Απόφαση 30/2024 (Μονοπρόσωπο Όργανο)
Αθήνα, 16-09-2024
Αριθ. Πρωτ.: 2513
Ο Πρόεδρος της Αρχής, ως μονοπρόσωπο όργανο κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στα άρθρα 4 παρ. 3 και 10 παρ. 4 του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής (ΦΕΚ Β΄879/25.02.2022), συνεδρίασε μέσω τηλεδιάσκεψης την 9η-5-2024, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται κατωτέρω στο ιστορικό της παρούσας απόφασης. Παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Κυριακή Καρακάση, νομική ελέγκτρια – δικηγόρος, καθώς και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπ’ όψιν της τα παρακάτω:
Υποβλήθηκε ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων η υπ’ αριθμ. πρωτ. .../22-12-2022 καταγγελία του Α, με την οποία καταγγέλλεται η μη ανταπόκριση του καταγγελλόμενου δικηγόρου σε αίτημα επιστροφής εγγράφων που κατέχει ο τελευταίος στο πλαίσιο εντολής για υποθέσεις που χειρίστηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος του καταγγέλλοντος. Ειδικότερα, ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι απέστειλε στον καταγγελλόμενο δικηγόρο το πρώτον στις 27-11-2019 SMS, με το οποίο του ζητούσε την επιστροφή του φακέλου του, ενώ με το από 27-04-2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που επίσης απέστειλε στον καταγγελλόμενο αιτήθηκε τη χορήγηση του συνόλου των φακέλων που έχει χειριστεί, ως νομικός του παραστάτης, και τον αφορούν. Το τελευταίο δε αίτημα επανέλαβε και με τις επιδοθείσες προς τον ως άνω καταγγελλόμενο στις 30-09-2020 και στις 22-06-2021 Εξώδικες Δηλώσεις – Διαμαρτυρίες – Οχλήσεις, χωρίς, κατά τους ισχυρισμούς του, να έχει ικανοποιηθεί μέχρι την υποβολή της καταγγελίας, μολονότι, όπως αναφέρει, δεν έχει κάποια οικονομική εκκρεμότητα μετά την ανάκληση της εντολής του προς τον καταγγελλόμενο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του.
Η Αρχή, στο πλαίσιο εξέτασης της ανωτέρω καταγγελίας, με το με αριθ. πρωτ. .../14-03-2023 έγγραφό της, ζήτησε από τον καταγγελλόμενο δικηγόρο έγγραφες διευκρινίσεις επί των καταγγελλομένων καθώς και κάθε σχετικό στοιχείο τεκμηρίωσης. Ειδικότερα, ο καταγγελλόμενος δικηγόρος ρωτήθηκε εάν και με ποιον τρόπο ανταποκρίθηκε στα ως άνω αιτήματα του καταγγέλλοντος και ιδίως εάν και με ποιο τρόπο τυχόν απάντησε στις αναφερόμενες εξώδικες οχλήσεις του ή και για ποιο λόγο τυχόν δεν του χορήγησε τα αιτηθέντα στοιχεία. Η Αρχή ζήτησε από τον καταγγελλόμενο να επισυνάψει τα σχετικά αιτήματα και την τυχόν απάντησή του καθώς και να διευκρινίσει εάν συντρέχει κάποιος ειδικότερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη ικανοποίηση των ως άνω αιτημάτων.
Κατόπιν αυτού, ο καταγγελλόμενος δικηγόρος απέστειλε τη με αριθ. πρωτ. .../11-04-2023 απάντησή του προς την Αρχή, σύμφωνα με την οποία έχει αρχειοθετηθεί με τη με αριθ. … Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χ η από … έγκληση που είχε υποβάλει ο καταγγέλλων εναντίον του. Σύμφωνα με τον καταγγελλόμενο η ως άνω έγκληση είχε το αυτό περιεχόμενο με εκείνο της υπό εξέταση καταγγελίας, ενώ συνοδευόταν από τα ίδια σχετικά έγγραφα με αυτά που υποβλήθηκαν ενώπιον της Αρχής. Λόγω δε του ότι δεν απαντήθηκε κανένα εκ των συγκεκριμένων ερωτημάτων που έθεσε η Αρχή με το αρχικό με αριθ. πρωτ. .../14-03-2023 έγγραφο της, απεστάλη στον καταγγελλόμενο και το με αριθ. πρωτ. .../19-07-2023 έγγραφο, με το οποίο κλήθηκε εκ νέου ο τελευταίος όπως παράσχει αμελλητί τις διευκρινίσεις που του ζητήθηκαν, ενώ παράλληλα η Αρχή υπενθύμισε στον καταγγελλόμενο την εκ του ΓΚΠΔ απορρέουσα υποχρέωση κάθε υπευθύνου επεξεργασίας να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή (βλ. άρθρο 31 ΓΚΠΔ), άλλως επαπειλείται επιβολή διοικητικού προστίμου (βλ. άρθρο 83 παρ. 4 α’ ΓΚΠΔ). Το εν λόγω υπενθυμιστικό έγγραφο απεστάλη στην αυτή διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την οποία απάντησε στο πρώτο έγγραφο της Αρχής ο καταγγελλόμενος δικηγόρος, χωρίς να λάβει η Αρχή κάποιο αποδεικτικό περί ανεπιτυχούς αποστολής του επίμαχου ηλεκτρονικού μηνύματος, ενώ το αυτό ως άνω έγγραφο εστάλη στον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση της επαγγελματικής του έδρας χωρίς ουδέποτε να επιστρέψει στην Αρχή ως μη παραδοθείσα στον καταγγελλόμενο – παραλήπτη της. Ωστόσο, λόγω της μη ανταπόκρισης του καταγγελλόμενου η Αρχή απέστειλε το με αριθ. πρωτ. .../05-12-2023 έγγραφο προς τον καταγγέλλοντα, προκειμένου να αποκρυσταλλωθούν τα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η επί της ουσίας διερεύνηση της καταγγελίας, διαβιβάζοντας στον τελευταίο την απάντηση του καταγγελλομένου και ζητώντας διευκρινίσεις για το εάν υπάρχει αντιδικία με τον καταγγελλόμενο καθώς και ποια είναι η εξέλιξη της επικαλούμενης από τον τελευταίο έγκλησης που φαίνεται να είχε υποβάλει εναντίον του καταγγελλομένου στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Χ. Επιπλέον, η Αρχή κάλεσε τον καταγγέλλοντα όπως παράσχει κάθε σχετικό στοιχείο τεκμηρίωσης, ιδίως την προαναφερόμενη έγκληση και το αποτέλεσμα επ’ αυτής. Στη με αριθ. πρωτ. .../27-12-2023 απάντηση του καταγγέλλοντος προς την Αρχή, ο τελευταίος αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Καταρχάς επαναφέρει τον ισχυρισμό του ότι ο καταγγελλόμενος δεν του χορηγεί έγγραφα που περιλαμβάνουν προσωπικά του δεδομένα, ενώ επισημαίνει ότι δεν έχει υποβάλει έγκληση σε βάρος του καταγγελλόμενου δικηγόρου για την παραβίαση των προσωπικών του δεδομένων αλλά για υπεξαγωγή εγγράφων. Επιβεβαιώνει δε ότι η ανωτέρω έγκλησή του απορρίφθηκε, πλην όμως για νομικούς λόγους ενώ επιβεβαιώνεται στο πλαίσιο της εν λόγω απόρριψης η άνευ δικαιώματος κατοχή εκ μέρους του δικηγόρου των εγγράφων του καταγγέλλοντος, όπως σημειώνει ο τελευταίος. Ειδικότερα, αναφέρει πως η προσκομιζόμενη ενώπιον της Αρχής εισαγγελική διάταξη καταλήγει στη μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων ερειδόμενη, μεταξύ άλλων, στην πρόσβαση του εγκαλούντος στα επίδικα έγγραφα από άλλη πηγή καθώς και στη μη διαπίστωση δικονομικής ή γενικότερης βλάβης του τελευταίου από τη μη απόδοση των εγγράφων, χωρίς, μάλιστα, να αποκλείει τυχόν αστική ή πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου. Περαιτέρω, ο καταγγέλλων σημειώνει ότι ουδέποτε αρνήθηκε ο καταγγελλόμενος δικηγόρος την εκ μέρους του κατοχή εγγράφων με προσωπικά δεδομένα του καταγγέλλοντος. Τέλος, ο καταγγέλλων αναφέρει ότι με την ρητή, κατά τα προαναφερόμενα, ανάκληση της συγκατάθεσής του όπως κατέχει ο ανωτέρω δικηγόρος έγγραφα με προσωπικά του δεδομένα, ο τελευταίος όφειλε να τα διαγράψει, ενώ στηλιτεύεται και η μη συνεργασία του καταγγελλόμενου με την Αρχή.
Κατόπιν τούτων, η Αρχή κάλεσε σε ακρόαση ενώπιον του Προέδρου της Αρχής ως μονοπρόσωπου οργάνου μέσω τηλεδιάσκεψης στις 29-02-2024, με τη με αριθ. Πρωτ. .../20-02-2024 Κλήση προς τον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με τη με αριθ. Πρωτ. .../20-02-2024 Κλήση προς τον καταγγέλλοντα. Κατά την ανωτέρω συνεδρίαση η συζήτηση αναβλήθηκε, λόγω κωλύματος του καταγγελλομένου να παραστεί, για τη συνεδρίαση της 4ης-04-2024 για την οποία εστάλη η με αριθ. πρωτ. .../29-02-2024 Κλήση στον καταγγελλόμενο και η με αριθ. Πρωτ. .../29-02-2024 Κλήση στον καταγγέλλοντα. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία η συζήτηση αναβλήθηκε οίκοθεν. Κατόπιν τούτων, η Αρχή κάλεσε σε ακρόαση και πάλι μέσω τηλεδιάσκεψης τα μέρη, ήτοι με τη με αριθ. Πρωτ. .../17-04-2024 Κλήση τον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με τη με αριθ. Πρωτ. .../17-04-2024 Κλήση τον καταγγέλλοντα, στη συνεδρίαση της 24ης-04- 2024, κατά την οποία αναβλήθηκε οίκοθεν η συζήτηση. Τέλος, η Αρχή κάλεσε σε ακρόαση και πάλι μέσω τηλεδιάσκεψης τα μέρη, ήτοι με τη με αριθ. Πρωτ. .../24-04-2024 Κλήση, τον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με τη με αριθ. Πρωτ. .../24-04-2024 Κλήση τον καταγγέλλοντα, στη συνεδρίαση της 09ης-05-2024, κατά την οποία ο μεν καταγγέλλων παρέστη και ανέπτυξε τις απόψεις του μετά του δικηγόρου του, Ηλία Αγγελόπουλου (ΑΜ ΔΣ Αθηνών …), ο δε καταγγελλόμενος δικηγόρος [περιοχής] Χ με (ΑΜ …) παρέστη αυτοπροσώπως και ανέπτυξε τις απόψεις του. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση χορηγήθηκε σε αμφότερα τα μέρη προθεσμία προσκομίσεως υπομνημάτων προς περαιτέρω υποστήριξη των ισχυρισμών της μέχρι τις 22-05-2024.
Ακολούθως, ο καταγγέλλων υπέβαλε εμπροθέσμως το με αριθ. πρωτ. .../21-05-2024 υπόμνημά του, στο οποίο συνοψίζει το ιστορικό της υπόθεσης μέχρι και τη συζήτηση αυτής ενώπιον της Αρχής επαναφέροντας εν πολλοίς τους αυτούς ισχυρισμούς, ενώ αντικρούει τον ισχυρισμό του καταγγελλομένου περί καθυστερημένης άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης, καθ’ όσον, όπως αναφέρει, το εν λόγω δικαίωμα ασκήθηκε την επόμενη κιόλας ημέρα μετά τη διακοπή της συνεργασίας του με τον καταγγελλόμενο δικηγόρο. Αναφέρει δε ο καταγγέλλων ότι ζητώντας επανειλημμένα, κατά τα ανωτέρω, την επιστροφή των εγγράφων που τον αφορούσαν, ανακάλεσε τη συγκατάθεση που είχε δώσει στον καταγγελλόμενο δικηγόρο και ως εκ τούτου ο τελευταίος είχε υποχρέωση να διαγράψει τα επίμαχα δεδομένα. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι ο καταγγελλόμενος δικηγόρος ουδέποτε αρνήθηκε ότι κατέχει τα επίμαχα έγγραφα με προσωπικά του δεδομένα, ενώ σημειώνει ότι προβάλλεται αλυσιτελώς ο ισχυρισμός ότι ο τελευταίος κατέχει αντίγραφα και όχι τα πρωτότυπα των ζητηθέντων εγγράφων, στο μέτρο που ο πυρήνας της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν σχετίζεται με το είδος των εγγράφων αλλά με τα προσωπικά δεδομένα καθ’ αυτά του εκάστοτε υποκειμένου των δεδομένων. Τέλος, ο καταγγέλλων αναφέρεται και στη μη συνεργασία του καταγγελλομένου με την Αρχή.
Ο ως άνω καταγγελλόμενος δικηγόρος υπέβαλε, επίσης εμπρόθεσμα, το με αριθ. Πρωτ. .../22-05-2024 υπόμνημα, στο οποίο επικαλείται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης από την πλευρά του καταγγέλλοντος, καθ’ όσον ο τελευταίος επικαλέστηκε την προσβολή του ενώπιον της Αρχής τον Δεκέμβριο του 2022 ενώ η υποτιθέμενη, όπως αναφέρει, παραβίαση του σχετικού δικαιώματος έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 2019. Επικαλείται δε ο καταγγελλόμενος το άρθρο 12 παρ. 5 περ. β’ του ΓΚΠΔ επί τη βάσει του οποίου αρνήθηκε να δώσει συνέχεια στο αίτημα του καταγγέλλοντος, καθ’ όσον αυτό ήταν προδήλως αβάσιμο, υπερβολικό και καταχρηστικά επαναλαμβανόμενο. Περαιτέρω, ο καταγγελλόμενος αναφέρει ότι μετά τη μετοίκηση του καταγγέλλοντος το 2015 και οπωσδήποτε από τις αρχές του 2017 ο τελευταίος του απέστελλε με emails τα απαραίτητα έγγραφα για τις υποθέσεις που χειριζόταν ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, ενώ αναφορικά με παλαιότερες υποθέσεις του που είχε χειριστεί, οι οποίες έχουν προ πολλού κλείσει ή ολοκληρωθεί δικονομικά, δεν τηρεί σε φυσική μορφή κάποιο από τα αντίγραφα που του είχε χορηγήσει ο καταγγέλλων. Σημειώνει επιπλέον, ότι οι ερήμην ποινικές αποφάσεις είχαν επιδοθεί στον καταγγέλλοντα, το δε επικυρωμένο αντίγραφο σχετικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χ είχε κατατεθεί στον Άρειο Πάγο για την άσκηση αίτησης αναίρεσης. Ο καταγγελλόμενος αναφέρει επίσης ότι για σειρά υποθέσεων του καταγγέλλοντος τις οποίες χειρίστηκε, τα έγγραφα που κατείχε και αφορούσαν στον τελευταίο είτε του είχαν αποσταλεί από τον ίδιο τον καταγγέλλοντα, είτε ανακτήθηκαν από τον διαδικτυακό τόπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» ως δημόσια έγγραφα. Για τα έγγραφα δε που αφορούσαν σε δύο υποθέσεις του καταγγέλλοντος, επισημαίνεται ότι ήταν ήδη στα χέρια του καταγγέλλοντος, καθώς είχε δικαίωμα να λάβει αντίγραφα αυτών από την ποινική δικογραφία ως διάδικος. Επίσης, ο καταγγελλόμενος ισχυρίζεται ότι ο καταγγέλλων δεν άσκησε τα δικαιώματα διαγραφής και εναντίωσης που ήταν τα μόνο πρόσφορα για να ικανοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και ότι η επιλεκτική κοινοποίηση στην Αρχή στιχομυθίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (sms) από τον καταγγέλλοντα κινείται στη σφαίρα της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών. Τέλος, ο καταγγελλόμενος διατυπώνει την αμφιβολία του για το κατά πόσο υφίσταται πρακτικά, ενόψει των ανωτέρω, πεδίο ικανοποίησης του επίμαχου δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων γνωρίζει το υλικό που είχε αποστείλει ηλεκτρονικά σε παλαιότερο χρόνο.
Η Αρχή, αφού έλαβε υπ’ όψιν της τα ανωτέρω,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 – εφεξής, ΓΚΠΔ) και του άρθρου 9 του νόμου 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137) προκύπτει ότι η Αρχή έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του νόμου αυτού και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Με το άρθρο 5 παρ. 1 του ΓΚΠΔ τίθενται οι αρχές που πρέπει να διέπουν μια επεξεργασία και με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας «φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 («λογοδοσία»)». Όπως έχει κρίνει η Αρχή,με τον ΓΚΠΔ υιοθετήθηκε ένα νέο μοντέλο συμμόρφωσης, κεντρικό σημείο του οποίου συνιστά η αρχή της λογοδοσίας στο πλαίσιο της οποίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να σχεδιάζει, εφαρμόζει και εν γένει λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα και πολιτικές, προκειμένου η επεξεργασία των δεδομένων να είναι σύμφωνη με τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Επιπλέον δε, ο υπεύθυνος επεξεργασίας βαρύνεται με το περαιτέρω καθήκον να αποδεικνύει ο ίδιος τη συμμόρφωσή του με τις αρχές του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠΔ.
2. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1, 3 και 4 του ΓΚΠΔ «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες: α) τους σκοπούς της επεξεργασίας, β) τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, δ) εάν είναι δυνατόν, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα, ε) την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων ή δικαιώματος αντίταξης στην εν λόγω επεξεργασία, στ) το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή, ζ) όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την προέλευσή τους, η) την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων. 2. […] 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. […] Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό, η ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που χρησιμοποιείται συνήθως. 4. Το δικαίωμα να λαμβάνεται αντίγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.». Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα προσωπικά δεδομένα του. Στο πλαίσιο του δικαιώματος αυτού, το υποκείμενο πρέπει αφενός να έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συλλέχθηκαν και το αφορούν, προκειμένου να λαμβάνει γνώση και να βεβαιώνεται για την ακρίβεια και τον χαρακτήρα της επεξεργασίας των δεδομένων του και να επαληθεύει τη νομιμότητα της επεξεργασίας, και αφετέρου να μπορεί να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα ευχερώς και σε εύλογα τακτά διαστήματα . Ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να παρέχει δυνατότητα πρόσβασης εξ αποστάσεως σε ασφαλές σύστημα μέσω του οποίου το υποκείμενο των δεδομένων αποκτά άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν.
Εξάλλου η Αρχή δέχεται παγίως ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να γνωρίζει αν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία, καθώς και να λαμβάνει γνώση αυτών, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η επίκληση εννόμου συμφέροντος, αφού αυτό ενυπάρχει και αποτελεί βάση του δικαιώματος πρόσβασης, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου των δεδομένων να λάβει γνώση πληροφοριών οι οποίες το αφορούν και έχουν καταχωρηθεί σε αρχείο που τηρεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας, έτσι ώστε να πραγματώνεται η βασική αρχή του δικαίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, που συνίσταται στη διαφάνεια της επεξεργασίας ως προϋπόθεση κάθε περαιτέρω ελέγχου από το υποκείμενο της νομιμότητάς της. Ομοίως, δεν απαιτείται επίκληση των λόγων για τους οποίους το υποκείμενο των δεδομένων επιθυμεί την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης. Εξάλλου, η υποχρέωση ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης είναι καθολική, αφορά δηλαδή όλες τις πληροφορίες που αφορούν στο υποκείμενο των δεδομένων και επιπλέον, δεν εξαρτάται από την επίκληση των λόγων άσκησης του δικαιώματος. Κατά συνέπεια, η ικανοποίηση του δικαιώματος δεν εξαρτάται από προηγούμενη κρίση του υπεύθυνου επεξεργασίας ως προς το αν δικαιολογείται ή όχι η άσκηση του δικαιώματος.
3. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 12 ΓΚΠΔ «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων […] κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο των άρθρων 15 […] 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 15 […] 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες για την ενέργεια που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος δυνάμει των άρθρων 15 έως 22 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά δύο ακόμη μήνες, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη της πολυπλοκότητας του αιτήματος και του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. […] 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν ενεργήσει επί του αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, για τους λόγους, για τους οποίους δεν ενήργησε και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή και άσκησης δικαστικής προσφυγής. 5. Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 και κάθε ανακοίνωση καθώς και όλες οι ενέργειες που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 22 και το άρθρο 34 παρέχονται δωρεάν. Εάν τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί είτε: α) να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους, λαμβάνοντας υπόψη τα διοικητικά έξοδα για την παροχή της ενημέρωσης ή την ανακοίνωση ή την εκτέλεση της ζητούμενης ενέργειας, ή β) να αρνηθεί να δώσει συνέχεια στο αίτημα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει το βάρος της απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή του υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.».
4. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013) προβλέπεται ότι :«Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του: α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. β) Ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στον Κώδικα. γ) Τηρεί εχεμύθεια, απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε ή περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. δ) Δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν συγκεκριμένη πράξη, ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του. ε) Διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του».
5. Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 του ΓΚΠΔ προβλέπεται ότι «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία και, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποί τους συνεργάζονται, κατόπιν αιτήματος, με την εποπτική αρχή για την άσκηση των καθηκόντων της». Η διάταξη αυτή εισάγει αυτοτελή γενική υποχρέωση κάθε υπευθύνου επεξεργασίας να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή, όταν υποβάλλεται σχετικό αίτημα κατά την άσκηση των καθηκόντων που της έχει αναθέσει ο ευρωπαίος νομοθέτης, ενώ η παραβίαση εκπλήρωσής της επισύρει αυτοτελώς την επιβολή του διοικητικού προστίμου του άρθρου 83 παρ. 4 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ. Επισημαίνεται ότι η υποχρέωση αυτή μαζί την αρχή της λογοδοσίας του άρθρου 5 παρ. 2 ΓΚΠΔ ενισχύει τον ρόλο της εποπτικής Αρχής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της προς την πραγμάτωση του σκοπού της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
6. Επειδή στην ως άνω εξεταζόμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο καταγγέλλων άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα που τον αφορούν ενώπιον του καταγγελλόμενου δικηγόρου ως υπευθύνου επεξεργασίας προσηκόντως και δη με σαφήνεια ήδη στις 27-11-2019 με σχετικό SMS, με το οποίο του ζητούσε την επιστροφή του φακέλου του, ενώ με το από 27-04-2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που επίσης απέστειλε στον καταγγελλόμενο αιτήθηκε τη χορήγηση του συνόλου των φακέλων που έχει χειριστεί, ως νομικός του παραστάτης, και τον αφορούν. Το τελευταίο δε αίτημα επανέλαβε και με τις επιδοθείσες προς τον ως άνω καταγγελλόμενο στις 30-09-2020 και στις 22-06-2021 Εξώδικες Δηλώσεις – Διαμαρτυρίες – Οχλήσεις. Δεδομένου δε ότι από το περιεχόμενο των ως άνω προσκομιζόμενων ενώπιον της Αρχής αιτημάτων δεν καταλείπεται κάποια αμφιβολία ή ασάφεια ως προς τα αιτούμενα έγγραφα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του καταγγελλομένου περί πρόσδοσης στα επίμαχα αιτήματα περιεχομένου τέτοιου ώστε να μην είναι πρακτικά δυνατή η προσήκουσα ανταπόκριση σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι το δικαίωμα πρόσβασης δεν απαιτείται να ενδύεται υποχρεωτικά συγκεκριμένο τύπο ή να ασκείται με τρόπο πανηγυρικό.
7. Επειδή, περαιτέρω, από την εξέταση του συνόλου των στοιχείων του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο καταγγελλόμενος δικηγόρος ανταποκρίθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα ανωτέρω αιτήματα πρόσβασης που άσκησε και επανέφερε ενώπιόν του ο καταγγέλλων, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα, μολονότι δεν προκύπτει κάποια οικονομική εκκρεμότητα μετά την ανάκληση της εντολής του τελευταίου προς τον καταγγελλόμενο. Ωστόσο, ο καταγγελλόμενος δικηγόρος όφειλε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ΓΚΠΔ, να ενημερώσει τον τελευταίο, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, για τους λόγους για τους οποίους δεν ενεργεί καθώς και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στην αρμόδια εποπτική αρχή και άσκησης δικαστικής προσφυγής. Ειδικότερα, ο καταγγελλόμενος δικηγόρος επικαλείται μεν ενώπιον της Αρχής υπερβολικό, αβάσιμο και καταχρηστικό χαρακτήρα του αιτήματος του καταγγέλλοντος,σε κάθε περίπτωση, όμως, όφειλε, κατά τα προαναφερόμενα, να απαντήσει και δη εμπροθέσμως στο υποκείμενο των δεδομένων αιτιολογώντας τη μη ανταπόκρισή του στο αίτημα πρόσβασης που ασκήθηκε ενώπιόν του αναφερόμενος στον κατά την κρίση του ανωτέρω χαρακτήρα του αιτήματος για τον οποίο, μάλιστα, φέρει το βάρος της απόδειξης σύμφωνα με την παράγραφο 5 του προαναφερόμενου άρθρου 12 του ΓΚΠΔ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο καταγγέλλων επανέφερε το αίτημα του, και με εξώδικες προσκλήσεις, λόγω της παράλειψης του καταγγελλόμενου να αποστείλει οποιαδήποτε απάντηση, έστω και αρνητική. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του καταγγελλομένου ότι δεν τηρεί έγγραφα παλιότερων υποθέσεων του καταγγέλλοντος που είχε χειριστεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, δεν ασκεί επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση διότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ακόμα και όταν δεν τηρεί αρχείο με δεδομένα του υποκειμένου, δεν απαλλάσσεται εκ του λόγου αυτού από την υποχρέωσή του να ενημερώσει σχετικά το υποκείμενο των δεδομένων απαντώντας έστω και αρνητικά.
Περαιτέρω, ο καταγγελλόμενος αναφέρει ότι το υποκείμενο των δεδομένων είχε ήδη πρόσβαση σε ορισμένα εκ των στοιχείων τα οποία αιτήθηκε ή θα μπορούσε να τα αποκτήσει από άλλες πηγές, μεταξύ των οποίων και οι φάκελοι δικογραφίας για υποθέσεις στις οποίες ήταν διάδικος. Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του καταγγελλομένου, ουδόλως αναιρούν την υποχρέωση που είχε να απαντήσει στον καταγγέλλοντα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ενώ το γεγονός ότι το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να έχει πρόσβαση και από έτερη πηγή, όπως ενδεικτικά από φάκελο δικογραφίας, στα δεδομένα που έχει ζητήσει από συγκεκριμένο υπεύθυνο επεξεργασίας και τα οποία τον αφορούν, ωσαύτως δεν επηρεάζει την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας όπως ικανοποιεί το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης που ασκείται ενώπιόν του. Τούτο δε, καθώς οποιαδήποτε τυχόν έτερη πηγή ή αρχείο εξ αντικειμένου δεν ταυτίζεται με το τηρούμενο από τον καταγγελλόμενο δικηγόρο αρχείο
8. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, ο καταγγελλόμενος δικηγόρος όφειλε να απαντήσει και δη εμπρόθεσμα αποστέλλοντας τα ζητηθέντα στοιχεία του καταγγέλλοντος που διέθετε ή και ενημερώνοντάς τον έστω και μόνον για το γεγονός ότι δεν διατηρεί στο αρχείο του δεδομένα που να τον αφορούν ή ενημερώνοντας το υποκείμενο των δεδομένων για τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησε, κατά τα προαναφερόμενα, καθώς και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή και άσκησης δικαστικής προσφυγής. Ωστόσο, από τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν της Αρχής, δεν αποδείχτηκε η εντός των εκ του ΓΚΠΔ προβλεπόμενων προθεσμιών ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης ή ενημέρωση του καταγγέλλοντος για τους λόγους δικαιολογημένης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, μη ικανοποίησης αυτού, αλλά ούτε καθυστερημένη εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. Συνεπώς, στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 15 του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 ΓΚΠΔ.
9. Επειδή, εξάλλου, εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν επέδειξε οποιαδήποτε διάθεση συνεργασίας με την Αρχή παρέχοντας διευκρινίσεις σχετικά με την καταγγελία που τον αφορούσε. Ειδικότερα, αδιαφόρησε και δεν μερίμνησε να απαντήσει με σαφήνεια στα συγκεκριμένα ερωτήματα που έθεσε το πρώτον η Αρχή με το με αριθ. πρωτ. .../14-03-2023 έγγραφό της. Συγκεκριμένα, απέστειλε μία σημείωση με την οποία δεν απαντήθηκε κανένα ερώτημα της Αρχής και κατ’ επέκταση εξ αντικειμένου ανέκυπταν προσκόμματα στην περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της επίμαχης καταγγελίας. Περαιτέρω, ουδεμία απάντηση απέστειλε o καταγγελλόμενος στο με αριθ. πρωτ. .../19-07-2023 έγγραφο της Αρχής, με το οποίο εκλήθη όπως παράσχει αμελλητί τις δέουσες διευκρινίσεις, και το οποίο υπενθύμιζε και την απορρέουσα από το άρθρο 31 του ΓΚΠΔ υποχρέωση που υπέχει ως καταγγελλόμενος. Όπως δε αναφέρεται ανωτέρω, το τελευταίο ως άνω έγγραφο απεστάλη στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από την οποία απάντησε στο πρώτο έγγραφο της Αρχής ο καταγγελλόμενος, χωρίς να λάβει η Αρχή κάποιο αποδεικτικό περί ανεπιτυχούς αποστολής του επίμαχου ηλεκτρονικού μηνύματος, ενώ το αυτό ως άνω έγγραφο εστάλη στον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση της επαγγελματικής του έδρας χωρίς ουδέποτε να επιστρέψει στην Αρχή ως μη παραδοθείσα στον καταγγελλόμενο – παραλήπτη της. Ενόψει της ανωτέρω άρνησης συνεργασίας του καταγγελλομένου, η Αρχή σε μία πρόσθετη προσπάθεια να αποκρυσταλλώσει τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική διερεύνηση της βασιμότητας της υποβληθείσας καταγγελίας, απέστειλε το με αριθ. πρωτ. .../05-12-2023 έγγραφο προς τον καταγγέλλοντα αυτή τη φορά ζητώντας διευκρινίσεις και σχετικά έγγραφα για τη διερεύνηση των όσων ασαφώς ανέφερε ο καταγγελλόμενος περί της μεταξύ τους αντιδικίας, είναι δε απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του καταγγελλομένου περί δήθεν εφαρμογής από την Αρχή "της αρχής της μη αντιστροφής του βάρους απόδειξης»λόγω της αναζήτησης από τον καταγγέλλονται συμπληρωματικών στοιχείων. Με τα δεδομένα αυτά ο καταγγελλόμενος παραβίασε την απορρέουσα από το προαναφερόμενο άρθρο 31 του ΓΚΠΔ υποχρέωσή του, η οποία είναι αυτοτελής και η παραβίασή της επισύρει την επιβολή του διοικητικού προστίμου του άρθρου 83 παρ. 4 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ.
10. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, προκύπτει μη ικανοποίηση των επίμαχων δικαιωμάτων πρόσβασης που ασκήθηκαν κατ’ επανάληψη από τον καταγγέλλοντα και, συνεπώς, έχει στοιχειοθετηθεί, κατά τα αναλυτικώς ως άνω αναφερόμενα, παραβίαση του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 ΓΚΠΔ ως προς το δικαίωμα πρόσβασης που μάλιστα είχε χαρακτήρα εξακολουθητικό, καθώς από τις 27.11.2019 και 27.04.2020, οπότε και ασκήθηκαν τα εξεταζόμενα δικαιώματα πρόσβασης, μέχρι και την ημερομηνία της ακρόασης ενώπιον της Αρχής, ουδεμία ανταπόκριση προκύπτει από την πλευρά του καταγγελλόμενου δικηγόρου, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.
11. Επειδή, σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ (Αιτ. Σκ. 148), προκειμένου να ενισχυθεί η επιβολή των κανόνων του Κανονισμού αυτού, κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών προστίμων, θα πρέπει να επιβάλλονται για κάθε παράβαση του Κανονισμού, επιπρόσθετα ή αντί των κατάλληλων μέτρων που επιβάλλονται από την εποπτική αρχή σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό.
12. Επειδή, με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση να ασκήσει τις κατά το άρθρο 58 παρ. 2 του ΓΚΠΔ διορθωτικές εξουσίες της σε σχέση με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και ότι πρέπει, με βάση τις περιστάσεις που διαπιστώθηκαν, να επιβληθεί, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 2 εδ. θ’ του ΓΚΠΔ, αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο κατ’ άρθρο 83 του ΓΚΠΔ, τόσο προς αποκατάσταση της συμμόρφωσης, όσο και για την τιμωρία της παράνομης συμπεριφοράς. Περαιτέρω η Αρχή, έλαβε υπόψη τα κριτήρια επιμέτρησης του προστίμου που ορίζονται στο άρθρο 83 παρ. 2 του ΓΚΠΔ, καθώς και τις παραγράφους 5 εδ. β’ και 4 εδ. α’, αντιστοίχως, του ίδιου άρθρου για καθεμία από τις ανωτέρω παραβάσεις που έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, τις Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και τον καθορισμό διοικητικών προστίμων για τους σκοπούς του Κανονισμού 2016/679 που εκδόθηκαν στις 03- 10-2017 από την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 (WP 253) και τις Κατευθυντήριες γραμμές 04/2022 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων για τον υπολογισμό των διοικητικών προστίμων στο πλαίσιο του Γενικού Κανονισμού, καθώς και τα πραγματικά δεδομένα της εξεταζόμενης υπόθεσης και ιδίως τα κριτήρια που παρατίθενται στη συνέχεια. Α. Για την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 1 του ΓΚΠΔ συνδυαστικά προς τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 12 του ΓΚΠΔ:
i. Το γεγονός ότι η παράβαση της νομιμότητας της επεξεργασίας εμπίπτει στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 83 ΓΚΠΔ
ii. Το γεγονός ότι ο καταγγελλόμενος δεν ικανοποίησε το δικαίωμα πρόσβασης που άσκησε ο καταγγέλλων κατ’ άρθρο 15 παρ. 1 ΓΚΠΔ, ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 12 του ΓΚΠΔ από το 2019 μέχρι και την ακρόαση ενώπιον της Αρχής
iii. Το γεγονός της μακράς χρονικής διάρκειας μη ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης παρά την παρέμβαση της Αρχής.
iv. Το γεγονός ότι δεν προκύπτει ότι κάποιο από τα ζητηθέντα προσωπικά δεδομένα του καταγγέλλοντος περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγοριών
v. Το γεγονός ότι η παράβαση εν προκειμένω έθιξε ένα (1) μόνο φυσικό πρόσωπο ως υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων σε σχέση με την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης.
vi. Το γεγονός ότι το περιστατικό φαίνεται να είναι μεμονωμένο, καθώς δεν έχει επιβληθεί από την Αρχή κύρωση στον καταγγελλόμενο δικηγόρο για παρόμοια παράβαση στο παρελθόν, ενώ δεν αποδεικνύεται δόλος του καταγγελλόμενου δικηγόρου για την ως άνω τελεσθείσα παράβαση.
vii. Το γεγονός ότι ο καταγγελλόμενος δικηγόρος δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια ως προς τα επίμαχα δικαιώματα πρόσβασης που ασκήθηκαν από τον καταγγέλλοντα, έστω και μετά την παρέμβαση της Αρχής.
viii. Το γεγονός ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν της Αρχής και με βάση τα οποία διαπίστωσε την παραβίαση του ΓΚΠΔ, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν αποκόμισε οικονομικό όφελος, ούτε προκάλεσε υλική ζημία στον καταγγέλλοντα.
ix. Το γεγονός ότι η παράβαση των διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα των υποκειμένων υπάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 5 εδ. β’ ΓΚΠΔ, στην ανώτερη προβλεπόμενη κατηγορία του συστήματος διαβάθμισης διοικητικών προστίμων.
x. Τα ακαθάριστα έσοδα του καταγγελλομένου, όπως αυτά προκύπτουν από το έντυπο Ε3 της ΑΑΔΕ (κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα) για το φορολογικό έτος 2022 που προσκόμισε ενώπιον της Αρχής.
Β. Για την παραβίαση της υποχρέωσης συνεργασίας με την Αρχή κατ’ άρθρο 31 του ΓΚΠΔ, η οποία υπάγεται στην κατηγορία της περ. α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 83 του ΓΚΠΔ ως προς το σύστημα διαβάθμισης των διοικητικών προστίμων:
i. Tον εξακολουθητικό χαρακτήρα της μη συνεργασίας με την Αρχή του καταγγελλόμενου δικηγόρου, ο οποίος, στο πρώτο από τα δύο διευκρινιστικά έγγραφα που του απέστειλε η Αρχή, όπως αναλυτικά περιγράφηκε ανωτέρω, δεν παρείχε επαρκείς απαντήσεις ενώ στο δεύτερο δεν έστειλε οποιαδήποτε απάντηση.
ii. Tο γεγονός ότι η διαπιστούμενη παραβίαση τελείται από υπεύθυνο επεξεργασίας που φέρει την ιδιότητα του δικηγόρου.
iii) Το γεγονός ότι πάντως η συγκεκριμένη παραβίαση συνιστά μεμονωμένη περίπτωση.
iv) Τα ακαθάριστα έσοδα του καταγγελλομένου, όπως αυτά προκύπτουν από το έντυπο Ε3 της ΑΑΔΕ (κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα) για το φορολογικό έτος 2022 που προσκόμισε ενώπιον της Αρχής.
13. Επειδή, βάσει των ανωτέρω, η Αρχή αποφασίζει ότι πρέπει να επιβληθούν στον καταγγελλόμενο δικηγόρο ως υπεύθυνο επεξεργασίας οι αναφερόμενες στο διατακτικό διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες κρίνονται ανάλογες με τη βαρύτητα των παραβάσεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή
α) Διαπιστώνει ότι ο καταγγελλόμενος δικηγόρος παραβίασε το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του ΓΚΠΔ κατά τα αναλυτικώς ως άνω λεχθέντα, και ως εκ τούτου του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους επτακοσίων (700€) ευρώ, σύμφωνα με το άρθρα 58 παρ. 2 στοιχ. θ΄ ΓΚΠΔ.
β) Διαπιστώνει ότι ο καταγγελλόμενος δικηγόρος παραβίασε το άρθρο 31 του ΓΚΠΔ, κατά τα αναλυτικώς ως άνω λεχθέντα, και ως εκ τούτου του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους επτακοσίων (700€) ευρώ, σύμφωνα με το άρθρα 58 παρ. 2 στοιχ. θ΄ ΓΚΠΔ.
Ο Πρόεδρος
Κωνσταντίνος Μενουδάκος
Η Γραμματέας
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου