ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 2/2024Αθήνα, 12-02-2024
Αριθ. Πρωτ.: 521
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε συνεδρίαση στην έδρα της την 6η-02-2024, προκειμένου να εκδώσει γνώμη επί σχεδίου νόμου κατόπιν σχετικού αιτήματος του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Παρέστησαν ο Πρόεδρος της Αρχής Κωνσταντίνος Μενουδάκος, ως εισηγητής, και τα τακτικά μέλη της Αρχής Σπυρίδων Βλαχόπουλος, Κωνσταντίνος Λαμπρινουδάκης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Χρήστος Καλλονιάτης, Αικατερίνη Ηλιάδου και Γρηγόρης Τσόλιας. Παρόντες χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Φωτεινή Καρβέλα, η Κυριακή Καρακάση και ο Κων/νος Λιμνιώτης, ειδικοί επιστήμονες, ως βοηθοί εισηγητή, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
Το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης με το υπ’ αριθμ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/824/2.2.24 έγγραφο απέστειλε σχέδιο νόμου (στο εξής: ΣχΝ) σχετικά με τη λήψη μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού
(ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (Πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες, στο εξής: Πράξη), αιτούμενο την έκδοση γνωμοδότησης. Ειδικότερα, εκπρόσωποι της Αρχής συμμετείχαν στην Ομάδα Εργασίας που συγκροτήθηκε δυνάμει της με αριθ. πρωτ. 20296ΕΞ2023/24-04-2023 Απόφασης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και είχε ως αντικείμενο τον συντονισμό των ενεργειών για την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στις προβλέψεις της Πράξης. H Πράξη τίθεται σε εφαρμογή από τις 17.02.2024
, σύμφωνα με το άρθρο 93 αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, η Πράξη έχει άμεση εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, τα οποία υποχρεούνται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας τους.
Το ανωτέρω ΣχΝ περιλαμβάνει διατάξεις που θεσπίζουν μέτρα εσωτερικού δικαίου για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της Πράξης
, βασικός στόχος της οποίας είναι η προαγωγή της υπεύθυνης και επιμελούς συμπεριφοράς των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών
και ιδίως των επιγραμμικών πλατφορμών, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι επιγραμμικές αγορές (online marketplaces, app stores), προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ασφαλές επιγραμμικό περιβάλλον εντός του οποίου οι πολίτες της ΕΕ θα μπορούν να ασκούν ελεύθερα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζουν με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια οι επιγραμμικές πλατφόρμες στην οικονομία και την κοινωνία, η Πράξη επιβάλλει στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας, ανάλογα με τη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν, και το μέγεθός τους
.
Με την προσέγγιση αυτή, η οποία καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανής στο Κεφάλαιο ΙΙΙ της Πράξης, στο οποίο προβλέπονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών στο σύνολό τους (Τμήμα 1), αλλά και αναλόγως με τις υπηρεσίες που παρέχουν (Τμήματα 2, 3, 4) και την εμβέλειά τους
(Τμήμα 5), επιτυγχάνεται η αναλογική και δίκαιη επιβάρυνση όλων των παρόχων ενδιάμεσων ψηφιακών υπηρεσιών και τα εντοπισθέντα προβλήματα αντιμετωπίζονται μόνο εκεί όπου προκύπτουν, χωρίς να επιβαρύνονται υπερβολικά πάροχοι τους οποίους δεν αφορούν αυτά τα προβλήματα. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι διατάξεις του Κεφαλαίου IV για την εφαρμογή και επιβολή της Πράξης, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ενισχυμένη εποπτεία των εκάστοτε επιβαλλόμενων διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων από πολύ μεγάλη επιγραμμική πλατφόρμα ή από πολύ μεγάλη επιγραμμική μηχανή αναζήτησης
καθώς και δυνατότητα παρέμβασης της Επιτροπής κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα ιδίως στο άρθρο 56 της Πράξης.
Εξάλλου, οι πολίτες της Ένωσης εκτίθενται σε ολοένα αυξανόμενους κινδύνους στο διαδίκτυο, από τη διάδοση παράνομου περιεχομένου και δραστηριοτήτων μέχρι περιορισμούς στη δυνατότητα έκφρασης και άλλες επιζήμιες κοινωνικές συνέπειες. Τα μέτρα που προβλέπονται στην εν λόγω Πράξη αναμένεται να βελτιώσουν, όπως προκύπτει από τις ίδιες τις αιτιολογικές της σκέψεις, σημαντικά αυτήν την κατάσταση με την παροχή ενός σύγχρονου πλαισίου, το οποίο διαφυλάσσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, κυρίως των πολιτών της Ένωσης. Με την Πράξη εισάγονται σημαντικές εγγυήσεις, ώστε οι πολίτες να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, με παράλληλη ενίσχυση της αυτενέργειας των χρηστών στο επιγραμμικό περιβάλλον, καθώς και της δυνατότητας άσκησης άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, η απαγόρευση των διακρίσεων, τα δικαιώματα του παιδιού, αλλά και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στο διαδίκτυο (με την επιφύλαξη υπέρ της εν γένει σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, όπως αναλύεται στη συνέχεια).
Επομένως, ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι η Πράξη εναρμονίζει τους κανόνες για τις ενδιάμεσες υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, με στόχο τη διασφάλιση ασφαλούς, προβλέψιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού περιβάλλοντος, στο οποίο αντιμετωπίζονται η διάδοση παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο και οι κοινωνικοί κίνδυνοι που μπορεί να προκαλέσει η διάδοση παραπληροφόρησης ή άλλου περιεχομένου, και στο οποίο προστατεύονται αποτελεσματικά τα θεμελιώδη δικαιώματα και διευκολύνεται η καινοτομία
.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, σημειώνεται ως μείζονος σημασίας και η επιφύλαξη υπέρ του ΓΚΠΔ, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και της εν γένει ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που τίθεται στο άρθρο 2 παρ. 4 στοιχ. ζ’ της Πράξης, δυνάμει της οποίας το νομικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων εξακολουθεί να διαπερνά ερμηνευτικά τα σχετικώς ανακύπτοντα από την εφαρμογή της Πράξης ζητήματα.
Το προαναφερόμενο ΣχΝ που τίθεται ενώπιον της Αρχής, έχει ως στόχο την προσαρμογή της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, η οποία επιτυγχάνεται με τις διατάξεις του σχετικά με:
α) τον ορισμό του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και των αρμόδιων αρχών στις οποίες παρέχεται εξουσία επίβλεψης των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών και επιβολής της Πράξης, καθώς και της ρύθμισης των επιμέρους αρμοδιοτήτων τους (βλ. και σχετικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 49 και 50 της Πράξης).
β) τη διασφάλιση ότι οι εντολές ανάληψης δράσης κατά παράνομου περιεχομένου και οι εντολές παροχής πληροφοριών που εκδίδονται από τις αρμόδιες δικαστικές ή διοικητικές αρχές πληρούν κατά το περιεχόμενό τους τις απαιτήσεις της Πράξης (βλ. και σχετικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν ιδίως από το άρθρο 9 της Πράξης).
γ) τη σύσταση εθνικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων της.
δ) τον καθορισμό της διαδικασίας επιβολής αναλογικών και αποτελεσματικών κυρώσεων που δύναται να επιβληθούν σε παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών για τις παραβάσεις της Πράξης και του νόμου που προτείνεται με το παρόν σχέδιο νόμου (βλ. και σχετικές υποχρεώσεις που απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 51 και 52 της Πράξης).
ε) τη ρύθμιση ζητημάτων έννομης προστασίας και του δικαιώματος προσφυγής κατά των αποφάσεων του Συντονιστή και των λοιπών αρμόδιων αρχών.
στ) τη δημιουργία Μητρώου των εγκατεστημένων στην Ελλάδα παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών και τον καθορισμό της διαδικασίας και του τρόπου τήρησής του. Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Α’ περιλαμβάνονται διατάξεις που αφορούν στο σκοπό, στο αντικείμενο και στους ορισμούς του σχεδίου νόμου. Στο Κεφάλαιο Β’ προβλέπεται ο ορισμός του εθνικού Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και των αρμόδιων αρχών, στις οποίες παρέχεται εξουσία επίβλεψης των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών και επιβολής της Πράξης στην Ελλάδα, καθώς και η ρύθμιση των επιμέρους αρμοδιοτήτων τους και του πλαισίου συνεργασίας μεταξύ τους. Ειδικότερα, ως Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών ορίζεται η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (εφεξής, ΕΕΤΤ) και ως αρμόδιες αρχές ορίζονται το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (εφεξής, ΕΣΡ) και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Επίσης, η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας ορίζεται ως η αρμόδια αρχή για τη λήψη αναφορών υπονοιών τέλεσης ποινικών αδικημάτων, ενώ προβλέπεται ειδικότερο πλαίσιο συνεργασίας με λοιπές αρχές, με ειδική αναφορά στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Περαιτέρω, εισάγονται ρυθμίσεις για τη διεξαγωγή ερευνών και συλλογή στοιχείων στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης, καθώς και η υποχρέωση ελάχιστου περιεχόμενου προς τις εθνικές δικαστικές ή διοικητικές αρχές που εκδίδουν, προς παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών, εντολές ανάληψης δράσης κατά παράνομου περιεχομένου
και εντολές παροχής πληροφοριών. Επιπλέον, προβλέπεται η σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία θα αποτελεί συμβουλευτικό όργανο για θέματα ψηφιακών υπηρεσιών και προσδιορίζεται το πεδίο αρμοδιοτήτων της, η εσωτερική της δομή και ο τρόπος λειτουργίας της, καθώς και η σύσταση Μητρώου Παρόχων Ενδιάμεσων Υπηρεσιών και διευκρινίζονται ο τρόπος και τα στοιχεία εγγραφής σε αυτό.
Στο Κεφάλαιο Γ’ εισάγονται διατάξεις που αφορούν στις επιβαλλόμενες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης διατάξεων της Πράξης και του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, καθώς και στο δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά των κανονιστικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων του Συντονιστή ή των αρμοδίων αρχών περί επιβολής κυρώσεων και κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών αποφάσεων που εκδίδονται από τον Συντονιστή ή τις αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, προβλέπονται ρυθμίσεις για την σύνταξη ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων από τον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και για τη δημιουργία και πλήρωση νέων θέσεων προσωπικού στον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών για τις ανάγκες εφαρμογής της Πράξης. Τέλος, προβλέπεται η κάλυψη δαπανών της ΕΕΤΤ για την εφαρμογή των διατάξεων της Πράξης, ενώ δίνεται και η δυνατότητα επιβολής τελών από τον Συντονιστή σε παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών.
Στο Κεφάλαιο Δ’ περιλαμβάνονται διατάξεις με τις απαραίτητες τροποποιήσεις υφιστάμενων νομοθετημάτων, καθώς και οι απαραίτητες εξουσιοδοτικές διατάξεις για την εφαρμογή του νέου νόμου. Στο Κεφάλαιο E’ περιλαμβάνονται λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ενώ στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ ορίζεται η έναρξη ισχύος του νόμου
.
Οι διατάξεις του υπό εξέταση ΣχΝ που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής, είναι αυτές των άρθρων: α) 5 περί του ορισμού των αρμοδίων αρχών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Αρχή, β) 6 περί της δυνατότητας συμμετοχής της Αρχής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ψηφιακών Υπηρεσιών, γ) 8 περί της συνεργασίας μεταξύ του Συντονιστή και των αρμόδιων αρχών για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, δ) 11 περί των Εξουσιών του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και των αρμόδιων αρχών, ε) 14 σχετικά με τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, στ) 16 περί Κυρώσεων, ζ) 17 περί Δικαιώματος Δικαστικής Προσφυγής, η) 18 περί Εκθέσεων δραστηριοτήτων, θ) 23 παρ. 6 περί της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση Κοινής Πράξης του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και των αρμοδίων αρχών και ι) 23 παρ. 7 περί της διαδικασίας είσπραξης των προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλει η Αρχή.
Η Αρχή, μετά από εξέταση των ανωτέρω διατάξεων του υποβληθέντος ΣχΝ σε σχέση με τις εφαρμοστικές διατάξεις της Πράξης, αφού έλαβε υπόψη της τις με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞΕ/735/01-03-2021 Παρατηρήσεις της προς τη Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Διμερών Θεμάτων της Βουλής των Ελλήνων επί της πρότασης Κανονισμού σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες, Digital Services Act) και την τροποποίηση της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ και αφού άκουσε τον εισηγητή, τις διευκρινίσεις των βοηθών εισηγητή, κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 51 και
55 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (EE) 2016/679 (εφεξής, ΓΚΠΔ) και του
άρθρου 9 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137), η Αρχή έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του νόμου αυτού και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
2. Σύμφωνα με το άρθρο
57 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΓΚΠΔ και το
άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 4624/2019, η Αρχή παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
3. Σύμφωνα με το
άρθρο 67 παρ. 2 του ν. 4624/2019, κατά την εκπόνηση σχεδίων νόμου ή κανονιστικών πράξεων, τα οποία αφορούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 43 του ίδιου νόμου ή συνδέονται με αυτή ζητείται εγκαίρως η γνώμη της Αρχής.
4. Ο σεβασμός στην ιδιωτική ζωή των προσώπων και η προστασία των προσωπικών δεδομένων κατοχυρώνονται τόσο στο
άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όσο και στην Σύμβαση 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα καθώς και στα
άρθρα 7 και
8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Σύμφωνα με το
άρθρο 9Α του Συντάγματος «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».
Β. Παρατηρήσεις στα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου 1. Άρθρο 5 ΣχΝ
Με τη διάταξη αυτή ορίζονται ο Συντονιστής ψηφιακών υπηρεσιών και οι λοιπές αρμόδιες αρχές, στις οποίες ανατίθεται η επίβλεψη της εφαρμογής και η επιβολή της Πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 αυτής. Ειδικότερα, η Αρχή ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την επίβλεψη των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών και την επιβολή των ρυθμίσεων των άρθρων 26 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 3 και 28 της Πράξης.
Το άρθρο 26 παρ. 1 στοιχ. δ’ της Πράξης θέτει στους παρόχους επιγραμμικών πλατφορμών που παρουσιάζουν διαφημίσεις στις επιγραμμικές διεπαφές τους, την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι για κάθε συγκεκριμένη διαφήμιση που παρουσιάζεται σε κάθε μεμονωμένο αποδέκτη, αυτός μπορεί να αναγνωρίσει με σαφή, συνοπτικό και μη διφορούμενο τρόπο και σε πραγματικό χρόνο σημαντικές πληροφορίες άμεσα και εύκολα προσβάσιμες από τη διαφήμιση σχετικά με τις κύριες παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αποδέκτη στον οποίο παρουσιάζεται η διαφήμιση και, κατά περίπτωση, σχετικά με τον τρόπο αλλαγής των παραμέτρων αυτών. Η υποχρέωση αυτή είναι πολύ σημαντική, αν αναλογιστεί κανείς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραματίζει η επιγραμμική διαφήμιση στο επιγραμμικό περιβάλλον, όπως πχ σε σχέση με τις επιγραμμικές πλατφόρμες, όπου η παροχή της υπηρεσίας αμείβεται συχνά μέσω διαφημιστικών εσόδων
. Η επιγραμμική διαφήμιση μπορεί να ελλοχεύει σημαντικούς κινδύνους, όπως π.χ. διαφημίσεις που αποτελούν αυτές καθαυτές παράνομο περιεχόμενο, ή παρέχουν οικονομικά κίνητρα για τη διάδοση παράνομου περιεχομένου ή μεροληπτικές διαφημίσεις, που έχουν επιπτώσεις στην ίση μεταχείριση και στις ίσες ευκαιρίες των πολιτών ή γενικότερα στοχευμένες διαφημίσεις βάσει ενδεχομένως «κατάρτισης προφίλ» του αποδέκτη της διαφήμισης. Ως εκ τούτου, οι αποδέκτες της υπηρεσίας θα πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις κύριες παραμέτρους που χρησιμοποιεί ο πάροχος για να αποφασίσει ότι μια συγκεκριμένη διαφήμιση θα παρουσιαστεί σε συγκεκριμένο αποδέκτη. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχουν ουσιώδεις εξηγήσεις σχετικά με τη λογική που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, μεταξύ άλλων όταν αυτή βασίζεται σε κατάρτιση προφίλ.
Αναλυτικότερα, οι εξηγήσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την παρουσίαση της διαφήμισης και κατά περίπτωση τα βασικά κριτήρια κατάρτισης προφίλ που χρησιμοποιούνται, καθώς και τα μέσα που έχει ο αποδέκτης στη διάθεσή του για να τροποποιήσει τα κριτήρια αυτά. Οι κίνδυνοι κατάρτισης προφίλ ιδίως μέσω της τεχνικής «microtargeting»
είναι γνωστοί
και είναι ιδιαίτερα έντονοι στο πλαίσιο της επιγραμμικής διαφήμισης, όπου η παρουσίαση στους αποδέκτες της υπηρεσίας διαφημίσεων που βασίζονται σε τεχνικές στόχευσης και ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά τους μπορεί να έχει ιδιαίτερα σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και να επηρεάσει σε ορισμένες περιπτώσεις αρνητικά ολόκληρες κοινωνικές ομάδες ή να οξύνει κοινωνικά δεινά, συμβάλλοντας πχ σε εκστρατείες παραπληροφόρησης ή εισάγοντας διακρίσεις εις βάρος ορισμένων ομάδων.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιγραμμικές πλατφόρμες αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητα περιβάλλοντα για τις ως άνω πρακτικές και παρουσιάζουν υψηλότερο κοινωνικό κίνδυνο, ο ενωσιακός νομοθέτης απαγόρευσε με την παράγραφο 3 του άρθρου 26 της Πράξης στους παρόχους επιγραμμικών πλατφορμών να παρουσιάζουν σε αποδέκτες της υπηρεσίας διαφημίσεις βάσει κατάρτισης προφίλ, όπως ορίζεται στο
άρθρο 4 σημείο 4 του ΓΚΠΔ, με τη χρήση ειδικών κατηγοριών ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’
άρθρο 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ. Αξίζει σχετικά να υπομνησθεί ότι οι ανωτέρω υποχρεώσεις που τίθενται στους παρόχους επιγραμμικών πλατφορμών ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που ισχύουν για αυτούς βάσει του ενωσιακού δικαίου που διέπει την προστασία προσωπικών δεδομένων
.
Το άρθρο 28 της Πράξης αφορά στην προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, προβλέπει ότι 1) Οι πάροχοι επιγραμμικών πλατφορμών προσβάσιμων σε ανήλικους λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά μέτρα για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου ιδιωτικότητας, ασφάλειας και προστασίας των ανηλίκων, στην υπηρεσία τους. 2) Οι πάροχοι επιγραμμικών πλατφορμών δεν παρουσιάζουν διαφημίσεις στη διεπαφή τους βάσει κατάρτισης προφίλ, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 4 του ΓΚΠΔ με τη χρήση προσωπικών δεδομένων του αποδέκτη της υπηρεσίας, όταν γνωρίζουν με εύλογη βεβαιότητα ότι ο αποδέκτης της υπηρεσίας είναι ανήλικος. 3) Η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο δεν υποχρεώνει τους παρόχους επιγραμμικών πλατφορμών να επεξεργάζονται πρόσθετα προσωπικά δεδομένα προκειμένου να αξιολογούν κατά πόσον ο αποδέκτης της υπηρεσίας είναι ανήλικος.
Η προστασία των ανηλίκων αποτελεί σημαντικό στόχο πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης
. Οι ψηφιακές υπηρεσίες συλλέγουν πλέον και ανταλλάσσουν συνεχώς δεδομένα για παιδιά και η διαδικασία της «δεδομενοποίησης»
είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Προκειμένου, συνεπώς, να διασφαλισθεί η προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο, η Πράξη επιβάλλει τις ως άνω υποχρεώσεις στους παρόχους επιγραμμικών πλατφορμών. Η προστασία των ανηλίκων τίθεται εξάλλου ως ζητούμενο και από τον ΓΚΠΔ, ο οποίος θεσπίζει ειδική προστασία όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα αυτών, καθώς αναγνωρίζει ότι τα παιδιά μπορεί να έχουν μικρότερη επίγνωση των σχετικών κινδύνων, συνεπειών και εγγυήσεων και των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Τονίζει δε στην αιτιολογική σκέψη 38 ότι «αυτή η ειδική προστασία θα πρέπει να ισχύει ιδίως στη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό την εμπορία ή τη δημιουργία προφίλ προσωπικότητας ή προφίλ χρήστη και τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά παιδιά κατά τη χρήση υπηρεσιών που προσφέρονται άμεσα σε ένα παιδί.»
Η Αρχή χαιρετίζει την ανάθεση της εποπτείας των παραπάνω διατάξεων της Πράξης στην ίδια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός που εξυπηρετούν αυτές είναι πλήρως εναρμονισμένος με την αποστολή της Αρχής να εποπτεύει την εφαρμογή των ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.
2. Άρθρο 6
Με το άρθρο 6 του ΣχΝ κατοχυρώνεται η δυνατότητα της Αρχής, ως αρμόδιας αρχής, να συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου, μαζί με το Συντονιστή ψηφιακών υπηρεσιών, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ψηφιακών Υπηρεσιών του άρθρου 61 της Πράξης, εφόσον το εκάστοτε υπό εξέταση θέμα αφορά στις επιχειρησιακές αρμοδιότητές της για την εφαρμογή και επιβολή των σχετικών διατάξεων του ΣχΝ και της Πράξης.
3. Άρθρο 8
Το άρθρο 8 προβλέπει τη συνεργασία, παροχή αμοιβαίας συνδρομής και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ του Συντονιστή ψηφιακών υπηρεσιών και των αρμόδιων αρχών, για την εφαρμογή της Πράξης και των διατάξεων του ΣχΝ, εντός των προθεσμιών που θέτει η Πράξη ή και το προτεινόμενο ΣχΝ, άλλως εντός της οριζόμενης από το αιτούμενο μέρος προθεσμίας, προκειμένου να ικανοποιούνται οι χρονικές προθεσμίες που ορίζει η Πράξη
. Στην παρ. 2 του άρθρου 8 εξειδικεύονται τα σχετικά με την ανταλλαγή και χρήση δεδομένων και πληροφοριών μεταξύ του Συντονιστή και των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών δεδομένων και των πληροφοριών που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό και επαγγελματικό απόρρητο, στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ενώ κατοχυρώνεται, σε σχέση με τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες, ότι η αποδέκτρια αρχή εξασφαλίζει το ίδιο επίπεδο εμπιστευτικότητας με τη διαβιβάζουσα αρχή. Επιπλέον, ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου αυτού ότι εφόσον ο Συντονιστής εξετάζει ζητήματα που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών, δύναται να αιτείται τη γνώμη της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής ως προς τα ζητήματα αυτά.
Σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ του Συντονιστή και της Αρχής, ως αρμόδιας αρχής κατ’ άρθρο 5 του ΣχΝ, τονίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50 της Πράξης, κατοχυρώνεται πλήρως η ανεξαρτησία της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων της και την άσκηση των εξουσιών της, σύμφωνα με την Πράξη και το ΣχΝ, ενώ περαιτέρω ο ρόλος του Συντονιστή σύμφωνα με την Πράξη και το ΣχΝ δεν συνεπάγεται καμία ιεραρχική υπεροχή αυτού έναντι της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων της
.
4. Άρθρο 11 ΣχΝ
Με το άρθρο 11 του ΣχΝ εξειδικεύονται οι εξουσίες της Αρχής ως αρμόδιας αρχής του άρθρου 5 του ΣχΝ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει της Πράξης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 4 της Πράξης, οι διατάξεις των άρθρων 50, 51 και 56 που διέπουν τους συντονιστές ψηφιακών υπηρεσιών, εφαρμόζονται επίσης και επί των αρμοδίων αρχών που ορίζουν τα κράτη μέλη.
Συνακόλουθα, η Αρχή, ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την επίβλεψη των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών και την επιβολή των διατάξεων της Πράξης που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της, διαθέτει τις εξουσίες των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 51 της Πράξης, ήτοι εξουσίες έρευνας, επιβολής και λήψης συγκεκριμένων μέτρων, όπως αυτές τίθενται αναλυτικά στην ως άνω διάταξη της Πράξης. Προκειμένου η Αρχή να μπορεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως αρμόδιας αρχής να αξιοποιεί ολόκληρο το εύρος των ερευνητικών εξουσιών που ήδη διαθέτει και ασκεί στο πλαίσιο της εποπτείας της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ και το ν. 4624/2019, το ΣχΝ προβλέπει ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως αρμόδιας αρχής, ισχύουν κατ’ αναλογία οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 15 του ν. 4624/2019 σχετικά με τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει.
5. Άρθρο 14
Το άρθρο 14 του ΣχΝ προβλέπει τη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης με αποστολή, μεταξύ άλλων, την παροχή μη δεσμευτικών εισηγήσεων στο Υπουργείο ως προς πιθανές νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην πιο αποτελεσματική εφαρμογή της Πράξης και του ΣχΝ και εν γένει νομοθετικές παρεμβάσεις σε ζητήματα που άπτονται του τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών. Η Επιτροπή αποτελεί συμβουλευτικό όργανο για θέματα ψηφιακών υπηρεσιών και η λειτουργία της δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την ανεξαρτησία του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και των αρμοδίων αρχών. Στην Επιτροπή, η οποία είναι εννεαμελής, συμμετέχει ένα μέλος από την Αρχή, ενώ τα υπόλοιπα υποδεικνύονται ανά ένα από το Συντονιστή ψηφιακών υπηρεσιών (Ε.Ε.Τ.Τ.), την έτερη αρμόδια αρχή (Ε.Σ.Ρ.), το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, το Υπουργείο Ανάπτυξης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και την Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας.
6. Άρθρο 16 ΣχΝ
Το άρθρο 16 του ΣχΝ ρυθμίζει τη διαδικασία επιβολής των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών και προβλέπει τα κριτήρια υπολογισμού των προστίμων που έχουν την εξουσία να επιβάλλουν στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών που εποπτεύουν κατά λόγο αρμοδιότητας ο Συντονιστής ψηφιακών υπηρεσιών και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 2 της Πράξης. Όσον αφορά ειδικότερα την Αρχή, προβλέπεται ότι ισχύουν κατ’ αναλογία οι
παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 του ν. 4624/2019, ώστε η Αρχή να μπορεί να αξιοποιεί το κυρωτικό «οπλοστάσιο» που διαθέτει με βάση τον ΓΚΠΔ και το ν. 4624/2019.
Σημειώνεται ότι τα κριτήρια για την επιβολή και τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων είναι σε γενικές γραμμές εναρμονισμένα με τα κριτήρια υπολογισμού των προστίμων που θέτει ο ΓΚΠΔ στο άρθρο 83. Επιπλέον, σε συμμόρφωση με το άρθρο 51 παρ. 2 στοιχ. δ’ της Πράξης, το ΣχΝ απονέμει στην Αρχή την εξουσία να επιβάλλει και περιοδικές χρηματικές ποινές στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών που εποπτεύει, για να διασφαλιστεί η παύση της παράβασης σε συμμόρφωση με εντολή που εκδίδεται σύμφωνα με το άρ. 51 παρ. 2 στοιχ. β’ ή λόγω μη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε από τις εντολές έρευνας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 της Πράξης.
Το άρθρο 16 του ΣχΝ προβλέπει επίσης στην παράγραφο 7 ότι τα ανωτέρω πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλει η Αρχή, εισπράττονται στο όνομα και για λογαριασμό της και αποδίδονται σε αυτήν. Για την ανωτέρω δε είσπραξη η Αρχή, με απόφαση του Προέδρου της, ανοίγει απλό τραπεζικό λογαριασμό υπό την ομάδα λογαριασμών 260 - Ταμειακή Διαχείριση στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου θα κατατίθενται απευθείας από τους βαρυνόμενους τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλονται στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της, όπως προβλέπονται από την Πράξη.
7. Άρθρο 17 ΣχΝ
Με το άρθρο 17 του ΣχΝ εξειδικεύεται το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί από τους θιγομένους κατά των αποφάσεων τόσο του Συντονιστή όσο και των αρμόδιων αρχών του άρθρου 5 του υπό εξέταση προτεινόμενου ΣχΝ, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων της Αρχής. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του εν λόγω άρθρου εισάγεται απόκλιση από τον κανόνα προσβολής των πράξεων της Αρχής με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η εν λόγω δε απόκλιση καταλαμβάνει μόνο τις Αποφάσεις της Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται οι αναφερόμενες στο άρθρο 16 του προτεινόμενου ΣχΝ κυρώσεις, ιδίως δε τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές, που επιβάλλονται από την Αρχή στο πλαίσιο άσκησης των ανατιθέμενων σε αυτή δυνάμει της Πράξης αρμοδιοτήτων. Επομένως κατά των ως άνω Αποφάσεων της Αρχής ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών –όπως και κατά των σχετικών αποφάσεων της ΕΕΤΤ που ορίζεται ως Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών- καθώς προκρίθηκε, ιδίως και χάριν δικονομικής ομοιομορφίας στο πεδίο της προσβολής των αποφάσεων του Συντονιστή και των αρμοδίων αρχών, που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή της Πράξης και του προτεινόμενου ΣχΝ, η οργάνωση της δικαστικής προστασίας με την πρόβλεψη ένδικου βοηθήματος πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο πλαίσιο της οποίας δύναται ο δικαστής πέραν της ακύρωσης να διατάσσει και τη μεταρρύθμιση της εκάστοτε προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης. Συνακόλουθα η παρ. 5 του αυτού ως άνω άρθρου προβλέπει ότι κατά των Αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής του νόμου από το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ΣχΝ, για τις λοιπές ατομικές διοικητικές πράξεις καθώς και για τις κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής ως αρμόδιας τοιαύτης διατηρείται ο κανόνας της προσβολής τους επί ακυρώσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ως άνω διαφοροποίηση επιβάλλεται ιδίως λόγω της νομικής φύσης των εν λόγω πράξεων, η προσβολή των οποίων με ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας θα συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, και τη συνταγματικά ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της Αρχής από τον Δικαστή.
Επιπλέον, με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ΣχΝ ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση των προαναφερόμενων ενδίκων βοηθημάτων δεν αναπτύσσει κατ’ αρχήν ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς τις εκάστοτε προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις και προβλέπεται περαιτέρω, αν και εκ περισσού, ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί να ανασταλεί ολικώς ή μερικώς με απόφαση του οικείου δικαστηρίου εκδιδόμενη ύστερα από άσκηση αίτησης αναστολής κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις. Με την παράγραφο 4 δε του ίδιου άρθρου ορίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης των προσφυγών ουσίας κατά αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα, η κατάθεση στην αρχή που τα έχει επιβάλει, ποσού ίσου με το 15% του εκάστοτε επιβαλλόμενου προστίμου, ποσοστό το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
8. Άρθρο 18 ΣχΝ
Με το άρθρο 18 του ΣχΝ θεσπίζεται υποχρέωση της Αρχής ως αρμόδιας τοιαύτης, όπως αποστέλλει στην ΕΕΤΤ, ως Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου εκάστου έτους, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 55 της Πράξης και στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού του ΣχΝ για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και ειδικότερα τα στοιχεία των ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων για την εφαρμογή του προτεινόμενου ΣχΝ και της Πράξης, συμπεριλαμβανομένων, σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί τέλη, των τελών που έχουν συλλεγεί, τον αριθμό των παραβάσεων της Πράξης που διαπιστώθηκαν, τον αριθμό και τα στοιχεία ακροάσεων, τον αριθμό και τα στοιχεία των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων και άλλων μέτρων καθώς και τις αποφάσεις, τους κανονισμούς και τις πράξεις που εκδόθηκαν, στο πλαίσιο των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 23 του παρόντος ΣχΝ. Σύμφωνα δε με τις παραγράφους 1 και 4 του ίδιου άρθρου 18 του ΣχΝ ο Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών συντάσσει έως το τέλος Ιουνίου έκθεση δραστηριοτήτων για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος με τις ανωτέρω πληροφορίες, η οποία κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Συμβούλιο ψηφιακών υπηρεσιών και αρμόδιες αρχές του άρθρου 5 του ΣχΝ, όπως η Αρχή.
9. Άρθρο 23 ΣχΝ
Στο άρθρο 23 του ΣχΝ περιέχονται εξουσιοδοτήσεις για τη ρύθμιση λεπτομερειών και τεχνικών ή διαδικαστικών ζητημάτων. Εκ των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων την Αρχή αφορά η προβλεπόμενη στην παρ. 6, σύμφωνα με την οποία με κοινή Πράξη της ΕΕΤΤ, ως Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών, της Αρχής και του ΕΣΡ ως της έτερης αρμόδια αρχής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη των Ολομελειών τους, ρυθμίζεται δεσμευτικά και λεπτομερώς κάθε ζήτημα που αφορά στη συνεργασία τους. Τέτοια δε ζητήματα αποτελούν ενδεικτικά ο συντονισμός της συλλογής δεδομένων και πληροφοριών καθώς και η ανταλλαγή τους, ο τρόπος χρήσης εθνικών πληροφοριακών συστημάτων ή και η διαδικασία λήψης και διαβίβασης των εισερχόμενων σε κάθε αρχή καταγγελιών που άπτονται ζητημάτων, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Πράξης.
Επιπλέον με τη διάταξη της παρ. 7 του αυτού ως άνω άρθρου 23 του υπό εξέταση ΣχΝ, εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να εκδώσει απόφαση -κατόπιν Απόφασης του Προέδρου της Αρχής και υποβολής σχετικής αίτησης από την Αρχή- δυνάμει της οποίας θα ανατίθεται στις υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης η είσπραξη υπέρ της Αρχής των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο της Πράξης και του προτεινόμενου ΣχΝ, στις περιπτώσεις μη καταβολής τους στον τραπεζικό λογαριασμό της Αρχής, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 παρ. 7 του ΣχΝ. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται η απευθείας είσπραξη από την Αρχή ακόμα και των καθυστερούμενων να αποπληρωθούν προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο της Πράξης.
Ο Πρόεδρος
Κωνσταντίνος Μενουδάκος
Η Γραμματέας
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ