Διοικητικό Έγγραφο

ΓΝΩΜΗ Α8/2020
ΑΔΑ: ΩΩΞ9ΟΞΤΒ-ΠΙΜ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
(Της διαδικασίας του άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ' (αα) ν. 4013/2011)
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Στην Αθήνα σήμερα την 3η Μαρτίου τoυ έτoυς δύo χιλιάδες είκοσι (2020) ημέρα Τρίτη και ώρα 15:00 και επί της οδού Κεφαλληνίας 45 και Κομνά Τράκα, όπoυ και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής.
Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:
1.Πρόεδρος: Γεώργιος Καταπόδης
2.Αντιπρόεδρος: Αδάμ Καραγλάνης
3.Μέλη: Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης Μαρία Στυλιανίδη
Γραμματέας: Μαρία Αντωνοπούλου, Π.Ε. Διοικητικού – Οικονομικού.
Εισηγήτρια: Ελένη Σταθοπούλου, Νομικός, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης παρέστησαν η εισηγήτρια κ. Σταθοπούλου η οποία αποχώρησε πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφοφορίας από τα μέλη της Αρχής.
Θέμα: : Διατύπωση γνώμης της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2, περ. γ’ υποπερ. (αα) του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, επί τροπολογίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Με το από 03.03.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Γενικής Γραμματείας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων (αριθμ. πρωτ. εισερχ. Αρχής 1307/03.03.2020), διαβιβάσθηκαν συνημμένα προτεινόμενη τροπολογία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο ««Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις», καθώς και σχετική αιτιολογική έκθεση, και διατυπώθηκε αίτημα περί παροχής γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011, όπως ισχύει.
Επισημαίνεται ότι η προτεινόμενη ρύθμιση υπεβλήθη στην Αρχή την 03.03.2020 (α.π. εισερχ. ΕΑΑΔΗΣΥ 10/12/2019), με αίτημα για αυθημερόν διατύπωση της Γνώμης της Αρχής, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται ο αναγκαίος και ικανός χρόνος για την μελέτη αυτής, ώστε η Αρχή να ασκήσει επιμελώς την γνωμοδοτική της αρμοδιότητα.
Ι. Οι υποβληθείσες στην Αρχή προτεινόμενες διατάξεις και η συνυποβληθείσα αιτιολογική έκθεση έχουν ως εξής:
«ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ
στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο
«Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Οι πρόσφατες ραγδαίες εξελίξεις που σχετίζονται με την απρόβλεπτη και ασυνήθιστη αύξηση των μεταναστευτικών ροών, γεγονός που προκάλεσε και την έκτακτη σύγκληση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ) την 01-03-2020, ανέδειξαν την αδυναμία του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, το οποίο έχει διαμορφωθεί την περίοδο της πρόσφατης βαθειάς οικονομικής κρίσης, να αντιμετωπίσει τα άμεσα προβλήματα που χρήζουν ταχείας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Ειδικότερα, την παρούσα χρονική περίοδο η χώρα αντιμετωπίζει σε μείζονα βαθμό τόσο την εντονότατη πίεση των μεταναστευτικών / προσφυγικών ροών που επεκτείνεται κατά μήκος των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της χώρας, όσο και την εμφάνιση κρουσμάτων του κορωνοϊού – covid 19 με απρόβλεπτες συνέπειες για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη και υγεία.
Η αντιμετώπιση των κινδύνων και των κρίσεων επιβάλουν άμεσες επιχειρησιακές δράσεις για μετακινήσεις προσωπικού, προμήθεια αγαθών παροχή υπηρεσιών και εκτέλεση έργων. Το ισχύον δημοσιολογιστικό και νομικό πλαίσιο και οι προβλεπόμενες διαδικασίες δεν επιτρέπουν τη δυνατότητα να καλύψει η Ελληνική Αστυνομία τις ανάγκες άμεσης κινητοποίησης σε όλα τα επίπεδα.
Όπως είναι φανερό, οι ως άνω περιπτώσεις δε δύναται σε καμία περίπτωση να έχουν προβλεφθεί από οποιοδήποτε φορέα τόσο κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού όσο και κατά τον προγραμματισμό των προμηθειών, όπως αυτός πραγματοποιείται κάθε φορά για το επόμενο έτος.
Από τα ανωτέρω προδήλως συνάγεται η έλλειψη των ανάλογων πιστώσεων για την αντιμετώπιση των έκτακτων αυτών αναγκών και η πλήρης αδυναμία ταχύτατης αντιμετώπισης των εκτάκτων αυτών καταστάσεων.
Σκοπός της παρούσας ρύθμισης είναι η επίλυση των ζητημάτων αυτών για την αντιμετώπιση των ως άνω καταστάσεων και γεγονότων και μόνο στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο για την αντιμετώπιση αυτών, τα οποία ήταν αδύνατον να προβλεφθούν και χρήζουν κατεπείγουσας και αποτελεσματικής κινητοποίησης του φορέα.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο …
1. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, οι οποίες επιβάλλουν την άμεση λήψη και εφαρμογή μέτρων για θέματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας της δημόσιας τάξης και υγείας και της περιουσίας των πολιτών, και μόνο στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο για την αντιμετώπιση της ανάγκης αυτής, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη ή το νομίμως εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο δύναται, κατόπιν σχετικής εγκρίσεως και μεταφοράς πιστώσεων από το Υπουργείο Οικονομικών μετά από αιτιολογημένο αίτημα του φορέα για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κάθε φορά κατεπείγουσας ανάγκης, να συνάπτει νέες συμβάσεις έργων, εργασιών, υπηρεσιών και προμηθειών, όπως μίσθωσης/ναύλωσης πλωτών και χερσαίων μέσων, προμήθειας υλικοτεχνικού εξοπλισμού και εφοδίων, μετακίνησης προσωπικού και κάθε άλλης σύμβασης προς άμεση αντιμετώπιση της ανάγκης αυτής, με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης ανεξαρτήτως ποσού, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης περί δημοσίων συμβάσεων.
2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει την 28η.02.2020 και λήγει μετά την πάροδο έξι μηνών.»
ΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα' του ν. 4013/2011: «αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής».
Στο βαθμό που η υπό εξέταση τροπολογία, ως παρατίθενται ανωτέρω (υπό I), περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν σε ζητήματα δημοσίων συμβάσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης, κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ' υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011.
ΙΙΙ. Συναφείς διατάξεις
1. Το σύνολο των διατάξεων του ν. 4412/2016 και, ειδικότερα, το άρθρο 32 παρ. 1 και 2 περ. γ’ αυτού «Προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση (άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ) του Ν. 4412/2016 (Α’ 147)», όπου ορίζεται ότι :
«1. Στις ειδικές περιπτώσεις και περιστάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 6, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναθέτουν δημόσιες συμβάσεις προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση.
2. Η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση μπορεί να χρησιμοποιείται για δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις: […]
γ) στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την αναθέτουσα αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη».
- Το άρθρο 15 «Άμυνα και ασφάλεια (άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ)»
«1. Το παρόν Βιβλίο (άρθρα 3 έως 221) εφαρμόζεται στην ανάθεση δημόσιων συμβάσεων και σε διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνονται στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, εξαιρουμένων των κατωτέρω συμβάσεων:
α) συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μέρους δεύτερου του ν. 3978/2011 (Α΄ 137),
β) συμβάσεων στις οποίες δεν εφαρμόζεται το μέρος δεύτερο του ν. 3978/2011 (Α΄ 137), σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 24 του εν λόγω νόμου.
2. Το παρόν Βιβλίο δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις και τους διαγωνισμούς μελετών που δεν εξαιρούνται για άλλο λόγο δυνάμει της παρ. 1, στο μέτρο που η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας της χώρας δεν μπορεί να διασφαλιστεί με λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως με την επιβολή απαιτήσεων για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που η αναθέτουσα αρχή καθιστά διαθέσιμες σε μία διαδικασία ανάθεσης σύμβασης, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν Βιβλίο.
Επίσης, και, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 346 της ΣΛΕΕ, το παρόν Βιβλίο δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις και στους διαγωνισμούς μελετών που δεν εξαιρούνται για άλλο λόγο δυνάμει της παρ. 1, στο μέτρο που η εφαρμογή του παρόντος Βιβλίου θα υποχρέωνε τη χώρα να παράσχει πληροφορίες, τη δημοσιοποίηση των οποίων θεωρεί αντίθετη με τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας της.
Το παρόν Βιβλίο δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 346 της Σ.Λ.Ε.Ε., στις δημόσιες συμβάσεις και στους διαγωνισμούς μελετών που άπτονται του τομέα της Κυβερνοασφάλειας, στο μέτρο που η εφαρμογή του παρόντος Βιβλίου θα υποχρέωνε τη χώρα να παράσχει πληροφορίες, τη δημοσιοποίηση των οποίων θεωρεί αντίθετη με την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων κυβερνοασφάλειάς της.»
2. Το άρθρο 14 παρ. 10 του Ν. 4332/2015 (Α’ 76), όπως τροποποιημένο ισχύει, όπου ορίζεται ότι :
«10. Τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού, στα διοικητικά όρια των οποίων λειτουργούν Κέντρα Πρώτης Υποδοχής (ΚΕ.Π.Υ.), Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) και Ανοιχτές Δομές Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών ή διαθέτουν χώρους για την κάλυψη έκτακτων αναγκών στέγασης και προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και οι φορείς των Ο.Τ.Α. αυτών, δύνανται για την αντιμετώπιση έκτακτων και επειγουσών αναγκών, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης, να προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και να συνάπτουν με τρίτους συμβάσεις εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών ή μισθώσεων κινητών και ακινήτων σε ό,τι αφορά την υποδοχή και φιλοξενία νεοεισερχόμενων πολιτών τρίτων χωρών αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκών προσωρινής στέγασης, τη λειτουργία των ανωτέρω εγκαταστάσεων, τη μεταφορά από τα σημεία άφιξης ή προσωρινής διαμονής προς ή από τις προσωρινές ή μόνιμες εγκαταστάσεις φιλοξενίας, οι οποίες βρίσκονται εντός και εκτός των γεωγραφικών τους ορίων, τη σίτιση, την άμεση ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα έξοδα ταφής, τη διαχείριση ανθρωπιστικής βοήθειας και κάθε προσφοράς σε χρήμα ή είδος, τη διαχείριση, μεταφορά, αποθήκευση και διανομή αυτής, μεταφορά ανηλίκων προσφύγων για εκπαιδευτικούς λόγους, καθώς και κάθε άλλη απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών δαπάνη.
Η ως άνω διάταξη ισχύει από 1.1.2018.
Για την αποθήκευση και διανομή των ανωτέρω ειδών πρώτης ανάγκης οι Περιφέρειες, δύνανται να συστήνουν Κέντρα αποθήκευσης και διανομής, σε συνεργασία και με άλλους δημόσιους φορείς, με απόφαση του Περιφερειάρχη ή με κοινή απόφαση με το αρμόδιο για τη διοίκηση του έτερου φορέα οργάνου, στην οποία θα καθορίζονται οι όροι λειτουργίας τους. Τα Κέντρα αυτά μπορούν να στελεχώνονται με υπαλλήλους των ανωτέρω φορέων.
Η διαδικασία σύναψης των συμβάσεων των προηγούμενων εδαφίων, καθώς και των αντίστοιχων συμβάσεων των Υπουργείων και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων δύναται, για λόγους κατεπείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, λαμβανομένων υπ’ όψιν και λόγων δημόσιας τάξης, οι οποίοι ειδικώς αιτιολογούνται, να διενεργείται κατόπιν διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις.
«Μέχρι τις 31.10.2019 οι συμβάσεις αυτές θεωρούνται ότι καλύπτουν την προϋπόθεση των σχετικών διατάξεων περί συνδρομής έκτακτης και κατεπείγουσας ανάγκης, οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για τις αναθέτουσες αρχές, που δεν απορρέουν από δική τους ευθύνη, κατά παρέκκλιση της υποπερίπτωσης δδ’, περίπτωση γ’, παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4013/2011 (Α` 204).»
Οι ανωτέρω δαπάνες, καταβάλλονται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού των ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου οργάνου. Με αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, είναι δυνατή η κατανομή ποσών στους ανωτέρω φορείς, από πιστώσεις είτε του Τακτικού Προϋπολογισμού είτε του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, προκειμένου να καλυφθούν αποκλειστικά και μόνο οι δαπάνες για τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της παραγράφου αυτής. Κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 26 και 30 του ν. 4251/ 2014».
*** Η παρ.10 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 19 παρ.1 Ν.4375/2016, ΦΕΚ Α 51/3.4.2016 (διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α 51/3.4.2016).
3. Το άρθρο 96 «Συνδρομή του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και σύσταση συντονιστικού οργάνου» του ν. 4638/2016, ως τροποποιημένο ισχύει, σύμφωνα με το οποίο : «1. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30.06.2020, το Δημόσιο, οι δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφέλειας προβαίνουν στις ενέργειες αρμοδιότητάς τους, που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, κυρίως στους τομείς της μεταφοράς, διαμονής, σίτισης, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων και μεταναστών.
2. Οι φορείς της παραγράφου 1 δύνανται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης:
α. Να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ή να συνάπτουν με τρίτους συμβάσεις εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών ή μισθώσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την αύξηση των μεταναστευτικών - προσφυγικών ροών, ιδίως σχετικά με την ίδρυση, κατασκευή, συντήρηση, μετατροπή και λειτουργία των Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών, καθώς και των Προαναχωρησιακών Κέντρων Κράτησης Αλλοδαπών. Η διαδικασία σύναψης των προηγούμενων συμβάσεων δύναται, λαμβανομένων υπόψη και λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, οι οποίοι ειδικώς αιτιολογούνται, να διενεργείται, ανεξαρτήτως ποσού, κατόπιν διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού για την αντιμετώπιση της έκτακτης και απρόβλεπτης αύξησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και της συνακόλουθης επιδείνωσης της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, και στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο, με την επιφύλαξη εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις.
β. Ειδικότερα το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α.) δύναται να διευθύνει και να συντονίζει, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής Υποδοχής και Ασύλου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, καθώς και τους κοινωνικούς φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις που επικουρούν τη λειτουργία των ΚΕ.Π.Υ./Κ.Υ.Τ. και των Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας, αποκλειστικά σε ό,τι αφορά στη μεταφορά, διαμονή, σίτιση και υγειονομική περίθαλψη των προσφύγων και μεταναστών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην περίπτωση α` της παραγράφου αυτής. Στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α.) συστήνεται Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης (ΚΕ.Σ.Ο.Δ.Π.) προς εξυπηρέτηση των σκοπών του προηγούμενου εδαφίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται οι αρμοδιότητές του, η στελέχωσή του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοιες αποφάσεις συστήνονται Τοπικά Συντονιστικά Κέντρα (ΤΟ.Σ.ΚΕ.Δ.Π.), όπου απαιτείται, και καθορίζονται ομοίως οι αρμοδιότητές τους, η στελέχωσή τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης του άρθρου 20 του ν. 3402/2005 (Α` 258) με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του ν. 3106/2003 (Α` 30), όπως ισχύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του που σχετίζονται με την προστασία, εκπροσώπηση και εποπτεία ασυνόδευτων ή χωρισμένων ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών».
4. Οι δαπάνες για τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της παραγράφου 2 δύνανται να καλύπτονται από πιστώσεις είτε του τακτικού Προϋπολογισμού καθ` υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων των Υπουργείων, είτε του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) είτε του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ, καθ` υπέρβαση του συνολικού ανώτατου ορίου δαπάνης του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ κατά την έννοια του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του ν. 4270/2014 (Α`143).».
ΙV. Επί της σκοπιμότητας, της νομιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων
Με την προτεινόμενη ρύθμιση παρέχεται η δυνατότητα στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη ή στο νομίμως εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο, να συνάπτει συμβάσεις έργων, εργασιών, υπηρεσιών και προμηθειών με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης περί δημοσίων συμβάσεων, εφ’ όσον συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση, η οποία επιβάλλει την άμεση λήψη και εφαρμογή μέτρων για θέματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας της δημόσιας τάξης και υγείας και της περιουσίας των πολιτών.
Με το περιεχόμενο αυτό, η υπό εξέταση ρύθμιση θεσπίζει ένα ιδιαίτερο, «εξαιρετικό» καθεστώς για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ερειδόμενο, με βάση τη συνοδεύουσα αυτή αιτιολογική έκθεση, στην «εντονότατη πίεση των μεταναστευτικών / προσφυγικών ροών που επεκτείνεται κατά μήκος των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της χώρας, όσο και την εμφάνιση κρουσμάτων του κορωνοϊού – covid 19 με απρόβλεπτες συνέπειες για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη και υγεία.»
Σημειώνεται ότι επί αντιστοίχου περιεχομένου διατάξεων, ήτοι διατάξεων που προβλέπουν παρέκκλιση από την κείμενη εθνική ή / και ενωσιακή νομοθεσία, η Αρχή έχει ήδη διατυπώσει τη γνώμη της (βλ. ενδεικτικά Γνώμες Α12/2018, Α14/2019, Α19/2019).
Α. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι δεν αποτυπώνεται στο κείμενο της εξεταζόμενης ρύθμισης το εύρος εφαρμογής αυτής, όπως αυτό προσδιορίζεται στην συνοδεύουσα αυτήν αιτιολογική έκθεση, γεγονός που πιθανόν να την καθιστά δεκτική ευρύτερης εφαρμογής από την σκοπούμενη από τον νομοθέτη. Κατά συνέπεια, θα ήταν σκόπιμη η αναδιατύπωσή της κατά τρόπο που να περιορίζεται ή, ούτως ή άλλως, εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης που περιγράφεται σε αυτήν, αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις που σχετίζονται ευθέως με την κατά τα ανωτέρω «πίεση των μεταναστευτικών / προσφυγικών ροών και την εμφάνιση κρουσμάτων του κορωνοϊού – covid 19».
Β. Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της εν λόγω ρύθμισης δεν προκύπτει με σαφήνεια ποιοι είναι οι φορείς τις ανάγκες των οποίων σκοπεί να καλύψει, καθώς, η δυνατότητα για τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων παρέχεται μεν στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη (ή στο νομίμως εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο), κατόπιν έγκρισης και μεταφοράς των αναγκαίων πιστώσεων από το Υπουργείο Οικονομικών, «μετά από αιτιολογημένο αίτημα του φορέα». Από τη διατύπωση αυτή δεν καθίσταται σαφές εάν ως «φορέας» νοείται αποκλειστικά υπηρεσία ή ανεξάρτητη επιχειρησιακή μονάδα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή εάν καταλαμβάνει και άλλους φορείς.
Γ. Επιπλέον, όπως έχει γνωμοδοτήσει η Αρχή σε αντίστοιχες εξαιρετικές διατάξεις (ενδεικτικά Γνώμες Α12/2018, Α14/2019, Α19/2019), σημειώνεται ότι με βάση την κείμενη περί δημοσίων συμβάσεων νομοθεσία, η σύναψη δημοσίων συμβάσεων με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης λόγω «κατεπείγουσας ανάγκης», προβλέπεται ήδη στη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 περ. γ' του ν. 4412/2016, η οποία ενσωματώνει την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 περ. γ' της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Η διαδικασία αυτή έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και επιτρέπεται να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ περιπτώσεις (αντίστοιχο άρθρο 32 του ν. 4412/2016) (βλ. σχετικώς ΔΕE, απόφαση της 8ης Απριλίου 2008, C-337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2008, Ι-2173, σκέψη 56).
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αναθέτουσα αρχή έχει μεν ευχέρεια, κατ’ απόκλιση από το γενικό κανόνα διενέργειας ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, να συνάπτει δημόσια σύμβαση με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης, μόνον όμως εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις: ήτοι, στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την αναθέτουσα αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση.
Οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική της ευθύνη. Η σχετική απόφαση της αναθέτουσας αρχής πρέπει να φέρει πλήρη και ειδική αιτιολογία, αναφερόμενη στους λόγους για τους οποίους αποφασίζεται η προσφυγή στην εν λόγω εξαιρετική διαδικασία. Επιπλέον, απρόβλεπτες περιστάσεις είναι τα γεγονότα που δεν μπορούν αντικειμενικά, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και λογικής, να προβλεφθούν, είναι δε ανεξάρτητα της βούλησης της αναθέτουσας αρχής και δεν πρέπει να απορρέουν από έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής (βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ 1747/2011, ΕΣ/Πράξ. 91, 105, 171, 191, 200, 205 και 214/2007, 15 και 74/2008 και Τμ.VI 3355/2009, 2050 και 935/2010 και ενδεικτικά αποφάσεις Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. 6, 9, 31, 81, 236, 254, 408 και 435/2013, 30, 31, 48, 66, 92 και 379/2014, 23 και 81/2015. Πρβλ. επίσης, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις σε σχέση με την τρέχουσα κρίση του ασύλου [Βρυξέλλες, 9.9.2015 COM(2015) 454 final], και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σε περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης: «Δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές παρεκκλίνουν εν προκειμένω από τη βασική αρχή της Συνθήκης σχετικά με τη διαφάνεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαιτεί η χρήση της διαδικασίας αυτής να εξακολουθήσει να γίνεται κατ’ εξαίρεση. Όλες οι προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά και πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (βλ. π.χ. την υπόθεση C275/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, και την υπόθεση C-352/12, Consiglio Nazionale degli Ingenieri»). Στην ως άνω Ανακοίνωση αναφέρεται, μάλιστα, ότι θα πρέπει να τεκμηριώνεται ότι δεν μπορεί να τηρηθεί ούτε η συντετμημένη προθεσμία παραλαβής προσφορών λόγω κατεπείγοντος).
Κατά πάγια νομολογία, τόσο το πρωτογενές δίκαιο των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο (Κανονισμοί, Οδηγίες, Αποφάσεις, Συστάσεις), υπερισχύουν των αντίστοιχων εθνικών δικαίων και, μάλιστα, των κοινών νομοθετικών κανόνων, όπως οι προτεινόμενοι με την παρούσα διάταξη σ/ν. Με την απόφαση, μάλιστα, C- 106/77 του ΔΕΚ, της 09-05-1978, Simmenthal II, έχει κριθεί ότι ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και να φροντίζει για την πλήρη ενέργεια των κανόνων αυτών, αφήνοντας ανεφάρμοστες διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ασυμβίβαστες με το ενωσιακό δίκαιο.
Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C-114/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σελ. I3783, σκέψη 11, της 23ης Απριλίου 2009, C-321/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 9 και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C-601/10, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2011, σκέψη 41).
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης για λόγους που άπτονται της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, υπό τον όρο ότι τα λαμβανόμενα κατά περίπτωση μέτρα, θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά (όπως έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου), να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο αναλογικότητας για το κατά πόσον το εθνικό μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη σκοπού δημόσιας τάξης ή ασφάλειας, (η οποία, κατά το Δικαστήριο καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του). Πρόκειται, στην περίπτωση αυτή, για επιφύλαξη υπέρ της εθνικής κυριαρχίας, η άσκηση της οποίας όμως, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της Συνθήκης και να μην αποτελεί μέσον αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκαλυμμένο περιορισμένο της ελεύθερης διακίνησης των αγαθών, το δε βάρος της απόδειξης κατά την αξιολόγηση των μέτρων αυτών βαρύνει τα κράτη μέλη.
Δ. Επιπροσθέτως, ειδικά για την περίπτωση που τυχόν ήθελε εξετασθεί εφαρμογή του άρθρου 15 του ν. 4412/2016, σημειώνονται τα ακόλουθα :
Η πρώτη περίπτωση του άρθρου 346 παρ. 1 ΣΛΕΕ, προβλέπει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη υποχρέωση των κρατών να παρέχουν πληροφορίες στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η οποία έχει κριθεί ότι είναι βασική εκδήλωση του καθήκοντος συνεργασίας που διακηρύσσεται στο άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ (βλ. ΔΕΚ 22.09.1988, 272/86, Συλλ. σ. 4895, σκ. 30). Εφόσον το κράτος θεωρεί ότι θίγονται ουσιώδη συμφέροντα που άπτονται της ασφάλειάς του, δικαιούται να αρνηθεί την παροχή τέτοιων πληροφοριών. Σημειώνεται, συναφώς, ότι η θεσπιζόμενες εξαιρέσεις, παρά το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται εκ πρώτης όψεως στα κράτη μέλη για την ενεργοποίηση των περιπτώσεων αυτών, η χρήση του όρου «ουσιώδη» συμφέροντα ασφαλείας εισάγει εμμέσως, πλην σαφώς, σημαντικό περιορισμό στην ευχέρεια των κρατών, ο οποίος άλλωστε απορρέει και από τον ίδιο το ρόλο της διάταξης ως εξαίρεσης από την εφαρμογή της Συνθήκης.
Δεδομένου ότι κατ’ αρχήν οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι εφαρμοστέες στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η νομολογία του Δικαστηρίου παγίως διευκρινίζει ότι το άρθρο 346 ΣΛΕΕ οφείλει να ερμηνεύεται στενά σε συγκεκριμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει την άποψη ότι η εξαίρεση δεν είναι αυτόματη, αλλά εφαρμόζεται μόνον όταν συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να εξαιρεθεί για λόγους ασφαλείας (Επιτροπή κατά Ισπανίας C-414/97) .
Ε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σαφές ποιες είναι οι διατάξεις από τις οποίες εισάγεται η υπό εξέταση παρέκκλιση, («κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης περί δημοσίων συμβάσεων»), και εάν η παρέκκλιση αυτή αφορά και την προβλεπόμενη κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 4013/2011 γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή σύμφωνης γνώμης για την προσφυγή των αναθετουσών αρχών στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων άνω των ορίων.
Από άποψη σκοπιμότητας και όλως επικουρικώς, η Αρχή επισημαίνει ότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει παρεκκλίσεις από διατάξεις της κείμενης εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες συνιστούν κομβικές θεσμικές πολιτικές επιλογές της Πολιτείας, αποτελούν τους πυλώνες του προγράμματος μεταρρύθμισης του ελληνικού συστήματος δημοσίων συμβάσεων και αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών, την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την ενίσχυση της διαφάνειας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Τέτοια είναι, ιδίως, η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 4013/2011, στις περιπτώσεις προσφυγής των αναθετουσών αρχών στη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, η οποία προστατεύει τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ άλλων, προλαμβάνοντας αξιώσεις σε βάρος του, ερειδόμενες στην παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας.
Επισημαίνεται ωστόσο ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 4013/2011, «Οι αποφάσεις των αναθετουσών Αρχών που αφορούν την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων, σύμφωνα με την περίπτωση β` της παρ. 2 του άρθρου 26 και τα άρθρα 32 και 269 του Ν. 4412/2016 (ΑΊ47) εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής, εφόσον οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν, λόγω της εκτιμώμενης αξίας τους, στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΚ και 2014/25/ΕΚ, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4412/2016. […]».
Κατά συνέπεια, με βάση την κείμενη εθνική νομοθεσία, οι αναθέτουσες αρχές, στις περιπτώσεις ανωτέρας βίας, απαλλάσσονται της υποχρέωσης να λάβουν την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Αρχής για την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να δύνανται να ενεργούν άμεσα και αποτελεσματικά.
Ως ανωτέρα βία δε, (force major), χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε τυχηρό γεγονός του οποίου η επέλευση, ως εκ της φύσεώς του, είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις απρόβλεπτη και αναπότρεπτη. Τυπικές περιπτώσεις ανωτέρας βίας είναι ο πόλεμος, το πραξικόπημα, οι απρόβλεπτες κυβερνητικές απαγορεύσεις, η ξαφνική βαριά ασθένεια (σε κάποιες περιπτώσεις), ή και τα "ακραία καιρικά φαινόμενα". Αντίστοιχα, η νομολογία δέχεται ότι «Όπως γίνεται παγίως δεκτό, ανώτερη βία συνιστά κάθε τυχαίο και απρόβλεπτο στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση γεγονός, το οποίο δε θα μπορούσε να αποτραπεί με οποιαδήποτε επιμέλεια και σύνεση (ΑΠ 220/1983, 1305/1982, 372/1981 κ.ά.).»
Ειδικότερα, όσον αφορά το Ενωσιακό Δίκαιο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια της ανωτέρας βίας δεν περιορίζεται στην απόλυτη αδυναμία, αλλά καλύπτει και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, μη φυσιολογικές και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας. Από αυτό προκύπτει, ότι η έννοια της ανωτέρας βίας εμπεριέχει ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπέρμετρες θυσίες, (βλ. ΔΕΚ αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 P. Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5619, σκέψη 31 και 32, 17ης Οκτωβρίου 2002, C-208/01 Parras Medina, Συλλογή 2002, σ. Ι8955 κ.λπ.).
ΣΤ. Τέλος, σημειώνεται ότι η πρόβλεψη της παραγράφου 2 της υπό εξέταση διάταξης, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτής η 28η Φεβρουαρίου 2020, θα πρέπει να τροποποιηθεί ούτως ώστε να ισχύει για το μέλλον, καθώς, σε κάθε περίπτωση, στην αιτιολογική έκθεση αυτής αναφέρεται και η έκτακτη σύγκληση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ) την 01.03.2020.
V. Συμπέρασμα
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η Αρχή γνωμοδοτεί σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ (αα) της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4013/2011 επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων με την επιφύλαξη των προπαρατεθεισών παρατηρήσεων και επισημάνσεων, συστήνοντας ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, περαιτέρω επεξεργασία των προτεινομένων ρυθμίσεων προκειμένου αυτές να ενσωματωθούν κατά τρόπο συγκεκριμένο, σαφή ως προς τα όρια του πεδίου εφαρμογής τους και συνεκτικό.
Αθήνα, 3 Μαρτίου 2020
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Καταπόδης