;
Επίδομα αδείας 2025 = ;
Ο συγκρίσιμος εργαζόμενος ( ο πλήρως απασχολούμενος) αμείβεται με μηνιαίο μισθό 1.250,00 €.
Ωρομίσθιο = 1.250,00 x 0,006 = 7,50 €.
Mικτές μηνιαίες αποδοχές εκ περιτροπής απασχολούμενου = «Εβδομαδιαίες ώρες» x 4,166 x «Ωρομίσθιο» = 16 ώρες x 4,166 x 7,50 = 500,00€.
Ημερομίσθιο 8 ωρών = 7,50 x 8 ώρες= 60,00 €.
• Ημέρες αδείας 2025 = 25* ημέρες x (2/5) = 10 ημέρες
• Αποδοχές αδείας 2025 = 10 x 60,00 = 600,00 € ή με άλλο τρόπο, Αποδοχές αδείας = 10 x (1,2/25) x 1.250,00 = 600,00 €
• Επίδομα αδείας 2025 = 2 x [(Ημέρες εργασίας την εβδομάδα)/6 ] x 12 μήνες απασχόλησης = 2 x [(2 ημέρες x 1,2)/6] x 12 μήνες = 9,6 ημερομίσθια =( 9,6 / 25) x 1.250,00 = 480,00 €.
* Ο πενθήμερος πλήρως απασχολούμενος με πάνω από 12 έτη προϋπηρεσία δικαιούται 25 ημέρες άδειας.
9. Ασθένεια και άδειαΣτην περίπτωση που μισθωτός ασθενήσει κατά τη διάρκεια της άδειάς του, η άδειά του παρατείνεται κατά τόσες ημέρες, όσες είναι οι εργάσιμες ημέρες του χρονικού διαστήματος που διαρκεί η ασθένειά του.
Για τον υπολογισμό του βασικού χρόνου απασχόλησης του εργαζόμενου , τα διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε ή απέχει από την απασχόληση του στην υπόχρεη επιχείρηση λόγω βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθενείας, στράτευσης , απεργίας , ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης ούτε συμψηφίζονται προς τις ημέρες αδείας τις οποίες αυτός δικαιούται ( παρ. 6 του άρθρου 2
του Α.Ν. 539/1945).
Η αποχή του μισθωτού από την εργασία του που οφείλεται σε βραχείας σχετικά διάρκειας ασθένεια , δεν θεωρείται ως λύση της εργασιακής σύμβασης εκ μέρους του. Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα (1) μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τεσσάρων (4) ετών, τρεις (3) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων(4) ετών, τέσσερις (4) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα (10) ετών και έξι (6) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα πέντε (15) ετών ( παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2112/1920, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930).
Υπηρεσία Μισθωτού
| Χρονικά όρια βραχείας ασθένειας
|
Εως 4 έτη
| 1 μήνας
|
+ 4 έτη έως 10 έτη
| 3μήνες
|
+10 έτη έως 15 έτη
| 4 μήνες
|
Περισσότερα από 15 έτη
| 6 μήνες
|
Επί απουσίας του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του πέρα από το νόμιμο όριο της βραχείας διαρκείας αυτής, δεν δικαιούται για το έτος που ασθένησε την ετήσια κανονική άδεια, καθόσον οι μέρες αδείας συμψηφίζονται εν προκειμένω με τις ημέρες υπέρβασης των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας.
Εφόσον ο εν λόγω εργαζόμενος έχει υπερβεί τα όρια βραχείας ασθενείας νομιμοποιείται η επιχείρηση εν προκειμένω να μη χορηγήσει τις ημέρες άδειας, οφείλει όμως να του καταβάλει αποζημίωση αδείας (χωρίς να καταλογισθούν εισφορές στο ποσό αυτό της αποζημίωσης αδείας) με τη λήξη του ημερολογιακού έτους.
Επισημαίνεται ότι το επίδομα αδείας θα του χορηγηθεί κανονικά και το ποσόν αυτό του επιδόματος αδείας υπόκειται κανονικά σε ασφαλιστικές εισφορές.
Ακόμη όμως και να μην έχει υπερβεί τα όρια βραχείας ασθενείας και στην περίπτωση αυτή, όπου εργαζόμενος ευρισκόμενος σε αναρρωτική άδεια, έως τη λήξη της σχέσης εργασίας του, εξαιτίας της οποίας δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δεν αποστερείται από το δικαίωμά του αυτό ακόμα και εάν η απουσία του υπερέβη τα όρια της βραχείας ασθένειας, καθώς δεν θεωρείται αδικαιολόγητη και δεν απομειώνει τις ημέρες της κανονικής του άδειας. Εφόσον ο εργαζόμενος δεν άσκησε αυτουσίως το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, αυτή μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση και ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 7/2019).
10. Συνέπειες από την άρνηση χορήγησης της κανονικής ετήσιας άδειας στο δικαιούχο μισθωτόΣε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λ.π.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους (ή εντός της προβλεπόμενης χρονικής διάρκειας συμβάσεως ορισμένου χρόνου), ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100% (Α.Π. 1568/99, Α.Π. 581/99, Α.Π. 331/2003).
Το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.
Είναι προφανές ότι η υπόψη προσαύξηση οφείλεται για το τμήμα της άδειας που ο εργοδότης αρνήθηκε να χορηγήσει στον δικαιούχο μισθωτό.
Εάν δεν χορηγηθεί στον εργαζόμενο η άδεια μέχρι την λήξη του έτους που αφορά, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των αποδοχών αδείας αυξημένες κατά 100%. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως. Όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε
(Άρειος Πάγος 1240/2014, 192/2011).
11. Δήλωση χορηγούμενων αδειών στο ΠΣ ΕργάνηΤο σύστημα ψηφιακής οργάνωσης του χρόνου εργασίας παρακολουθεί την εργασία και τη δικαιολογημένη μη εργασία (άδεια, ανάπαυση).
Σε περίπτωση που Εργαζόμενος είναι αδικαιολογήτως απών και εξ αυτού του λόγου δεν «χτυπήσει» την κάρτα του, δεν θα δηλωθεί η απουσία του στο ΠΣ Εργάνη.
Δεν προβλέπεται πρόστιμο για εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης των χορηγούμενων αδειών απογραφικά, εντός του επόμενου του μήνα που ακολουθεί το μήνα χορήγησής τους, γιατί δεν υφίσταται δυνατότητα εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης των χορηγούμενων αδειών.
Η μη υποβολή δήλωσης των χορηγούμενων αδειών απογραφικά, εντός του επόμενου μήνα που ακολουθεί το μήνα χορήγησής τους, συνιστά γενική παράβαση που χαρακτηρίζεται Σημαντική.
Κατωτέρω παρατίθεται η λίστα αδειών- απουσιών του ΠΣ Εργάνη
12. Υπολογισμός ημερών αδείας επί μετατροπής της πενθήμερης σε εξαήμερη απασχόλησηΣύμφωνα με το άρθρο
652 του Αστικού Κώδικα στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη είναι να καθορίζει τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο, τη διάρθρωση της εργασίας και τις λοιπές λεπτομέρειες για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης του προς επίτευξη των σκοπών της (Α.Π. 842/85, Α.Π. 99/83). Η μεταβολή του ωραρίου εργασίας εναπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο όμως πρέπει να ασκείται καλόπιστα και όχι καταχρηστικά και να μην αντίκειται σε διάταξη νόμου, όρου Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας κανονιστικής ισχύος ή συμφωνίας. Η υπ' αριθμ. 898/77 απόφαση του Αρείου Πάγου έχει δεχθεί ότι δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας η άσκηση εκ μέρους του εργοδότη του διευθυντικού του δικαιώματος περί καθορισμού του χρόνου παροχής της εργασίας, εκτός αν το δικαίωμα του αυτό έχει αποκλεισθεί από τη σύμβαση εργασίας.
Στο Έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας 42815/769/26.9.2017, όσον αφορά τη δυνατότητα εναλλαγής του εβδομαδιαίου συστήματος απασχόλησης από πενθήμερο σε εξαήμερο και αντιστρόφως, ορίζεται ότι δεν υφίστανται διατάξεις που να απαγορεύουν ρητά κάτι τέτοιο. Ωστόσο ενδεχόμενη υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος ενέχει κινδύνους καθώς καθιστά αδύνατη την εφαρμογή βασικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας όπως είναι οι διατάξεις για την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση καθώς και οι διατάξεις για τον υπολογισμό της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων, οι οποίες εφαρμόζονται επί αμιγούς συστήματος πενθήμερης ή εξαήμερης απασχόλησης. Συνεπώς η εφαρμογή ενός τέτοιου μεικτού συστήματος δεν παρέχει ασφάλεια δικαίου για τον εργαζόμενο.
13. Διευθυντικά στελέχη ( πρόσωπα εμπιστοσύνης) και άδειαΟι διευθύνοντες υπάλληλοι κατά τη ρητή διάταξη της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον
εξαιρούνται μόνο από την προστασία των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας. Εξαιρούνται, ακόμη , τα πρόσωπα αυτά, ως γενική αρχή και από την προστασία των διατάξεων που προβλέπουν την αυτούσια χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας.
Αξίζει να επισημανθεί πάντως ότι, στο πλαίσιο άσκησης των διευθυντικών του καθηκόντων, ο Διευθύνων υπάλληλος έχει τη διακριτική ευχέρεια να λαμβάνει άδεια αναπαύσεως κατά την επιθυμία του. Στο πλαίσιο αυτό, εάν η λήψη της άδειας εξαρτάται από την προαίρεση του ιδίου του υπαλλήλου, αναγόμενη (η προαίρεση) στα διευθυντικά καθήκοντα τα οποία ο ίδιος ασκεί, δεν είναι θεμιτό να επιρριφθούν στον εργοδότη οι συνέπειες από την εκούσια μη χρήση του δικαιώματος σε αυτούσια άδεια εντός του κρισίμου ημερολογιακού έτους. Εάν, όμως, για τη λήψη της άδειας είναι απαραίτητη η συναίνεση του εργοδότη και αυτός αρνείται να τη δώσει, τότε ο διευθύνων υπάλληλος δικαιούται τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος, για το οποίο δεν έλαβε την αδεία αυτουσίως και, εφ' όσον συντρέχει υπαιτιότητα του εργοδότη (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λπ.), την κατά νόμο αστική ποινή . Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω , οδηγούμεθα στην κρίση ότι δεν είναι θεμιτό να επιρριφθούν στην επιχείρηση οι δυσμενείς συνέπειες, απλές ή επιβαρημένες, από τη μη χορήγηση άδειας στο διευθύνοντα υπάλληλο, από τη στιγμή που αυτός δεν την αξίωσε και δεν φρόντισε εγγράφως (με σχετικό όρο στην ατομική σύμβαση εργασίας) να διασφαλίσει τη χορήγηση της (Άρειος Πάγος 935/2017).
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα προτείνεται να συμπεριλαμβάνεται στις συμβάσεις των διευθυντικών στελεχών (προσώπων εμπιστοσύνης) κατόπιν συμφωνίας ο παρακάτω όρος : «Συμφωνείται όπως για το Διευθύνοντα υπάλληλο να τυγχάνουν ισχύος ως προς το πρόσωπό του οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει» .
ή εναλλακτικά , πάντα κατόπιν συμφωνίας , ο παρακάτω όρος:
«Ο Διευθύνων υπάλληλος αν και δεν παύει να είναι μισθωτός , συμφωνεί και αποδέχεται να εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής του ΑΝ. 539/1945 όπως ισχύει , οι οποίες (διατάξεις περί αδείας του A.N. 539/1945) , είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με την παρούσα σύμβαση» .
14. Κυρώσεις - ΠρόστιμαΜε την υπουργική απόφαση αριθμ. 80016 (ΦΕΚ Β΄ 4629/1.9.2022) κατηγοριοποιήθηκαν οι παραβάσεις και καθορίζεται το ύψος προστίμων που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ).
14.1. Γενικές παραβάσεις χαρακτηριζόμενες ως χαμηλές H πλημμελής τήρηση Βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών, καθώς και η Εκπρόθεσμη κατάθεση στοιχείων σχετικά με ληφθείσα άδεια και επίδομα αδείας του προσωπικού κατά το προηγούμενο έτος, δηλαδή η εκπρόθεσμη υποβολή του εντύπου Ε11 «Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας» στο πληροφοριακό σύστημα Εργάνη συνιστούν χαμηλές παραβάσεις και επισύρουν πρόστιμο ανεξάρτητα από τον αριθμό των θιγομένων εργαζόμενων από 300,00 € έως 2.000,00 €.
Διευκρινίζεται ότι για παραβάσεις χαμηλές, όπως η
πλημμελής τήρηση Βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών, σε επιχείρηση που απασχολεί προσωπικό στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας το πρόστιμο ορίζεται :
• από 1 έως 10 άτομα, σε 300,00 €
• από 11 έως 20 άτομα, σε 400,00 €
• από 21 έως 50 άτομα, σε 800,00 €
• από 51 έως 150 άτομα, σε 1.000,00 €
• από 151 έως 250 άτομα, σε 1.500,00
• από 251 και άνω άτομα, σε 2.000,00 €.
14.2. Γενικές παραβάσεις χαρακτηριζόμενες ως σημαντικές Η
μη τήρηση του Βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών και η μη υποβολή του εντύπου Ε11 συνιστούν γενικές παραβάσεις χαρακτηριζόμενες σημαντικές. Για τις σημαντικές παραβάσεις, όπως η
μη τήρηση του Βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών, καθώς επίσης και η μη γνωστοποίηση ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ" εντός μηνός Ιανουάριου εκάστου έτους στοιχείων σχετικά με ληφθείσα άδεια και επίδομα αδείας του προσωπικού κατά το προηγούμενο έτος σε επιχείρηση που απασχολεί προσωπικό στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας, το πρόστιμο ορίζεται:
• από 1 έως 10 άτομα: σε 500,00 €
• από 11 έως 20 άτομα: σε 800,00 €
• από 21 έως 50 άτομα: σε 1.500,00 €
• από 51 έως 150 άτομα: σε 2.000,00 €
• από 151 έως 250 άτομα: σε 2.500,00 €
• από 251 και άνω άτομα: σε 3.000,00 €
14.3. Κυρώσεις επί μη επίδειξης βιβλίου αδειώνΟι εργοδότες - επιχειρήσεις υποχρεούνται να τηρούν το βιβλίο αδειών και να το επιδεικνύουν σε τυχόν έλεγχο. Αν ζητηθεί το βιβλίο αδειών από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα και δεν επιδειχθεί κατά τον έλεγχο, προβλέπονται κυρώσεις, κατά δέσμια αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Εργασίας, χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή γραπτών εξηγήσεων, σύμφωνα με την παρ 3, του
άρθρου 24 Ν. 3996/2011, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το άρθρο 123 του Ν. 4808/2021, καθώς και την υπουργική απόφαση Αριθμ. 80016/2022 (ΦΕΚ Β' 4629/01.09.2022). Η μη επίδειξη του βιβλίου αδειών, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση Αριθμ. 80016/2022 (ΦΕΚ Β' 4629/01.09.2022) , συνιστά γενική παράβαση με επιβολή προστίμου ανεξάρτητα από τον αριθμό των θιγόμενων εργαζόμενων, χαρακτηριζόμενη ως χαμηλή (παράβαση). Εξάλλου, με την ίδια υπουργική απόφαση, λογίζεται ως ευθέως αποδεικνυόμενη παράβαση με κυρώσεις επιβαλλόμενες κατά δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα παροχής εξηγήσεων μέσω του δελτίου ελέγχου στον ελεγχόμενο εργοδότη.
Διευκρινίζεται πάντως ότι είναι στην υποκειμενική κρίση του ελέγχοντος επιθεωρητή εργασίας, αν θα επιβάλει πρόστιμο κατά δέσμια αρμοδιότητα κατά τα ανωτέρω οριζόμενα ή εάν θα προβεί σε απλή σύσταση προς τον ελεγχόμενο εργοδότη –επιχείρηση.
14.4. Παραβάσεις ατομικού χαρακτήρα που επισύρουν πρόστιμο ανά θιγόμενο εργαζόμενοΓια τις παραβάσεις που χαρακτηρίζονται ατομικού χαρακτήρα, όπως οι παραβάσεις που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα, τo ύψος του προστίμου είναι ανάλογο με τη διαπιστωθείσα παράβαση, συναρτώμενο, σε κάθε περίπτωση, με τον αριθμό των εργαζομένων που αφορά η παράβαση.
Είδος παράβασης
| Ύψος προστίμου ανά θιγόμενο εργαζόμενο
|
Παραβίαση διατάξεων για την κατάτμηση του χρόνου της άδειας
| 600,00€
|
Παραβίαση διατάξεων για τη μη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας
| 900,00€
|
Μη καταβολή επιδόματος και αναλογίας επιδόματος αδείας
| 900,00€
|
Μη καταβολή πλήρων αποδοχών άδειας ή αναλογίας αυτών
| 900,00€
|
Μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης άδειας ή αναλογίας αυτής σε περίπτωση λύσης με οποιονδήποτε τρόπο της σχέσης ή σύμβασης εργασίας πριν από τη λήψη της άδειας ή παρέλευσης του ημερολογιακού έτους (απλής ή προσαυξημένης κατά 100% ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας του εργοδότη)
| 900,00€
|
Καταγγελία σύμβασης εργασίας κατά την διάρκεια της χορηγηθείσης κανονικής άδειας
| 2.000,00€
|
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί σε γεννώμενο έλεγχο ότι επιχείρηση παραβίασε τις διατάξεις για την κατάτμηση του χρόνου της άδειας για δέκα (10) εργαζόμενους, το ύψος του προστίμου θα ανέλθει σε 6.00,00 (10 x 600,00 €.
14.5. Ανώτατο όριο επιβολής κυρώσεων Για κάθε παράβαση, ανεξάρτητα της ακολουθούμενης μεθόδου υπολογισμού του προστίμου, το ύψος του τελικού συνολικά επιβαλλόμενου προστίμου, συνυπολογιζομένης και της τυχόν προσαύξησης της παρ. 5 του άρθρου 4, της ΥΑ 80016 (ΦΕΚ Β΄ 4629/1.9.2022) (που αναφέρεται στον προσδιορισμό του προστίμου σε περίπτωση επανειλημμένης επιβολής κυρώσεων για ίδιες παραβάσεις) δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο επιβολής κυρώσεων, όπως αυτό ορίζεται από τη διάταξη της παρ. 1Α του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011, ως ισχύει Διευκρινίζεται ότι το ανώτατο αυτό όριο, κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη , ορίζεται σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ [παρ. 7 του άρθρου 4, της ΥΑ 80016 (ΦΕΚ Β΄ 4629/1.9.2022)].