Περίληψη

Η παρούσα μελέτη διερευνά την πολιτική μικροστόχευση μέσω του διαδικτύου υπό το πρίσμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Εξετάζοντας τη σχέση τεχνολογικών μηχανισμών και δημοκρατικών διαδικασιών, αναλύεται η λειτουργία της μικροστόχευσης και οι επιπτώσεις της στην αυτονομία του πολίτη, την πολιτική συμμετοχή και τη δημόσια συζήτηση. Παράλληλα, διευκρινίζεται το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη μικροστόχευση και ιδίως ο ΓΚΠΔ και ο πρόσφατος Κανονισμός (ΕΕ) 2024/900.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

1. Εισαγωγικά
Tα τελευταία χρόνια μία νέα μορφή πολιτικής επικοινωνίας φαίνεται να έχει λάβει πρωτεύουσα σημασία για τα επιτελεία των πολιτικών κομμάτων. Η τακτική αυτή, στην αξιοποίηση της οποίας αφιερώνονται παγκοσμίως σημαντικά -και διαρκώς αυξανόμενα- κεφάλαια, στοχεύει όχι απλά στο να καταστήσει ορισμένους υποψηφίους πιο προβεβλημένους από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, αλλά, αντιθέτως, να επηρεάσει συνολικά τον πολίτη στον οποίο προβάλλεται, αξιοποιώντας τα προσωπικά του δεδομένα.
Η πολιτική αυτή «μικροστόχευση» ή «επιγραμμική μικροστόχευση», όπως ονομάζεται, σε αντίθεση με τη συνήθη πολιτική επικοινωνία, δηλαδή αυτή που πραγματοποιείται στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα λοιπά παραδοσιακά μέσα, συνδέεται άμεσα τόσο με τη δημοκρατική διαδικασία, δεδομένης της ιδιαίτερης επιρροής που δύναται να ασκήσει στους ψηφοφόρους, συχνά χωρίς να το αντιλαμβάνονται, όσο και με ζητήματα προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, η συλλογή των οποίων αποτελεί απαραίτητο όρο για τη λειτουργία της.
Έτσι, η μικροστόχευση ως μορφή πολιτικής επικοινωνίας και, κατ’ επέκταση, πολιτικής έκφρασης, φαίνεται να βρίσκεται σε μία κατάσταση οιονεί σύγκρουσης με την υποχρέωση προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, των οποίων τα δεδομένα συλλέγονται για τη λειτουργία της. Στο πλαίσιο αυτό, με την παρούσα μελέτη θα επιδιώξουμε να αναλύσουμε το περιεχόμενο της «πολιτικής μικροστόχευσης», τον τρόπο με τον οποίο αυτή υλοποιείται, αλλά και το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο υπό το πρίσμα του δικαιώματος των πολιτών στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί ιδίως μετά την έκδοση του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/900 «σχετικά με τη διαφάνεια και τη στόχευση της πολιτικής διαφημιστικής προβολής», ο οποίος αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή στις 10 Οκτωβρίου 2025.
2. Εννοιολογικό περιεχόμενο
Η πολιτική μικροστόχευση μέσω του διαδικτύου αποτελεί μία μορφή επιγραμμικής συμπεριφορικής διαφήμισης, η οποία στοχεύει στον επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς ορισμένου κοινού ή και ατόμου, βασιζόμενη στην ανάλυση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του. Αυτό επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση αλγοριθμικών μοντέλων, τα οποία παρακολουθούν τη διαδικτυακή συμπεριφορά χρηστών του διαδικτύου κατά τρόπο που επιτρέπει τη δημιουργία προφίλ, ώστε στη συνέχεια να προβληθούν πολιτικές διαφημίσεις που είναι πιθανό να επηρεάσουν τις απόψεις ή τις ενέργειες των στόχων τους.

Ειδοποιό διαφορά της πολιτικής μικροστόχευσης σε σχέση με την εν γένει συμπεριφορική διαφήμιση αποτελεί το επιδιωκό
Σελ. 236μενο αποτέλεσμα. Έτσι, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις η ακολουθούμενη μέθοδος είναι η ίδια, ήτοι η παρακολούθηση της δραστηριότητας των χρηστών για την προβολή κατάλληλου διαφημιστικού υλικού, στην περίπτωση της πολιτικής μικροστόχευσης η συλλογή και εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του διαδικτύου δεν κατατείνει σε οικονομικού χαρακτήρα αποτελέσματα, αλλά στη στοχευμένη προώθηση πολιτικών ιδεών, παρατάξεων και υποψηφίων. Για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς ακριβώς λειτουργεί η διαδικασία αυτή, το επόμενο κεφάλαιο εμβαθύνει στον μηχανισμό λειτουργίας της πολιτικής μικροστόχευσης.
3. Μηχανισμός λειτουργίας της μικροστόχευσης
3.1. Η συλλογή των δεδομένων
Η λειτουργία μίας καμπάνιας μικροστόχευσης προϋποθέτει την ικανότητα πρόβλεψης της συμπεριφοράς του στοχευμένου ακροατηρίου. Για να καταστεί αυτό εφικτό και να επιτευχθούν τα ως άνω αποτελέσματα, προαπαιτούμενη είναι η συλλογή εκτεταμένων δεδομένων σχετικά με τους δυνητικούς στόχους. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να αποκτηθούν με διάφορους τρόπους.
Κατ’ αρχάς, η χρήση cookies και παρόμοιων τεχνολογιών επιτρέπει την παρακολούθηση της συμπεριφοράς των χρηστών του διαδικτύου στις ιστοσελίδες που εισέρχονται, καθώς και τη σύνδεση τους με διαφορετικούς λογαριασμούς χρηστών, συσκευές και ακόμη και δεδομένα εκτός σύνδεσης. Η παρακολούθηση αυτή της δραστηριότητας των χρηστών στο διαδίκτυο επιτυγχάνεται με τη χρήση ψευδωνυμοποιημένων αναγνωριστικών που αναφέρονται σε άτομα, κυρίως βάσει διευθύνσεων email, αριθμών τηλεφώνου, καθώς και αναγνωστικών cookies και συσκευών.

Περαιτέρω, μία από τις σημαντικότερες πηγές πληροφοριών για τους χρήστες του διαδικτύου, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, συγκεντρώνουν τεράστιο όγκο πληροφοριών σχετικά με τη συμπεριφορά των χρηστών τους, επιτρέποντας παράλληλα τον συσχετισμό τους με δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί από τρίτους. Χαρακτηριστικά, το Facebook ήδη από το 2012 άρχισε να δίνει τη δυνατότητα σε διαφημιστικές εταιρείες να παραμετροποιούν τις βάσεις δεδομένων της πλατφόρμας με την εισαγωγή διευθύνσεων email και αριθμών τηλεφώνου που είχαν συλλέξει από άλλες πηγές. Με τον τρόπο αυτό, το Facebook, το οποίο είχε ήδη συγκεντρώσει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών σχετικά με τη συμπεριφορά και τα ενδιαφέροντα εκάστου χρήστη της πλατφόρμας, έδωσε τη δυνατότητα στις διαφημιστικές εταιρείες να βρουν και να στοχεύσουν ή να αποκλείσουν συστηματικά τις κατηγορίες των ατόμων που επιθυμούσαν, αξιοποιώντας τα κριτήρια φιλτραρίσματος του. Αντίστοιχα εργαλεία εισήγαγαν το 2015 και άλλες πλατφόρμες, όπως η Google και το Twitter, ενώ σήμερα οι περισσότερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν παρόμοιες ευκαιρίες στις εταιρείες διαφήμισης.

Ωστόσο, προσωπικά δεδομένα των χρηστών μπορούν να συλλεγούν και με τη διαμεσολάβηση εταιρειών, οι οποίες δεν έχουν αποκτήσει άμεσα τα δεδομένα των χρηστών, αλλά μέσω συναλλαγών με τρίτους. Τέτοιες εταιρείες, έχουν στη διάθεσή τους βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν πληθώρα πληροφοριών συμπεριλαμβανομένων αλληλεπιδράσεων όπως προβολές, κλικ, αναζητήσεις, δημοσιεύσεις ή κοινοποιήσεις σε ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εγγραφές και εγκαταστάσεις εφαρμογών, τυχόν αγορές μέσω των εφαρμογών αυτών, καθώς και την τοποθεσία του χρήστη. Έτσι, ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος δύναται να έρθει σε επαφή με τις εν λόγω εταιρείες, ώστε να αποκτήσει την πρόσβαση στα δεδομένα που θα του επιτρέψουν να διαμορφώσει την επιθυμητή διαφημιστική εκστρατεία.
3.2. Η δημιουργία προφίλ
Με τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών, η διαδικασία της μικροστόχευσης περνάει στο δεύτερο στάδιό της, δηλαδή τη δημιουργία προφίλ χρηστών. Όπως οι περισσότεροι έχουμε διαπιστώσει από την καθημερινή μας δραστηριότητα στο διαδίκτυο, οι διαφημιστικές εταιρείες έχουν πλέον τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μας και να προσαρμόσουν σε αυτή τα προωθούμενα μηνύματα. Το κρίσιμο, ωστόσο, στο πλαίσιο της πολιτικής μικροστόχευσης είναι ότι οι διαφημιστικές εταιρείες όχι μόνο μπορούν να δημιουργήσουν ψυχολογικά προφίλ για κάθε άτομο από τα δεδομένα που έχουν συλλέξει, αλλά αφού συγκεντρωσουν τα σχετικά δεδομένα, μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για την αναζήτηση προφίλ που διαθέτουν ορισμένα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Πιο συγκεκριμένα, με την επεξεργασία των συλλεγέντων δεδομένων καθίσταται εφικτή η δημιουργία προφίλ χρηστών, που συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο απλά δημογραφικά χαρα
Σελ. 237 κτηριστικά (ηλικία, τόπος διαμονής), αλλά και γνωρίσματα που εμπίπτουν σε ειδικές κατηγορίες προσωπικών δεδομένων, όπως τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Με τον τρόπο αυτό, εταιρείες όπως η Cambridge Analytica που παρέχουν υπηρεσίες πολιτικής μικροστόχευσης, είναι δυνητικά σε θέση να δημιουργήσουν τη δική τους μηχανή αναζήτησης ανθρώπων, ώστε στη συνέχεια να προβάλουν στα προφίλ αυτά αποκλειστικά το επιθυμητό περιεχόμενο ή να τους αποκλείσουν από αυτό. Ενδεικτικά, ήδη από το 2013 έρευνες έχουν καταδείξει ότι η ανάλυση των «Μου αρέσει» στο Facebook επιτρέπει την πρόβλεψη με επιτυχία, αν κάποιος χρήστης ψήφιζε στις αμερικανικές εκλογές Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικανούς στο 85% των περιπτώσεων, τον σεξουαλικό προσανατολισμό στο 88% των ανδρών και στο 75% των γυναικών, αν κάποιος ήταν Αφροαμερικανός ή Καυκάσιος Αμερικανός στο 95% των περιπτώσεων και αν ήταν χριστιανός ή μουσουλμάνος σε ποσοστό 82%.

3.3. Η στόχευση
Το τελικό στάδιο της διαδικασίας είναι αυτό της στόχευσης, ήτοι της προβολής των κατάλληλων διαφημίσεων στα κατάλληλα άτομα. Η διαδικασία αυτή σήμερα πραγματοποιείται μέσω αυτοματοποιημένων δημοπρασιών σε πραγματικό χρόνο μεταξύ εκδοτών και διαφημιστών. Έτσι, όταν ένα άτομο επισκέπτεται έναν ιστότοπο, αυτός στέλνει πληροφορίες σχετικά με τα περιεχόμενα της σελίδας, δεδομένα προφίλ χρήστη και, συνήθως, κάποιο είδος αναγνωριστικού χρήστη σε πολλούς διαφημιστές. Στη συνέχεια, οι διαφημιστές που ενδιαφέρονται να προβάλλουν μια διαφήμιση σε αυτόν τον χρήστη, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης σελίδας, κάνουν μια προσφορά. Ο διαφημιστής που προσφέρει τη μεγαλύτερη προσφορά κερδίζει και τοποθετεί τη διαφήμιση. Αυτή η λεγόμενη «δημοπρασία σε πραγματικό χρόνο» («real time bidding») πραγματοποιείται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου κατά τη φόρτωση μιας ιστοσελίδας.

Αξίζει να επισημανθεί ότι μια στρατηγική μικροστόχευσης σπάνια θα στοχεύσει περισσότερο από ένα μικρό τμήμα του εκλογικού σώματος. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, είτε είναι αποφασισμένο να ψηφίσει έναν συγκεκριμένο υποψήφιο, είτε είναι εξαιρετικά απίθανο να ψηφίσει. Έτσι, η πολιτική μικροστόχευση είναι πιο αποτελεσματική όταν επικεντρώνεται σε ψηφοφόρους που αμφιταλαντεύονται μεταξύ υποψηφίων και συνεπώς είναι πιο ευάλωτοι σε εξατομικευμένες πολιτικές διαφημίσεις ή των οποίων η ψήφος είναι πιο σημαντική, λόγω της αυξημένης βαρύτητας της οικείας εκλογικής περιφέρειας. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν επί παραδείγματι οι λεγόμενες «swing states» των Ηνωμένων Πολιτειών, που κυμαίνονται μεταξύ της υποστήριξης των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων και για το λόγο αυτό, σε συνδυασμό με το πλειοψηφικό σύστημα ανάδειξης εκλεκτόρων που ισχύει στην πλειοψηφία αυτών, έχουν αυξημένη βαρύτητα για την τελική έκβαση των αμερικανικών εκλογών.
3.4. Ενδεικτικά Παραδείγματα
Το περιεχόμενο της πολιτικής μικροστόχευσης και οι δυνατότητές της ως μεθόδου άσκησης επιρροής στους εκλογείς, μπορούν να αναδειχθούν ευχερέστερα με την παράθεση παραδειγμάτων. Γνωστότερη, ίσως, περίπτωση χρήσης τακτικών στόχευσης μέσω διαδικτύου για την επίτευξη πολιτικού αποτελέσματος υπήρξε αυτή των εκλογών για την αμερικανική προεδρία του 2016. Εν προκειμένω, η Cambridge Analytica, μια εταιρεία, η οποία κατά την περίοδο λειτουργίας της αυτοπροσδιοριζόταν ως «ένας παγκόσμιος οργανισμός διαχείρισης εκλογών» που «χρησιμοποιεί δεδομένα για να αλλάξει τη συμπεριφορά του κοινού», κατάφερε να συλλέξει ιδιωτικές πληροφορίες περισσότερων από 50 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook. Η Cambridge Analytica, εκμεταλλεύθηκε τις πληροφορίες αυτές, που παράνομα συνέλεξε, με σκοπό την προβολή προσωποποιημένων πολιτικών διαφημίσεων, οι οποίες θεωρείται ότι σε σημαντικό βαθμό επηρέασαν τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών του 2016. Αντίστοιχης σημασίας θεωρείται ότι υπήρξε η συμβολή της πολιτικής μικροστόχευσης των χρηστών του διαδικτύου που υλοποίησε η Cambridge Analytica και για την εκστρατεία υπέρ του Brexit, παρέχοντας υπηρεσίες μέσω συνεργατών της σε σειρά ομάδων που τάσσονταν υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σελ. 238 Πιο χαρακτηριστικά, ωστόσο, για την προβολή των δυνατοτήτων και του αντίκτυπου της πολιτικής μικροστόχευσης στην εκλογική διαδικασία είναι τα δύο ακόλουθα παραδείγματα. Στην πρώτη περίπτωση, το ολλανδικό κόμμα DENK πριν από τις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής των Αντιπροσώπων του 2017 επεδίωξε την προβολή πολιτικών μηνυμάτων αποκλειστικά σε πολίτες, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει στα κινητά τους τηλέφωνα μία κάρτα sim, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο για την πραγματοποίηση οικονομικών κλήσεων εκτός Ε.Ε. Με τον τρόπο αυτό, το DENK κατάφερε να στοχεύσει άμεσα και αποτελεσματικά μία σειρά ατόμων, τα οποία είχαν ως επί το πλείστον μεταναστευτικό υπόβαθρο και των οποίων η έως τότε προσέγγιση με τα παραδοσιακά μέσα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Το DENK στη συνέχεια πρόβαλε στα στοχευμένα άτομα ψευδή δημοσιεύματα, που φαίνονταν να προέρχονται από το Κόμμα Ελευθερίας του Geert Wilders, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «μετά τις 15 Μαρτίου (την ημέρα των εκλογών) πρόκειται να καθαρίσουμε την Ολλανδία». Με τον τρόπο αυτό, το DENK κατάφερε να αξιοποιήσει την πολιτική μικροστόχευση, κινητοποιώντας εκλογικά τα στοχευμένα πρόσωπα με την προβολή δημοσιευμάτων που απέβλεπαν στον ψυχολογικό επηρεασμό τους και συγκεκριμένα στην τρομοκράτησή τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, κατά την προεκλογική εκστρατεία για τη θέση του Κυβερνήτη της Πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ το 2009, ο τότε Κυβερνήτης Τζον Κορζάιν, κατηγόρησε τον Κρις Κρίστι ότι υποστήριζε τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για μαστογραφίες. Ως απάντηση στην κατηγορία αυτή, ο Κρίστι δημιούργησε μια διαδικτυακή διαφήμιση με τη μορφή βίντεο που απευθυνόταν αποκλειστικά σε Ρεπουμπλικανές γυναίκες που είχαν αναζητήσει στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον καρκίνο του μαστού, και στην οποία ο Κρίστι εμφανιζόταν με τη σύζυγό του να εξιστορεί την περιπέτεια υγείας της μητέρας του με τον καρκίνο, διαψεύδοντας παράλληλα τις πληροφορίες που διέδιδε ο πολιτικός του αντίπαλος. Με τον τρόπο αυτό, ο Κρίστι επεδίωξε να εμφανίσει το πολιτικό του μήνυμα αποκλειστικά σε άτομα, τα οποία επηρεάζονταν άμεσα από το αντικείμενο της μομφής του αντιπάλου του, απευθυνόμενος μάλιστα αποκλειστικά σε άτομα τα οποία γνώριζε ότι ήταν πιθανοί ψηφοφόροι του και των οποίων συγκεκριμένα τη γνώμη ήθελε να διαμορφώσει.
4. Επιπτώσεις
Ο επιδιωκόμενος με την πολιτική μικροστόχευση σκοπός, ήτοι η στοχευμένη προώθηση πολιτικών ιδεών, παρατάξεων και υποψηφίων, καταδεικνύει και την άμεση σύνδεσή της με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την εκλογική διαδικασία. Η πολιτική μικροστόχευση, με την προβολή σχετικών επικοινωνιών, που ενδέχεται να κυμαίνονται από απλές διαφημίσεις με τη μορφή πλαισίων ιστοσελίδας (banner), έως την προβολή συγκεκριμένων άρθρων πολιτικού ή και ειδησεογραφικού περιεχομένου φαίνεται να έχει τη δυνατότητα αφενός να διευκολύνει τη διακίνηση ιδεών και την ενημέρωση του κοινού, παράλληλα, ωστόσο, να ασκήσει σημαντική επιρροή σε αυτό, καθιστώντας ευχερέστερη τη χειραγώγησή του.
Κατ’ αρχάς, η πολιτική μικροστόχευση επιτρέπει σε πολιτικές παρατάξεις και υποψηφίους να προσεγγίσουν συγκεκριμένες ομάδες ψηφοφόρων με προσαρμοσμένα μηνύματα που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα, τις ανησυχίες και τις αξίες τους. Μέσω αυτής της εξατομικευμένης προσέγγισης, καθίσταται εφικτή η πιο αποτελεσματική επικοινωνία πολιτικών προτάσεων και η προώθηση ιδεών που ίσως να μην είχαν την ίδια προβολή σε μια πιο παραδοσιακή, μαζική καμπάνια. Επιπλέον, η μικροστόχευση μπορεί να ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών, δίνοντάς τους την αίσθηση ότι οι πολιτικοί απευθύνονται άμεσα σε αυτούς, προωθώντας έτσι έναν πιο διαδραστικό και εξατομικευμένο πολιτικό διάλογο. Έτσι, η μικροστόχευση, στο βαθμό που δεν πραγματοποιείται κατά παράβαση των δικαιωμάτων των πολιτών, φαίνεται να αποτελεί μία θεμιτή μορφή πολιτικής έκφρασης.
Παρά ταύτα, η πολιτική μικροστόχευση δύναται να έχει αρνητικό αντίκτυπο για τη λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας, όταν δεν τίθενται σαφείς κανόνες για τα όρια εντός των οποίων θα πρέπει να κινηθεί. Τούτο διότι, σε αντίθεση με τους αναλυτικούς και αυστηρούς κανόνες που διέπουν την πολιτική επικοινωνία στα παραδοσιακά μέσα, όπως το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, όπου διασφαλίζεται σε σημαντικό βαθμό η πρόσβαση όλων των πολιτικών κομμάτων στο κοινό, στο διαδίκτυο μόνο κριτήριο για την εμφάνιση της πολιτικής επικοινωνίας και την επιτυχή στόχευση του επιθυμητού κοινού, δηλαδή του κοινού στο οποίο αναμένεται οι πολιτικές επικοινωνίες να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή -με τον αντίστοιχο αντίκτυπο στην εκλογική διαδικασία- φαίνεται να αποτελεί η οικονομική δυνατότητα του προβαλλόμενου υποψηφίου, ήτοι η δυνα
Σελ. 239τότητα πλειοδοσίας στις διενεργούμενες δημοπρασίες διαφημιστικού χώρου.
Περαιτέρω, με τη μικροστόχευση τα προωθούμενα μηνύματα μπορούν να σχεδιαστούν κατά τρόπο ώστε να προσαρμόζονται σε συγκεκριμένα ακροατήρια και να εκμεταλλεύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών, όπως το γνωστικό και μορφωτικό τους επίπεδο ή το επίπεδο πληροφόρησής τους, ώστε να τους προβάλουν τα μηνύματα που πρόκειται να τους επηρεάσουν περισσότερο. Έτσι, μηνύματα που απευθύνονται στο συναίσθημα ή αντίστοιχα μηνύματα με αυξημένο πληροφοριακά περιεχόμενο απευθύνονται σε ψηφοφόρους στους οποίους στατιστικά αναμένεται να ασκήσουν μεγαλύτερη επίδραση. Περαιτέρω, για τη βελτίωση της αποδοτικότητας τους, τα μηνύματα αυτά αποτελούνται από λέξεις και φράσεις, που σύμφωνα με έρευνες ασκούν σημαντική επίδραση -συχνά υποσυνείδητα- στους ψηφοφόρους. Τέτοιες λέξεις και φράσεις έχουν καταστεί κοινός τόπος, όχι μόνο στην αμερικανική, αλλά και στην ελληνική πολιτική ρητορική, όπως «φορολογική ανακούφιση», «κοινωνία ευκαιριών», «μεταρρύθμιση κοινής λογικής».

Εκτός, ωστόσο, της αξιοποίησης αθέμιτων μεθόδων για τον επηρεασμό των ψηφοφόρων, η μικροστόχευση δύναται να οδηγήσει στην περαιτέρω χειραγώγηση του πληθυσμού και με τον περιορισμό και την παρεμπόδιση της διενέργειας του δημόσιου διαλόγου. Αυτό μπορεί να το επιτύχει με τον αποκλεισμό της εμφάνισης πολιτικών επικοινωνιών αντίπαλων παρατάξεων που θα μπορούσαν οδηγήσουν στην αμφισβήτηση των μηνυμάτων της οικείας παράταξης από τα στοχευόμενα πρόσωπα, μέσω της αγοράς του σχετικού διαφημιστικού χώρου. Περαιτέρω, η μικροστόχευση επιτρέπει την εμφάνιση πολιτικών επικοινωνιών μόνο στα ακροατήρια τα οποία είναι πιο επιρρεπή στην αποδοχή τους, περιορίζοντας, αφενός με τον τρόπο αυτό τις δυνατότητες κριτικής ή προβολής αντεπιχειρημάτων από το ευρύτερο κοινό, αυξάνοντας αφετέρου την απόδοση της διαφήμισης με το μικρότερο δυνατό κόστος, αφού οι διαφημίσεις προβάλλονται μόνο στα ακροατήρια, όπου ενδέχεται να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή. Τέλος, η μικροστόχευση δύναται να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό και την κινητοποίηση περιθωριακών και δυνητικά επικίνδυνων ατόμων και ομάδων, η στόχευση των οποίων με μηνύματα ειδικά σχεδιασμένα για να εκμεταλλευθούν την ψυχολογία και τις προκαταλήψεις τους, δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία φαινομένων όχλου και να υποκινήσει αντιδράσεις που μπορεί να λάβουν τη μορφή ακόμη και περιστατικών βίας.

Οι ως άνω εκτεθείσες δυνατότητες της πολιτικής μικροστόχευσης καταδεικνύουν το αυξημένο κίνητρο που έχουν υποψήφιες παρατάξεις και πολιτικοί, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, προβαίνοντας ενδεχομένως ακόμη και σε αθέμιτες ενέργειες, όπως η συλλογή δεδομένων με παράνομα μέσα. Έτσι, παραβιάσεις δεδομένων εκλογέων, όπως η πρόσβαση σε εκλογικούς καταλόγους, έχουν σήμερα μεγαλύτερη σημασία από ποτέ, καθώς δύναται να χρησιμοποιηθούν, όχι απλώς για την αποστολή άμεσων πολιτικών επικοινωνιών, αλλά περαιτέρω με σκοπό το συνδυασμό τους με άλλα δεδομένα, που προκύπτουν από τη συνολική διαδικτυακή τους δραστηριότητα και την πολιτική τους μικροστόχευση μέσω του διαδικτύου. Με τον τρόπο αυτό, ένας πολιτικός ο οποίος έχει πρόσβαση στους λογαριασμούς ηλεκτρονικών ταχυδρομείων των εκλογέων μίας ορισμένης περιοχής, μπορεί να επενδύσει στη στόχευση αποκλειστικά των πολιτών εκείνων που σκοπεύουν να ψηφίσουν, βρίσκονται στην επιθυμητή εκλογική περιφέρεια και δεν διάκεινται αρνητικά ως προς την οικεία παράταξη, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους πολιτικούς του αντιπάλους.
5. Το νομικό πλαίσιο
5.1. Η ρύθμιση της μικροστόχευσης από τον ΓΚΠΔ
Ο μηχανισμός λειτουργίας της πολιτικής μικροστόχευσης μέσω διαδικτύου και οι εκτεθείσες επιπτώσεις της καταδεικνύουν με τη σειρά τους την ανάγκη κανονιστικής ρύθμισής της προκειμένου να αποφευχθούν πρακτικές που ενδέχεται να επηρεάσουν την ακεραιότητα της δημοκρατικής διαδικασίας και να διασφαλιστεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία περίπτωση, ως αναφέραμε, η λειτουργία της μικροστόχευσης προϋποθέτει τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν τα στοχευμένα πρόσωπα, ώστε κατόπιν της επεξεργασίας τους να προβληθούν τα κατάλληλα διαφημιστικά μηνύματα. Οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες συλλέγονται μέσω cookies παρακολούθησης και παρόμοιων τεχνολογιών, συχνά αποτελούνται από διευθύνσεις IP και άλλα επιγραμμικά αναγνωριστικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του στοχευμένου προσώπου, και ως εκ τούτου λογίζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, στο βαθμό που για τη διενέργεια της πολιτικής επικοινωνίας απαιτείται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εφαρμοστέα καθίσταται η νομοθεσία για την προστασία των τελευταίων και ιδίως ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679).
Σελ. 240 Ο Γενικός Κανονισμός, μολονότι δεν προβαίνει στη θέσπιση ειδικών κανόνων για τη ρύθμιση της πολιτικής μικροστόχευσης, προβλέπει αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ιδίως προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών. Η επεξεργασία τέτοιων ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και αυτά που αποκαλύπτουν τα πολιτικά φρονήματα ενός φυσικού προσώπου, απαγορεύεται σύμφωνα με τον Κανονισμό, παρεκτός εάν λαμβάνει εφαρμογή κάποια από τις ρητά προβλεπόμενες εξαιρέσεις.
Μία από τις εξαιρέσεις αυτές προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 2 (δ) του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η απαγόρευση της επεξεργασίας των δεδομένων που αποκαλύπτουν πολιτικά φρονήματα δεν εφαρμόζεται «όταν η επεξεργασία (ενν. ευαίσθητων δεδομένων) διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων». Ωστόσο, από την ως άνω διάταξη, καθίσταται σαφές ότι παρόλο που τα πολιτικά κόμματα (και παρόμοιοι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να βασίζονται σε μια εξαίρεση από την απαγόρευση χρήσης ευαίσθητων δεδομένων, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δύναται να καλύψει τις περιπτώσεις της επιγραμμικής μικροστόχευσης, όπου τα επεξεργαζόμενα δεδομένα αφορούν πολύ περισσότερα πρόσωπα από τα μέλη ή πρώην μέλη ενός φορέα και πιο εκτεταμένες δραστηριότητες επεξεργασίας.
Δεδομένου του ως άνω περιορισμένου πεδίου εφαρμογής της νομικής βάσης της δραστηριότας στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικού πολιτικού φορέα, ως μοναδική εναλλακτική για τη νόμιμη διενέργεια της μικροστόχευσης σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό, εμφανίζεται η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις του Κανονισμού για να θεωρηθεί ότι η συγκατάθεση που έχει παρασχεθεί είναι έγκυρη, είναι ιδιαίτερα αυστηρές. Έτσι, η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια, η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα. Περαιτέρω, η συγκατάθεση θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διενεργείται για τον ίδιο σκοπό ή για τους ίδιους σκοπούς. Έτσι, όταν η επεξεργασία έχει πολλαπλούς σκοπούς, θα πρέπει να δίνεται συγκατάθεση για όλους αυτούς τους σκοπούς. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει επιπλέον να παρέχει ενημέρωση εκ των προτέρων σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, με σαφή και απλή διατύπωση, χωρίς καταχρηστικές ρήτρες και να μπορεί να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων πράγματι συγκατατέθηκε -και σε ποιο βαθμό- στη σχετική πράξη επεξεργασίας. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας και τους σκοπούς της επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η συγκατάθεση, τέλος, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί. Έτσι, περιπτώσεις όπου η παροχή της συναίνεσης του υποκειμένου εξαρτάται από την επέλευση ενός ζημιογόνου γεγονότος σε περίπτωση άρνησής του, θα πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται την παροχή μη έγκυρης συναίνεσης και κατ’ επέκταση τον παράνομο χαρακτήρα της επεξεργασίας.
5.2. Η χρήση cookies κατά την λειτουργία της μικροστόχευσης
Η λειτουργία της μικροστόχευσης κατά κανόνα βασίζεται στην επεξεργασία δεδομένων που συλλέγονται μέσω cookies και συναφών τεχνολογιών. Ως εκ τούτου, εκτός του Γενικού Κανονισμού, εφαρμογή λαμβάνουν και οι διατάξεις της Οδηγίας e-privacy (Οδηγία 2002/58/ΕΚ), η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον Νόμο 3471/2006 και καθορίζει τους απαιτούμενους για την τοποθέτηση cookies στους χρήστες του διαδικτύου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του ως άνω νόμου, η αποθήκευση ή η απόκτηση πρόσβασης σε αποθηκευμένες πληροφορίες στον τερματικό εξοπλισμό χρήστη επιτρέπεται μόνο αν ο συγκεκριμένος χρήστης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του μετά από σαφή και εκτενή ενημέρωση. Εξαίρεση στην υποχρέωση λήψης συγκατάθεσης, σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο, αποτελεί η περίπτωση αποθήκευσης και πρόσβασης σε πληροφορίες που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη «διενέργεια της διαβίβασης μίας επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή είναι αναγκαία για την παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, την οποία έχει ζητήσει ρητά ο χρήστης ή ο συνδρομητής», ήτοι αποκλειστικά σε αυτές που θεωρούνται τεχνικώς απολύτως απαραίτητες για την πραγματοποίηση της σύνδεσης στον ιστοτόπο ή για την παροχή της υπηρεσίας διαδικτύου.
Δεδομένου λοιπόν ότι τα χρησιμοποιούμενα cookies αποτελούν ένα σύντομο αλφαριθμητικό μήνυμα που αποστέλλεται από τον διακομιστή ιστού της ιστοσελίδας και αποθηκεύεται
Σελ. 241 στον περιηγητή του χρήστη με σκοπό να ανακτηθεί μελλοντικά, συνάγεται ότι μια εταιρεία, η οποία θέλει να χρησιμοποιήσει cookies και συναφείς τεχνολογίες για να παρακολουθήσει τη διαδικτυακή συμπεριφορά ενός χρήστη του διαδικτύου, να μάθει περισσότερα για τα ενδιαφέροντά του και να χρησιμοποιήσει τελικώς τα δεδομένα για την μικροστόχευσή του, επιτρέπεται να το κάνει μόνο μετά από την παροχή σχετικής συγκατάθεσης. Ως εκ τούτου, η παροχή συναίνεσης, υπό τις ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις για την εγκυρότητά της, εμφανίζεται εκ νέου ως αναγκαίος όρος για την λειτουργία της μικροστόχευσης.
5.3. O Κανονισμός 2024/900 και οι απαιτήσεις του
Όπως είδαμε ανωτέρω, μολονότι ο Γενικός Κανονισμός λαμβάνει εφαρμογή και διέπει την μικροστόχευση ως δραστηριότητα επεξεργασίας δεδομένων, η φύση του ως νομοθεσία που διέπει καθολικά κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση ειδικών και συγκεκριμένων διατάξεων για κάθε δραστηριότητα επεξεργασίας. Το γεγονός αυτό, και ιδίως η σημασία της μικροστόχευσης για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος οδήγησαν στην έκδοση του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/900 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2024, σχετικά με τη διαφάνεια και τη στόχευση της πολιτικής διαφημιστικής προβολής.
Αντικείμενο του νέου Κανονισμού αποτελεί η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής διαφήμισης. Ως τέτοια ορίζεται οποιαδήποτε πολιτική διαφημιστική προβολή, ήτοι αυτή που προέρχεται από ή υλοποιείται για λογαριασμό πολιτικού παράγοντα ή έχει σχεδιαστεί για να επηρεάσει μία πολιτική δραστηριότητα που δημοσιεύεται, παραδίδεται ή διαδίδεται με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Κανονισμός εξαιρεί πάντως από το πεδίο εφαρμογής του τις επίσημες επικοινωνίες που αφορούν την παροχή πληροφοριών για τη συμμετοχή σε εκλογική διαδικασία, καθώς και την παρουσίαση των υποψηφίων σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους ή μέσα ενημέρωσης που προβλέπεται ρητά από τον νόμο και προσφέρονται δωρεάν, διασφαλίζοντας παράλληλα ίση μεταχείριση των υποψηφίων.

Αντιθέτως, ο Κανονισμός ρυθμίζει ειδικά τις περιπτώσεις αξιοποίησης στην πολιτική διαφήμιση «τεχνικών στόχευσης» και «τεχνικών παράδοσης» διαφημίσεων που περιλαμβάνουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της επιγραμμικής πολιτικής μικροστόχευσης και αποτελούν αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Με τον πρώτο από τους ανωτέρω όρους αποδίδονται από τον Κανονισμό οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται, ώστε να απευθύνεται μια πολιτική διαφήμιση μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων ή για τον αποκλεισμό τους, βάσει της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με τον δε δεύτερο, οι τεχνικές βελτιστοποίησης που χρησιμοποιούνται για την αύξηση της κυκλοφορίας, της εμβέλειας ή της προβολής μιας πολιτικής διαφήμισης οι οποίες βασίζονται στην αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μπορούν να χρησιμεύσουν, ώστε η πολιτική διαφήμιση να απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων. Στο πλαίσιο αυτό, κατωτέρω αναλύονται ορισμένες από τις σημαντικότερες διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού, όσον αφορά τη ρύθμιση των τεχνικών στόχευσης και παράδοσης διαφημίσεων κατά τη λειτουργία της επιγραμμικής μικροστόχευσης.
5.3.1. Ως προς τη νομιμότητα της επεξεργασίας
Σύμφωνα, με το άρθρο 18 του Κανονισμού 2024/900, οι τεχνικές στόχευσης ή οι τεχνικές παράδοσης διαφημίσεων που συνεπάγονται την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο επιγραμμικής πολιτικής διαφημιστικής προβολής επιτρέπονται μόνο όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋ-
ποθέσεις:
α) ο υπεύθυνος επεξεργασίας συνέλεξε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας από το ίδιο το υποκείμενο των δεδομένων·
β) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση κατά την έννοια των κανονισμών (ΕΕ) 2016/679 και (ΕΕ) 2018/1725 για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωριστά και ειδικά για τον σκοπό της πολιτικής διαφημιστικής προβολής· και
γ) οι εν λόγω τεχνικές δεν περιλαμβάνουν «κατάρτιση προφίλ» όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο (4) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και στο άρθρο 3 σημείο (5) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 που χρησιμοποιεί ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και στο άρθρο 10 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.
Ειδικότερα, σχετικά με την παροχή συγκατάθεσης, η οποία υπό τις νέες διατάξεις ανάγεται ρητά και επίσημα ως η μοναδική εφαρμοστέα νομική βάση επεξεργασίας για τη διενέργεια πολιτικής μικροστόχευσης μέσω διαδικτύου, καθώς και για την ανάκλησή της μόλις δοθεί, ο νέος Κανονισμός ορίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να διασφαλίζουν ότι:
Σελ. 242α) το υποκείμενο των δεδομένων δεν καλείται να συγκατατεθεί, εάν έχει ήδη δηλώσει με αυτοματοποιημένα μέσα ότι δεν συγκατατίθεται στην επεξεργασία δεδομένων για σκοπούς πολιτικής διαφημιστικής προβολής, εκτός εάν το αίτημα δικαιολογείται από ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών·
β) στο υποκείμενο των δεδομένων που δεν παρέχει τη συγκατάθεσή του πρόκειται να προσφερθεί ισοδύναμη εναλλακτική λύση για τη χρήση της επιγραμμικής υπηρεσίας χωρίς να λάβει πολιτική διαφημιστική προβολή.
Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η περίπτωση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων μελών πολιτικών κομμάτων από τα ίδια τα κόμματα. Έτσι, στην περίπτωση αυτή η οποία αντικατοπτρίζει τη σχετική εξαίρεση του άρθρου 9 παρ. 2 (δ) του Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων, οι απαιτήσεις συγκατάθεσης κατά την επεξεργασία δεδομένων δεν εφαρμόζονται στις επικοινωνίες οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, ιδρύματος ή ένωσης ή οποιουδήποτε άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα στα μέλη και τα πρώην μέλη τους, ούτε στις επικοινωνίες, όπως τα ενημερωτικά δελτία, που συνδέονται με τις πολιτικές τους δραστηριότητες, εφόσον οι εν λόγω ανακοινώσεις βασίζονται αποκλειστικά σε δεδομένα συνδρομών και, ως εκ τούτου, περιορίζονται αυστηρά στα μέλη, πρώην μέλη ή συνδρομητές τους και βασίζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρείχαν και δεν περιλαμβάνουν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τη στόχευση ή την περαιτέρω επιλογή των αποδεκτών και των μηνυμάτων που λαμβάνουν.

Τέλος, ο Κανονισμός με σκοπό την προστασία των ανηλίκων που δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει δικαίωμα ψήφου από την πολιτική μικροστόχευση, ορίζει ότι απαγορεύονται οι τεχνικές στόχευσης ή οι τεχνικές παράδοσης διαφήμισης που περιλαμβάνουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενός υποκειμένου το οποίο είναι γνωστό στον υπεύθυνο επεξεργασίας με εύλογη βεβαιότητα ότι είναι τουλάχιστον ένα έτος νεότερο από την ηλικία ψήφου που καθορίζεται από τους εθνικούς κανόνες. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση που ο ανήλικος έχει ρητά δώσει τη συγκατάθεσή του στην πολιτική του μικροστόχευση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, εφόσον γνωρίζει με εύλογη βεβαιότητα την ηλικία του ανηλίκου, οφείλει να μην προβαίνει σε οποιαδήποτε επεξεργασία, παρά μόνο προκειμένου να αξιολογεί κατά πόσον το υποκείμενο των δεδομένων είναι ένα έτος νεότερο από την ηλικία ψήφου.

5.3.2. Ως προς τη διασφάλιση της διαφάνειας
Μία σημαντική καινοτομία του νέου κανονισμού αποτελεί η επιβολή στους εκδότες πολιτικής διαφημιστικής προβολής, συμπεριλαμβανομένης και της επιγραμμικής διαφήμισης, της υποχρέωσης να διασφαλίζουν ότι κάθε πολιτική διαφήμιση διατίθεται μαζί με τις ακόλουθες πληροφορίες με σαφή, ευδιάκριτο και αδιαμφισβήτητο τρόπο:
α) μια δήλωση ότι πρόκειται για πολιτική διαφήμιση·
β) την ταυτότητα του αναδόχου της πολιτικής διαφήμισης και, κατά περίπτωση, της οντότητας που ελέγχει τελικά τον ανάδοχο·
γ) όπου έχει εφαρμογή, τις εκλογές, τα δημοψηφίσματα ή τη νομοθετική ή κανονιστική διαδικασία με τα οποία συνδέεται η πολιτική διαφήμιση·
δ) κατά περίπτωση, δήλωση ότι η πολιτική διαφήμιση έχει υποβληθεί σε τεχνικές στόχευσης ή τεχνικές παράδοσης διαφημίσεων·
ε) μια ανακοίνωση διαφάνειας που περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παρ. 1 του Κανονισμού, ή σαφή ένδειξη του πού μπορεί να ανακτηθεί εύκολα και άμεσα.
Όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία αυτή υποχρέωση για την ανακοίνωση διαφάνειας, εξαιρετικά σημαντική είναι η υποχρέωση παροχής πληροφοριών ταυτοποίησης του αναδόχου της διαφήμισης, ήτοι του φυσικού ή νομικού προσώπου κατόπιν αιτήματος του οποίου ή εξ ονόματος του οποίου προετοιμάζεται, τοποθετείται, προωθείται, δημοσιεύεται, παραδίδεται ή διαδίδεται μια πολιτική διαφήμιση, και, κατά περίπτωση, της οντότητας που ελέγχει τελικά τον ανάδοχο ή, σε περίπτωση που δεν ταυτίζονται, του προσώπου που παρέχει αμοιβή ως αντάλλαγμα για την πολιτική διαφήμιση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την περίπτωση (δ) του εν λόγω άρθρου απαιτείται να αναγράφονται τα συνολικά ποσά και η συνολική αξία άλλων παροχών που χορηγήθηκαν στους παρόχους υπηρεσιών πολιτικής διαφημιστικής προβολής για τις υπηρεσίες πολιτικής διαφημιστικής προβολής, καθώς και -σε μία προσπάθεια ελέγχου της επιρροής που ασκούν ξένα προς την Ένωση συμφέροντα- την αναγραφή κατά πόσο τα χρησιμοποιούμενα για τη διαφήμιση ποσά προέρχονται από το εσωτερικό ή το εξωτερικό της Ένωσης.

5.3.3. Ως προς τις τεχνικές στόχευσης και παράδοσης
Ο νέος Κανονισμός με το άρθρο 19 αυτού προβλέπει ότι κατά τη χρήση τεχνικών στόχευσης ή τεχνικών παράδοσης διαφημίσεων στο πλαίσιο επιγραμμικής πολιτικής διαφημιστικής προβολής που περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας, επιπλέον άλλων απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και των απαιτήσεων που ορίζονται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2016/679 και (ΕΕ) 2018/1725, οφείλουν να συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
Σελ. 243α) να υιοθετούν, εφαρμόζουν και δημοσιεύουν εσωτερική πολιτική που περιγράφει με σαφήνεια και σε απλή γλώσσα πώς χρησιμοποιούνται οι εν λόγω τεχνικές και διατηρούν την εν λόγω πολιτική για περίοδο επτά ετών από την τελευταία χρήση των εν λόγω τεχνικών·
β) να τηρούν αρχεία σχετικά με τη χρήση των εν λόγω τεχνικών, τους σχετικούς μηχανισμούς και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται·
γ) να παρέχουν, μαζί με την ένδειξη ότι είναι πολιτική διαφήμιση, πρόσθετες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να μπορεί το ενδιαφερόμενο άτομο να κατανοήσει τη σχετική λογική και τις κύριες παραμέτρους των χρησιμοποιούμενων τεχνικών, μεταξύ άλλων το κατά πόσο έχουν χρησιμοποιηθεί σύστημα τεχνητής νοημοσύνης για τη στόχευση ή την παράδοση της πολιτικής διαφήμισης και οποιεσδήποτε πρόσθετες αναλυτικές τεχνικές, και οι οποίες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:
i) τις συγκεκριμένες ομάδες των αποδεκτών στους οποίους απευθύνεται στοχευμένα η διαφήμιση, περιλαμβανομένων των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των αποδεκτών στους οποίους διαδίδεται η διαφημιστική προβολή·
ii) τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που χρησιμοποιούνται για τις τεχνικές στόχευσης ή τις τεχνικές παράδοσης διαφημίσεων·
iii) τους στόχους, τους μηχανισμούς και τη λογική στόχευσης, συμπεριλαμβανομένων των παραμέτρων ένταξης και αποκλεισμού, και τους λόγους για την επιλογή των εν λόγω παραμέτρων·
iv) ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης για τη στόχευση ή την παράδοση διαφημίσεων για την πολιτική διαφημιστική προβολή·
v) την περίοδο διάδοσης της πολιτικής διαφήμισης και τον αριθμό των ατόμων στα οποία διαδίδεται η πολιτική διαφήμιση·
vi) έναν σύνδεσμο ή μια σαφή ένδειξη του πού μπορεί να ανακτηθεί εύκολα η πολιτική στην οποία περιγράφονται οι τεχνικές στόχευσης και παράδοσης·
δ) να εκπονούν εσωτερική ετήσια εκτίμηση κινδύνου σχετικά με τη χρήση των τεχνικών στόχευσης ή των τεχνικών παράδοσης διαφήμισης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιοποιούνται·
ε) να παρέχουν, μαζί με την πολιτική διαφήμιση, εκτός αν περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση διαφάνειας που απαιτείται βάσει του άρθρου 12 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/900, αναφορά σε αποτελεσματικά μέσα στήριξης των ατόμων που ασκούν τα δικαιώματά τους βάσει της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κατά περίπτωση, και ιδίως αναφορά στο δικαίωμα των ατόμων να τροποποιούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή να ανακαλούν τη συγκατάθεσή τους, κατά περίπτωση, με παροχή συνδέσμου προς διεπαφή που επιτρέπει την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.
5.3.4. Ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις
Σύμφωνα με τον Κανονισμό, η θέσπιση των προβλεπόμενων κυρώσεων που επιβάλλονται σε αναδόχους ή παρόχους υπηρεσιών πολιτικής διαφημιστικής προβολής για την παράβαση των σχετικών διατάξεων, εναπόκειται στην ευθύνη των κρατών μελών. Κατά τον καθορισμό του κυρωτικού πλαισίου, πάντως, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό του χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη παροχής επαρκών και προσβάσιμων διαδικαστικών εγγυήσεων, και ιδίως την ανάγκη να διασφαλίζεται ότι ο πολιτικός διάλογος παραμένει ανοικτός και προσβάσιμος, καθώς και τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης, καθώς και τους κανόνες ή τους κώδικες που διέπουν το επάγγελμα του δημοσιογράφου.

Το μέγιστο ύψος των οικονομικών κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν βασίζεται στην οικονομική ικανότητα της οντότητας που υπόκειται σε κυρώσεις, η οποία αντιστοιχεί στο 6 % του ετήσιου εισοδήματος ή προϋπολογισμού του αναδόχου ή του παρόχου υπηρεσιών πολιτικής διαφημιστικής προβολής, κατά περίπτωση και όποιο είναι υψηλότερο ή στο 6 % του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών του αναδόχου ή του παρόχου υπηρεσιών πολιτικής διαφημιστικής προβολής κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Κατά τη λήψη πάντως απόφασης σχετικά με το είδος και το ύψος της κύρωσης, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να συνεκτιμούν τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα, την επανάληψη και τη διάρκεια της παράβασης, το αν η παράβαση διαπράχθηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, τυχόν μέτρα που ελήφθησαν για τον μετριασμό τυχόν ζημίας, τυχόν σχετικές προηγούμενες παραβάσεις και κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα που εφαρμόζεται στις περιστάσεις της υπόθεσης, τον βαθμό συνεργασίας με την αρμόδια αρχή, καθώς και το μέγεθος και την οικονομική ικανότητα της οντότητας που υπόκειται σε κυρώσεις.
6. Συμπεράσματα
Η παρούσα ανάλυση στοχεύει στην παροχή επαρκών πληροφοριών στον αναγνώστη, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση τόσο των σημαντικών δυνατοτήτων της πολιτικής μικροστόχευσης ως μεθόδου πολιτικής επικοινωνίας, όσο και των κινδύνων που συνεπάγεται η ανεξέλεγκτη εφαρμογή της στην επιρροή του κοινού. Κατά τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε αφενός η λειτουργία της πολιτικής μικροστόχευσης ως μίας σύγχρονης μεθόδου έκφρασης και προώθησης πολιτικών ιδεών, άρρηκτα συνδεδεμένης με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία επιτρέπει στους πολιτικούς φορείς να προσεγγίσουν στοχευμένα ομάδες ψηφοφόρων με μηνύματα που είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες, ανη
Σελ. 244συχίες και αξίες τους. Περαιτέρω, σημειώθηκε ότι η εξατομικευμένη προσέγγιση των εκλογέων δύναται να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική επικοινωνία και προώθηση ιδεών και κατ’ επέκταση σε μια πιο ενεργή και συμμετοχική δημοκρατία, όπου οι πολίτες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να ακουστούν και να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Παράλληλα, ωστόσο, επισημάνθηκαν οι σοβαροί κίνδυνοι που ενέχει η πολιτική μικροστόχευση για τη λειτουργία της δημοκρατίας, όταν χρησιμοποιείται χωρίς σαφείς ηθικούς και νομικούς περιορισμούς. Η αλόγιστη χρήση της μπορεί να οδηγήσει στη χειραγώγηση των πολιτών μέσω της προβολής μηνυμάτων που μπορεί να εκμεταλλεύονται τις ευαισθησίες ή τις προκαταλήψεις τους. Η άνιση προβολή ιδεών και η υπερβολική εστίαση σε συγκεκριμένες ομάδες μπορεί να υπονομεύσουν την ισότητα στην πολιτική διαδικασία, θέτοντας σε κίνδυνο τη διαφάνεια και τη διασφάλιση του πλουραλισμού των απόψεων. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική μικροστόχευση δύναται να αποτελέσει μοχλό χειραγώγησης της κοινής γνώμης, καθώς και μέσο υπονόμευσης της διαφάνειας και ισότιμης συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η θέσπιση του Κανονισμού 2024/900 αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη θετική κατεύθυνση για τη διαμόρφωση ενός διαφανούς πλαισίου για τη δραστηριότητα των πολιτικών φορέων στη συμπεριφορική διαφήμιση. Ο Κανονισμός επιδιώκει να εξισορροπήσει την αξιοποίηση αυτής της καινοτόμου πρακτικής με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ιδιωτικότητα και τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων. Παράλληλα, η εφαρμογή του συμβάλλει στη διασφάλιση της ισότητας και της διαφάνειας στην πολιτική διαδικασία, περιορίζοντας τους κινδύνους χειραγώγησης και ανισότητας που μπορεί να προκύψουν από την ανεξέλεγκτη χρήση της μικροστόχευσης. Σε κάθε, ωστόσο, περίπτωση η ικανότητα του Κανονισμού 2024/900 να ρυθμίσει επαρκώς τον διαρκώς εξελισσόμενο τομέα της διαφήμισης στο διαδίκτυο, και ιδίως την πολιτική επικοινωνία μέσω αυτού, μέλλει να κριθεί στην πράξη, ιδίως στο βαθμό που η ορθή εφαρμογή του εξαρτάται εν πολλοίς από τους ίδιους πολιτικούς φορείς, τη δραστηριότητα των οποίων επιδιώκει να ελέγξει.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα