Κείμενο

Εισαγωγή
Ως γνωστόν, με τον ν. 3068/2002, ο έλεγχος της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατέθηκε σε Τριμελή Συμβούλια, τα οποία ιδρύθηκαν αρχικά στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στον Άρειο Πάγο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την παρακολούθηση της εφαρμογής των αποφάσεων του αντίστοιχου δικαιοδοτικού κλάδου , ενώ με τον ν. 3900/2010 ο μηχανισμός αποκεντρώθηκε σε επίπεδο διοικητικής δικαιοσύνης . Από τη μελέτη της «νομολογίας» του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης του ΣτΕ, κατά τη δεκαετή λειτουργία του , προκύπτει με σαφήνεια το συμπέρασμα ότι η σχετική παθολογία εντοπίζεται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε δύο βασικές κατηγορίες διαφορών: τις υπαλληλικές και τις περιβαλλοντικές, οι οποίες θα μας απασχολήσουν εν προκειμένω. Συνήθεις εγκαλούμενοι εμφανίζονται το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (τέως Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και Περιφέρειες (τέως Περιφέρειες και οι Διευθύνσεις Πολεοδομίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων αντίστοιχα) . Σε σχέση με άλλες κατηγορίες διαφορών, στο πεδίο προστασίας του περιβάλλοντος και τήρησης της πολεοδομικής νομοθεσίας, η αδράνεια, άλλως η δυστροπία της Διοίκησης κάμπτεται με μεγαλύτερη καθυστέρηση, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί αφενός στην δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που δύσκολα μπορούν να ανατραπούν σε συνδυασμό με τις σημαντικές οικονομικές συνέπειες για τα διάδικα μέρη και αφετέρου στην αυξημένη πολυπλοκότητα των ενεργειών στις οποίες θα πρέπει να προβεί η Διοίκηση, καθ΄ όσον συχνά είναι απαραίτητη η το πρώτον ή εκ νέου σύνταξη μελετών, γνωμοδοτήσεων κ.λπ. από τα αρμόδια τεχνικά όργανα . Οι δύο επιμέρους κατηγορίες που θα
Σελ. 602μπορούσε να συστηματοποιηθεί η φαινομενολογία αυτή, είναι οι διαφορές από περιβαλλοντικές και οικοδομικές άδειες (1) και οι διαφορές από την άρση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και εν γένει ρυμοτομικών βαρών (2).
1. Επί διαφορών από περιβαλλοντικές και οικοδομικές άδειες
Σύμφωνα με τα παγίως γενόμενα δεκτά γενικότερα στη νομολογία, « η Διοίκηση συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των Διοικητικών Εφετείων υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη νομικά τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, αλλά οφείλει να προχωρήσει με θετικές ενέργειες στην αναμόρφωση της ή των νομικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν εν τω μεταξύ βάσει της πράξεως ή της παραλείψεως που ακυρώθηκε ή ως συνέπεια αυτής. Προς το σκοπό αυτό οφείλει να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που στηρίζονται στη ακυρωθείσα και να επαναλάβει τις πράξεις που κατά νόμο υποχρεούται να εκδώσει, χωρίς τη νομική πλημμέλεια που διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, ώστε να διαμορφωθεί νομική κατάσταση σύμφωνη προς το νόμο κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμορφώσεως της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως, ήτοι από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσης πράξεως ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση » .

Κατά την ανωτέρω αντίληψη, το διοικητικής φύσεως ζήτημα είναι αυτό που προσδιορίζει τα όρια των σχετικών υποχρεώσεων για τη Διοίκηση, σε βαθμό ώστε η υποχρέωση συμμόρφωσης να γίνεται αντιληπτή ως εξωδικαστική εκδήλωση του δεδικασμένου . Δογματικά, κατά μια παλιότερη θεώρηση, το διοικητικής φύσεως ζήτημα συνίσταται στη νομιμότητα ή μη της προσβαλλόμενης πράξεως, εν όψει όλων των προβληθέντων, δυνάμενων να προβληθούν και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων λόγων . Ο Π.Δαγτόγλου περιγράφει ως τέτοιο κάθε ζήτημα που αφορά το παραδεκτό ή το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος . Κατά τον Ε. Σπηλιωτόπουλο «διοικητικής φύσεως» ζητήματα είναι τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του διοικητικού δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης ή απόρριψη της αίτησης) δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού . Κατά τον Τσάτσο «το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα» δεν είναι τίποτα άλλο παρά το προδικαστικό διοικητικό ζήτημα της ακυρωτικής αίτησης . Κατά τον Π. Λαζαράτο είναι το ζήτημα που αναφύεται από την εφαρμογή διατάξεων του διοικητικού δικαίου προσδιορίζεται δε τριπολικά: α) από τα πραγματικά περισταστικά της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού του διοικητικού δικαστηρίου (πραγματικό ζήτημα), β) από τους κανόνες της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού(νομικό ζήτημα) και γ) από το αίτημα του ενδίκου βοηθήματος, ενώ δεν αφορά τον τρόπο ερμηνείας των κανόνων δικαίου ούτε διαπιστώσεως των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών . Ο Χ. Χρυσανθάκης προσδιορίζει ως τέτοιο τη νομική και πραγματική αιτία με κύριο σημείο αναφοράς την
Σελ. 603προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, την κρίση νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τον λόγο ακύρωσης, ο οποίος αποτελεί αναγκαίο προσδιοριστικό στοιχείο του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού .

Ευθεία απόρροια των εγγενών αυτών ορίων του διοικητικής φύσεως ζητήματος, αποτελούν οι θέσεις των Τριμελών Συμβουλίων του ν. 3068/2002. Τα Συμβούλια υποδεικνύουν με ακρίβεια στη Διοίκηση τις υποχρεώσεις της, ανεξάρτητα από το αν η τελευταία διαθέτει δέσμια αρμοδιότητα ή διακριτική ευχέρεια, ενίοτε μάλιστα διακρίνοντας ανάλογα με τις διαφορετικές τροπές που ενδέχεται να λάβει η υπόθεση στο στάδιο της εκτέλεσης . Έτσι, αν ακυρωθεί η άρνηση οικοδομικής άδειας η Διοίκηση οφείλει να χωρήσει στον έλεγχο συνδρομής των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της, πλην αυτών για τις οποίες αποφάνθηκε η δικαστική απόφαση . Εφ΄ όσον ακυρωθεί πράξη αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας για τον λόγο ότι η πολεοδομική αρχή δεν εξέφερε πριν από την έκδοσή της, όπως κατά το νόμο, υποχρεούταν, αιτιολογημένη κρίση για σχετικό ζήτημα, η έκδοση υπέρ του εργολάβου νέας αναθεώρησης της αρχικής οικοδομικής αδείας, θεωρείται κατ΄ αρχήν ότι δεν παραβιάζει την υποχρέωση συμμόρφωσης . Περαιτέρω, η ακύρωση πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης, λόγω αναρμοδιότητας, επιβάλλει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση όχι όμως απαραίτητα και την ολοκλήρωση της αρξαμένης διαδικασίας για την έκδοση νέας πράξης ή την υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε άλλη νόμιμη ενέργεια . Εξ άλλου, αποτελούν αντικείμενο αυτοτελούς ελέγχου σε δικαστικό επίπεδο, διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν βάσει νεοτέρου νομοθετικού καθεστώτος, ακόμα και αν κατ΄ αποτέλεσμα φαίνεται να οδηγούν σε μη εκπλήρωση των συναχθέντων από την δικαστική απόφαση υποχρεώσεων , όπως βεβαίως και οι πράξεις που δεν αποτελούν άμεση απόρροια της δικαστικής απόφασης .

Στην πλειονότητα πάντως των αναφυόμενων υποθέσεων, το Τριμελές Συμβούλιο ερμηνεύει ιδιαίτερα διασταλτικά τις υποχρεώσεις που πηγάζουν για τα αρμόδια όργανα και που συνίστανται, κυμαινόμενες βεβαίως με βάση την εκάστοτε αιτιολογική κρίση, α) στην έκδοση πράξεων που ανακαλούν τις ακυρωθείσες, β) σε πράξεις που αναμορφώνουν ουσιαστικά την κατάσταση σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης και γ) σε υλικές ενέργειες, οι οποίες θα υλοποιούν τις συγκεκριμένες πράξεις . Ως πράξεις αναγκαίες για την αναμόρφωση
Σελ. 604της πραγματικότητας θεωρούνται οι χαρακτηρισμοί όλων των κατασκευών που είχαν ανεγερθεί σε εκτέλεση της ακυρωθείσης πράξεως ως αυθαιρέτων και ως υλικές ενέργειες η κατεδάφιση των επίμαχων κατασκευών . Εξ άλλου, επί ακύρωσης σιωπηρής άρνησης να ικανοποιηθεί σχετικό αίτημα του διοικουμένου, τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων της Διοίκησης που πηγάζουν από την ακυρωτική απόφαση μπορεί να διευκολύνει το περιεχόμενο της αίτησης που υπέβαλε αρχικά ο διοικούμενος .

Αξιομνημόνευτο, από πολλές απόψεις, είναι το χρονικό μη συμμόρφωσης της Διοίκησης για πάνω από 16 έτη προς δύο αποφάσεις του Ε΄ Τμήματος , με τις οποίες ακυρώθηκαν, μεταξύ άλλων, δύο οικοδομικές άδειες για τον λόγο ότι ερείδονταν επί αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων, η οποία είχε παρανόμως περιλάβει βιότοπο ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας στα όρια των οικισμών, στους οποίους αφορούσαν οι άδειες. Την παράλειψη της Διοίκησης να συμμορφωθεί διαπίστωσε δύο φορές η Επιτροπή του άρθρου 5 του ν. 1470/1984 , μεταξύ των οποίων μεσολάβησε και καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Η Διοίκηση εξακολούθησε να εκδίδει οικοδομικές άδειες στην περιοχή, δεν προέβη στη λήψη μέτρων προστασίας του συγκεκριμένου βιοτόπου, μέσω του νόμιμου καθορισμού των ορίων του και των ορίων των εντός της περιοχής ευρισκόμενων οικισμών και δεν διέταξε την αναστολή εκδόσεως οικοδομικών αδειών, μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, προβαίνοντας απλώς σε μερική καταγραφή των οικοδομικών αδειών που είχαν στο μεταξύ εκδοθεί. Με το 16/2010 πρακτικό του, το Τριμελές Συμβούλιο ΣτΕ διαπίστωσε εκ νέου την εμμονή στη μη συμμόρφωση, διευκρινίζοντας ότι με τις δικαστικές αποφάσεις ακυρώθηκαν μεν μόνον οι ρητώς αναφερόμενες στο διατακτικό οικοδομικές άδειες, η ακύρωση, ωστόσο, αυτή στηρίχθηκε στην κρίση περί της μη νομιμότητας της απόφασης του Νομάρχη Κυκλάδων, η οποία είχε αποτελέσει το έρεισμα για την έκδοσή τους.
Είναι γεγονός ότι η δικαστική απόφαση δεν εξαντλείται, ως προς το ρυθμιστικό της περιεχόμενο, στο διατακτικό της, αλλ΄ αποτελεί « σύμπλεγμα διαδικασίας, τύπου και περιεχομένου, αντικειμένου της πράξεως και νομικής και πραγματικής βάσεως αυτής, αντικειμένου και σκοπού της πράξεως » . « Η δεσμευτικότητα που απορρέει από την κάλυψη από το δεδικασμένο του δικανικού συλλογισμού ως ενιαίου όλου » είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της λειτουργίας του δεδικασμένου και της δι΄ αυτού κάλυψης της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, γιατί διαφορετικά σε μελλοντική δίκη, μέσω της αμφισβήτησης της μείζονος και κυρίως της ελάσσονος πρότασης του
Σελ. 605τελικού δικανικού συλλογισμού υπάρχει κίνδυνος ανατροπής της εκ του δεδικασμένου δέσμευσης ως προς το συμπέρασμα του συλλογισμού, δηλαδή ως προς την διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια . Παρ΄ όλα αυτά, η νομολογία τόσο του ίδιου του ΣτΕ, όσο και του Τριμελούς Συμβουλίου αυτού, παρίσταται αρκετά συγκρατημένη στη συναγωγή περαιτέρω υποχρεώσεων για τη Διοίκηση, προκειμένου ακριβώς να μην υπερβεί τα εγγενή όρια του διοικητικής φύσεως ζητήματος. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, με το σκεπτικό ότι το παρεμπιπτόντως εξετασθέν ζήτημα συναρτάτο με το συμπέρασμα που είχε γίνει δεκτό, αποτελώντας αναγκαίο στήριγμά του , το Τριμελές Συμβούλιο προέβη σε εξαντλητικό προσδιορισμό των σχετικών υποχρεώσεων.
Ειδικότερα, στην επίμαχη περίπτωση έγινε δεκτό ότι η Διοίκηση υποχρεούταν, όχι μόνον να θεωρήσει ως ανίσχυρες και μη υφιστάμενες στο νομικό κόσμο τις ακυρωθείσες οικοδομικές άδειες, διατάσσοντας επιπλέον την κατεδάφιση των αντίστοιχων οικοδομών, αλλά, περαιτέρω, αφ΄ ενός μεν να παύσει να εκδίδει εφ΄ εξής οικοδομικές άδειες για την ανέγερση κτηρίων εντός της περιοχής είτε βάσει της επίμαχης απόφασης του Νομάρχη Κυκλάδων, είτε βάσει άλλων διατάξεων, όπως των διατάξεων για την εκτός σχεδίου δόμηση, αφ΄ ετέρου δε να προβεί στην οριοθέτηση των οικισμών που βρίσκονταν εντός της περιοχής κατά το νόμιμο τρόπο, μη συμπεριλαμβάνοντας, δηλαδή, εντός των ορίων τους οποιοδήποτε τμήμα του επίδικου βιοτόπου. Κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, από τις ακυρωτικές αποφάσεις απέρρευσε, περαιτέρω, υποχρέωση της Διοικήσεως να καθορίσει τα όρια του βιοτόπου και του επίδικου οικισμού, χαράζοντάς τα σε ικανή απόσταση, ώστε να διασφαλίζεται το απρόσβλητο του βιοτόπου από τις επιπτώσεις λειτουργίας του οικισμού, μέχρι δε την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, να αναστείλει την έκδοση οικοδομικών αδειών εντός της επίμαχης περιοχής.
Πέραν της αναστολής όσον αφορά την έκδοση οικοδομικών αδειών για ένα χρόνο, η Διοίκηση εξακολούθησε κατά τα λοιπά να μη συμμορφώνεται. Τελικά, με την Α 103/2011 ΤριμΣυμβΣτΕ επιβλήθηκε κύρωση ύψους 30.000 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στις αρμόδιες υπηρεσίες (ΥΠΕΚΑ και Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου), για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας συνεκτιμήθηκαν, αφ΄ ενός μεν το εύρος και η διάρκεια της παραβάσεως και η από μακρού και κατ΄ επανάληψη από διάφορα όργανα διαπίστωση της μη συμμορφώσεως και αφ΄ ετέρου το γεγονός της μερικής προσωρινής συμμορφώσεως της Διοικήσεως με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης για την αναστολή της εκδόσεως οικοδομικών αδειών στην περιοχή .

Δύο διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν όσον αφορά την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής, σε αντίθετες κατευθύνσεις. Χρειάστηκαν 16 έτη για να καταδικαστεί η Διοίκηση με χρηματική κύρωση για την προκλητική αδράνειά της όσον αφορά την παραγνώριση του δεδικασμένου των ακυρωτικών αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, το Τριμελές Συμβούλιο, παίρνοντας τη σκυτάλη από την αναποτελεσματική Επιτροπή Συμμόρφωσης, από την ακύρωση δύο οικοδομικών αδειών συνήγαγε μια σειρά από υποχρεώσεις για τη Διοίκηση, οι οποίες εφ΄ όσον υλοποιηθούν, θα οδηγήσουν σε πλήρη αναμόρφωση της διαμορφωθείσας κατάστασης. Ταυτόχρονα, υποδεικνύοντας προσωρινά μέτρα (προσωρινή αναστολή οικοδομικών εργασιών), μέχρι την οριστική ρύθμιση της κατάστασης μετήλθε, κατά έναν τρόπο, προωθημένων πρακτικών που καταγράφονται σε ξένες έννομες τάξεις . Εξ άλλου, σε πρόσφατη απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου του Ε΄ Τμήματος, ορίστηκε για πρώτη φορά μετά τη θέσπιση της σχετικής ρύθμισης, εντεταλμένος δικαστή κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 3068/2002 και του άρθρο 4 του πδ 61/2004 . Ο εντεταλμένος δικαστής διατυπώνει αυτεπαγγέλτως γνώμη και παρέχει την αναγκαία συνδρομή στην αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση, ως προς τον ενδεικνυόμενο τρόπο συντέλεσης της τελευταίας ενεργεί δε σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και οδηγίες που τυχόν παρέχονται από το συμβούλιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση τηρεί ενήμερο για τις ενέργειές του . Η αξιοποίηση του θεσμού αυτού, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη σε περιπτώσεις που η συμμόρφωση προϋποθέτει σύνθετες διοικητικές ενέργειες, αλλά και η διοικητική δυστροπία παρίσταται μακροχρόνια και ανθεκτική .

Σελ. 606 Παρά τον συγκριτικά μικρότερο αριθμό υποθέσεων που έχουν απασχολήσει τα Τριμελή Συμβούλια σε σχέση με τις υπαλληλικές διαφορές, η εμμονή στη δυστροπία της Διοίκησης παρίσταται πιο ανθεκτική και αντίστοιχα οι κυρώσεις παρίστανται σχετικά πιο υψηλές . Το ύψος πάντως της κύρωσης, συνήθως ανερχόμενο σε 5-10.000 ευρώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκές, τουλάχιστον αυτοτελώς, προκειμένου να κάμψει τη διοικητική δυστροπία. Περαιτέρω, ως ικανοποιητική κρίνεται η συμμόρφωση που λαμβάνει χώρα με τη νομιμοποίηση των επίμαχων κτισμάτων με την έκδοση των οικείων οικοδομικών αδειών, τυχόν αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς δικαστικής κρίσης .

2. Επί άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Περαιτέρω, σημαντικός αριθμός επιβολής κυρώσεων από τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης, αφορά ειδικά περιπτώσεις που η Διοίκηση αρνείται, κατόπιν ακύρωσης της σχετικής άρνησής της, να άρει την επιβληθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση και εν γένει το επιβληθέν ρυμοτομικό βάρος. Σε μια τέτοια περίπτωση η Διοίκηση οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να προβεί στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως και ταυτοχρόνως να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του επίμαχου κάθε φορά ακινήτου. Οι αποφάσεις που ακυρώνουν ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις επαναλαμβάνουν κατά στερεοτυπικό τρόπο μια εξαντλητική μείζονα πρόταση για τις ειδικότερες ενέργειες, στις οποίες οφείλει να προβεί η Διοίκηση, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ως απότοκος, προϊόν και «προίκα» μιας μακράς νομολογιακής ιστορικής διαδρομής, όπου αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης και αιτία παράγωγων διαφορών, λόγω της ασάφειας και τη συνθετότητας του νομοθετικού πλαισίου.
Η Διοίκηση προβάλλει πλήθος ισχυρισμών προκειμένου να δικαιολογήσει την κωλυσιεργία που επιδεικνύει το δε Τριμελές Συμβούλιο επιδεικνύει ιδιαίτερη ανοχή ως προς τον χρόνο συντέλεσης της συμμόρφωσης . Από την άλλη, προκειμένου
Σελ. 607να επισπευσθούν οι σχετικές διαδικασίες, γίνεται δεκτό ότι η άπρακτη παρέλευση του προβλεπόμενου για τη γνωμοδότηση του οικείου δημοτικού συμβουλίου χρονικού διαστήματος δεν παρακωλύει την εξέλιξη της διαδικασίας άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως που έχει επιβληθεί και δεν εμποδίζει το έχον την αποφασιστική αρμοδιότητα όργανο να επιληφθεί του αιτήματος άρσεως της απαλλοτριώσεως και να προβεί στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου για το σκοπό αυτό .

Η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στις οφειλόμενες ενέργειες δεν δικαιολογείται ούτε από τη μη έγκαιρη υποβολή, εκ μέρους του ιδιοκτήτη, αιτήματος τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΝΟΚ με συνημμένα όλα τα αναφερόμενα στη διάταξη δικαιολογητικά, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αφορά στα στοιχεία που εκδίδονται με δική του πρωτοβουλία και κρίνονται αναγκαία για τη σχετική ρυμοτομική ρύθμιση και δεν αφορά στοιχεία άλλων υπηρεσιών, η αναζήτηση των οποίων από τον ιδιώτη θα μπορούσε να καθυστερήσει υπέρμετρα την εφαρμογή της οικείας δικαστικής απόφασης . Όταν η τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η υποχρέωση του ιδιώτη εξαντλείται στην προσκόμιση των στοιχείων που εκδίδονται με δική του πρωτοβουλία και τα οποία κρίνονται αναγκαία για τη σχετική ρυμοτομική ρύθμιση, ενώ τα λοιπά στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο άλλων υπηρεσιών οφείλει η Διοίκηση να τα αναζητήσει από τις οικείες υπηρεσίες .

Περαιτέρω, η κίνηση απλώς ορισμένων ενεργειών, χωρίς αυτές να ολοκληρωθούν, συνιστά πλημμελή συμμόρφωση. Χαρακτηριστικά, διαπιστώθηκε παράλειψη συμμόρφωσης της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου όσον αφορά άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επί δύο ακινήτων, « διότι αν και μετά την κοινοποίηση του πρακτικού στην Διοίκηση εξεδόθησαν δύο αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Καρπάθου, με την πρώτη των οποίων κινήθηκε η διαδικασία για την εκ νέου άρση και επανεπιβολή της απαλλοτριώσεως, ενώ με την δεύτερη αποφασίσθηκε η απ΄ ευθείας αγορά των επίμαχων ακινήτων, από τα στοιχεία του φακέλου ούτε προκύπτει η προώθηση και ολοκλήρωση οποιασδήποτε από τις διαδικασίες αυτές, ούτε, άλλωστε, η Διοίκηση προβάλλει ότι προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προς τον σκοπό αυτόν, πέραν της εκδόσεως των ανωτέρω αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, η δε προσπάθεια συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς είχε και στο προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας αποτύχει » . Εξ άλλου, από τη σιωπή της Διοίκησης στην πρόσκληση του Συμβουλίου να γνωστοποιήσει τις ενέργειές της σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση τεκμαίρεται αυτή δε συμμορφώθηκε , όπως αυτονόητα δεν αρκεί σε καμία περίπτωση η έκδοση απλώς πράξεων που γνωστοποιούν στο καθ΄ ύλην αρμόδιο όργανο την ακυρωτική απόφαση .

Ιδιαίτερο προβληματισμό γεννά η αντιμετώπιση από τα Τριμελή Συμβούλια των περιπτώσεων που η Διοίκηση προβαίνει, κατόπιν άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, σε επανεπιβολή αυτής. Σύμφωνα με τα παγίως γενόμενα δεκτά στη νομολογία, η Διοίκηση δεν παραβαίνει την υποχρέωσή της να συμμορφωθεί, εφ΄ όσον κατ΄ αρχήν αποχαρακτηρίσει το χώρο, ανεξάρτητα από το αν στη συνέχεια επανεπιβάλλει την απαλλοτρίωση ή το βάρος . Το Συμβούλιο σταθερά αρνείται να εξετάσει ισχυρισμούς όπως ότι « δε συντρέχουν οι απαιτούμενες για την επανεπιβολή της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως προϋποθέσεις της σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης και της δυνατότητας άμεσης καταβολής αποζημιώσεως, επικουρικώς δε ότι, και αν ακόμη συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η Διοίκηση υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας », με την αιτιολογία ότι σχετική κρίση δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του, αλλά ότι αυτοί μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας δικαστικής κρίσεως κατόπιν ασκήσεως του σχετικού ενδίκου βοηθήματος .

Το φαινόμενο της επανεπιβολής των απαλλοτριώσεων είναι τόσο συχνό στην έννομη τάξη μας που ο νομοθέτης, θεσπίζοντας κατ΄ ουσίαν ένα ειδικό δίκαιο της συμμόρφωσης, ρύθμισε διεξοδικά τη διαδικασία, προσπαθώντας να προβλέψει τις ελάχιστες εγγυήσεις για την εκ νέου επανεπιβολή . Η άρνηση
Σελ. 608του Τριμελούς Συμβουλίου να εξετάσει ισχυρισμούς σε περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης, παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, δεδομένου ότι οδηγεί στην πράξη σε εκμηδένιση της ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος . Μολονότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχεται βεβαίως ότι η Διοίκηση μπορεί να προβεί σε απαλλοτρίωση της επίδικης ιδιοκτησίας εκ νέου, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας , αξιολογεί τα πραγματικά γεγονότα της κάθε περίπτωσης, και εξετάζει, πέρα από την νομότυπη τήρηση της διαδικασίας άρσης, αν ο προσφεύγων αποκόμισε τελικά συγκεκριμένο όφελος από την απόφαση . Έτσι, το Δικαστήριο ακολούθησε ως κριτήριο αν κατά το χρόνο εξέτασης της υπόθεσης ενώπιών του, η νομική κατάσταση του οικοπέδου έχει κατ΄ αποτέλεσμα διαφοροποιηθεί προς εκείνη του χρόνου έκδοσης της προς συμμόρφωση απόφασης . Σε κάθε περίπτωση αναζητεί την ουσία της υπόθεσης, μη διστάζοντας να επισημάνει ότι η επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης « καταδεικνύει εκ μέρους της διοίκησης μία βούληση μη συμμόρφωσης προς το πνεύμα της » προς συμμόρφωση απόφασης ή « μία απόπειρα αποφυγής εκτέλεσης μίας οριστικής απόφασης ή υπερβολικής καθυστέρησης στην εφαρμογή της» .

Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του ΣτΕ προβαίνει συχνά σε αξιομνημόνευτη διασταλτική ερμηνεία των υποχρεώσεων που γεννώνται για τη Διοίκηση από μια απόφαση επί περιβαλλοντικής διαφοράς, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση που από την ακύρωση δύο οικοδομικών αδειών συνήγαγε μια σειρά οφειλόμενων για τη Διοίκηση ενεργειών, σε επίπεδο μάλιστα κανονιστικής αρμοδιότητας. Τις ενέργειες αυτές στήριξε στο παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα και σε περίπτωση συντέλεσής τους θα οδηγούσαν σε πλήρη αναμόρφωση της διαμορφωθείσας κατάστασης, πέρα από τα όρια της συγκεκριμένης περίπτωσης. Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερο προβληματισμό γεννά η αντιμετώπιση από τα Τριμελή Συμβούλια των περιπτώσεων που η Διοίκηση προβαίνει, κατόπιν άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, σε επανεπιβολή της.
Στο πεδίο λοιπόν των περιβαλλοντικών διαφορών, αναδεικνύεται ιδιαίτερα το δικαιοπλαστικό εύρος της εξουσίας της διοικητικού δικαστή όσον αφορά το περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις. Από τη μία πλευρά, η συναγωγή από τον δικαστή που επιλαμβάνεται της συμμόρφωσης, μιας σειράς από υποχρεώσεις που πραγματώνουν ουσιαστικά και στην ολότητά του το ωφέλιμο αποτέλεσμα των δικαστικών αποφάσεων και οι οποίες μάλιστα πρέπει να υλοποιηθούν στον πραγματικό κόσμο με αντίστοιχες υλικές ενέργειες. Στον αντίποδα, καταγράφεται η μάλλον «μυωπική» αντιμετώπιση του φαινομένου της επανεπιβολής ρυμοτομικού βάρους, την επαύριον της άρσης του σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, με συνέπεια τον εγκλωβισμό του διοικούμενου σε έναν ατέρμονα και μάταιο κύκλο διάσωσης της περιουσίας του.