Διοικητικό Έγγραφο

ΓΝΩΜΗ Α12/2021
ΑΔΑ: ΨΒΠ4ΟΞΤΒ-1Θ9
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(του αρ. 2, παρ. 2, περ. γ', υποπερ. αα' του ν. 4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα σήμερα την 7η Δεκεμβρίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι ένα (2021) ημέρα Τρίτη και ώρα 9.30 π.μ., επί της οδού Κεφαλληνίας 45 και Κομνά Τράκα, όπου και η έδρα της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση, μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής. Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
1. Προεδρεύων: Αδάμ Καραγλάνης, Αντιπρόεδρος
2. Μέλη: Δημήτριος Σταθακόπουλος (μέσω τηλεδιάσκεψης)
Μαρία Στυλιανίδη (μέσω τηλεδιάσκεψης)
Ερωφίλη Χριστοβασίλη (μέσω τηλεδιάσκεψης)
Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης
Βασιλική Σκαρτσούνη (μέσω τηλεδιάσκεψης)
Γραμματέας: Αικατερίνη Αλτιπαρμάκη, Δ.Ε. Διοικητικών Γραμματέων
Εισηγητής: Γεώργιος Κυρίτσης, Προϊστάμενος του Τμήματος Μελετών της Διεύθυνσης Μελετών και Γνωμοδοτήσεων
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστη ο εισηγητής, Γεώργιος Κυρίτσης, η Αν. Προϊσταμένη του Τμήματος Γνωμοδοτήσεων, Χριστίνα Καξιρή (μέσω τηλεδιάσκεψης), η Προϊσταμένη Διεύθυνσης Μελετών και Γνωμοδοτήσεων, Μίνα Καλογρίδου, καθώς και εκπρόσωπος του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών (μέσω τηλεδιάσκεψης), οι οποίοι αποδεσμεύτηκαν πριν την έναρξη της διαδικασίας της ψηφοφορίας των μελών του Συμβουλίου της Αρχής και τη λήψη της απόφασης.
Θέμα: Διατύπωση γνώμης της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’ υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, επί προτεινόμενων διατάξεων σχεδίου νόμου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Με το από 10.11.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Γενικής Γραμματείας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων (αρ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 6816/11.11.2021) διαβιβάσθηκε στην Αρχή σχέδιο νόμου, με τίτλο «Πρότυπες Προτάσεις».
Σύμφωνα με τη συνοδεύουσα, το σχέδιο νόμου, ανάλυση συνεπειών ρύθμισης:
«Αντικείμενο του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι η θέσπιση ενός πλαισίου υποβολής, αξιολόγησης και έγκρισης προτάσεων καινοτομίας με πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα σχετικά με μεγάλα έργα υποδομών τα οποία, μεταξύ άλλων, υπερβαίνουν το ποσό των 200.000.000 Ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), παρουσιάζουν χαρακτηριστικά καινοτομίας ή/και πολυπλοκότητας, προάγουν την περιφερειακή ανάπτυξη και συμβάλλουν στην εθνική οικονομία, και τα οποία πρόκειται να υλοποιηθούν μέσω συμβάσεων έργων, συμβάσεων παραχώρησης και ΣΔΙΤ. Στο πλαίσιο του νομοσχεδίου ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, το ελάχιστο περιεχόμενο μίας πρότασης καινοτομίας (ελάχιστο επίπεδο ωρίμανσης), κίνητρα για την υποβολή προτάσεων καινοτομίας, καθώς και ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων κατά το στάδιο δημοπράτησης έργων που έχουν προταθεί στο πλαίσιο υποβολής πρότασης καινοτομίας.»
Ι. Υποβληθέν σχέδιο νόμου
Το υποβληθέν στην Αρχή σχέδιο- νόμου έχει ως εξής:
«ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΜΕ ΤΙΤΛΟ
«Πρότυπες Προτάσεις»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Σκοπός
Με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός των πρότυπων προτάσεων για έργα υποδομής, ως μια εναλλακτική λύση στην παραδοσιακή μέθοδο σύλληψης και ωρίμανσης έργων υποδομών, όπου ο ιδιωτικός τομέας, αναλαμβάνει πρωτοβουλία και συμμετοχή στον εντοπισμό και την ωρίμανση ενός έργου συμπληρωματικά στον σχεδιασμό του κράτους.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Με τον παρόντα νόμο θεσπίζεται η διαδικασία υποβολής και οι κανόνες αξιολόγησης και έγκρισης πρότυπων προτάσεων, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων παραχώρησης και συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που υλοποιούνται κατόπιν έγκρισης πρότυπων προτάσεων, με σκοπό την επιτάχυνση της ωρίμανσης, δημοπράτησης και υλοποίησης έργων υποδομών με τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα.
Άρθρο 3
Πεδίο Εφαρμογής
1. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εμπίπτουν οι προτάσεις που υποβάλλονται από οικονομικούς φορείς με πρωτοβουλία τους και έχουν ως αντικείμενο τη μελέτη και κατασκευή έργων υποδομών, είτε αφορούν σε νέα έργα υποδομών είτε στην επέκταση ή αναδιαμόρφωση ή τροποποίηση υφιστάμενων έργων υποδομών, ή και την παροχή συναφών με τη λειτουργία τους υπηρεσιών, εφόσον πληρούν σωρευτικά τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
(α) αφορούν σε έργα υποδομών, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εποπτευόμενων από τα υπουργεία αυτά,
(β) αφορούν σε έργα υποδομών, τα οποία παρουσιάζουν χαρακτηριστικά καινοτομίας και πολυπλοκότητας,
(γ) η προϋπολογιζόμενη αξία του έργου, στο οποίο αφορά η πρόταση, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) ευρώ, χωρίς ΦΠΑ,
(δ) αφορούν σε έργα υποδομής, τα οποία δεν έχουν ενταχθεί οριστικά στον σχεδιασμό της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα δια της δέσμευσης σχετικής πίστωσης για την εκτέλεσή τους και δεν έρχονται σε αντίθεση με τον σχεδιασμό αυτό,
(ε) η υλοποίηση της προτεινόμενης επένδυσης προάγει την περιφερειακή ανάπτυξη ή συμβάλλει συνολικά στην εθνική οικονομία.
2. Κατ’ εξαίρεση, με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, δύνανται να γίνονται αποδεκτές και να θεωρούνται ως πρότυπες, προτάσεις οι οποίες αφορούν (α) σε έργα τα οποία παρότι έχουν ενταχθεί στον σχεδιασμό της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα ή στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, παρουσιάζουν πολύ χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης και η επιτάχυνση της υλοποίησής τους εκτιμάται ότι θα συμβάλει σημαντικά στην περιφερειακή ή εθνική οικονομική ανάπτυξη, ή (β) σε έργα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αναθέτουσας αρχής ή αναθέτοντος φορέα διάφορου των αναφερομένων στην περ. α) της παρ. 2, ή (γ) ειδικώς για μία περίοδο οκτώ (8) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, παρότι δεν πληρούν την προϋπόθεση της περ. β) της παρ. 2 του παρόντος, κρίνεται ότι μέσω της υλοποίησής τους θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση των δυσμενών οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού covid -19.
3. Τα έργα υποδομών στα οποία αφορούν οι πρότυπες προτάσεις, δύνανται να υλοποιηθούν μέσω σύναψης δημόσιας σύμβασης έργου κατά τον ορισμό της περ. … της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), σύμβασης παραχώρησης έργου κατά την έννοια της περ. α. της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4413/2016 (Α΄ 148), ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3389/2005 (Α’ 232).
Άρθρο 4
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) ως «πρότυπη πρόταση» νοείται κάθε έγγραφη πρόταση οικονομικού φορέα, η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα και αφορά στη δημοπράτηση και κατασκευή έργου υποδομής ή και την παροχή συναφών με τη λειτουργία του υπηρεσιών προς τον σκοπό της κίνησης διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου, σύμβασης παραχώρησης έργου ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
2) ως «οικονομικός φορέας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα αυτών των προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών ενώσεων επιχειρήσεων, που προσφέρει την εκτέλεση εργασιών ή έργου, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών στην αγορά
3) ως «προτείνων» νοείται ο οικονομικός φορέας που υποβάλλει την πρότυπη πρόταση.
4) ως «καινοτομία» νοείται η υλοποίηση έργου ή υπηρεσίας ή διαδικασίας με νέα, πρωτότυπα ή σημαντικά βελτιωμένα χαρακτηριστικά ή όρους υλοποίησης ή αποτελέσματος, που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στις διαδικασίες παραγωγής, ανοικοδόμησης ή κατασκευής, νέα μέθοδο εμπορίας ή νέα μέθοδο οργάνωσης στις επιχειρηματικές πρακτικές, οργάνωσης του χώρου εργασίας ή των εξωτερικών σχέσεων, μεταξύ άλλων, με σκοπό τη συμβολή στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων ή την υποστήριξη της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
5) ως «πολυπλοκότητα» νοείται η υλοποίηση έργου υπό ειδικές περιστάσεις ή που παρουσιάζει σύνθετα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη φύση, τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το μεγάλο ύψος της προτεινόμενης επένδυσης, τη νομική ή χρηματοοικονομική δομή ή τους κινδύνους που συνδέονται με τους ανωτέρω παράγοντες.
6) ως «δικαίωμα διεκδίκησης» νοείται το δικαίωμα που αποκτά ο προτείνων, του οποίου η πρότυπη πρόταση έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 10.
7) ως «Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων» νοείται το συλλογικό όργανο, το οποίο συστήνεται, συγκροτείται και είναι αρμόδιο για την εξέταση και αξιολόγηση πρότυπων προτάσεων και την υποβολή σχετικής εισήγησης, σύμφωνα με τον παρόντα.
8) ως «Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας» νοείται η κυβερνητική επιτροπή που προβλέπεται στην περ. ζ) του άρθρου 126 του ν. 4799/2021 (Α' 78).
9) με τους όρους «γραπτώς» ή «εγγράφως» νοείται κάθε σύνολο λέξεων ή αριθμών το οποίο μπορεί να διαβάζεται, να αναπαράγεται και στη συνέχεια να κοινοποιείται, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που μεταδίδονται και αποθηκεύονται με ηλεκτρονικά μέσα.
10) ο όρος «έργο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο στην περ. 7 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
11) ο όρος «σύμβαση παραχώρησης έργου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στην περ. α. της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4413/2016 (Α΄ 148).
12) ως «ηλεκτρονική πλατφόρμα» νοείται η ηλεκτρονική πλατφόρμα μέσω της οποίας υποβάλλονται οι πρότυπες προτάσεις, καθώς και κάθε σχετικό έγγραφο και αλληλογραφία μεταξύ του προτείνοντος και της Επιτροπής Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων, οι τεχνικές λεπτομέρειες λειτουργίας της οποίας καθορίζονται με την απόφαση του άρθρου 12 του παρόντος.
13) ως «προτεινόμενη επένδυση» νοείται το έργο υποδομής που αποτελεί το αντικείμενο της πρότυπης πρότασης.
14) ως «προϋπολογιζόμενη αξία του έργου» νοείται το συνολικό κόστος για τη μελέτη και κατασκευή του έργου, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εξόδων και του οφέλους της περ. θ’ της παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 4412/2016, καθώς και της συνολικής εκτιμώμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που τίθενται στη διάθεση του εργολάβου από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, εφόσον είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου, όπως τα κονδύλια αυτά υπολογίζονται και αναλύονται στην πρότυπη πρόταση.
15) ως «έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης» νοούνται τα έξοδα τα οποία επιβαρύνθηκε ο προτείνων οικονομικός φορέας για την προετοιμασία της πρότυπης πρότασης, όπως αυτά προσδιορίζονται στην περ. (ε) της παρ. 10 του άρθρου 8.
Άρθρο 5
Αρχές που εφαρμόζονται κατά την αξιολόγηση των προτύπων προτάσεων
1. Κατά τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των πρότυπων προτάσεων τα αρμόδια όργανα αντιμετωπίζουν τους προτείνοντες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.
2. Τα αρμόδια όργανα για την έγκριση της πρότυπης πρότασης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν την υλοποίηση ή μη των έργων υποδομών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο πρότυπης πρότασης και να επιλέγουν τη βέλτιστη μέθοδο για την εκτέλεση αυτών προς τον σκοπό της διασφάλισης υψηλού επιπέδου ποιότητας, ασφάλειας και οικονομικής προσιτότητας, βιωσιμότητας, ίσης μεταχείρισης και της προώθησης της καθολικής πρόσβασης και των δικαιωμάτων των χρηστών στις δημόσιες υπηρεσίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Άρθρο 6
Δικαίωμα υποβολής πρότυπης πρότασης
Δικαίωμα υποβολής πρότυπης πρότασης για την υλοποίηση έργου υποδομής έχει κάθε οικονομικός φορέας ή ένωση οικονομικών φορέων, ο οποίος ή, σε περίπτωση ένωσης, κάθε μέλος αυτής, δεν εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στην περ. (ιθ) της παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος και διαθέτει επαρκή εμπειρία στον τομέα της υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομών.
Άρθρο 7
Διαδικασία υποβολής και περιεχόμενο πρότυπης πρότασης
1. Πρότυπες προτάσεις δύνανται να κατατίθενται αποκλειστικά κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο εκάστου ημερολογιακού τριμήνου.
2. Η πρότυπη πρόταση υποβάλλεται στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και συνοδεύεται από πλήρη φάκελο υποστηρικτικών στοιχείων και εγγράφων σύμφωνα με την παράγραφο 3, σε ηλεκτρονική μορφή. Η παραλαβή της πρότυπης πρότασης επιβεβαιώνεται με σχετικό αποδεικτικό, το οποίο κοινοποιείται αμελλητί στον προτείνοντα μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
3. Η πρότυπη πρόταση περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τα ακόλουθα στοιχεία, πληροφορίες, μελέτες και εκτιμήσεις του προτείνοντος, σύμφωνα με τον σκοπό και το αντικείμενο της πρότυπης πρότασης:
(α) Παρουσίαση του προτείνοντος και στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
(β) Αναλυτική περιγραφή του αντικειμένου της πρότυπης πρότασης, με την οποία συνυποβάλλεται και αναλυτική τεκμηρίωση των χαρακτηριστικών καινοτομίας και πολυπλοκότητας της προτεινόμενης επένδυσης, στην οποία αφορά η πρότυπη πρόταση.
(γ) Αναλυτική και τεκμηριωμένη έκθεση του προτείνοντος ως προς τη δομή και μέθοδο υλοποίησης της προτεινόμενης επένδυσης από οικονομικής, τεχνικής και νομικής πλευράς. Ειδικότερα, ο προτείνων υποχρεούται να προσδιορίσει εάν η πρότυπη πρόταση αφορά στην υλοποίηση του έργου με σύναψη σύμβασης μελέτης και κατασκευής του προτεινόμενου έργου υποδομής σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) ή με σύναψη σύμβασης παραχώρησης έργου κατά τον ν. 4413/2016 (Α΄ 148) ή με σύναψη σύμβασης σύμπραξης κατά τον ν. 3389/2005 (Α’ 232).
(δ) Τεκμηρίωση της σκοπιμότητας της σύμβασης. Στο πλαίσιο αυτό υποβάλλεται αναλυτική τεκμηρίωση: (i) ως προς την προτεινόμενη επένδυση που προάγει την περιφερειακή ανάπτυξη ή συμβάλλει στην εθνική οικονομία, (ii) ως προς την πρότυπη πρόταση που είναι συμβατή με τους στρατηγικούς στόχους βιώσιμης ανάπτυξης της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα, αλλά και τους γενικότερους στόχους οικονομικής πολιτικής και βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας και (iii) ως προς την πρότυπη πρόταση που είναι συμφέρουσα, υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνει τον βέλτιστο συνδυασμό του κόστους ολόκληρου του κύκλου ζωής με την ποιότητα του έργου, κατά τρόπο που να καλύπτει τις ανάγκες του χρήστη (value for money analysis). Ειδικώς, τεκμηριώνεται ο τρόπος, με τον οποίο η πρότυπη πρόταση εκπληρώνει το επιθυμητό αποτέλεσμα με αποτελεσματικό (εξ επόψεως επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου και εξ επόψεως ταχύτητας), ποιοτικό, καινοτόμο και οικονομικό τρόπο, αντιμετωπίζοντας τους πιθανούς κινδύνους, όπως, ενδεικτικά, περιβαλλοντικούς, και χρηματοδότησης.
(ε) Παρουσίαση της σχετικής εμπειρίας του προτείνοντος στην υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής.
(στ) Αναλυτική τεκμηρίωση της αξίας της προτεινόμενης επένδυσης.
(ζ) Πρόγραμμα εκπόνησης μελετών, τεχνική περιγραφή του αντικειμένου του έργου και έκθεση ως προς τις τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 4413/2016 ή το άρθρο 54 του ν. 4412/2016.
(η) Προμελέτη του προτεινόμενου έργου.
(θ) Μελέτη κόστους-οφέλους του έργου.
(ι) Πρόταση σχετικά με τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, δημόσιες και ιδιωτικές, του προτεινόμενου έργου και την κεφαλαιουχική δομή της επένδυσης.
(ια) Έκθεση για τις απαιτούμενες αδειοδοτήσεις, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις απαιτούμενες απαλλοτριώσεις, στοιχεία για την ύπαρξη δικτύων κοινής ωφελείας και την υποχρέωση ή μη μετακίνησης ή μεταφοράς τους, καθώς και δημόσια διαθέσιμα στοιχεία σε σχέση με αρχαιολογικά ευρήματα στον χώρο εκτέλεσης του έργου.
(ιβ) Έκθεση καταγραφής και κατανομής κινδύνων μεταξύ του Δημοσίου και του αναδόχου.
(ιγ) Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
(ιδ) Αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου.
(ιε) Εφόσον η πρότυπη πρόταση αφορά σε σύμβαση παραχώρησης έργου ή σύμβαση σύμπραξης, χρηματοοικονομικό μοντέλο, με τη συνήθη δομή και περιεχόμενο που απαιτούνται σε αντίστοιχης φύσης έργα.
(ιστ) Εφόσον η πρότυπη πρόταση αφορά σε σύμβαση σύμπραξης, έκθεση ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3389/2005, καθώς και σχέδιο συνοπτικής αιτιολογικής έκθεσης ως προς την περ. αα) της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3389/2005.
(ιζ) Εφόσον η πρότυπη πρόταση αφορά σε σύμβαση παραχώρησης έργου ή σύμβαση σύμπραξης, επιστολή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως προς το κατ’ αρχήν ενδιαφέρον τους για τη χρηματοδότηση του προτεινόμενου έργου με δανειακά κεφάλαια, αποπληρωτέα ιδίως από τα έσοδα του έργου ή την καταβολή πληρωμών διαθεσιμότητας.
(ιη) Σχέδιο σύμβασης για την εκτέλεση του έργου που αποτελεί αντικείμενο της πρότυπης πρότασης.
(ιθ) Υπεύθυνη δήλωση του προτείνοντος με τις συνέπειες του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), ότι (i) δεν βρίσκεται σε μία από τις καταστάσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 73 και του άρθρου 74 του ν. 4412/2016 ή των παρ. 4 και 5 του άρθρου 39 και του άρθρου 42 του ν. 4413/2016 και (ii) διαθέτει την δηλούμενη, υπό στοιχείο (ε) ανωτέρω, εμπειρία. Ως προς την υπογραφή της υπεύθυνης δήλωσης εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 79Α του ν. 4412/2016.
(κ) Δήλωση του προτείνοντος ότι σε περίπτωση έγκρισης της πρότυπης πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος, χορηγεί στο Δημόσιο και, κατά περίπτωση, στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, ανέκκλητη, μη αποκλειστική και μεταβιβάσιμη, χωρίς υποχρέωση πληρωμής δικαιωμάτων, άδεια αντιγραφής, αναπαραγωγής, τροποποίησης, μετάφρασης και χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ή και βιομηχανικής ιδιοκτησίας του προτείνοντος ή τρίτου σε σχέση με τα στοιχεία του φακέλου υποβολής της πρότυπης πρότασης, καθώς και ότι θα προβεί σε κάθε ενέργεια, που είναι αναγκαία για την επέλευση των αποτελεσμάτων της δήλωσης αυτής, συμπεριλαμβανομένων και ενεργειών για την κατοχύρωση ή ανανέωση των δικαιωμάτων αυτών.
(κα) Δήλωση του προτείνοντος για το κόστος προετοιμασίας των υποβαλλόμενων με τον φάκελο υποβολής πρότυπης πρότασης, στοιχείων, πληροφοριών, μελετών και εκτιμήσεων, συνοδευόμενη από σχετική τεκμηρίωση.
(κβ) Αποδεικτικό καταβολής της αξίας του παραβόλου της παρ. 4 του παρόντος.
4. Για την υποβολή της πρότυπης πρότασης απαιτείται η καταβολή παραβόλου, υπέρ του Δημοσίου, ύψους ίσου με ποσοστό ένα επί τοις χιλίοις (1‰) επί της προϋπολογιζόμενης αξίας του έργου.
5. Ο προτείνων δύναται να αποσύρει οποτεδήποτε την πρότυπη πρόταση που υπέβαλε. Εφόσον ο προτείνων αποσύρει την πρότυπη πρόταση μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησής της από την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, επιστρέφεται στον προτείνοντα ποσό του παραβόλου που αντιστοιχεί σε ποσοστό έως τριάντα επί τοις εκατό (30%) της αξίας του, με πράξη της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων. Σε περίπτωση μεταγενέστερης απόσυρσης πρότυπης πρότασης, το καταβληθέν ποσό παραβόλου δεν επιστρέφεται. Εάν ο προτείνων αποσύρει πρότυπη πρόταση δεν δικαιούται να επανέλθει με νέα πρότυπη πρόταση ως προς το ίδιο έργο υποδομής για χρονική περίοδο έξι (6) μηνών.
Άρθρο 8
Αξιολόγηση πρότυπης πρότασης
1. Η αξιολόγηση των προτάσεων που υποβλήθηκαν, αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, η οποία συστήνεται και συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος.
2. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων επιλαμβάνεται εκάστης πρότυπης πρότασης αμελλητί, κατά τη χρονική προτεραιότητα υποβολής της. Εφόσον διαπιστώνεται ότι κατά την ίδια περίοδο υποβολής προτύπων προτάσεων, όπως αυτή προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 5, έχουν υποβληθεί δύο ή περισσότερες πρότυπες προτάσεις με το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο, η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων εξετάζει ταυτόχρονα τις προτάσεις και εισηγείται (α) την έγκριση της πρότυπης πρότασης η οποία κρίνεται ως πλέον σκόπιμη και συμφέρουσα και (β) την απόρριψη των λοιπών.
3. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, αφού διαπιστώσει την καταβολή της αξίας του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 7, προβαίνει στην εξέταση και αξιολόγηση του περιεχομένου της πρότυπης πρότασης χωρίς καθυστέρηση. Κατά το στάδιο αξιολόγησης της πρότυπης πρότασης η Επιτροπή Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων διαχειρίζεται το περιεχόμενο της πρότυπης πρότασης ως εμπιστευτικό.
4. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων ενημερώνει τον προτείνοντα μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας ως προς την πληρότητα ή τις ελλείψεις της υποβληθείσας πρότυπης πρότασης εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής και, εφόσον απαιτείται, τον καλεί να υποβάλει ελλείποντα στοιχεία ή πληροφορίες εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες.
5. Η διαδικασία αξιολόγησης της πρότυπης πρότασης από την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων ολοκληρώνεται εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία αποστολής του αποδεικτικού παραλαβής της πρότυπης πρότασης της παρ. 2 του άρθρου 7. Η ανωτέρω προθεσμία διακόπτεται σε περίπτωση ελλείψεων της πρότυπης πρότασης που υποβλήθηκε και επανεκκινεί από τον χρόνο υποβολής των απαιτούμενων συμπληρώσεων από τον προτείνοντα, σύμφωνα με την παρ. 4.
6. Κατά την αξιολόγηση της πρότυπης πρότασης η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων μπορεί, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, να καλεί τον προτείνοντα να παράσχει διευκρινίσεις ή πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ως προς την πρότυπη πρότασή του εντός εύλογης προθεσμίας, καθώς και να του ζητεί να προβαίνει στις αναγκαίες προσαρμογές και τροποποιήσεις της υποβληθείσας πρότασης, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων δύναται να προβαίνει και η ίδια, με τη συνδρομή των συμβούλων αυτής, σε προσαρμογές ή και τροποποιήσεις της υποβληθείσας πρότασης. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων διαβουλεύεται με τον προτείνοντα ως προς τις προσαρμογές και τροποποιήσεις της υποβληθείσας πρότυπης πρότασης. Οι αιτούμενες προσαρμογές δεν δύνανται να συνεπάγονται ουσιώδη μεταβολή των βασικών χαρακτηριστικών της πρότυπης πρότασης.
7. Κατά την αξιολόγηση της πρότυπης πρότασης η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων δύναται να απευθύνει ερωτήματα, να συλλέγει στοιχεία και να συνεργάζεται με οποιονδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα, ο οποίος και υποχρεούται να συνεργάζεται παρέχοντας αμελλητί κάθε ζητούμενο στοιχείο ή πληροφορία. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση τήρησης απορρήτου της παρ. 3 βαρύνει και τους φορείς και τα όργανα του δημόσιου τομέα με τα οποία συνεργάζεται η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων.
8. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων εισηγείται την απόρριψη της πρότυπης πρότασης:
(α) σε περίπτωση μη καταβολής της αξίας του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 7 από τον προτείνοντα,
(β) εφόσον διαπιστώσει, αξιολογώντας το αναλυτικό περιεχόμενο του φακέλου υποβολής πρότυπης πρότασης, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 3,
(γ) εάν ο προτείνων, παρότι κλήθηκε, παρέλειψε να υποβάλει στοιχεία ή πληροφορίες ή δεν παρέσχε διευκρινίσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία, αναγκαία για την αξιολόγηση της πρότυπης πρότασης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας,
(δ) εφόσον ο προτείνων αρνείται να προβεί στις απαιτούμενες, από την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, τροποποιήσεις επί της πρότυπης πρότασης,
(ε) εφόσον διαπιστώνει με κατάλληλα μέσα τη συνδρομή στο πρόσωπο του προτείνοντος οποιασδήποτε εκ των καταστάσεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 73 και του άρθρου 74 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) ή των παρ. 4 και 5 του άρθρου 39 και του άρθρου 42 του ν. 4413/2016 (Α΄ 148),
(στ) εφόσον διαπιστώνει με κατάλληλα μέσα ότι ο προτείνων δεν διαθέτει επαρκή εμπειρία στην υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομών,
(ζ) η πρότυπη πρόταση αφορά σε έργο υποδομής, ως προς το οποίο έχει υποβληθεί και έχει ήδη εγκριθεί από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας παρόμοια πρότυπη πρόταση.
9. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων εισηγείται την απόρριψη ή την έγκριση της πρότυπης πρότασης, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη:
(α) την ένταξη και εναρμόνιση του προτεινόμενου έργου υποδομής με τον ευρύτερο σχεδιασμό και τις προτεραιότητες του κράτους ή της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα στους σχετικούς τομείς,
(β) την κοινωνικοοικονομική σκοπιμότητα και ωφέλεια του προτεινόμενου έργου,
(γ) τη βιωσιμότητα της προτεινόμενης επένδυσης,
(δ) τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης του έργου από δημόσιους πόρους,
(ε) την ωριμότητα του προτεινόμενου έργου από πλευράς αδειοδοτήσεων και διαθέσιμης γης, καθώς και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης αυτού,
10. Η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων συνοδεύεται από το σύνολο των στοιχείων της παρ. 3 του άρθρου 7, όπως αυτά τροποποιούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της πρότυπης πρότασης σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος και περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα ακόλουθα:
(α) πρόταση ως προς τη μέθοδο υλοποίησης του προτεινόμενου έργου είτε με τη σύναψη δημόσιας σύμβασης έργου σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 4412/2016, είτε με τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης έργου σύμφωνα με τον ν. 4413/2016, είτε με τη σύναψη σύμβασης σύμπραξης, χωρίς να δεσμεύεται από το περιεχόμενο της πρότασης του προτείνοντος,
(β) πρόταση ως προς τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης,
(γ) ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας ανάθεσης και της υλοποίησης του έργου,
(δ) σε περίπτωση που η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων αφορά στην υλοποίηση του προτεινόμενου έργου με τη σύναψη σύμβασης σύμπραξης κατά τον ν. 3389/2005, επιπλέον στοιχεία τα οποία απαιτείται να περιλαμβάνονται στη συνοπτική αιτιολογική έκθεση της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3389/2005,
(ε) καθορισμό των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους των μελετών που υποβλήθηκαν, καθώς και των επιπλέον εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε ο προτείνων στο πλαίσιο της διαδικασίας της παρ. 6 του παρόντος, που, κατά την εύλογη κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων, επιβαρύνθηκε ο προτείνων για την υποβολή της πρότυπης πρότασης. Τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης δεν δύνανται να υπερβαίνουν ποσό ίσο με ποσοστό τρία επί τοις εκατό (3%) της προϋπολογιζόμενης αξίας του έργου, ως αυτή εγκρίνεται από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας.
11. Κατόπιν ολοκλήρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης, η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων υποβάλλει την εισήγησή της στον υπουργό, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η εκτέλεση του έργου ή στην εποπτεία του οποίου υπάγεται η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας του έργου, προς έγκριση. Ο υπουργός δύναται να αναπέμπει την εισήγηση προς την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, σε περίπτωση που κρίνει ότι η πρότυπη πρόταση χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης ή περαιτέρω διευκρίνισης ως προς επιμέρους παραμέτρους της ή εφόσον κρίνει ότι η πρότυπη πρόταση χρήζει περαιτέρω προσαρμογών και τροποποιήσεων. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων υποβάλλει νέα εισήγηση προς τον αρμόδιο υπουργό εντός τριάντα (30) ημερών.
12. Με την επιφύλαξη της παρ. 11, ο αρμόδιος υπουργός, εφόσον αποδέχεται τη θετική εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, εισάγει την πρότυπη πρόταση προς τελική κρίση στην Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας.
13. Σε περίπτωση που η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων αφορά στην υλοποίηση του προτεινόμενου έργου με τη σύναψη σύμβασης σύμπραξης κατά τον ν. 3389/2005, η Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας ασκεί τα καθήκοντα της Διυπουργικής Επιτροπής Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα.
Άρθρο 9
Απόφαση επί της πρότυπης πρότασης - αποτελέσματα απόρριψης και έγκρισης
1. Επί της έγκρισης της πρότυπης πρότασης, αποφαίνεται η Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, με την έκδοση σχετικής απόφασης, αφού λάβει υπόψη την πρόταση του αρμοδίου υπουργού και την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων.
2. Από την έκδοση της απόφασης έγκρισης της πρότυπης πρότασης από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, ο προτείνων θεμελιώνει δικαίωμα διεκδίκησης, καθώς και δικαίωμα καταβολής σε αυτόν των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 10 και μεταβιβάζει στο Δημόσιο και στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, ανέκκλητη, μη αποκλειστική και μεταβιβάσιμη, χωρίς υποχρέωση πληρωμής δικαιωμάτων, άδεια αντιγραφής, αναπαραγωγής, τροποποίησης, μετάφρασης και χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ή και βιομηχανικής ιδιοκτησίας του προτείνοντος ή τρίτου σε σχέση με τα στοιχεία του φακέλου υποβολής της πρότυπης πρότασης.
3. Σε περίπτωση απόρριψης της πρότυπης πρότασης, ο προτείνων δεν αποζημιώνεται για τις δαπάνες που συνδέονται με την προετοιμασία, την υποβολή και την αξιολόγηση της πρότυπης πρότασης που υπέβαλε ούτε για οποιασδήποτε φύσεως ζημία υποστεί με την υποβολή της πρότυπης πρότασης και διατηρεί τα δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αφορούν στα στοιχεία του φακέλου υποβολής της πρότυπης πρότασης.
4. Η απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας κοινοποιείται, με επιμέλεια της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, προς τον προτείνοντα και την αρμόδια αναθέτουσα αρχή ή αναθέτοντα φορέα.
5. Κατόπιν έκδοσης της απόφασης της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, το σύνολο των στοιχείων και εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο υποβολής της πρότυπης πρότασης διαβιβάζονται με επιμέλεια της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης έγκρισης της πρότυπης πρότασης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας υποχρεούται να προβεί χωρίς καθυστέρηση στις αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης, συντάσσοντας μεταξύ άλλων τα απαιτούμενα τεύχη δημοπράτησης. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύνανται να προβούν σε επιμέρους τροποποιήσεις του αντικειμένου του έργου ή των τεχνικών προδιαγραφών ή των τεχνικών ή λειτουργικών απαιτήσεων αυτού, κατόπιν προηγούμενης σχετικής έγκρισης της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας.
6. Σε περίπτωση έγκρισης της πρότυπης πρότασης από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, τα στοιχεία, οι προμελέτες, εκθέσεις και οι λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο υποβολής πρότυπης πρότασης, όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί, μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς κόστος από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα για τον σκοπό της υλοποίησης του προτεινόμενου έργου, εν όλω ή εν μέρει.
Άρθρο 10
Δημοσιότητα
1. Η έγκριση της πρότυπης πρότασης, κατά το άρθρο 9 του παρόντος, δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα και του εποπτεύοντος αυτών υπουργείου. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α) επωνυμία και στοιχεία επικοινωνίας του προτείνοντος και, συγκεκριμένα, διεύθυνση, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση και διεύθυνση διαδικτύου, β) σύντομη περιγραφή του προτεινόμενου έργου, γ) εκτιμώμενη αξία της προτεινόμενης επένδυσης.
2. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης έγκρισης της πρότυπης πρότασης, κατά το άρθρο 9 του παρόντος, γνωστοποιεί υποχρεωτικά και αμελλητί την πρόθεσή του να προβεί στη διαδικασία σύναψης της σχετικής σύμβασης δημοσιεύοντας προκαταρκτική προκήρυξη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Άρθρο 11
Ειδικοί κανόνες κατά τη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων κατόπιν έγκρισης πρότυπης πρότασης
1. Κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων για τη μελέτη και κατασκευή έργου και συμβάσεων παραχώρησης έργου ή σύμβασης σύμπραξης που αφορούν στο έργο ως προς το οποίο εκδόθηκε απόφαση έγκρισης πρότυπης πρότασης, εφαρμόζονται οι κανόνες του παρόντος Κεφαλαίου.
2. Υπό την επιφύλαξη ειδικότερων προβλέψεων των άρθρων 11 και 12 του παρόντος νόμου, η ανάθεση δημόσιας σύμβασης ή σύμβασης παραχώρησης ή σύμβασης σύμπραξης που αφορούν σε έργο, ως προς το οποίο έγινε αποδεκτή πρότυπη πρόταση διενεργείται σύμφωνα με τους ν. 4412/2016 (Α΄147) ή 4413/2016 (Α΄148) ή 3389/2005 (Α΄232). Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας αντιμετωπίζουν τους συμμετέχοντες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, τηρώντας την αρχή της διαφάνειας.
3. Στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργου ή συμβάσεων παραχώρησης ή συμβάσεων σύμπραξης, που αφορούν στο έργο ως προς το οποίο εκδόθηκε απόφαση έγκρισης πρότυπης πρότασης, δεν εφαρμόζονται:
(α) το άρθρο 30, οι περ. β) και γ) της παρ. 2 του άρθρου 32, το άρθρο 267 και οι περ. β), γ), δ) και ε) του άρθρου 269 του ν. 4412/2016,
(β) η παρ. 4 του άρθρου 30 του ν. 4413/2016,
(γ) η παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 3389/2005.
4. Στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έργων που αφορούν σε έργα ως προς τα οποία εκδόθηκε απόφαση έγκρισης πρότυπης πρότασης, οι ελάχιστες προθεσμίες που προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 43 του ν. 4413/2016 ανέρχονται σε τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) και ενενήντα (90) ημέρες, αντίστοιχα. Οι ίδιες προθεσμίες ισχύουν και όταν η σύμβαση παραχώρησης έργου υλοποιείται ως σύμβαση σύμπραξης του ν. 3389/2005.
5. Στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων για τη μελέτη και κατασκευή έργου, οι οποίες αφορούν σε έργα ως προς τα οποία εκδόθηκε απόφαση έγκρισης πρότυπης πρότασης, οι ελάχιστες προθεσμίες της παρ. 1 του άρθρου 27, της παρ. 3 του άρθρου 28, της παρ. 1 του άρθρου 29, της παρ. 1 του άρθρου 264, της παρ. 3 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 266 του ν. 4412/2016 αντιστοιχούν σε τουλάχιστον εκατό ημέρες (100) ημέρες. Οι ίδιες προθεσμίες ισχύουν και όταν η σύμβαση μελέτης και κατασκευής του έργου, αφορά και στην παροχή υπηρεσιών συντήρησης και λειτουργίας αυτού και υλοποιείται ως σύμβαση σύμπραξης του ν. 3389/2005.
6. Κατά τη διεξαγωγή διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων παραχώρησης και συμβάσεων σύμπραξης που αφορούν σε έργα ως προς τα οποία εκδόθηκε απόφαση έγκρισης πρότυπης πρότασης, οι αναθέτουσες αρχές ή οι αναθέτοντες φορείς διασφαλίζουν ότι το σύνολο εγγράφων και στοιχείων του φακέλου υποβολής πρότυπης πρότασης, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατόπιν προσαρμογών ή τροποποιήσεων που ζητήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, τίθενται υπόψη των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάθεσης αποκλειστικά για τον σκοπό της διαμόρφωσης της προσφοράς τους. Τα έγγραφα και στοιχεία του πρώτου εδαφίου της παρούσας παρέχονται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα προς τα εν λόγω πρόσωπα κατόπιν σύναψης συμφωνίας τήρησής τους ως απορρήτων και έγγραφης δέσμευσης εκ μέρους των προσώπων έναντι της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα για την παράλειψη χρήσης τους για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.
7. Ειδικώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους ή τους υποψηφίους να υποβάλουν, σε χρόνο προ της υποβολής προσφορών, σχόλια και προτάσεις επί του σχεδίου της σύμβασης. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται κατά την διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει την τροποποίηση του σχεδίου σύμβασης λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια και τις προτάσεις των ενδιαφερομένων ή των υποψηφίων που υποβλήθηκαν και να ενσωματώσει το σύνολο ή μέρος αυτών στο τελικό σχέδιο σύμβασης, το οποίο θα τεθεί σε γνώση τους σε εύλογο χρονικό διάστημα προ της ημερομηνίας υποβολής προσφορών, χωρίς να δεσμεύεται από το περιεχόμενο σχολίων ή παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν.
8. Στα έγγραφα της σύμβασης κατά την έννοια της περ. 14. της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 ή στα τεύχη διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 4413/2016, γίνεται μνεία:
(α) του γεγονότος ότι η διαδικασία ανάθεσης διεξάγεται κατόπιν έκδοσης απόφασης αποδοχής πρότυπης πρότασης,
(β) των ατομικών στοιχείων του προτείνοντος,
(γ) του δικαιώματος διεκδίκησης του προτείνοντος σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 και,
(δ) της υποχρέωσης καταβολής από τον ανάδοχο, εφόσον είναι διάφορος του προτείνοντος, στον προτείνοντα των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης καθώς και του προσδιορισμού του ύψους αυτών, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 12.
9. Εάν στη διαδικασία ανάθεσης, κατόπιν έγκρισης πρότυπης πρότασης, ο προτείνων αποτελεί τον μοναδικό προσφέροντα ή υποψήφιο, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας επαληθεύει υποχρεωτικά με γενικώς παραδεδεγμένη μεθοδολογία μέσω ανεξάρτητου εκτιμητή ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού είναι οικονομικά συμφέρον και ανταποκρίνεται στην τιμή της αγοράς, της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα ο οποίος μπορεί να ζητήσει βελτίωση της υποβληθείσας προσφοράς, σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπονται στα έγγραφα της σύμβασης. Σε περίπτωση που από το πόρισμα του ανεξάρτητου εκτιμητή δεν προκύπτει ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού είναι οικονομικά συμφέρον και ότι ανταποκρίνεται στην τιμή της αγοράς, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ματαιώνει τον διαγωνισμό.
Άρθρο 12
Δικαίωμα διεκδίκησης - Αποζημιώσεις
1. Στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), εφόσον μετά την ολοκλήρωση του σταδίου εξέτασης και αξιολόγησης των οικονομικών προσφορών ο προτείνων δεν έχει τεθεί πρώτος στον πίνακα κατάταξης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας υποχρεούται να καλέσει τον προσφέροντα που κατατάσσεται πρώτος, τον προτείνοντα, καθώς και τους προσφέροντες που έχουν καταταγεί σε θέση μεταξύ του πρώτου στον πίνακα κατάταξης και του προτείνοντος, προκειμένου να υποβάλουν βελτιωμένες οικονομικές προσφορές («δικαίωμα διεκδίκησης»), εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη των είκοσι (20) ημερών. Κατόπιν της υποβολής βελτιωμένων οικονομικών προσφορών, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, προσωρινός ανάδοχος της σύμβασης ανακηρύσσεται ο προσφέρων που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις των τευχών διαγωνισμού. Τα τεύχη διαγωνισμού περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία υποβολής βελτιωμένων προσφορών.
2. Εάν, οριστικός ανάδοχος της σύμβασης ανακηρύσσεται διαγωνιζόμενος που δεν είναι ο προτείνων, ο οριστικός ανάδοχος υποχρεούται να καταβάλει στον προτείνοντα τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, όπως έχουν προσδιορισθεί σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 8, εντός εξήντα (60) ημερών από την ανακήρυξή του σε οριστικό ανάδοχο. Σε περίπτωση οριστικής απόρριψης της προσφοράς του προτείνοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ανάθεσης, ο προτείνων δικαιούται ομοίως να λάβει από τον οριστικό ανάδοχο τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης.
3. Ο προσωρινός ανάδοχος, εφόσον δεν είναι ο προτείνων, υποχρεούται να καταθέσει στην αναθέτουσα αρχή ή στον αναθέτοντα φορέα πρόσθετη εγγύηση ποσού ίσου με τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, σύμφωνα με την παρ. 2, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα με την οποία αυτός ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος. Η εγγύηση έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών και ανανεώνεται προ της λήξης της, για χρονικό διάστημα έως την ανακήρυξη οριστικού αναδόχου, πλέον δύο (2) μηνών. Η εγγύηση της παρούσας καταπίπτει, αν ο προσωρινός ανάδοχος, κατόπιν ανακήρυξής του ως οριστικού αναδόχου της σύμβασης, δεν καταβάλει στον προτείνοντα, εντός της προθεσμίας της παρ. 2, τα ποσά που ορίζονται στην παρ. 2 . Το ποσό της εγγύησης που κατέπεσε καταβάλλεται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα στον προτείνοντα. Ως προς την έκδοση και το περιεχόμενο της εγγύησης της παρούσας εφαρμόζονται αναλόγως οι ρυθμίσεις των παρ. 11 έως και 13 του άρθρου 72 του ν. 4412/2016.
4. Σε περίπτωση ματαίωσης της διαδικασίας ανάθεσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 106, ή την παρ. 2 του άρθρου 317 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), ή την παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 4413/2016 (Α΄ 148), τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης δεν καταβάλλονται στον προτείνοντα που συμμετείχε στη διαδικασία ανάθεσης από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα.
5. Τα δικαιώματα του προτείνοντος, σύμφωνα με τις ανωτέρω προβλέψεις, διατηρούνται και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) εφόσον έχει επέλθει αλλαγή στο πρόσωπο του προτείνοντος λόγω εταιρικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τον ν. 4601/2019 (Α΄ 44) ή αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν στη χώρα εγκατάστασης του προτείνοντος,
(β) εάν ο προτείνων συμμετέχει στη διαδικασία ανάθεσης και υποβάλει προσφορά από κοινού με άλλα πρόσωπα, ακόμη και εάν τα τελευταία δεν είχαν υποβάλει από κοινού με τον προτείνοντα την πρότυπη πρόταση.
(γ) σε περίπτωση που ο προτείνων αποτελεί ένωση προσώπων, εάν μεταβληθεί η σύνθεση της ένωσης προσώπων, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα εκ των μελών της διατηρεί τη συμμετοχή του σε αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 13
Σύσταση και συγκρότηση Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων
1. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων συστήνεται και συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων αποτελείται από πέντε (5) τακτικά μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά, τα οποία ορίζονται με την απόφαση της παρ. 1. Ως πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων ορίζονται, ανάλογα με τη φύση του προτεινόμενου έργου υποδομής:
(α) ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών , αρμόδιος για θέματα υποδομών, ως Πρόεδρος, με αναπληρωτή του τον Γενικό Γραμματέα Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών,
ή, σε περίπτωση έργου υποδομής αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αρμόδιος για θέματα χωρικού σχεδιασμού και αστικού περιβάλλοντος , με αναπληρωτή του τον Γενικό Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
(β) ο Γενικός Διευθυντής Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών με αναπληρωτή του τον νόμιμο αναπληρωτή του κατ’ άρθρο 87 ν. 3528/2007 (Α’ 26) ή ο Γενικός Διευθυντής Υδραυλικών, Λιμενικών και Κτηριακών Υποδομών με αναπληρωτή του τον νόμιμο αναπληρωτή του κατ’ άρθρο 87 ν. 3528/2007 (Α 26), ανάλογα με το είδος του προτεινόμενου έργου,
ή, σε περίπτωση έργου υποδομής αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο Γενικός Διευθυντής Χωρικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με αναπληρωτή του τον νόμιμο αναπληρωτή του κατ’ άρθρο 87 ν. 3528/2007 (Α 26)
(γ) ο Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Σ.Δ.Ι.Τ. του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, εφόσον το προτεινόμενο έργο προτείνεται να υλοποιηθεί μέσω σύμβασης σύμπραξης,
(δ) ένας εκπρόσωπος της υπηρεσίας, στην αρμοδιότητα της οποίας εμπίπτει η δημοπράτηση του προτεινόμενου έργου με τον αναπληρωτή του,
(ε) ένας εκπρόσωπος που ορίζεται, κατά περίπτωση, από τον αρμόδιο Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τον αναπληρωτή του.
2. Με την απόφαση της παρ. 1. δύναται να προβλέπεται η συμμετοχή στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων και ενός επιπλέον μέλους (έκτου) με εξειδίκευση στο αντικείμενο του προτεινόμενου έργου υποδομής, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο.
3. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων συγκαλείται, συνεδριάζει και λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων επικουρείται διοικητικά από γραμματέα και από υπηρεσιακή μονάδα του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργείου ανάλογα με τη φύση του έργου, οι οποίοι ορίζονται με την απόφαση συγκρότησης της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
4. Αντικείμενο της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων αποτελεί η εξέταση και αξιολόγηση των πρότυπων προτάσεων και η εισήγηση προς τον αρμόδιο υπουργό ως προς την απόρριψη ή την έγκριση πρότυπης πρότασης.
5. Οι φορείς του δημόσιου τομέα, εφόσον τους ζητηθεί, συνεργάζονται με την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων και παρέχουν σε αυτή κάθε αναγκαία ενημέρωση, πληροφορία ή στοιχείο για τη διαμόρφωση των εισηγήσεων και των αποφάσεών της και για τη διευκόλυνση του έργου της.
6. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων δύναται να επικουρείται στο έργο της αξιολόγησης των πρότυπων προτάσεων ως προς εξειδικευμένα θέματα τεχνικής, χρηματοοικονομικής και νομικής φύσεως, από εξειδικευμένους συμβούλους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 128 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
Άρθρο 14
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, δύνανται να γίνονται αποδεκτές και να θεωρούνται ως πρότυπες, προτάσεις οι οποίες (α) αφορούν σε έργα τα οποία παρότι έχουν ενταχθεί στον σχεδιασμό της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα ή στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, παρουσιάζουν πολύ χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης και η επιτάχυνση της υλοποίησής τους εκτιμάται ότι θα συμβάλλει σημαντικά στην περιφερειακή ή εθνική οικονομική ανάπτυξη, ή (β) αφορούν σε έργα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αναθέτουσας αρχής ή αναθέτοντος φορέα διάφορου των αναφερομένων στην περ. α) της παραγράφου παρ. 1 του άρθρου 3, ή (γ) ειδικώς για μία περίοδο οκτώ (8) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, παρότι δεν πληρούν την προϋπόθεση της περ. β) της παραγράφου παρ. 1 του άρθρου 3, κρίνεται ότι μέσω της υλοποίησής τους θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των δυσμενών οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID -19.
2. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων συστήνεται και συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας της Επιτροπής Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων και ορίζονται, ιδίως, ο τρόπος υποβολής των προτύπων προτάσεων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και ειδικές απαιτήσεις ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο των συνυποβαλλόμενων εγγράφων και στοιχείων, η διαδικασία αξιολόγησής τους, τα κωλύματα συμμετοχής των μελών, η συνδρομή δημοσίων αρχών και οικονομικών φορέων, η διοικητική υποστήριξη αυτής και η αμοιβή των μελών αυτής. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι διαδικασίες, οι προϋποθέσεις, οι προσφερόμενες λειτουργίες και εφαρμογές και οι τεχνικές λεπτομέρειες λειτουργίας και χρήσης της ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής των πρότυπων προτάσεων.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 15
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.»
ΙΙ. Συναφείς διατάξεις
1. Το σύνολο των διατάξεων του ν. 4412/2016 (Α’ 147) «Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», που αφορούν σε δημόσιες συμβάσεις έργων, μελετών και τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών.
2. Το σύνολο των διατάξεων του ν. 4413/2016 (Α΄ 148) «Ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων παραχώρησης Εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94/1/28.3.2014) και άλλες διατάξεις.»
3. Το σύνολο των διατάξεων του ν.3389/2005 (Α΄ 232) «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 4413/2016.
ΙΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011: «2. Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: «[…] γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα: αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής. […] Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου.»
Καθώς με τις προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, ως παρατίθενται και αναλύονται κατωτέρω, ρυθμίζονται ζητήματα ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης, κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου.
Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες, με το υποβληθέν σχέδιο νόμου, διατάξεις επιχειρείται η εισαγωγή στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο των «πρότυπων προτάσεων» ως ενός εργαλείου και εναλλακτικής μεθόδου, που ενεργοποιείται, κατόπιν πρωτοβουλίας του ιδιωτικού τομέα, σχετικά με μεγάλα έργα υποδομών, τα οποία, υπερβαίνουν το ποσό των 200.000.000 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), παρουσιάζουν χαρακτηριστικά καινοτομίας και πολυπλοκότητας, και τα οποία πρόκειται να υλοποιηθούν μέσω συμβάσεων έργων, συμβάσεων παραχώρησης και Συμπράξεων Ιδιωτικού και Δημοσίου Τομέα (ΣΔΙΤ).
Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης: «Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αποσκοπεί αφενός στην αξιοποίηση της τεχνογνωσίας του ιδιωτικού τομέα στη «σύλληψη» καινοτόμων ιδεών που αφορούν στην υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής και αφετέρου στην επιτάχυνση των διαδικασιών ωρίμανσης τέτοιων έργων μέσω της αξιοποίησης των πόρων και της ευελιξίας του ιδιωτικού τομέα. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται να αντιμετωπιστεί η απουσία επαρκούς ωρίμανσης μεγάλων έργων υποδομής κατά την τελευταία δεκαετία, λόγω κυρίως της κρίσης χρέους αλλά και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων του Δημοσίου. Η απουσία ωρίμανσης αφορά ιδίως μεγάλα έργα με έντονα στοιχεία πολυπλοκότητας ή/και καινοτομίας, τα οποία έχουν κατά κοινή ομολογία σημαντική προστιθέμενη αξία στην περιφερειακή ανάπτυξη και συνολικά στην εθνική οικονομία, ως προς τη «σύλληψη» και ωρίμανση των οποίων εκτιμάται ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία θα συνεισφέρει σημαντικά. Η ανάγκη αντιμετώπισης του εν λόγω προβλήματος καθίσταται ιδιαίτερα πιεστική κατά το παρόν χρονικό σημείο εν όψει της εξελισσόμενης πανδημίας COVID-19 και των δυσμενών επιπτώσεων αυτής στην εθνική οικονομία και της προς τούτο ανάγκης ταχείας αξιοποίησης των κονδυλιών που θα διατεθούν στη Χώρα μέσω του υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, εντός των αυστηρών χρονικών πλαισίων που έχουν τεθεί.»
ΙV. Γενικά επί του θεσμού των «πρότυπων προτάσεων»
Οι «πρότυπες» ή άλλως «αυτόκλητες» προτάσεις "(Unsolicited Proposals) αποτελούν μία εναλλακτική λύση, που παρέχεται στην παγκόσμια αγορά, έναντι της παραδοσιακής μεθόδου έναρξης ενός έργου, όπου ο ιδιωτικός τομέας και όχι οι αναθέτουσες αρχές αναλαμβάνουν τον ηγετικό ρόλο στον προσδιορισμό, στην ωρίμανση, στον σχεδιασμό και στην ανάπτυξη του έργου.
Πρόκειται ειδικότερα για τη διαδικασία, κατά την οποία ένας ιδιωτικός φορέας αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και υποβάλλει σε μια αναθέτουσα αρχή πρόταση για σύναψη σύμβασης παραχώρησης έργου ή υπηρεσιών ή για τη σύναψη σύμβασης ΣΔΙΤ, χωρίς να έχει λάβει ρητό αίτημα ή πρόσκληση της αναθέτουσας αρχής.
Τα έργα που στηρίζονται σε αυτόκλητες προτάσεις συνήθως ακολουθούν έναν κύκλο πέντε φάσεων: 1. υποβολή της πρότασης από τον ιδιωτικό φορέα. 2. αξιολόγηση της από την αναθέτουσα αρχή. 3. ανάπτυξη και έγκριση των μελετών για το έργο. 4. προκήρυξη του έργου και 5. εφαρμογή του έργου.
Αυτός ο εναλλακτικός τύπος ανάθεσης σύμβασης έχει τύχει εφαρμογής μέχρι σήμερα, στην Αυστραλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιταλία έχει προβλέψει στο νομοθετικό της πλαίσιο τη δυνατότητα υποβολής αυτόκλητων προτάσεων για συμβάσεις παραχώρησης έργων υποδομών και ειδικότερα έχει συμπεριλάβει σχετικές διατάξεις στα άρθρα 182 έως 184 του Decreto Legislativo 50/2016. Πρόσφατα η Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του Ο.Η.Ε. - Economic Commission for Europe (UNECE) έθεσε σε διαβούλευση Draft standard on People-first PPP/Concession Model law, με ανάλογη πρόβλεψη για δυνατότητα υποβολής αυτόκλητων προτάσεων για συμβάσεις παραχώρησης έργων (ενδεικτικά άρθρα 14 και 21).
Αυτή η εναλλακτική διαδικασία ανάθεσης θεωρείται ότι μπορεί να προσφέρει πολλά πιθανά οφέλη. Για παράδειγμα, μπορεί: (1) να επιτρέψει στις κυβερνήσεις να εντοπίσουν καλύτερα και να δώσουν προτεραιότητα σε έργα εταιρικής σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) (2) να εισφέρει καινοτόμες λύσεις στην ανάθεση έργων υποδομών ή υπηρεσιών και (3) να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που σχετίζονται με την εκτίμηση έργων σε πρώιμο στάδιο.
Παρουσιάζουν όμως και μεγάλες προκλήσεις τεχνικές, διοικητικές και κυρίως νομικές.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι κύριες προκλήσεις είναι:
• η έλλειψη τεχνικής ικανότητας των κυβερνητικών φορέων/ αναθετουσών αρχών να αξιολογούν, να προετοιμάζουν, να προκηρύσσουν και να εφαρμόζουν ΣΔΙΤ ή συμβάσεις παραχώρησης.
• δυσκολίες όσον αφορά τον δημοσιονομικό προγραμματισμό, δεδομένου ότι οι αυτόκλητες προτάσεις δεν αποτελούν μέρος των συνήθων διαδικασιών κατάρτισης προϋπολογισμού,
• καθώς οι αυτόκλητες προτάσεις δεν απορρέουν από μια διαδικασία κυβερνητικού σχεδιασμού, εγείρεται συχνά το ερώτημα κατά πόσον το προτεινόμενο σχέδιο είναι επαρκώς ενοποιημένο με άλλα τομεακά σχέδια.
• Σε μια διαδικασία κυβερνητικού σχεδιασμού, οι δημόσιοι φορείς σχεδιάζουν έργα υποδομής που ανταποκρίνονται άμεσα σε κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Αντίθετα στην περίπτωση των αυτόκλητων προτάσεων, το κύριο κίνητρο ενός ιδιωτικού φορέα που υποβάλλει μια πρόταση έργου είναι να προωθήσει τα συμφέροντά του, τα οποία μπορεί να μην ευθυγραμμίζονται πάντοτε με τα συμφέροντα της κυβέρνησης ή της ανάγκες της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, οι παραχωρήσεις που βασίζονται σε αυτή τη διαδικασία θα μπορούσαν να ενέχουν σημαντικό κίνδυνο ανάπτυξης της διαφθοράς.
Ο κίνδυνος αδικαιολόγητης επιρροής στις αποφάσεις των αναθετουσών αρχών είναι παρών όταν ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος, όπως στις αγορές που ρυθμίζονται από τις παραχωρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας φαίνεται να παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον προσδιορισμό και την ανάπτυξη ενός έργου και είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο απαιτούνται σταθερές διαδικασίες που καθιστούν αρκούντως σαφές πώς πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις και πότε αυτές παραβιάζονται.
V. Επί της νομιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Ειδικότερα, επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων επισημαίνονται τα ακόλουθα:
i. Επί των άρθρων 1 έως 3
Με τα άρθρα 1 έως 3 του υποβληθέντος σχεδίου νόμου καθορίζεται ο σκοπός, το αντικείμενο, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Ειδικότερα στο άρθρο 1 τίθεται πανηγυρικά ο σκοπός του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου που αποτελεί η ένταξη στην εθνική έννομη τάξη του θεσμού των πρότυπων προτάσεων για έργα υποδομής ως εναλλακτικής λύσης στις κλασικές μεθόδους σχεδιασμού και ωρίμανσης των έργων υποδομών, με πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα και όχι της αναθέτουσας αρχής, σκοπός ο οποίος, εν γένει, συνάδει με τη φιλοσοφία των «πρότυπων» ή «αυτόκλητων» προτάσεων, όπως αυτή απορρέει από τη διεθνή βιβλιογραφία και διεθνή πρακτική.
Στο άρθρο 2 ορίζεται, ως αντικείμενο του σχεδίου νόμου «..η διαδικασία υποβολής και οι κανόνες αξιολόγησης και έγκρισης πρότυπων προτάσεων, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων παραχώρησης και συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που υλοποιούνται κατόπιν έγκρισης πρότυπων προτάσεων, με σκοπό την επιτάχυνση της ωρίμανσης, δημοπράτησης και υλοποίησης έργων υποδομών με τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα.».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αντικείμενο του σχεδίου- νόμου αποτελεί ο καθορισμός της ειδικότερης διαδικασίας υποβολής, καθώς και των κανόνων αξιολόγησης και έγκρισης των πρότυπων προτάσεων, όπως ειδικότερα αναλύονται σε επιμέρους άρθρα του σχεδίου- νόμου.
Στο άρθρο 3 οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων διατάξεων.
Στην παράγραφο 1 καθορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για να υπαχθεί μία πρόταση στην έννοια της «πρότυπης πρότασης» και κατ’ επέκταση στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του σχεδίου νόμου.
Ειδικότερα, οι πρότυπες προτάσεις θα πρέπει να έχουν ως αντικείμενο «..τη μελέτη και κατασκευή έργων υποδομών, είτε αφορούν σε νέα έργα υποδομών είτε στην επέκταση ή αναδιαμόρφωση ή τροποποίηση υφιστάμενων έργων υποδομών, ή και την παροχή συναφών με τη λειτουργία τους υπηρεσιών», καθώς και να πληρούν αθροιστικά τις προϋποθέσεις που περιγράφονται αναλυτικά στις περ. α έως και ε της παρ. 1, ήτοι:
(α) αφορούν σε έργα υποδομών, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εποπτευόμενων από τα υπουργεία αυτά,
(β) αφορούν σε έργα υποδομών, τα οποία παρουσιάζουν χαρακτηριστικά καινοτομίας και πολυπλοκότητας,
(γ) η προϋπολογιζόμενη αξία του έργου, στο οποίο αφορά η πρόταση, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) ευρώ, χωρίς ΦΠΑ,
(δ) αφορούν σε έργα υποδομής, τα οποία δεν έχουν ενταχθεί οριστικά στον σχεδιασμό της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα δια της δέσμευσης σχετικής πίστωσης για την εκτέλεσή τους και δεν έρχονται σε αντίθεση με τον σχεδιασμό αυτό,
(ε) η υλοποίηση της προτεινόμενης επένδυσης προάγει την περιφερειακή ανάπτυξη ή συμβάλλει συνολικά στην εθνική οικονομία.
Επισημαίνεται ότι, ως προς την προϋπόθεση της περ. β, από τη γραμματική διατύπωση της, διαφαίνεται ότι τα έργα υποδομών, για τα οποία υποβάλλονται οι πρότυπες προτάσεις, πρέπει να παρουσιάζουν χαρακτηριστικά καινοτομίας και πολυπλοκότητας σωρευτικά, σε αντίθεση με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, όπου αναφέρονται διαζευκτικά τα εν λόγω χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης αναφέρεται: «Η απουσία ωρίμανσης αφορά ιδίως μεγάλα έργα με έντονα στοιχεία πολυπλοκότητας ή/και καινοτομίας, τα οποία έχουν κατά κοινή ομολογία σημαντική προστιθέμενη αξία στην περιφερειακή ανάπτυξη και συνολικά στην εθνική οικονομία, ως προς τη «σύλληψη» και ωρίμανση των οποίων εκτιμάται ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία θα συνεισφέρει σημαντικά.»
Στην παρ. 2 προβλέπονται εξαιρετικές ρυθμίσεις, βάσει των οποίων προτάσεις που δεν πληρούν τις σωρευτικές προϋποθέσεις της παρ. 1, δύνανται να γίνονται αποδεκτές και να θεωρούνται ως πρότυπες προτάσεις, με έκδοση σχετικής απόφασης του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων.
Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι τα έργα υποδομών, στα οποία αφορούν οι πρότυπες προτάσεις, δύνανται να υλοποιηθούν μέσω σύναψης δημόσιας σύμβασης έργου κατά τον ορισμό της περ. 7 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), σύμβασης παραχώρησης έργου κατά την έννοια της περ. α. της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4413/2016 (Α΄ 148), ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3389/2005 (Α’ 232).
Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι εφόσον, πέραν της κατασκευής έργων υποδομών, οι πρότυπες προτάσεις δύναται να αφορούν, σύμφωνα με τα ρητά προβλεπόμενα στο άρθρο 2, και στην παροχή συναφών με τη λειτουργία τους υπηρεσιών, τίθεται εύλογα το ερώτημα με ποια διαδικασία πρόκειται να ανατεθούν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες, καθώς δεν υπάρχει σχετική ρητή πρόβλεψη στην παρ. 3.
Ωστόσο το κρίσιμο, εν προκειμένω, προς εξέταση ζήτημα αποτελεί κατά πόσο το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα οι Οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης επιτρέπουν την προσφυγή στις «πρότυπες προτάσεις» ως μίας εναλλακτικής μεθόδου σχεδιασμού και ωρίμανσης έργων υποδομών.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4412/2016, ο οποίος έχει ενσωματώσει τους αντίστοιχους ορισμούς των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ:
«5) ως «δημόσιες συμβάσεις» και ως «συμβάσεις έργων, μελετών, υπηρεσιών και προμηθειών» νοούνται οι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή ενός ή περισσότερων αναθετουσών αρχών ή αναθετόντων φορέων, αντίστοιχα, και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την εκπόνηση μελετών, την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών,
6) ως «δημόσιες συμβάσεις έργων» και ως «συμβάσεις έργων» νοούνται οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:
α) την εκτέλεση ή συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα II του Προσαρτήματος Α΄ και στο
Παράρτημα Ι του Προσαρτήματος Β΄,
β) την εκτέλεση ή συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση έργου,
γ) την υλοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, έργου ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις που ορίζει η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας που ασκεί αποφασιστική επιρροή στο είδος ή τη μελέτη του έργου».
Αντίστοιχα, στο άρθρο 2 περ. 1 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ για τις συμβάσεις παραχώρησης προβλέπεται:
«Ως «σύμβαση παραχώρησης έργων» νοείται η σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτεται εγγράφως μέσω της οποίας μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς αναθέτουν την εκτέλεση έργων σε έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς, το δε αντάλλαγμα για αυτή συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των έργων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης είτε στο δικαίωμα αυτό μαζί με την καταβολή πληρωμής.»
«Ως «εκτέλεση έργων» νοείται η εκτέλεση, ή η μελέτη και εκτέλεση έργων, που σχετίζονται με μία από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος I ή έργου ή η υλοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, έργου που αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που διευκρινίζονται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα που ασκεί αποφασιστική επιρροή στο είδος ή στη μελέτη του έργου.»
Τόσο οι αναθεωρημένες Οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και συμβάσεις στους πρώην εξαιρούμενους τομείς (2014/24/ΕΕ & 2014/25/ΕΕ αντίστοιχα) όσο και η Οδηγία για τις συμβάσεις παραχώρησης (2014/23/ΕΕ) δεν αναφέρουν ρητά τη δυνατότητα υποβολής «πρότυπων προτάσεων» στο κείμενό τους ούτε υπάρχει σχετική αναφορά στις αιτιολογικές τους σκέψεις.
Στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ προβλέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.
Ειδικότερα, στο άρθρο 26 του ν. 4412/2016, που έχει ενσωματώσει το αντίστοιχο άρθρο της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ προβλέπεται:
«1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφεύγουν:
α) στις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες των άρθρων 27 και 28 αντίστοιχα ή
β) στις συμπράξεις καινοτομίας του άρθρου 31.
2. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφεύγουν στην ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση ή στον ανταγωνιστικό διάλογο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:….
…..
6. Στις ειδικές περιπτώσεις και περιστάσεις που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 32, οι αναθέτουσες αρχές μπορεί να προσφεύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή διαγωνισμό.»
Αντίστοιχες προβλέψεις υπάρχουν και στο άρθρο 263 του ν. 4412 (άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ) ως προς τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ.
Τόσο από τις ως άνω αναφορές σε συγκεκριμένες διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων, στις οποίες η πρωτοβουλία για τον σχεδιασμό και την εκκίνηση της διαδικασίας ανήκει στην αναθέτουσα αρχή/ αναθέτοντα φορέα όσο και από τις αιτιολογικές σκέψεις των οικείων Οδηγιών, στις οποίες δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία στη δυνατότητα εκκίνησης μίας διαδικασίας ανάθεσης, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, κατόπιν πρωτοβουλίας και υποβολής πρότασης ιδιώτη οικονομικού φορέα ή γενικότερα προσώπου τρίτου προς την αναθέτουσα αρχή, δεν φαίνεται να καταλείπεται ερμηνευτική αμφιβολία ότι, στο πλαίσιο των ως άνω Οδηγιών, δεν μπορούν να ενταχθούν οι «πρότυπες προτάσεις» ως μία εναλλακτική μέθοδος σχεδιασμού και ωρίμανσης δημοσίων συμβάσεων έργων. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, στις διατάξεις του ν. 4412/2016 (άρθρα 44 έως 60), περιλαμβάνονται ειδικές ρυθμίσεις για τον σχεδιασμό και την ωρίμανση των δημοσίων συμβάσεων έργων, στις οποίες δεν διαφαίνεται να βρίσκουν έρεισμα οι «πρότυπες προτάσεις».
Ωστόσο, η θεώρηση δεν φαίνεται να είναι ίδια υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ για τις συμβάσεις παραχώρησης.
Το άρθρο 30 της ως άνω Οδηγίας (άρθρο 29 του ν. 4413/2016) προβλέπει:
«1. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας μπορούν να οργανώνουν ελεύθερα τη διαδικασία που οδηγεί στην επιλογή του παραχωρησιούχου με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία
2. Κατά τον σχεδιασμό της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης τηρούνται οι αρχές που καθορίζονται στο άρθρο»
Είναι προφανές, από τις ως άνω διατάξεις, ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να χρησιμοποιεί συγκεκριμένο τύπο διαδικασίας για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης.
Στο προοίμιο της Οδηγίας, στη σκέψη (68) αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Οι συμβάσεις παραχώρησης είναι συνήθως μακροπρόθεσμες, σύνθετες συμφωνίες με τις οποίες ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει ευθύνες και κινδύνους που παραδοσιακά βαρύνουν τις αναθέτουσες αρχές και οντότητες και κανονικά εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους. Για τον λόγο αυτόν, υπό την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας και των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να δοθεί μεγάλη ευχέρεια στις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς για τον καθορισμό της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην επιλογή του παραχωρησιούχου. Εντούτοις, προκειμένου να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και η διαφάνεια καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης, είναι σκόπιμο να προβλέπονται βασικές εγγυήσεις όσον αφορά τη διαδικασία ανάθεσης, που θα περιλαμβάνουν τις πληροφορίες για τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της παραχώρησης, τον περιορισμό του αριθμού των υποψηφίων, τη διάδοση των πληροφοριών στους υποψηφίους και τους προσφέροντες και την ύπαρξη ενδεδειγμένων μητρώων. Είναι επίσης απαραίτητη η πρόβλεψη της μη παρέκκλισης από τους αρχικούς όρους της γνωστοποίησης σύμβασης παραχώρησης προκειμένου να αποτρέπεται η άνιση μεταχείριση των πιθανών υποψηφίων.»
Από τις ως άνω ρητές προβλέψεις, τόσο στο κείμενο της Οδηγίας όσο και στις αιτιολογικές σκέψεις αυτής, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι δεν απαγορεύεται η αναθέτουσα αρχή να σχεδιάζει τη διαδικασία ανάθεσης, ενδεχομένως και κατόπιν πρωτοβουλίας του ιδιωτικού τομέα, με την υποβολή πρότυπων προτάσεων, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, τηρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι ο αυτοτελής λόγος αποκλεισμού του άρθρου 57 παρ. 4 στοιχείο στ) της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ "στρέβλωση του ανταγωνισμού από την προηγούμενη συμμετοχή των οικονομικών φορέων στην προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλα, λιγότερο παρεμβατικά μέτρα", δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 38 παρ. 7 της Οδηγίας για τις παραχωρήσεις και αντίστοιχα του ν. 4413/2016, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στη σκέψη ότι αυτή η εκούσια παράλειψη μπορεί να συνδεθεί με την ευελιξία των διαδικασιών των συμβάσεων παραχώρησης και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα υποβολής πρότυπων προτάσεων.
Συμπερασματικά, η δυνατότητα υποβολής «πρότυπων προτάσεων» δεν διαφαίνεται να βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ και ακολούθως του ν. 4412/2016, σε αντίθεση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ και του ν. 4413/2016, οι οποίες καταλείπουν καταρχήν τη σχετική διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να οργανώσει ελεύθερα τη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης έργου ή/ και υπηρεσιών κι επομένως να κινήσει τη σχετική διαδικασία κατόπιν «πρότυπης πρότασης».
ii. Επί των άρθρων 4 και 5
Στο άρθρο 4 του υποβληθέντος σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται οι αναγκαίοι ορισμοί για την εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων.
Στην περ.1 καθορίζεται η έννοια της «πρότυπης πρότασης». Ειδικότερα, «ως «πρότυπη πρόταση» νοείται κάθε έγγραφη πρόταση οικονομικού φορέα, η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα και αφορά στη δημοπράτηση και κατασκευή έργου υποδομής ή και την παροχή συναφών με τη λειτουργία του υπηρεσιών προς τον σκοπό της κίνησης διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου, σύμβασης παραχώρησης έργου ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.»
Επισημαίνονται, εκ νέου, οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω ως προς τη δυνατότητα της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης έργου, κατά τις διατάξεις του ν. 4412/2016, σε συνέχεια πρότυπης πρότασης, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα ως προς τις ρυθμίσεις των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ.
Περαιτέρω, στην περ. 14 προβλέπεται ότι «ως «προϋπολογιζόμενη αξία του έργου» νοείται το συνολικό κόστος για τη μελέτη και κατασκευή του έργου, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εξόδων και του οφέλους της περ. θ’ της παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 4412/2016, καθώς και της συνολικής εκτιμώμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που τίθενται στη διάθεση του εργολάβου από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, εφόσον είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου, όπως τα κονδύλια αυτά υπολογίζονται και αναλύονται στην πρότυπη πρόταση.».
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, στην περίπτωση που οι πρότυπες προτάσεις οδηγήσουν σε σύμβαση παραχώρησης έργου ή/ και υπηρεσιών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης παραχώρησης, οι ειδικοί κανόνες υπολογισμού, καθώς και τα κριτήρια προσδιορισμού που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 4413/2016 (αντίστοιχο άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ).
Περαιτέρω σημειώνεται ότι οι ορισμοί του «οικονομικού φορέα» και της «καινοτομίας», διαφοροποιούνται από τους αντίστοιχους της παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 4412/2016και του άρθρου 2 του ν. 4413/2016 (και αντίστοιχα των οδηγιών 23, 24 και 25/2014/ΕΕ). Ειδικότερα, στη μεν πρώτη περίπτωση απαλείφεται ο δημόσιος φορέας ως περίπτωση οικονομικού φορέα που δύναται να συμμετέχει σε διαδικασία αυτόκλητης πρότασης, στη δε δεύτερη διαφοροποιείται ποιοτικά η έννοια της καινοτομίας.
Στο άρθρο 5 καθορίζονται οι αρχές που εφαρμόζονται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των πρότυπων προτάσεων. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι τα αρμόδια όργανα αντιμετωπίζουν τους προτείνοντες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης: «Με την προτεινόμενη διάταξη και στα πλαίσια εξασφάλισης της διαφάνειας και αρχής της ίσης μεταχείρισης των πρότυπων προτάσεων που υποβάλλονται θεσπίζονται οι αρχές που διέπουν την διαδικασία εξέτασης της αξιολόγησής τους, ενώ με την παρ. 2 προβλέπεται ότι η υλοποίηση ή μη των προτύπων προτάσεων καταλείπεται στην διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων κατά το νόμο οργάνων.».
Οι άνω γενικές αρχές αποτελούν θεμελιώδεις γενικές αρχές του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και ευθυγραμμίζονται με τις προβλέψεις των Οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης, καθώς και με τις αντίστοιχες διατάξεις της ΣΛΕΕ. Για λόγους συνεκτικότητας, ωστόσο, με τις αντίστοιχες διατάξεις των παρ. 1 άρθρων 18 και 253 ν. 4412/2016 και 6 ν. 4413/2016, και των αντίστοιχων άρθρων των Οδηγιών, θα πρέπει να προστεθεί στο κείμενο της διάταξης και η αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών.
iii. Επί των άρθρων 6 έως 10
Στα άρθρα 6 έως 10 καθορίζονται οι δικαιούμενοι υποβολής πρότυπων προτάσεων, η διαδικασία αξιολόγησης αυτών και το περιεχόμενό τους, η λήψη απόφασης από την αρμόδια Κυβερνητική Επιτροπή, καθώς και ζητήματα δημοσιότητας της εγκριθείσας πρότασης.
Στο άρθρο 6 καθορίζονται οι δικαιούμενοι υποβολής πρότυπων προτάσεων και συγκεκριμένα προβλέπεται ότι το σχετικό δικαίωμα έχει «κάθε οικονομικός φορέας ή ένωση οικονομικών φορέων, ο οποίος ή, σε περίπτωση ένωσης, κάθε μέλος αυτής, δεν εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στην περ. (ιθ) της παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος και διαθέτει επαρκή εμπειρία στον τομέα της υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομών.».
Κατ’ ουσίαν η προτεινόμενη διάταξη επιτρέπει σε κάθε ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή ένωση οικονομικών φορέων να υποβάλει πρότυπη πρόταση αρκεί: α) να μην συντρέχει στο πρόσωπό του υποχρεωτικός λόγος αποκλεισμού από τους προβλεπόμενους στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 73 και του άρθρου 74 του ν. 4412/2016 ή στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 39 και του άρθρου 42 του ν. 4413/2016 και β) να διαθέτει επαρκή εμπειρία στον τομέα της υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομών.
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ο όρος «επαρκής εμπειρία» είναι ασαφής και χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης, ώστε να είναι εξαρχής ορισμένα στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια ως προς την επίκληση και απόδειξη της εμπειρίας τους, να μην δημιουργούνται αμφιβολίες και να αποφευχθούν τυχόν φαινόμενα άνισης μεταχείρισης κατά την αξιολόγηση της εμπειρίας και της επάρκειάς τους.
Στο άρθρο 7 καθορίζεται η διαδικασία υποβολής, καθώς και το ειδικότερο περιεχόμενο των πρότυπων προτάσεων, ενώ, περαιτέρω, προβλέπεται η κατάθεση χρηματικού παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, καθώς και η δυνατότητα απόσυρσης της πρότυπης πρότασης και οι συνέπειες αυτής για τον προτείνοντα.
Στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης αναφέρεται: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση καθορίζεται η διαδικασία υποβολής και το περιεχόμενο της πρότυπης πρότασης. Η παρ.1 καθορίζει τα χρονικά πλαίσια υποβολής, ενώ η παρ. 2 και 3 καθορίζουν το φορέα υποβολής και τα κατ ελάχιστο στοιχεία που πρέπει να περιέχει η πρότυπη πρόταση. Για την υποβολή πρότυπης πρότασης καθορίζεται παράβολο (παρ. 4) και ρυθμίζεται η δυνατότητα και οι συνέπειες απόσυρσης της πρότασης (παρ. 5). Στόχος είναι η λεπτομερής ρύθμιση της διαδικασίας υποβολής και του περιεχομένου της πρότασης για την ομαλότερη εφαρμογή του νόμου.»
Η Αρχή δεν υπεισέρχεται στα ειδικότερα ζητήματα οργάνωσης της διαδικασίας υποβολής και αξιολόγησης των πρότυπων προτάσεων.
Ωστόσο, ως προς το περιεχόμενο της υποβαλλόμενης πρότυπης πρότασης επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την περ. γ της παρ. 3, προβλέπεται ότι η πρόταση περιλαμβάνει, μεταξύ, άλλων, «(γ) Αναλυτική και τεκμηριωμένη έκθεση του προτείνοντος ως προς τη δομή και μέθοδο υλοποίησης της προτεινόμενης επένδυσης από οικονομικής, τεχνικής και νομικής πλευράς.
Ειδικότερα, ο προτείνων υποχρεούται να προσδιορίσει εάν η πρότυπη πρόταση αφορά στην υλοποίηση του έργου με σύναψη σύμβασης μελέτης και κατασκευής του προτεινόμενου έργου υποδομής σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) ή με σύναψη σύμβασης παραχώρησης έργου κατά τον ν. 4413/2016 (Α΄ 148) ή με σύναψη σύμβασης σύμπραξης κατά τον ν. 3389/2005 (Α’ 232).».
Με την ως άνω ρύθμιση προβλέπεται, ότι ο προτείνων, στην αναλυτική και τεκμηριωμένη έκθεση που θα υποβάλλει ως προς τη δομή και τη μεθοδολογία υλοποίησης της προτεινόμενης επένδυσης, θα πρέπει να υποδείξει και τη διαδικασία υλοποίησης της πρότυπης πρότασης, η οποία μπορεί να αφορά στην υλοποίηση του έργου με σύναψη σύμβασης μελέτης και κατασκευής ή με σύναψη σύμβασης παραχώρησης έργου ή με σύναψη σύμβασης ΣΔΙΤ.
Επισημαίνεται ότι, για πρώτη φορά, στο κείμενο του υποβληθέντος σχεδίου-νόμου, αναφέρεται και εξειδικεύεται ως αντικείμενο της διαδικασίας ανάθεσης του προτεινόμενου έργου η σύμβαση μελέτης και κατασκευής, σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 4412/2016, η οποία και εξειδικεύει τις γενικές αναφορές της παρ. 3 του άρθρου 3, καθώς και της περ. 1 του άρθρου 4 σε διαδικασία σύναψης/ ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου, αναφορές οι οποίες μπορεί να παραπέμπουν και σε κλασική διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου (δημοπράτηση κατασκευής έργου) και όχι μόνο σε σύμβαση μελέτης-κατασκευής.
Εφόσον η πραγματική βούληση του νομοθέτη είναι η υλοποίηση της προτεινόμενης επένδυσης με σύμβαση μελέτης- κατασκευής και όχι γενικά με οποιαδήποτε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου του ν. 4412/2016, χρήζει αποσαφήνισης, για την αποφυγή αμφιβολίας και ερμηνευτικής σύγχυσης, καθώς και για λόγους ομοιογενούς διατύπωσης στο υποβληθέν σχέδιο- νόμου.
Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνονται εν προκειμένω οι προβληματισμοί και οι επιφυλάξεις που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, επί του άρθρου 3, γενικότερα ως προς τη δυνατότητα της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου, κατά τις διατάξεις του ν. 4412/2016, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας μελέτης- κατασκευής, σε συνέχεια υποβολής πρότυπης πρότασης.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 8 καθορίζεται η διαδικασία αξιολόγησης της πρότυπης πρότασης.
Ειδικότερα στην παρ. 1 προβλέπεται η σύσταση και η συγκρότηση ειδικής επιτροπής για την αξιολόγηση των πρότυπων προτάσεων.
Οι παρ. 2, 3, 4 και 5 καθορίζουν διαδικαστικά θέματα και θέτουν προθεσμίες για την εξέταση της πρότασης, ενώ οι παρ. 6 και 7 προβλέπουν τη δυνατότητα επικοινωνίας και διαβούλευσης με τον προτείνοντα για προσαρμογή – τροποποίηση της πρότασης, καθώς και τη συλλογή λοιπών αναγκαίων στοιχείων, σε συνεργασία φορείς του δημοσίου.
Στις παρ. παρ. 8 και 9 τίθενται οι προϋποθέσεις απόρριψης ή αποδοχής της πρότασης με τα υποχρεωτικά στοιχεία της παρ. 10.
Οι παρ. 11 και 12 προβλέπουν τη διαδικασία υποβολής της εισήγησης της Επιτροπής προς τον αρμόδιο Υπουργό και, σε περίπτωση αποδοχής της θετικής εισήγησης, την εισαγωγή της πρότυπης πρότασης στην Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας προς τελική έγκριση.
Τέλος, στην παρ.13, ειδικά για έργα ΣΔΙΤ προβλέπεται η άσκηση καθηκόντων Διυπουργικής Επιτροπής ΣΔΙΤ από την ως άνω Κυβερνητική Επιτροπή.
Επαναλαμβάνεται ότι η Αρχή δεν υπεισέρχεται στα ειδικότερα ζητήματα οργάνωσης της διαδικασίας αξιολόγησης των πρότυπων προτάσεων.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στην περίπτωση, που, κατά την ίδια περίοδο υποβολής προτύπων προτάσεων, έχουν υποβληθεί δύο ή περισσότερες πρότυπες προτάσεις με το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο, θα πρέπει να τηρούνται, όπως άλλωστε προβλέπεται και στο άρθρο 5 του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας, ώστε η Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων να προβαίνει στην έγκριση της πρότυπης πρότασης η οποία κρίνεται ως πλέον σκόπιμη και συμφέρουσα για το Δημόσιο.
Προτείνεται να συμπληρωθεί στο κείμενο της διάταξης η αναφορά ότι η κρίση πρέπει να είναι πλήρως και ειδικά αιτιολογημένη ως προς τη συγκριτική αποτίμηση των στοιχείων της παρ. 3 του άρθρου 7 του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου, βάσει των οποίων έγινε η επιλογή. Στην περίπτωση αυτή επισημαίνεται ότι ενδέχεται να τεθούν και ζητήματα έννομης προστασίας των προτεινόντων.
Στο άρθρο 9 καθορίζεται η διαδικασία λήψης απόφασης από την Κυβερνητική Επιτροπή Στρατηγικών Συμβάσεων, σε συνέχεια της πρότασης του αρμόδιου Υπουργού και της εισήγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, καθώς και τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η έγκριση ή η απόρριψης της πρότυπης πρότασης.
Ειδικότερα, στην παρ. 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπεται ότι σε περίπτωση τελικής έγκρισης της πρότυπης πρότασης, ο προτείνων θεμελιώνει δικαίωμα διεκδίκησης, καθώς και δικαίωμα καταβολής σε αυτόν των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, και μεταβιβάζει στο Δημόσιο και στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, ανέκκλητη, μη αποκλειστική και μεταβιβάσιμη, χωρίς υποχρέωση πληρωμής δικαιωμάτων, άδεια αντιγραφής, αναπαραγωγής, τροποποίησης, μετάφρασης και χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ή και βιομηχανικής ιδιοκτησίας του προτείνοντος ή τρίτου σε σχέση με τα στοιχεία του φακέλου υποβολής της πρότυπης πρότασης.
Ως προς τα ζητήματα που ενδεχομένως εγείρονται σε σχέση με το δικαίωμα διεκδίκησης του προτείνοντος, αυτά παρατίθενται αναλυτικά κατωτέρω επί του άρθρου 12.
Τέλος ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης του προτείνοντος, του οποίου θα γίνει αποδεκτή η πρότυπη πρόταση, για την καταβολή σε αυτόν των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, ακολουθεί επίσης ανάλυση κατωτέρω επί του άρθρου 12.
Στο άρθρο 10 καθορίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο δημοσιότητας της απόφασης έγκρισης της πρότυπης πρότασης στην ιστοσελίδα της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα και του εποπτεύοντος αυτών Υπουργείου, καθώς και η υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα να προβεί αμελλητί στην δημοσίευση προκαταρκτικής προκήρυξης γνωστοποιώντας την πρόθεσή του να προβεί στη διαδικασία σύναψης της σχετικής σύμβασης, «σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 4412/2016». Σημειώνεται, για τη συνεκτικότητα των ρυθμίσεων, ότι, εφόσον στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου περιλαμβάνονται και οι αναθέτοντες φορείς και οι συμβάσεις του Βιβλίου ΙΙ ν. 4412/2016, θα πρέπει να προστεθεί αντίστοιχη παραπομπή στο άρθρο 291 του ανωτέρω νόμου. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι για τις συμβάσεις παραχώρησης δεν προβλέπεται δυνατότητα δημοσίευσης προκαταρκτικής προκήρυξης (πρβλ άρθρο 30 ν. 4413/2016), συνεπώς για τις συμβάσεις παραχώρησης θα πρέπει να προβλεφθεί η υποχρέωση δημοσίευσης προκήρυξης.
iv. Επί του άρθρου 11
Στο άρθρο 11 του υποβληθέντος σχεδίου νόμου καθορίζονται οι ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται κατά τη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων, κατόπιν έγκρισης πρότυπης πρότασης.
Στις παρ. 1 και 2 τίθενται οι εφαρμοστέοι κανόνες ανάθεσης και συγκεκριμένα προβλέπεται ότι, η ανάθεση δημόσιας σύμβασης ή σύμβασης παραχώρησης ή σύμβασης σύμπραξης που αφορούν σε έργο, ως προς το οποίο έγινε αποδεκτή πρότυπη πρόταση διενεργείται σύμφωνα με τους ν. 4412/2016 (Α΄147) ή 4413/2016 (Α΄148) ή 3389/2005 (Α΄232) αντίστοιχα, υπό την επιφύλαξη ειδικότερων προβλέψεων των άρθρων 11 και 12 του σχεδίου νόμου.
Προβλέπεται επίσης ότι, κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας αντιμετωπίζουν τους συμμετέχοντες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, τηρώντας την αρχή της διαφάνειας.
Καταρχάς επομένως, ορθά τίθεται ως γενικός θεμελιώδης κανόνας ότι η διαδικασία ανάθεσης των συμβάσεων έργων, σε συνέχεια έγκρισης πρότυπης πρότασης, ακολουθεί, ανάλογα με το αν πρόκειται για δημόσια σύμβαση έργου, σύμβαση παραχώρησης ή ΣΔΙΤ, τους κανόνες που προβλέπονται αντίστοιχα στους οικείους νόμους, με την επιφύλαξη όσων ήδη διατυπώθηκαν ανωτέρω για τη δυνατότητα σύναψης δημόσιας σύμβασης έργου, κατόπιν πρότυπης πρότασης, ωστόσο δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στους κανόνες εκτέλεσης των σχετικών συμβάσεων. Δεδομένου ότι στο σχέδιο νόμου δεν υπάρχουν διατάξεις που να ρυθμίζουν ζητήματα εκτέλεσης των συμβάσεων, προτείνεται να υπάρξει ρητή αναφορά ότι, ως προς τους κανόνες εκτέλεσης, θα εφαρμόζονται οι οικείοι κανόνες εκτέλεσης των αντίστοιχων νόμων.
Στην παρ. 3 προβλέπονται οι διατάξεις των νόμων 4412/2016, 4413/2016 και 3389/2005, οι οποίες δεν εφαρμόζονται κατά την ανάθεση των συμβάσεων έργων, σε συνέχεια έγκρισης πρότυπης πρότασης.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι δεν εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) το άρθρο 30, οι περ. β) και γ) της παρ. 2 του άρθρου 32, το άρθρο 267 και οι περ. β), γ), δ) και ε) του άρθρου 269 του ν. 4412/2016,
(β) η παρ. 4 του άρθρου 30 του ν. 4413/2016,
(γ) η παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 3389/2005.
Περαιτέρω, στις παρ. 4 και 5 καθορίζονται ελάχιστες προθεσμίες για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος και προσφορών, κατά τις διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων, σε συνέχεια πρότυπων προτάσεων, μεγαλύτερης διάρκειας από τις προβλεπόμενες στις διατάξεις των νόμων 4412/2016 και 4413/2016 για τις αντίστοιχες διαδικασίες, ενώ οι ίδιες προθεσμίες ισχύουν και όταν τα προτεινόμενα έργα υλοποιούνται ως ΣΔΙΤ. Οι εν λόγω ρυθμίσεις προφανώς αποσκοπούν στην καλύτερη προετοιμασία των οικονομικών φορέων, κατά την προετοιμασία των αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος και των προσφορών τους, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας και των στοιχείων καινοτομίας που θα έχουν τα προτεινόμενα έργα υποδομής και είναι συμβατές με το πνεύμα των διατάξεων των Οδηγιών, οι οποίες στοχεύουν στην παροχή του αναγκαίου χρόνου για τη βέλτιστη προετοιμασία των προσφορών. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα περισσότερο ως προς τους οικονομικούς φορείς που ανταγωνίζονται τον προτείνοντα.
Στην παρ. 6 προβλέπεται ότι οι αναθέτουσες αρχές ή οι αναθέτοντες φορείς διασφαλίζουν ότι το σύνολο εγγράφων και στοιχείων του φακέλου υποβολής πρότυπης πρότασης, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατόπιν προσαρμογών ή τροποποιήσεων που ζητήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, τίθενται υπόψη των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάθεσης αποκλειστικά για τον σκοπό της διαμόρφωσης της προσφοράς τους, ενώ στην ίδια παράγραφο προβλέπεται και ρήτρα εμπιστευτικότητας/ απορρήτου εκ μέρους των συμμετεχόντων οικονομικών φορέων ως προς τα ανωτέρω στοιχεία, των οποίων λαμβάνουν γνώση.
Εν προκειμένω, ως προς τη ρήτρα εμπιστευτικότητας/ απορρήτου προτείνεται να γίνει ρητή παραπομπή και στις διατάξεις των άρθρων 21, 257 και 27 των νόμων 4412/2016 και 4413/2016, οι οποίες ρυθμίζουν τα σχετικά ζητήματα.
Στην παρ. 8 σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί ότι οι αναφερόμενες πληροφορίες στα έγγραφα της σύμβασης, θα συμπεριληφθούν και στην προκαταρκτική προκήρυξη ή προκήρυξη που θα δημοσιευθεί στην ΕΕΕΕ.
Τέλος, στην παρ. 9 προβλέπεται ότι εάν στη διαδικασία ανάθεσης, κατόπιν έγκρισης πρότυπης πρότασης, ο προτείνων αποτελεί τον μοναδικό προσφέροντα ή υποψήφιο, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας επαληθεύει υποχρεωτικά με γενικώς παραδεδεγμένη μεθοδολογία μέσω ανεξάρτητου εκτιμητή ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού είναι οικονομικά συμφέρον και ανταποκρίνεται στην τιμή της αγοράς, της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα ο οποίος μπορεί να ζητήσει βελτίωση της υποβληθείσας προσφοράς, σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπονται στα έγγραφα της σύμβασης. Σε περίπτωση που από το πόρισμα του ανεξάρτητου εκτιμητή δεν προκύπτει ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού είναι οικονομικά συμφέρον και ότι ανταποκρίνεται στην τιμή της αγοράς, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ματαιώνει τον διαγωνισμό.
Οι ως άνω ρυθμίσεις, σε περίπτωση που ο προτείνων αποτελεί τον μοναδικό προσφέροντα στη διαδικασία ανάθεσης και ιδίως η επαλήθευση από ανεξάρτητο εκτιμητή ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι οικονομικά συμφέρον ή μη για την αναθέτουσα αρχή, αποτελεί μία ειδική ρύθμιση, η οποία δεν προβλέπεται στις διατάξεις των Οδηγιών. Περαιτέρω δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στη διαδικασία επιλογής του ανεξάρτητου εκτιμητή, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα έχει επαχθή αιτία, θα πρέπει να ακολουθεί τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων του ν. 4412/2016.
v. Επί του άρθρου 12
Στο άρθρο 12 ρυθμίζονται ζητήματα ως προς το «δικαίωμα διεκδίκησης», καθώς και ως προς τις αποζημιώσεις για τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης.
Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης: «Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής βελτιωμένων προσφορών σε περίπτωση που ο προτείνων δεν έχει καταταγεί πρώτος στον πίνακα κατάταξης (παρ. 1) καθώς και η υποχρέωση καταβολής από τον οριστικό ανάδοχο της σύμβασης στον προτείνοντα των εξόδων προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης (παρ. 2) και ρυθμίζονται σχετικά λοιπά διαδικαστικά ζητήματα (εγγυητική επιστολή αποζημίωσης κ.λπ.). Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην θέσπιση ενός ελαχίστου κινήτρου προς τους οικονομικούς φορείς προκειμένου να υποβάλουν πρότυπες προτάσεις χωρίς παράλληλα να προκαλείται στρέβλωση του ανταγωνισμού.»
Ειδικότερα, στην παρ. 1 θεσπίζεται το λεγόμενο «δικαίωμα διεκδίκησης» ως ακολούθως:
« Στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), εφόσον μετά την ολοκλήρωση του σταδίου εξέτασης και αξιολόγησης των οικονομικών προσφορών ο προτείνων δεν έχει τεθεί πρώτος στον πίνακα κατάταξης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας υποχρεούται να καλέσει τον προσφέροντα που κατατάσσεται πρώτος, τον προτείνοντα, καθώς και τους προσφέροντες που έχουν καταταγεί σε θέση μεταξύ του πρώτου στον πίνακα κατάταξης και του προτείνοντος, προκειμένου να υποβάλουν βελτιωμένες οικονομικές προσφορές εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη των είκοσι (20) ημερών.».
Το ως άνω «δικαίωμα διεκδίκησης» ενεργοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο προτείνων, του οποίου η πρόταση έγινε αποδεκτή και βάσει της οποίας κινήθηκαν στη συνέχεια διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης ή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), δεν έχει καταταγεί πρώτος στον σχετικό πίνακα κατάταξης, μετά την ολοκλήρωση του σταδίου αξιολόγησης των οικονομικών προσφορών, οπότε και παρέχεται το δικαίωμα υποβολής βελτιωμένων οικονομικών προσφορών στον πρώτο σε κατάταξη προσφέροντα, στον προτείνοντα, καθώς και στους προσφέροντες που έχουν καταταγεί σε θέσεις μεταξύ του πρώτου και του προτείνοντος.
Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι αντίστοιχο «δικαίωμα διεκδίκησης» και υποβολής βελτιωμένων οικονομικών προσφορών δεν εγείρεται όταν ο προτείνων καταταγεί πρώτος στον σχετικό πίνακα κατάταξης, οπότε και η διαδικασία συνεχίζεται με τις ήδη υποβληθείσες οικονομικές προσφορές.
Εξεταστέο, εν προκειμένω, κατά πόσο «το δικαίωμα διεκδίκησης» συμμορφώνεται με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης των συμμετεχόντων, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο ενωσιακό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.
Στο άρθρο 38 του ν. 4413/2016, που έχει ενσωματώσει τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 37 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ προβλέπεται:
«Άρθρο 38
Διαδικαστικές εγγυήσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ)
1. Οι συμβάσεις παραχώρησης ανατίθενται στη βάση των κριτηρίων που ορίζει η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας σύμφωνα με το άρθρο 45, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η προσφορά πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις που έχει ορίσει, κατά περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας,
β) ο προσφέρων πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 39 και
γ) ο προσφέρων δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάθεσης βάσει των παραγράφων 4 έως 7 του άρθρου 39 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του άρθρου 39. Οι ελάχιστες απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ περιλαμβάνουν προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά (κυρίως τεχνικά, φυσικά, λειτουργικά και νομικά) που κάθε προσφορά θα πρέπει να πληροί ή να διαθέτει.
2. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας παρέχουν:
α) στην προκήρυξη της σύμβασης παραχώρησης, περιγραφή της παραχώρησης και των προϋποθέσεων συμμετοχής,
β) στην προκήρυξη της σύμβασης παραχώρησης, τη διακήρυξη διαγωνισμού ή την πρόσκληση υποβολής προσφορών ή σε άλλα τεύχη διαγωνισμού, περιγραφή των κριτηρίων ανάθεσης και, κατά περίπτωση, τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται,
γ) στα τεύχη διαγωνισμού τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 36.
3. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των υποψηφίων ή προσφερόντων σε κατάλληλο επίπεδο, εφόσον αυτό γίνεται με διαφάνεια και με αντικειμενικά κριτήρια. Ο αριθμός των υποψηφίων ή προσφερόντων που καλούνται να συμμετάσχουν πρέπει να είναι επαρκής ώστε να εξασφαλίζεται πραγματικός ανταγωνισμός.
4. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας κοινοποιούν σε όλους τους συμμετέχοντες την περιγραφή της προβλεπόμενης οργάνωσης της διαδικασίας και ενδεικτική προθεσμία. Ενδεχόμενη τροποποίηση κοινοποιείται σε όλους τους συμμετέχοντες και, στο βαθμό που αφορά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη, ανακοινώνεται σε όλους τους οικονομικούς φορείς.
5. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας εξασφαλίζει την κατάλληλη καταγραφή των σταδίων της διαδικασίας σύμφωνα με τα μέσα που κρίνει επιβεβλημένα με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 27.
6. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας μπορεί να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τους υποψηφίους και τους προσφέροντες. Το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης, τα κριτήρια ανάθεσης και οι ελάχιστες απαιτήσεις δεν τροποποιούνται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.»
Οι ως άνω διατάξεις καθορίζουν τις ελάχιστες διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να τηρούνται κατά την ανάθεση των συμβάσεων παραχώρησης.
Ειδικά στις παρ. 4 και 5 προβλέπεται ότι οι αναθέτουσες αρχές κοινοποιούν σε όλους τους συμμετέχοντες την περιγραφή της προβλεπόμενης οργάνωσης της διαδικασίας και ενδεικτική προθεσμία, καθώς και ενδεχόμενη τροποποίηση της διαδικασίας και εξασφαλίζουν την κατάλληλη καταγραφή των σταδίων της διαδικασίας σύμφωνα με τα μέσα που κρίνουν επιβεβλημένα.
Οι εν λόγω διαδικαστικές εγγυήσεις, μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στην τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων, λόγω της μεγάλης ευελιξίας που παρέχει το άρθρο 30 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ (άρθρο 29 του ν. 4413/2016), ως προς την οργάνωση της διαδικασίας που οδηγεί στην επιλογή του παραχωρησιούχου, όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω.
Στη σκέψη (68) του προοιμίου της Οδηγίας, μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Οι συμβάσεις παραχώρησης είναι συνήθως μακροπρόθεσμες, σύνθετες συμφωνίες με τις οποίες ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει ευθύνες και κινδύνους που παραδοσιακά βαρύνουν τις αναθέτουσες αρχές και οντότητες και κανονικά εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους. Για τον λόγο αυτόν, υπό την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας και των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να δοθεί μεγάλη ευχέρεια στις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς για τον καθορισμό της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην επιλογή του παραχωρησιούχου. Εντούτοις, προκειμένου να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και η διαφάνεια καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης, είναι σκόπιμο να προβλέπονται βασικές εγγυήσεις όσον αφορά τη διαδικασία ανάθεσης, που θα περιλαμβάνουν τις πληροφορίες για τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της παραχώρησης, τον περιορισμό του αριθμού των υποψηφίων, τη διάδοση των πληροφοριών στους υποψηφίους και τους προσφέροντες και την ύπαρξη ενδεδειγμένων μητρώων.»
Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει μεγάλη ευελιξία ως προς την οργάνωση της διαδικασίας ανάθεσης των συμβάσεων παραχώρησης, θα πρέπει, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση να τηρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, καθώς και οι προβλεπόμενες στο άρθρο 38 του ν. 4413/2016 (αντίστοιχο άρθρο 37 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ) διαδικαστικές εγγυήσεις.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω διαδικαστικών εγγυήσεων, προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 38 η δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να προβαίνει σε διαπραγματεύσεις με τους υποψηφίους και τους προσφέροντες, με τη ρητή επιφύλαξη ότι δεν μπορούν να τροποποιηθούν, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης, τα κριτήρια ανάθεσης και οι ελάχιστες απαιτήσεις.
Καταρχάς, επομένως, το «δικαίωμα διεκδίκησης», ήτοι η δυνατότητα υποβολής βελτιωμένων οικονομικών προσφορών, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 12, δεν φαίνεται να αντιβαίνει στις ανωτέρω διαδικαστικές εγγυήσεις, εφόσον επιτρέπεται στην αναθέτουσα αρχή να προβαίνει σε διαπραγματεύσεις με του υποψηφίους και τους προσφέροντες, κατά τη διαδικασία ανάθεσης των συμβάσεων παραχώρησης.
Όπως, ήδη, αναφέρθηκε το «δικαίωμα διεκδίκησης» ενεργοποιείται στην περίπτωση που ο προτείνων δεν καταταγεί πρώτος στον σχετικό πίνακα κατάταξης και αφορά σε περιορισμένο αριθμό προσφερόντων, ήτοι στον πρώτο στην κατάταξη στον πίνακα, στον προτείνοντα και στους καταταγέντες μεταξύ αυτών προσφέροντες. Το ζήτημα που θα μπορούσε, εν προκειμένω, να τεθεί είναι κατά πόσο το εν λόγω «δικαίωμα διεκδίκησης» συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ή τυχόν αποτελεί προνομιακό δικαίωμα για τον προτείνοντα.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική, σε χώρες που έχει εφαρμοστεί ο θεσμός των πρότυπων προτάσεων το συγκεκριμένο δικαίωμα, το οποίο συνήθως αναφέρεται ως «δικαίωμα προτίμησης» περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον προτείνοντα είτε να κληθεί αυτομάτως στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, χωρίς να τεθεί σε συγκριτική αξιολόγηση η προσφορά του με τις υπόλοιπες προσφορές είτε να υποβάλει μόνο αυτός βελτιωμένη προσφορά, είτε να αναλάβει το έργο με τους όρους του προσωρινού αναδόχου, αποζημιώνοντάς τον για τα έξοδα συμμετοχής του στη διαδικασία.
Στις ως άνω περιπτώσεις, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι υπάρχει σαφής παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και προσδίδεται ένα προνομιακό δικαίωμα προτεραιότητας στον προτείνοντα, σε σχέση με τους λοιπούς προσφέροντες προκειμένου να του ανατεθεί η σύμβαση παραχώρησης.
Δεν υπάρχουν, ωστόσο, σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, στις οποίες να έχει κριθεί στην ουσία η δυνατότητα υποβολής πρότυπων ή άλλως αυτόκλητων προτάσεων.
Η μοναδική, μέχρι σήμερα, υπόθεση του Δικαστηρίου, η οποία, ωστόσο δεν κατέληξε σε κρίση ,είναι η υπόθεση C-412/04 "Επιτροπή εναντίον της Ιταλίας", σχετικά με διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας που προέβλεπε την υποβολή αυτόκλητων προτάσεων.
Στην ως άνω υπόθεση η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι ορισμένα άρθρα της ιταλικής νομοθεσίας (άρθρα 37α έως 37γ του νόμου 109/1994), σύμφωνα με τα οποία οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εκτέλεση δημοσίων έργων από τρίτους, σύμφωνα με ειδική διαδικασία ανάθεσης, είναι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο.
Η ιταλική "ειδική" διαδικασία ανάθεσης που εξετάστηκε στην ως άνω υπόθεση διαρθρώθηκε σε τρία στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, ζητήθηκε από τρίτους να υποβάλουν ως υποψήφιοι προτάσεις για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, για τις οποίες οι δαπάνες θα υποβάλλονταν εν όλω ή εν μέρει από τους ίδιους. Μετά την αξιολόγηση των υποβληθεισών προτάσεων, επελέγησαν σε δεύτερο στάδιο, εκείνες που θεωρήθηκαν καλύτερες ως προς το δημόσιο συμφέρον, και εν συνεχεία εκκίνησε μια κλειστή διαδικασία υποβολής προσφορών για την επιλογή δύο ακόμη προσφορών.
Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Θεώρησε ότι οι κανόνες ανοίγματος της σύμβασης παραχώρησης στον ανταγωνισμό, ευνοούν τον προτείνοντα σε σχέση με όλους τους άλλους πιθανούς υποψηφίους για δύο λόγους. Πρώτον, ο προτείνων κλήθηκε αυτομάτως να συμμετάσχει στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για τη σύναψη της σύμβασης παραχώρησης, ανεξαρτήτως σύγκρισης μεταξύ της πρότασής του και των προσφορών που υπέβαλαν οι συμμετέχοντες στη διαδικασία υποβολής προσφορών. Δεύτερον, ο προτείνων είχε την ευκαιρία να τροποποιήσει την πρότασή του κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, προκειμένου να προσαρμοστεί στην προσφορά που η αναθέτουσα αρχή θεωρούσε ως την πλέον κατάλληλη. Στην πραγματικότητα, το πλεονέκτημα αυτό ισοδυναμεί με αναγνώριση δικαιώματος προτεραιότητας για τον ανάδοχο στην ανάθεση της παραχώρησης.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αναφέρει επακριβώς ποιες από τις οδηγίες ή/ και τις διατάξεις της Συνθήκης παραβίασε η Ιταλική Δημοκρατία παραβιάζοντας, κατά τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, την αρχή της ίσης μεταχείρισης και για τον λόγο αυτόν η καταγγελία κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Με αφετηρία τα πραγματικά περιστατικά και τους ισχυρισμούς των διαδίκων στην ως άνω υπόθεση διαφαίνεται ότι το προτεινόμενο, στο υποβληθέν σχέδιο- νόμου «δικαίωμα διεκδίκησης», έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο που συνάδει περισσότερο με τις αρχές της ανάπτυξης του ανταγωνισμού και της διαφάνειας, καθώς δεν αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα του προτείνοντος, αλλά και των προσφερόντων που έχουν καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης μεταξύ αυτού και του πρώτου σε σειρά κατάταξης.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα το δικαίωμα διεκδίκησης να επεκταθεί σε όλους τους προσφέροντες που υπέβαλαν αποδεκτές οικονομικές προσφορές και όχι μόνο σε συγκεκριμένους προσφέροντες, γεγονός που θα συνέβαλε, άλλωστε, και στην ανάπτυξη μεγαλύτερου ακόμη ανταγωνισμού που αποτελεί θεμελιώδη αρχή στις συμβάσεις παραχώρησης.
Στις παρ. 2 έως 4 του προτεινόμενου άρθρου 12 εισάγονται ρυθμίσεις ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης του προτείνοντος, σε περίπτωση που δεν ανακηρυχθεί οριστικός ανάδοχος ή απορριφθεί η προσφορά του.
Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται ότι ο οριστικός ανάδοχος καταβάλλει στον προτείνοντα τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, εντός εξήντα (60) ημερών από την ανακήρυξή του σε οριστικό ανάδοχο. Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, ο προσωρινός ανάδοχος, εφόσον είναι διαφορετικός από τον προτείνοντα, υποχρεούται να καταθέσει πρόσθετη εγγύηση ποσού ίσου με τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης, με την οποία ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος, η δε εγγύηση καταπίπτει, εάν ο οριστικός ανάδοχος δεν καταβάλει τη σχετική αποζημίωση στον προτείνοντα.
Τέλος, σε περίπτωση ματαίωσης της διαδικασίας ανάθεσης, προβλέπεται ότι τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης δεν καταβάλλονται στον προτείνοντα που συμμετείχε στη διαδικασία ανάθεσης από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα.
Το ως άνω αποζημιωτικό δικαίωμα του προτείνοντος για τα έξοδα προετοιμασίας της πρότυπης πρότασης, στις ως άνω περιπτώσεις διαφαίνεται ότι αποτελεί μία ρύθμιση που συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και δεν φαίνεται να εισάγει διακριτική μεταχείριση σε βάρος των λοιπών προσφερόντων, καθώς ο προτείνων διατηρεί το δικαίωμα μίας εύλογης αποζημίωσης για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την προετοιμασία του φακέλου της πρότυπης πρότασης, το κόστος των οποίων καθορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο στην παρ. 10 περ. ε του άρθρου 8 και το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει σε ποσοστό το τρία επί τοις εκατό (3%) της προϋπολογιζόμενης αξίας του έργου.
Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύλογα ότι το ως άνω αποζημιωτικό δικαίωμα εισάγει διάκριση σε βάρος των λοιπών προσφερόντων, καθώς πρόκειται για έναν όρο εξ αρχής γνωστό σε όλους τους δυνητικούς προσφέροντες που σκοπό έχει να καλύψει αποζημιωτικά τον προτείνοντα, του οποίου η πρότυπη πρόταση έγινε αποδεκτή και δεν φαίνεται να αποτελεί κάποια ανταμοιβή που προσδίδει στον προτείνοντα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, πολλώ δε μάλλον που η ως άνω αποζημίωση καταβάλλεται από τον οριστικό ανάδοχο και όχι από την ίδια την αναθέτουσα αρχή. Άλλωστε και στη διεθνή πρακτική που εφαρμόζεται η μέθοδος των πρότυπων προτάσεων, η αποζημίωση καταβάλλεται από τον νικητή ανάδοχο στον προτείνοντα.
Τέλος, στην παρ. 5 του άρθρου 12 προβλέπεται ότι τόσο το «δικαίωμα διεκδίκησης» όσο και το «δικαίωμα αποζημίωσης», διατηρούνται και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
«..(α) εφόσον έχει επέλθει αλλαγή στο πρόσωπο του προτείνοντος λόγω εταιρικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τον ν. 4601/2019 (Α΄ 44) ή αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν στη χώρα εγκατάστασης του προτείνοντος,
(β) εάν ο προτείνων συμμετέχει στη διαδικασία ανάθεσης και υποβάλει προσφορά από κοινού με άλλα πρόσωπα, ακόμη και εάν τα τελευταία δεν είχαν υποβάλει από κοινού με τον προτείνοντα την πρότυπη πρόταση.
(γ) σε περίπτωση που ο προτείνων αποτελεί ένωση προσώπων, εάν μεταβληθεί η σύνθεση της ένωσης προσώπων, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα εκ των μελών της διατηρεί τη συμμετοχή του σε αυτή.»
Εν προκειμένω τίθενται ζητήματα μεταβολής του προσώπου/ σύνθεσης του προτείνοντος, κατά τη διαδικασία ανάθεσης των σχετικών συμβάσεων.
Αντίστοιχοι ρητοί κανόνες δεν προβλέπονται στις Οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και συμβάσεις παραχώρησης , ωστόσο, δεδομένης της μεγάλης ευελιξίας που διέπει την οργάνωση της διαδικασίας των συμβάσεων παραχώρησης, όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι ως άνω κανόνες δεν παραβιάζουν τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, καθώς είναι γνωστοί εκ των προτέρων σε όλους τους δυνητικούς προτείνοντες και προσφέροντες ειδικά στις συμβάσεις παραχώρησης.
Ειδικότερα, ως προς την περ. α που αφορά στον εταιρικό μετασχηματισμό, επισημαίνεται ότι ανάλογες διατάξεις υπάρχουν στις Οδηγίες που επιτρέπουν την υποκατάσταση του αναδόχου, κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης, για λόγους εταιρικής αναδιάρθρωσης (άρθρα 72 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, 89 Οδηγίας 2014/25/ΕΕ, 43 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ).
Στην περ. γ δεν είναι σαφές αν το αποζημιωτικό δικαίωμα καταλαμβάνει όλα τα μέλη της αρχικής ένωσης, ανάλογα με τα ποσοστά συμμετοχής τους ή μόνο τα μέλη της ένωσης που τελικά υποβάλλουν προσφορά, ενώ, τέλος, δεν προβλέπεται η περίπτωση που τα μέλη της αρχικής ένωσης που υπέβαλε την πρόταση, συμμετέχουν στη διαδικασία με αυτοτελείς προσφορές.
v. Επί του άρθρου 13
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 13 προβλέπεται η σύσταση και η συγκρότηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Προτύπων Προτάσεων, καθορίζεται η σύνθεσή της καθώς και οι κανόνες λειτουργίας αυτής.
Η Αρχή δεν υπεισέρχεται επί οργανωτικών θεμάτων και ζητημάτων σκοπιμότητας του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου, ωστόσο, από τις προτεινόμενες διατάξεις ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής δημιουργείται σύγχυση, ιδίως ως προς τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής (αρμόδιου Υπουργού), ο οποίος είναι παράλληλα και ο προτείνων Υπουργός προς την Κυβερνητική Επιτροπή Στρατηγικών Συμβάσεων και, σύμφωνα με το άρθρο 8, διαθέτει τόσο την αρμοδιότητα αναπομπής στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων, της οποίας προΐσταται, όσο και αρμοδιότητα μη αποδοχής της σχετικής εισήγησής της, και κατ’ επέκταση δικαίωμα μη εισαγωγής της υποβληθείσας πρότασης στην Κυβερνητική Επιτροπή προς τελική έγκριση.
Προτείνεται να επανεξεταστούν οι σχετικές διατάξεις, ώστε να αποσαφηνιστούν οι ρόλοι και αρμοδιότητες και να μη τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παρερμηνείας ή και ομαλής λειτουργίας, εν τοις πράγμασι, της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρότυπων Προτάσεων.
vi. Επί των άρθρων 14-15
Στο άρθρο 14 του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου συγκεντρώνονται οι εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση κανονιστικών πράξεων (ΥΑ και ΚΥΑ), αναγκαίων για την εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου νόμου.
Ιδίως η εξουσιοδότηση της παρ. 3 για την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία θα ρυθμίζονται ο τρόπος υποβολής των προτάσεων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, οι προϋποθέσεις, οι προσφερόμενες λειτουργίες και εφαρμογές και οι τεχνικές λεπτομέρειες λειτουργίας καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία και χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας κρίνεται ιδιαιτέρως κρίσιμη για την εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου-νόμου.
Υπό το πρίσμα αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρότυπες προτάσεις θα υποβάλλονται αποκλειστικά μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα αναπτυχθεί, σε συνέχεια της έκδοσης της ως άνω ΚΥΑ, προτείνεται να προβλεφθεί η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, με την οποία και θα διαπιστώνεται το χρονικό σημείο έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν και οι λοιπές διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του υποβληθέντος σχεδίου- νόμου.
Τέλος, στο άρθρο 15 προβλέπεται, ως έναρξη ισχύος των διατάξεων του νόμου, η δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα ως προς την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, πριν από την οποία, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούν να υποβάλλονται πρότυπες προτάσεις, προτείνεται είτε η έναρξη ισχύος του νόμου να συσχετιστεί με την έκδοση της προτεινόμενης, ως ανωτέρω, διαπιστωτικής πράξης άλλως να προβλεφθούν σχετικές μεταβατικές διατάξεις μέχρι το εν λόγω χρονικό σημείο, ώστε να μπορούν να είναι εφαρμόσιμες οι ρυθμίσεις του σχεδίου- νόμου.
VI. Συμπέρασμα
Κατόπιν των ανωτέρω, η Αρχή, ασκούσα την αρμοδιότητά της, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ΄, υποπερ. (αα) του ν.4013/2011, γνωμοδοτεί με την επισήμανση των προπαρατεθεισών παρατηρήσεων.
Αθήνα, 7 Δεκεμβρίου 2021
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Αντιπρόεδρος
Αδάμ Καραγλάνης