ΑΠΟΦΑΣΗ 9 /2025
Αθήνα, 06-02-2025
Αριθ. Πρωτ. 526
(Μονοπρόσωπο Όργανο)
Ο Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ως μονοπρόσωπο όργανο κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στα άρθρα 4 παρ. 3 και 10 παρ. 4 του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής (ΦΕΚ Β΄879/25.02.2022) συνεδρίασε την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024 προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση, που αναφέρεται κατωτέρω στο ιστορικό της παρούσας απόφασης. Παρούσες χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Αναστασία Τριτάκη, νομική ελέγκτρια – δικηγόρος και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα κάτωθι:
Με τις υπ’ αριθ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/8922/18-07-2022, Γ/ΕΙΣ/8926/18-07-2022, Γ/ΕΙΣ/8928/18-07-2022 Γ/ΕΙΣ/8930/18-07-2022, Γ/ΕΙΣ/8932/18-07-2022 Γ/ΕΙΣ/8937/18- 07-2022 καταγγελίες οι Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ (στο εξής καταγγέλλοντες) καταγγέλλουν τον Ζ (στο εξής καθ’ ου), για:
Α) κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους μέσω της από 21-5- 2021 επιστολής, συνοδευόμενης από πενήντα επτά (57) συνοδευτικά έγγραφα, την οποία ο καθ’ ου απέστειλε προς: α) τον Η (διά του Θ, Διευθυντού του …), β) τον Ι, υπό την ιδιότητά του ως …, γ) τον Μητροπολίτη Κ, υπό την ιδιότητά του ως …, δ) τον Μητροπολίτη Λ, ε) τον Μητροπολίτη Μ, στ) τον …, Αρχιμανδρίτη Ν.
Β) κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους μέσω του από 10-6- 2021 εγγράφου, το οποίο ο καθ’ ου απηύθυνε προς τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ξ, κατόπιν της διαβίβασης της ως άνω επιστολής από τη Μητρόπολη ‘Κ’, λόγω αναρμοδιότητας, προς τη Μητρόπολη ‘Λ’.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις ως άνω καταγγελίες, ο καθ’ ου βρίσκεται σε χρόνια δικαστική διαμάχη αστικής και ποινικής φύσεως με τους καταγγέλλοντες που σχετίζεται με την αγορά εκ μέρους του καθ’ ου διαμερίσματος σε οικοδομή στην οποία συνοικούν οι καταγγέλλοντες, καθώς και με θέματα γειτονίας και πολεοδομικών παραβάσεων τα οποία έχουν έκτοτε προκύψει. Για τη διαφορά αυτή, και με δεδομένο ότι οι τρεις εκ των καταγγελλόντων έχουν την ιδιότητα του κληρικού, συγκεκριμένα οι Α (Αρχιμανδρίτης, Α), Β (Αρχιμανδρίτης, Β) και Γ (Ιερομόναχος, Γ, εν ενεργεία), ο καθ’ ου απέστειλε την από 21-5-2021 επιστολή προς τους προαναφερόμενους αποδέκτες, επισυνάπτοντας σε αυτήν υπεύθυνες δηλώσεις, συμβόλαια, αγωγές, δικαστικές αποφάσεις (με πλήρες περιεχόμενο), εξώδικα, επιδόσεις εξωδίκων, έγγραφα της Πολεοδομίας, αντίγραφα από έγγραφα της αστυνομίας (ενδεικτικά αποσπάσματα από Βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων ή από ημερήσιο δελτίο οχήματος), διάφορες αιτήσεις των καταγγελλόντων σε δημόσιες αρχές, έγγραφα υποβληθέντα από τους καταγγέλλοντες σε υπηρεσίες της Πολεοδομίας και λοιπά έγγραφα τα οποία περιέχουν πλήθος δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των καταγγελλόντων (ενδεικτικά προσωπικά στοιχεία: διεύθυνση, στοιχεία επικοινωνίας, οικογενειακή κατάσταση, ΑΦΜ, επαγγελματική ιδιότητα, στοιχεία ιδιοκτησίας). Με την ως άνω από 21-5-2021 επιστολή ο καθ’ ου ζήτησε από τους ως άνω αποδέκτες να πραγματοποιηθεί ενδελεχής έλεγχος αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στην επιστολή του και να λάβει έγγραφη απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε, επισημαίνοντας πως ο στόχος της επιστολής είναι «η ευρεία ενημέρωσή Σας, και το συνετισμό των ανωτέρω με κάθε κατά την κρίση σας πρόσφορο μέσο, ώστε να επέλθει ηρεμία και γαλήνη στο σπίτι μου και την προσωπική μου ζωή».
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων, ο καθ’ ου απευθύνθηκε στους ως άνω αποδέκτες, χωρίς αυτοί να έχουν την αρμοδιότητα επίλυσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο των μεταξύ τους ιδιωτικών διαφορών. Προς τεκμηρίωση αυτού οι καταγγέλλοντες επικαλέστηκαν:
- τη με αρ. πρωτ. … επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης ‘Μ’ (αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/ 11910/19- 11-2022) προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, κοινοποιηθείσα προς τον καθ’ ου, τον Α και τον Β, στην οποία αναφέρεται ότι «Από το σύνολο των προσαγομένων εγγράφων ενώπιον ημών, προκύπτει ότι πράγματι μεταξύ του καταγγέλλοντος Ζ κατά των ως άνω καταγγελλομένων ιερωμένων, υπήρχε και υπάρχει διένεξη ιδιωτικής διαφοράς, αφορώσα θέματα κυρίως πολεοδομικών παραβάσεων, ζητήματα που άπτονται των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων και πλείστων άλλων θεμάτων που αφορούν τον κανονισμό της πολυκατοικίας, επί μίας οικοδομής κειμένης επί της οδού … αριθμ. … στο … . Επί των διενέξεων των, έχουν αποφανθεί τα αρμόδια δικαστήρια της πολιτείας και πιθανόν η ένδικη διαφορά να συνεχισθεί για χρόνο που δεν είμαστε σε θέσιν να γνωρίζουμε. Επί θεμάτων που άπτονται της αρμοδιότητος της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης ημείς είμαστε αναρμόδιοι να εκφέρουμε την οποιαδήποτε άποψη δεδομένου ότι η συγκροτημένη Ελληνική Πολιτεία έχει ήδη αποφανθεί. Το αν οι εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις εφαρμόζονται ή όχι από τους εμπλεκομένους διαδίκους είναι θέμα που άπτεται των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Δικαιοσύνης»
- τη με αρ. πρωτ. … επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης ‘Λ’ (αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/ 11910/19- 11-2022) προς τον καθ’ ου στην οποία αναφέρεται ότι η διένεξη του Γ δεν συνιστά πειθαρχικό εκκλησιαστικό παράπτωμα, το οποίο θα σήμαινε την κλήση του σε απολογία, «καθώς το όλο θέμα αποτελεί ιδιωτική υπόθεση μεταξύ υμών και των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας εν η διαμένετε».
Επιπλέον οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι η επιστολή δεν κατατέθηκε σε κλειστό φάκελο, «αυστηρώς προσωπικό», καθόσον οι κατατεθέντες φάκελοι κατατέθηκαν στις έδρες ή αντιπροσωπίες των ως άνω αποδεκτών ή εστάλησαν μέσω ταχυδρομείου, ώστε αυτοί οι φάκελοι στη συνέχεια να διεκπεραιωθούν αναλόγως. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται πως δέχθηκαν τηλεφωνήματα από πολλούς κληρικούς και λαϊκούς υπαλλήλους, …, των Μητροπόλεων ανά την Ελλάδα και από την Μονή ’Ν’, με σκοπό να εκφράσουν την περιέργειά τους, κατά τρόπο ώστε προκύπτει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων, η γνώση των προσωπικών δεδομένων τους εκ μέρους πλήθους τρίτων προσώπων, γνωστών και αγνώστων σε αυτούς. Περαιτέρω οι καταγγέλλοντες δηλώνουν πως δεν είχαν ενημερωθεί από τον καθ’ ου πριν από την αποστολή της επιστολής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν, ούτε άλλωστε είχαν παράσχει σχετική συγκατάθεση για την κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών.
Η Αρχή, στο πλαίσιο εξέτασης της ανωτέρω καταγγελίας, κάλεσε με το υπ’ αριθ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΞΕ/2527/11-10-2022 έγγραφό της τον καθ’ ου να εκθέσει τις απόψεις του επί αυτής. Με το υπ’ αριθ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/11606/08-11-2022 υπόμνημά του, ο καθ’ ου υποστήριξε ενώπιον της Αρχής, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: α) ότι τα συνημμένα στην επιστολή έγγραφα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη αυτής και ικανοποιούν την «αναγκαία συνθήκη αποδείξεως της αλήθειας των καταγγελλομένων μου, προς αποφυγή χαρακτηρισμού μου ως κακόβουλου συκοφάντη», β) ότι η επίδικη επιστολή είχε συγκεκριμένο στόχο ο οποίος αναφέρεται ρητώς στο τέλος αυτής ως εξής: «Δι αποστολής της παρούσης επιστολής μου επιθυμώ να καταστήσω Υμάς κοινωνούς της επιδειχθείσης διαχρονικά απαράδεκτου εκκλησιαστικής συμπεριφοράς και διαγωγής τριών ιερωμένων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (…) πλήττοντας με τις επί δεκαετία και πλέον πράξεις τα νόμιμα συμφέροντα μου και κυρίως σκανδαλίζοντας με αυτές πλήθος πιστών και ευυπόληπτων πολιτών (…)», επομένως ως στόχο είχε την ενημέρωση των αρμόδιων εκκλησιαστικών οργάνων για τη δημόσια συμπεριφορά των τριών εκ των έξι καταγγελλόντων, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του ιερωμένου, γ) ότι η επίδικη επιστολή με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα ήταν αυστηρώς προσωπική προς τους αποδέκτες της και κατετέθη από τον ίδιο τον καθ’ ου σε σφραγισμένο φάκελο στην Ιερά Σύνοδο και στην Ιερά Μητρόπολη ‘Λ’, ενώ ο καθ’ ου επέδωσε την επίδικη επιστολή αυτοπροσώπως προς τον Μητροπολίτη Κ και τον Μητροπολίτη Θ (ο καθ΄ ου προσκόμισε τις σχετικές βεβαιώσεις)∙ αναφορικά με τους αποδέκτες εκτός Αττικής, ο καθ΄ ου δήλωσε ότι η επίδικη επιστολή εστάλη με ιδιωτική εταιρεία διανομής αλληλογραφίας (ο καθ΄ ου προσκόμισε σχετικά δελτία αποστολής). Τα προαναφερθέντα, κατά δήλωση του καθ’ ου, έλαβαν χώρα προκειμένου να διασφαλιστεί στο ακέραιο η εμπιστευτικότητα των στοιχείων του φακέλου, δ) η επίδικη επιστολή με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, διακινήθηκε, κατά τον ισχυρισμό του καθ΄ ου σε αυστηρά περιορισμένο αριθμό προσώπων τα οποία ήταν αρμόδια να λάβουν γνώση και να κρίνουν για τυχόν περαιτέρω ενέργειες επί των καταγγελθέντων, καθώς αποτελεί «αναφορά» προς τους αρμοδίους ιεράρχες είτε νυν «Προϊστάμενους» των καταγγελλόντων ιερέων ή κατά το παρελθόν έχοντες άμεση ιεραρχική ή πνευματική σχέση με αυτούς, η οποία «περιέχει αιτιάσεις για τη συμπεριφορά τους επί πραγματικών γεγονότων αποδεικνυόμενων παραχρήμα με τα προσκομιζόμενα μαζί με αυτήν έγγραφα, αλλά και συγκεκριμένα αιτήματα, αμέσως ή εμμέσως για την επανόρθωση ή αποτροπή της ηθικής και υλικής βλάβης μου από τις πράξεις των».
Με το υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/11837/16-11-2022 έγγραφο, οι καταγγέλλοντες ζήτησαν και έλαβαν αντίγραφο των απόψεων του καθ’ου και εις αντίκρουσιν αυτού κατέθεσαν το υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/11910/19-11-2022 υπόμνημα με το οποίο, αφού επανέλαβαν τους ισχυρισμούς που έθεσαν με τις αρχικές καταγγελίες ενώπιον της Αρχής, υποστήριξαν επιπλέον, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: α ) ότι ο πραγματικός σκοπός της αποστολής της επίδικης επιστολής από τον καθ΄ ου ήταν η άσκηση πίεσης προς τους καταγγέλλοντες, ώστε αυτοί με την ιδιότητα τους ως συνιδιοκτήτες στην ίδια οικοδομή να παράσχουν την απαιτούμενη κατά το νόμο συναίνεση τους για χρήσεις των κοινοχρήστων χώρων για τις οποίες ο καθ΄ ου βρισκόταν ελεγχόμενος από την αρμόδια πολεοδομία Φ, β) ότι της κατάθεσης της επίδικης επιστολής με το σύνολο των εγγράφων ακολούθησε πλήθος κοινοποιήσεων των προσωπικών δεδομένων των καταγγελλόντων με φωτοτυπίες, αρχειοθετήσεις και λήψη γνώσης από πλήθος υπαλλήλων των ανάλογων Γραμματειών, ενδεικτικά από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Ιερά Μητρόπολη ‘Μ’ με το υπ’ αρ. πρωτ: … έγγραφο της, με το οποίο κοινοποιεί «…την επιστολήν του Ζ, (..), μετά των εν αυτή συνημμένων,…» και από την Ιερά Μητρόπολη ‘Κ’, προς τον Μητροπολίτη Λ, με το υπ’ αριθμό πρωτ.: … έγγραφο, με το οποίο δηλώνεται η αναρμοδιότητα του Μητροπολίτου Κ και διαβιβάζεται η επίδικη επιστολή στο σύνολό της, γ) ότι σε κανένα σημείο του υπομνήματος ο καθ΄ ου, δεν αιτιολογεί με ποια αρμοδιότητα κοινοποίησε τα δεδομένα των υπολοίπων (3) τριών μη κληρικών και πολιτών συνιδιοκτητών, δ) ότι η Ι.Μ. ‘Μ’ και η Ι.Μ. ‘Λ’ με σχετικές αποφάσεις τους, έκριναν ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα να επιληφθούν επί των καταγγελλομένων (βλ. ως άνω, οι καταγγέλλοντες προσκόμισαν τις σχετικές αποφάσεις), ενώ ο Μητροπολίτης Κ, διαβίβασε την σχετική επίμαχη επιστολή με τα συνοδευτικά έγγραφα της, στην Ι.Μ. ‘Λ’, καθόσον ο ίδιος δεν είχε ουδεμία αρμοδιότητα, ενώ οι λοιποί παραλήπτες δεν απάντησαν σχετικώς, εξαιτίας, κατά την άποψη των καταγγελλόντων, της έλλειψης σχετικής αρμοδιότητας.
Κατόπιν της εξέτασης των στοιχείων του φακέλου, η Αρχή απέστειλε την υπ’ αριθ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/907/10-04-2023 κλήση προς ακρόαση στον καθ΄ ου Ζ και τις με αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/906/10-04-2023, Γ/ΕΙΣ/905/10-04-2023, Γ/ΕΙΣ/904/10-04-2023, Γ/ΕΙΣ/903/10-04-2023, Γ/ΕΙΣ/902/10-04-2023 και Γ/ΕΙΣ/901/10-04-2023 κλήσεις αντιστοίχως στους καταγγέλλοντες, προκειμένου να παραστούν, μέσω τηλεδιάσκεψης, σε ακρόαση ενώπιον του Προέδρου της Αρχής, ως μονοπρόσωπου οργάνου την Τετάρτη 26 Απριλίου 2023 και ώρα 10.00 π.μ. με θέμα τη συζήτηση των ως άνω καταγγελιών.
Κατά την ως άνω συνεδρίαση παρέστησαν οι καταγγέλλοντες μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Δέσποινας Πατέλη (ΑΜ ΔΣΑ …), ενώ ο καταγγελλόμενος παρέστη αυτοπροσώπως και κατέθεσε αίτημα αναβολής της συνεδρίασης λόγω κωλύματος παράστασης της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας- Πηνελόπης Λιακόγκονα (ΑΜ ΔΣΑ …), για το οποίο προσκόμισε και τα με αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/3013/25-04-2023 αποδεικτικά έγγραφα. Ο Πρόεδρος της Αρχής έκανε δεκτό το αίτημα αναβολής και προσδιόρισε τη συζήτηση σε νέα ημερομηνία την Τετάρτη 10 Μαΐου 2023 και ώρα 12.30 μ.μ. Κατά τη συνεδρίαση ενώπιον του Προέδρου της Αρχής την 10η Μαΐου 2023, οι καταγγέλλοντες παρέστησαν μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Δέσποινας Πατέλη (ΑΜ ΔΣΑ …), ενώ ο καταγγελλόμενος παρέστη μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας- Πηνελόπης Λιακόγκονα (ΑΜ ΔΣΑ …). Αμφότερα τα μέρη, αφού ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους, έλαβαν κατά τη συνεδρίαση αυτή προθεσμία προσκομίσεως έγγραφων υπομνημάτων έως την 29 Μαΐου 2023 προς περαιτέρω υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Κατόπιν αυτών, οι καταγγέλλοντες υπέβαλαν εμπροθέσμως το με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4035/29-05-2023 υπόμνημα, ενώ ο καθ΄ ου υπέβαλε εμπροθέσμως το με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4041/29-05-2023 υπόμνημα.
Κατά την ανωτέρω ακρόαση και με το υπ’ αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4035/29-05-2023 κατόπιν της ακροάσεως υπόμνημά τους, οι καταγγέλλοντες ανέπτυξαν περαιτέρω τους ισχυρισμούς που έθεσαν και προηγουμένως ενώπιον της Αρχής και προσέθεσαν, μεταξύ άλλων, ότι α) οι αποδέκτες των δεδομένων τους τυγχάνουν παντελώς αναρμόδιοι για την ιδιωτική διαφορά που τέθηκε υπόψη τους, γεγονός που αποδεικνύεται και από την απουσία απαντήσεων (πλην των απαντήσεων των Ι.Μ. ‘Μ’ και η Ι.Μ. ‘Λ’ που μνημονεύονται ανωτέρω). Αρμόδιοι για τον πειθαρχικό έλεγχο θα ήταν αποκλειστικά οι ο Μητροπολίτης Λ και ο Μητροπολίτης Μ, καθώς ρητά προβλέπεται, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας αλλά και με τον νόμο, ότι ο εκάστοτε κληρικός (πρεσβύτερος), είναι κανονικώς εξαρτώμενος από τον επίσκοπο του και δη τον «επιχώριο» επίσκοπο, όπου υπάγεται ο εκάστοτε κληρικός και όχι σε οποιονδήποτε άλλον επίσκοπο ή σε οποιονδήποτε πρεσβύτερο (ως είναι ο Ηγούμενος της [Μονής] ‘Ν’) ή πολύ περισσότερο σε ομάδα εκκλησιαστικών αξιωματούχων και ομάδα κληρικών ή σε ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, εντός και εκτός Ελλάδος. (άρθρο 1.α’ του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 305/2018 (ΦΕΚ Α’ 153) σύμφωνα με το οποίο : «1.α΄. Εφημέριος καλείται κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, κατέχων το δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης (Πρεσβυτέρου), κανονικώς χειροτονημένος και εξαρτημένος κανονικώς υπό του επιχωρίου Μητροπολίτου, ο οποίος καλύπτει τις λατρευτικές, τις ποιμαντικές και τις προνοιακές ανάγκες της Ενορίας» και άρθρο 100 του Ν. 5383/1932 σύμφωνα με το οποίο: «Ο αρμόδιος Μητροπολίτης (ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού) λαβών γνώσιν, είτε κατόπιν μηνύσεως, είτε καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, ότι κληρικός ή μοναχός υπέπεσεν εις παράπτωμα επαγόμενον εκκλησιαστικήν ποινήν, εντέλλεται, εφ' όσον δεν πρόκειται περί ελαφρού παραπτώματος, δι' ο δύναται να ασκηθή υπό του Μητροπολίτου πειθαρχική εξουσία, εις εν των μελών του επισκοπικού Δικαστηρίου ή άλλον κληρικόν όπως προβή εις τας αναγκαίας ανακρίσεις»,
β) ο χαρακτηρισμός «αυστηρώς προσωπικό» δεν εξασφαλίζει το απόρρητο του περιεχομένου του φακέλου στα ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ,
γ) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ, καθώς υπερισχύουν το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα των καταγγελλόντων, καθόσον οι 3 εκ των 6 δεν φέρουν την ιερατική ιδιότητα, ενώ η μορφή και η έκταση της επιστολής και των συνοδευτικών αυτής δεν συνιστά αναγκαίο , πρόσφορο και ανάλογο μέσο.
Κατά την ανωτέρω ακρόαση και με το υπ’ αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4041/29-05-2023 κατόπιν της ακροάσεως υπόμνημά του, ο καθ’ ου ανέπτυξε περαιτέρω τους ισχυρισμούς που έθεσε και προηγουμένως ενώπιον της Αρχής και προσέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι
α) η εν λόγω αναφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 2016/679 (ΕΕ) (ΓΚΠΔ), καθόσον πρόκειται για ιδιωτική διαφορά (άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ ΓΚΠΔ), ενώ ο ίδιος δεν τυγχάνει «υπεύθυνος επεξεργασίας»
β) ότι αν ήθελε θεωρηθεί ότι τυγχάνει εφαρμοστέος ο Κανονισμός 2016/679 (ΕΕ) η εν λόγω επεξεργασία υπάγεται στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. στ’ ΓΚΠΔ, για την προστασία των εννόμων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, καθώς η διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων του ήταν ο αποκλειστικός στόχος αποστολής της επιστολής,
γ) ότι απηύθυνε την επίμαχη επιστολή σε εκκλησιαστικά προϊσταμένους των τριών ιερωμένων καταγγελλόντων, αρμόδιων για το συνετισμό τους, ενώ την απηύθυνε και προς τον Ηγούμενο της Ι.Μ. ‘Ν’ και τον Η, λόγω των πνευματικών δεσμών που γνώριζε ότι είχαν με τους ιερωμένους,
δ) ότι έλαβε κάθε ενδεικνυόμενο κατά την κοινή πείρα και λογική μέσο διασφάλισης λήψης των φακέλων, παραδίδοντας αυτούς σφραγισμένους και χαρακτηρίζοντας αυτούς αυστηρά προσωπικούς,
ε) ότι προέβη στην αποστολή της επίμαχης επιστολής, μετά των συνημμένων της, ασκώντας το κατά το άρθρο 10 του Συντάγματος και του εκτελεστικού νόμου Ν.Δ. 796/71 δικαίωμα περί του αναφέρεσθαι στις αρχές, και απευθυνόμενος σε απολύτως αρμόδια πρόσωπα συνετισμού των τριών ιερωμένων, ενώ η μνεία έτερων προσώπων συνεχόταν υποχρεωτικά με την περιγραφόμενη συμπεριφορά των ιερωμένων και τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην επιστολή,
στ) ότι η υποβολή της αναφοράς στηρίζεται στις διατάξεις του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», και συγκεκριμένα στα άρθρα 44 παρ. 1 και 55 παρ. 3, καθώς και στις διατάξεις του Ν. 5383/1932 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων», και συγκεκριμένα στα άρθρα 2, 7 και 100 του νόμου αυτού.
ζ) ότι η αποστολή των συνοδευτικών της επιστολής εγγράφων ήταν απαραίτητη, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε ο κίνδυνος τα περιγραφόμενα με την επιστολή περιστατικά να μη ληφθούν υπόψη από τους αρμόδιους ιεράρχες, να μην εξεταστούν οι αναφορές αρμοδίως και να θεωρηθεί ο καταγγέλλων ως «κακόβουλος συκοφάντης» ,
η) ότι επέλεξε τον ηπιότερο, ελάχιστο αναγκαίο τρόπο κοινοποίησης, κοινοποιώντας μόνον απλά δεδομένα των καταγγελλόντων, πολλά από τα οποία ήταν ήδη γνωστά στους αποδέκτες, λόγω ιεραρχικών και διαπροσωπικών σχέσεων.
Η Αρχή, μετά από εξέταση των στοιχείων του φακέλου και όσων προέκυψαν από την ενώπιον της ακροαματική διαδικασία και τα υπομνήματα των μερών
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (Κανονισμού 2016/679) και του άρθρου 9 του νόμου 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137) προκύπτει ότι η Αρχή έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του νόμου 4624/2019 και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Εξάλλου, μια δραστηριότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικά προσωπική ή οικιακή, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. γ) του ΓΚΠΔ και ως εξαιρούμενη, επομένως, του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού αυτού όταν εκτείνεται, έστω και εν μέρει, στον δημόσιο χώροκαι, ως εκ τούτου, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων, ενώ η προσκόμιση ενώπιον οργάνου ή αρχής, συνεπάγεται, τουλάχιστον, τη «χρήση» και την «κοινολόγηση με διαβίβαση» «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχ. 1) και 2) του ΓΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό εξέταση καταγγελία αφορά σε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία (οργάνωση και κοινοποίηση με διαβίβαση) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που έχουν περιληφθεί σε σύστημα αρχειοθέτησης κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχ. 2) και 6) ΓΚΠΔ, και δεν παρέμειναν σε αποκλειστική προσωπική ή οικιακή χρήση του καταγγελλομένου, αλλά έχουν αποσταλεί σε εκκλησιαστικές αρχές. Με τα δεδομένα αυτά, στην εξεταζόμενη υπόθεση συντρέχει περίπτωση επεξεργασίας υπαγόμενης στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 2 παρ. 1 του ΓΚΠΔ και 2 του ν.4624/2019 και, συνεπώς, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της υπό εξέταση καταγγελίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 στοιχ. στ) του ΓΚΠΔ και 13 παρ. 1 στοιχ. ζ) του ν. 4624/2019.
2) Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ αναφορικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας: «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (….) στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί. (…)».Περίπτωση υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συντρέχει, ιδίως, αν η επεξεργασία αφορά στοιχεία αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. Περαιτέρω προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση του δικαιώματος (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης διαφοράς που εκκρεμεί. Η δε αναγκαιότητα υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος.
3) Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του Συντάγματος, «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο».
4) Επειδή η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και διέπεται από τον Καταστατικό της Χάρτη που κυρώθηκε με τον Ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α’ 146). Με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α’ 146), η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και, μεταξύ άλλων, οι ιερές μητροπόλεις, οι ιερές μονές και οι ενορίες χαρακτηρίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ως προς τις νομικές τους σχέσεις. Όταν τα δημόσια αυτά νομικά πρόσωπα στις εσωτερικές σχέσεις τους ή στις σχέσεις τους με τρίτους, ασκούν δημόσια εξουσία, θεωρούνται διοικητικές αρχές και οι πράξεις των οργάνων τους έχουν χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, που υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης. Οι ιερές μονές του Αγίου Όρους, εξάλλου, διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Συντάγματος, του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και του ν.δ. 10/16-9-1926 (ΦΕΚ Α’ 309).
5) Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α’ 146): «1.Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ειδικώς νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Νόμ. 5383/1932 "περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας".», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 3 του ως άνω ιδίου νόμου: «Πας λαϊκός έχων εύλογον κατὰ της εκκλησιαστικής αρχής παράπονόν δικαιούται να αναφέρηται προς την Δ.Ι.Σ., ήτις προ πάσης ενεργείας ζητεί παρά του οικείου Αρχιερέως να γνωρίση εντός μηνός προς αυτήν σχετικώς. Εάν η αναφορά στρέφηται κατά κληρικού, διαπέμπεται αύτη υπό της Δ.Ι.Σ. προς τον οικείον Αρχιερέα, υποχρεούμενων όπως ενεργήσῃ τα δέοντα.»
6) Επειδή η λειτουργία εκκλησιαστικών δικαστηρίων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 5383/1932 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων» (ΦΕΚ Α΄ 110), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του οποίου : «Εν τη Αρχιεπισκοπή και εν εκάστη Μητροπόλει καθίσταται Επισκοπικόν Δικαστήριον, αρμοδιότητα έχον ίνα επιλαμβάνεται των υποθέσεων ιερέων, διακόνων και μοναχών.», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ιδίου νόμου: «Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δικάζει τα οπουδήποτε διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα των υπό την ποιμαντορίαν του Μητροπολίτου κληρικών και μοναχών, έτι δε τα εν τη περιφερεία της Μητροπόλεως διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα παντός υπό την ποιμαντορίαν οιουδήποτε Μητροπολίτου διατελούντος κληρικού ή μοναχού.» Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 100 του νόμου αυτού,: «Ο αρμόδιος Μητροπολίτης ή έν περιπτώσει χηρείας της Μητροπόλεως, ο τοποτηρητής αύτης, λαβών οπωσδήποτε γνώσιν, είτε συνεπεία υποβαλλομένης είς αυτόν μηνύσεως, ότι κληρικός ή μοναχός υπέπεσεν είς παράπτωμα συνεπαγόμενον κανονικήν ποινήν, έφ΄ όσον κατά την κρίσιν αύτου δεν πρόκειται περί ελαφρού παραπτώματος δι΄ ό δύναται ν΄ ασκήση τα διοικητικά δικαιώματα αυτού, ενεργεί αυτοπροσώπως τακτικάς ενόρκους ανακρίσεις ή αναθέτει την διεξαγωγήν ή και την συμπλήρωσιν αύτων είς εν των μελών του Επισκοπικού Δικαστηρίου.(…)»
7) Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 5 του Συντάγματος: « (..)Mε νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η Iερή Kοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Aγίου Όρους.». Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 10/16-9-1926 (ΦΕΚ Α’ 309) «Η δικαιοσύνη εν Αγίω Όρει απονέμεται όσον αφορά τας εκκλησιαστικάς παραβάσεις και τας οριακάς ή εκ των ομολόγων οιασδήποτε διαφοράς υπό των Μοναστηριακών Συνάξεων και γεροντιών, της Ιεράς Κοινότητος και Εξαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά δισενιαυσίας συνάξεως. (..)», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 του ως άνω ιδίου ν. δ/τος: «Η αγιορειτική δικαστική αρμοδιότης κανονίζεται ως ακολούθως: 1. Αι μοναστηριακαί συνάξεις και γεροντίαι κανονικώς συγκεκροτημέναι και προεδρευόμεναι δικάζουσι πρωτοδίκως: α) Πάντα τα εκκλησιαστικά και πειθαρχικά παραπτώματα των τε αδελφών της μονής και των εξαρτημάτων αυτής. β) (..)»
8) Επειδή, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ (2480/2015 Τμ. Γ’), η κατοχή και διατήρηση της ιδιότητας του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του (πρβλ. ΣτΕ 4078/1979 Ολομ.). Η τυχόν παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την κατάγνωση κανονικών κυρώσεων (βλ. άρθρα 1 και 44 του ν. 590/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων, όπως ισχύει), οι οποίες μπορεί να φθάνουν μέχρι και την καθαίρεση του κληρικού από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τούτο δε υπό ειδικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, οι οποίοι ανάγονται στην εφαρμογή του άρθρου 3 του Συντάγματος (αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, υποχρέωση αυτής «να τηρεί απαρασάλευτα [....] τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις»).
9) Επειδή από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, και όσων προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τα υπομνήματα των μερών, προκύπτει ότι ο καθ’ ου υπέβαλε την από 20-5-2021 επιστολή- αναφορά με σχετικά στοιχεία προς τις αρχές που κατά την πεποίθησή του τύγχαναν αρμόδιες να επιληφθούν της συμπεριφοράς των τριών εκ των καταγγελλόντων που φέρουν την ιδιότητα του κληρικού, με σκοπό την ενημέρωση των αρχών αυτών για τη συμπεριφορά τους και την υποβολή αιτήματος προς διερεύνηση των περιγραφόμενων πραγματικών περιστατικών.
Ωστόσο, από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης, ενόψει και των διατάξεων που προαναφέρθηκαν ως άνω στις σκέψεις 4-8, προκύπτει ότι μόνον δύο εκ των έξι αποδεκτών της επίμαχης επιστολής, ήτοι ο Μητροπολίτης Λ και ο Μητροπολίτης Μ είχαν καταρχήν τη δυνατότητα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου των καταγγελλόντων που φέρουν την ιδιότητα του κληρικού και υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, ήτοι του Γ ο πρώτος και των Α και Β ο δεύτερος, αντιστοίχως. Κατά τούτο, η επίμαχη πράξη επεξεργασίας που συνίσταται στην κοινοποίηση των δεδομένων των ως άνω καταγγελλόντων στις κατά το λόγο αρμόδιες αρχές, κρίνεται ως καταρχήν αναγκαία, πρόσφορη και απαραίτητη για τους σκοπούς των εννόμων συμφερόντων του καθ’ ου, και επομένως υπαγόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ. 10) Επειδή ωστόσο, όπως προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης, πέραν των ανωτέρω Μητροπολιτών Λ και Μ, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητα ελέγχου των προαναφερόμενων τριών κληρικών κατά λόγο αρμοδιότητας εκάστου, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, οι λοιποί αποδέκτες της επίμαχης επιστολής-αναφοράς δεν έχουν αρμοδιότητα για την άσκηση ελέγχου της συμπεριφοράς των τριών αυτών κληρικών. Συνεπώς, η επίμαχη κοινοποίηση των δεδομένων τους δεν παρίσταται πρόσφορη ή αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι του καθ’ ου. Κατά μείζονα δε λόγο, η κοινοποίηση των δεδομένων των καταγγελλόντων που δεν φέρουν την ιδιότητα του κληρικού, στο σύνολο των αποδεκτών της επίμαχης επιστολής- αναφοράς, μετά των σχετικών στοιχείων, δεν ήταν αναγκαία ή πρόσφορη για την άσκηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι του καθ’ ου και δεν δύναται να θεωρηθεί ότι υφίσταται νόμιμη βάση της εν λόγω επεξεργασίας ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ.
11) Κατόπιν όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται παραβίαση, εκ μέρους του καθ’ ου υπευθύνου επεξεργασίας, των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 10 ως άνω και, ως εκ τούτου, συντρέχει, κατά την κρίση της Αρχής, περίπτωση άσκησης των εκ του άρθρου 58 παρ. 2 ΓΚΠΔ διορθωτικών εξουσιών της. Ειδικότερα η Αρχή κρίνει, ότι συντρέχει περίπτωση επιβολής, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 2 στοιχ. θ) ΓΚΠΔ, αποτελεσματικού, αναλογικού και αποτρεπτικού διοικητικού χρηματικού προστίμου, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 3 και 5 ΓΚΠΔ, λαμβάνοντας υπόψη την αιτ. σκέψη 148 ΓΚΠΔ, καθώς και τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29 για την εφαρμογή και τον καθορισμό διοικητικών προστίμων για τους σκοπούς του Κανονισμού 2016/679και τις Κατευθυντήριες Γραμμές 04/2022 για τον υπολογισμό των διοικητικών προστίμων υπό τον ΓΚΠΔ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.
Κατά την αξιολόγηση των δεδομένων, προκειμένου να επιλεγεί το πρόσφορο και διορθωτικό μέτρο, η Αρχή, λαμβάνει υπόψη τα κατά το άρθρο 83 παρ. 2 ΓΚΠΔ εξής κριτήρια:
• «η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση ή το σκοπό της σχετικής επεξεργασίας, καθώς και τον αριθμό των υποκειμένων των δεδομένων που έθιξε η παράβαση και το βαθμό ζημίας που υπέστησαν». Λαμβάνεται υπόψη ότι η συγκεκριμένη παραβίαση αφορά έξι υποκείμενα, ωστόσο δεν έλαβε ευρύτερο χαρακτήρα, ενώ οι καταγγέλλοντες δεν επικαλέστηκαν ούτε τεκμηρίωσαν ενώπιον της Αρχής υλική ζημία τους που να συνδέεται με την εν λόγω παραβίαση (άρθρο 83 παρ. 2 στοιχ. α) ΓΚΠΔ).
• «ο δόλος ή η αμέλεια που προκάλεσε την παράβαση». Λαμβάνεται υπόψη ότι η εν λόγω παραβίαση οφείλεται σε αμέλεια του καταγγέλλοντος (άρθρο 83 παρ. 2 στοιχ. β) ΓΚΠΔ).
• «οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία για να μετριάσει τη ζημία που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων».
Λαμβάνεται υπόψη ότι η επίμαχη επιστολή - αναφορά μετά των σχετικών στοιχείων κατατέθηκε σε αυστηρά προσωπικό φάκελο προς τους αποδέκτες της, ενώ η ασφάλεια των δεδομένων αυτών, κατόπιν της ένταξης τους στο αρχείο των αποδεκτών, δεν αποτελεί ευθύνη του καθ’ ου, αλλά αποκλειστικά των αποδεκτών, ως αυτοτελώς υπευθύνων επεξεργασίας
(άρθρο 83 παρ. 2 στοιχ. γ) ΓΚΠΔ).
• «τυχόν σχετικές προηγούμενες παραβάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία».
Λαμβάνεται υπόψη ότι δεν έχει περιέλθει στην Αρχή προηγούμενη καταγγελία κατά του καταγγελλομένου στην παρούσα υπόθεση (άρθρο 83 παρ. 2 στοιχ. ε).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή, κάνει εν μέρει δεκτή την υπό εξέταση καταγγελία, διαπιστώνει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ εκ μέρους του καθ’ ου Ζ και επιβάλλει, για την ως άνω παραβίαση στον καθ’ ου, χρηματικό πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) ευρώ, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στο σκεπτικό της παρούσης.
Ο Πρόεδρος
Η Γραμματέας
Κωνσταντίνος Μενουδάκος Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου