Απόφαση 14/2023
Αθήνα, 28-04-2023
Αριθ. Πρωτ.: 1071
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε μέσω τηλεδιασκέψεως την 04-04-2023 μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν ο Γεώργιος Μπατζαλέξης, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Κωνσταντίνου Μενουδάκου, τα αναπληρωματικά μέλη Χρήστος Παπαθεοδώρου, Νικόλαος Λίβος, ως εισηγητής, Νικόλαος Φαλδαμής και Μαρία Ψάλλα σε αντικατάσταση των τακτικών μελών Σπυρίδωνος Βλαχόπουλου, Χαράλαμπου Ανθόπουλου, Αικατερίνης Ηλιάδου και Γρηγορίου Τσόλια αντιστοίχως, οι οποίοι, αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος. Επίσης, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος το τακτικό μέλος Κωνσταντίνος Λαμπρινουδάκης και ο αναπληρωτής Δημοσθένης Βουγιούκας, ούτε το αναπληρωματικό μέλος, Γεώργιος Κόντης, αν και κλήθηκαν νομίμως εγγράφως. Στη συνεδρίαση παρέστησαν, με εντολή του Προέδρου, η Αναστασία Κανικλίδου, νομική ελέγκτρια – δικηγόρος, ως βοηθός εισηγητή, η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων της Αρχής, ως γραμματέας καθώς και η Γεωργία Παλαιολόγου, συντονίστρια της τηλεδιάσκεψης και υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων της Αρχής.
Η Αρχή έλαβε υπ’ όψιν της τα παρακάτω:
Υποβλήθηκε στην Αρχή η με αριθ. πρωτ. .../10-02-2023 αίτηση θεραπείας της ανώνυμης εταιρείας “... A.E.” κατά της με αριθ. 2/2023 Απόφασης της Αρχής, που της κοινοποιήθηκε με το με αριθμό πρωτοκόλλου .../13-01-2023 έγγραφο της Αρχής.
Η Αρχή με την προαναφερθείσα απόφαση εξέτασε τη συμμόρφωση της αιτούσας εταιρείας με τις απορρέουσες εκ του άρθρου 31 ΓΚΠΔ υποχρεώσεις της, σχετικά με τα όσα της ζητήθηκαν από την Αρχή στο πλαίσιο διενέργειας αυτεπάγγελτου διοικητικού ελέγχου δυνάμει της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και των άρθρων 13 παρ. 1 στοιχ. η’ και 15 παρ. 1 του ν. 4624/2019 στα αρχεία και τις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της αιτούσας, σε συνέχεια των υπ’αριθμ. .../14-09-2022και .../15-09-2022εντολών του Προέδρου της Αρχής διενέργειας αυτεπάγγελτου διοικητικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση, η Αρχή διερευνά περιπτώσεις εγκατάστασης λογισμικού παρακολούθησης σε τερματικές συσκευές κινητής τηλεφωνίας χρηστών, με σκοπό την εν αγνοία τους παρακολούθηση, καθώς και τη συνακόλουθη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων τα οποία συλλέγονται από τέτοιο λογισμικό. Για τον σκοπό αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη διοικητικός έλεγχος στην αιτούσα εταιρεία, η οποία άλλωστε, όπως επίσης επιβεβαιώνεται από τους αναφερομένους στο καταστατικό της σκοπούς, μπορεί να ενεργεί είτε ως υπεύθυνος επεξεργασίας είτε ως εκτελών την επεξεργασία σε σχέση με τις διερευνώμενες δραστηριότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Αρχή διαπίστωσε ότι η αιτούσα είχε καθυστερήσει αδικαιολόγητα να ανταποκριθεί στα αιτήματά της και δεν είχε παράσχει πληροφορίες οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή της και ζητήθηκαν από την Αρχή. Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, η Αρχή έκρινε ότι:
α) Η αιτούσα καθυστέρησε υπερβολικά να απαντήσει στα ερωτήματα της Αρχής και ανταποκρίθηκε μετά από επανειλημμένες υπομνήσεις της ομάδας ελέγχου και μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος πλέον των σαράντα (40) ημερών, μόνον αφού παρέλαβε την κλήση της σε ακρόαση ενώπιον της Αρχής. Το χρονικό διάστημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως εύλογο, ενώ η Αρχή με το με αριθμ. πρωτ. .../06-10-2022 έγγραφό της είχε ενημερώσει την αιτούσα ότι η παροχή των απαντήσεων θα μπορούσε να γίνει και τμηματικά. Η θέση της αιτούσας, σύμφωνα με την οποία καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια συνεργασίας με την Αρχή, προβλήθηκε αναπόδεικτα και πάντως δεν δικαιολογούσε τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Αντίθετα, από τις ενέργειες της αιτούσας, όπως αποδείχθηκε και με όσα διαλαμβάνονται στο υπ’ αριθμ. πρωτ. .../24-10-2022 έγγραφό της, προέκυψε ότι οι διαβεβαιώσεις της περί συνεργασίας και αποστολής των εγγράφων υπήρξαν αποκλειστικά ρηματικές.
β) Η αιτούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, δεν παρείχε συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία ζήτησε η Αρχή και τα οποία αφορούσαν τις ερωτήσεις 11 και 15 (οικονομικά στοιχεία και στοιχεία συμβάσεων σε σχέση με τις δραστηριότητές της). Ειδικότερα, αντί της παροχής των αιτηθέντων στοιχείων, η αιτούσα παρέπεμψε στα στοιχεία τα οποία είχε χορηγήσει προς την Εθνική Αρχή Διαφάνειας (εφεξής «ΕΑΔ») στο πλαίσιο διαφορετικού διοικητικού ελέγχου που διενεργήθηκε από την τελευταία. Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι αντί της παροχής των στοιχείων, η αιτούσα υποστήριξε τα εξής: «Επαναλαμβάνουμε την προσδοκία μας ότι οι αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα θα πρέπει να ενεργούν συντονισμένα και με συνέπεια». Πέραν τούτων, παρότι η αιτούσα κατά τον έλεγχο είχε αναφέρει ότι οι απαντήσεις προς την ΕΑΔ ήταν άμεσα διαθέσιμες και θα αποστέλλονταν άμεσα στην Αρχή, αυτό ουδέποτε συνέβη. Άλλωστε, τα στοιχεία που η αιτούσα παρείχε στην ΕΑΔ αφορούν περιορισμένο χρονικό διάστημα και μόνο σε σχέση με τις σχέσεις δημοσίων υπηρεσιών μαζί της. Κατ' αποτέλεσμα, συνιστούσαν μικρό μόλις υποσύνολο αυτών που ζήτησε η Αρχή. Σε κάθε περίπτωση, η αιτούσα είχε, αδιαμφισβήτητα, στην κατοχή της τα εν λόγω αιτηθέντα από την Αρχή στοιχεία και επέλεξε να μην τα χορηγήσει στην Αρχή. Ως εκ τούτου, η Αρχή με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η αιτούσα έχει παραβιάσει κατ’ επιλογή την υποχρέωση συνεργασίας με την εποπτική αρχή του άρθρου 31 του ΓΚΠΔ και επέβαλε (α) στην αιτούσα, με βάση το άρθρο 58 παρ. 2 εδ. θ’ του ΓΚΠΔ, το αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο που άρμοζε στην συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τις ειδικότερες περιστάσεις αυτής, ύψους πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ, για την διαπιστωθείσα παραβίαση του άρθρου 31 του ΓΚΠΔ, και (β) έδωσε εντολή στην αιτούσα, με βάση το άρθρο 15 παρ. 4 εδ. δ’ του ν. 4624/2019, και επέβαλε την άμεση παράδοση στην Αρχή των εξής στοιχείων αα) τιμολόγια και αποδείξεις (καθώς και δηλώσεις πελατών-προμηθευτών) από την έναρξη λειτουργίας της αιτούσας έως και ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης – εκτός από αυτά που έχει ήδη παράσχει στην Αρχή η εταιρεία «... A.E.», ββ) όλες τις πληροφορίες που απεστάλησαν στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας και γγ) όλα τα συμβόλαια της αιτούσας με οποιαδήποτε εταιρεία και τα οποία σχετίζονται με παραγωγή, κατασκευή, προσαρμογή ή επεξεργασία με οποιοδήποτε τρόπο λογισμικού ή υλικού, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων με τις εταιρείες “... BVI” και “... Ireland”.
Ακολούθως, η αιτούσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση θεραπείας με την οποία ζητά την ανάκληση άλλως την τροποποίηση μερικώς ή ολικώς της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπονούμενη ότι με την ως άνω απόφαση εσφαλμένως κρίθηκε ότι δεν συνεργάσθηκε με την Αρχή και παραβίασε το άρθρο 31 του ΓΚΠΔ, ενώ ζητά την επαναξιολόγηση της επιβολής της σχετικής κύρωσης από την Αρχή. Οι λόγοι ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής, όπως διατείνεται η αιτούσα, είναι κυρίως οι εξής:
- Η κρίση της Αρχής ότι το χρονικό διάστημα των 40 ημερών δεν είναι εύλογο είναι εσφαλμένη, καθώς το ερωτηματολόγιο της Αρχής το οποίο απεστάλη στην αιτούσα αποτελείτο από πληθώρα ερωτημάτων, τα οποία σε πλείστα ζητήματα περιείχαν και υποερωτήματα. Η Αρχή ουδόλως έλαβε υπόψη τις πραγματικές και αντικειμενικές δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζει η αιτούσα λόγω της ανυπαρξίας του υπαλληλικού προσωπικού και των τεχνικών δυσκολιών που είχαν προκύψει κατά το προγενέστερο χρονικό διάστημα όπου το εναπομείναν προσωπικό εργαζόταν μόνο μέσω τηλεργασίας, λόγω των γνωστών προβλημάτων που είχαν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν στις εγκαταστάσεις της αιτούσας στο Ελληνικό. Επιπλέον, δεν ελήφθη υπόψη από την Αρχή ότι το σύνολο των εγγράφων που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση απαιτείται να μεταφράζονται από την Ελληνική στην Αγγλική Γλώσσα, ώστε να λαμβάνει γνώση η νόμιμη εκπρόσωπος της καθώς και ότι η αιτούσα δεν διατηρεί αυτόνομο λογιστήριο εντός της εταιρείας ούτε νομικό τμήμα στελεχωμένο από εσωτερικούς δικηγόρους, γεγονός που δεν της επιτρέπει να έχει άμεση ανταπόκριση στη συλλογή και προσκόμιση εγγράφων.
- Η αιτούσα ενεργώντας καλόπιστα και προς διευκόλυνση της έρευνας παρείχε την πλήρη εξουσιοδότηση προς την ομάδα ελέγχου της Αρχής να λάβει κάθε έγγραφο που η αιτούσα είχε ήδη προσκομίσει στην ΕΑΔ. Το γεγονός ότι η ΕΑΔ δεν χορήγησε στην Αρχή το σύνολο των εγγράφων και τεκμηρίων βρίσκεται εκτός της σφαίρας ευθύνης της αιτούσας και δεν είχε καμία δυνατότητα να το γνωρίζει. Εξάλλου, η ενημέρωση της αιτούσας για το γεγονός της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ ΕΑΔ και της Αρχής έγινε μόνο με την κοινοποίηση σε αυτήν της προσβαλλόμενης απόφασης (όπου γίνεται σχετική μνεία).
- Δεν είναι εύλογο η αιτούσα να τιμωρηθεί με ένα τόσο δυσανάλογο πρόστιμο για τον χρόνο που χρειάστηκε να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο, καθώς ενήργησε με πάσα επιμέλεια και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, με τους πόρους και τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε στη διάθεσή της, ο δε νομικός σύμβουλός της βρισκόταν σε επικοινωνία με την ομάδα ελέγχου και την ενημέρωνε για τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
- Η ύπαρξη των ανωτέρω αντικειμενικών παραγόντων και δυσκολιών είχαν εξηγηθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αιτούσας σε απευθείας επικοινωνία με την ομάδα ελέγχου της Αρχής. Άρα, η όποια -κατά τους ισχυρισμούς της Αρχής-καθυστέρηση κρίνεται απολύτως δικαιολογημένη.
- Η αιτούσα ουδεμία πρόθεση είχε να μην παράσχει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις ερωτήσεις 11 και 15, ενώ καλόπιστα πρότεινε την άντληση των στοιχείων απευθείας από την ΕΑΔ. Άλλωστε, τα συγκεκριμένα στοιχεία η αιτούσα ήδη τα προσκόμισε στην Αρχή θέτοντάς τα υπόψη του διενεργούμενου ελέγχου.
- Αναφορικά με την κρίση της Αρχής ότι η αιτούσα απάντησε μόνο αφότου έλαβε την κλήση προς ακρόαση ενώπιον της, αυτή είναι εσφαλμένη, διότι είναι αντικειμενικά αδύνατο η αιτούσα να κατάφερε να ολοκληρώσει τη σύνταξη ενός τόσο εκτεταμένου ερωτηματολογίου στο οποίο περιλαμβάνονται και πλείστα υποερωτήματα, μέσα σε διάστημα λίγων ωρών που μεσολάβησε από την παραλαβή από την αιτούσα της κλήσης μέχρι την αποστολή της απάντησης στο ερωτηματολόγιο.
- Το πρόστιμο που επεβλήθη στην αιτούσα είναι εξαιρετικά δυσανάλογο σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητές της αλλά και σε σχέση με την υποτιθέμενη παραβίαση, διότι η αιτούσα βρίσκεται σε καθεστώς υπολειτουργίας ενώ ήδη από 31-08-2022 δεν απασχολεί προσωπικό. Επιπλέον, μετά την δημοσίευση των δημοσιευμάτων στα Μέσα Ενημέρωσης ο κύκλος εργασιών της αιτούσας περιορίστηκε δραματικά.
-Με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και την επιβολή του διοικητικού προστίμου ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ η Διοίκηση παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω πρόστιμο κρίνεται υπέρογκο για τα οικονομικά δεδομένα της αιτούσας ενώ σε καμία περίπτωση δεν είναι αναλογικό ούτε ως προς την υποτιθέμενη φύση και βαρύτητα της πράξης την οποία εσφαλμένα η Αρχή έκρινε ως σοβαρή ούτε σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της αιτούσας.
- Επικουρικώς, η Αρχή θα μπορούσε να επιβάλει στην αιτούσα την ποινή της επίπληξης.
Η Αρχή, μετά από εξέταση των στοιχείων του φακέλου και αφού άκουσε τον εισηγητή και τις διευκρινίσεις της βοηθού εισηγητή, η οποία παρέστη χωρίς δικαίωμα ψήφου, μετά από διεξοδική συζήτηση,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟN ΝΟΜΟ
1. Επειδή, το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 3051/2002 για τις «Συνταγµατικά κατοχυρωµένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συµπλήρωση του συστήµατος προσλήψεων στον δηµόσιο τοµέα και συναφείς ρυθµίσεις» που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 101 Α του Συντάγµατος ορίζει ότι «8. Κατά των εκτελεστών αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών µπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, καθώς και οι προβλεπόµενες στο Σύνταγµα και τη νοµοθεσία διοικητικές προσφυγές. Ένδικα βοηθήµατα κατά των αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών µπορεί να ασκεί και ο κατά περίπτωση αρµόδιος Υπουργός».
2. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) «Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των εννόμων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της (ιεραρχική προσφυγή)». Κατά την έννοια της διάταξης, η αίτηση θεραπείας αποσκοπεί στην ανάκληση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα αυτής που ανάγονται στο καθεστώς υπό το οποίο εκδόθηκε.
3. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 24 ΚΔΔιαδ θεσπίζεται δικαίωμα κάθε «ενδιαφερόμενου» διοικούμενου, ο οποίος έχει υποστεί υλική ή ηθική βλάβη από ατομική διοικητική πράξη, να απευθυνθεί προς την αρχή που εξέδωσε την εν λόγω πράξη πριν καταφύγει στη δικαστική του προστασία (απλή διοικητική προσφυγή, άλλως αίτηση θεραπείας). Πρόκειται για «άτυπη» διοικητική προσφυγή σε αντιδιαστολή µε τις τυπικές «ειδικές» και «ενδικοφανείς» προσφυγές του άρθρου 25 Κ∆∆ιαδ. Η εν λόγω προσφυγή έχει ως αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της ως άνω αναφερόμενης ατομικής διοικητικής πράξης, προκειμένου να αποκατασταθεί η υλική ή ηθική βλάβη του προσφεύγοντος, την οποία προκάλεσε η διοικητική πράξη, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νόμος δεν προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης των παραπάνω προσφυγών του άρθρου 25 ΚΔ∆ιαδ .
4. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση θεραπείας, της οποίας το περιεχόμενο εκτίθεται ανωτέρω στο ιστορικό της παρούσας, η αιτούσα αμφισβητεί τη νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και την ορθότητα της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από την Αρχή, χωρίς να επικαλείται ή να προσκομίζει νέα και κρίσιμα για την υπόθεση πραγματικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων θα μπορούσε υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις να προκύψει διαφορετική κρίση της Αρχής. Κατά τούτο κατ’ ουσίαν προβάλλει ισχυρισμούς που αποτελούν αντικείμενο ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου.
5. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι ενεργώντας καλόπιστα και προς διευκόλυνση της έρευνας παρείχε την πλήρη εξουσιοδότηση προς την ομάδα ελέγχου της Αρχής να λάβει κάθε έγγραφο που είχε ήδη προσκομίσει στην ΕΑΔ ενώ ενημερώθηκε για την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ ΕΑΔ και της Αρχής μόνο με την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συνιστά κρίσιμο στοιχείο σε σχέση με την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας συνεργασίας με την Αρχή, όπως αυτή εξειδικεύεται στο άρθρο 31 του ΓΚΠΔ, και συμμόρφωσής του στις αυτοτελείς του υποχρεώσεις που απορρέουν από το θεσμικό πλαίσιο προστασίας δεδομένων και συνακόλουθα τη σχετική αρμοδιότητα της Αρχής να επιληφθεί της υπόθεσης στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου διοικητικού ελέγχου.
6. Ως εκ τούτου, δεν τεκμηριώνεται ανάγκη αναθεώρησης της με αρ. 2/2023 Απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτούσα με το με αριθ. πρωτ. .../13-01-2023 έγγραφο της Αρχής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή
Απορρίπτει τη με αριθ. πρωτ. .../10-02-2023 αίτηση θεραπείας της εταιρείας “... A.E.” κατά της Απόφασης 2/2023 της Αρχής.
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Γεώργιος Μπατζαλέξης
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου